The Plymouth Monster

Από το

Στόμα του Λύκου

16/1/2015

The PLYMOUTH MONSTER

Το 1909, ήδη στα 17 του έτη ο Fred Luther αγωνιζόταν σε χωμάτινες πίστες του 1/2 μιλίου, στην Οκλαχόμα κ' στο Τέξας. Η ζωή του και η αγάπη του ήταν οι μοτοσυκλέτες και η αφοσίωσή αυτη, τον οδήγησε να γίνει επαγγελματίας το '12 και πλέον να βγάζει χρήματα ώστε να μπορεί να συντηρείται μόνον από αυτό. Τα επόμενα χρόνια, ταξίδεψε σε όλες τις Ανατολικές μεγάλες πόλεις αγωνιζόμενος σε boardtrack πίστες.


Το '15 ήλθε μια μεγάλη αλλαγή στην ζωή του όταν του ζήτησε η Ιndian να αγωνίζεται για εκείνην, με 50$/βδομάδα και πληρωμένα όλα τα έξοδά του, ποσό τεραστιο για τα δεδομένα της εποχής... Εκτός αυτού, αναγνωρίστηκε διεθνώς, με το κυριότερο ότι έγινε γνωστός σε όλες τις μεγάλες εταιρείες λαδιών, καυσίμων, κατασκευαστών, αξεσουάρ, κλπ οι οποίες αργότερα θα τον βοηθούσαν να υλοποιήσει το όνειρό του. Δυστυχώς, ο 1ος Π.Π. τερμάτισε την αγωνιστική του καριέρα.

Το '33 αποφάσισε να ξανά ασχοληθεί με τις μοτοσυκλέτες, αλλά πλέον υπό άλλο πρίσμα: επιθυμούσε να καταρρίψει το παγκόσμιο ρεκόρ ταχύτητας.
Και τους είχε όλους με το μέρος του... Η Plymouth του του δώρησε μοτέρ, η Firestone του έφτιαξε ειδικά λάστιχα, η Gilmore του παρείχε ''αγωνιστικό' καύσιμο και διάφοροι άλλοι τον υποστηρίζαν σε ανταλλακτικά. Υπό έναν βασικό όρο: το πρότζεκτ έπρεπε να περάσει τα 200 μιλια ανά ώρα. Με χρηματικό έπαθλο 30.000$.
Συνεταιρίστηκε με τον παλιό του γνωστό και πρώην αγωνιζόμενο μηχανικό Jimmy Mc Neil, ο οποίος είχε εξελίξει τον κινητήρα της Cyclone και τον Adolph Thuillier για τις δύσκολες μετατροπές και μετασκευές που θα απαιτούσε η κατασκευή.


Οι εργασίες, ξεκίνησαν τον ερχόμενο Απρίλιο του '34. Χρησιμοποιήθηκε ένα πλαίσιο από Henderson το οποίο μεταποιήθηκε εκτενέστατα, κόπηκε, μάκρυνε, φάρδυνε και κυρίως ενισχύθηκε για να μπορέσει να δεχθεί το τεράστιο αυτοκινητάδικο, βαρύ, εξακύλινδρο, υδρόψυκτο μοτερ της Plymouth. Το μπροστινό επίσης από Ηarley,ενισχύθηκε με έξτρα μπάρες ωστε να ανταπεξέλθει το πρόσθετο βάρος και τις δυνάμεις. Καταναλώθησαν περί τις 20 μπουκάλες ασετυλίνης μεχρι να ολοκληρωθούν οι συγκολλήσεις. Το μηχανικό σύνολο ήταν μιά σχετικά αξιόπιστη κατασκευή, πλήν όμως με 5,8:1 συμπίεση, 77 ίππους/3600σαλ δεν ήταν κάτι που θα μπορούσε να τους φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Όταν τελείωσε ο Mc Neil τις βελτιώσεις ου, η ισχύς είχε εκτιναχθεί στους 115hp/4250rpm με συμπίεση στο 9:1. Το εργοστασιακό κιβώτιο της Henderson παρέμεινε, έχοντας κι αυτό υποστεί κάποιες επί μερους βελτιώσεις.

Ένα θέμα που έπρεπε να αντιμετωπιστεί ήταν το πώς θα έστριβε το κατασκεύασμα, εφ'όσον ο οδηγός εξ'αιτίας του τεραστίου μεταξονίου δεν έφτανε το τιμόνι..
Το πρόβλημα λύθηκε τοποθετώντας το πιο πίσω, κοντα στον οδηγό, και ενωνοντάς το με αλυσίδες με το πηρούνι.
Kαι πάλι όμως η διαδικασία δεν ήταν εύκολη, πολύ δε περισσότερο στους επιτόπιους ελιγμούς, όταν ο κύκλος στροφής ήταν 300ft. Κι αυτό επιλύθηκε χρησιμοποιώντας γλύστρες -σαν ελκυθρου- οι οποίες ελέγχονταν από τον οδηγό με χειρομοχλό ετσι ώστε σε χαμηλές ταχύτητες που η ασταθεια ήταν εντονη, να τις κατεβάζει και μολις έπιανε περίπου τα 20μίλια /ωρα, τα ανέβαζε.
Εναλλακτήρας/γεννητρια δεν χρησιμοποιούνταν, παρέμεινε όμως η μίζα και ο σφόνδυλος. Τα ρευματα τα ανέλαβε μια μπαταρία.
Το ρεζερβουάρ των 10qts γεμιζε αποκλειστικά με ρέισινγκ καυσιμο και το κάρτερ των 5qts με μονότυπο λάδι SAE10.

Σχεδιάστηκε ειδικό ψυγείο μικρότερων διαστάσεων ίσα-ίσα να μην υπερθεμανθεί το μοτέρ μόνο για ένα πέρασμα/προσπάθεια. Αν το μοτεράκι δούλευε ρελαντί έστω και για 10' το νερό το έβραζε... κατα την πρόσπαθεια, όμως, κραταγε σταθερή θερμοκρασία περί τους 180°F.
Tα λάστιχα, όπως αναφέρθηκε, ήταν ειδική κατασκευή της Firestone, κόστους 100$/τεμάχιο, με 8 στρώσεις ινών εμβαπτισμένες σε υγρό λατεξ, καλυμμένες με το ελάχιστο δυνατό πάχος λάστιχου ανα στρώση.
Οι ούγιες του ελαστικού ήταν ενισχυμένες με σύρματα πιάνου(!) για την καλλίτερη δυνατή εφαρμογή στην ζάντα.
Επίσης, κάθε ελαστικό ήταν βιδωμενο πάνω στην ζάντα για λόγους ασφαλείας στις υψηλές ταχύτητες.

Τον Απρίλιο του '35, η κατασκευή επιχείρησε την πρώτη δοκιμή της στις Muroc Dry Lakes. Στο τρίτο πέρασμα, έμεινε από κιβωτιο. Το σχεδόν εργοστασιακό κιβωτιο δεν άντεξε τα ποσα ροπής του εξακύλινδρου θηρίου.
Οι επόμενες δοκιμές, δυστυχώς, στέφθηκαν επίσης με απανωτες αποτυχίες. Διαρροές από ρεζερβουάρ, χτυπημένα ρουλεμάν τροχών, κά.
Οι μαζεμένες αποτυχίες, πείσμωσαν περισσότερο το τημ των 3 αντρών.
Το κιβωτιο αντικατασταθηκε με άλλο, της Plymouth, όλοι οι αδύναμοι κρίκοι στην κατασκευή επισημάνθηκαν και αντικατασταθηκαν με πιο βαριά και ανθεκτικά ανταλλακτικά.

Επόμενη δοκιμή, στις λίμνες της Bonneville.
H μοτό, χτύπησε πανεύκολα με δευτέρα μάλιστα στο κιβωτιο, τα 140μίλια ανα ώρα, με το μοτερ απλά να γουργουρίζει ευχάριστα.
Όλα ήταν έτοιμα για ένα ''flat out-pedal to the metal'' πέρασμα. Τα +60μιλια/ωρα δεν ήταν απολύτως τίποτε ακατόρθωτο για την κατασκευή. Όλοι και όλα ήταν πολύ κοντα στην εκπλήρωση του ονείρου τους.
Στα 140mph, αλλαξε σε τρίτη στο κιβωτιο και καρύδωσε το γκάζι. Λίγο αμέσως μετά τα 160mph ακούστηκε έντονος μεταλλικός θόρυβος από τα σωθηκά του κινητήρα κι ένιωσε ζεστο λάδι στο πόδι του...
Αμέσως εβγαλε ταχύτητα και το έσβησε. Η έκτη μπιέλα είχε αποφασίσει να αφήσει τον στρόφαλο.

Αυτή ήταν και η τελευταία προσπάθεια.
Το πλαίσιο με την μηχανή βρίσκονταν έκτοτε στο μαγαζί του Fred. Να του θυμίζει τις προσπάθειες του αλλά και τις δυνατότητές της.
Είπε ότι την επόμενη φορά θα δοκίμαζε με V8, όταν ρωτήθηκε καπου το '50...

Τώρα κοσμεί απλά μια συλλογή.

 

(by Tasos Pap)

Ετικέτες

Δυο ποτιστήρια μια κιθάρα κι ένα μάθημα - Η σελίδα του MOTO που έγινε "viral"

27/9/2016

Γράφω για μοτοσυκλέτες. Ή τουλάχιστον αυτή είναι μια πρόφαση για να γράψω για κάποια πράγματα σημαντικά. Και πάντα μ’ αρέσει το απλό γράψιμο, αν έχεις να πεις κάτι δε χρειάζεται να λες πολλά. Αν δεν έχεις, μπορείς να γεμίσεις σελίδες. Η μεγαλύτερη ικανοποίηση είναι να βλέπεις ότι αυτό που λες φτάνει κάπου. Για το κείμενο με τίτλο ‘wabi sabi’ το inbox μου γέμισε μηνύματα από ανθρώπους άσχετους με μοτοσυκλέτα.

Σήμερα πήρα μια φωτογραφία, της κομμένης σελίδας μου από το περιοδικό να έχει αναρτηθεί σε ένα γραφείο καθηγητών. Πως έφτασε εκεί το βλέπετε στα μηνύματα παρακάτω. Γι’ αυτό αποφάσισα κατ’ εξαίρεση να δημοσιευτεί διαδικτυακά για όποιον θέλει να το διαβάσει. Ακολουθεί λοιπόν και όλο το κείμενο του ‘Wabi Sabi’ ή όπως δημοσιεύτηκε ‘Δυο ποτιστήρια μια κιθάρα κι ένα μάθημα’.

 

---------

«Καλησπέρα!

Βρήκα την αφορμή να σας στείλω αυτό το μήνυμα, αφού διάβασα το " 2 ποτιστήρια, μια κιθάρα και ένα μάθημα". Δεν είμαι μηχανόβια (!!!) αλλά ο σύζυγος μου νομίζω πως με αγαπάει λίγο(...μόνο λίγο) περισσότερο από τη F800GS του, πράγμα που σημαίνει ότι ειναι φανατικός του MOTO.

Για να μη μακρηγορώ, ήθελα απλώς να σας πω ότι το άρθρο σας όχι απλά με συγκίνησε αλλά με έκανε να αναλογιστώ κάποια πράγματα που θεωρώ δεδομένα. Θα το εκτυπώσω και θα το έχω στο γραφείο μου, για να μην ξεχνώ πως το απλό, παλιό, φθαρτό υπάρχει στη ζωή μας, για να θυμίζει το νόημα που χάνουμε μες στην πολύβουη ζωή μας.

Συγχαρητήρια και για τον τρόπο που γράφετε αλλά κυρίως για τα νοήματα που αποτυπώνετε!!

Καλή συνέχεια και καλές εμπνεύσεις.

Φιλικά,

Κωνσταντίνα Γεώργα»

 

-----------

«Διαβάζω το ΜΟΤΟ του Αυγούστου και πάντα αρχίζω από την τελευταία σελίδα (Στο στόμα του Λύκου). Με τον Λύκο είχαμε (και έχουμε) τις διαφορές μας, αλλά αυτό ποτέ δεν με εμπόδισε να κρίνω με όσο πιο καθαρό μάτι μπορώ.

Διαβάζω λοιπόν το Αυγουστιάτικο "Δυο ποτιστήρια, μια κιθάρα κι ένα μάθημα" και αν ήμουν Λύκος θα αποφάσιζα να μην ξαναγράψω.

Γιατί δεν νομίζω ότι ο Λάζαρος θα μπορέσει να γράψει καλύτερο, πιο ατμοσφαιρικό, πιο αληθινό κείμενο!

Θα την κρατήσω την σελίδα του περιοδικού (ως φανατικός.. "νεκρόφιλος").

Λάζαρε.... μπράβο κι ευχαριστώ !!!»

Μάνος Κιλημάντζος

-----------------

 

Ρε σύντροφε… τι ήταν αυτό το τελευταίο κείμενο στο ΜΟΤΟ… Με έστειλες, με χάζεψες, με βούρκωσες… Πολλά μπράβο! (και από την Τζένη τη γυναίκα μου).

Χάρης Μωραιτίνης.

 

Wabi Sabi

δυο ποτιστήρια μια κιθάρα κι ένα μάθημα

του Λάζαρου Αλεξάκη

 

Ναι το ξέρω σα τίτλος δε λέει και πολλά. Του λείπει το σασπένς και η ένταση. Το ζουμί όμως είναι στο μάθημα, οπότε μείνετε για λίγο μέχρι να φτάσουμε εκεί.

Να ξεκινήσουμε από τα ποτιστήρια. Τα είδα πριν από όχι πολύ καιρό σε ένα κήπο που πέρασα. Κι επειδή το να γράφεις είναι το τι παρατηρείς έκατσα λίγο παραπάνω και τα κοίταζα.

Το ένα ήταν παλιό, πολύ παλιό. Σιδερένιο, σκουριασμένο, μ’ εκείνη την όμορφη χαλκοπράσινη σκουριά που ξεκίναγε απ’ τη βάση του και ανέβαινε μέχρι πάνω αλλάζοντας όλους τους τόνους του καφέ και μερικούς του πορτοκαλί μέχρι τη βάση για το στέλεχος που κατέληγε σε κείνο το μεγάλο κωνικό παλιομοδίτικο στόμιο. Το χερούλι του είχε στραβώσει λίγο και κισσός το είχε πιάσει και το είχε τυλίξει. Ήταν ακουμπισμένο σε ένα περβάζι παραθύρου κοντά σε μια βρύση. Ήταν όμορφο. Ήταν πολύ όμορφο.

Κάτω από το περβάζι, στη βάση του μικρού τοίχου ήταν ακουμπισμένο ένα κίτρινο πλαστικό ποτιστήρι. Βρώμικο. Δεν ήξερα αν είναι παλιό ή καινούριο - οι γνώσεις μου στα ποτιστήρια είναι πολύ περιορισμένες. Ήταν σπασμένο. Είχε ένα μεγάλο βαθύ σκίσιμο στο πλάι του που έχασκε. Προφανώς δε μπορούσε να χρησιμοποιηθεί πια, αλλά δεν έφταιγε αυτό. Το βρώμικο κίτρινο χρώμα του το έκανε άσχημο. Το έκανε σκουπίδια. Φύλλα δεν είχαν πιάσει πάνω του, ήταν σαν η φύση να είχε τραβηχτεί γύρω του να μην το ακουμπήσει.

Κάποιος είχε χρόνια το σιδερένιο, μετά είχε πάρει το πλαστικό σαν πιο ελαφρύ και εύχρηστο. Κι όταν αυτό αχρηστεύτηκε ξανάπιασε το παλιό το σιδερένιο. Το πρώτο θα μπορούσε να είναι θέμα ενός πίνακα, ή μιας ωραίας φωτογραφίας, ειδικά με την πρωινή πάχνη πάνω του. Το άλλο δεν έπιανε καν πάχνη λόγω της στιλπνής του επιφάνειας. Αν το σιδερένιο σταματούσε να ποτιστηριάζει (το ωραίο με το να γράφεις είναι να φτιάχνεις ρήματα), κάποιος ίσως το γέμιζε με χώμα και το γέμιζε φυτά. Γιατί ήταν όμορφο. Το άλλο ήθελε απλά πέταμα. 

Δίπλωσα προσεχτικά τις παρατηρήσεις μου για τα ποτιστήρια σε ένα νοητό μπλοκάκι που κρατάω και συνέχισα. Το ξεδίπλωσα πολλούς μήνες αργότερα, κι έφταιγε μια κιθάρα.

Μια κιθάρα custom για να είμαι ακριβής. Την ώρα που γράφω αυτές τις γραμμές έχω πάρει τις τελευταίες φωτογραφίες της από το φίλο Διονύση Δικέφαλο που την φτιάχνει στο χέρι. Είναι μια κιθάρα σε χρώμα φυσικού ξύλου, που θα έχει πάνω ένα φετίχ μου, το great wave off kanagawa του Hokusai σχεδιασμένο στο χέρι από το Διονύση. Συζητάμε λοιπόν το τι και το πώς. Και φυσικά στην αρχή σκέφτομαι η κιθάρα να βγει ‘τέλεια’. Να βαφτεί έτσι και να πέσει τέτοιο βερνίκι που να γίνει ‘τέλεια’, και να γίνει μια κιθάρα που μετά θα πρέπει να την προσέχω να μην πάθει τίποτα και να μη φθαρεί και να δείχνει (αιώνια;) όλη την τέχνη που έχει πάνω της. Ο Διονύσης θέλει να μη βαφτεί και να μείνει φυσικό το ξύλο πάνω της. Και μου στέλνει ένα link με δυο λέξεις. Wabi-Sabi.

 

Διαβάζω και ανακαλύπτω τον τρόπο να συνοψίσω πολλά απ’ αυτά που σκέφτομαι σ’ αυτές τις δυο λέξεις. Το wabi-sabi είναι στην ουσία του ένας διαφορετικός τρόπος σκέψης που γεννήθηκε στην Ιαπωνία αρκετά χρόνια πριν. Και αναφέρεται και στα δυο ποτιστήρια μου. Βγάζω νοητά το διπλωμένο χαρτάκι απ’ τον κήπο, το αφήνω δίπλα, φτιάχνω κι ένα καφέ και διαβάζω.

Το wabi-sabi αναφέρεται στην ομορφιά ενός αντικειμένου που είναι ατελές, που είναι φθαρτό. Που είναι ταπεινό. Που κάποια μέρα θα χαθεί όπως χάνονται όλα. Δεν αφορά την αγάπη για κάτι άφθαρτο, νεανικό και αψεγάδιαστο αλλά το σεβασμό για κάτι που περνάει, που είναι εύθραυστο, που έχει πάνω του τη μελαγχολία του τέλους του.

Το wabi-sabi αφορά την πεποίθηση ότι κάτι είναι πάντα ομορφότερο όταν φέρνει πάνω του τα σημάδια του χρόνου και της προσωπικής ενασχόλησης. Συγκεκριμένα η λέξη sabi αφορά το πώς τα σημάδια του χρόνου και της φθοράς ενισχύουν ένα αντικείμενο, ένα αντικείμενο που αποτυπώνει πάνω του σε χαρακιές, σε σπασίματα, σε γδαρσίματα, σε φθορές όλα τα γεγονότα που έχουν συμβεί στη ‘ζωή’ του. Και φυσικά αυτό μας φέρνει στην ιδέα ότι μέσα από αυτό αποδεχόμαστε και εμείς το πόσο φθαρτοί και περαστικοί είμαστε και απορρίπτει την ψευδαίσθηση του ‘αθάνατου’. Σε κάνει όχι μόνο να καταλάβεις αλλά και να αποδεχτείς ‘τον κύκλο’.

Αυτός είναι ένας απ’ τους λόγους που το πλαστικό σαν υλικό με απωθούσε πάντα έντονα. Πολύ περισσότερο στις μοτοσυκλέτες που είναι και φετίχ μετακίνησης για μένα. Το πλαστικό και η μαζική παραγωγή είναι η μαρκετίστικη και οικονομικά ‘συμφέρουσα’ επιλογή στο να μη δεχτείς αυτόν τον κύκλο. Χάλασε; Το πετάς και παίρνεις άλλο. Ξαφνικά τα ‘αντικείμενα’ δεν έχουν ζωή και κύκλο, δεν έχουν πορεία στο χρόνο γιατί αυτή δεν αποτυπώνεται πάνω τους, έχουν απλά ένα ‘ον’ και ‘οφφ’. Είτε δουλεύει και το κρατάς είτε δε δουλεύει και το πετάς και παίρνεις ένα άλλο. Κι έτσι μαθαίνεις λίγο και σε μια αναλώσιμη νοοτροπία που βολεύει τους καιρούς που ζούμε. Αναλώσιμοι εργαζόμενοι, εργοδότες, σχέσεις. Μπορεί να σε πάει σε επικίνδυνα μονοπάτια το αναλώσιμο, πέρα από την αισθητική.

Όμως αυτή είναι η τάση των καιρών. Η απόφαση έχει προ πολλού παρθεί. Και τα αντικείμενα που ‘χαράζονται’ απ’ το χρόνο όσο περνάει ο καιρός γίνονται όλο και πιο σπάνια και γι’ αυτό πιο πολύτιμα. Το να βρεις μια φωτογραφία σε ένα συρτάρι, κιτρινισμένη, ξεφτισμένη, στη γωνία σχισμένη, γραμμένο πίσω με στυλό ‘εκδρομή Μάιος 1975’ δεν είναι το ίδιο με το να βρεις ένα jpeg σε φάκελο. Το να βρεις το βιβλίο που διάβαζες μικρός, με τις σημειώσεις σου, με τα χαζά σχέδια στο οπισθόφυλλο, με αρχικά που μόνο εσύ ξέρεις τι σημαίνουν δεν είναι το ίδιο με το pdf στο tablet. Μερικά πράγματα ρουφάνε τη ζωή κι αφήνονται στη φθορά της. Άλλα είναι απλά προϊόντα.

Έχω γνωρίσει ανθρώπους που έχουν γεράσει μέσα σ’ ένα παλιό αμάξι, πάνω στη σέλα μιας Φλορέτας. Μέσα και πάνω σε σίδερα που φτιάχτηκαν – αν τα πρόσεχες – να κρατήσουν για μια ζωή. Κι αυτά κράτησαν.

Χαμογελάω συνήθως όταν ακούω κάποιον με τον οποίο μιλάω για μοτοσυκλέτες, ποτιστήρια ή παλιές φωτογραφίες να μου μιλάει – λογικά βέβαια – για τη χρήση τους. Μα αφού έτσι είναι πιο ελαφρύ, πιο εύκολο, πιο γρήγορο, τα βιβλία σε pdf δεν πιάνουν χώρο, τα jpg έχουν ανάλυση πολλά megapixels, τα πλαστικά εργαλεία, τα πλαστικά πιάτα, τα πλαστικά κουτάλια, ευκολία – και μετά; Μετά το πετάς.

Τα άλογα μας τα συνηθίσαμε σιδερένια. Όχι πλαστικά. Τα συνηθίσαμε να καταλαβαίνουμε πως δουλεύουν. Όχι μ’ ένα μάτσο ηλεκτρικά. Τα συνηθίσαμε να αποτυπώνουν πάνω τους τη ζωή μας, όχι να τα πετάμε και να παίρνουμε άλλα. Τα συνηθίσαμε να τα φτιάχνουμε με μέταλλα κι όχι με 3d-printer. Συνηθίσαμε να βλέπουμε τη ζωή μας που πέρασε πάνω στις γρατζουνιές τους και τα σημάδια τους και να προσπαθούμε να τα γιατρέψουμε. Η σκουριά ποτέ δεν κοιμάται έλεγε κι ο άλλος ο παλιοροκάς. Rust never sleeps. Όσο εσύ τρίβεις και φτιάχνεις και μαζεύεις, αυτή κάνει τη δουλειά της, 24 ώρες τη μέρα, 365 μέρες το χρόνο, η σκουριά δεν κοιμάται. Κι όταν τη χάσουμε τη μάχη με το χρόνο, γιατί πάντα τη χάνουμε, θα το κρατήσουμε σε μια γωνιά γιατί έχει να πει μια ιστορία. Ατελή, πονεμένη, γεμάτη σπασίματα και αποτυχίες δικές του και δικές μας – μα μια ιστορία. Μια δική μας ιστορία.

Κι όταν μεγαλώσω κι έχω σε μια γωνία το μηχανάκι μου, την κιθάρα του Διονύση, και μερικά άλλα ‘παλιοπράγματα’, θέλω να βλέπω ιστορίες γύρω μου, όχι σκουπίδια. Θέλω να χουν κάτι να μου πούνε και κάτι να τους πω. Καλές ιστορίες και καλούς δρόμους αδέρφια.