Δοκιμή ελαστικών Dunlop Meridian: Εξειδικευμένα για Ελλάδα

Ξεκλειδώνουν τον σπορ χαρακτήρα των On-Off
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

6/12/2022

Καμία μεγάλη εταιρεία ελαστικών δεν σχεδιάζει ένα καινούριο λάστιχο έχοντας στο μυαλό της τους ελληνικούς δρόμους ή τον τρόπο που οι Έλληνες χρησιμοποιούμε τις μοτοσυκλέτες μας.

Ούτε φυσικά η Dunlop έχασε τον χρόνο της για να δει τί στο καλό γίνεται στο μικρό γαλατικό χωρίο που αποκαλούμε Ελλάδα κατά την εξέλιξη των νέων Meridian. Όμως στην πράξη τα Meridian είναι κομμένα και ραμμένα για την πάρτη μας!

 

Στο μυαλό των μοτοσυκλετιστών, οι κατηγορίες των ελαστικών έχουν σαφείς διαχωριστικές γραμμές. Τα σπορ ελαστικά κρατάνε αλλά είναι μαλακά και τρώγονται, τα τουριστικά ελαστικά αντέχουν αλλά είναι σκληρά και γλιστράνε, τα “τρακτερωτά” είναι για χώμα κ.τ.λ.

Δυστυχώς, ή μάλλον ευτυχώς, τα πράγματα είναι πολύ πιο περίπλοκα. Ειδικά αν μιλάμε για την ελληνική μοτοσυκλετιστική πραγματικότητα, τότε οι παράγοντες που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας κατά την επιλογή ενός νέου ζευγαριού ελαστικών για τη μοτοσυκλέτα μας, δεν έχει απολύτως καμία σχέση με εκείνους που αφορούν έναν Ιταλό, έναν Ισπανό ή ακόμα χειρότερα έναν κεντροευρωπαίο μοτοσυκλετιστή.

Ζούμε σε μια – εντελώς - παράξενη χώρα και αντίστοιχα παράξενες είναι οι ανάγκες και οι απαιτήσεις μας. Την ίδια στιγμή, η τεχνολογία των ελαστικών έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία χρόνια και το ίδιο συμβαίνει με την τεχνολογία των μοτοσυκλετών, όπου τα ηλεκτρονικά βοηθήματα έχουν αναλάβει πλέον πρωταγωνιστικό ρόλο και οι ιπποδυνάμεις έχουν εκτοξευτεί στα ουράνια. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, που το θέμα μας είναι ελαστικά για “On-Off” μοτοσυκλέτες, οι απαιτήσεις είναι πολύ υψηλού επιπέδου, τόσο από την μεριά του αναβάτη, όσο και από τη μεριά των ίδιων των μοτοσυκλετών.

 

Το νέο Meridian της Dunlop το οποίο σχεδιάστηκε ειδικά για τις σύγχρονες on-off μοτοσυκλέτες, όπου οι ιπποδυνάμεις ξεκινούν στη μεσαία κατηγορία από τους 60 ίππους στον τροχό και φτάνουν ή ακόμα και ξεπερνούν τους 140 στα θηρία των 1200+ κυβικών. Αντίστοιχα μεγάλο εύρος έχει και το πραγματικό βάρος τους, όπου τα 200 κιλά είναι η αφετηρία για τους μικρότερους κυβισμούς, ενώ η ζυγαριά μπορεί να δείξει πάνω από 400 κιλά αν βάλεις πάνω της ένα θηρίο με γεμάτο το ρεζερβουάρ των 25-30 λίτρων και δύο άτομα στη σέλα.

Γι' αυτό σκεφτήκαμε πολύ ποια μοτοσυκλέτα θα χρησιμοποιήσουμε για τη δοκιμή των Meridian, ώστε να έχουμε την καλύτερη δυνατή εικόνα για την συμπεριφορά τους.

Το νέο V-Strom 1050 XT ήταν η πιο κατάλληλη επιλογή, όχι μόνο γιατί φοράει την πιο κοινή διάσταση ελαστικών στην κατηγορία των οn-οff (110/80-19 εμπρός και 150/70-17 πίσω) αλλά και γιατί έχει συμβατικές και πλήρως ρυθμιζόμενες αναρτήσεις, που επιτρέπουν στον δοκιμαστή να διαχωρίσει τις πληροφορίες που παίρνει από τα ελαστικά στις χαμηλές ταχύτητες.

Οι ημι-ενεργητικές αναρτήσεις (π.χ. KTM 1290, Triumph Tiger 1200) και τα συστήματα ανάρτησης με αρθρώσεις (BMW R1250GS) θολώνουν την εικόνα στις χαμηλές και πολύ χαμηλές ταχύτητες, με αποτέλεσμα κάποιες φορές να κολακεύουν ένα μέτριο ή κακό ελαστικό ή να υπονομεύουν τα πλεονεκτήματα κάποιου καλού ελαστικού (π.χ. άνεση ευελιξία κ.τ.λ.). Με το V-Strom 1050 τέτοιο ενδεχόμενο δεν υπάρχει, γιατί δεν έχεις “παρεμβολές” ηλεκτρονικών ή μηχανικών συστημάτων.

Επίσης έχει ουδέτερο στήσιμο πλαισίου, οπότε μπορείς να δεις ξεκάθαρα πόσο επηρεάζεται η συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας από τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά του σκελετού των ελαστικών.

 

Πριν όμως πούμε εμείς τι κάνουν τα Meridian, καλό θα ήταν να δούμε τι λέει η Dunlop για αυτά τα ελαστικά. Όπως φαίνεται και με το μάτι κοιτώντας τη χάραξη, τα Meridian ανήκουν στη νέα γενιά ελαστικών για mega on-off όπου η βασική χρήση τους είναι η οδήγηση στην άσφαλτο. Σαφώς η κατασκευαστική δομή τους περιλαμβάνει και την οδήγηση στο χώμα, αλλά μόνο στον τομέα της αντοχής και όχι στον τομέα της πρόσφυσης.

Για να το πούμε πιο απλά, θα αντέξουν τις κροκάλες και τις φυτευτές πέτρες αν θέλεις να διανύσεις κάποια χιλιόμετρα χωματόδρομου στις διακοπές σου, αλλά δεν είναι για να πάρεις φόρα και να βουτήξεις στις λάσπες ή να διασχίσεις τη Σαχάρα. Η αντοχή, η χιλιομετρική απόδοση και η συνολικά ασφαλή συμπεριφορά σε μεταβλητές συνθήκες (καιρού ή πρόσφυσης) είναι οι βασικοί πυλώνες αυτού του τύπου ελαστικών ανεξαρτήτως εταιρείας. Η Dunlop από τη μεριά της μας υπόσχεται πως τα Meridian καλύπτουν όλες τις παραπάνω απαιτήσεις.

Σε επίπεδο τεχνολογίας είναι απόλυτα πειστική, καθώς έχουν όλες τις πατέντες και τις καινοτομίες που συναντάμε στα κορυφαία ελαστικά των superbike. Ο σκελετός αποτελείται από τρεις διαφορετικές ζώνες, ειδικά σχεδιασμένες για να ελέγχουν την παραμόρφωση του ελαστικού απ’ άκρη σε άκρη, διατηρώντας σταθερό το αποτύπωμα του ελαστικού πάνω στο δρόμο.

Η γόμα έχει διαφορετική χημική και μοριακή σύνθεση για το εμπρός ελαστικό και εντελώς διαφορετική για το πίσω. Εμπρός είναι ενιαίας σύνθεσης με πυρίτιο και black-carbon. Όπως ξέρουμε, το πυρίτιο προφέρει πολύ καλό και άμεσο κράτημα στο κρύο και τη βροχή, ενώ το black-carbon προφέρει σταθερό επίπεδο κρατήματος όταν η θερμοκρασία του ελαστικού ανέβει. Η αναλογία στη μείξη των δύο συστατικών και το επίπεδο ακαμψίας του σκελετού, καθορίζουν την ταχύτητα και το φάσμα της θερμοκρασίας λειτουργίας του ελαστικού.

Τα slick και τα ελαστικά για track day δεν έχουν καθόλου πυρίτιο, αλλά θέλουν κουβέρτες και καλό ζέσταμα για να φτάσουν στην ιδανική θερμοκρασία λειτουργίας, ενώ τα ελαστικά πόλης και τα τουριστικά έχουν μεγάλη περιεκτικότητα πυριτίου για να δουλεύουν κρύα και να μην τρώγονται στα μακρινά ταξίδια, αλλά πέφτει απότομα η απόδοσή τους αν υπερθερμανθούν οδηγώντας μέσα σε πίστα με χαμηλές πιέσεις. Άρα η αναλογία που αναμειγνύονται αυτά τα δύο βασικά συστατικά της γόμμας, επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό το εύρος λειτουργίας του ελαστικού, αλλά δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας καθώς οι κατασκευαστές έχουν βρει και άλλες λύσεις για να διευρύνουν το φάσμα των δυνατοτήτων ενός ελαστικού.

Όπως για παράδειγμα το πίσω ελαστικό του Meridian, όπου η Dunlop χρησιμοποιεί δύο διαφορετικής σύνθεσης γόμες, με την κεντρική να εκτείνεται κάτω από την “μαλακότερη” πλαϊνή, έχοντας στόχο την ομοιόμορφη κατανομή των δυνάμεων που δέχεται ο σκελετός, αλλά και την αντίστοιχα ομοιόμορφη μεταφορά της θερμοκρασίας.

 

Ευελιξία και σπορ γονίδια

Εκείνο που αντιλαμβάνεσαι αμέσως κάνοντας τα πρώτα μέτρα, είναι η ελαφριά αίσθηση στο τιμόνι στους επιτόπιους ελιγμούς και στις χαμηλές ταχύτητες. Το V-Strom 1050 XT είναι ήδη ένα από τα πιο ελαφριά και εύκολα στους χειρισμούς mega on-off μέσα στην πόλη, οπότε ήταν ευχάριστη έκπληξη που τα Meridian βελτίωσαν ακόμα περισσότερο αυτόν τον τομέα. Η “σπορ” γεωμετρία του σκελετού και κυρίως η στιβαρότητά του, είναι η βασική αιτία. Το πέλμα δεν παραμορφώνεται υπερβολικά και το αποτύπωμά του πάνω στην άσφαλτο παραμένει σταθερό, οπότε σταθερή είναι και η αντίσταση από την στατική τριβή του πάνω στην άσφαλτο ή όταν η μοτοσυκλέτα κάνει ελιγμούς με πολύ χαμηλές ταχύτητες.

Το τιμόνι του V-Strom 1050 ήθελε ελάχιστη δύναμη από τα χέρια και ήταν πρόθυμο να αλλάξει αμέσως κατεύθυνση, δίνοντάς σου την αίσθηση πως έφυγαν 10 κιλά πάνω από τη μοτοσυκλέτα. Παρά την εμφανώς στιβαρή κατασκευή του σκελετού, η άνεση δεν επηρεάστηκε αρνητικά – τουλάχιστον όχι σε σημείο που να γίνεται ενοχλητική. Αναμενόμενα μεταφέρει περισσότερους κραδασμούς στα χέρια σε σύγκριση με τα κοινά on-off ελαστικά όταν περνάς με μικρές ταχύτητες πάνω από κοφτές ανωμαλίες και μπαλώματα. Όμως αυτό είναι ένα λογικό αντίτιμο που δίνεις για να πάρεις πίσω ως αντάλλαγμα περισσότερη αίσθηση και πληροφόρηση στα χέρια σου στη γρήγορη οδήγηση.

Πιέζοντας τη μοτοσυκλέτα στις εισόδους των στροφών, είτε μπαίνοντας με φόρα, είτε με trail-braking, έχεις καθαρή εικόνα για το επίπεδο πρόσφυσης και την κατάσταση του οδοστρώματος. Ο σκελετός δεν παρουσιάζει παραμορφώσεις, οπότε δεν “θολώνει” τις πληροφορίες που φτάνουν στα χέρια σου. Η αυξημένη ακαμψία του σκελετού έχει θετικό αντίκτυπο και στην αμεσότητα μεταφοράς των εντολών σου στο τιμόνι. Το V-Strom 1050 XT πλάγιαζε χωρίς αντίσταση και άλλαζε εμφανώς ταχύτερα πορεία από την μια μεριά στην άλλη στα στροφιλίκια. Η ακαμψία του σκελετού έδωσε το πλεονέκτημα στην Dunlop να επιτύχει πολύ καλή ευελιξία χωρίς να καταφύγει σε έναν ακραίο σχεδιασμό της γεωμετρίας της κορώνας του ελαστικού. Μετά την αρχική προθυμία να πλαγιάσει η μοτοσυκλέτα, ακολουθεί μια προοδευτική συμπεριφορά, όσο περισσότερο πλαγιάζεις προσεγγίζοντας την κορυφή της στροφής και δεν εμφανίζει “σκαλοπάτια”.

Άλλο ένα πλεονέκτημα του στιβαρού σκελετού των Meridian φαίνεται στα δυνατά φρεναρίσματα, όπου η μοτοσυκλέτα μένει στην πορεία της και δεν τραβάει το τιμόνι δεξιά-αριστερά. Εδώ όμως θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πως το cornering ABS του V-Strom 1050 XT επεμβαίνει αρκετά νωρίς και αφήνει τα φρένα να πιέσουν στο όριο το εμπρός ελαστικό όταν γραπώνεις απότομα και με όλη σου τη δύναμη τη μανέτα του φρένου. Φυσικά δεν μπορείς να τα έχεις όλα δικά σου σε αυτή τη ζωή. Αναμενόμενα η επιπλέον ευελιξία και αμεσότητα στις χαμηλές και μεσαίες ταχύτητες (120-150km/h) που έδωσαν τα Meridian στο V-Strom 1050 XT, έκαναν πιο ελαφρύ το τιμόνι στις υψηλές ταχύτητες (πάνω από 160km/h).

Οι κινήσεις των χεριών σου έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στις ευθείες της εθνικής και θέλει να αντιμετωπίζεις με πιο ήρεμο τρόπο τις σφαλιάρες από τους πλάγιους ανέμους ή τις διαμήκεις ανωμαλίες του δρόμου.

 

Σημαντικός τομέας άνεσης στα ταξίδια είναι θόρυβος. Η κουβέντα περιορίζεται στους αεροδυναμικούς θορύβους από τη ζελατίνα και το κράνος ή τον κινητήρα και την εξάτμιση. Όμως αντίστοιχα σημαντική πηγή θορύβου είναι τα ίδια τα ελαστικά, ιδιαίτερα στην κατηγορία των on-off όπου συνηθίζεται η αραιή και βαθιά χάραξη του πέλματος. Στην περίπτωση του Meridian ο θόρυβος κύλισης σε όλες τις ταχύτητες ήταν ιδιαίτερα χαμηλός και η χροιά του δεν σου σπάει τα νεύρα.

Βέβαια όλα τα ελαστικά είναι πιο ήσυχα όταν είναι φρέσκα και αφράτα, αυξάνοντας τα επίπεδα θορύβου που παράγουν μετά τα 2.000-3.000 χιλιόμετρα, όταν η γόμμα αρχίζει να σκληραίνει σιγά-σιγά από τους θερμικούς κύκλους και να “τετραγωνίζει” ο σκελετός και η γόμμα στο κέντρο από το βάρος της μοτοσυκλέτας και την φθορά, αυξάνοντας το εμβαδόν του αποτυπώματος πάνω στην άσφαλτο.


ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

ΕΜΠΡΟΣ

100/90-19 57V

110/80-19 59V

120/70-17 60W

90/90-21 54W

 

ΠΙΣΩ

 

150/70-17 69V

170/60-17 72W

150/70-18 70W

 

 

Superbike test: Ducati Panigale V4S vs Aprilia RSV4RF

Στις Σέρρες, στα Μέγαρα και στο δρόμο
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

25/5/2018

Δύο από τα μεγαλύτερα, ακριβότερα και φυσικά σημαντικότερα συγκριτικά test της χρονιάς, βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη εδώ στο ΜΟΤΟ. Ήδη έχετε πάρει μια πρόγευση για το MEGA TEST που ετοιμάζουμε και παραδοσιακά θα προσπαθήσουμε να το χωρέσουμε στα τεύχη του Ιουλίου και του Αυγούστου. Ταυτόχρονα όμως κάναμε μια τεράστια παραγωγή για τα δεδομένα της εποχής, πραγματοποιώντας τη δοκιμή και το συγκριτικό τεστ δύο εξωτικών ιταλικών superbike. Είναι από τις λίγες φορές στην ιστορία του ειδικού τύπου στην Ελλάδα, που ένα συγκριτικό τεστ γίνεται ΚΑΙ στις δύο πίστες της χώρας μας.

Η ολοκαίνουρια Ducati Panigale V4S και η ολοκληρωτικά ανανεωμένη Aprilia RSV4RF, βρέθηκαν μαζί στα Μέγαρα και λίγες ημέρες αργότερα διασταύρωσαν ξανά τα ξίφη τους στην πίστα των Σερρών. Όμως πραγματικά άξιζε τον κόπο, όχι μόνο διότι είχαμε περισσότερο χρόνο να απολαύσουμε την οδήγησή τους, αλλά κυρίως διότι είδαμε κάθε πτυχή του χαρακτήρα τους. Πραγματικά δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο διαφέρει η συμπεριφορά τους όταν τις οδηγείς στα Μέγαρα και όταν τις οδηγείς στις Σέρρες. Η μέρα με την νύχτα! Το ίδιο και στο δρόμο, όπου λειώσαμε από ένα ζευγάρι λάστιχα στην κάθε μία τους.

 

Φυσικά κάναμε και μετρήσεις επιδόσεων με τα όργανα ακριβείας (V-Box GPS 100Hz) και δυναμομετρήσεις, παραμένοντας πιστοί στο δόγμα να έχουμε δικά μας στοιχεία πριν πιάσουμε στα χέρια μας τα πληκτρολόγια. Οι μετρήσεις επιδόσεων έχουν γίνει από τις πιο δύσκολες φάσεις σε ένα τεστ superbike πλέον και ίσως γι΄αυτό ελάχιστα μέσα σε όλο τον κόσμο κάνουν δικές τους μετρήσεις στις μέρες μας. Οι επιδόσεις που έχουν αυτές οι μοτοσυκλέτες δεν χωράνε στους δημόσιους δρόμους. Τα launch control, τα wheelie control και τα traction control βοηθούν μεν να χουφτώσεις το γκάζι χωρίς φόβο, αλλά την ίδια στιγμή οι εξωπραγματικές ταχύτητες που πιάνουν, απαιτούν μεγάλες και εντελώς άδειες ευθείες.

Όλο το team επί τω έργω, μαζί με το Yamaha MT-09SP που άδραξε την ευκαιρία της δοκιμής σε μια πίστα και φυσικά με τον Κώστα Πολίτη που πρόσφερε πολύτιμη βοήθεια
 

Κι επειδή μια δεύτερη γνώμη είναι πάντα απαραίτητη σε αυτές τις περιπτώσεις, ο πρωταθλητής Κώστας Πολίτης μας έκανε την τιμή να είναι μαζί μας για δύο μέρες στις Σέρρες και να μας προσφέρει τη δική του άποψη γι' αυτές τις μοτοσυκλέτες από τη θέση ενός αγωνιζόμενου. Όσοι δεν τον γνωρίζετε, αρκεί να ψάξετε στα αρχεία με τα ρεκόρ ταχύτερου γύρου σε Τρίπολη, Μέγαρα και Σέρρες… Μέχρι και στο ξεφόρτωμα του βαν μας βοήθησε, κι ας ήταν χαράματα της Παρασκευής, μετά από μία μέρα οδήγηση στην πίστα και επιστροφή οδικώς στην Αθήνα…  

Αυτές οι μοτοσυκλέτες είναι τόσο σύνθετες, που η οπτική του καθενός από εμάς, μπορεί να αλλάξει το τελικό συμπέρασμα που θα βγάλεις. Η Ducati κατάφερε για άλλη μια φορά να χαράξει τον δικό της δρόμο και να φτιάξει μια V4 που δεν έχει απολύτως καμία σχέση με τις V4 της Aprilia και της Honda. Βασικά δεν έχει καμία σχέση ούτε με την δική της Desmosedici RR! Την ίδια στιγμή, η Aprilia βρήκε τρόπο να βγάλει 20 ολόκληρα άλογα παραπάνω στον τροχό από το προηγούμενο μοντέλο! Και δεν είναι μόνο αυτά τα χαρακτηριστικά που χρειάζονται να αναλυθούν εις βάθος. Έχουμε και μια νέα γενιά ηλεκτρονικών σε αυτές τις μοτοσυκλέτες, που πλέον παίζουν κυρίαρχο ρόλο στην απόδοσή τους και την συμπεριφορά τους. Δύο κουμπιά να πατήσεις και τους αλλάζεις εντελώς την προσωπικότητα. Ποια όμως και πότε πρέπει να τα πατήσεις; Θέλει χρόνο και χιλιόμετρα στη σέλα για να απαντήσεις, ακόμα και σε αυτό το φαινομενικά απλό ερώτημα.

Η σύγκριση στην πίστα των Μεγάρων ανέδειξε εντελώς διαφορετικά στοιχεία του χαρακτήρα των δύο μοτοσυκλετών
 

Οι ημιενεργητικές αναρτήσεις της Ohlins που έχει η Ducati, μας ενθουσίασαν σε κάποιους τομείς και μας απογοήτευσαν σε κάποιους άλλους. Το ίδιο και το cornering ABS της Bosch, που έχει εντελώς διαφορετική συμπεριφορά στο Aprilia και διαφορετική στο Ducati.

Η λίστα με τις ομοιότητες και τις διαφορές είναι τεράστια και όσα περισσότερα πράγματα κάναμε πάνω στις σέλες τους, τόσο περισσότερο μεγάλωνε.

Επιστρέφοντας στη γραφείο μετά από αυτή την δεκαήμερη συμβίωση με δύο μοτοσυκλέτες που ξεχειλίζουν δύναμη, ταχύτητα και υψηλή τεχνολογία, έχουμε μαζέψει στοιχεία και εμπειρίες για να γεμίσουμε μια ολόκληρη βιβλιοθήκη.

Δύο μοτοσυκλέτες τόσο κοντά και ταυτόχρονα τόσο μακριά σε φιλοσοφία και προσέγγιση...
 

Εύκολα γράφεις ένα ολόκληρο άρθρο που αφορά μόνο την αεροδυναμική των φαίρινγκ τους και ποιες αλλαγές ουσίας έχουν από τα προηγούμενα μοντέλα.

Οπότε από το επόμενο τεύχος ξεκινάμε με το πλήρες τεστ της Ducati Panigale V4S και θα ακολουθήσει το τεστ της Aprilia RSV4RF και το συγκριτικό των δύο μοτοσυκλετών. Μακάρι να είχαμε τον χώρο να τα βάζαμε όλα μαζί στο ίδιο τεύχος, αλλά όπως έχετε ήδη καταλάβει είναι αδύνατον να χωρέσουν όσα κάνουμε αυτές τις μέρες σε μία μόνο έκδοση. Κι έρχονται και άλλα…      

 

Aντικαταστήσαμε τις αγαπημένες μας λεοπάρ κουβέρτες με αυτές τις καινούριες τιγρέ. Ο Άκης Γεωργόπουλος που τις εισάγει έχει και ζέβρα για τους χορτοφάγους…
 

Αυτή είναι η δεύτερη φορά που ο Κώστας Πολίτης συμμετέχει σε τεστ του ΜΟΤΟ. Η πρώτη ήταν το 2001, πάλι στις Σέρρες, όταν κάναμε συγκριτικό τα αγωνιστικά R6 του Σάκη Συνιώρη και το R1 του Σάκη Πουρνάρα.

Η Panigale V4S είναι πραγματικός Tyre-Killer. Όμως τα ειδικά ελαστικά που φοράει και το μεγάλο μπουλόνι στο μονόμπρατσο, μας δημιούργησαν πολλούς μπελάδες σε αυτό το τεστ.

Τη δεύτερη ημέρα στις Σέρρες βάλαμε στο RSV4RF τα νέας γενιάς Pirelli Diablo Rosso II Corsa και θα σας έχουμε συγκριτική δοκιμή με τα Pirelli Diablo Supercorsa που φοράει από το εργοστάσιο
 
 
Τρεις γενιές V2 Ducati σε μια φωτογραφία. Αν είχαμε και ένα 851…
 
Κούκλα η 1299 Panigale Final Edition, αλλά η νέα V4 αλλάζει το επίπεδο στον τομέα των επιδόσεων. Όχι μόνο για την Ducati…
Ετικέτες