Οδηγούμε το Honda SH 150i Smart Top Box

Απρόσιτο… για τον ανταγωνισμό!
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

29/7/2020

Είναι κλισέ με, αλλά πέρα ως πέρα αληθινό δε: το καλό για να γίνει καλύτερο είναι δύσκολο και ταυτόχρονα ελλοχεύει κινδύνους. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που οι μηχανολόγοι των εργοστασίων, στην προσπάθειά τους να βελτιώσουν ένα καλό "πακέτο", κατέστρεψαν τα κεκτημένα! Ευτυχώς στην περίπτωση του ανανεωμένου και αναβαθμισμένου Honda SH 150i, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι.

Έχοντας ξεκάθαρο το ποιο θα είναι το επόμενο βήμα για το SH 150i, οι άνθρωποι της Honda χάραξαν μια στρατηγική αναβάθμισης πάνω σε τέσσερις άξονες. Στην αύξηση της δύναμης και της ροπής, στην βελτίωση της κατανάλωσης, στην περισσότερη άνεση και στον εμπλουτισμένο εξοπλισμό. Εμφανισιακά, το νέο SH διατηρεί την οικογενειακή ταυτότητα, αλλά με μια πιο σύγχρονη και δυναμική εμφάνιση. Τα LED φώτα δημιουργούν το γράμμα "H", δίνοντας μια χαρακτηριστική όψη, ενώ έχει διατηρηθεί –φυσικά- το επίπεδο πάτωμα (το μεγαλύτερο ατού σε ότι αφορά την πρακτικότητα του μικρομεσαίου σκούτερ της Honda), σε συνδυασμό με την αύξηση κατά 10 λίτρα του αποθηκευτικού χώρου κάτω από τη σέλα, χάρη στην τοποθέτηση του ρεζερβουάρ χαμηλά στην ποδιά. Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά, μαζί με το top case της συγκεκριμένης έκδοσης της δοκιμής μας, προσθέτουν σημαντικούς πόντους στην πρακτικότητα του μικρού SH.

Η οθόνη, αν και παρέμεινε LCD, είναι πλέον διαφορετικά σχεδιασμένη και σαφώς πιο καλαίσθητη, προσφέροντας όλες τις απαραίτητες πληροφορίες και ενδείξεις. Τώρα, η πλοήγηση στο μενού γίνεται από δύο διακόπτες που βρίσκονται στα αριστερά χειριστήρια.

Η θέση οδήγησης διατηρεί τα υψηλά στάνταρ της προηγούμενης γενιάς, με ιδιαίτερη πρόβλεψη και για την άνεση του συνεπιβάτη, για τον οποίο το εργονομικό τρίγωνο διαστάσεων αγγίζει το ιδανικό. Στο νέο SH 150i παρέμεινε φυσικά και η keyless τεχνολογία, με τον περιστροφικό, φωτιζόμενο, διακόπτη να απλουστεύει σημαντικά την διαδικασία εκκίνησης.

Ο μονοκύλινδρος κινητήρας eSP+ είναι σχεδιασμένος από την αρχή, ανοίγοντας για το SH την τετραβάλβιδη εποχή, πληρώντας παράλληλα και τις Euro5 προδιαγραφές. Πέρα από την τετραβάλβιδη κεφαλή, οι σημαντικές διαφορές συγκριτικά με το προηγούμενης γενιάς SH, είναι η βελτίωση της επιτάχυνσης και η υψηλότερη τελική σε ό,τι αφορά τις επιδόσεις, ενώ ταυτόχρονα έχει βελτιωθεί αισθητά το επίπεδο της κατανάλωσης. Όπως θα μπορέσετε να διαβάσετε στο τεύχος Σεπτεμβρίου του ΜΟΤΟ στην αναλυτική δοκιμή του SH 150i Smart Top Box, δεν είναι μόνο τα απόλυτα νούμερα της ροπής και της ιπποδύναμης που κάνουν την διαφορά, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο αποδίδεται η δύναμη και το "άπλωμά" της σε όλο το φάσμα των στροφών.

Μία από τις σημαντικές προσθήκες του νέου SH για το 2020 είναι το HSTC (το traction control της Honda), το οποίο όσο οξύμωρο κι αν φαίνεται αρχικά σε ένα σκούτερ 150 κυβικών, άλλο τόσο νόημα και ουσία έχει η ύπαρξή του, ειδικά αν συνυπολογίσουμε την ποιότητα της ελληνικής ασφάλτου και το συνολικό προφίλ του SH 150i. Αποτελώντας σημείο αναφοράς σε όλους σχεδόν τους τομείς, από την πρακτικότητα και τις επιδόσεις, μέχρι την ποιότητα κατασκευής, δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά στον τομέα της ασφάλειας. Αν παρ' όλα αυτά υπάρχουν κάποιοι που αναρωτιούνται για το λόγο ύπαρξης του traction control, προφανώς δεν έχουν γλιστρήσει ξεκινώντας πάνω από τις βρεγμένες άσπρες γραμμές των διαβάσεων ακόμη και με πενηντάρι σκούτερ…

Σε ό,τι αφορά το πλαίσιο, ο επανασχεδιασμός του έγινε με γνώμονα την αύξηση του αποθηκευτικού χώρου, αλλά και η βελτίωση της συμπεριφοράς, μιας και αυξήθηκε το μεταξόνιο κατά 10mm, ενώ άλλαξε και το μοχλικό σύνδεσης του κινητήρα, μαζί με την γωνία έδρασης των αμορτισέρ.

Φυσικά όλα τα παραπάνω έχουν και το αντίστοιχο "αντίκρισμα" στην πράξη, εκεί που από τα πρώτα κιόλας μέτρα που θα διανύσεις πάνω στην σέλα του SH 150i δεν θα σου είναι καθόλου δύσκολο να αντιληφθείς, ότι η ποιότητα ήταν το κύριο μέλημα σε όλες τις παραμέτρους. Δεν αναφέρομαι μόνο στο κατασκευαστικό κομμάτι, αλλά στην αίσθηση που αποκομίζεις οδηγικά σε όλες τις συνθήκες. Είναι πραγματικά δύσκολο για ένα σκούτερ να σε αφήσει τόσο εντυπωσιασμένο, γι' αυτό και αποκτά ιδιαίτερο βάρος αυτή η δυνατότητα του SH 150i, όπως θα αντιληφθείτε διαβάζοντας το πλήρες τεστ του συγκεκριμένου σκούτερ. Με το SH 150i η Honda κάνει μια ακόμη επίδειξη σχεδιαστικής και κατασκευαστικής δεινότητας και ποιοτικής υπεροχής, κι αυτό μεταφράζεται μόνο σε όφλεος για τους υποψήφιους ιδιοκτήτες του.

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ Honda SH 150i Smart Top Box
Αντιπρόσωπος:
Αδελφοί Σαρακάκη Α.Ε.Β.Μ.Ε.
Τιμή:
€4.250
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος (mm):
2.090
Ύψος (mm):
1.130
Μεταξόνιο (mm):
1.350
Απόσταση από το έδαφος (mm):
145
Ύψος σέλας (mm):
799
Ίχνος (mm):
85,2
Γωνία κάστερ (˚):
26
Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):
600
Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):
600
Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):
770
Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):
650
 
ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ
143
(χωρίς καύσιμο: 137,75)
Πίσω
61,9%
Εμπρός
38,1%
Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:
6,6%
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Ατσάλινο σωληνωτό
Πλάτος (mm):
730
Βάρος κατασκευαστή, γεμάτη (kg):
134,1
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, μονοκύλινδρος, υγρόψυκτος με 1ΕΕΚ και 4 βαλβίδες
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
60 x 55,5
Χωρητικότητα (cc):
156,9
Σχέση συμπίεσης:
12,0:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
16,6 / 8.500
Ροπή (kg.m/rpm):
1,5 / 6.500
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
105,8
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός
Σύστημα εξαγωγής:
1 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Αυτόματος φυγοκεντρικός
 
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ
 
Κενή
Γεμάτη
Θεωρητικά
-
8,07
Πραγματικά
 
 
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Δύο αμορτισέρ
Διαδρομή (mm):
83
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίων
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
16M/C x MT2.75
Ελαστικό:
120/80-16
ΦΡΕΝΟ
Δισκόφρενο με δικάναλο ABS
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
 
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
89 / 33
Ρυθμίσεις:
Καμία
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
16M/C x MT2.50
Ελαστικό:
100/80-16
ΦΡΕΝΟ
Δισκόφρενο με δικάναλο ABS
 
 
ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ
Μέση
3.1
Αυτονομία (km):
226
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):
7 / -
     

 

 

 

 

 

Ετικέτες

Dunlop Roadsmart IV: Το δοκιμάζουμε σε όλες τις συνθήκες

Η νέα γενιά Roadsmart εξισώνει τις συνθήκες του δρόμου

Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

21/4/2022

Συνομιλώντας κατά καιρούς με τα στελέχη των μεγαλύτερων κατασκευαστών ελαστικών, έχω καταγράψει ορισμένους κοινούς προβληματισμούς που παραδέχονται όλοι τους πως ισχύουν στον ίδιο βαθμό, κι ένας από αυτούς είναι πως τα ελαστικά που προορίζονται για καθημερινή χρήση δρόμου, έχουν στην πράξη τόσες απαιτήσεις που ο σχεδιασμό και η εξέλιξή καταλήγει δυσκολότερο έργο από την εξέλιξη ενός αγωνιστικού ελαστικού. Διότι το τελευταίο καλείται να κάνει ένα πράγμα, τα ελαστικά αυτής της κατηγορίας πρέπει να είναι σπορ με αξιώσεις, αλλά να έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής, καλή απόδοση στο βρεγμένο, να ζεσταίνονται γρήγορα αλλά να μην υπερθεμαίνονται εύκολα, να απορροφούν ανωμαλίες του δρόμου χωρίς όμως κινητικότητα πέλματος και να αντέχουν και στο φόρτωμα και τέλος, εκείνο που παραβλέπουν όλοι, να διατηρούν αυτά τα χαρακτηριστικά σε αρκετές διαφορετικές διαστάσεις!

Υψηλόβαθμο στέλεχος της Dunlop στην Ευρώπη εξηγούσε στο ΜΟΤΟ, κατά την παρουσίαση του νέου ελαστικού που έχετε ήδη διαβάσει στο τεύχος 629, πως το Roadsmart IV είναι ο κοινός τόπος επαφής της εταιρείας με εκατοντάδες χιλιάδες αναβάτες, που σημαίνει πως η ανάπτυξή του έχει μεγαλύτερη σημασία από τα αγωνιστικά ελαστικά των Moto2 και Moto3 στα MotoGP που τα τελευταία χρόνια η Dunlop είναι αποκλειστικός προμηθευτής.

Η αναφορά δεν ήταν τυχαία, καθώς το Roadsmart IV επωφελείται από την τεράστια αγωνιστική πορεία της Dunlop με τρόπο πολύ άμεσο και πρακτικό και όχι θεωρητικό. Οι αγώνες αποτελούν τον τόπο της εξέλιξης του είδους, χωρίς αυτούς η εξέλιξη όχι μόνο είναι αργή αλλά μπορεί να οδηγηθεί και σε λάθους δρόμους. Μπορείς να πεις πως όλα τα ελαστικά δρόμου κάθε εταιρείας επωφελούνται από την αγωνιστική της πορεία με βάση την εμπειρία που έχει αποκτηθεί, όμως εδώ μιλάμε για κάτι τελείως πρακτικό και όχι θεωρητικό: Πρόσφατα το τμήμα αγωνιστικών ελαστικών της Dunlop, αυτό που κατασκευάζει τα ελαστικά της Moto2 και της Moto3, μετακόμισε από το Birmingham της Αγγλίας όπου βρισκόταν επί δεκαετίας, στο βασικό εργοστάσιο της Dunlop στην Γαλλία, εκεί που κατασκευάζονται και τα Roadsmart IV. Η μεταφορά αυτή προίκισε τις γραμμές παραγωγής των ελαστικών δρόμου με ορισμένες πολύ ενδιαφέρουσες εργαλειομηχανές βουλκανισμού και επέτρεψε στην Dunlop να χρησιμοποιήσει ορισμένες τεχνικές κατασκευής που μέχρι στιγμής υπήρχαν μόνο στους αγώνες και στα αγωνιστικά ελαστικά που μπορούσαν να καλύψουν το υψηλότερο κόστος παραγωγής. Η ενοποίηση αυτή όμως, έδωσε πρόσβαση σε εργαλεία που μέχρι πριν δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί η ανάπτυξή τους χωρίς να αυξηθεί και το κόστος, κι έτσι από την απλή μεταφορά τεχνογνωσίας και εμπειρίας που γινόταν μέχρι πριν άμεσα και απρόσκοπτα στην κοινωνία της πληροφορίας που ζούμε, πλέον άνοιξε ο δρόμος και για την φυσική χρήση του εξοπλισμού!

Κι έτσι το Roadsmart IV γίνεται πλέον το πρώτο ελαστικό της κατηγορίας που κάνει χρήση της τεχνολογίας Jointless Tread. Η ονομασία περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο τοποθετείται η γόμα πάνω στον σκελετό. Όπως ακριβώς και με την Jointless Belt τεχνολογία για την κατασκευή του σκελετού που είτε με αυτή την ονομασία είτε με διαφορετική, όλοι οι μεγάλοι κατασκευαστές χρησιμοποιούν, αντίστοιχα και με την Jointless Tread η εξωτερική γόμα απλώνεται σε λωρίδες σε μορφή μαστίχης τυλιγμένη πάνω στον σκελετό και γίνεται ένα σώμα κατά την διαδικασία του βουλκανισμού στην νέα εργαλειομηχανή που μέχρι πριν είχαν πρόσβαση μονάχα τα αγωνιστικά ελαστικά. Μέχρι τώρα η γόμα των ελαστικών αυτής της κατηγορίας ήταν ένα φύλλο που τύλιγε τον σκελετό και επικολλιούνταν επάνω του και ο βουλκανισμός, μεταξύ άλλων, εξαφάνιζε και το σημείο της ένωσης.

Η άλλη βασική διαφορά που έχει το νέο ελαστικό με τον προκάτοχό του, είναι στην εξέλιξη της ίδιας της Jointless Belt τεχνολογίας καθώς τώρα το νήμα που αποτελεί τον σκελετό είναι ένα και ενιαίο, εφαρμόζεται απευθείας στο εσωτερικό πέλμα και περιμένει την γόμα σε μορφή μαστίχης για να επικολληθεί. Μέχρι τώρα η κατασκευή του σκελετού ξεκινούσε φτιάχνοντας μία πλακέ ζώνη από τρεις χορδές που εμποτίζονταν στο ίδιο μίγμα της γόμας, κι έπειτα αυτή η ζώνη τυλιγόταν πάνω στο εσωτερικό πέλμα με την Jointless Belt τεχνολογία. Ο εμποτισμός σε γόμα και η δημιουργία ζώνης ήταν ο μόνος τρόπος συγκόλλησης όλων των διαφορετικών στρωμάτων πριν ξεκινήσει ο βουλκανισμός. Τώρα μπορεί και αυτή η διαδικασία να αλλάξει κι έτσι ένα ενιαίο νήμα, χωρίς κάποιον εμποτισμό, τυλίγεται πάνω στο εσωτερικό πλέγμα και απευθείας εφαρμόζεται το μίγμα της γόμας με Jointless Tread τρόπο. Το βασικό κέρδος αυτής της αλλαγής είναι το μικρότερο βάρος του ελαστικού και η καλύτερη απαγωγή θερμότητας, καθώς ο σκελετός παίζει τον μεγαλύτερη ρόλο στην διατήρηση θερμότητας του ελαστικού και πλέον είναι σε αμεσότερη επαφή με το εσωτερικό πλέγμα και την εξωτερική γόμα.

Φυσικά, η κυριότερη αλλαγή που αντιλαμβάνεται κανείς κοιτώντας το ελαστικό δεν είναι τίποτα από τα παραπάνω, αλλά η νέα χάραξη. Στο προηγούμενο μοντέλο που θα εξακολουθήσει για πολύ καιρό να παράγεται αλλά σε νέα τιμή αποτελώντας μία πιο προσιτή λύση, η Dunlop είχε εφαρμόσει μία τεχνική σχεδιασμού που την αποκαλεί «νησίδες» καθώς τα αυλάκια είναι χωρισμένα σε ομάδες που καλύπτουν το ελαστικό αφήνοντας κενά αχάρακτης γόμας ανάμεσά τους. Αφήνει πίσω της την τεχνική των ομάδων αυλακιών, των «νησίδων» και φτιάχνει τώρα μία νέα χάραξη παρόλο που ο τρόπος αυτός αποδείχτηκε αποτελεσματικός στο Roadsmart III. Βάζοντας όμως στόχο να αναβαθμίσει την απόδοση στο βρεγμένο και ταυτόχρονα την σπορ συμπεριφορά, χρειάστηκε κάτι νέο καθώς αποδείχτηκε πως οι νησίδες προσέδιδαν κινητικότητα πέλματος σε ακραία σπορ, ρυθμό οδήγησης. Παράλληλα τα νέα αυλάκια βελτιώνουν την διάρκεια ζωής, κάτι που αυτή την στιγμή αποτελεί δήλωση της Dunlop χωρίς να επαληθεύεται από εμάς, από την στιγμή που δεν έχουμε γράψει χιλιάδες χιλιόμετρα με τα νέα Roadsmart IV.

Εκείνο που με βεβαιότητα επαληθεύτηκε, ήταν τα δυναμικά χαρακτηριστικά του σε μία αρχική διαδρομή τριακοσίων χιλιομέτρων χωρίς στάσεις, πριν μπούμε μαζί τους στην ιδιωτική πίστα δοκιμών της Dunlop. Εκτός από μία κανονική πίστα με έντονες υψομετρικές διακυμάνσεις στην μορφολογία της, η Goodyear, στην ομπρέλα της οποίας είναι και η Dunlop, διαθέτει και μία σειρά εξεζητημένων πεδίων δοκιμών για δοκιμές στο βρεγμένο και για δοκιμές ελιγμών και ευελιξίας. Η πίστα εξομοίωσης βροχής γεμίζει νερό και μάλιστα δημιουργεί και αυλάκια με περισσότερη ροή ώστε να έρχεται πολύ κοντά σε συνθήκες καταιγίδας σε δημόσιο δρόμο και την περνάς μονάχα με αδιάβροχα καθώς είναι σαν να βρέχει εκεί μέρα από τους πίδακες που δημιουργούν τα ελαστικά, τόσο πολύ νερό που υπάρχει στην επιφάνειά της.

Είναι ένας εξεζητημένος μηχανισμός που διακινεί τεράστιες ποσότητες νερού αλλά σε απόλυτο σεβασμό του περιβάλλοντος. Η πίστα είναι κατασκευασμένη σε πλαγιά και δεν χρησιμοποιεί μπεκ για την κατάβρεξή της αλλά διατρέχεται από την αριστερή της μεριά από υπόγειο αυλάκι που στην ουσία είναι η υπερχείλιση διαφορετικών, συγκοινωνούντων δεξαμενών. Το νερό που ξεχειλίζει και διατρέχει την πίστα, συλλέγεται από υπόγεια υδρορροή που διατρέχει την πίστα από την δεξιά της μεριά κι αφότου φιλτραριστεί, επαναπροωθείται στις δεξαμενές. Το αποτέλεσμα είναι μία πίστα που μόνιμα την διατρέχει το νερό με ακανόνιστα σημεία όπου έχει περισσότερη ή λιγότερη ροή, ανάλογα με την υπερχείλιση. Είναι ένα εξαιρετικό πεδίο δοκιμών για να δεις την απόδοση σε βρεγμένο οδόστρωμα σε συνθήκες που μόνιμα προσομοιάζουν μία καταρρακτώδη βροχή.

Η αρχή βέβαια της ημέρας έγινε κυνηγώντας τον Peter Hickman μαζί με έναν Αυστριακό και δύο Γερμανούς συναδέλφους, σχηματίζοντας ένα ξεχωριστό γκρουπ πέντε αναβατών και δύο πλοηγών που πήραν οδηγίες από το μεγάλο αφεντικό της Dunlop για ακραία σπορ οδήγηση όπου οι συνθήκες το επέτρεπαν, «και μην τολμήσουν να πουν πως βαρέθηκαν». Το αποτέλεσμα ήταν να κάνει λόγο ο Peter Hickman, συνέντευξη του οποίου θα διαβάσετε σύντομα στο ΜΟΤΟ, για οδήγηση που ξεφεύγει από τα δικά του πρότυπα για ελαστικά δρόμου και αγνώστους συνοδοιπόρους, κι ας μην πλησιάσαμε ούτε στο ελάχιστο μία ημέρα του στο Isle of Man. Ήταν όμως η πλέον γρήγορη οδήγηση που επέτρεπε ο δρόμος και οι συνθήκες, με στάσεις μονάχα για να αλλάξουμε μοτοσυκλέτες, δοκιμάζοντας τα νέα ελαστικά από Suzuki GSX-S 1000GT, μέχρι Honda NT1000!

Η καλή η ημέρα φάνηκε από την πρώτη κιόλας στροφή, όταν ο πλοηγός χρειάστηκε να βγάλει το πόδι από τα μαρσπιέ του Versys 1000 που είχαν διπλώσει ξύνοντας την άσφαλτο με όλο τους πλέον το μήκος και όχι μονάχα τον αποστάστη. Βασικό μέλημα της Dunlop είναι να σχεδιάζει τα ελαστικά έτσι ώστε το πίσω να χάνει πρώτο την πρόσφυση, δίνοντάς σου χρόνο αντίδρασης. Πρόκειται για μία φιλοσοφία σχεδιασμού που ξεκινά από την γεωμετρία του ελαστικού αλλά δεν περιορίζεται μόνο εκεί και φυσικά ο λόγος είναι για σταθερή πρόσφυση του δρόμου και όχι για τις στιγμές που το εμπρός ελαστικό θα περάσει πρώτο από σημείο μειωμένης πρόσφυσης. Οπότε όταν πατήσεις χαλίκια ή βρεγμένο κομμάτι του δρόμου χάνοντας στιγμιαία πρόσφυση εμπρός, βασίζεσαι να σε ακολουθήσει το ελαστικό στην γρήγορη αντίδραση και να ανακτήσει άμεσα όπως φυσικά και υπήρξε τέτοια περίπτωση και μάλιστα σε ένα από τα ταχύτερα κομμάτια της διαδρομής, εκεί όπου συμβαίνουν αυτές οι περιπτώσεις.

Κρατώντας βαθιά τα φρένα μέσα στις στροφές για να διατηρηθεί ο υψηλός ρυθμός οδήγησης που επιβάλλει ο πλοηγός και με τον Peter Hickman να ακολουθεί, δίχως να αφήνει περιθώριο, η εμπιστοσύνη στο Roadsmart IV χτίζεται πολύ γρήγορα κι ανεβαίνει πολλούς ορόφους. Το ελαστικό διατηρεί την κατευθυντικότητά του και τα περιθώριά του βρίσκονται πολύ ψηλά, όπως διαπιστώσαμε αμέσως μετά στην πίστα αυτή την φορά με πλοηγό τώρα τον Hickman. Δίχως πλέον περιορισμούς και στην ασφάλεια που προσφέρει η ιδιαίτερη και άκρως τεχνική ιδιωτική πίστα της Goodyear-Dunlop και κρατώντας τις ίδιες street μοτοσυκλέτες, το Roadsmart IV μας αποκαλύπτεται πλήρως. Υψηλός βαθμός κλίσης που έρχεται αβίαστα και δεν προκύπτει από υπερ-προσπάθεια, ακριβώς το αντίθετο. Εμπιστοσύνη στο εμπρός ελαστικό που έχει ομοιογένεια στην συμπεριφορά του σε όλες τις μοίρες που συναντά την άσφαλτο και ταχύτητα προσαρμογής στις αλλαγές κλίσης σε ρυθμό που ξεφεύγει από την σπορ οδήγηση στον δρόμο, είναι το συμπέρασμα μετά από αρκετούς γύρους στην πίστα, φανερώνοντας τα υψηλά όρια που έχει το Roadsmart IV.

Στην πίστα – λίμνη, ο στόχος της Dunlop ήταν να βελτιώσει την απόδοση μεταξύ 7ο και 30ο κλίσης που θεωρεί πως είναι το μέσο εύρος κλίσης των αναβατών σε βρεγμένους δημόσιους δρόμους. Βασικό σημείο αναφοράς όμως για τους περισσότερους όταν οδηγούν σε καταρρακτώδη βροχή είναι οι 20ο κλίσης, κι εκεί το ελαστικό έχει 46 τετραγωνικά εκατοστά επαφής με την άσφαλτο, δηλαδή τρία περισσότερα από το Roadsmart III. Την έκδοση αυτή είχαμε δοκιμάσει στην ίδια ακριβώς πίστα έναντι όμως του ανταγωνισμού που βγήκε τότε καλύτερο ελαστικό και τώρα το δοκιμάζαμε έναντι της νέας του έκδοσης. Βέβαια και ο ανταγωνισμός έχει βελτιωθεί από τότε και μάλιστα αρκετά, είναι όμως χαρακτηριστικό πως το Roadsmart IV είχε βελτιωθεί αρκετά έναντι του III που τα οδηγούσαμε εναλλάξ σε ίδιο μοντέλο μοτοσυκλέτας. Να σημειωθεί πως στο παραπάνω εμβαδό ελαστικού αντιστοιχεί ποσοστό αυλακώσεων που αγγίζει το 12,6% έναντι 10,3% στο προηγούμενο μοντέλο που δεν είναι μικρή διαφορά. Ακόμη περισσότερα για το βρεγμένο αλλά και για τα δυναμικά χαρακτηριστικά του Roadsmart IV, διαβάζετε στο τεύχος #629 του ΜΟΤΟ.

Με διάφορες εκδόσεις για να προσαρμόζεται το ελαστικό σε βαρύτερες και πιο τουριστικές μοτοσυκλέτες, καθώς και πλήθος διαστάσεων το Roadsmart IV είναι ένα από τα πιο σημαντικά ελαστικά στην τεράστια γκάμα της Dunlop γιατί την φέρνει κοντά σε εκατοντάδες χιλιάδες αναβάτες. Ενώ οι sport-touring μοτοσυκλέτες έχουν πρακτικά εξαφανιστεί, τα sport-touring ελαστικά μονοπωλούν εδώ και χρόνια τις πωλήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο και όχι μόνο στην Ευρώπη και χρησιμοποιούνται σε καθημερινή βάση από μεγάλο εύρος των street μοτοσυκλετών. Για αυτό ακριβώς τον λόγο, η Dunlop επένδυσε αρκετά στην εξέλιξή του και του έδωσε δυναμικά στοιχεία για να είναι σύντροφος όλες τις ώρες, σε όλες τις καιρικές συνθήκες αλλά και σε κάθε ρυθμό οδήγησης.