BMW S1000RR 2019: Δοκιμή στη Jerez

Με στόχο το παγκόσμιο ξανά
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

1/2/2022

Στα πλαίσια της παρουσίασης των ελαστικών Bridgestone S22 στην πίστα της Jerez είχαμε τη δυνατότητα να δοκιμάσουμε την νέα γενιά της BMW S1000RR, η οποία σχεδιάστηκε από τη γερμανική εταιρεία με σαφή στόχο να επιστρέψει με εργοστασιακή ομάδα στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα SBK. Ακολουθεί η αναδημοσίευση του άρθρου από το τεύχος 594 του περιοδικού ΜΟΤΟ:

 

What A Machine!

 

Είχα πολύ καιρό να ουρλιάξω από χαρά μέσα στο κράνος μου. Κυρίως όμως δεν το είχα κάνει ποτέ στο παρελθόν οδηγώντας μια S1000RR. Όσο κι αν εκτιμούσα βαθύτατα τις δυνατότητες και τις επιδόσεις της, η S1000RR δεν είχε καταφέρει να με κάνει να την ερωτευτώ. Σε αυτή την δεύτερη, ολοκληρωτικά επανασχεδιασμένη γενιά, η BMW έδωσε στην superbike της το ερωτικό στοιχείο που της έλειπε έως σήμερα

Οι άνθρωποι ερωτεύονται ανθρώπους, όχι αντικείμενα. Κι όμως! Κάποιες μοτοσυκλέτες καταφέρνουν να σπάσουν τα στενά όρια της λογικής και να δημιουργήσουν συναισθηματικό δεσμό με τον αναβάτη τους. Καθόλου τυχαία, οι μοτοσυκλέτες που πετυχαίνουν κάτι τέτοιο έχουν συνήθως ανθρώπινα χαρακτηριστικά κι όπως ξέρουμε οι άνθρωποι είναι γεμάτοι με ατέλειες, ιδιοτροπίες, πάθη και λάθη. Η προηγούμενη S1000RR ήταν πολύ τέλεια σε όλα της κι ως τούτου ήταν δύσκολο να την ερωτευτείς. Δεν έκανε περίεργους θορύβους. Δεν είχε ιδιοτροπίες και δεν σε έβαζε ποτέ στη διαδικασία να σκεφτείς τι πρέπει να κάνεις για να κερδίσεις την συμπάθειά της. Γύριζες το κλειδί, άνοιγες το γκάζι, οδηγούσες όπως ήξερες, ή νόμιζες πως ξέρεις, και εκείνη φρόντιζε πάντα να κάνει τους ταχύτερους χρόνους στην πίστα και να είναι η γρηγορότερη στο δρόμο. Η S 1000 RR ήταν “plug and play” και στην πραγματικότητα απομυθοποιούσε την διαδικασία οδήγησης μιας superbike με πάνω από 180 ίππους στον πίσω τροχό.

Θα μπορούσαν οι Γερμανοί να είχαν κάνει το ίδιο “λάθος” και σε αυτή την δεύτερη γενιά. Άλλωστε και οι ίδιοι λένε πως ο στόχος τους ήταν η “εξέλιξη” και όχι οι ριζικές αλλαγές. Βέβαια με το 80% των εξαρτημάτων να είναι εντελώς νέα, μόνο για μια απλή εξέλιξη δεν πρόκειται. Ο κόφτης στροφών του κινητήρα έχει ανέβει στις 14.600 στροφές, δηλαδή 400 παραπάνω από το προηγούμενο μοντέλο. Για να επιτευχθεί αυτό, επιστράτευσαν τεχνολογία από τον κινητήρα που είχαν σχεδιάσει για τα αυτοκίνητα της F1. Οι βαλβίδες εισαγωγής είναι φυσικά από τιτάνιο, όμως για πρώτη φορά σε μοτοσυκλέτα παραγωγής έχουν κούφιο στέλεχος, που μειώνει ακόμα περισσότερο το βάρος τους κατά 10% σε σχέση με τις βαλβίδες τιτανίου των ανταγωνιστών της.

Οι νέοι εκκεντροφόροι "ShiftCam" μεταβάλουν διαρκώς, τόσο την διάρκεια όσο και το βύθισμα των βαλβίδων και μάλιστα το κάνουν ξεχωριστά σε κάθε ζεύγος κυλίνδρων. Έτσι παρά τις αυστηρές προδιαγραφές Euro4 (ο κινητήρας αυτός είναι Euro5 ready) έχει ροπή πάνω από 10kgm από τις 5.500 στροφές, έως και τον κόφτη στις 14.600. Το σύστημα χρονισμού ShiftCam πρόσθεσε μεν ένα κιλό στην κεφαλή, όμως χάρη στη δίαιτα που έγινε στον υπόλοιπο κινητήρα, το συνολικό βάρος του μειώθηκε κατά τέσσερα κιλά! Μάλιστα το σύστημα κίνησης των εκκεντροφόρων έχει απλοποιηθεί και γίνεται κατευθείαν από τον στρόφαλο, καταργώντας το ενδιάμεσο γρανάζι.  Έτσι, όχι μόνο είναι 1,2cm πιο στενός, αλλά έχει 1,8 κιλά ελαφρύτερο στρόφαλο, 10% ελαφρύτερες και 4mm πιο κοντές μπιέλες, ανεβάζοντας ακόμα πιο γρήγορα στροφές! Η BMW μας υπόσχεται πως όταν την ανεβάσουμε στη ηλεκτρονική ζυγαριά του ΜΟΤΟ θα δούμε 197 κιλά, με όλα τα υγρά και γεμάτο το ρεζερβουάρ των 16,5 λίτρων. Αν αποδειχτεί πως λένε αλήθεια, τότε το S1000RR θα είναι τρία κιλά ελαφρύτερο από την Ducati V4-S Panigale.

 Οι V4 μοτοσυκλέτες του ανταγωνισμού ήταν σαφέστατα ο βασικός στόχος των Γερμανών. Συγκριμένα, αναφερόμενοι στις αλλαγές που έκαναν στην εργονομία της θέσης οδήγησης, λένε πως το πλάτος του ρεζερβουάρ γύρω από τα πόδια του αναβάτη είναι μόλις δύο πόντους πιο φαρδύ από τα V4 των Ιταλών. Πράγματι η θέση οδήγησης έχει πολύ μεγάλες διαφορές σε σχέση με το παρελθόν. Η σέλα είναι πιο ψηλή στα 825mm από το έδαφος, αντί για 815mm στο προηγούμενο μοντέλο. Το τιμόνι είναι πιο ανοιχτό και έρχεται πιο κοντά στο σώμα σου.

Καβαλώντας για πρώτη φορά την S1000RR στα πιτς της πίστας της Jerez, με έπιασε αρχικά μια ανησυχία. Πατάς με τις μύτες στο έδαφος και αυτό την κάνει να δείχνει πιο μεγάλη και πιο βαριά απ’ όσο πίστευες πως είναι πριν την καβαλήσεις. Με την πίστα να έχει ακόμα μερικές λούμπες με νερά από την δυνατή βροχή στη μέση της πολύ κλειστής Κ2, ξεκίνησα από τα πιτς με έναν μικρό κόμπο στο στομάχι. Βλέπετε μέχρι εκείνη την ώρα οδηγούσα το μαλακό και χαμηλό CBR650R, που είχε τα 6kgm ροπής και τα λιγότερα από 100 άλογα του, ομοιόμορφα απλωμένα σε όλο το φάσμα στροφών του μικρού τετρακύλινδρου κινητήρα του. Πριν όμως φτάσω στην Κ4, η S1000RR είχε διαλύσει κάθε αμφιβολία και κάθε αναστολή. Αυτή η μοτοσυκλέτα είναι από άλλο πλανήτη!

Προφανώς ήταν εξωπραγματικά πιο γρήγορη από την CBR650R, όμως ταυτόχρονα ήταν και πιο εύκολη στη οδήγηση! Έδειχνε τουλάχιστον 30 κιλά ελαφρύτερη από την μικρή Honda και πιθανότατα να είναι και πάνω στη ζυγαριά. Το μέγεθός της εξαφανίζεται και η θέση οδήγησης είναι τέλεια. Η BMW δεν έκανε το σχεδιαστικό λάθος που κάνουν συνήθως οι υπόλοιποι κατασκευαστές τα τελευταία χρόνια με τα ρεζερβουάρ των supersport και superbike. Στην S1000RR το πίσω μέρος του ρεζερβουάρ σου επιτρέπει να το σφίξεις με τα πόδια όταν φρενάρεις δυνατά, αποφεύγοντας να μεταφέρεις όλο το βάρος του σώματός σου στα χέρια και εν τέλει στο τιμόνι. Το πόσο σημαντικό είναι να μπορείς να κρατηθείς σωστά πάνω σε αυτά τα τέρατα των 200 πραγματικών ίππων, το καταλαβαίνεις μετά τον πέμπτο ή έκτο γρήγορο γύρο, όπου νιώθεις ξαφνικά να αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο το επίπεδο της φυσικής σου κατάστασης και όχι οι οδηγικές ικανότητές σου. Το S1000RR πραγματικά σε τεντώνει και σε συνθλίβει στις ευθείες, όμως χάρη στη θέση οδήγησης που έφτιαξε η BMW, μπορείς να αντέξεις για πολλούς γύρους αυτό το υπέροχο “βασανιστήριο”.

Αν είχαν βάλει και μια ρυθμιζόμενη “κόντρα” στην ουρά, όπως έχει το Kawasaki H2R, ώστε να μην γλιστρά ο κώλος σου προς τα πίσω στις επιταχύνσεις, θα άγγιζαν την τελειότητα στον τομέα της εργονομίας. Όπως κι να 'χει, την S1000RR την κάνεις ό,τι θέλεις μέσα στην πίστα σαν να είναι supersport 600. Το νέο φαρδύτερο τιμόνι είναι στο ιδανικό ύψος και κάνει παιχνιδάκι το counter steering και το ίδιο ισχύει για τα μαρσπιέ. Πριν καν συμπληρώσεις τον πρώτο γύρο στην πίστα της Jerez, νοιώθεις σαν να οδηγούσες για χρόνια αυτή τη μοτοσυκλέτα. Σπάνια συναντάμε μοτοσυκλέτες που συμπεριφέρονται εντελώς διαφορετικά από όσα ξέραμε έως σήμερα, αλλά την ίδια στιγμή σε κάνουν να νοιώθεις αμέσως οικειότητα μαζί τους.

Πόλεμος ηλεκτρονικών και προμηθευτών

Διαβάζοντας τα τεχνικά χαρακτηριστικά του S1000RR, δυσκολεύεσαι να κρύψεις την αμηχανία σου. Τα φρένα δεν είναι πλέον της Brembo, αλλά της αμερικάνικης Hayes με τρόμπα της Nissin (!) και cornering ABS της Continental. ΟΚ, φρένα Hayes έχουν και τα καινούρια R1250GS/RT ενώ της Continental ήταν και το πρώτο cornering ABS που έβαλε η BMW σε μοτοσυκλέτα της το 2016 (S1000XR). Όμως από πού κι ως πού έκατσαν και εξέλιξαν από την αρχή ημί-ενεργητικές αναρτήσεις με την ιταλική Marzocchi, αντί να συνεχίσουν την συνεργασία τους με την Sach-ZF, που είναι ο αποκλειστικός προμηθευτής της όλα αυτά τα χρόνια; Όποιος πει ότι ανακάτεψαν τόσο πολύ τα πράγματα με τους προμηθευτές για να ρίξουν το κόστος, μάλλον θα έχει δίκιο. Όπως δίκιο θα έχει πιθανότατα κι όποιος πει ότι η BMW προσπαθεί να σπάσει και να απεγκλωβιστεί από το μονοπώλιο της Brembo στα φρένα και της Bosch στα ηλεκτρονικά. Το πιο πιθανό όμως είναι να συμβαίνουν και τα δύο ταυτόχρονα. Η BMW λέει πως ήταν πολύ καλύτερο που η Marzocchi εξέλιξε την πρώτη της ημί-ενεργητική ανάρτηση μαζί με τους Γερμανούς, αντί να πάρουν από το ράφι μια ήδη υπάρχουσα της Sachs-ZF, της Öhlins, της Showa ή της WP. Το ίδιο λένε και για τις δαγκάνες της Hayes, όπως το ίδιο μας έλεγαν πριν μερικά χρόνια στην παρουσίαση του S 1000 XR για το cornering ABS της Continental.

Εμάς φυσικά δεν μας νοιάζουν τόσο τα ονόματα των προμηθευτών, όσο η απόδοση των εξαρτημάτων που φτιάχνουν. Προς το παρόν μοναδικό πεδίο δοκιμών είναι η πίστα της Jerez, καθώς εκείνη του Estoril που οδήγησε ο συνεργάτης μας Alan Cathcart την S1000RR δεν στέγνωσε ποτέ.  Εκτός των άλλων, στη Jerez είχαμε την δυνατότητα να οδηγήσουμε με τα ίδια λάστιχα και στις ίδιες συνθήκες την Kawasaki ZX-10R SE που έχει επίσης ημί-ενεργητικές αναρτήσεις (της ιαπωνικής Showa), τα φρένα της Brembo με cornering ABS της Bosch, αλλά και την Honda CBR1000RR SP2 με τις ημί-ενεργητικές αναρτήσεις της Öhlins και επίσης φρένα Brembo με cornering ABS της Bosch. Το μόνο “πρόβλημα” με την πίστα της Jerez είναι πως έβαλαν πρόσφατα καινούρια άσφαλτο και είναι παντού εντελώς επίπεδη, χωρίς ίχνος λακκούβας. Καθώς το οδόστρωμα είναι επίπεδο σαν τραπέζι μπιλιάρδου, το έργο των ημι-ενεργητικών αναρτήσεων περιορίζεται στην διαχείριση της μετατόπισης του βάρους κατά το φρενάρισμα και την επιτάχυνση. Έτσι ήταν αδύνατον να βρεις διαφορές στη λειτουργία των αναρτήσεων ανάμεσα σε αυτές τις τρεις μοτοσυκλέτες, ως προς τον τομέα των αποσβέσεων. Όμως στα φρένα και κυρίως στα ηλεκτρονικά, τα πράγματα έχουν μεγάλο ενδιαφέρον. Συνολικά στον τομέα των ηλεκτρονικών, η S1000RR έμοιαζε σαν να βρίσκεται δέκα χρόνια μπροστά από τις δύο ιαπωνικές superbike! Και πράγματι είναι, διότι η BMW έκανε το ίδιο κόλπο στον ψεκασμό που είχε κάνει στην εργοστασιακή WSBK μοτοσυκλέτα του Jordi Torres, που είχαμε οδηγήσει σε αυτή εδώ την πίστα πριν μερικά χρόνια. Οι πεταλούδες στους αυλούς 1-2 ανοίγουν ανεξάρτητα από τις πεταλούδες των αυλών 3-4. Μαζί με τον διαρκώς μεταβαλλόμενο χρονισμό και βύθισμα των βαλβίδων, αλλά και το μεταβλητό μήκος των αυλών εισαγωγής, οι σχεδιαστές του κινητήρα της S1000RR κατάφεραν να ελέγχουν ξεχωριστά την απόδοση του κάθε ζεύγους κυλίνδρων. 

Έτσι η S1000RR αποδίδει την δύναμή της  (και ακούγεται…) σαν να έχει ασύμμετρου χρονισμού, crossplane, στρόφαλο έως τις 6000-7000 στροφές. Από εκεί και πάνω ουρλιάζει σαν παραδοσιακός τετρακύλινδρος εν σειρά. Σε αυτόν τον σοφιστικέ έλεγχο της τροφοδοσίας του κινητήρα, προσθέστε το καλύτερο traction control που μπορείτε να φανταστείτε. Η S1000RR ρέει μέσα στην πίστα και γράφει τον ένα ταχύτερο γύρο μετά τον άλλον, αυξάνοντας διαρκώς την αυτοπεποίθηση του αναβάτη της. Την ίδια ώρα, όποιος κάθεται πάνω στη σέλα του Fireblade και του ZX 10R παλεύει με τα θηρία και σε κάθε γύρο καταβάλει όλο και μεγαλύτερη προσπάθεια για να κρατήσει τον ρυθμό του.

Καθώς τα S22 της Bridgestone δεν είναι καθαρόαιμα track-day ελαστικά, ξεκίνησα το πρώτο εικοσάλεπτο με το traction control στη θέση 3. Η BMW έχει βάλει ξεχωριστό κουμπί στο αριστερό clip-on ώστε να μπορείς να αλλάζεις εν κινήσει με τον αντίχειρα την ευαισθησία του traction control. Ο τρόπος που επεμβαίνει είναι φανταστικός και ο μόνος τρόπος για να αντιληφθείς την παρουσία του είναι από την ένταση της επιτάχυνσης όταν αρχίζεις και σηκώνεις τη μοτοσυκλέτα στην έξοδο της στροφής. Μειώνοντας την ευαισθησία του traction control στη θέση 2, η ομαλότητα παρέμεινε, όμως τώρα έβγαινε πιο δυνατά από τις στροφές. Θα ήταν η ιδανική επιλογή για την συγκεκριμένη πίστα με τα συγκεκριμένα ελαστικά δρόμου, ΑΝ δεν εμφανιζόταν ένα σοβαρό πρόβλημα. Πρόκειται για το ίδιο πρόβλημα που είχαμε αναφέρει στην παρουσίαση του S1000XR, αλλά και βιώνουμε όλο και πιο συχνά τον τελευταίο καιρό μέσα στις ελληνικές πίστες. Μιλάμε για την επέμβαση του cornering ABS και της αδυναμίας να απενεργοποιήσεις το ABS μέσα στην πίστα, λόγω των προδιαγραφών Euro4 που δεσμεύουν νομικά τους κατασκευαστές. Βέβαια οι προδιαγραφές μιλούν μόνο για τους δημόσιους δρόμους, όμως οι περισσότεροι κατασκευαστές δεν επιτρέπουν την πλήρη απενεργοποίηση του ABS για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο και πουλάνε ξεχωριστά ολόκληρη πλεξούδα για όσους έχουν αγωνιστικές βλέψεις.

Η BMW πάντως σου επιτρέπει να απενεργοποιήσεις πλήρως το ABS στη νέα S1000RR, κάτι που αποτελεί πλεονέκτημα για όσους έχουν αγωνιστικές βλέψεις, αλλά όχι τα χρήματα για να αγοράσουν την αγωνιστική πλεξούδα. Τώρα θα αναρωτιέστε τι σχέση έχει το traction control με το cornering ABS. Πολύ απλά με το traction control στη θέση 2 η S1000RR έβγαινε πιο γρήγορα από τη στροφή, με αποτέλεσμα να έχει 10-15km/h περισσότερα στο κοντέρ στο τέλος της ευθείας. Για να φρενάρεις στο ίδιο σημείο που φρέναρες όταν είχες το traction control στο 3, έπρεπε να γραπώσεις με περισσότερη δύναμη τη μανέτα του φρένου, κάτι που προκαλούσε την επέμβαση του cornering ABS, ρίχνοντας την πίεση στο κύκλωμα και χάνοντας αρκετά μέτρα στην αρχή του φρεναρίσματος. Το αρχικό δάγκωμα των φρένων εξαφανίζεται και η δύναμη πέδησης εξασθενεί, με τελικό αποτέλεσμα να χάνεις το σημείο εισόδου στις στροφές. Το παράδοξο με το cornering ABS είναι πως όσο καλύτερα ελαστικά βάζεις και αυξάνεται η πρόσφυση, τόσο πιο έντονο γίνεται το πρόβλημα, διότι το λογισμικό του cornering ABS λαμβάνει υπόψη του τον ρυθμό επιβράδυνσης, όπου σε συνθήκες υψηλής πρόσφυσης είναι φυσικά ο μέγιστος. Έτσι στο δεύτερο εικοσάλεπτο που η πίστα ήταν στεγνή και είχαμε ξεθαρρέψει, το πρόβλημα ήταν συνεχώς παρών στο τέλος των δύο μεγάλων και μοναδικών ευθειών που έχει η Jerez.

Κι αυτό δεν είναι μόνο πρόβλημα των cornering ABS της Continental, αλλά και της Bosch, όπως είχαμε διαπιστώσει με την Aprilia RSV4-RF του 2018 στις Σέρρες. Πάντως να ξεκαθαρίσουμε πως το θέμα αφορά κυρίως το software και όχι το hardware, δηλαδή δεν σχετίζεται με τις δαγκάνες και την τρόμπα. Για να λέμε όμως όλη την αλήθεια, το Panigale V4-S και το νέο RSV4 11000 Factory δεν έχουν τόσο έντονα συμπτώματα, όμως και τα δύο έχουν τις πανάκριβες δαγκάνες Brembo Stylema.

Αν κρατήσουμε στην άκρη αυτό το σημείο κριτικής (που δεν αφορά μόνο την νέα S1000RR αλλά σχεδόν όλες τις καινούριες superbike με cornering ABS), αυτό που μένει είναι μια εξωφρενικά γρήγορη και απολαυστική στην οδήγηση μοτοσυκλέτα. Το πιο μακρύ μεταξόνιο κατά 9mm (1441mm συνολικά) σε συνδυασμό με την πολύ γρήγορη γεωμετρία του εμπρός συστήματος (γωνία κάρτερ μόλις 23,1⁰ και ίχνος 93,5mm) έχουν μεταμορφώσει την ταχύτητα αντιδράσεων, την ευελιξία, αλλά και την σταθερότητα μέσα στη στροφή, αφού μετέφεραν περισσότερο βάρος στον εμπρός τροχό. Στο νέο ελαφρύτερο (-1,5 κιλά) πλαίσιο, μείωσαν ελαφρώς την ακαμψία ώστε να μεταφέρει περισσότερες πληροφορίες στα χέρια του αναβάτη, αλλά και να απορροφά τις ανωμαλίες του δρόμου όταν η μοτοσυκλέτα είναι υπερβολικά πλαγιασμένη και οι αναρτήσεις της αδυνατούν να ελέγξουν τις κάθετες δυνάμεις. Όπως είπαμε η Jerez δεν έχει λακκούβες πουθενά, όμως αυτή η επιπλέον αίσθηση που σου μετέφερε από τον εμπρός τροχό ήταν ένα από τα μυστικά που σε έκαναν να εξοικειωθείς τόσο γρήγορα μαζί της.

Κόβει κεφάλια

Η νέα S100 RR είναι χωρίς αμφιβολία η καλύτερη τετρακύλινδρη εν σειρά superbike για το 2019. Προφανώς δεν δυσκολεύτηκαν να το πετύχουν, αφού ήδη το προηγούμενο μοντέλο παρέμενε αξιόμαχο έως σήμερα. Παντού καλύτερη και για κάποιους ίσως πιο όμορφη, η νέα S1000RR συνεχίζει να είναι η ευκολότερη superbike για να οδηγείς όσο πιο γρήγορα γίνεται. Όποιον κι αν βάλεις στη σέλα της, θα την οδηγήσει αμέσως σαν να ήταν δική του για πολλά χρόνια. Σε επίπεδο μοτοσυκλετών παραγωγής, η νέα S1000RR "κόβει κεφάλια" μέσα στην πίστα. Εκείνο που πάντα της έλειπε ήταν κάποιο έντονο χαρακτηριστικό, κάτι που θα σε έκανε να την αγαπήσεις ή να την μισήσεις. Τον σεβασμό μας τον είχε πάντα, όμως δεν είχε την διαστημική εμφάνιση και τον ήχο της R1, ούτε φυσικά την αίγλη και τις αγωνιστικές περγαμηνές των ιταλικών superbikes. Σε αυτή τη δεύτερη γενιά, οι Γερμανοί φαίνεται πως βρήκαν αυτό το “κάτι”. Με τον δικό τους τρόπο της ψυχρής τεχνολογικής μονομανίας, κατάφεραν να δώσουν ψυχή και ταπεραμέντο. Πιθανόν είναι η πρώτη φορά που όποιος αγοράσει μια S1000RR, δεν θα είναι μόνο και μόνο επειδή για της επιδόσεις της.

 

 

 

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ           

Αντιπρόσωπος:

BMW Hellas

Τιμή:

 

 

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΣΚΙΤΣΟ

Μήκος (mm):

 

Ύψος (mm):

2073

Μεταξόνιο (mm):

1441

Απόσταση από το έδαφος (mm):

-

Ύψος σέλας (mm):

824

Ίχνος (mm):

93,9

Γωνία κάστερ (˚):

23,1

 

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Αλουμινίου δύο δοκών με τον κινητήρα δομικό στοιχείο

Πλάτος (mm):

846

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

-/197 (195,4 με το race kit / 193,5 με το M kit)

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Τετρακύλινδρος εν σειρά, με 4κ/β και 2 ΕΕΚ Shift-Cam

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

80 x 49,7

Χωρητικότητα (cc):

999

Σχέση συμπίεσης:

13,3:1

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

207/13.500

Ροπή (kg.m/rpm):

11,5/10.500

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

207

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός με ανεξάρτητες πεταλούδες ανά ζεύγη (Ride by wire 4 x48mm) με 2 μπεκ/αυλό και μεταβλητού μήκους αυλούς

Σύστημα εξαγωγής:

4-2-1 με βαλβίδα ροής καυσαερίων euro 4

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Υγρός, πολύδισκος, μονόδρομος

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Γρανάζια/1,652

Τελική μετάδοση / σχέση:

Αλυσίδα/2,647

 

Σχέσεις

1η

2,647

2α

2,091

3η

1,727

4η

1,500

5η

1,360

6η

1,261

 

 

 

ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ

 

Κενή

Γεμάτη

Θεωρητικά

-

0,95

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Μοχλισμού με μονό αμορτισέρ

Διαδρομή (mm):

117

Ρυθμίσεις:

Ηλεκτρονικά αυτορυθμιζόμενη / ημί-ενεργητική

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

6 X 17

Ελαστικό:

190/55-17

Πίεση:

 

ΦΡΕΝΟ

 

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Έγχρωμη πολυλειτουργική οθόνη TFT, ρυθμιζόμενα riding modes, traction control, wheelie control, cornering ABS, cruise control, θερμαινόμενα γκριπ

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Τηλεσκοπικό πιρούνι upside/down Marzocchi

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

120/45

Ρυθμίσεις:

Ηλεκτρονικά αυτορυθμιζόμενη / ημί-ενεργητική

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

3,5 x 17

Ελαστικό:

120/70-17 ZR

Πίεση:

-

ΦΡΕΝΟ

 

 

 

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ (κατασκευαστή)

Μέση

6,4

Αυτονομία (km):

258

Αυτονομία ρεζέρβας (km):

46

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

16,5/3

     


 

Οδηγούμε το Yamaha Hyper Modified TMAX Roland Sands [video]

Το Mad MAX!
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

28/5/2020

Τα σκούτερ είναι πρακτικά και οι μοτοσυκλέτες είναι διασκεδαστικές. Τα μεν προσφέρουν άνετη μετακίνηση, οι δε ενθουσιασμό και συγκινήσεις. Αλλά με τον συνδυασμό αυτών των δύο πριν από ακριβώς 20 χρόνια (τον Ιούλιο του 2000), που πήρε σάρκα και οστά με την μορφή του πρώτου maxi scooter στον κόσμο, του δικύλινδρου εν σειρά ΤΜΑΧ 500, η Yamaha δημιούργησε αυτό που τελικά αποδείχθηκε ότι ήταν το τέλειο πάντρεμα, αντί για έναν συμβιβασμό από τον οποίο θα έλειπαν τα καλύτερα στοιχεία από τον κάθε κόσμο. Το κείμενο είναι του συνεργάτη μας Alan Cathcart και οι φωτογραφίες του Kevin Wing. Ας σταθούμε λίγο σε αυτό:

 

Και για να μην επαναλαμβανόμαστε, σχετικά με το ποιος είναι ο "Sir" Alan Cathcart και ποιος ο ρόλος του στην Συντακτική Ομάδα του περιοδικού, μπορείτε να διαβάσετε εδώ την σχέση του με το ΜΟΤΟ, για να μαθαίνουν οι νεότεροι κυρίως αναγνώστες, ότι εμείς δεν μεταφράζουμε απλώς ξένα άρθρα…

 

Οι σχεδόν 300.000 πελάτες στην Ευρώπη (πάνω από 190.000 μονάδες μόνο για την Ιταλία) για τις εφτά γενιές του ΤΜΑΧ- η πιο πρόσφατη είναι η υφιστάμενη των 560cc που παρουσιάστηκε φέτος κι έχει όλο τον ηλεκτρονικό εξοπλισμό (η έκδοση TechMAX) με νέο πλαίσιο και πλαστικά, με ηλεκτρονική διαχείριση του γκαζιού, traction control, επιλογές των riding modes και cruise control- μαρτυρούν ότι η Yamaha πέτυχε διάνα επιβεβαιώνοντας και τον τίτλο της πιο καινοτόμου εταιρείας ανάμεσα από τους τέσσερις μεγάλους Ιάπωνες κατασκευαστές. Και αφού αγνόησε επιδεικτικά τις προκλήσεις των έτερων Ιαπώνων που προσπαθούσαν να την φτάσουν, με μεγαλύτερα και βαρύτερα δικύλινδρα μοντέλα, όπως το Suzuki Burgman και το Honda Silver Wing, αλλά και τις προκλήσεις από τα πιο αδύναμα μεγάλα μονοκύλινδρα από την Ευρώπη και την Ταϊβάν, η Yamaha διατήρησε το πάνω από 60% ποσοστό της στην παγκόσμια αγορά των scooters από 300cc και πάνω. Άντεξε ακόμη και στην επίθεση που έγινε το 2012 για να τερματιστεί η κυριαρχία της από τα C600 Sport και C650 GT της BMW.

Στείλ' το στον Sands!

Πώς κάνεις όμως ένα scooter σέξι και ταυτόχρονα και πρακτικό; Διασκεδαστικό και παράλληλα χρηστικό; Η απάντηση: το στέλνεις στον Sands –δηλαδή στην Roland Sands Design/RSD που έχει έδρα στο Los Angeles, και βάζεις τον "σεφ" του customizing να εφαρμόσει την έμπνευσή του σ' αυτό. Αυτό έκανε o Product Manager της Yamaha, ο Shun Miyazawa το 2012 με ένα τελευταίας γενιάς –τότε- ΤΜΑΧ 530 και το αποτέλεσμα ήταν το ΤΜΑΧ Hyper Modified (τα λέει όλα το όνομα) του RSD. Έκανε το ντεμπούτο του τον Νοέμβριο του 2012 στην EICMA του Μιλάνου, και στη συνέχεια έκανε μια περιοδεία ανά τον κόσμο πριν επιστρέψει στο "σπίτι" του, έτοιμο για να οδηγηθεί αντί να χρησιμοποιείται ως μοτοσυκλέτα βιτρίνας. Το να φτιαχτεί πάντως, δεν είναι εύκολο.

"Πρέπει να ομολογήσει ότι αυτό το scooter ήταν ένα από τα πιο δύσκολα Projects που έχω κάνει μέχρι σήμερα", λέει ο Roland, κοιτώντας με νόημα το αποτέλεσμα της αχαλίνωτης φαντασίας του, που ήταν παρκαρισμένο μπροστά από το γραφείο του (το οποίο κοσμεί ένας κινητήρας MotoGP V5 του Roberts), στο εργαστήριο της RSD στο Los Alamitos, εκεί που έγινε και η σύλληψη της ιδέας. "Ήθελα πάση θυσία να το μεταμορφώσω σε μοτοσυκλέτα! Όλες οι σχεδιαστικές μου ευαισθησίες με οδηγούσαν να εξαλείψω τελείως το κενό ανάμεσα στη σέλα και το λαιμό, να φτιάξω ένα custom ρεζερβουάρ και να το μετατρέψω σε café racer. Είπα όμως στον εαυτό μου, ώπα αν είναι να φτιάξεις μια μοτοσυκλέτα, ας αρχίσουμε με μια μοτοσυκλέτα. Ας εκμεταλλευτούμε το τι είναι αυτό το πράγμα – είναι ένα scooter! Υπάρχει λόγος που ο κινητήρας είναι τόσο χαμηλά τοποθετημένος, που βρίσκεται κάτω από εκεί που κάθεσαι, που το ρεζερβουάρ είναι τοποθετημένο εκεί που είναι- οπότε καταλήξαμε σε ένα είδος surf racer με όρια θέση οδήγησης, με το οποίο μπορείς να πας μια βόλτα στην παραλία, αλλά και να οδηγήσεις γρήγορα στους φιδωτούς δρόμους των φαραγγιών. Είναι ένα Supermoto Scooter!"

Παρόλα αυτά, έχοντας αποφασίσει να κάνει κάτι εντελώς διαφορετικό, ο Sands αρχικά δυσκολεύτηκε πολύ να αποφασίσει τι ακριβώς θα ήταν αυτό. "Δεν υπήρχε τίποτε εύκολο με αυτό το project – ήταν λες και θέλαμε να πατήσουμε στον Άρη", λέει. "Δεν υπήρχαν οδηγίες, ούτε περιοδικά, ούτε σελίδες στο internet που θα μας βοηθούσαν να πάρουμε κρίσιμες σχεδιαστικές αποφάσεις –ουσιαστικά, κανείς δεν είχε κάνε μέχρι τότε κάτι τέτοιο. Δεν υπήρχε κανείς για να πάρουμε τηλέφωνο και να μας δώσει μια συμβουλή, ο οποίος να είχε φτιάξει κάτι παρόμοιο –πραγματικά δεν είχαμε τίποτε άλλο πέρα από τις ιδέες μας για να μας καθοδηγεί και να μας εμπνέει. Αυτό σημαίνει ότι ήταν ένα από τα projects στο οποίο ο καθένας μας μέσα στο συνεργείο προσπαθούσε να βάλει την δική του υπογραφή. Έτσι, είχε μια βάση για σερφ, είχε μια βάση για ποτήρι μπροστά, κρεμάσαμε ένα τρελό ψυγείο πίσω –ουσιαστικά έχουμε πολλά αξεσουάρ έτοιμα σχεδιασμένα για όταν η Yamaha το βάλει στην παραγωγή. Αν ποτέ…!"

Τελικά, πάρθηκε η απόφαση για επιστροφή του ΤΜΑΧ στις βασικές αξίες, με εξαφάνιση των πλαστικών ώστε να δημιουργηθεί ένα γυμνό Superscoot, με την μετάδοση σε κοινή θέα, αντί για να είναι κρυμμένη όπως συμβαίνει συνήθως. "Είδα μια φωτογραφία ενός γυμνού ΤΜΑΧ και ενθουσιάστηκα με αυτό που υπήρχε κάτω από τα πλαστικά, με το ξεχωριστό πλαίσιο και όλα αυτά", λέει ο Roland. "Κατασκευαστικά, το ΤΜΑΧ δείχνει πολύ ωραίο –είναι πολύ διαφορετικό από οτιδήποτε άλλο, ενώ είναι και λίγο παράξενο, γεγονός που με ιντριγκάρει. Είχαμε όμως περιορισμό στον προϋπολογισμό από την Yamaha, οπότε κρατήσαμε πολλά από τα στάνταρ εξαρτήματα, όπως οι τροχοί, τα φρένα, οι αναρτήσεις και πάει λέγοντας. Πρέπει να είναι ένα από τα λίγα μηχανάκια που έχω φτιάξει κι έχω κρατήσει όλα αυτά, αν και θα μου άρεσε να φτιάξω μερικούς "τρελούς" τροχούς γι' αυτό. Οπότε η κατασκευή του είχε να κάνει κυρίως με το να πετάω πράγματα αντί να βιδών πάνω του εξαρτήματα, αλλά αφαιρέσαμε τόσο πολύ βάρος από πάνω του, τουλάχιστον 36 κιλά, που αν και ο κινητήρας είναι στην στάνταρ μορφή, μπορεί και τρέχει. Ανοίγει το γκάζι κι εκτοξεύεσαι!"

 

Εθιστικό!

Αυτό το ανακάλυψα και ο ίδιος οδηγώντας το Hyper Modified TMAX στους πρόποδες του San Gabriel βόρεια του L.A., με τον δικύλινδρο εν σειρά κινητήρα και τον στρόφαλο των 180 μοιρών να απελευθερώνει μια δυνατή μουσική που αντιλαλούσε στους βράχους, χάρη στην εξάτμιση της RSD. Παρά το ότι ακόμη και με την πιο ελεύθερη "αναπνοή" χάρη στην εξάτμιση, η ισχύς δεν υπερβαίνει τα 46 άλογα που ανακοινώνει η Yamaha στην στάνταρ μορφή του, αντιλαμβάνεσαι μια αύξηση στην απόδοση λόγω του μειωμένου κατά ένα τρίτο βάρους και των πλαστικών που απομακρύνθηκαν. Το αποτέλεσμα είναι ένα εντελώς απίθανο dragster maxi-scooter, που θα σε κάνει να χαμογελάς όσο περιμένεις στα φανάρια ανυπομονώντας για την επιτάχυνση που νιώθεις όταν ανοίγεις τέρμα το γκάζι. Είναι ακόμη πιο εντυπωσιακή στις εξόδους των στροφών, με την μεσαία μπάντα των στροφών του Yamaha να είναι κυριολεκτικά εκπληκτική –είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται ως κλισέ, αλλά περιγράφει ακριβώς το φαινόμενο που συμβαίνει όταν από σταθερό γκάζι περιστρέψεις τέρμα το γκριπ του Superscoot. Κι όλα αυτά γίνονται χωρίς να εμπλέκεται κάποια μανέτα συμπλέκτη ή ένας λεβιές ταχυτήτων, προκειμένου να νιώσεις την εθιστική επιτάχυνση. Απλώς ανοίγεις το γκάζι και φεύγεις! Δεν μπορώ να σας πω από ποιες στροφές ή από ποια ταχύτητα δυμβαίνει αυτό, διότι ο Roland αφαίρεσε τα ογκώδη, αλλά με πλήθος πληροφοριών, όργανα και δεν τα είχε αντικαταστήσει τότε με κάτι άλλο πιο μινιμαλιστικό. Φαίνεται όμως ότι πρακτικά συμβαίνει σε όλη την μπάντα των στροφών, μαζεύοντας μπόλικα χιλιόμετρα μέσω της CVT μετάδοσης, της οποίας τον Kevlar ιμάντα μπορείς να τον ακούσεις να ζορίζεται όταν κλείνεις το γκάζι  για να μπεις σε μια στροφή, κάτι που δεν γινόταν στον στάνταρ ΤΜΑΧ, αλλά προσθέτει μια έξτρα δόση προσωπικότητας σε κάτι που είναι ούτως ή άλλως μοναδικό.

Και ναι, είναι μια μοτοσυκλέτα, ειδικά στον τρόπο που στρίβει και συμπεριφέρεται, με πολύ καλή ποιότητα κύλισης και εξαιρετική λειτουργία από τις στοκ ρυθμίσεις των αναρτήσεων της KYB, οι οποίες δεν άλλαξαν για να ταιριάξουν με το σημαντικά χαμηλότερο βάρος των 130 κιλών (πλήρης υγρών και καυσίμου στο αλουμινένιο ρεζερβουάρ, του οποίου η τάπα βρίσκεται στην βάση της σέλας. Η χωρητικότητά του είναι 11,35 λίτρα και ξαναφτιάχτηκε από την RSD και στη συνέχεια τοποθετήθηκε κάτω από την αλουμινένια ουρά που πάνω της στηρίζεται η δερμάτινη σέλα που ράφτηκε από την Bitchin Seat Co. Έπειτα, η ουρά βάφτηκε στο ίδιο χρώμα με το υπόλοιπο σύνολο από της Olympic Powercoating στην Santa Ana, μαζί με την χειροποίητη αλουμινένια βάση της πινακίδας που έχει πάνω της και τον προτζέκτορα της PIAA. Το ψυγείο τοποθετήθηκε στο πλάι με νέες βάσεις και κατασκευάστηκε ένας νέο αεραγωγός που στέλνει τον αέρα πάνω του. Το ψαλίδι μοιάζει είναι λες και έχει επιμηκυνθεί, αλλά δεν έχει γίνει κάτι τέτοιο, όπως και οι τροχοί μοιάζουν σαν after market, αλλά δεν είναι. Μια μικρή παρατήρηση είναι ότι ο διακόπτης μεταφέρθηκε στο πλάι του scooter, χαμηλά πίσω από το αριστερό σου πόδι, και είναι πολύ εύκολο να το χτυπήσεις όταν μετακινείσαι πάνω στη σέλα –γιατί σίγουρα θα καταλήξεις να το κάνει αυτό την ώρα που στρίβεις στις φουρκέτες με τις υπερβολικές κλίσεις που σου επιτρέπουν τα Dunlop Sportmax GPR-10 τα οποία "φοράνε" οι στάνταρ τροχοί των 15''. Μου συνέβη τέσσερις φορές μέχρι να αρχίσω να θυμάμαι ότι μετά από τις γρήγορες εναλλαγές κλίσεων έπρεπε να ανοίξω πάλι τον διακόπτη, αλλά πιο πριν θα έπρεπε να πιέσω την αριστερή μανέτα του φρένου –εκεί που θα ήταν κανονικά η μανέτα του συμπλέκτη- για να το ξαναβάλω μπροστά!

Πιο μοτοσυκλέτα, παρά scooter

Δεν γίνεται να μην εντυπωσιαστείς από την απίθανη απόδοση του ΤΜΑΧ αλλά και από την αποτελεσματικότητά του. Βρίσκεσαι σε έναν στριφτερό δρόμο με κίνηση, όπου πολύ γρήγορα αρχίζει να τους προσπερνάς όλους, έναν-έναν, ανοίγοντας απλώς το γκάζι για να εκτοξευθεί το Yamaha μέχρι το επόμενο κενό. Η απόκριση στις μεσαίες είναι ιδιαίτερα ζωηρή, αν και μερικές φορές υπάρχει ένα φαινόμενο στα… turbo lag, το οποίο μάλλον οφείλεται στο CVT που θέλει τον χρόνο του για να μεταφέρει την παραπάνω ισχύ στον τροχό. Ο καλύτερος τρόπος για να το αντισταθμίσεις αυτό, είναι η διαχρονική πρακτική στα scooter του να κρατάς λίγο πατημένο το φρένο την ώρα που επιταχύνεις από μια στροφή, γεγονός που σου επιτρέπει να "προφορτίζεις" το γκάζι και να εκμηδενιστεί η υστέρηση. Η τεχνική αυτή είναι ιδιαιτέρως χρήσιμη σε ένα στριφτερό ορεινό δρόμο, όπου θέλεις την μέγιστη δυνατή επιτάχυνση σε αλλεπάλληλες κλειστές στροφές.

Το χαμηλό κέντρο βάρους του ΤΜΑΧ το καθιστά εξαιρετικά εύκολο στις γρήγορες εναλλαγές κλίσεων και ειδικά στην Hyper μορφή του από την RSD, το ΤΜΑΧ παραμένει το ελαφρύτερο και με την πιο φιλική συμπεριφορά απ' όλα τα πολυκύλινδρα maxi scooters, χάρη στο αλουμινένιο πλαίσιο δύο δοκών που είναι σημείο αναφοράς για την κατηγορία.

Αυτό σε ό,τι αφορά την υπέροχη συμπεριφορά του, έναν βασικό παράγοντα που κάνει το δικύλινδρο Yamaha περισσότερο μοτοσυκλέτα παρά scooter, όπως διαπίστωσα κι ο ίδιος την ώρα που ήμουν πλαγιασμένος σε μερικές από τις αμέτρητες στροφές του Glendora Mountain. Η διαδρομή είναι γεμάτη κλειστές στροφές και γρήγορες παρατεταμένες, με τις αναρτήσεις της KYB να "καταπίνουν" τις ανωμαλίες χωρίς να επηρεάζεται η ισορροπία του "Mr. Max", χωρίς να παρεκκλίνει ούτε εκατοστό από την γραμμή που είχα επιλέξει. Το φαρδύ 160/60R15 πίσω ελαστικό βρίσκει με άνεση πρόσφυση όταν χουφτώνεις το γκάζι του Hyper Modified ενώ είσαι ακόμη πλαγιασμένος. Η προοδευτική και ομαλή παροχή της δύναμης, ήταν μια μεγάλη βοήθεια στο να εκμεταλλευτώ στο έπακρο την ροπή των 5,3 χιλιογραμμόμετρων στις εξόδους των γρήγορων στροφών, ενώ το εμπρός ελαστικό με την πιο στρογγυλή κορώνα μου ενέπνεε απεριόριστη εμπιστοσύνη για να διατηρήσω την υψηλή ταχύτητα μέσα στη στροφή. Ανοίγοντας γενναία το γκάζι την ώρα που είναι πλαγιασμένο, πλησιάζοντας τις 50° κλίσης (που είναι το ανώτατο όριο του ΤΜΑΧ) με το Dunlop να "κολλάει" στην άσφαλτο, προσφέρει μια τέτοια αίσθηση επιτάχυνσης που θα ζήλευαν πολλές μοτοσυκλέτες 500cc, με μια γραμμική παροχή μέχρι την επόμενη στροφή.

Αυτό οφείλεται εν μέρει και στο μοτοσυκλετιστικού τύπου αλουμινένιο ψαλίδι, που συνεργάζεται με το προοδευτικό μοχλικό και το αμορτισέρ της KYB, το οποίο δίνει διαδρομή 116mm, ενώ το μοτοσυκλετιστικό πιρούνι των 43mm δίνει διαδρομή 120mm. Ειλικρινά, δεν πιστεύω ότι υπάρχει άλλο όχημα με κινητήρα εσωτερικής καύσης με το οποίο θα ανεβοκατέβαινα πιο γρήγορα τους δρόμους του φαραγγιού από το Superscoot του Sands, γιατί πάντοτε είσαι με τη σωστή σχέση τη σωστή στιγμή, με τις κατάλληλες στροφές στον κινητήρα για κάθε στροφή, για τον απλούστατο λόγο ότι υπάρχει μόνο μία ταχύτητα –απλώς ανοίγεις το γκάζι και φεύγεις!

Τα στοιχεία που συντελούν σε όλη αυτή την εξαιρετική συμπεριφορά είναι το φαρδύ τιμόνι που προσφέρει ιδανικό μοχλό, η ποιότητα της απόδοσης, η αυτόματη μετάδοση και το σωστό ποσοστό φρένου από τον κινητήρα, που μεταφέρεται μέσω του φυγοκεντρικού συμπλέκτη και κάνει το λάστιχο να στριγγλίζει μερικές φορές (ανάλογα με την ποιότητα της ασφάλτου), την ώρα που φρενάρεις με δύναμη για να μπεις σε μια αργή στροφή. Θα μπορούσε να θεωρηθεί το κατάλληλο εργαλείο για την κίνηση, που είναι βέβαιο ότι θα φέρνει το χαμόγελο στα χείλη σου κάθε φορά που το οδηγείς.

Ξεχωριστή αίσθηση

Μόλις ανέβεις στη σέλα του RSD TMAX, πατάς τη μίζα για να απελευθερωθεί το άρρυθμο τραγούδι του δικύλινδρου εν σειρά, όπως εκφράζεται από το εντυπωσιακό ζευγάρι των… μεγαφωνικών τελικών της εξάτμισης. Παρά τις σταθερές βάσεις του κινητήρα, δεν υπάρχει ίχνος κραδασμού ακόμη και όταν λειτουργεί υπό φορτίο, χάρη στο σύστημα του αντικραδασμικού που προέρχεται από το Ducati Supermono με ένα τρίτο "τυφλό" έμβολο, και στον άξονα της τελικής μετάδοσης. Το FatBar τιμόνι της Renthal με τα καβαλέτα των 63,5mm, δημιουργεί μια σπορ στάση σώματος, που σε ενθαρρύνει να πλαγιάσεις το ΤΜΑΧ στη στροφή και να εμπιστευθείς την πρόσφυση των Dunlop Sportmax για να στρίψεις με απίστευτες ταχύτητες. Η μεγάλη μείωση του βάρους κάνει τα στάνταρ φρένα να αποδίδουν ακόμη καλύτερα –μόνο να θυμάστε ότι το πίσω φρένο είναι στο τιμόνι κι όχι εκεί που μπορεί να ψάχνει το πόδι σας σε ένα πιο νορμάλ café racer, σε σχέση με αυτό το απίστευτα γρήγορο δίτροχο. Από την άλλη τα ίδια τα φρένα από μόνα τους αποδίδουν φανταστικά και έχοντας χάσει το ένα τρίτο του βάρους του, το Superscoot του Sands έχει καλύτερα φρένα απ' ό,τι χρειάζεται, με τους δύο δίσκους μπροστά των 267mm και τις monoblock σπορ δαγκάνες της Sumitomo, και πίσω με τον δίσκο των 282mm (θα μπορούσε να μπει και σε αμερικάνικο flat tracker), χωρίς να υπάρχει συνδυασμένη λειτουργία. Με τα μοτοσυκλετιστικά στάνταρ το Yamaha φρενάρει πολύ καλά, αλλά για τα δεδομένα των scooters η ποιότητα του πακέτου των φρένων είναι εξωπραγματική. Το αποτέλεσμα ήταν ότι σε μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα στην Βόρεια Καλιφόρνια, τα ελαστικά της Dunlop εκτέλεσαν το καθήκον τους άψογα στο φρενάρισμα, σε ένα δίτροχο που θα ήταν λογικό να έχει μηδενικό φρένο από τον κινητήρα λόγω της CVT μετάδοσης. Παρόλα αυτά το φρενάρισμα γινόταν με απόλυτη σταθερότητα, με την βοήθεια και του μακριού μεταξονίου των 1.580mm.

Στην αρχή ήταν παράξενο, να οδηγώ κάτι σε café racer χωρίς να υπάρχει τίποτα ανάμεσα στα γόνατά μου για να στηρίζομαι, και ένα πίσω φρένο που έπρεπε να το ελέγχω με το αριστερό μου χέρι αντί με το δεξί μου πόδι. Μόλις όμως συνήθισα το όμορφο και μινιμαλιστικό χώρο για τα πόδια μου (φοράω μπότα Νο44…) στο δάπεδο, ήταν εξαιρετικά εύκολο και εθιστικό –πάλι αυτή η λέξη- το να διαπιστώνω πόσο γρήγορα μπορούσα να στρίψω το Hyper. Η κατευθυντικότητα είναι αποτελεσματική για ένα όχημα με τόσο μικρούς τροχούς, ειδικά με το διαστάσεων 120/70 εμπρός ελαστικό που αντισταθμίζει το μακρύ μεταξόνιο και την ανοιχτή γωνία κάστερ των 28 μοιρών. Είναι εύκολο να εξαντλήσεις την πολύ καλή πρόσφυση και τις 50° κλίσης, αν και το πλαϊνό σταντ έχει αφαιρεθεί και έχει μείνει μόνο το κεντρικό για να ξύνει την άσφαλτο στις αριστερές στροφές, και το τελικό της εξάτμισης στις δεξιές. Χάρη όμως στο εξαιρετικό ζύγισμα, το ΤΜΑΧ διατηρεί με άνεση την σταθερότητά του στις πιο γρήγορες στροφές, ακόμη και σε αυτές με σαμαράκια στο κέντρο τους, και σε συνδυασμό με το χαμηλό κέντρο βάρους "ισιώνει" κάθε είδους ανωμαλία. Η μοναδική φορά που ένιωσα να διαταράσσεται η ισορροπία του ήταν σε μια στροφή με 80-100km/h, με το γκάζι στη μέση της διαδρομή του σταθερό και με ανωμαλίες στην άσφαλτο, όπου ακόμη και χωρίς να έχει συμπιεστεί το πίσω αμορτισέρ λόγω της δύναμης, άρχισα να γλιστράω πίσω μέχρι που το μακρύ μεταξόνιο και το χαμηλό κέντρο βάρους, μαζί με την συντηρητική γεωμετρία επανάφεραν την τάξη. Σε κάθε άλλη περίπτωση το  ΤΜΑΧ ήταν εντυπωσιακά σταθερό.

Γεννήτρια χαμόγελων

"Κυριολεκτικά, κανείς απ' όσους έχουν οδηγήσει το Hyper δεν έφυγε χωρίς ένα μεγάλο χαμόγελο στα χείλη", λέει ο Roland Sands. "Είναι χαριτωμένο, είναι πρακτικό, είναι γρήγορο γιατί αφαιρέσαμε πολύ βάρος, αλλά είναι επίσης και προσιτό. Ανοίγεις το γκάζι και φεύγεις –δεν υπάρχει συμπλέκτης και μπορεί να το οδηγήσει κι ένα μικρό παιδί, αλλά και όποιος θέλει να του πιει το αίμα οδηγώντας το στο όριο, μπορεί να το κάνει επίσης. Το οδηγώ συχνά και οι άνθρωποι φρικάρουν όταν το βλέπουν. Για να είμαι ειλικρινής, δεν περίμενα να μου αρέσει τόσο πολύ, αλλά είναι τόσο διαφορετικό και παράξενο και παρόλα αυτά δουλεύει εξαιρετικά. Οδηγείται όπως ένα στάνταρ ΤΜΑΧ, αλλά είναι ελαφρύτερο και πιο ευέλικτο, ενώ ακούγεται και σαν χωματερή μοτοσυκλέτα λόγω της αγωνιστικής εξάτμισης. Είναι τρελό!"

O "σεφ" του customizing, Roland Sands!

 

Αυτό είναι απολύτως ακριβές και δεν ωφελεί να το κρύψω: Θέλω ένα και για μένα! Οδηγώντας το Yamaha TMAX απαλλαγμένο από τα περιττά στην πιο βασική μορφή του από τον Roland Sands ήταν ΠΟΛΥΥΥΥ διασκεδαστικό! Βάζοντας σε εξαντλητική δίαιτα αυτό το γυμνό Superscoot, ο Αμερικανός σεφ του customizing προίκισε ένα ήδη εξαιρετικό δείγμα πρακτικότητας με σημαντικό ποσοστό έξτρα δύναμης, το οποίο ασκεί μια ακαταμάχητη γοητεία –σε σημείο που σε κάνει να ψάχνεις τα κλειδιά για να το πας μια πάνω-κάτω στο δρόμο, ίσα για να ζωντανέψει τις αισθήσεις σου και να σου "φορέσει" ένα μόνιμο χαμόγελο στο πρόσωπο.

Λοιπόν, Yamaha, το να βάλετε ένα τέτοιο EVO-scooter στην παραγωγή, είναι θέμα αφαίρεσης εξαρτημάτων κι όχι προσθήκης τους, με μηδενική απαίτηση επανασχεδιασμού. Όπως και να έχει δείτε το, ο Roland Sands έχει κάνει το R&D για εσάς –οπότε προσχωρήστε και ΦΤΙΑΞΤΕ ΤΟ!

Δείτε εδώ το video του Hyper Modified TMAX RSD

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ         Yamaha Hyper Modified TMAX RSD
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μεταξόνιο (mm):
1.580
Ίχνος (mm):
95
Γωνία κάστερ (˚):
28
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Αλουμινένιο χυτό, δύο δοκών
Βάρος κατασκευαστή, γεμάτη (kg):
120
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):
11,35 / -
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, υγρόψυκτος, δικύλινδρος εν σειρά με 2ΕΕΚ και 4Β/Κ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
68 x 73
Χωρητικότητα (cc):
530
Σχέση συμπίεσης:
10,9:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
46 / 6.750
Ροπή (kg.m/rpm):
5,3 / 5.250
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός
Σύστημα εξαγωγής:
2 σε 2
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Αυτόματος φυγοκεντρικός
 
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ
 
Κενή
Γεμάτη
Θεωρητικά
2,6
-
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ένα αμορτισέρ ΚΥΒ
Διαδρομή (mm):
116
Ρυθμίσεις:
Καμία
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
4,5 x 15
Ελαστικό:
160/60R15
ΦΡΕΝΟ
Δίσκος 282mm με δαγκάνε ενός εμβόλου Sumitomo
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό πιρούνι KYB
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
120/43
Ρυθμίσεις:
Kam;ia
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
3,5 x 15
Ελαστικό:
120/70R15
ΦΡΕΝΟ
Δύο δίσκοι 267mm με monoblock δαγκάνες Sumitomo τεσσάρων εμβόλων
 
 
 
  

Το άρθρο συνοδεύεται από πλούσιο φωτογραφικό υλικό στο gallery

Ετικέτες