Η 79η συνάντηση του “Goodwood Members”

Κυνήγι, σκοποβολή και αγώνες κλασικών μοτοσυκλετών
Από το

motomag

10/6/2022
Η 79η Συνάντηση των μελών του Goodwood που φέτος διοργανώθηκε 9-10 Απριλίου, περιλάμβανε δύο αγώνες κλασικών μοτοσυκλετών με ιστορικό πρόσημο αλλά και φιλανθρωπική χροιά, καθώς στην εκδήλωση μαζεύτηκε ένα σεβαστό ποσό για τους πρόσφυγες από την Ουκρανία.
 
Το βρετανικό Goodwood Revival, που διοργανώνεται από το 1988, θεωρείται η κορυφαία συνάντηση αγώνων τόσο για κλασικά αυτοκίνητα όσο και για κλασικές μοτοσυκλέτες.
Λαμβάνει χώρα κάθε χρόνο στη πίστα «Motor Circuit» μήκους 3.809 χλμ., που δημιουργήθηκε το 1948 από το Δούκα του Richmond. 
 
Βάση για την πίστα αυτή αποτέλεσε ένα εγκαταλελειμμένο αεροδρόμιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το οποίο είχε χτιστεί κοντά στο σπίτι του Δούκα. 
 
Στόχος της συνάντησης είναι να αναδείξει τις μοτοσυκλέτες που έτρεχαν στην πίστα μέχρι και το 1966, οπότε και σταμάτησε να λειτουργεί ως πίστα, συγκεντρώνοντας περί τους 150.000 θεατές. 
 
Από το 1993 γίνεται την ίδια εποχή που λαμβάνει χώρα και το Festival of Speed, που ιδρύθηκε από τον σημερινό Δούκα, όταν ανέλαβε τα καθήκοντα από τον πατέρα του. 
 
Θεωρείται πλέον μία από τις μεγαλύτερες διοργανώσεις που συγκεντρώνει πλήθος διασημοτήτων, ακόμη και εκτός της μηχανοκίνητης βιομηχανίας. Το τετραήμερο αυτό μηχανοκίνητο Garden Party έχει δομηθεί γύρω από την ανάβαση του δρόμου που οδηγεί στο ιστορικό σπίτι του Δούκα του Richmond. μήκους 1,16 μιλίων ή 1.87 χιλιομέτρων. Το πιο μεγάλο γεγονός της εκδήλωσης υπήρξε η επίσκεψη του Valentino Rossi το 2015, όπου και οδήγησε στους χώρους του Goodwood House την αγωνιστική του YZR – M1.
Με αφορμή τη συγκέντρωση υπερβολικά μεγάλου πλήθους, ο Δούκας του Richmond αποφάσισε το 2014 να δημιουργήσει ένα πολύ χαμηλότερου προφίλ αγωνιστικό διήμερο ιστορικών μοτοσυκλετών κατά τη διάρκεια της άνοιξης, με τη συγκέντρωση ‘μόλις’ 33.000 θεατών. 
 
Το διήμερο αυτό αποτελεί τη συνέχεια του θεσμού του ‘Goodwood Members Meetings’, ο οποίος έχει διαφορετικό προσανατολισμό από τους αγώνες υψηλών απαιτήσεων. 
 
Στα 19 χρόνια λειτουργίας της πρώτης πίστας έλαβαν χώρα 71 συναντήσεις τέτοιου είδους. Η διαφορά της συνάντησης αυτής από το Goodwood Revival βρίσκεται στο ότι το Goodwood Members συγκεντρώνει αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες που έλαβαν μέρος σε αγώνες ακόμα και μετά το 1966 και το κλείσιμο της ‘Motor Circuit’. 
 
Η εσκεμμένα χαμηλή προσέλευση κόσμου, αποσκοπεί στην δημιουργία μιας πιο χαλαρής ατμόσφαιρας. Άλλωστε, το ΜΜ δεν αποτελεί απλώς έναν αγώνα, αλλά και μία γιορτή του βρετανικού φλέγματος και κουλτούρας της δεκαετίας του 1960.
 
Η πανδημία του Covid επηρέασε και αυτό τον θεσμό, οδηγώντας στην ολοκληρωτική ακύρωση του το 2020, ενώ για το 2021 κατάφερε να καταστεί εφικτή η τέλεση του τον Οκτώβριο. 
 
Την περίοδο που ήταν στην ακμή του, το Goodwood Members Meeting, λάμβανε χώρα το καλοκαίρι με την τελευταία συνάντηση, την 71η, να διοργανώνεται το 1966, όταν και ο παππούς του σημερινού Δούκα αποφάσισε τη διακοπή λειτουργίας της πίστας. 
 
Η διακοπή συνέβη λόγω του ότι ο Δούκας εκείνης της εποχής αρνήθηκε να συμμορφώσει την πίστα με τις απαιτήσεις της FIA/RAC, σχετικά με την αλλαγή στις μπάρες ασφαλείας. Η πίεση αυτή είχε δημιουργηθεί κυρίως από τον αργότερα Παγκόσμιο Πρωταθλητή Jackie Stewart.
Αν και η τήρηση ενδυματολογικού κώδικα έχει καταργηθεί, στην ιστοσελίδα του Goodwood υπάρχει ανακοίνωση, για τους παρευρισκόμενους, που προτρέπει smart ντύσιμο: «Οι κύριοι καλό θα ήταν να φορέσουν σακάκι και γραβάτα, ή κάποιο polo-necked πουλόβερ. Οι κυρίες ενθαρρύνονται επίσης να ντυθούν με κομψά ρούχα. Δεν προτείνονται τζιν, t-shirt, αποκαλυπτικά μπλουζάκια, κοντές φούστες, σαγιονάρες, καπέλα του baseball, ρούχα με τις μάρκες τυπωμένες πάνω τους, και άλλα παρεμφερή.»
 
Η ανακοίνωση αυτή φάνηκε να είχε αποτέλεσμα, αφού περίπου το 80% των παρευρισκόμενων την ακολούθησαν, μπαίνοντας στο νοσταλγικό πνεύμα της διοργάνωσης. 
 
Το πρόγραμμα του Σαββατοκύριακου είχε 14 αγώνες μοτοσυκλετών, για πρώτη φορά μετά τον μοναδικό αγώνα 14 γύρων που έγινε τον Οκτώβριο. Σε εκείνον τον αγώνα ο σύγχρονος άσσος του Isle of Man TT, James Hillier, κατόρθωσε πάνω σε ένα Yamaha TZ350 να αρπάξει στην τελευταία στροφή τη νίκη από τον Richard Wilson και τον ισχυρό τετράχρονο τρικύλινδρο της P&M BSA-3. 
Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που συνέβη ένας αγώνας που περιλάμβανε τις δύο αυτές ξεχωριστές κατηγορίες. Μέχρι τότε υπήρχε ένας αγώνας κάθε δύο χρόνια: ένας για τα δίχρονα GP των 250/350 κυβικών που φτιάχτηκαν από το 1970-1982, τη μία χρονιά, και ένας για την κατηγορία των τετράχρονων Formula 750 που συμμετείχε σε αγώνες το 1972, την επόμενη χρονιά. 
 
Τα σχόλια των θεατών ήταν τόσο θετικά, ώστε ο Δούκας του Richmond -που είναι μοτοσυκλετιστής και ο ίδιος, και κάτοχος μίας Bimota και μίας Ducati- αποφάσισε φέτος να εντάξει στο πρόγραμμα δύο αγώνες εφτά γύρων, έναν για κάθε μία από τις δύο μέρες της συνάντησης. 
 
Τα βραβεία είναι δύο με το Hailwood Trophy να δίνεται στον νικητή των συνολικών χρονομετρημένων και το Sheene Trophy να δίνεται στο πρώτο τετράχρονο Formula 750 που θα τερματίσει. 
 
Δυστυχώς ο James Hillier δεν θα μπορούσε να διατηρήσει τον τίτλο του, καθώς με εφτά εβδομάδες να απομένουν για την έναρξη του  Isle of Man TT και με τη δυνατότητα να διεκδικήσει τη νίκη στην κατηγορία Senior TT με την ομάδα της Yamaha, δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει μια συμμετοχή στο Goodwood.
Υπεύθυνοι για όλη την διοργάνωση είναι, όπως και κάθε χρόνο, ο πρόεδρος του CRMC (Classic Racing Motorcycle Club) Gordon Russell, μαζί με τη σύζυγό του, Sally. Φέτος ο Gordon αγωνίστηκε με τη μοναδική τετρακύλινδρη Hadleigh Honda του 1972 με πλαίσιο Rob North, σε αντίθεση με τον γιο του Michael που έτρεξε πάνω σε μία Norton Atlas των 750 κυβικών με πλαίσιο Manx. 
 
Η αιτία που αγωνίστηκαν στον ίδιο αγώνα ήταν ο φόβος ότι λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας δεν θα μπορούσε να υπάρξει ικανοποιητικός αριθμός μοτοσυκλετών στο grid. Έτσι ο Δούκας, εξαιτίας και της αγάπης που δείχνει ο κόσμος για τους αγώνες μοτοσυκλέτας στο Goodwood Revival, αποφάσισε να ενώσει τις δύο αυτές κατηγορίες σε μία με σκοπό να γίνουν δύο αγώνες -ένας για κάθε μία μέρα- δημιουργώντας ένα ακόμη πιο νοσταλγικό συναίσθημα.
 
Το γεμάτο από 36 μοτοσυκλέτες grid είχε ισάριθμες μοτοσυκλέτες από τις δύο κατηγορίες. Ανάμεσά τους υπήρχαν και κάποια ιδιαίτερα ιστορικά μοντέλα, όπως το μοναδικό Exactweld Yamaha TZ250, το κατασκευασμένο στη Βρετανία μοντέλο, που κέρδισε τον τίτλο στο ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα 250 κυβικών του 1984, με αναβάτη τον Gary Noel. 
Με αυτή τη φανταστική μοτοσυκλέτα, ο Noel, εργαζόμενος της British Airways, κατόρθωσε να κερδίσει τις ορδές των εργοστασιακών ομάδων στο ρεπό του! Αυτό το διορατικό σχέδιο, με το κατακόκκινο χρώμα και το ατσάλινο σωληνωτό πλαίσιο του, ήταν δουλειά των μηχανουργών Guy Pearson και John Baldwin, στα πλαίσια του ελεύθερου χρόνου τους κατά την κατασκευή του σασί του αυτοκινήτου Surtees Formula 1. Μάλιστα ήταν η πρώτη αγωνιστική μοτοσυκλέτα 250GP που έπρεπε να της προσθέσουν… έρμα, για να φτάσει το όριο των 90 κιλών της κατηγορίας!
 
Όταν ο Michael Russell το έφερε σε μία δημοπρασία στο Silverstone, το περσινό καλοκαίρι, ανακάλυψε πως ο κινητήρας του είχε ανακατασκευαστεί με σκοπό την αγωνιστική χρήση. Αποφάσισε, λοιπόν, να το εμπιστευτεί στα χέρια του έξι φορές νικητή στο IoM TT, Michael Rutter, για να αγωνιστεί στο Goodwood. Όχι άδικα, μιας και εκείνος κατέκτησε μία 7η και μία 11η θέση στους δύο αγώνες αντίστοιχα, παίρνοντας συνολικά την 8η θέση.
Το μάθημα ιστορίας συνεχίστηκε με δύο Armstrong CM35, του 1981, με κινητήρα Rotax και χρήση περιστροφικών βαλβίδων. Κατασκευάστηκαν ως πολιτικές μοτοσυκλέτες με δυνατότητα αγωνιστικής χρήσης, υπό την αιγίδα τη σημερινής CCM, και οδηγήθηκαν από τον Robin Lamb και τον Vince Cundle. 
 
Στην ίδια κατηγορία υπήρχε μία Harley Davidson RR250, του 1974, με δικύλινδρο εν σειρά κινητήρα, την οποία οδήγησε και στους δύο αγώνες ο Tom Snow. Η RR250, με ιδιοκτήτη τον Dick Linton, αποτελεί ρέπλικα της τριών φορών Παγκόσμιας Πρωταθλήτριας στο 250GP στα χέρια του Walter Villa. Κατασκευάστηκε στο εργοστάσιο της Aermacchi, εταιρεία που γνώριζε καλά ο Dick Linton, κοντά στη λίμνη Varese. 
 
Αυτό συνέβη όταν ακόμη το εργοστάσιο τελούσε υπό αμερικανική ιδιοκτησία, πριν περάσει στα αδέρφια Castiglioni και τη δημιουργία της Cagiva και μετέπειτα της MV Augusta. 
Αν και μέχρι φέτος καμία Harley δεν είχε καταφέρει να ολοκληρώσει τον αγώνα Goodwood, οι αποτελεσματικές λύσεις που έφερε ο Tom Snow και η ομάδα του, οδήγησαν σε επίτευξη του στόχου και απροβλημάτιστη λειτουργία ολόκληρο το σαββατοκύριακο.
Ένα ακόμη πιο θορυβώδες μοντέλο κι από της Harley ήταν το ασυνήθιστο DKW W2000, με έναν ασυνήθιστο περιστροφικό κινητήρα και οδηγό τον Ed Wilson. Έκανε το αγωνιστικό του ντεμπούτο στο Goodwood, κατασκευασμένο από την Wiz Norton Racing στο Lancashire, χρησιμοποιώντας έναν κινητήρα Hercules Wankel του 1970 μέσα σε ένα ρετρό φέρινγκ, ρέπλικα της DKW. Αν και δεν κατάφερε να τερματίσει πρόσφερε αρκετό θέαμα στους παρευρισκόμενους του 79ΜΜ. 
Δυστυχώς δεν υπήρξαν ούτε Moto Guzzi, ούτε και BMW, παρά τις πιέσεις στην Mobile Tradition, ομάδα της BMW, να δηλώσει συμμετοχή. Η μόνη ιταλική συμμετοχή υπήρξε η Ducati 750SS του Alan Cathcart, η τελυταία από τις 401 ρέπλικες που κατασκευάστηκαν με αφορμή τη νίκη του Paul Smart στην Imola 200 του 1972. Χαρακτηριστικό είναι το καταπράσινο πλαίσιο της συγκεκριμένης έκδοσης. 
 
Παρ’ όλα αυτά δεν κατάφερε να τερματίσει, λόγω προβλημάτων μετάδοσης που προέκυψαν, αν και κατάφερε να κατακτήσει την έκτη θέση στα προκριματικά.
Στο γκριντ υπήρχαν και τρεις τετρακύλινδρες Hadleigh Honda, με ιδιοκτήτη τον Chris Wilson και οδηγό τον Gordon Russell, ο οποίος τις είχε ανακατασκευάσει με τη βοήθεια του πρώην τεχνικού των Grand Prix, Nigel Everett. 
 
Η μία και μοναδική Honda με πλαίσιο του Rob North, βρισκόταν εκεί μαζί με την αντίπαλό της από παλιά τη RPS Triumph 3. Η τετρακύλινδρη τροποποιημένη Honda με το πλαίσιο Rob North, που είχε σχεδιαστεί αρχικά για τρικύλινδρο κινητήρα, έδωσε τη δυνατότητα στον Julian Soper από το Essex -έφυγε από τη ζωή τον Δεκέμβριο-, να κυριαρχήσει στις πίστες Brands Hatch, Lydden και Snetterton. 
Ο πραγματικός αντίπαλος της Hadleigh Honda, αναμενόταν να βρεθεί στην άλλη άκρη του γκριντ. Ήταν ένα τρικύλινδρο Triumph 3 με πλαίσιο RPS και οδηγό τον Andy Hornby, που κέρδισε την pole position, στα προκριματικά.
 
Στον πρώτο αγώνα, το Σάββατο, ο Hornby έκανε επίδειξη ισχύος του κινητήρα της RPS Triumph παίρνοντας αμέσως προβάδισμα. Πίσω του ακολουθούσε μία ομάδα από Yamaha TZ350G με πρώτο τον Αυστραλό αγωνιζόμενο στα BSB, Levi Day, ενώ ακολουθούσαν οι Nick Williamson και Ian Bain, ο Dan Jackson -με πλαίσιο Harris- και τέλος ο Gary Vines πάνω στη Yamaha TZ250L του 1984. Από τη μεριά των τετράχρονων, εκτός του Hornby, είχαμε τους Richard Wilson με την P&M BSA-3 και Michael Russel πάνω στη Norton Atlas. Αν και η δικύλινδρη Norton είχε προβάδισμα 8 μ.α.ω/ 12χλμ/ω σε σχέση με τις Yamaha και BSA/Triumph, ο Michael πέρασε τα δύο τρίτα του αγώνα να παλεύει για την πρώτη θέση, πριν αρχίσει να χάνει θέσεις και τερματίσει τελικώς 8ος. 
Οι Williamson, Bain και Vines έμειναν επίσης πιο πίσω, στα μέσα του αγώνα, αφήνοντας ένα γκρουπ τεσσάρων αναβατών να παλεύουν για τη νίκη. Στον τελευταίο γύρο ο Levi Day τα έδωσε όλα περνώντας τη καρό σημαία με 0.477 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Jackson, με τον Wilson στην τρίτη θέση με διαφορά 0.264 δευτερολέπτων από τον Hornby, που είχε την τιμή να φέρει το πρώτο τετρακύλινδρο FZ750 στη γραμμή τερματισμού.
 
Ο Richard Wilson ανέφερε πως το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η τελευταία αργή στροφή, στην οποία το μικρό βάρος των δίχρονων μπορούσε να τους δώσει πλεονέκτημα έναντι των τετράχρονων. Αυτό ήταν και το μόνο σημείο που διέφεραν οι δύο διαφορετικού τύπου κινητήρες, σε σημαντικό βαθμό.
Αυτό το αποτέλεσμα έφερνε τέσσερις αγωνιζόμενους υποψήφιους για τη συνολική νίκη στον 2ο Αγώνα, σε παρόμοιες ιδανικές συνθήκες. Δυστυχώς ο Richard Wilson δεν κατάφερε να ολοκληρώσει ούτε τον πρώτο γύρο, αφήνοντας τους υπόλοιπους τρεις διεκδικητές να παλέψουν με νύχια και με δόντια. Αυτή τη φορά τους ακολουθούσε ο Gary Vines με το TZ250 του. Αν και είχε τη μικρότερου κυβισμού μοτοσυκλέτα ο Vines κατάφερε, μόλις στον 4ο γύρο, να πάρει το προβάδισμα. 
Ωστόσο το παραμύθι έμελλε να τελειώσει στον τελευταίο γύρο όπου ο Dan Jackson, που τον ακολουθούσε καθ’ όλη τη διάρκεια, άρπαξε την ευκαιρία που του δόθηκε, από ένα λάθος του Vines, στη στροφή Woodcote. Ο Levi Day τερμάτισε τρίτος, πάνω από ένα δευτερόλεπτο πίσω, αλλά μόλις 0.240 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Hornby. Οι συνδυασμένες χρονομετρήσεις έδωσαν τη νίκη στον Jackson για 0.638 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Day, με τον Andy Hornby, τον πρώτο με τετράχρονη μοτοσυκλέτα -την RPS Triumph-3- πιο πίσω στην τρίτη θέση με διαφορά 0.991 δευτερολέπτων.
 
Ο Dan Jackson με ύψος 1.85 μ. είχε δύσκολο έργο σε αυτή την γρήγορη πίστα. Εκτός από τους υπόλοιπους αναβάτες είχε να παλέψει και με τη δική του σωματική διάπλαση, κάτι που κατά τη γνώμη του, έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο στην εξέλιξη του αγώνα. Το λάθος όμως του Garry, σε συνδυασμό με την βοήθεια από τον πατέρα του Dan στο στήσιμο της μοτοσυκλέτας, έκανε τη νίκη εφικτή. 
 
Εκτός από την δράση στην πίστα, υπήρχαν πολλές ακόμα δραστηριότητες για όλους τους παρευρισκόμενους. Αυτές περιλάμβαναν αρκετές παραδοσιακά αγγλικές δραστηριότητες όπως τοξοβολία, κυνήγι πάπιας, αγώνες νυφίτσας, διελκυστίνδα και πολλά ακόμα. 
 
Θα ήταν δίκαιο να πούμε ότι για άλλη μία χρονιά όλοι πέρασαν υπέροχα, με το Δούκα του Richmond στο τέλος να ευχαριστεί όλους όσους βοήθησαν να γίνει η συνάντηση χωρίς προβλήματα και ταυτόχρονα βοήθησαν οικονομικά τους πρόσφυγες της Ουκρανίας. Άλλη μία γιορτή σύμφωνη με τη φιλοσοφία του Goodwood.

Πώς ταξιδεύουμε σε γκρουπ με παρέα μοτοσυκλετών [VIDEO]

Το πιο γνωστό «κόλπο»
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

15/6/2019

Είναι ευχάριστο που φέτος, για πρώτη φορά μετά από καιρό, παρέες μοτοσυκλετών αρχίζουν να συνταξιδεύουν και να γράφουν χιλιόμετρα! Με την οικονομική ύφεση που εξακολουθεί να ταλανίζει την χώρα, αυτή ήταν μία εικόνα που είχαμε παντελώς ξεχάσει, την θυμόμασταν μονάχα όταν βλέπαμε γκρουπ μοτοσυκλετών με ξένες πινακίδες. Χωρίς να υπάρχει κάποια θεαματική αλλαγή, την διαφορά με άλλες χρονιές την βλέπουμε. Είναι μικρή, σχεδόν ανεπαίσθητη αλλά υπάρχει. Οι Έλληνες μοτοσυκλετιστές αρχίζουν σιγά – σιγά να ταξιδεύουν ξανά. Το βλέπουμε κι αλλιώς. Δεχόμαστε πολλά μηνύματα με ερωτήσεις για εξοπλισμό και πρακτικά ζητήματα, ανησυχίες κτλ, και βλέπουμε και την διαφορά καθώς κυκλοφορούμε συνέχεια στους δρόμους. Με πολλούς νέους αναβάτες εκεί έξω, και με αρκετούς που για πρώτη φορά συνταξιδεύουν με άλλους, τα προβλήματα δεν είναι λίγα. Θα εστιάσουμε σε ένα αυτή την φορά καθώς είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Στον τρόπο που πρέπει να συνυπάρχουν ταυτόχρονα πολλές μοτοσυκλέτες.

Υπάρχουν πολλοί κανόνες για το ταξίδι μίας παρέας μοτοσυκλετιστών, όμως ένας είναι εκείνος που πρέπει να είναι απαράβατος και να διατηρείται με ευλάβεια, κι αυτός είναι ο σωστός σχηματισμός στον δρόμο. Το καλό με αυτή την πρακτική που θα περιγράψουμε είναι πως στην πράξη δεν αποτελεί κανόνα, δεν σας το λέει το ΜΟΤΟ να το κάνετε, δεν είναι νόμος, δεν το έχει σκεφτεί κάποιος μόνος του, δεν έχει ένα όνομα αλλά πολλά διαφορετικά! Πρόκειται για φυσικό επακόλουθο εκείνου που ταξιδεύει συχνά ή εκείνου που έχει κάνει πολλά χιλιόμετρα και το ανακάλυψε μόνος του στην πορεία χωρίς να του το πει κανείς. Αυτό θέλουμε να προλάβουμε, τον χρόνο. Να καταλήξει κανείς πιο γρήγορα στο συμπέρασμα, καθώς είναι βέβαιο πως και μία παρέα που δεν έχει ακούσει τίποτα για τον σχηματισμό, μετά από μερικές δεκάδες χιλιομέτρων θα πιάσει τον «μαίανδρο» και θα τον εφαρμόζει ως πρακτική. Διότι είναι δεδομένο πως είτε ανεπαίσθητα είτε συνειδητά, στο τέλος θα το κάνουμε όλοι μας σε μία παρέα που οδηγεί μαζί, ακόμη και σε ένα γκρουπ αγνώστων, που έτυχε να ταξιδεύουν μαζί. Θα προσπαθήσουμε δηλαδή να έχουμε καλύτερη ορατότητα στον δρόμο μπροστά μας, κι αυτό από δύο αναβάτες έως 200 ή όσους μπορείς να φανταστείς, γίνεται με έναν τρόπο. Το αποκαλέσαμε «μαίναδρο» γιατί έτσι είναι το σχήμα του, ωστόσο δεν υπάρχει κανονικό όνομα. Θα το βρείτε στα αγγλικά ως “staggered formation” κυρίως στις ΗΠΑ όπου μάλιστα προβλέπεται από το νόμο. Έχουν ειδική μνεία για τις μοτοσυκλέτες που κρατούν τον σχηματισμό αυτό, ώστε να μην μπορεί να τους επιβληθεί πρόστιμο, ειδάλλως σε εκείνη την χώρα των παράξενων νόμων, είναι παράνομο για δύο μοτοσυκλέτες να μοιράζονται μία λωρίδα. Κι αυτό ισχύει ακόμη και στις λίγες πολιτείες που επιτρέπουν πλέον την διήθηση των μοτοσυκλετών στα αυτοκίνητα! Και στην Ελλάδα όμως διδάσκεται, προβλέπεται από τον ΚΟΚ και γενικά μόνο άγνωστος δεν είναι, μόνο είδηση δεν αποτελεί ο σχηματισμός αυτός. Κι όμως. Εκεί έξω στους δρόμους μας αυτή την στιγμή το ξέρουν ελάχιστοι! Είναι στην φυσιολογία των Ελλήνων να μην αποδέχονται κανόνες και οδηγίες, για αυτό ως το ονομάσουμε «κόλπο». Ένα κόλπο για να οδηγείς σε μία μεγάλη παρέα και πρακτικά να είσαι μόνος σου. Να έχεις τον έλεγχο, να βλέπεις πεντακάθαρα όλο τον δρόμο και τον ορίζοντα, και παράλληλα να μπορείς στιγμιαία να ελέγχεις και τον ρυθμό σου, όπως και να είσαι πιο ανεξάρτητος στα φρένα! Πάμε λοιπόν:

Ταξιδεύοντας σε γκρουπ ο πρώτος πιάνει μία πλευρά, ας πούμε την αριστερή πλευρά της λωρίδας του. Αυτό δεν σημαίνει πως πατά στην διαχωριστική όμως, δεν την πλησιάζει καθόλου, είναι εκεί που θα ήταν ο αριστερός προβολέας αν οδηγούσε αυτοκίνητο. Τόσο μέσα. Ο επόμενος της παρέας οδηγεί στα δεξιά του, περίπου εκεί που θα ήταν ο δεξιός προβολές αν ήταν το άλλο μισό του αυτοκινήτου. Ανάλογα με τις μοτοσυκλέτες το νοητό αυτό αυτοκίνητο μπορεί να γίνει και Hammer… Το πλάτος εδώ δεν είναι το θέμα μας. Μονάχα να μην πηγαίνουν δίπλα – δίπλα! Ο δεύτερος αφήνει κενό τουλάχιστον μίας μοτοσυκλέτας από τον πρώτο, κι έτσι τοποθετείται διαγώνια πίσω του. Για ένα πολύ μεγάλο γκρουπ, με πάνω από 50 μοτοσυκλέτες, αυτό το κενό απόστασης μπορεί να μειωθεί, ή όπως θα δείτε σε αμερικανικά site που αρέσκονται να γράφουν τους κανόνες αυτούς λες και είναι νόμοι, αντί για απλές και όμορφες οδηγίες, το κενό με την προπορευόμενη μοτοσυκλέτα να είναι ενός δευτερολέπτου…

Αυτό το μαγικό κόλπο μπορεί να γλιτώσει ολόκληρο το γκρουπ από μία καραμπόλα, σε κάνει να οδηγείς έχοντας τον έλεγχο και να είσαι σε εγρήγορση αντί να κινείσαι σαν το κοιμισμένο παπί στην ουρά του αδερφού του, κι όλα μαζί νυσταγμένα πίσω από την μαμά πάπια. Οι περισσότεροι θα σας πουν πως έτσι προλαβαίνεις να πατήσεις φρένο και να μην πέσεις στον μπροστινό αν εκείνος φρενάρει γρηγορότερα, αλλά αυτή δεν είναι ούτε η μισή αλήθεια. Είναι το βασικό που κερδίζει η ομάδα, αλλά δεν είναι το μόνο. Τα οφέλη είναι πάρα πολλά, όχι μονάχα ένα. Ας δούμε κάποια από αυτά σε συντομία:

  • Έχεις πλήρη ορατότητα του δρόμου. Βλέπεις διαγώνια προς κάθε κατεύθυνση ανάμεσα από τους δύο μπροστινούς σου και εκείνος που είναι στην ίδια ευθεία σου κόβει μικρότερο τμήμα του δρόμου. Όσο πιο μακριά είναι ο μπροστινός, τόσο περισσότερο δρόμο βλέπεις, τόσο «μικρότερος» είναι συγκριτικά με το τοπίο.
  • Ελέγχεις τα φρένα εσύ, μόνος σου. Και δεν μιλάμε για την κατάσταση πανικού και το απότομο φρενάρισμα, αλλά για την είσοδο της στροφής για παράδειγμα. Διαφορετικές μοτοσυκλέτες έχουν διαφορετικό φρένο κινητήρα, κλείνοντας το γκάζι δεν φρενάρουν όλες το ίδιο. Αυτό ισχύει υπερθετικά για τους αναβάτες, και ιδιαίτερα για εκείνους που είναι στο γκρουπ, και δεν ελέγχονται από το ένστικτο των αποδημητικών πουλιών που όλα μαζί αλλάζουν κατεύθυνση. Έχοντας περιθώριο εμπρός σου, σημαίνει πως φιλτράρεις καλύτερα τις αυξομειώσεις του ρυθμού στο υπόλοιπο γκρουπ, από τις ξεχωριστές αντιδράσεις που επιφυλάσσει ο καθένας.
  • Ο αέρας που δέχεσαι είναι απαλλαγμένος από στροβιλισμούς ή έχει πολύ λιγότερους από το να είσαι κολλημένος πίσω από μία μοτοσυκλέτα. Το slipstreaming ασ’ το για την πίστα, δεν υφίσταται στο είδος ταξιδιού που περιγράφουμε. Εκτός κι αν φέρετε στο νου σας, το παράδειγμα που λέγαμε στο συγκριτικό των 250-300 που τα ανεβάσαμε Αθήνα – Βουλγαρία. Εκεί είχαμε ένα 250 που κατάφερε να είναι με τους υπόλοιπους εξαιτίας του slipstreaming… Άλλη οδηγία αυτή όμως
  • Ακολουθώντας κάποιον ακριβώς μπροστά σου, θα σου έρθει υπνηλία και θα κοιμηθείς. Διατηρώντας τον μαίανδρο ή όπως θέλετε πείτε το, η ματιάς σου απλώνεται. Έχοντας μάλιστα στο μυαλό σου τον σχηματισμό αυτό, έχεις πράγματα να κάνεις στις βαρετές στιγμές των εθνικών οδών, αλλάζεις με τον εμπρός θέσεις, και ταυτόχρονα ολόκληρο το γκρουπ πίσω σου ακολουθεί αντίστοιχα. Επαναπροσδιορίζοντας την θέση σου στο δρόμο, διατηρείς την εγρήγορσή σου, ακόμη και στην πιο βαρετή ευθεία.
  • Κινδυνεύεις λιγότερο από τον πίσω. Για όλους τους λόγους που είπαμε πιο πάνω και κατ’ επέκταση για το γεγονός πως όχι μόνο έχετε μεγαλύτερη απόσταση, αλλά δεν είσαστε και στην ίδια ευθεία. Αντίστοιχα έχεις κι εσύ μεγαλύτερο περιθώριο να περιορίσεις το λάθος
  • Το φρενάρισμα πανικού έχει τον ίδιο χρόνο αντίδρασης για περισσότερους από έναν αναβάτη. Έστω πως πετάγεται στο δρόμο ένας αδέσποτος σκύλος, αν ήταν όλοι σε μία γραμμή το πιθανότερο είναι να μην το έβλεπε κανείς πέρα από τον πρώτο. Ούτε καν ο δεύτερος! Τώρα όμως τουλάχιστον τέσσερις αναβάτες έχουν την ευκαιρία να δουν τον σκύλο ταυτόχρονα. Μπορεί και περισσότεροι αν οι πιο πίσω έχουν βιονικό μάτι. Διατηρώντας τον σχηματισμό έχει τύχει να αντιδράσει ο δεύτερος και ο τρίτος πιο γρήγορα από τον πρώτο, κι αυτό μόνο σπάνιο δεν είναι. Μονάχα έτσι υπάρχει άλλωστε αυτή η ευκαιρία για αντίδραση

Για την προσπέραση τα πράγματα είναι εξίσου απλά. Προσπερνάμε πάντα ένας – ένας, σε περίπτωση που αυτό δεν είναι αυτονόητο, και αμέσως μετά την προσπέραση κάνουμε χώρο για τον επόμενο, φροντίζοντας να καθυστερήσουμε να επιστρέψουμε στον ρυθμό οδήγησης που είχαμε πριν. Πιάνουμε την λωρίδα δεξιά για να έχει χώρο ο δεύτερος να τοποθετηθεί και αμέσως μόλις ολοκληρώσει την προσπέρασή του, επιστρέφουμε αριστερά, ώστε ο σχηματισμός να συνεχίσει πίσω μας να επαναπροσδιορίζεται με την σειρά.

Στις στροφές ο κανόνας είναι να βλέπουμε πάντα μπροστά μας και να μην ακολουθούμε πιστά τον προπορευόμενο. Εκτός κι αν μιλάμε για κυνήγι σε επαρχιακούς δρόμους και γρήγορο ρυθμό με ομοϊδεάτες αναβάτες που υπάρχει εμπιστοσύνη, εκτός κι μιλάμε για ελεγχόμενες καταστάσεις, τότε σε ταξιδιωτικό ρυθμό ο σκοπός είναι να βλέπουμε μπροστά μας. Αυτό δεν σημαίνει πως κρατάμε τον σχηματισμό σε στριφτερές δοκιμές, όμως επειδή δεν υπάρχει μονάχα μία ιδανική γραμμή για τον ρυθμό που μιλάμε, ο στόχος μας είναι να βλέπουμε μπροστά, πόσο μάλιστα σε άγνωστο δρόμο. Έτσι αν στην κορυφή της στροφής υπάρχουν ξαφνικά χαλίκια, ένα από τα πλέον συνηθισμένα αναπάντεχα σε ένα ταξίδι, ο αναβάτης που ακολουθεί έχει περισσότερο χώρο αντίδρασης. Σε κάθε περίπτωση κρατάμε αποστάσεις στις στροφές.

Να επαναλάβουμε πως τον κανόνα αυτό δεν σας τον λέει το ΜΟΤΟ, τον αναδεικνύουμε γιατί βλέπουμε πως ο νέος κόσμος αργεί περισσότερο από ποτέ να τον ανακαλύψει μόνος του, μιας και ταξιδεύει λιγότερο. Ο σχηματισμός αυτός για ένα γκρουπ ακολουθείται γενικά στην φύση, από τα σμήνη πουλιών, μέχρι τις αγέλες. Από τα αεροσκάφη της πολεμικής αεροπορίας, μέχρι οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς, και τέλος στις μοτοσυκλέτες. Αν είμασταν φορτηγά θα μας ενδιέφερε το slipstreaming και δεν θα είχαμε και τον απαραίτητο χώρο, αλλά σε ένα ταξίδι μοτοσυκλετιστών πρέπει όλοι να οδηγούν σε εγρήγορση. Φτάνοντας ως εδώ, έχετε περάσει ήδη από 1.500 λέξεις που σημαίνει πως ξεφεύγετε από τον μέσο όρο του ίντερνετ που δεν εστιάζει σε τίποτα και καταναλώνει περισσότερη πληροφορία από εκείνη που μπορεί να αφομοιώσει. Γιατί το λέμε αυτό; Γιατί έτσι θα καταλάβετε από τώρα σε ποιον τύπο αναβάτη ανήκει το σχόλιο που περιμένουμε σίγουρα να δούμε, εκείνο που θα λέει πως πρέπει να οδηγούν όλοι τέρμα αριστερά, ή οτιδήποτε άλλο σχετικά με αυτό, κρίνοντας με βάση μία συγκεκριμένη ακολουθία σκέψεων, μία «εσωτερική διαδικασία» αντί να στηριχτεί στην εμπειρία. Ταξιδεύουμε πολύ συχνά στο εξωτερικό, σχεδόν τριάντα φορές τον χρόνο, δεν υπάρχει ξένος δημοσιογράφος που να μην ακολουθεί τον σχηματισμό αυτό. Δεν βλέπουμε επίσης στο εξωτερικό γκρουπ αναβατών που να ξεφεύγουν από τον συγκεκριμένο κανόνα. Είναι δεδομένο για όλους, εκτός από την Ελλάδα και ιδιαίτερα στην εποχή μας, τώρα που έχουμε ξηλώσει πολλές από τις συνήθειες μας…