KTM 1290 Super Adventure S – Δοκιμή VIDEO

Προς πάσα κατεύθυνση…
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

8/9/2017

Η KTM κηρύσσει γενικό πόλεμο ανοίγοντας ταυτόχρονα μέτωπα με το 1290 Super Adventure S που δηλώνει ταυτόχρονα άγρια σπορ, μοτοσυκλέτα για μακρινά ταξίδια, ικανή για μία εξερεύνηση στο χώμα αλλά και φιλική για κάθε μέρα. Βάλε δηλαδή καμιά δεκαριά κατηγορίες όλες μαζί και το 1290, μοιάζει με τον ήρωα στις ταινίες με πολεμικές τέχνες, που θέλει να ρίξει ξύλο σε κάθε κατεύθυνση…

Για το τεύχος 573 που κυκλοφόρησε την 1η Αυγούστου 2017, δοκιμάσαμε την έκδοση S του 1290 σε κάθε συνθήκη, το ζυγίσαμε, το δυναμομετρήσαμε, και μετρήσαμε επιδόσεις. Ας κάνουμε για όλα αυτά μία περίληψη, αλλά πρώτα δείτε το video της δοκιμής:

 

Το πρώτο που θέλαμε να δοκιμάσουμε, είναι η σταθερότητά του στις υψηλές ταχύτητες, μία δοκιμή που το 1290 πέρασε κάθε φορά με επιτυχία. Χρειάζεται να συνηθίσει κανείς την καταιγιστική επιτάχυνση που αναταράσσει την ισορροπία της μοτοσυκλέτας, όμως τα διαφορετικά στάδια ρυθμίσεων των αναρτήσεων θα βοηθήσουν τον αναβάτη να τις προσαρμόσει στα δικά του δεδομένα, μέσα από το εύκολο μενού της τεράστιας οθόνης.

Η αντικατάσταση των παραδοσιακών οργάνων με μία έγχρωμη οθόνη, δεν πρόκειται να έχει καθολική αποδοχή, από την στιγμή που το κοινό της μοτοσυκλέτας είναι κατά βάθος συντηρητικό και απαιτεί μικρές αλλαγές.

Αν το συνηθίσεις όμως, το εύρος των πληροφοριών που μπορείς να έχεις με μία μικρή ματιά είναι τεράστιο και μάλιστα καθορίζεται από εσένα, αφού μπορείς να το προσαρμόσεις. Είναι πάντως μία ξεχωριστή εικόνα, όταν βλέπεις την μοτοσυκλέτα μπροστά σου το βράδυ, να φωτίζει το πρόσωπο του αναβάτη της, ή ακόμα καλύτερα όταν το 1290 κάνει προσπέραση στον κόφτη, γεμίζοντας με κόκκινα pixel που αναβοσβήνουν τραβώντας την προσοχή.

 

Το 1290 συνδέεται με κινητό και ακουστικά μέσω Bluetooth, κι ενώ δεν το νοιάζουν οι μάρκες των τηλεφώνων, έχει ένα θέμα με τα ακουστικά που δείχνει προτιμήσεις. Μπροστά υπάρχει θήκη για smartphone που οριακά θα φτάσει λίγο πάνω από τις 5 ίντσες..

 

Εξαιρετική σέλα για μακρινές αποστάσεις, τόσο για τον αναβάτη, όσο και για τον συνεπιβάτη, χωρίς να υποφέρεις από ζέση ή κραδασμούς. Αυξημένη θερμοκρασία θα νιώσεις χαμηλά στο δεξί πόδι οδηγώντας μέσα στην πόλη, ωστόσο στο ταξίδι, ιδιαίτερα αν είσαι σωστά εξοπλισμένος με παντελόνι μοτοσυκλέτας και μπότες, δεν θα νιώσεις καμία ενόχληση. Απουσία εκνευριστικών κραδασμών και άψογη προστασία από τον αέρα, τόσο στα πόδια από το έξυπνα μελετημένο φαίρινγκ, όσο και στο σώμα από την ψηλή ζελατίνα, σημαίνει ότι ταξιδεύεις με πολύ άνεση. Η ζελατίνα δεν είναι μελετημένη για να την ρυθμίζεις ενώ ταξιδεύεις, αλλά μόλις την τοποθετήσεις στο ύψος που σε βολεύει, προστατεύει ικανοποιητικά και δεν δημιουργεί στροβιλισμούς στο κράνος.

Στο τεύχος αναλύουμε την λειτουργία των αναρτήσεων στην γρήγορη οδήγηση και στο ταξίδι, ωστόσο μία γενική εικόνα είναι πως το 1290 έχει φροντίσει να έχει σωστές αποστάσεις στα ηλεκτρονικά του, για τις διαφορετικές καταστάσεις λειτουργίας. Η Sport ρύθμιση είναι αρκετά σκληρή, απαιτεί καλή άσφαλτο και γρήγορες ταχύτητες για να αποκτήσει νόημα η επιλογή της. Στην τουριστική όμως επιλογή, το 1290 S, παρουσιάζει μία πολύ καλή προοδευτικότητα στην απόσβεση, με μέτρια επαναφορά, χωρίς να είναι πολύ γρήγορη ή πολύ αργή, με μεγάλο έτσι εύρος χρήσης. Την στιγμή που στην πιο «μαλακή» το 1290 χρειάζεται να χαμηλώσεις το γκάζι για να συντονιστείς με την λειτουργία των αναρτήσεων και ως αντάλλαγμα θα σου προσφέρει ξέγνοιαστη βόλτα όπου το τοπίο θα έχει μεγαλύτερη σημασία από τον ίδιο τον δρόμο…

Στην απόκριση του κινητήρα, η διαφορετικές χαρτογραφήσεις έχουν εξίσου μεγάλη απόσταση, με την μεγαλύτερη διαφορά να υπάρχει μεταξύ της τρίτης και της δεύτερης. Είναι βέβαια δύσκολο να επιλέξεις να «τρως λιγότερο» από το γλυκό του κουταλιού που κερνάει το 1290 σε κάθε επιτάχυνση, κι έτσι είναι πολύ πιθανό να έχεις την χαρτογράφηση μόνιμα στο Sport, ζητώντας το γλυκό αυτό γκάζι με την παραμικρή ευκαιρία. Είναι εθιστικό στην πράξη και δύσκολα να απεξαρτηθείς όταν το δοκιμάσεις…

Στο φρενάρισμα το 1290 με την ανανεωμένη μονάδα συνδυασμένων φρένων της Bosch, δεν θα μπορούσε να είναι κάτι λιγότερο από εξαιρετικό. Παρουσιάζει μικρή ανάδραση ακόμα και σε φρενάρισμα πανικού, χωρίς μάλιστα να αμολά απότομα. Μέσα στην στροφή μπορείς να κρατήσεις τα φρένα με τρόπο διαφορετικό από αυτό που θα έκανες σε μία μοτοσυκλέτα χωρίς συνδυασμένα φρένα.

Θα πρέπει να αλλάξεις τελείως το σημείο φρεναρίσματος που εντυπώνεται στο μυαλό σου όταν πλησιάζεις μία στροφή και να το μεταθέσεις αρκετά μέτρα πιο κοντά της, καθώς πλέον φρενάρεις και πλαγιάζεις ταυτόχρονα. Αυτό στο 1190 συνοδευόταν από καθόλου, έως ελάχιστη αντίδραση στο γυροσκοπικό φαινόμενο.

Το 1290 σου γρυλλίζει λίγο, ωστόσο μπορείς με ασφάλεια να συνεχίζεις να το πιέζεις χωρίς να προσπαθείς να λύσεις πολύπλοκες εξισώσεις όπως θα έκανες χωρίς αυτό το ABS. Απλά το πιέζεις να πλαγιάζει ενώ ταυτόχρονα φρενάρεις με όση δύναμη θέλεις, και το 1290 θα στρίψει όπως του πεις!

Το traction control έχει δύσκολη δουλειά, δυσκολεύεται να κρατήσει τον εμπρός τροχό κάτω, όταν χουφτώνεις απότομα το γκάζι και μπορεί να επέμβει άγαρμπα. Εκτός κι αν το ρυθμίσεις στο λιγότερο παρεμβατικό στάδιο και τότε θα χαρίσει και μικρές σούζες ή  και μεγάλες, αναλόγως την ποιότητα του οδοστρώματος…

Σταθερό στα πολλά χιλιόμετρα, αν και με ατίθαση επιτάχυνση, όπως δείχνουμε στο video και αναλύουμε στο τεύχος, με εξαιρετικό στο ταξίδι, εύκολο μέσα στην πόλη και σπορ πέρα από τα όρια της κατηγορίας των μεγάλων μοτοσυκλετών παντός δρόμου.. το 1290 πράγματι τα βάζει με όλους και ανοίγει τα μέτωπα του πολέμου…

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ                          KTM 1290 Super Adventure S
Μεταξόνιο
1.560mm
Απόσταση από το έδαφος
220
Ύψος σέλας
860 / 870
Ίχνος
120
Γωνία κάστερ
26
 
 
Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):
740
Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):
530
Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):
920
Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):
520

 

ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ
246,5kg
(χωρίς καύσιμο: 228,5g )
Πίσω
50%
Εμπρός
50%
Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:
3,4%

 

ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Χωροδικτύωμα από χρωμιομολυβδαινιούχο ατσάλι και ατσάλινο σωληνωτό υποπλαίσιο
Πλάτος (mm):
-
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη(kg):
222/ 238
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Υγρόψυκτος, δικύλινδρος "V" 75ο με 4 βαλβίδες ανά κύλινδρο και 2 ΕΕΚ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
108x71
Χωρητικότητα (cc):
1.301
Σχέση συμπίεσης:
13,1:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
160/8.750
Ροπή (kg.m/rpm):
14,2 / 6750
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
123
Τροφοδοσία:
Ηλεκτρονικός ψεκασμός Keihin (52mm)
Σύστημα εξαγωγής:
2 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός, πολύδισκος, μονόδρομος με υδραυλική οδήγηση
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Γρανάζια / 1,9
Τελική μετάδοση / σχέση:
Αλυσίδα / 2,470
Σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm
1η
2,916/12
2α
2,133/15
3η
1,666/18
4η
1,350/20
5η
1,125/24
6η
0,962/27
 
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
ΠΙΣΩ
ΤΥΠΟΣ
Ημι-ενεργητικές της WP
Διαδρομή (mm):
200
Ρυθμίσεις:
ηλεκτρονικά ρυθμιζόμενη σε τέσσερις καταστάσεις
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
Χυτή αλουμινίου 5.00x17
Ελαστικό:
170/60 x 17
ΦΡΕΝΟ
Δίσκος 267mm της Brembo με δαγκάνα δύο εμβόλων και ρυθμιζόμενο / απενεργοποιήσιμο ABS
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Έγχρωμη TFT οθόνη με πλήρεις ενδείξεις, ρυθμιζόμενο shiftlight, σύνδεση Bluetooth, θήκη smartphone, LED φώτα με αισθητήρα κλίσης, MSC, MTC, ημι-ενεργητικές αναρτήσεις
 
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
ΕΜΠΡΟΣ
ΤΥΠΟΣ
Ημι-ενεργητικό ανεστραμμένο πιρούνι της WP
Διαδρομή / Διάμετρος (mm):
200/48
Ρυθμίσεις:
ηλεκτρονικά ρυθμιζόμενο σε τέσσερις καταστάσεις
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
Χυτή αλουμινίου 3.50x19
Ελαστικό:
120/70
ΦΡΕΝΟ
Δύο δίσκοι 320mm με ακτινικές δαγκάνες τεσσάρων εμβόλων της Brembo και ρυθμιζόμενο ABS
ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ
Μέση
6.9
Ελάχιστη
5.6
Μέγιστη
8.9
Αυτονομία:
333.3
Αυτονομία ρεζέρβας:
50.7
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (lt):
 23/3.5
 
 
 
 
 
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ
 
Κενή
Γεμάτη
Θεωρητικά
1,38
1,48
Πραγματικά
1,84
1,7
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Εξοπλισμός φωτογράφισης:
Κράνος: Shoei GT Air
Μπουφάν: IXS
Μπότες: Vester
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Ετικέτες

Δοκιμή ελαστικών: Pirelli Supercorsa SP, Supercorsa BSB, Metzeler M9 RR

Μία οικογένεια, τρία ελαστικά
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

1/3/2021

Στα πλαίσια του συγκριτικού τεστ των  streetfighter που κάναμε στο δρόμο και στην πίστα των Σερρών, δοκιμάσαμε τρεις διαφορετικούς τύπους supersport ελαστικών του ομίλου Pirelli/Metzeler. Πρόκειται για τα Pirelli Supercorsa SP, Pirelli Supercorsa BSB και Metzeler M9 RR, όπου το πρώτο το βάλαμε στο Ducati Streetfighter V4, το δεύτερο στο Kawasaki Z-H2 και το τρίτο στο KTM 1290 Superduke R.

Τα Pirelli Supercorsa SP τα έχουν ήδη επιλέξει η Ducati, η Kawasaki και η Honda, ως ελαστικά πρώτης τοποθέτησης στις κορυφαίες εκδόσεις των superbike μοτοσυκλετών τους, ενώ τα Metzeler M9RR τα έχει επιλέξει η BMW στο νέο S1000RR. Αυτό από μόνο του σημαίνει πως είναι ελαστικά υψηλών επιδόσεων με έγκριση τύπου για οδήγηση στο δρόμο, αλλά μπορούν να γράψουν και εξίσου καλούς χρόνους στην πίστα.

Φυσικά όπως συνηθίζουν τα εργοστάσια, ζητούν από τις εταιρείες ελαστικών να κάνουν κάποιες μικρές ή μεγάλες αλλαγές, ώστε τα ελαστικά να ταιριάζουν στις εξειδικευμένες απαιτήσεις των δικών τους μοντέλων. Για παράδειγμα η Honda απαίτησε από την Pirelli ισχυρότερο σκελετό για το πίσω ελαστικό του νέου CBR1000RR-R Fireblade, ενώ η Ducati ζήτησε το πίσω ελαστικό να έχει προφίλ 60% (200/60-17) ώστε η γεωμετρία του να είναι όμοια με των αγωνιστικών slick ελαστικών.

Τέτοιες διαφορές δημιουργούν κάποιες φορές πονοκέφαλο στους ιδιοκτήτες, διότι δεν βρίσκεις πάντα διαθέσιμους αυτούς τους εξειδικευμένους τύπους ελαστικών. Ευτυχώς τα σύγχρονα ηλεκτρονικά και η τεχνολογία αυτού του επιπέδου ελαστικών, σου αφήνουν το περιθώριο να επιλέξεις και τους παραπλήσιους τύπους, χωρίς να μεταβληθούν δραματικά τα χαρακτηριστικά της μοτοσυκλέτας σου.

Άλλωστε και τα ίδια τα εργοστάσια σου δίνουν περισσότερες από δύο επιλογές, όχι μόνο στον τύπο του ελαστικού, αλλά ακόμα και στη μάρκα. Για παράδειγμα η Yamaha έβαζε στην απλή έκδοση της R1 πίσω ελαστικό 195/50-17 ενώ στην έκδοση Μ έβαζε 200/55-17, χωρίς αλλαγές στο λογισμικό των ηλεκτρονικών, καθώς πλέον δεν παίρνουν δεδομένα από τους αισθητήρες του ABS αλλά από την IMU και τους αισθητήρες των πέντε ή έξι κατευθύνσεων που διαθέτουν.

Το ίδιο κάνει η Aprilia με τις απλές και Factory εκδόσεις των Tuono 1100 και RSV4 1000/1100, όπως επίσης η BMW και τα ιαπωνικά εργοστάσια βάζουν διαφορετικής μάρκας ελαστικά, ανάλογα την αγορά ή το εξάμηνο παραγωγής! Όχι μόνο αυτό, αλλά δεν αποτελεί έκπληξη που κάποιες επιλογές των εργοστασίων βασίζονται – δυστυχώς – μόνο σε οικονομικά κριτήρια και δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε δει κορυφαίας απόδοσης μοτοσυκλέτες να έχουν χαμηλότερων προδιαγραφών ελαστικά, σε σχέση με τις υπόλοιπες ικανότητές τους.

Όλα αυτά τα λέμε για να ξεκαθαρίσουμε εξαρχής, πως τα ελαστικά πρώτης τοποθέτησης της μοτοσυκλέτας μας δεν αποτελούν δέσμευση για την επιλογή των νέων που θα βάλουμε όταν χρειαστεί να τα αντικαταστήσουμε.

 

Φυσικά, όταν αλλάζεις μάρκα ή μοντέλο και πολύ περισσότερο διάσταση ελαστικών, θα υπάρξουν διαφορές στη συμπεριφορά της. Κάποιες θα είναι προς το καλύτερο και κάποιες προς το χειρότερο, αναλόγως ποιες είναι οι επιδιώξεις και οι επιθυμίες σου.

Το Ducati Streetfighter V4 παραδίδεται στους ιδιοκτήτες του με τα Pirelli Rosso Corsa. Πρόκειται για ένα premium μοντέλο της Pirelli με τρεις γόμμες για τις πέντε ζώνες που είναι χωρισμένο το πίσω ελαστικό. Το συγκεκριμένο ελαστικό το είχαμε δοκιμάσει εκτενώς όταν παρουσιάστηκε το 2018 πάνω στο Aprilia RSV4 Factory και η φιλοσοφία του είναι η μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, διατηρώντας σε αρκετά μεγάλο βαθμό μέσα στην πίστα τα δυναμικά χαρακτηριστικά των Supercorsa. Ως εκ τούτου, αυτή η επιλογή της Ducati βασίζεται περισσότερο για χρήση στο δρόμο, όπου η μεγάλη διάρκεια ζωής είναι σημαντικός παράγοντας.

Σε αυτό το συγκριτικό, στο Streetfighter V4 βάλαμε τα Supercorsa SP. Πρόκειται για μια κλασική και δοκιμασμένη επιλογή των ιδιοκτητών superbike, η οποία στοχεύει σε όσους κάνουν track day, αλλά παράλληλα απολαμβάνουν την γρήγορη οδήγηση και στο δρόμο. Και αυτό το ελαστικό έχει τεχνολογία διαφορετικής σύνθεσης γόμας, όμως εδώ είναι δύο για το πίσω ελαστικό και όχι τρεις όπως στο Rosso Corsa. Η γόμμα στο κέντρο του ελαστικού έχει σχεδιαστεί για μειωμένη φθορά, ενώ η γόμα που βρίσκεται στο πλάι έχει σύνθεση που προσφέρει σταθερό και υψηλού επιπέδου κράτημα στην πίστα, χωρίς να παρουσιάζει συμπτώματα υπερθέρμανσής και απότομη πτώση της απόδοσής του.

Επίσης έχει διαφορετική γεωμετρία κορόνας και είναι ένα από τα ελαφρύτερα ελαστικά στην κατηγορία του. Όμως τί σημαίνουν όλα αυτά; Όσο η μοτοσυκλέτα είναι εντελώς όρθια δεν πρόκειται να αντιληφθείς κάποια διαφορά σε σχέση με τα Rosso Corsa, οδηγώντας την Streetfighter V4 στο δρόμο. Η γεωμετρία του πλαισίου, η κατανομή βάρους και η μελετημένη αεροδυναμική της ιταλικής μοτοσυκλέτας, την κρατούν “βιδωμένη” πάνω στην άσφαλτο, οπότε η πιο “τριγωνική” κορώνα του εμπρός Supercorsa SP δεν έχει επιπτώσεις στη σταθερότητα.

 

Προφανώς το πίσω δεν θα έχει την ίδια διάρκεια ζωής αν κάνεις πολλά χιλιόμετρα στην εθνική με υψηλές ταχύτητες, όμως θα αντέχουν πολύ περισσότερο από τα προηγούμενης γενιάς semi-slick ελαστικά με την ενιαία γόμα. Ειδικά σε αυτή τη μοτοσυκλέτα που δεν ξεπερνά τα 207 κιλά με γεμάτο το ρεζερβουάρ, η φθορά στο κέντρο ήταν ανεπαίσθητη, παρά τους 180 πραγματικούς ίππους που το μαστιγώνουν. Οι διαφορές αρχίζουν όταν πλαγιάσεις τη μοτοσυκλέτα, όπου γίνονται αρκετά πιο αισθητές οι σχεδιαστικές επιλογές της Pirelli. Το Supercorsa SP αφήνει τη μοτοσυκλέτα να πλαγιάσει πιο γρήγορα και το τιμόνι έχει πιο ελαφριά αίσθηση, λόγω της πιο γρήγορης γεωμετρίας της κορώνας και του μειωμένου γυροσκοπικού φαινομένου, καθώς είναι πολύ ελαφρύ ελαστικό. Από την άλλη μεριά όμως θέλει περισσότερη ώρα για να έρθει σε ιδανική θερμοκρασία λειτουργίας και δεν απορροφά τις ανωμαλίες τους δρόμου με την ίδια ηρεμία που το κάνει το Rosso Corsa στην χαμηλές ταχύτητες της πόλη και των σφικτών επαρχιακών δρόμων. Φυσικά στην πίστα, όπου η ποιότητα της ασφάλτου είναι πολύ καλύτερη και κυρίως πιο ομαλή, το Supercorsa SP έχει μόνο πλεονεκτήματα.

 

Πέρα από την ταχύτερη αλλαγή πορείας, η βασική διαφορά του Supercorsa SP στην πίστα είναι στο σταθερό επίπεδο του κρατήματος μετά των πέμπτο-έκτο γύρο. Σε αυτό το σημείο, τα ελαστικά δρόμου αρχίζουν και δείχνουν σημάδια υπερθέρμανσης, κάτι απόλυτα λογικό αφού έχουν σχεδιαστεί με προτεραιότητα την άμεση επίτευξη θερμοκρασίας λειτουργίας.

Αντιθέτως το Supercorsa SP δείχνει την αγωνιστική καταγωγή του και συμπεριφέρεται ως γνήσιο semi-slick ελαστικό, προφέροντας μεγάλη επιφάνεια επαφής με την άσφαλτο και σταθερά υψηλό κράτημα για πολλούς συνεχόμενους γύρους. Σε σχέση με το Rosso Corsa που είχαμε δοκιμάσει στο Aprilia RSV4 στην πίστα των Σερρών, το Supercorsa SP είχε αναμενόμενα περισσότερη φθορά στο τέλος της ημέρας και είναι το δίκαιο τίμημα που πρέπει να πληρώσεις όταν επιλέγεις ελαστικά της κατηγορίας των semi-slick.

Στα πλεονεκτήματα του Supercorsa SP θα πρέπει να βάλουμε και το γεγονός της μεγάλης γκάμας διαστάσεων που τα προσφέρει η Pirelli.

Το εμπρός ξεκινά από την διάσταση 110/70-17 και το πίσω από την 140/70-17 και φτάνει έως την 200/60-17, καλύπτοντας όλους τους κυβισμούς σπορ μοτοσυκλετών από τα 125 κυβικά με τους 15 ίππους έως και τα θηρία των 1100 κυβικών και τους 200+ ίππους στον πίσω τροχό. Γι' αυτό άλλωστε και το χρησιμοποιούν σε πολλών ειδών αγώνες ενιαίου τύπου στα εθνικά πρωταθλήματα της Ευρώπης, από τις κατηγορίες SS300 έως και Superstock 600/1000.

Ταυτόχρονα με το Supercorsa SP, στη διάθεσή μας είχαμε και το Supercorsa BSB… Μπερδευτήκατε με τα ονόματα; Και εμείς μπερδευτήκαμε δυο-τρεις φορές όταν αλλάζαμε τα ελαστικά στις μοτοσυκλέτες, διότι σε εμφάνιση δεν διαφέρουν από τα SP.

Ούτε όμως θα καταλάβεις διαφορά ανάμεσα στο SP και το BSB αν δεν πιέσεις οριακά μέσα στην πίστα τη μοτοσυκλέτα. Το όνομά του το πήρε από το εθνικό πρωτάθλημα superbike της Βρετανίας και η Pirelli το παρουσίασε το 2009 ως την έκδοση δρόμου του καθαρόαιμου αγωνιστικού slick. Σήμερα βρίσκεται τιμολογιακά κάτω από το Supercorsa SP και αποτελεί την πιο συμφέρουσα οικονομικά επιλογή για όποιον θέλει κράτημα και συμπεριφορά semi-slick ελαστικού, χωρίς να βάλει πολύ βαθιά το χέρι στην τσέπη.

Το συγκεκριμένο ελαστικό το βάλαμε στο Kawasaki Z-H2, που φοράει από το εργοστάσιο τα Pirelli Rosso III. Σε αυτή τη μοτοσυκλέτα η διαφορά μεταξύ του sport-touring Rosso III και του semi-slick Supercorsa BSB ήταν εμφανέστατη από την πρώτη στιγμή, όχι μόνο μέσα στην πίστα, αλλά και στο δρόμο. Η γυμνή μοτοσυκλέτα της Kawasaki έχει αρκετά μεγαλύτερο βάρος στα 240 κιλά και επίσης έχει πολύ γκάζι και ροπή. Ως αποτέλεσμα, στο δρόμο ζέσταινε πολύ πιο γρήγορα τα Supercorsa BSB, απ’ ότι το ελαφρύτερο Ducati Streetfighter τα Supercorsa SP και δεν υπήρχε ευδιάκριτος συμβιβασμός σε αυτόν τον τομέα σε σχέση με τα sport-touring ελαστικά. Από την άλλη μεριά, η τριγωνική κορόνα των BSB επηρεάζει άμεσα τη συμπεριφορά του Ζ-Η2 σε όλες τις ταχύτητες κάνοντας το τιμόνι πιο άμεσο στις αντιδράσεις του, αλλά ταυτόχρονα και πιο ευαίσθητο στις ανωμαλίες του δρόμου. Έτσι δεν λείπουν τα κουνήματα στο τιμόνι αν περάσεις με τέρμα ανοιχτό το γκάζι πάνω από ανωμαλίες.

Στην πίστα το Ζ-Η2 έχει μικρά περιθώρια κλίσης λόγω των μαλακών αναρτήσεων και της χαμηλά τοποθετημένης εξάτμισης και των μαρσπιέ. Οπότε το πλεονέκτημα του υψηλότερου κρατήματος υπό κλίση των BSB δεν σου χρησιμεύει σε κάτι.

Με άλλα λόγια, η επιλογή του Rosso III από την Kawasaki ως ελαστικό πρώτης τοποθέτησης στο Ζ-Η2 θα ικανοποιήσει ένα ευρύτερο κοινό και η τοποθέτηση ενός semi-slick όπως το Supercorsa BSB είναι για εκείνους που θέλουν να βελτιώσουν την ευελιξία της μοτοσυκλέτας, θυσιάζοντας την διάρκεια ζωής σε βάθος χρόνου.

Το τρίτο ζευγάρι ελαστικών της παρέας μας ήταν τα Μetzeler M9RR και είχαν εξίσου δύσκολο έργο, καθώς έπρεπε να αντιμετωπίσουν την κτηνώδη ροπή του αυστριακού V2 του KTM 1290 Superduke.

Πρόκειται για μία από τις πιο πρόσφατες αφίξεις στην κατηγορία των hypersport ελαστικών, με το BMW S1000RR να είναι η πρώτη μοτοσυκλέτα παραγωγής που το φόρεσε ως πρώτη τοποθέτηση από το εργοστάσιο. Μετά από αυτή δόκιμή των streetfighter μπορούμε να πούμε πως συμφωνούμε απόλυτα με την επιλογή της BMW, καθώς τα M9 RR σκοράρουν πολύ υψηλή βαθμολογία σε όλους τους τομείς χρήσης των μοντέρνων υπερ-μοτοσυκλετών, τόσο στο δρόμο όσο και στην πίστα. Η συνεργασία του με τα σύγχρονα ηλεκτρονικά βοηθήματα ήταν άψογη και παρά την τεράστια διαφορά στον τρόπο απόδοσης του V2 κινητήρα της KTM σε σχέση με τον τετρακύλινδρο της superbike της BMW, δεν προκαλούσε πρόωρη επέμβαση του traction control ή του cornering ABS.

 Ερχόταν αρκετά γρήγορα σε θερμοκρασία λειτουργίας στους ελληνικούς δρόμους και διατηρούσε σταθερή την απόδοσή του για μεγάλα χρονικά διαστήματα μέσα στην πίστα.

Η γεωμετρία της κορόνας του είναι μεν σπορ και κοντά στα semi-slick ελαστικά, αλλά δεν φτάνει στα άκρα. Οπότε ακόμα και στο 1290 Superduke R, που είναι από τις ελαφρύτερες και πιο ευέλικτες γυμνές μοτοσυκλέτες της αγοράς, διατήρησε το επίπεδο σταθερότητας και δεν εμφανίστηκαν ανεπιθύμητες αντιδράσεις. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα ζευγάρι ελαστικών που σου επιτρέπει να εκμεταλλευτείς τις δυνατότητες μιας σύγχρονης, παντοδύναμης και γεμάτης ηλεκτρονικά streetfighter ή superbike, χωρίς να απαιτεί τους συμβιβασμούς ενός semi-slick ελαστικού στο δρόμο ή ενός sport-touring ελαστικού στην πίστα.

 Για την πλειοψηφία των ιδιοκτητών sport και supersport μοτοσυκλετών, τα M9 RR της Metzeler είναι μια άριστη επιλογή για να απολαύσουν τις δυνατότητες της μοτοσυκλέτας τους σε κάθε είδους άσφαλτο 365 μέρες το χρόνο. Οι διαθέσιμες διαστάσεις καλύπτουν όλο το φάσμα κυβισμών, από τα 125cc έως και τα 1300cc, οπότε αποτελούν πολύ καλή αναβάθμιση για τις μικρο-μεσαίες supersport που έχουν κατά κανόνα φτηνιάρικα ελαστικά από το εργοστάσιο και πολλές φορές σε λάθος διάσταση για το πλάτων της ζάντας!