Οδηγούμε την Gilera RSA250 του Marco Simoncelli

Το τέλος μιας εποχής
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

27/10/2021

Φέτος, στις 23 Οκτωβρίου, έκλεισαν δέκα χρόνια από εκείνη την τραγική στιγμή που ένα τεράστιο ταλένοτ, ο Marco Simoncelli, έχασε την ζωή του σε ένα τραγικό δυστύχημα στην πίστα της Sepang. Μια δεκαετία που οι εξελίξεις στο κορυφαίο άθλημα μοτοσυκλέτες θα μπορούσαν να είναι εντελώς διαφορετικές, αν είχαμε ακόμη κοντά μας αυτή την χαρισματική προσωπικότητα και έναν τόσο σπουδαίο αναβάτη. Με αφορμή, λοιπόν, αυτή την μαύρη επέτειο, δημοσιεύουμε στην σελίδα μας την πλήρη δοκιμή της τελευταίας δίχρονης αγωνιστικής μοτοσυκλέτας του Simoncelli, με την οποία κατέκτησε την κορυφή του κόσμου: το παγκόσμιο πρωτάθλημα στην κατηγορία των GP250!

 

Του Alan Cathcart

Φωτό: Marco Morittu

Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι έχουν περάσει δέκα χρόνια από την η μέρα που ο σούπερ ταλαντούχος, Ιταλός αναβάτης των MotoGP, Marco Simoncelli, έφυγε από τη ζωή στα 24 του χρόνια, στις 23 Οκτωβρίου του 2011 κατά την διάρκεια του αγώνα στη Sepang. Στην δεύτερή του κιόλας χρονιά στην κατηγορία με την ομάδα του Fausto Gresini Honda, ο Marco είχε ήδη πετύχει μία pole position στην Catalunya, τον πρώτο τερματισμό στο βάθρο του Brno, ενώ μόλις το προηγούμενο Σαββατοκύριακο είχε τερματίσει δεύτερος στο GP της Αυστραλίας. Ήταν ξεκάθαρο πως ήταν ο μελλοντικός παγκόσμιος πρωταθλητής. Αλλά ο Marco είχε ήδη βρεθεί εκεί, στην πολύ ανταγωνιστική κατηγορία των GP250, όπου το 2008 είχε κατακτήσει τον τίτλο με έξι νίκες και 12 τερματισμούς στο βάθρο μέσα σε 16 αγώνες, με διαφορά 37 βαθμών από τον Alvaro Bautista.

Ο τσαμπουκάς με το μαλλί-αφάνα που πήρε με το σπαθί του τον τίτλο εκείνη την χρονιά, έγινε ο αγαπημένος του κοινού, όχι μόνο στην πατρίδα του την Ιταλία, και όχι μόνο ανάμεσα στους φανατικούς των GP. Μια σημαντική απόδειξη για το ότι ανήκε στην γνήσια ράτσα των αγωνιστών, ήταν το γεγονός πως κατά τη διάρκεια της (ανεπιτυχούς) προσπάθειάς του να υπερασπιστεί τον τίτλο του το 2009, με δύο αγώνες χωρίς βαθμούς και έναν τραυματισμό στο χέρι, ο Marco δέχθηκε την πρόκληση να τρέξει ως wild card στα WSBK στην Imola, πάνω στη σέλα ενός Aprilia RSV4. Ο τερματισμός του εκεί στην τρίτη θέση, αφού πέρασε τον team mate του Max Biaggi στο εσάκι των πιτς στον τελευταίο γύρο, επιβεβαίωσε την άνεσή του πάνω σε τέτοιες βαριές μοτοσυκλέτες.

Ο Marco ήταν μια τεράστια προσωπικότητα. Σίγουρα το επιθετικό στιλ οδήγησης δεν άρεσε σε όλους, αλλά η τρομερή αίσθηση του χιούμορ που είχε, σε συνδυασμό με τις εκπληκτικές οδηγικές του ικανότητες και την γενναιότητά του, έκαναν πολύ κόσμο να τον ακολουθεί παγκοσμίως –μετά από μέρα οδήγησης μαζί του στο Mugello προστέθηκα κι εγώ σε αυτούς. Οι αναμνήσεις μου από αυτόν τον απίστευτα καλό, αδύνατο, ψηλό τύπο με το πλούσιο μαλλί και τις απίθανες ικανότητες στην πίστα, προέκυψαν από την δοκιμή της παγκόσμιας πρωταθλήτριας Gilera RSA250 (της μοτοσυκλέτας του Simoncelli), όπου μοιραζόμουν το box με τον SuperSic.

Παρόλα αυτά, το 2009 θα μείνει στην Ιστορία και ως η χρονιά που είδαμε την εξαφάνιση των GP250, μία κατηγορία που αποτελούσε τον πυρήνα των GP. Για λόγους που είναι περισσότερο πολιτική παρά οτιδήποτε άλλο, το GP της Valencia εκείνο τον Νοέμβριο έζησε τον τελευταίο αγώνα των GP με μοτοσυκλέτες 250cc που έβαλε και το τελευταίο καρφί στο "φέρετρο" της κατηγορίας με τις περισσότερες συγκινήσεις και τον μεγαλύτερο ανταγωνισμό. Λόγω αυτών των χαρακτηριστικών αποτελούσε πρόσφορο έδαφος για τη δημιουργία επιτυχημένων μελλοντικών γενεών νέων ταλέντων, όπως συνέβαινε από την απαρχή της δημιουργίας της το 1949.

Ακόμη και δεν κατάφερε η Aprilia, λόγω των τραυματισμών του Marco στις αρχές της χρονιάς, να εμποδίσει την Honda να κερδίσει τον τελευταίο τίτλο της κατηγορίας το 2009, η εταιρεία κυριάρχησε στα 250GP κερδίζοντας 10 από τους 15 τίτλους αναβατών και πέντε τίτλους κατασκευαστών από τότε που ο Max Biaggi πήρε τον πρώτο από τους τέσσερις τίτλους του, το 1994. Σε αυτούς τις επιτυχίες συμπεριλαμβάνεται και ο μοναδικός τίτλος στα 250cc που πήρε η Gilera, που ανήκει στο Piaggio Group όπως η Aprilia, την παραμονή των 100ων γενεθλίων της, με αναβάτη τον Marco Simoncelli πάνω σε ένα RSA250. Ήταν μια πανομοιότυπη μοτοσυκλέτα με τα εργοστασιακά Aprilia, εκτός από το όνομα στο ρεζερβουάρ και την τρικολόρε βαφή της χορηγού της Gilera, της Metis.

Η ευκαιρία να οδηγήσω με τον Marco και την ομάδα της Aprilia στο Mugello, όσο αυτός έκανε δοκιμές με το RSV για τον επερχόμενο αγώνα στην Imola, μου έδωσε την δυνατότητα να οδηγήσω και το superbike της Aprilia, αλλά και να αποχαιρετήσω την κατηγορία των GP250 πάνω στην παγκόσμια πρωταθλήτρια Gilera RSA250.

Εντάξει, κάτω από τα πλαστικά ήταν Aprilia, αλλά πάνω του είχε το λογότυπο της Gilera και ως τέτοιο αποτέλεσε κι ένα ορόσημο για μένα. Πίσω στο 1989 είχα αναλάβει το καθήκον της επιστροφής της Gilera στου αγώνες road racing επίσημα, για πρώτη φορά μετά το 1964 όταν κέρδισε τον παγκόσμιο τίτλο στα τετρακύλινδρα 500. Έτρεξα με ένα μονοκύλινδρο που ήταν βασισμένο στο Sturno 500 παραγωγής, με το οποίο κατέκτησα τη νίκη στον πρώτο αγώνα στην Monza. Τώρα η μοτοσυκλέτα είναι έκθεμα στο μουσείο της Piaggio στην Pontedera.

Συνήθως, όταν οδηγούσα ένα 250GP έπρεπε να ρουφήξω την κοιλιά μου και να κρατήσω την ανάσα για να καταφέρω να χωρέσω πάνω του. Γι' αυτό χαιρόμουν όταν οδηγούσα τα δίχρονα αγωνιστικά του Rossi (σ.σ. που είχαν περισσότερο χώρο) και ο SuperSic είχε μπόλικο… Rossi μέσα του, όχι μόνο σε ό,τι αφορά την προσωπικότητά του και το εκπληκτικό οδηγικό του στιλ, αλλά και σε ό,τι αφορά τις διαστάσεις, καθώς είχε ύψος 1,83μ. Οπότε το Gilera του ήταν κομμένο και ραμμένο στα μέτρο μου, πράγμα που σήμαινε πως μπορούσα να κινούμαι άνετα πάνω του και να κρυφτώ πίσω από την ζελατίνα στην μεγάλη ευθεία του ενός χιλιομέτρου.

Όλα ήταν στην θέση τους κι ένιωθα άνετα, αντανακλώντας όλα αυτά τα χρόνια προσεκτικής εξέλιξης που είχε μετατρέψει την πολυπρωταθλήτρια μοτοσυκλέτα της Aprilia/Gilera σε ένα εργαλείο επιτυχιών.

Τα κλιπόν ήταν αρκετά χαμηλά, προφανώς για να βοηθήσουν τον Marco στις ευθείες, παρόλα αυτά υπήρχε ικανοποιητικός μοχλός και έλεγχος ακόμη και όταν τα χέρια ήταν τυλιγμένα γύρω από το ρεζερβουάρ, με τα μαρσπιέ να είναι πολύ πίσω ώστε να δημιουργηθεί χώρος για τα μακριά πόδια του Marco.

Το αναλογικό στροφόμετρο και η οθόνη με τις ψηφιακές ενδείξεις, ίδιες με του RSV4, ήταν τα κλασικά όργανα των Aprilia που για την εποχή τους θεωρούνταν τα καλύτερα και τα πιο ευανάγνωστα, με μόλις δύο έξτρα πληροφορίες.

Η μία ήταν η θερμοκρασία του νερού, που διατηρούνταν στους 55-60ºC με θερμοκρασία περιβάλλοντος στους 26ºCμ και η άλλη ήταν το απλό "Νο.5" που υποδείκνυε την ρύθμιση για το traction control των έξι επιπέδων, που όπως μου είπε ο Marco χρησιμοποιούσε πάντα. "Με την ρύθμιση στο 6 ντριφτάρω τον πίσω τροχό μερικές φορές, αλλά οποιαδήποτε άλλη ρύθμιση επηρεάζει την επιτάχυνση", μου είπε. "Αλλά είναι καλό το σύστημα και δουλεύει".

Είχαν περάσει έξι χρόνια από την τελευταία φορά που είχα οδηγήσει ένα Aprilia 250, το RSW του 2003 με το οποίο είχε πάρει το πρωτάθλημα ο Poggiali και η μεγαλύτερη έκπληξη που μου επεφύλασσε το Gilera ήταν η περίσσια ροπή και η απόδοση στις μεσαίες από τον V-2 90° με τους δύο στροφάλους και τις περιστροφικές βαλβίδες που σχεδίασε ο Gigi Dall’Igna (τότε ήταν ο γκουρού της Aprilia Corse.

Ο κινητήρας ήταν ένα πραγματικό διαμάντι, δυνατός αλλά και με περιθώρια να συγχωρεί, πρόθυμος να ανεβάσει στροφές. Τραβούσε από χαμηλά και είχε δύναμη ψηλά, χάρη στις θυρίδες τύπου "γκιλοτίνα". Από τις 9.000 στροφές και πάνω είχε εξαιρετικό τράβηγμα, με την περισσότερη δύναμη να έρχεται στις 10.000 η οποία παραμένει μέχρι τον κόφτη στις 13.800. Χάρη στον μηχανικό έλεγχο του γκαζιού ο κόφτης μεταφράζεται απλώς σε διακοπή της επιτάχυνσης –όχι κάτι βίαιο όπως το απότομο κόψιμο της ανάφλεξης ή της τροφοδοσίας που μπορεί να "έσπαγε" έναν δίχρονο κινητήρα. Ήταν απλώς ένα γιγαντιαίο ηλεκτρονικό χέρι που απλωνόταν και σου έλεγε πως ήταν μέχρι ΕΔΩ σε ό,τι αφορά τις στροφές του κινητήρα.

Αυτό συνέβαινε λίγες στροφές νωρίτερα απ' ότι στο μηχανάκι του Poggiali, αλλά η επιπλέον ροπή που είχαν καταφέρει να βγάλουν οι μηχανικοί της Aprilia Corse, καθιστούσε ανούσιο το να μειώσουν την ζωή του στροφάλου ανεβάζοντας παραπάνω στροφές , έστω και για να αποφύγουν κάνα δυο αχρείαστες αλλαγές ταχυτήτων μεταξύ των στροφών. Απλώς "γρανάζωναν" κατάλληλα το κιβώτιο τύπου "κασέτας" στο Gilera, έτσι ώστε να εκμεταλλευτούν στο έπακρο τις γεμάτες μεσαίες του κινητήρα και να πηγαίνει γρηγορότερα με λιγότερες στροφές. Ένα εκπληκτικό μοτέρ.

Η επιτάχυνση ήταν άκρως εντυπωσιακή για τα δεδομένα της κατηγορίας των 250 κι αυτό ήταν το δυνατό χαρτί του Gilera και όχι η έξτρα δύναμη ψηλά που διέθετε συγκριτικά με το Honda του Aoyama. Το να φτάνεις γρηγορότερα στην τελική της μοτοσυκλέτας σου απ' ό,τι οι αντίπαλοί σου, είναι εξίσου σημαντικό με το να είσαι ταχύτερος από αυτούς για να τους νικήσεις.

Ένα βασικό συστατικό γι' αυτό, ήταν ο τρόπος με τον οποίο ανέβαζε στροφές το Gilera με δευτέρα, τρίτη και τέταρτη σχέση με το συγκεκριμένο γρανάζωμα που το οδήγησα, χρησιμοποιώντας το αγωνιστικό powershifter μόλις άρχιζε να αναβοσβήνει το πράσινο λαμπάκι στις 13.200 (το οποίο γινόταν κόκκινο στις 13.400). Υπήρχε ένα μεγάλο κενό στην πέμπτη, αλλά μετά η έκτη είχε πολύ κοντινό γρανάζωμα (κλασικό, γρήγορο γρανάζωμα για δίχρονα). "Μου αρέσει να κρατάω τον κινητήρα μεταξύ 11.000 και 13.000 στροφών, όπου υπάρχει η περισσότερη δύναμη και επιτάχυνση", είχε πει ο Marco, ενώ προσπαθούσε να δώσει την εντύπωση ενός "δίχρονου δασκάλου" στα πιτς. "Αλλά ο κινητήρας είναι πολύ ήπιος, θεωρώ. Σου συγχωρεί τα λάθη σου κι εγώ κάνω πολλά"

Δεν έκανε τουλάχιστον τόσα πολλά όσο εγώ, όση ώρα προσπαθούσα να βρω ποια ταχύτητα να χρησιμοποιήσω πού και πότε, αλλά τελικά βρήκα τον τρόπο. Κράτησα μέχρι τις 12.500 την τελευταία σχέση στην μεγάλη ευθεία, ενώ είμαι λιγότερο… αεροδυναμικός από τον Marco ο οποίος ήταν εκτός των δέκα καλύτερων τελικών στο Mugello εκείνη την χρονιά.

Πιέζεις τον εαυτό να μην σκεφτεί καν το φρενάρισμα πριν την ταμπέλα των 150 μέτρων και μετά πιέζεις δυνατά τη μανέτα ενώ κατεβάζεις ταχύτητες με τη μία μέχρι να φτάσεις στην δευτέρα, λίγο πριν στρίψεις στην San Donato κι αρχίσεις να ανεβαίνεις τον ανήφορο. Το ανέβασμα στην συνέχεια των σχέσεων γίνεται απρόσκοπτα, χωρίς να βρίσκεις νεκρές όπως συμβαίνει σε άλλες μοτοσυκλέτες.

Για έναν γύρο είχα παρέα, όταν με πέρασε ο Marco με το RSV4 στο τέλος της ευθείας, στον πρώτο του γύρο με superbike, αλλά φρέναρε πολύ αργά και αναγκάστηκε να ανοίξει την γραμμή του και να ξαναμπεί μπροστά μου. Πλέον μπορούσα να αντιγράψω την τεχνική του στα φρεναρίσματα, αν και πρέπει να ομολογήσω πως με το εκπληκτικό πακέτο της Brembo, έστω και με τους μικρότερους δίσκους των 255mm, μπορούσα να φρενάρω πιο δυνατά, πιο αργά και πιο βαθιά μέσα στην στροφή σε κάθε γύρο.

Αυτά τα αγωνιστικά 250 ήταν το κατάλληλο εργαλείο, με την απόδοσή του να είναι εντός πλαισίων ενός κανονικού αναβάτη, για να εξερευνήσει τα όριά του.

Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που οδήγησα την Aprilia του Poggiali προκειμένου να κάνω απευθείας συγκρίσεις, αλλά το αναβαθμισμένο πακέτο πλαισίου του RSA250 έδειχνε πολύ άμεσο στις γρήγορες εναλλαγές κλίσεων στα τέσσερα εσάκια του Mugello, αλλά παρόλα αυτά ήταν σούπερ σταθερό στις γρήγορες στροφές Savelli και Arabbiata. Πάνω απ' όλα ήταν προβλέψιμο στα φρένα και στις εισόδους των στροφών, ενώ ακόμη και με το παραπάνω βάρος μου σε σύγκριση με του Marco, δεν άνοιξε πουθενά την γραμμή του.

Το Gilera κρατούσε την τροχιά του άψογα, ακόμη και κατά την διάρκεια της επιτάχυνσης από χαμηλές ταχύτητες, καθώς περίμενα ότι το βάρος μου και η δύναμη που συμπίεζαν το αμορτισέρ της Öhlins θα το έκαναν να υποστρέφει. Δεν συνέβη ποτέ. Έστριβε υποδειγματικά στα εσάκια με δευτέρα, χωρίς καμία αίσθηση υπερστροφής, και ούτε είχε ελαστικότητες στα δυνατά φρένα. Το Gilera το ένιωθες απόλυτα ισορροπημένο, παρά την αναλογία 53/47% (εμπρός/πίσω), και δεν σήκωνε τον πίσω τροχό παρά μόνο δυο φορές στο τέλος της ευθείας, καθώς με τον αναβάτη η αναλογία πήγαινε στο 50/50.

Ακόμη και τότε όμως, σου έδινε τα περιθώρια να διορθώσεις, όχι μόνο χάρη στην δύναμη αλλά και στην σωστή εξέλιξη του πλαισίου. Οι αναρτήσεις της Öhlins μετέφεραν πολλή πληροφορία και σε συνδυασμό με την εξαιρετική πρόσφυση από τα ελαστικά της Dunlop, μπορούσες να εμπιστευτείς απόλυτα το Gilera μέσα στην πίστα και να επικεντρωθείς στο γυρολόγιό σου.

Παρά την απόδοσή του που ήταν σημείο αναφοράς για την κατηγορία, ήταν μια μοτοσυκλέτα που αισθανόσουν ασφαλής για να αρχίσεις να πιέζεις ώστε να βρεις τα όριά σου, γνωρίζοντας πως θα κάνει ό,τι του ζητήσεις. Αυτή είναι η τέλεια βόλτα…

Πράγματι, αυτή ήταν η ουσία κάθε δίχρονου αγωνιστικού 205GP, το πώς δηλαδή ήταν εθιστικό να οδηγείς επιθετικά και γρήγορα λες και ήσουν… θυμωμένος. Μόλις αποκτούσες μια λογική εμπειρία οδήγησης σε πίστα και της οδήγησης ενός δίχρονου, μοτοσυκλέτες σαν κι αυτή ήταν οι ιδανικές για να σε κάνουν να νιώσεις ως ο κυρίαρχος του σύμπαντος. Ήταν αρκετά γρήγορη για να σε συναρπάσει χωρίς να σε τρομάξει, η συμπεριφορά της ήταν λες και είχε αυτόματο πιλότο και άλλαζε κατεύθυνση χωρίς να απαιτεί δύναμη ή προσπάθεια, μόνο ικανότητα και συγχρονισμό για να το κάνει σωστά.

Όσο περισσότερο χρόνο πέρναγα με το Gilera τόσο πιο εθιστικό γινόταν, ενώ βελτίωνα την τεχνική μου, καθάριζα τις γραμμές μου, δούλευα πάνω στα σημάδια των φρένων και εκμεταλλευόμουν στο έπακρο το εξαιρετικό Traction control για να ανοίγω το γκάζι περισσότερο και νωρίτερα σε κάθε γύρο. Αυτό συμβαίνει γιατί αισθάνεσαι πως έχεις τον απόλυτο έλεγχο της μοτοσυκλέτας κι όχι αυτή τον δικό σου –όπως συμβαίνει με τις μοτοσυκλέτες των MotoGP- ενώ η σύνδεση μεταξύ δεξιού τροχού και πίσω ελαστικού ήταν πάντα άμεση και ακριβής.

Με δεδομένο ότι θα είχες το νου σου να κρατάς τον κινητήρα στο ωφέλιμο εύρος στροφών και να εκμεταλλεύεσαι το κιβώτιο σωστά, γινόσουν ένα με την μοτοσυκλέτα και δεν καθόσουν απλά πάνω της, ήσουν κομμάτι της.

Πέρα από ένα αντίστοιχα εξιταριστικό αλλά πιο αργό μονοκύλινδο, τετράχρονο, Supermono , δεν ξέρω άλλη μοτοσυκλέτα για μεσαίου μεγέθους αναβάτες που να σε βάζει τόσο πολύ μέσα στην οδήγηση όσο ένα αγωνιστικό 250GP, κι αυτό σίγουρα δεν ισχύει για τα πιο βαριά Moto2 που τα αντικατέστησαν.

Λυπάμαι που έπρεπε να αποχαιρετήσω τις πιο διασκεδαστικές, πιο απολασυτικές και πιο συναρπαστικές αγωνιστικές μοτοσυκλέτες (από την πλευρά του αναβάτη), αλλά είναι τιμή και προνόμιο που απέδωσα έναν φόρο τιμής οδηγώντας την Gilera του Simoncelli στα 100α γενέθλια της εταιρείας. Αν ο SuperSic δεν ξεκίναγε την χρονιά με έναν σπασμένο καρπό, θα είχε κατακτήσει τον δεύτερο σερί τίτλο του!

Όταν όμως οδηγούσα στην στα πιτς του Mugello για να μπω στο box της Gilera, συνειδητοποίησα πως αυτό ήταν το τέλος μιας εποχής –η τελευταία φορά που οδήγησα ένα δίχρονο 250GP. Η μοτοσυκλέτα που έκανα μαζί της 17 γύρους στο Mugello ήταν η Ιστορία σε δύο ρόδες… Κάποιος να μου δώσει ένα χαρτομάντηλο παρακαλώ…

KTM 1190 Adventure (2014)

Superbike περιπέτειας!
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

28/9/2017

Με την έννοια της περιπέτειας για τα καλά παρερμηνευμένη, η ΚΤΜ άλλαξε τους όρους του παιχνιδιού των μεγάλων on-off, φτιάχνοντας το Adventure 1190, που μπορεί να ταξιδέψει δικάβαλο με δύο άτομα σε κάθε δρόμο, να περάσει σβέλτα από τα χώματα, ενώ ανά πάσα στιγμή ξυπνά και τον ινδιάνο μέσα σου...

Το συγκεκριμένο άρθρο γράφτηκε το 2014 και δημοσιεύθηκε στο τεύχος 532 του ΜΟΤΟ, και αφορά την πληρέστερη και πιο ολοκληρωμένη δοκιμή του ΚΤΜ 1190 Adventure, έτσι όπως μόνο το ΜΟΤΟ έχει τη δυνατότητα να κάνει

Μ’ αρέσει που τα πράγματα στη μοτοσυκλέτα εξελίσσονται από κάποιους κατασκευαστές. Σκεφτείτε πόσο βαρετά θα ήταν οι κατηγορίες και τα μοντέλα να “πατούσαν” σε ένα σταθερό μοτίβο και να μην έκανε κανείς κάτι το διαφορετικό. Ευτυχώς η ΚΤΜ ως η μεγαλύτερη -σε πωλήσεις- ευρωπαϊκή μοτοβιομηχανία τολμάει και μάλιστα τις περισσότερες φορές ρισκάρει, παρουσιάζοντας συνήθως κάτι πρωτοποριακό, το οποίο βέβαια δεν έχει πάντα την ανάλογη η την προβλεπόμενη επιτυχία. Παρόλα αυτά, οι αυστριακοί πάντα τολμούν κάτι νέο σε κάθε καινούρια μοτοσυκλέτα τους. Σαν εξωγήινο ήταν πριν από 11 χρόνια η πρώτη μεγάλη μοτοσυκλέτα τους, το 950 Adventure, ενώ είχε εκπληκτική συμπεριφορά σε άσφαλτο και χώμα που καμία άλλη της κατηγορία δεν είχε.

Σήμερα, μια δεκαετία μετά, οδηγούμε το νέο Adventure, που πλέον έχει να αντιμετωπίσει όχι μόνο τους πολλούς ανταγωνιστές που έκαναν την εμφάνιση τους στο πέρασμα των χρόνων, αλλά και μια νέα πιο μαζεμένη οικονομικά εποχή. Για το πρώτο, η ΚΤΜ έκανε τα πάντα και με το παραπάνω μάλιστα. Σε ένα εντελώς νέο πλαίσιο έφτιαξε μια ολοκαίνουρια μοτοσυκλέτα με ηλεκτρονικά ρυθμιζόμενες αναρτήσεις, συνδυαζόμενη πέδηση με ABS τελευταίας γενιάς, ρυθμιζόμενο traction control, εισβάλοντας για τα καλά στην “ηλεκτρονική εποχή των βοηθημάτων”. Βέβαια χρειαζόταν. Όλοι οι ανταγωνιστές είχαν ανέβει στα 1200 κυβικά και η ΚΤΜ είχε μείνει λίγο πίσω με το “χιλιαράκι”, οπότε στην εποχή της λιτότητας μεν αλλά και της υπερβολής δε, έπρεπε κάτι να κάνει, φτάνοντας τελικά στο άλλο άκρο... Πήρε τον δικύλινδρο κινητήρα από το RC8R και με τις απαραίτητες τροποποιήσεις για την ομαλοποίηση της απόδοσης, τον τοποθέτησε ελαφρά αποδυναμωμένο επάνω στην νέα on-off μοτοσυκλέτα της και το καινούριο Adventure 1190 βγήκε στους δρόμους, έτοιμο να βγάλει και τα μάτια των ανταγωνιστών της..

Όπλο καθημερινό
Έχει περάσει ένας χρόνος που για πρώτη φορά βρέθηκα στη σέλα της στην επίσημη παρουσίαση στην Τενερίφη και από τότε την έχω οδηγήσει πάρα πολύ για τα δεδομένα μιας τόσο νέας μοτοσυκλέτας, οπότε στη δοκιμή αυτή λείπει ο ενθουσιασμός του νέου μοντέλου. Επίσης, η μοτοσυκλέτα της δοκιμής δεν ήταν ολοκαίνουρια, έχοντας 15.000 χιλιόμετρα σε test ride, ενώ έχει και ένα MEGA TEST στην “πλάτη”. Έτσι η γνώμη που είχα για αυτή τη μοτοσυκλέτα ήταν είδη σχηματισμένη από το παρελθόν, όμως για πρώτη φορά θα την οδηγούσα τόσες πολλές ημέρες, συγκρίνοντας την και με τα υπόλοιπα φετινά μεγάλα on-off που και αυτά οδήγησα φέτος αρκετά. Στη πρώτη επαφή, εντύπωση μου έκανε ότι το 1190 δεν έχει "γεράσει" καθόλου.

Τα χρώματα λάμπουν, οι διακόπτες δουλεύουν σαν καινούριοι και στο πάτημα της μίζας ένας υγιέστατος ήχος γέμισε με ντεσιμπέλ το χώρο. Βγήκα στη πόλη χωρίς σαφή προορισμό και αμέσως ένιωσα οικειότητα και ευκολία. Πολύ μαλακός και προοδευτικός συμπλέκτης με μαλακό κιβώτιο χωρίς να σκορτσάρει ο κινητήρας στις χαμηλές στροφές, χαμηλό ύψος σέλας, αλλά και ένα ιδανικό ζύγισμα που σου επιτρέπει να κινείσαι με ελάχιστη ταχύτητα έχοντας και τα δύο πόδια στα μαρσπιέ (κατανομή 50/50). Είναι πολύ σημαντικό η μοτοσυκλέτα που έχεις να σε προδιαθέτει να την χαίρεσαι καθημερινά και αφού στην Ελλάδα έχουμε την τύχη να οδηγούμε κάθε μέρα είναι κρίμα να μην μπορείς επειδή δεν βολεύεσαι. Η ΚΤΜ μελέτησε το θέμα αυτό και το νέο 1190 είναι μια πανεύκολη μοτοσυκλέτα με την οποία μπορείς να κυκλοφορείς όλη την ώρα χωρίς πρόβλημα. Δεν ζεσταίνεται υπερβολικά σε σχέση με το παρελθόν, δεν την νιώθεις βαριά και τεράστια, ενώ η πολύ ήπια απόδοση του κινητήρα στις χαμηλές στροφές κάνει την μετακίνηση απόλαυση χωρίς συμβιβασμούς. Το τιμόνι κόβει πολύ από άκρη σε άκρη, οι χούφτες είναι ψηλά και περνούν πάνω από τους καθρέφτες των αυτοκινήτων, ενώ το πολύ καλό ABS θα σε απαλλάξει από το άγχος του φρεναρίσματος στο γλιστερό οδόστρωμα της πόλης. Βεβαία σε αυτή τη ζωή δεν είναι όλα τέλεια. Ο συνεπιβάτης κάθεται σχετικά ψηλά και πρέπει να σκαρφαλώσει για να ανέβει, ενώ η απουσία ποδιάς με τις σωλήνες των εξατμίσεων να προεξέχουν αρκετά, θέλει προσοχή στα αστικά “σκαρφαλώματα”

Λίγο πριν τα βουνά  
Δεν αγοράζεις Adventure 1190 για βόλτες στη πόλη. Πρέπει επειγόντως να πάρεις τα βουνά και τους δρόμους, ώστε να αποσβέσεις με τον καλύτερο τρόπο τα χρήματα που έδωσες για την αγορά του. Η τοποθέτηση κάποιας αποσκευής είναι εύκολη δουλειά, καθώς υπάρχει αρκετός χώρος στη σχάρα ώστε να δέσεις κάποιο σάκο και αρκετά σημεία πρόσδεσης. Σε αυτό βοηθούν και οι μεγάλες χειρολαβές, που αν δεν υπάρχει συνεπιβάτης μπορείς να στηρίξεις και να δέσεις πράγματα. Βγαίνοντας στην εθνική τα πράγματα είναι ιδανικά. Το σώμα κάθεται σχετικά χαμηλά και μέσα στη μοτοσυκλέτα και με τη ρύθμιση της σέλας στην κάτω θέση, καλύπτεσαι ακόμα καλύτερα χωρίς να χάνεις σε αίσθηση. Τα πόδια φωλιάζουν ανάμεσα στο ρεζερβουάρ, ενώ η ζελατίνα που ρυθμίζει σε δύο θέσεις εύκολα και χειροκίνητα, θα καλύψει κοντούς και ψηλούς. Ρυθμίζοντας τις ηλεκτρονικές αναρτήσεις στο comfort, το μεγάλο ΚΤΜ σβήνει τις ανωμαλίες του δρόμου χωρίς κουνήματα και ασάφειες και σε ωθεί από μόνο τους σε ένα κυνήγι με την απόσταση και το χρόνο. Μπορείς να κινείσαι ήρεμα και χαλαρά με 130-140 χιλιόμετρα και με το στροφόμετρο στις 5.000 στροφές, αλλά και την κατανάλωση να πέφτει κάτω από τα 6 λίτρα, όμως αν ο χρόνος πιέζει και η ανυπομονησία για άφιξη είναι ο στόχος, το 1190 μπορεί να μεταμορφωθεί.

Με τις στροφές πάνω από τις 6.000, ένας άλλος χαρακτήρας ξυπνά και το αυστριακό δικύλινδρο μπαίνει στη σφαίρα του παραλόγου. Ανεβάζει, ανεβάζει τόσες πολλές στροφές που δεν ξέρεις τι να πρωτοπιστέψεις, το στροφόμετρο που βουτάει μέχρι τις 10.000 στροφές, ή το ταχύμετρο που ξεπερνά τα 250; Μπαίνεις σε μια διαφορετική πραγματικότητα και αρχίζεις να κινείσαι με ταχύτητες αφύσικες για τα δεδομένα μιας on-off. Κράτησα επίτηδες το γκάζι στο τέρμα στις μετρήσεις και το ταχύμετρο ξεπέρασε τα 270... με αρκετές ταλαντώσεις βέβαια. Δεν τονίζω σαν δυνατό σημείο της μοτοσυκλέτας τις αστρικές ταχύτητες που μπορεί να πετύχει, καθώς δεν νομίζω ότι κάποιος θα αγοράσει on-off για πηγαίνει με 250, απλά μπορεί και σου δίνει την επιλογή να το κάνεις. Από την άλλη, αυτές οι υπερ-επιδόσεις σου δίνουν τη δυνατότητα να ταξιδέψεις με μεγάλη άνεση σε πιο φυσιολογικές ταχύτητες, καταναλώνοντας σχετικά λίγο. Ακόμα και με το γκάζι στο τέρμα στην εθνική, η κατανάλωση δύσκολα θα ξεπεράσει τα 8,5 λίτρα και σε πιο λογικό ρυθμό θα κυμανθεί στα 6 που είναι ιδανικό νούμερο. Λίγο σαλάτα τα έκαναν με τη σέλα που μοιάζει άνετη, όμως μετά από πολύωρη χρήση το αφρώδες “κάθεται” και τα παράπονα ξεκινούν.

Ανεβάζει τόσες πολλές στροφές που δεν ξέρεις τι να πρωτοπιστέψεις, το στροφόμετρο που βουτάει μέχρι τις 10.000 στροφές, ή το ταχύμετρο που ξεπερνά τα 250;

Επάνω στα βουνά
Αφήνοντας πίσω τις εθνικές των φορτηγών, πρέπει να χωθείς στα βουνά και εκεί θα ανακαλύψεις δύο πρόσωπα του νέου ΚΤΜ. Το ένα είναι αυτό που σε ωθεί να οδηγήσεις με απόλυτη γραμμικότητα και ροή, απολαμβάνοντας την άψογη πληροφορία από τις αναρτήσεις και την ενδοτικότητα του πλαισίου. Με τις κατάλληλες ρυθμίσεις στις αποσβέσεις των αναρτήσεων, νιώθεις τον κάθε δρόμο να φτιάχτηκε για το 1190, βουτώντας με απόλαυση στην καρδιά της κάθε στροφής, διαγράφοντας τέλεια τόξα έρωτα στην έξοδο της. Τα πάντα σε αυτή τη μοτοσυκλέτα είναι παρόντα, στην ιδανική ποσότητα αλλά και στο χρόνο που θα τα ζητήσεις. Η αίσθηση ασφάλειας και η εμπιστοσύνη που λαμβάνεις οδηγώντας την είναι μοναδική και η δύναμη των φρένων (αδυναμία στο προηγούμενο μοντέλο) αποτελεί σημείο αναφοράς. Όμως, κάπου εδώ θα κάνω στην άκρη να αλλάξω λίγο τα δεδομένα. Ωραία η τελειότητα και η αρμονία, όμως η ΚΤΜ μας έχει συνηθίσει σε πιο extreme συμπεριφορές. Μπαίνοντας λοιπόν στο εύκολο μενού των οργάνων, “κοιμίζεις” το traction control και το alter ego του 1190 ξυπνά. Ξαφνικά αυτή η καταστολή της δύναμης που έκανε το traction εξαφανίστηκε και εμφανίστηκε ένα 1190 έτοιμο να σου μολύνει κάθε κύτταρο με αδρεναλίνη. Ακούσιες σούζες με μαύρες γραμμές στην έξοδο με ένα δικύλινδρο soundtrack που δεν σε αφήνει να επανέλθεις στην αρχική ήρεμη κατάσταση, απορώντας αν οδηγείς ένα on-off η ένα καλογυμνασμένο hypermoto.

Μπαίνοντας στα χώματα τα δεδομένα δεν αλλάζουν και πολύ, όμως τα ελαστικά της Continental δεν είναι για να το παρακάνεις και η επιλογή στο ABS για τον εμπρός τροχό επιβάλλεται. Το Adventure με 130 άλογα στο τροχό μαζεύει τόση πολύ φόρα στην παραμικρή ευθεία, που δεν θες να δεις την άκρη του γκρεμού πατώντας σε γλιστερό χώμα με ασφάλτινα ελαστικά χωρίς ABS… Σαν γόνος γνήσιας χωματερής εταιρείας, με λίγο παραπάνω θράσος μπορεί να περάσει πάνω απ’ όλα και παρά τον 19 ιντσών τροχό του έχει επιδόσεις εκτός ασφάλτου που θα τις ζήλευαν και καθαρόαιμα on-off. Οι αναρτήσεις του ποτέ δεν θα τερματίσουν, ενώ και σε όρθια στάση η αίσθηση που έχεις είναι αυτή που πρέπει, χωρίς να τεντώνεις αφύσικα χέρια και πόδια. Σίγουρα δεν είναι στο χώμα σαν το προηγούμενο Adventure, όμως θα περάσει από παντού αξιοπρεπέστατα, απλά δεν θα το διασκεδάσεις όσο με το R.

Πόσο νερωμένο το θες;
Η ΚΤΜ αυτή φορά έβαλε νερό στο κρασί της αλλά το έκανε με τρόπο ιδανικό, που σου δίνει την επιλογή για το πόσο νερωμένο κρασί θα λάβεις. Καταρχήν, αυτή τη φορά, και πριν βγει το νέο Adventure στην παραγωγή, έπεσε διπλή σκέψη. Από τη μια θέλει να “κλέψει” πελάτες από άλλες, λιγότερο ακραίες, μοτοσυκλέτες της κατηγορίας και από την άλλη θέλει να αφήσει ευχαριστημένους τους σκληροπυρηνικούς πελάτες της. Και τα δύο τα πέτυχε με το παραπάνω. Το 1190 είναι μια μοτοσυκλέτα που δεν βρίσκεις κακό να της προσάψεις, καθώς τα έχει όλα αλλά ουσιαστικά είναι ένα νέο SMT. Είναι πολύ άνετη με υπερσύγχρονα ηλεκτρονικά, εύκολη και βολική για κάθε μέρα, ταξιδεύει πύραυλος χωρίς να καίει του σκασμού, πάει με αξιοπρέπεια στο χώμα και όλα αυτά χωρίς συμβιβασμούς και εκπτώσεις. Με το πάτημα των κουμπιών την φέρνεις στα μέτρα σου και η περιστροφή της γης αποτελεί εύκολη υπόθεση. Το θέμα είναι βέβαια γιατί τα on-off σήμερα να είναι τόσο δυνατά σαν superbike; Γιατί μπορούν… 

Νιώθεις τον κάθε δρόμο να φτιάχτηκε για το 1190

----------------------------------------------------------------

Ηλεκτρονικός έλεγχος
-Το MTC (Motorcycle traction control) διαθέτει τέσσερα επίπεδα λειτουργίας και ενεργοποιούνται ανάλογα με το χάρτη απόδοσης που θα επιλέξει ο αναβάτης. Στο Sport mode ο τροχός σπινάρει μέχρι ένα βαθμό και η μοτοσυκλέτα σουζάρει ελάχιστα, στο street με ελεγχόμενο σπινάρισμα, ενώ στο rain δεν αφήνει καθόλου τον πίσω τροχό να σπινάρει. Στην λειτουργία off road δεν επεμβαίνει καθόλου.
-Το ABS είναι της Bosch 9ΜΕ διαθέτει δύο επιλογές λειτουργίας, με την πρώτη να επιτρέπει την μέγιστη επέμβασή του, ενώ η δεύτερη αποδεσμεύει τον πίσω τροχό ώστε να μπορεί ο αναβάτης να ντριφτάρει, έχοντας όμως για “καβάτζα” το εμπρός φρένο όπου το σύστημα επεμβαίνει.
-Πλέον υπάρχει ηλεκτρονικός έλεγχος πίεσης ελαστικών, ενώ για πρώτη φορά ένα ΚΤΜ παραγωγής διαθέτει θερμαινόμενα γκριπ...
----------------------------------------------------------------
 

Αντιπρόσωπος:
ΚΤΜ S.E.
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μεταξόνιο (mm)
1.580
Απόσταση από το έδαφος (mm)
220
Ύψος σέλας (mm)
860-875
Ίχνος (mm)
136
Γωνία κάστερ
26
Απόσταση σέλας – τιμονιού (mm)
750
Απόσταση σέλας – μαρσπιέ (mm)
580
Απόσταση μαρσπιέ – τιμονιού (mm)
910
Απόσταση πίσω σέλας – πίσω μαρσπιέ (mm)
500
 
ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ
237kg
(χωρίς καύσιμο: 219kg )
Πίσω
50
Εμπρός
50
Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:
1%
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Ατσάλινο χωροδικτύωμα
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
-/229
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, υδρόψυκτος, V 75ο, 2EEK και 4Β/Κ
Διάμετρος x Διαδρομή (mm):
105 x 69
Χωρητικότητα (cc):
1195
Σχέση συμπίεσης:
12,5:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
150 / 9.500
Ροπή (kg.m/rpm):
12,7 / 9.000
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
140
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός Keihin με σώματα 52mm
Σύστημα εξαγωγής:
2 σε 1 σε
Σύστημα λίπανσης:
Ξηρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός πολύδισκος με υδραυλική οδήγηση μονόδρομος
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
1,900 (76:40)
Τελική μετάδοση / σχέση:
2,375 (17:42)
Σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm
2,916 / 10
2,133 / 14
1,666 / 17
1,350 / 20
1,125 / 23
1,038/ 25
 
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ
Ρύθμιση βαλβίδων (km):
Στα 1.000 και κάθε 15.000
Αλλαγή λαδιού (km):
Στα 1.000 και κάθε 7.500
Ποσότητα λαδιού με/χωρίς φίλτρο (l):
3 / -
Φίλτρο λαδιού / αλλαγή (km):
Τύπου cartridge / στα 1.000 και κάθε 7.500
 
ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ
Km/h
Sec
Μέτρα
0-50
1,78
10,83
0-100
3,46
46,94
0-150
5,89
132,90
0-200
11,20
395,86
 
ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ
Μέτρα
Sec
km/h
0-400
11,28
199,57
0-1000
21,21
225,40
 
ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΜΑ
Km/h
Sec
Μέτρα
80-140
2,71
84,01
 
ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ (sec/μέτρα)
Km/h
5η
40-80
2,79 / 46,12
3,57 / 57,59
 
80-120
3,32 / 74,02
3,21 / 89,24
3,42 / 94,85
120-160
3,00 / 115,92
3,15 / 122,12
3,49 / 135,94
160-200
 
3,39 / 164,72
4,31 / 217,13
 
ΦΡΕΝΑΡΙΣΜΑ
Km/h
Sec
Μέτρα
120-40
2,15
47,62
 
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ
 
Κενή
Γεμάτη
Θεωρητικά
1,58
-
Πραγματικά
1,74
1,87
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ένα αμορτισέρ της WP
Διαδρομή (mm):
190
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση επαναφοράς, συμπίεσης ηλεκτρονικά ρυθμιζόμενες
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
5 x 18 αλουμινίου με ακτίνες
Ελαστικό:
170/60 ZR 17
Πίεση (psi):
34
ΦΡΕΝΟ
Ένας δίσκος 268mm με δαγκάνα δύο εμβόλων της Brembo
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Αναλογικό στροφόμετρο / ψηφιακό ταχύμετρο ,ολικό και 2 μερικούς χιλιομετρητές, ένδειξη θερμοκρασίας κινητήρα, δύο χιλιομετρητές, ρεζέρβα, υπολογιστής ταξιδιού με μέση ταχύτητα, κατανάλωση καυσίμου, στιγμιαία κατανάλωση, ένδειξη πίεσης ελαστικών, traction control, ABS, θερμαινόμενα γκριπ, ρυθμιζόμενη σε ύψος ζελατίνα
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό ανεστραμμένο πιρούνι της WP
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
190 / 48
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίων, απόσβεση επαναφοράς και συμπίεσης ηλεκτρονικά ρυθμιζόμενες
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
3.5 x 19 αλουμινίου με ακτίνες
Ελαστικό:
12/60 ZR 19
Πίεση (psi):
32
ΦΡΕΝΟ
Δύο δίσκοι των 330mm με δαγκάνες τεσσάρων εμβόλων της Brembo και συνδυαζόμενο ABS
 
ΔΥΝΑΜΟΜΕΤΡΗΣΗ
ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΑΝΑ ΣΧΕΣΗ
Κόφτης:
9.800
Μέγιστη ισχύς:
8.800
 
 
97
132
165
193
220
239
 
 
ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ
Μέση
6,6
Ελάχιστη
5,7
Μέγιστη
8,2
Αυτονομία:
345
Αυτονομία ρεζέρβας:
52
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (lt):
23/ 3,5

Ετικέτες