Editorial 557 - Δρόμοι

x
Από το

motomag

1/4/2016

Δεν είναι περίεργο; Οι μεγαλύτεροι δρόμοι είναι αυτοί που σε περιορίζουν περισσότερο. Απ’ όλες τις απόψεις. Μπαίνεις σ’ έναν αυτοκινητόδρομο, όσο πιο σύγχρονος τόσο καλύτερα για το παράδειγμά μας. Δουλειά του είναι να σε πάει όσο πιο γρήγορα γίνεται, στερώντας σου όμως πολλά πράγματα. Για τους δρόμους, το κριτήριό μου είναι οι εμπειρίες ανά χιλιόμετρο, και μ’ αυτή τη μονάδα μέτρησης οι αυτοκινητόδρομοι έχουν τις χαμηλότερες επιδόσεις. Για να ευχαριστηθείς τις στροφές τους, πρέπει να πηγαίνεις με το όριο ταχύτητας σχεδόν επί δύο. Οι ευθείες τους, κι είναι πολλές, είναι πάντα βαρετές, με όσα κι αν πηγαίνεις. Άσε που αν πηγαίνεις έτσι ώστε να έχει κάποιο ενδιαφέρον, σταματάς για βενζίνη κάθε εκατόν λίγα χιλιόμετρα και η καλή μέση ωριαία πηγαίνει περίπατο. Τον ίδιο περίπατο πηγαίνουν και τα ευρώ από την τσέπη σου, αφού η κατανάλωση εκτοξεύεται. Άλλα μειονεκτήματα: Το τοπίο είναι μακριά σου, κι οι ταχύτητες που κινείσαι δεν σε αφήνουν να δεις λεπτομέρειες, παρά μόνο γενικές εικόνες. Στην χώρα μας έχουν και διόδια, υπερβολικά ακριβά για το είδος του οχήματος και την επιβάρυνση που φέρνει στην κυκλοφορία και το οδόστρωμα. Και μετά, είναι κι αυτοί οι περιορισμοί, σου λένε κοίτα, από δω θα μπεις, εκεί θα βγεις, δεν γίνεται τίποτα άλλο. Ούτε αναστροφή. Ούτε στάση όπου θες, ούτε εξερεύνηση ενός δρόμου με ενδιαφέρον που θα δεις να φεύγει δίπλα του. Και συγκεκριμένοι οι ανεφοδιασμοί, αν τους αγνοήσεις, μένεις από βενζίνη. Το χειρότερο είναι πως τις περισσότερες φορές όταν κάνεις πολλά χιλιόμετρα σε αυτοκινητόδρομους οι αποφάσεις που χρειάζεται να πάρεις είναι ελάχιστες: Με πόσα θα πηγαίνω, που θα βάλω βενζίνη; Αυτές είναι οι απαραίτητες, και μετά έρχεται η βαρεμάρα. Γι’ αυτό έχουν εφευρεθεί και τα cruise control, το βάζεις στα χιλιόμετρα που θες και μετά βάζεις σε ύπνωση το 80% του εγκεφάλου σου, ξυπνάς πάλι στην έξοδο του προορισμού σου.

 

Όταν βγεις σε επαρχιακό, χωρίς νησίδα στη μέση, τα πράγματα γίνονται πολύ πιο ενδιαφέροντα. Οι ταχύτητες πέφτουν, το ρίσκο και το ενδιαφέρον ανεβαίνουν, οι δυνατότητες πολλαπλασιάζονται, χρειάζεσαι πολύ μεγαλύτερο τμήμα του εγκεφάλου σου για να οδηγήσεις, μπορείς να σταματήσεις όπου θέλεις ή να αλλάξεις πορεία ανά πάσα στιγμή. Ο δείκτης εμπειριών ανά χιλιόμετρο ανεβαίνει αισθητά, εκεί που στον αυτοκινητόδρομο ήταν στο μηδέν και σπάνια κουνιόταν. Ο αναβάτης πια πρέπει να συμμετέχει, αντί απλά να κάθεται στο μηχανάκι του μισοκοιμισμένος. Δεν έχει πια μια γενική αίσθηση του τοπίου, αλλά συγκεκριμένες εικόνες. Βλέπει ανθρώπους, βλέπει λεπτομέρειες. Κι όταν ο επαρχιακός σφίξει και περάσει στην κατηγορία "στροφιλίκι", τότε το εμπειριόμετρο ροπιάζει και το πράγμα αποκτά ενδιαφέρον. Όσο ανεβαίνει ο αριθμός στροφών ανά χιλιόμετρο, τόσο ανεβαίνει και ο αριθμός των εμπειριών, αφού και κάτι απρόοπτο να μην τύχει, έχεις να σκεφτείς και να αποφασίσεις για ένα σωρό πράγματα: Για την ταχύτητά σου, για την ταχύτητα του κιβωτίου (σκασμένη δευτέρα ή κούφια τρίτη;), για την γραμμή σου, για την επόμενη στροφή, για την συνέχεια του δρόμου πέρα από το οπτικό σου πεδίο... Έχεις φύγει πια από το πολύ γενικό του αυτοκινητόδρομου, έχεις αφήσει πίσω σου το γενικό του επαρχιακού, κι έχεις φτάσει στο ειδικό του στροφιλικιού! Εδώ πια καταλαβαίνεις ξεκάθαρα την διαφορά της οδήγησης μοτοσυκλέτας. Συμμετέχεις. Σκέφτεσαι. Αποφασίζεις. Κι ενώ στους ανοιχτούς δρόμους η οδήγηση μοτοσυκλέτας λίγο απέχει από τις δύο διαστάσεις που κινείται ένα αυτοκίνητο, εδώ στα στροφιλίκια περνάς θες δε θες στις τρεις διαστάσεις. Κινείσαι στο χώρο, άρα και στον χρόνο. Το αναπάντεχο εδώ μπορεί να έχει άμεσες συνέπειες, κι αυτό σε βάζει στο 101% της λειτουργίας του εγκεφάλου σου. Μπορεί να είναι χαλίκια στη μέση της στροφής, μπορεί να είναι ένα γίδι που θα πεταχτεί από το πουθενά. Εκεί θα διαπιστώσεις πως τα τρακτέρ είναι σαν τις γριές: Κινούνται αργά, αλλά πετάγονται ξαφνικά. Η πρόσφυση αλλάζει κάθε μέτρο και πρέπει να την υπολογίσεις, πέρα από το κλασικό σκιά ίσον υγρασία. Είσαι πια μέρος του τόπου, βλέπεις, μυρίζεις, σχεδόν αγγίζεις – από το Αγγελοπουλικό πλάνο του αυτοκινητόδρομου, αλλάζεις κανάλι και βλέπεις περιπέτεια με αδιάκοπη δράση. Κι όπου θες να πατήσεις ένα pause και να αράξεις για λίγο, έχεις άπειρες επιλογές. Προσοχή όμως, οι πολλές στάσεις χαλάνε το ρυθμό, και τα παϊδάκια επίσης.

 

Ένα άλλο στοιχείο που διακρίνει τα είδη δρόμων είναι το πού σε πάνε. Οι αυτοκινητόδρομοι συνδέουν μέρη γνωστά, μεγάλες πόλεις, απρόσωπες. Οι επαρχιακοί είναι σε πιο ανθρώπινη κλίμακα, αλλά δεν παύουν να είναι οι αυτοκινητόδρομοι του χτες. Τα στροφιλίκια σε πάνε πιο πέρα από την πολύ πεπατημένη, σε πολλά περισσότερα μέρη, σου επιτρέπουν να έχεις την χαρά της προσωπικής έστω ανακάλυψης, να ζήσεις νέα τοπία, νέους δρόμους, άλλους ανθρώπους. Για να το πας το πράγμα ένα βήμα παραπέρα, χρειάζεται να αφήσεις την άσφαλτο. Αν με τον αυτοκινητόδρομο περνάς κοντά από μια γαλακτοβιομηχανία (κι ούτε καν μυρίζεις το γάλα), με το στροφιλίκι θα περάσεις από τυροκομεία που πρώτα θα τα μυρίσεις κι ύστερα θα τα δεις. Πρέπει όμως να λερώσεις τα λάστιχά σου για να φτάσεις στο μαντρί. Εκεί, στους δασικούς, όταν πια θα έχεις σηκωθεί όρθιος στα μαρσπιέ και θα ζωγραφίζεις στο υγρό χώμα, συμμετέχοντας με όλο σου το σώμα, όλες σου τις αισθήσεις και τις ικανότητες, εμπειρίες πλούσιες σε περιμένουν, σε κάθε μέτρο που θα κάνεις.

 

Και για ν’ αλλάξεις επίπεδο, το πλάτος της διαδρομής σου πρέπει να μειωθεί για μια ακόμα φορά, και να μπεις σε μονοπάτι. Εκεί, κινείσαι στον αρχέγονο δρόμο: Μονοπάτια υπήρχαν πολύ πριν το πρώτο θηλαστικό, για άνθρωπο ούτε συζήτηση. Εκεί στα μονοπάτια, δίποδα και τετράποδα έχουν το πλεονέκτημα απέναντι στα δίτροχα: Δεν ξέρεις αν θα τα καταφέρεις. Κι αυτό κάνει όλη τη διαφορά, και την ικανοποίηση πολύ μεγαλύτερη. Γιατί νομίζετε λέει το τραγούδι "μες της ζωής το μονοπάτι", τυχαία;

 

ΦΩΤΟ: Χάρης Χριστόπουλος

editorial 522 - Kakonomics

Από το

Μαύρο Σκύλο

1/5/2013

Ο φίλος μου ο Πάνος μου έστειλε το ομώνυμο κείμενο της Ιταλίδας Gloria Origgi. Η φιλόσοφος και ειδική στη θεωρία της σκέψης, Gloria Origgi, με την ελληνικής ετυμολογίας λέξη Kakonomics, μιλά για την παράδοξη προτίμηση για χαμηλής ποιότητας συναλλαγές, κάτι που εξηγεί γιατί η ποιότητα ζωής μας συχνά είναι χάλια.

"Οι συνήθεις προσεγγίσεις της θεωρίας των παιγνίων αναφέρουν πως όταν οι άνθρωποι συναλλάσσονται (με ιδέες, υπηρεσίες ή αγαθά), επιθυμούν να λαμβάνουν υψηλή ποιότητα από τους άλλους. Ας θεωρήσουμε πως οι συναλλαγές μπορούν να γίνουν μόνο σε δύο επίπεδα ποιότητας: Υψηλή και χαμηλή. Ο όρος Kakonomics περιγράφει περιπτώσεις όπου οι άνθρωποι όχι μόνο θέλουν να λάβουν υψηλή ποιότητα δίνοντας για αντάλλαγμα χαμηλή (να κοροϊδέψουν κάποιον δηλαδή) αλλά στην πραγματικότητα προτιμούν να δώσουν χαμηλή ποιότητα και να λάβουν σε αντάλλαγμα επίσης χαμηλή.

Πως είναι δυνατόν κάτι τέτοιο; Και πως μπορεί κάτι τέτοιο να είναι λογικό; Ακόμα κι όταν τεμπελιάζουμε, και προτιμούμε να δώσουμε χαμηλή ποιότητα (όπως όταν δεχόμαστε να γράψουμε ένα άρθρο για ένα μέτριο περιοδικό, αρκεί να μην μας ζητήσουν να το δουλέψουμε και πολύ), θα έπρεπε λογικά να προτιμούμε να δουλέψουμε λιγότερο αλλά να αμειφθούμε περισσότερο απ' ότι θα άξιζε η δουλειά μας, δηλαδή να δώσουμε χαμηλή ποιότητα και να λάβουμε υψηλή. Η περίπτωση Kakonomics είναι διαφορετική: Σ' αυτήν, όχι μόνο προτιμούμε να δώσουμε ένα αγαθό χαμηλής ποιότητας, αλλά προτιμούμε να λάβουμε ένα εξίσου χαμηλής ποιότητας αντάλλαγμα!

Η Kakonomics είναι η παράδοξη, αλλά εξαιρετικά διαδεδομένη προτίμηση για χαμηλής ποιότητας συναλλαγές, όσο κανείς δεν παραπονιέται γι' αυτό. Ο κόσμος των Kakonomics είναι ένας κόσμος όπου οι άνθρωποι όχι μόνο ανέχονται την μετριότητα και την αναξιοπιστία των άλλων, αλλά την περιμένουν: "Γνωρίζω πολύ καλά πως δεν θα εκπληρώσεις στο ακέραιο τις υποσχέσεις σου, αλλά το δέχομαι γιατί θέλω να μπορώ κι εγώ να μην εκπληρώσω τις δικές μου χωρίς να αισθάνομαι άσχημα γι' αυτό". Η συμπεριφορά αυτή είναι αλλόκοτη και ενδιαφέρουσα γιατί όπως σε όλες τις συναλλαγές αυτού του είδους, τα δύο μέρη φαίνεται να έχουν μια διπρόσωπη συμφωνία: Πρώτα μια "επίσημη", όπου και οι δύο δηλώνουν την πρόθεσή τους για μια συναλλαγή σε υψηλό επίπεδο ποιότητας, και μετά μια ανομολόγητη, που δέχεται πως οι εκπτώσεις στην ποιότητα όχι μόνο επιτρέπονται αλλά είναι και αναμενόμενες. Γίνεται έτσι μια συμφωνία, ανομολόγητη όμως, για αμοιβαία εξαπάτηση. Έτσι, κανείς δεν επωφελείται, λαμβάνοντας περισσότερα απ' όσα θα έπρεπε. Οι συναλλαγές Kakonomics ρυθμίζονται από έναν άγραφο κοινωνικό νόμο για εκπτώσεις στην ποιότητα, μια κοινή αποδοχή ενός μετριότατου ή κακού αποτελέσματος που ικανοποιεί όμως και τα δύο μέρη, τουλάχιστον όσο μπορούν να συνεχίσουν να δηλώνουν πως η συναλλαγή ήταν σε υψηλό επίπεδο ποιότητας.

Ορίστε ένα παράδειγμα: Ένας επιτυχημένος συγγραφέας best seller πρέπει να παραδώσει το νέο του μυθιστόρημα στον εκδότη του, κι έχει αργήσει πολύ. Το κοινό του είναι πολυπληθές, κι ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά πως θα αγοράσει το βιβλίο του μόνο και μόνο επειδή θα γράφει το όνομά του στο εξώφυλλο, κι έτσι κι αλλιώς, λίγοι από αυτούς θα διαβάσουν πέρα από το πρώτο κεφάλαιο. Ο εκδότης του επίσης το γνωρίζει αυτό. Έτσι, ο συγγραφέας αποφασίζει να παραδώσει το νέο του βιβλίο με ένα συγκλονιστικό πρώτο κεφάλαιο αλλά μέτρια πλοκή από κει και πέρα (να το αποτέλεσμα χαμηλής ποιότητας). Ο εκδότης είναι ευχαριστημένος, τον συγχαίρει δηλώνοντας πως παρέλαβε ένα αριστούργημα (το παραμύθι της υψηλής ποιότητας) κι έτσι είναι και οι δύο ευχαριστημένοι. Ο συγγραφέας όχι μόνο προτιμά να παραδώσει χαμηλή ποιότητα, αλλά επιθυμεί και ο εκδότης να του δώσει το ίδιο, για παράδειγμα αποφεύγοντας να χτενίσει πολύ καλά το κείμενο βελτιώνοντάς το, και να το εκδώσει όπως είναι. Εμπιστεύονται ο ένας την αναξιοπιστία του άλλου, και συνωμοτούν για ένα κοινά αποδεκτό χαμηλής ποιότητας αποτέλεσμα που βολεύει και τους δύο. Όποτε υπάρχει μια τέτοια σιωπηρή συμφωνία σύγκλισης προς χαμηλή ποιότητα με στόχο αμοιβαία οφέλη, έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση Kakonomics.

Παραδόξως, αν ο ένας από τους δύο παραδώσει υψηλή ποιότητα αντί για την αναμενόμενη χαμηλή, ο άλλος αισθάνεται προδομένος και το θεωρεί αθέτηση της άτυπης συμφωνίας, ακόμα κι αν δεν το παραδεχτεί ανοιχτά. Στο παράδειγμά μας, έτσι θα ένιωθε ο συγγραφέας εάν ο επιμελητής του εκδότη βελτίωνε το κείμενό του. Η αξιοπιστία του εκδότη σ' αυτή την περίπτωση συνίσταται στο να παραδώσει την ίδια χαμηλή ποιότητα. Κόντρα στο κλασικό Δίλημμα του Φυλακισμένου της θεωρίας παιγνίων (όπου δύο άνθρωποι δεν συνεργάζονται ακόμα κι αυτό θα ήταν προς αμοιβαίο τους όφελος), η προθυμία επανάληψης μιας συναλλαγής με κάποιον εξασφαλίζεται όταν υπάρχει η σιγουριά πως κι εκείνος θα παραδώσει χαμηλή αντί για υψηλή ποιότητα.

Οι συναλλαγές Kakonomics δεν είναι πάντα κακές. Μερικές φορές επιτρέπουν μια αμοιβαία κατανόηση εκπτώσεων που κάνει την ζωή πιο χαλαρή για όλους. Όπως μου είπε ένας φίλος που ανακαίνιζε μια αγροικία στην Τοσκάνη, "οι Ιταλοί μαστόροι ποτέ δεν τελειώνουν τη δουλειά στο συμφωνημένο χρόνο, το καλό όμως είναι πως δεν περιμένουν κι εσύ να τους πληρώσεις τότε που έχεις υποσχεθεί".

Το μεγάλο όμως πρόβλημα των Kakonomics -που στα αρχαία Ελληνικά σημαίνει χείριστα οικονομικά- και ο λόγος για τον οποίο αποτελούν μια μορφή συλλογικής παράνοιας εξαιρετικά δύσκολης να εξαλειφθεί, είναι πως κάθε συναλλαγή χαμηλής ποιότητας είναι ένα τοπικό ισοζύγιο όπου και τα δύο μέρη μένουν ευχαριστημένα, αλλά κάθε μία από αυτές τις συναλλαγές διαφθείρει μακροχρόνια συνολικά το σύστημα. Οπότε, οι απειλές που αντιμετωπίζουν τα καλά συλλογικά αποτελέσματα δεν προέρχονται μόνο από "αρπακτικά" και "κερδοσκόπους", όπως μας διδάσκουν οι καθιερωμένες κοινωνικές επιστήμες, αλλά και από καλά οργανωμένους κανόνες Kakonomics που εξασφαλίζουν πως τα αποτελέσματα των συναλλαγών θα είναι προς το χειρότερο. Ο συνδετικός ιστός της κοινωνίας δεν είναι μόνο η συνεργασία για το γενικό καλό. Για να καταλάβουμε γιατί πολλές φορές "η ζωή είναι σκατά", θα πρέπει να μελετήσουμε τις άτυπες συμφωνίες που προσδοκούν σε ένα ατομικό όφελος και ταυτόχρονα σε μια συλλογική ζημία."

Στο συνεργείο: Ο πελάτης πάει γιατί άκουσε πως είναι φθηνό. Σκέφτεται πως και καλή δουλειά να μην γίνει, θα δώσει λίγα, οπότε εντάξει. Ακόμα και πριν φτάσει και το δει, έχει προσπαθήσει να πείσει τον εαυτό του πως το πάτωμα θα είναι μαύρο από στυλιστική επιλογή, κι όχι από τα λάδια είκοσι ετών που κανείς δεν καθάρισε, και πως τα μισολυμένα μοτέρ και τα διάσπαρτα παντού παλιά εξαρτήματα είναι άποψη εικαστική. Ανάλογες μυθοπλασίες ισχύουν και για την συμπεριφορά του μάστορα, που ξινίζει τα μούτρα του λες και ο πελάτης έχει έρθει για να του κάνει τη ζωή δύσκολη, κι όχι για να του δώσει δουλειά. Αλλά έτσι είναι οι ιδιοφυΐες, ιδιόρρυθμες, κι η ανάγωγη συμπεριφορά τους δικαιολογείται από το μεγαλείο των έργων τους. Παρά το αυτοπαραμύθιασμα όμως, ο πελάτης γνωρίζει πως η δουλειά δεν θα είναι πρώτης τάξης, αλλά ελπίζει κιόλας πως η χαμηλή τιμή θα αντισταθμίσει την τσαπατσουλιά και την έλλειψη γνώσεων. Από την μεριά του, ο μάστορας γνωρίζει πως ο πελάτης είναι στο κόλπο ("θα δώσω λίγα, θα πάρω αντίστοιχα λίγα"), οφείλει όμως να κάνει την προσπάθεια να ανεβάσει την δουλειά του, με ένα καλά προβαρισμένο ανεκδοτολογικό λογύδριο, για να πείσει τον πελάτη πως όλοι οι άλλοι θα του έπαιρναν τζάμπα λεφτά, και πως μόνος εκείνος είναι μυημένος στα απόκρυφα των κινητήρων των παπιών. Ενστικτωδώς, ο μάστορας γνωρίζει πως να χειραγωγήσει ψυχολογικά τον πελάτη, όπως επίσης γνωρίζει πως ακόμα και τα σχετικά λίγα χρήματα που θα του πάρει είναι στην πραγματικότητα πάρα πολλά για τις δουλειές που δεν θα κάνει, αλλά θα πει ότι έχει κάνει. Η συναλλαγή ολοκληρώνεται, ο πελάτης φεύγει ευχαριστημένος που έδωσε σχετικά λίγα χρήματα (για δουλειές όμως που δεν έγιναν, ή που έγιναν με σφυροκάλεμο), αφήνοντας τον μάστορα επίσης ευχαριστημένο γιατί με τόσο λίγο κόπο και ικανότητα έβγαλε το μεροκάματο. Τέτοιου είδους συναλλαγές εξαπλώνονται σαν ιώσεις, ξεκινώντας μια δίνη που ρουφάει προς τα κάτω όλο και περισσότερους, υποβαθμίζοντας την ποιότητα και των πελατών, και των υπηρεσιών, και των μαστόρων. Αφού γίνεται κι έτσι, γιατί να προσπαθήσω για κάτι καλύτερο; Μετά, ο πελάτης κοκορεύεται στους φίλους του πως έδωσε μόνο 50 ευρώ για service στο τετρακύλινδρό του, εννοώντας πως είναι κορόιδα όσοι πληρώνουν λογικά χρήματα για αξιοπρεπή εργασία.

Το αντίστροφο: Στο αψεγάδιαστο συνεργείο, ο ευγενικός μάστορας σου λέει μια τιμή που σου φαίνεται χαμηλή. Γίνεσαι πολύ δύσπιστος και φεύγεις: "Κάποιο λάκκο έχει η φάβα", σκέφτεσαι, αντί για το πιο λογικό, "Επιτέλους, σωστό μαγαζί με σωστές τιμές".

Για ανταλλακτικά: Πάρε το ιμιτασιόν, την ίδια δουλειά θα κάνεις. Αμ δε. Μετά από δέκα χρόνια αχρηστίας, αποφάσισα να ξαναβγάλω στο δρόμο το παλιό μου SS50 (τέλη δεκαετίας '60). Αγόρασα ένα σετ "πάνω" φλάντζες έναντι του συγκλονιστικού αντιτίμου του ενός ευρώ και εξήντα λεπτών, κομπλέ με o-ring, ζουάν για την εξάτμιση, τσιμουχάκια βαλβίδων. Το μετάνιωσα με το που το άνοιξα, ήταν σαν κομμένες από παλιό χαρτί τετραδίου. Μερικές δεν έκαναν, μακάρι να μην ταίριαζε καμία για να τις πετάξω όλες. Τι περίμενα; Ποιότητα Honda με 1,60; Σ' αυτή την περίπτωση το Kakonomics δούλεψε: Τις αγόρασα, ξέροντας πως θα είναι σκουπίδια, αλλά παραμυθιάστηκα πως "θα κάνω τη δουλειά μου". Κάπου στα βάθη της Κίνας ένας Κινέζος φλαντζάς γελάει. Τελειωμό δεν έχουν τα κορόιδα. Αν μου κοστίζουν εμένα 15 σεντ του ευρώ, τι περιμένουν; Να είναι και καλές;

Για την επιλογή μοτοσυκλέτας: "Δεν κάνω ράλι εγώ", μου είπε κάποιος όταν μετά από ερώτησή του προσπαθούσα να του εξηγήσω τις μίνιμουμ προδιαγραφές μιας σύγχρονης μοτοσυκλέτας. Εν γνώσει του, ήθελε να πάρει μια κακή, απαρχαιωμένη μοτοσυκλέτα, ενώ είχε τα χρήματα να πάρει μια καλύτερη. Προτιμούσε δηλαδή την κακή ποιότητα έναντι χαμηλού αντιτίμου, αντί για αποδεκτή ποιότητα με ελάχιστα περισσότερα χρήματα. Και φυσικά, ο εγκέφαλος του ανθρώπου είναι πρώτος στο να βρίσκει δικαιολογίες για ο,τιδήποτε. Είχε πείσει τον εαυτό του πως αφού δεν είναι "ραλίστας", κάτι χωρίς φρένα, χωρίς αναρτήσεις, χωρίς επιδόσεις, κάτι επικίνδυνο τέλος πάντων, είναι αρκετό για κείνον.

Για τις παρέες: Μερικοί φοβούνται τη μοναξιά. Ίσως γιατί περισσότερο απ' όλα φοβούνται να μείνουν μόνοι με τον εαυτό τους. Και ανέχονται παρέες. Και οι παρέες, αντίστοιχα, τους ανέχονται. Γιατί μερικές φορές οι παρέες επίτηδες περιλαμβάνουν ανθρώπους που δεν θα έκαναν κανονικά παρέα μαζί τους, έτσι για να έχουν να τους κακολογούν όταν δεν είναι παρόντες, ή να τους την μπαίνουν μειωτικά όταν είναι παρόντες. Συνειδητή επιλογή χαμηλής ποιότητας, και τους λόγους ας τους βρουν οι ψυχίατροι. Και πάνε και ταξίδια μαζί, που όλοι είναι στην γκρίνια όλη την ώρα. Και κανείς δεν φχαριστιέται το ταξίδι. Καλύτερα μόνος. Κι ας τα δεις όλα.

To χειρότερο: Μια Kakonomics συναλλαγή θεωρείται πια δεδομένη, ο κανόνας, κάτι αντίστοιχο με το "όλοι τα παίρνουν", "όλοι είναι ένοχοι", και η κοινωνία αρχίζει, συνηθίζει και συνεχίζει να λειτουργεί μόνο σ' αυτή τη βάση. Έτσι κι αλλιώς, οι μέτριοι πάντα θέλουν όλοι να κατέβουν στο επίπεδό τους, και κάνουν ό,τι μπορούν γι' αυτό. Ένας από τους τρόπους που χρησιμοποιούν είναι να ισχυρίζονται πως όλοι είναι όμοιοί τους ή, ακόμα κι αν πράττουν διαφορετικά, θα ήθελαν να είναι. Έχει γίνει επίσης η στάνταρ δικαιολογία για όσους δεν κάνουν, ή δεν κάνουν καλά την δουλειά τους: Ενώ κάποιος δέχεται να κάνει μια δουλειά με συγκεκριμένο αντίτιμο, στην πορεία δικαιολογεί την ανεπάρκειά του ή την άρνησή του να την κάνει με το πρόσχημα πως δεν πληρώνεται αρκετά. Προφανώς, όταν προσλήφθηκαν, ήξεραν, αλλά φυσικά δεν είπαν ποτέ, πως δεν πρόκειται να κάνουν καλά την δουλειά τους, γιατί θεωρούσαν εξ αρχής μικρή την αμοιβή. Αλλά δέχτηκαν την συμφωνία, λέγοντας μετά το απίθανο "εμείς κάνουμε πως δουλεύουμε κι αυτοί κάνουν πως μας πληρώνουν". Κι όλα καλά, και πάμε για καλύτερα...