MotoGP: Μεγάλο ιστορικό αφιέρωμα σε όλα τα αδέρφια που έχουν συνυπάρξει στους αγώνες!

Οι Marquez και οι Espargaro δεν είναι οι μόνοι…
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

20/11/2019

Από την επόμενη σεζόν δύο δυάδες επιθέτων, οι Marquez και Espargaro θα βρεθούν όλοι μαζί στην ίδια πίστα. Το περίεργο, όπως το χαρακτήρισαν και οι ίδιοι, θα είναι με τους Marquez που θα αγωνίζονται με την ίδια μοτοσυκλέτα στην ίδια ομάδα. Δεν είναι όμως ούτε η πρώτη φορά που έχουμε τέσσερις αναβάτες που μοιράζονται δύο επίθετα στην ίδια πίστα ταυτόχρονα. Ούτε και αν ανέβουν στα βάθρο δύο με το ίδιο επίθετο θα έχει υπάρξει κάτι που επίσης δεν έχουμε ξανά δει. Όλα αυτά έχουν γίνει κατά περίπτωση ξανά. Σίγουρα όχι με την ίδια προβολή, αλλά έχουν ξανά γίνει – κατά περίπτωση. Η ιστορική αναδρομή θα αφήσει να φανεί για πιο λόγο ενώ όλα αυτά έχουν γίνει ξανά, δεν είναι στην πράξη το ίδιο με αυτό που πρόκειται να δούμε από την επόμενη σεζόν. Μεγαλύτερη ίσως διαφορά, είναι πως ο Alex Marquez θα πρέπει να διαχειριστεί την σύγκριση του τυχαίου σχόλιου στα κοινωνικά δίκτυα σε κάθε αποτέλεσμα, σε κάθε αγώνα, καθώς εκείνος θα ψάχνει την μοτοσυκλέτα ενώ ο αδερφός του θα έχει στόχο την νίκη. Η απόσταση αυτή σε στόχους, είναι τεράστια για δύο αναβάτες της ίδιας ομάδας, όπως είδαμε και φέτος. Πόσο μάλλον όταν αυτοί είναι και αδέρφια…

Ξεκινάμε από τα MotoGP πριν ξανά πιάσουμε τον χρόνο από την αρχή, διευρύνοντας την λίστα με περισσότερους αγώνες...

 

Στην μακρά ιστορία των MotoGP τα πρώτα αδέρφια που βρέθηκαν να κάνουν το ίδιο άθλημα, ήταν οι Juan Salantino και Eduardo Salantino, έτρεχαν με την ίδια μοτοσυκλέτα και ανέβηκαν το 1962 μαζί στο βάθρο. Ωστόσο δεν θα πρέπει η συγκεκριμένη περίπτωση να συγκριθεί με την τωρινή του Marquez. Κι αυτό γιατί ο Juan Salantino και ο Eduardo Salntino που πήραν μέρος με Norton στον 8ο και τελευταίο αγώνα του 1962 στην Αργεντινή, ήταν «τοπικοί ήρωες» σε ένα ολότελα Αργεντίνικο Grand Prix. Τότε είχαν γίνει συνολικά 11 αγώνες, όμως για τα 500σια μετρούσαν οι 8 ξεκινώντας από το Isle of Man και όχι από το Ισπανικό και Γαλλικό Grand Prix που πραγματοποιήθηκε νωρίτερα, μαζί και το Γερμανικό αργότερα.

Ο θάνατος τότε του Tom Phillis είχε επηρεάσει την τοπική κοινωνία των αγώνων μοτοσυκλέτας και μπορεί ο Hailwood να μην έτρεξε στην Αργεντινή αλλά πήρε τον τίτλο. Αν είχε τρέξει, τότε τα δύο αδέρφια Salantino δεν θα είχαν βρεθεί στο βάθρο εξαιτίας της διαφοράς χρόνου που θα είχαν με τον Hailwood που με μεγάλη βεβαιότητα θα κέρδιζε τον αγώνα.

 

Είναι εξαιρετικά σπάνιο να βρεθούν δύο αδέρφια στο ίδιο βάθρο και από τότε έχει γίνει άλλη μία φορά και τελευταία, το 1997.

Τότε οι φοβεροί Aoki, τελευταίοι μεγάλοι ήρωες της Ιαπωνίας μαζί με τον Aoyama, είχαν τερματίσει στην Imola πίσω από τον Doohan που επίσης έτρεχε με Honda όπως και εκείνοι. Δεύτερος ο Nobuatsu και τρίτος με διαφορά 20 δευτερολέπτων ο Takuma, χωρίς όμως να έχει καμία επαφή με τον Carlos Checa που ακόμη πιο πίσω τερμάτιζε τέταρτος. Οι αδελφοί Aoki ανέβηκαν το 1997 δικαιωματικά στο βάθρο, στην δεύτερη και τρίτη θέση.

τον Ιούλιο στην Suzuka...

Για την ιστορία και ο τρίτος της οικογένειας, ο Haruchika Aoki, ακολουθούσε ήδη την αγωνιστική καριέρα κερδίζοντας τίτλους στα 125, το ’95 και ’96 και τα αδέρφια είχαν κερδίσει το παρατσούκι, “The Fireball Brothers”. Έναν χρόνο μετά το διπλό βάθρο για τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια, το 1998, μία άσχημη πτώση του Takuma θα τραυμάτιζε την σπονδυλική του στήλη και θα τον άφηνε παράλυτο από την μέση και κάτω. Κρατήθηκαν στον χώρο των αγώνων με την Honda ενώ σχετικά πρόσφατα ο Takuma έτρεξε και στο Rally Dakar και σε άλλα χωμάτινα Rally με αυτοκίνητο. Πριν λίγους μήνες, κι από εκεί είναι και η φωτογραφία, ο Takuma οδήγησε ξανά την Honda CBR στην Suzuka με τον Nobuatsu να κρατά και να σπρώχνει την μοτοσυκλέτα μέχρι να μπορέσει να φύγει μόνος του. Με αντίστοιχο μηχανισμό πριν λίγες ημέρες, οδήγησε και o Wayne Rainey στην Suzuka, προκαλώντας παγκόσμια τον θαυμασμό και το ξύπνημα της μνήμης…

 

Τα αδέρφια Aoki βρέθηκαν στο βάθρο με πρώτο τον Doohan, καθόλου τυχαία αυτός είναι ο επόμενος στην λίστα. Ο μικρότερος αδερφός του Mick Doohan, ο Scott Doohan είχε πάρει μέρος στον πρώτο αγώνα του 1994 στην Αυστραλία ως wildcart. Ο Mick έτρεχε με Honda, προφανώς, και ο Scott με Harris Yamaha, τερματίζοντας την 12η τότε θέση με τον Mick να ανεβαίνει τρίτος στο βάθρο.

 

Ο Kenny Roberts JR βρέθηκε σε πολλούς αγώνες μεταξύ 2004 – 2007 στην ίδια πίστα με τον Kurtis Roberts, ξεκινώντας από το Rio de Janeiro φτάνοντας έως και την Laguna Seca το 2007. Με τον πατέρα τους, το θρύλο Kenny Roberts, ο νεότερος Kurtis θα εμπλεκόταν πρόσφατα σε δικαστική διαμάχη με τον Roberts JR να κρατά ουδέτερη θέση, αλλά να πηγαίνει αντίθετα από τον αδερφό του πρακτικά. Φτάνοντας την μεταξύ τους αντιπαράθεση στα δικαστήρια, μετά τις πίστες…

Την ίδια χρονιά και στην ίδια πίστα, ως wildcart συμμετοχή, είδε και ο Nicky Hayden τον Roger Lee.

Μάλιστα o Roger Lee Hayden είχε τερματίσει με την Kawasaki, ψηλότερα από την Honda του Nicky to 2007! Τα αδέρφια Hayden θα βρισκόντουσαν άλλη μία φορά στην πίστα.

Ερχόμενοι πιο πρόσφατα, συναντάμε τους Binder. Ο Brand πέρασε πλέον στα MotoGP έχοντας τρεις σερί νίκες στους τελευταίους αγώνες της Moto2 και έχοντας παλέψει με τον Alex Marquez στο φετινό πρωτάθλημα της μεσαίας κατηγορίας. Έχει όμως κι έναν αδερφό, τον Darryn, στη Moto3 από το 2015.

Από τη λίστα δεν μπορούσε να απουσιάζει και ο Rossi χάρη στον ετεροθαλή αδερφού Luca Marini που έχει τρεις νίκες στη Moto2 απ’ το 2016, που ξεκίνησε να συμμετέχει κανονικά.

Μέχρι ο Alex να ανέβει στα MotoGP, ο Aleix και ο Pol Espargaro αγωνίζονται στα MotoGP απ’ το 2014 ενώ έχουν υπάρξει και στιγμές μονομαχίας μεταξύ τους.

 

Διευρύνοντας την λίστα των αδερφών στα GP γενικά, όπως μέχρι τώρα ήταν ο Alex και ο Marquez και όχι απλά στην ίδια κατηγορία ταυτόχρονα, πρέπει να συμπεριληφθούν οι Christian και Dominique Sarron, οι πιο γρήγοροι της Γαλλίας την δεκαετία του ΄80. Όταν ο Christian κέρδισε τον τίτλο το 1984 στα 250, ο Dominique θα έκανε τέσσερις νίκες στην ίδια κατηγορία το 1986 με την φοβερή Honda NSR250.

Ο Walter Villa έχει κερδίσει τέσσερις τίτλους στα 250 και 300 την δεκαετία του ’70 με τον αδερφό του Francesco να κάνει καριέρα στα 125. Οι δυο τους θα έφτιαχναν αργότερα την ξακουστή, χωμάτινη, Villa με δικούς τους κινητήρες. Κι όπως είχαμε αποκαλύψει από πέρσι στο MOTO, γίνεται προσπάθεια να ξανά ζωντανέψει η μάρκα αυτή, όχι μόνο με κινέζικους κινητήρες και ιταλική συναρμολόγηση, αλλά το πιο σημαντικό – και- με έναν δικό τους κινητήρα, Made in Italy!

Οι Γερμανοί Jurgen και Patrick van den Goorbergh την δεκαετία του ’90 αγωνιζόντουσαν στα 250 και πήραν την σκυτάλη των «αδερφών στα 250» από τους Γάλλους Jacques και Pierre Bolle.

Να βάλουμε στην λίστα και τον αδερφό του Hiroshi Aoyama, του Ιάπωνα παγκόσμιου πρωταθλητή στα 250 το 2009: Ο Shuhei Aoyama ανέβηκε το 2006 σε βάθρο, επίσης στα 250.

Πιο ξακουστοί φυσικά ο Carlos και David Checa κι αυτό γιατί ήταν αδέρφια που όχι μόνο έτρεχαν την ίδια χρονική περίοδο σε κοντινές κατηγορίες, αλλά και γιατί όταν ο Carlos Checa γινόταν παγκόσμιος στο WSBK, ο David Checa κέρδιζε τον παγκόσμιο τίτλο στο Endurance.

Με τον David έχω βρεθεί πρόσφατα στην ίδια πίστα και έχω οδηγήσει μαζί του, είναι εξαιρετικά γρήγορος και διακρίνεται για τον ρυθμό οδήγησης και για την ροή που κρατά, δίχως πολλά φρένα, απόρροια της πορείας του στο Παγκόσμιο Endurance. Υπήρξε και κριτής για το Yamaha bLU cRU, βαθμολογώντας τους νεαρούς Έλληνες αναβάτες που είχαν δηλώσει συμμετοχή…

Ανοίγοντας ακόμη περισσότερο την λίστα, πηγαίνοντας γενικότερα στην αγωνιστική παρουσία, ένα κάπως άγνωστο στο ευρύ κοινό, γεγονός, καθώς ο Giacomo Agostini είχε έναν αδερφό τον Felice. Ο οποίος το 1975 πήρε μέρος σε έναν αγώνα στην Ιταλία στα 250!

Αντίστοιχα ο Carlos Lavado, πρωταθλητής στα 250, είχε έναν αδερφό τον Luis που επίσης έτρεξε έναν μόνο αγώνα το ’89 στην Βραζιλία!

Η διευρυμένη αυτή λίστα πρέπει να περιλάβει επίσης τους Ιρλανδούς Michael και Eugene Laverty, τους Αυστραλούς Rob Eric και Harry Hinton, και Murray και Jeff Sayle, τους Νοτιοαφρικανούς Dave και Robbie Petersen, και τους Γάλλους Bernard και Marc Garcia.

Ετικέτες

Η 79η συνάντηση του “Goodwood Members”

Κυνήγι, σκοποβολή και αγώνες κλασικών μοτοσυκλετών
Από το

motomag

10/6/2022
Η 79η Συνάντηση των μελών του Goodwood που φέτος διοργανώθηκε 9-10 Απριλίου, περιλάμβανε δύο αγώνες κλασικών μοτοσυκλετών με ιστορικό πρόσημο αλλά και φιλανθρωπική χροιά, καθώς στην εκδήλωση μαζεύτηκε ένα σεβαστό ποσό για τους πρόσφυγες από την Ουκρανία.
 
Το βρετανικό Goodwood Revival, που διοργανώνεται από το 1988, θεωρείται η κορυφαία συνάντηση αγώνων τόσο για κλασικά αυτοκίνητα όσο και για κλασικές μοτοσυκλέτες.
Λαμβάνει χώρα κάθε χρόνο στη πίστα «Motor Circuit» μήκους 3.809 χλμ., που δημιουργήθηκε το 1948 από το Δούκα του Richmond. 
 
Βάση για την πίστα αυτή αποτέλεσε ένα εγκαταλελειμμένο αεροδρόμιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το οποίο είχε χτιστεί κοντά στο σπίτι του Δούκα. 
 
Στόχος της συνάντησης είναι να αναδείξει τις μοτοσυκλέτες που έτρεχαν στην πίστα μέχρι και το 1966, οπότε και σταμάτησε να λειτουργεί ως πίστα, συγκεντρώνοντας περί τους 150.000 θεατές. 
 
Από το 1993 γίνεται την ίδια εποχή που λαμβάνει χώρα και το Festival of Speed, που ιδρύθηκε από τον σημερινό Δούκα, όταν ανέλαβε τα καθήκοντα από τον πατέρα του. 
 
Θεωρείται πλέον μία από τις μεγαλύτερες διοργανώσεις που συγκεντρώνει πλήθος διασημοτήτων, ακόμη και εκτός της μηχανοκίνητης βιομηχανίας. Το τετραήμερο αυτό μηχανοκίνητο Garden Party έχει δομηθεί γύρω από την ανάβαση του δρόμου που οδηγεί στο ιστορικό σπίτι του Δούκα του Richmond. μήκους 1,16 μιλίων ή 1.87 χιλιομέτρων. Το πιο μεγάλο γεγονός της εκδήλωσης υπήρξε η επίσκεψη του Valentino Rossi το 2015, όπου και οδήγησε στους χώρους του Goodwood House την αγωνιστική του YZR – M1.
Με αφορμή τη συγκέντρωση υπερβολικά μεγάλου πλήθους, ο Δούκας του Richmond αποφάσισε το 2014 να δημιουργήσει ένα πολύ χαμηλότερου προφίλ αγωνιστικό διήμερο ιστορικών μοτοσυκλετών κατά τη διάρκεια της άνοιξης, με τη συγκέντρωση ‘μόλις’ 33.000 θεατών. 
 
Το διήμερο αυτό αποτελεί τη συνέχεια του θεσμού του ‘Goodwood Members Meetings’, ο οποίος έχει διαφορετικό προσανατολισμό από τους αγώνες υψηλών απαιτήσεων. 
 
Στα 19 χρόνια λειτουργίας της πρώτης πίστας έλαβαν χώρα 71 συναντήσεις τέτοιου είδους. Η διαφορά της συνάντησης αυτής από το Goodwood Revival βρίσκεται στο ότι το Goodwood Members συγκεντρώνει αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες που έλαβαν μέρος σε αγώνες ακόμα και μετά το 1966 και το κλείσιμο της ‘Motor Circuit’. 
 
Η εσκεμμένα χαμηλή προσέλευση κόσμου, αποσκοπεί στην δημιουργία μιας πιο χαλαρής ατμόσφαιρας. Άλλωστε, το ΜΜ δεν αποτελεί απλώς έναν αγώνα, αλλά και μία γιορτή του βρετανικού φλέγματος και κουλτούρας της δεκαετίας του 1960.
 
Η πανδημία του Covid επηρέασε και αυτό τον θεσμό, οδηγώντας στην ολοκληρωτική ακύρωση του το 2020, ενώ για το 2021 κατάφερε να καταστεί εφικτή η τέλεση του τον Οκτώβριο. 
 
Την περίοδο που ήταν στην ακμή του, το Goodwood Members Meeting, λάμβανε χώρα το καλοκαίρι με την τελευταία συνάντηση, την 71η, να διοργανώνεται το 1966, όταν και ο παππούς του σημερινού Δούκα αποφάσισε τη διακοπή λειτουργίας της πίστας. 
 
Η διακοπή συνέβη λόγω του ότι ο Δούκας εκείνης της εποχής αρνήθηκε να συμμορφώσει την πίστα με τις απαιτήσεις της FIA/RAC, σχετικά με την αλλαγή στις μπάρες ασφαλείας. Η πίεση αυτή είχε δημιουργηθεί κυρίως από τον αργότερα Παγκόσμιο Πρωταθλητή Jackie Stewart.
Αν και η τήρηση ενδυματολογικού κώδικα έχει καταργηθεί, στην ιστοσελίδα του Goodwood υπάρχει ανακοίνωση, για τους παρευρισκόμενους, που προτρέπει smart ντύσιμο: «Οι κύριοι καλό θα ήταν να φορέσουν σακάκι και γραβάτα, ή κάποιο polo-necked πουλόβερ. Οι κυρίες ενθαρρύνονται επίσης να ντυθούν με κομψά ρούχα. Δεν προτείνονται τζιν, t-shirt, αποκαλυπτικά μπλουζάκια, κοντές φούστες, σαγιονάρες, καπέλα του baseball, ρούχα με τις μάρκες τυπωμένες πάνω τους, και άλλα παρεμφερή.»
 
Η ανακοίνωση αυτή φάνηκε να είχε αποτέλεσμα, αφού περίπου το 80% των παρευρισκόμενων την ακολούθησαν, μπαίνοντας στο νοσταλγικό πνεύμα της διοργάνωσης. 
 
Το πρόγραμμα του Σαββατοκύριακου είχε 14 αγώνες μοτοσυκλετών, για πρώτη φορά μετά τον μοναδικό αγώνα 14 γύρων που έγινε τον Οκτώβριο. Σε εκείνον τον αγώνα ο σύγχρονος άσσος του Isle of Man TT, James Hillier, κατόρθωσε πάνω σε ένα Yamaha TZ350 να αρπάξει στην τελευταία στροφή τη νίκη από τον Richard Wilson και τον ισχυρό τετράχρονο τρικύλινδρο της P&M BSA-3. 
Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που συνέβη ένας αγώνας που περιλάμβανε τις δύο αυτές ξεχωριστές κατηγορίες. Μέχρι τότε υπήρχε ένας αγώνας κάθε δύο χρόνια: ένας για τα δίχρονα GP των 250/350 κυβικών που φτιάχτηκαν από το 1970-1982, τη μία χρονιά, και ένας για την κατηγορία των τετράχρονων Formula 750 που συμμετείχε σε αγώνες το 1972, την επόμενη χρονιά. 
 
Τα σχόλια των θεατών ήταν τόσο θετικά, ώστε ο Δούκας του Richmond -που είναι μοτοσυκλετιστής και ο ίδιος, και κάτοχος μίας Bimota και μίας Ducati- αποφάσισε φέτος να εντάξει στο πρόγραμμα δύο αγώνες εφτά γύρων, έναν για κάθε μία από τις δύο μέρες της συνάντησης. 
 
Τα βραβεία είναι δύο με το Hailwood Trophy να δίνεται στον νικητή των συνολικών χρονομετρημένων και το Sheene Trophy να δίνεται στο πρώτο τετράχρονο Formula 750 που θα τερματίσει. 
 
Δυστυχώς ο James Hillier δεν θα μπορούσε να διατηρήσει τον τίτλο του, καθώς με εφτά εβδομάδες να απομένουν για την έναρξη του  Isle of Man TT και με τη δυνατότητα να διεκδικήσει τη νίκη στην κατηγορία Senior TT με την ομάδα της Yamaha, δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει μια συμμετοχή στο Goodwood.
Υπεύθυνοι για όλη την διοργάνωση είναι, όπως και κάθε χρόνο, ο πρόεδρος του CRMC (Classic Racing Motorcycle Club) Gordon Russell, μαζί με τη σύζυγό του, Sally. Φέτος ο Gordon αγωνίστηκε με τη μοναδική τετρακύλινδρη Hadleigh Honda του 1972 με πλαίσιο Rob North, σε αντίθεση με τον γιο του Michael που έτρεξε πάνω σε μία Norton Atlas των 750 κυβικών με πλαίσιο Manx. 
 
Η αιτία που αγωνίστηκαν στον ίδιο αγώνα ήταν ο φόβος ότι λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας δεν θα μπορούσε να υπάρξει ικανοποιητικός αριθμός μοτοσυκλετών στο grid. Έτσι ο Δούκας, εξαιτίας και της αγάπης που δείχνει ο κόσμος για τους αγώνες μοτοσυκλέτας στο Goodwood Revival, αποφάσισε να ενώσει τις δύο αυτές κατηγορίες σε μία με σκοπό να γίνουν δύο αγώνες -ένας για κάθε μία μέρα- δημιουργώντας ένα ακόμη πιο νοσταλγικό συναίσθημα.
 
Το γεμάτο από 36 μοτοσυκλέτες grid είχε ισάριθμες μοτοσυκλέτες από τις δύο κατηγορίες. Ανάμεσά τους υπήρχαν και κάποια ιδιαίτερα ιστορικά μοντέλα, όπως το μοναδικό Exactweld Yamaha TZ250, το κατασκευασμένο στη Βρετανία μοντέλο, που κέρδισε τον τίτλο στο ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα 250 κυβικών του 1984, με αναβάτη τον Gary Noel. 
Με αυτή τη φανταστική μοτοσυκλέτα, ο Noel, εργαζόμενος της British Airways, κατόρθωσε να κερδίσει τις ορδές των εργοστασιακών ομάδων στο ρεπό του! Αυτό το διορατικό σχέδιο, με το κατακόκκινο χρώμα και το ατσάλινο σωληνωτό πλαίσιο του, ήταν δουλειά των μηχανουργών Guy Pearson και John Baldwin, στα πλαίσια του ελεύθερου χρόνου τους κατά την κατασκευή του σασί του αυτοκινήτου Surtees Formula 1. Μάλιστα ήταν η πρώτη αγωνιστική μοτοσυκλέτα 250GP που έπρεπε να της προσθέσουν… έρμα, για να φτάσει το όριο των 90 κιλών της κατηγορίας!
 
Όταν ο Michael Russell το έφερε σε μία δημοπρασία στο Silverstone, το περσινό καλοκαίρι, ανακάλυψε πως ο κινητήρας του είχε ανακατασκευαστεί με σκοπό την αγωνιστική χρήση. Αποφάσισε, λοιπόν, να το εμπιστευτεί στα χέρια του έξι φορές νικητή στο IoM TT, Michael Rutter, για να αγωνιστεί στο Goodwood. Όχι άδικα, μιας και εκείνος κατέκτησε μία 7η και μία 11η θέση στους δύο αγώνες αντίστοιχα, παίρνοντας συνολικά την 8η θέση.
Το μάθημα ιστορίας συνεχίστηκε με δύο Armstrong CM35, του 1981, με κινητήρα Rotax και χρήση περιστροφικών βαλβίδων. Κατασκευάστηκαν ως πολιτικές μοτοσυκλέτες με δυνατότητα αγωνιστικής χρήσης, υπό την αιγίδα τη σημερινής CCM, και οδηγήθηκαν από τον Robin Lamb και τον Vince Cundle. 
 
Στην ίδια κατηγορία υπήρχε μία Harley Davidson RR250, του 1974, με δικύλινδρο εν σειρά κινητήρα, την οποία οδήγησε και στους δύο αγώνες ο Tom Snow. Η RR250, με ιδιοκτήτη τον Dick Linton, αποτελεί ρέπλικα της τριών φορών Παγκόσμιας Πρωταθλήτριας στο 250GP στα χέρια του Walter Villa. Κατασκευάστηκε στο εργοστάσιο της Aermacchi, εταιρεία που γνώριζε καλά ο Dick Linton, κοντά στη λίμνη Varese. 
 
Αυτό συνέβη όταν ακόμη το εργοστάσιο τελούσε υπό αμερικανική ιδιοκτησία, πριν περάσει στα αδέρφια Castiglioni και τη δημιουργία της Cagiva και μετέπειτα της MV Augusta. 
Αν και μέχρι φέτος καμία Harley δεν είχε καταφέρει να ολοκληρώσει τον αγώνα Goodwood, οι αποτελεσματικές λύσεις που έφερε ο Tom Snow και η ομάδα του, οδήγησαν σε επίτευξη του στόχου και απροβλημάτιστη λειτουργία ολόκληρο το σαββατοκύριακο.
Ένα ακόμη πιο θορυβώδες μοντέλο κι από της Harley ήταν το ασυνήθιστο DKW W2000, με έναν ασυνήθιστο περιστροφικό κινητήρα και οδηγό τον Ed Wilson. Έκανε το αγωνιστικό του ντεμπούτο στο Goodwood, κατασκευασμένο από την Wiz Norton Racing στο Lancashire, χρησιμοποιώντας έναν κινητήρα Hercules Wankel του 1970 μέσα σε ένα ρετρό φέρινγκ, ρέπλικα της DKW. Αν και δεν κατάφερε να τερματίσει πρόσφερε αρκετό θέαμα στους παρευρισκόμενους του 79ΜΜ. 
Δυστυχώς δεν υπήρξαν ούτε Moto Guzzi, ούτε και BMW, παρά τις πιέσεις στην Mobile Tradition, ομάδα της BMW, να δηλώσει συμμετοχή. Η μόνη ιταλική συμμετοχή υπήρξε η Ducati 750SS του Alan Cathcart, η τελυταία από τις 401 ρέπλικες που κατασκευάστηκαν με αφορμή τη νίκη του Paul Smart στην Imola 200 του 1972. Χαρακτηριστικό είναι το καταπράσινο πλαίσιο της συγκεκριμένης έκδοσης. 
 
Παρ’ όλα αυτά δεν κατάφερε να τερματίσει, λόγω προβλημάτων μετάδοσης που προέκυψαν, αν και κατάφερε να κατακτήσει την έκτη θέση στα προκριματικά.
Στο γκριντ υπήρχαν και τρεις τετρακύλινδρες Hadleigh Honda, με ιδιοκτήτη τον Chris Wilson και οδηγό τον Gordon Russell, ο οποίος τις είχε ανακατασκευάσει με τη βοήθεια του πρώην τεχνικού των Grand Prix, Nigel Everett. 
 
Η μία και μοναδική Honda με πλαίσιο του Rob North, βρισκόταν εκεί μαζί με την αντίπαλό της από παλιά τη RPS Triumph 3. Η τετρακύλινδρη τροποποιημένη Honda με το πλαίσιο Rob North, που είχε σχεδιαστεί αρχικά για τρικύλινδρο κινητήρα, έδωσε τη δυνατότητα στον Julian Soper από το Essex -έφυγε από τη ζωή τον Δεκέμβριο-, να κυριαρχήσει στις πίστες Brands Hatch, Lydden και Snetterton. 
Ο πραγματικός αντίπαλος της Hadleigh Honda, αναμενόταν να βρεθεί στην άλλη άκρη του γκριντ. Ήταν ένα τρικύλινδρο Triumph 3 με πλαίσιο RPS και οδηγό τον Andy Hornby, που κέρδισε την pole position, στα προκριματικά.
 
Στον πρώτο αγώνα, το Σάββατο, ο Hornby έκανε επίδειξη ισχύος του κινητήρα της RPS Triumph παίρνοντας αμέσως προβάδισμα. Πίσω του ακολουθούσε μία ομάδα από Yamaha TZ350G με πρώτο τον Αυστραλό αγωνιζόμενο στα BSB, Levi Day, ενώ ακολουθούσαν οι Nick Williamson και Ian Bain, ο Dan Jackson -με πλαίσιο Harris- και τέλος ο Gary Vines πάνω στη Yamaha TZ250L του 1984. Από τη μεριά των τετράχρονων, εκτός του Hornby, είχαμε τους Richard Wilson με την P&M BSA-3 και Michael Russel πάνω στη Norton Atlas. Αν και η δικύλινδρη Norton είχε προβάδισμα 8 μ.α.ω/ 12χλμ/ω σε σχέση με τις Yamaha και BSA/Triumph, ο Michael πέρασε τα δύο τρίτα του αγώνα να παλεύει για την πρώτη θέση, πριν αρχίσει να χάνει θέσεις και τερματίσει τελικώς 8ος. 
Οι Williamson, Bain και Vines έμειναν επίσης πιο πίσω, στα μέσα του αγώνα, αφήνοντας ένα γκρουπ τεσσάρων αναβατών να παλεύουν για τη νίκη. Στον τελευταίο γύρο ο Levi Day τα έδωσε όλα περνώντας τη καρό σημαία με 0.477 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Jackson, με τον Wilson στην τρίτη θέση με διαφορά 0.264 δευτερολέπτων από τον Hornby, που είχε την τιμή να φέρει το πρώτο τετρακύλινδρο FZ750 στη γραμμή τερματισμού.
 
Ο Richard Wilson ανέφερε πως το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η τελευταία αργή στροφή, στην οποία το μικρό βάρος των δίχρονων μπορούσε να τους δώσει πλεονέκτημα έναντι των τετράχρονων. Αυτό ήταν και το μόνο σημείο που διέφεραν οι δύο διαφορετικού τύπου κινητήρες, σε σημαντικό βαθμό.
Αυτό το αποτέλεσμα έφερνε τέσσερις αγωνιζόμενους υποψήφιους για τη συνολική νίκη στον 2ο Αγώνα, σε παρόμοιες ιδανικές συνθήκες. Δυστυχώς ο Richard Wilson δεν κατάφερε να ολοκληρώσει ούτε τον πρώτο γύρο, αφήνοντας τους υπόλοιπους τρεις διεκδικητές να παλέψουν με νύχια και με δόντια. Αυτή τη φορά τους ακολουθούσε ο Gary Vines με το TZ250 του. Αν και είχε τη μικρότερου κυβισμού μοτοσυκλέτα ο Vines κατάφερε, μόλις στον 4ο γύρο, να πάρει το προβάδισμα. 
Ωστόσο το παραμύθι έμελλε να τελειώσει στον τελευταίο γύρο όπου ο Dan Jackson, που τον ακολουθούσε καθ’ όλη τη διάρκεια, άρπαξε την ευκαιρία που του δόθηκε, από ένα λάθος του Vines, στη στροφή Woodcote. Ο Levi Day τερμάτισε τρίτος, πάνω από ένα δευτερόλεπτο πίσω, αλλά μόλις 0.240 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Hornby. Οι συνδυασμένες χρονομετρήσεις έδωσαν τη νίκη στον Jackson για 0.638 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Day, με τον Andy Hornby, τον πρώτο με τετράχρονη μοτοσυκλέτα -την RPS Triumph-3- πιο πίσω στην τρίτη θέση με διαφορά 0.991 δευτερολέπτων.
 
Ο Dan Jackson με ύψος 1.85 μ. είχε δύσκολο έργο σε αυτή την γρήγορη πίστα. Εκτός από τους υπόλοιπους αναβάτες είχε να παλέψει και με τη δική του σωματική διάπλαση, κάτι που κατά τη γνώμη του, έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο στην εξέλιξη του αγώνα. Το λάθος όμως του Garry, σε συνδυασμό με την βοήθεια από τον πατέρα του Dan στο στήσιμο της μοτοσυκλέτας, έκανε τη νίκη εφικτή. 
 
Εκτός από την δράση στην πίστα, υπήρχαν πολλές ακόμα δραστηριότητες για όλους τους παρευρισκόμενους. Αυτές περιλάμβαναν αρκετές παραδοσιακά αγγλικές δραστηριότητες όπως τοξοβολία, κυνήγι πάπιας, αγώνες νυφίτσας, διελκυστίνδα και πολλά ακόμα. 
 
Θα ήταν δίκαιο να πούμε ότι για άλλη μία χρονιά όλοι πέρασαν υπέροχα, με το Δούκα του Richmond στο τέλος να ευχαριστεί όλους όσους βοήθησαν να γίνει η συνάντηση χωρίς προβλήματα και ταυτόχρονα βοήθησαν οικονομικά τους πρόσφυγες της Ουκρανίας. Άλλη μία γιορτή σύμφωνη με τη φιλοσοφία του Goodwood.