Editorial 573 - Μια στιγμή, έξι ώρες

x
Από το

motomag

1/8/2017

Ακόμα κι από τα πιο ωραία ταξίδια, λίγες στιγμές είναι αυτές που θα μείνουν για πάντα. Όταν στις παρέες λένε ιστορίες, φάσεις που κράτησαν δευτερόλεπτα γίνονται ολόκληρες αφηγήσεις. Όταν ρωτήσεις κάποιον, πες μου την καλύτερη φάση που έχεις ζήσει με μοτοσυκλέτα, το πιο πιθανό είναι να ξεκινήσει από κάτι πολύ γενικό, “είχαμε πάει ένα ταξίδι…”, αλλά μόλις αρχίσει να λέει γιατί θυμάται αυτό το ταξίδι, θα περιγράψει ένα σκηνικό εξαιρετικά σύντομο σε διάρκεια, ή δυό-τρία αντίστοιχα σύντομα περιστατικά. Αυτά είναι που καθορίζουν και το πώς θα θυμάσαι όλη την βόλτα, την εκδρομή, το ταξίδι. Αυτά είναι που μένουν, κι όχι τα χιλιόμετρα όπου απλώς κινείσαι χωρίς να συμβαίνει κάτι το ιδιαίτερο.

 

Γι’ αυτές τις στιγμές οδηγούμε μοτοσυκλέτα. Γι’ αυτά τα μικρά κομματάκια του τώρα, όταν ήμαστε τυχεροί να τα ζήσουμε. Γιατί υπάρχει και μια μεγάλη παγίδα, που δεν μας αφήνει να ζήσουμε στο παρόν: Να ασχολούμαστε με το παρελθόν ή το μέλλον, κι οι στιγμές της πραγματικής ζωής να περνάνε απαρατήρητες. Όταν έρχονται όμως, όταν καταφέρνουμε να τις ζήσουμε και να τις απολαύσουμε, η ανάμνησή τους μένει για πάντα, κι εκείνη την ώρα, άντε και για λίγο ακόμα, είμαστε ευτυχείς, είμαστε ελεύθεροι. Τι μ’ έπιασε τώρα καλοκαιριάτικα και τα σκέφτομαι αυτά; Διάβασα μια δήλωση του Rossi, που αποκαλύπτει γιατί κάνει αυτό που κάνει, γιατί συνεχίζει να τρέχει, γιατί τελικά κι εμείς οδηγούμε μοτοσυκλέτα. Και δεν είναι το προφανές. Δεν συνεχίζει να τρέχει ούτε για να κάνει τα πρωταθλήματά του δέκα, ούτε για να μαζέψει τις πιο πολλές νίκες, ούτε για να βγάλει κι άλλα λεφτά. Το κάνει με στόχο να ζήσει ακόμα μια φορά εκείνη την στιγμή που τον φτιάχνει περισσότερο απ’ ο,τιδήποτε άλλο:

 

“Tο παρελθόν και τα ρεκόρ δεν μετράνε και τόσο πολύ. Ζω το τώρα, ζω τη στιγμή. Ο λόγος που δουλεύω κάθε μέρα και που αγωνίζομαι είναι για να γευτώ αυτές τις 5-6 ώρες μετά την νίκη. Είναι δύσκολο να περιγράψω την έκρηξη των συναισθημάτων όταν περνάω πρώτος την γραμμή του τερματισμού. Είναι ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί. Κι αυτό το συναίσθημα συνεχίζει να υπάρχει μέχρι που να πας στο κρεβάτι ευτυχισμένος. Την Δευτέρα το πρωί ξυπνάς κι είναι μια καινούργια μέρα.”

 

Μετά από εννιά τίτλους, 115 νίκες και 225 θέσεις στο βάθρο μέσα σε 20 χρόνια και 313 μέρες στα GP, ο Rossi κέρδισε στο Assen, κι είχε ένα χρόνο να γευτεί αυτό το συναίσθημα. Η πρώτη του νίκη σε GP ήταν στις 18 Αυγούστου του ’96 στο Brno με Aprilia RS125R, αν μετράμε μόνο αυτές σε κορυφαίο επίπεδο, κι όχι όλες της καριέρας του. Γεννημένος Φεβρουάριο του ’79, με πατέρα αγωνιζόμενο και μάνα που φοβόταν για το γιό της, δεν ξεκίνησε με μηχανάκια, αλλά με καρτ. Πήρε το τοπικό πρωτάθλημα καρτ το ’90, και την επόμενη χρονιά ξεκίνησε να οδηγεί minimoto, κερδίζοντας κι εκεί αγώνες. Φανταστείτε τώρα ένα παιδάκι, να προσπαθεί, να παλεύει, να κερδίζει, πέντε χρονών. Η νίκη είναι η ανταμοιβή του, αυτή που τον δικαιώνει, αυτή που τον ανεβάζει. Και με την λαμπρή πορεία της καριέρας του, είχε όλο το χρόνο για να εθιστεί στην νίκη. Συγκεκριμένα, πάνω από 33 χρόνια! Kι όμως, ακόμα κι όταν παίρνει την δόση του, ακόμα κι όταν κερδίζει τους πολύ νεότερους αντιπάλους του, η ψυχική ανάτασή του κρατάει λίγες ώρες μόνο. Μια στιγμή, λίγες ώρες ευτυχίας. Και για να τις ζήσει ξανά, πέρασε ένας χρόνος, πολύς κόπος, σκληρή δουλειά, απογοητεύσεις, νίκες που έχασε τελευταία στιγμή, πισωγυρίσματα, προσπάθειες για το ιδανικό στήσιμο, ένα σωρό αντίπαλοι ικανοί για νίκη. Στο επίπεδο του Rossi, μόνο η νίκη μπορεί να τον κάνει ευτυχισμένο.

 

Ευτυχώς, για μας τους κοινούς θνητούς τα πράγματα είναι πιο απλά. Φυσικά, οι στιγμές που χαρίζουν ευτυχία δεν έρχονται και σε μας πιο εύκολα, κι ίσως ούτε πιο συχνά. Βοηθάει, αν δημιουργείς ευκαιρίες για να τις ζήσεις. Αν δεν μένεις ακίνητος, αν ζεις. Για έναν μοτοσυκλετιστή, που οδηγώντας την μοτοσυκλέτα του ζει και τέτοιες στιγμές, είναι όση ανταμοιβή χρειάζεται για να συνεχίσει να το κάνει. Αφαιρετικά, μια μοτοσυκλέτα δεν διαφέρει και πολύ από έναν άνθρωπο. Υπάρχουν τα μηχανικά μέρη (μύες, κόκκαλα, όργανα), υπάρχει η χημεία του καυσίμου (και η αντίστοιχη του ανθρώπινου σώματος, από την κατανάλωση ενέργειας ως τις ορμόνες και όποια άλλη χημική ένωση έχει), υπάρχει το ηλεκτρικό σύστημα (και το ανθρώπινο είναι απείρως πιο πολύπλοκο) και η ηλεκτρονική, η κεντρική μονάδα που τα ρυθμίζει όλα (ο εγκέφαλός μας).

Τα συναισθήματά μας ρυθμίζονται από ένα σύνθετο μίγμα χημικών και ηλεκτρισμού. Η ηλεκτρονική μας είναι κάπως βαριά, πάνω από ένα κιλό, κι έχει κάπου 86 δισεκατομμύρια νευρώνες, που μεταφέρουν ηλεκτρικά σήματα. Κάθε νευρώνας κάνει εκατοντάδεις συνάψεις με άλλους γύρω του, και συνολικά υπολογίζεται πως υπάρχουν πάνω από 300 τρισεκατομμύρια συνάψεις. Αυτό το απίστευτο ηλεκτροχημικό δίκτυο μας κάνει ικανούς να νιώθουμε, να έχουμε συναισθήματα. Έξι χημικά είναι κυρίως υπεύθυνα για τις καλές στιγμές που ζούμε: Η ντοπαμίνη (συνδέεται με την ανταμοιβή, την ευχαρίστηση αλλά και τον εθισμό, στις νίκες ας πούμε!) που αν έχεις πολλή χάνεις την επαφή με την πραγματικότητα, αν έχεις λίγη ρισκάρεις χωρίς λόγο. Η νοραδρεναλίνη (ή νορεπινεφρίνη, συνδέεται με το stress και την λήψη αποφάσεων, ανεβάζει την πίεση και τους σφυγμούς, ενισχύει την εγρήγορση του εγκεφάλου και την λήψη αποφάσεων.  Το αμινοβουτυρικό οξύ γάμμα, που είναι ανασταλτικός παράγοντας, μειώνει τις μεταδόσεις των νευροδιαβιβαστών αφήνοντάς τους χρόνο να ανακάμψουν, μειώνοντας το άγχος.  Η σεροτονίνη, που ονομάζεται και ορμόνη της ευτυχίας, είναι το καλύτερο και πιο φυσικό αντικαταθλιπτικό. Η βήτα ενδορφίνη, που παράγεται όταν πονάμε ή ακόμα κι όταν αθλούμαστε ή οδηγούμε μοτοσυκλέτα, ένα φυσικό οπιοειδές με δράση παρόμοια με της μορφίνης, δίνει μια αίσθηση ευτυχίας. Η οξυτοκίνη, η ορμόνη της εμπιστοσύνης ή και της αγάπης, υπάρχει μόνο στα θηλαστικά, συνδέεται με τις ανθρώπινες σχέσεις και την σεξουαλική διέγερση. Αυτά είναι τα βασικά “χημικά” που καθορίζουν το πώς αισθανόμαστε, σ’ αυτά οφείλεται και το χαϊ της νίκης του Rossi αλλά και η απόλαυση των δικών μας μοναδικών στιγμών όταν οδηγούμε την μοτοσυκλέτα μας.

 

Οι περισσότεροι, αν τους ρωτήσεις τι αντιπροσωπεύει η μοτοσυκλέτα γι’ αυτούς, θα απαντήσουν “ελευθερία”, κάτι μάλλον ασαφές που πιθανόν εννοεί την δυνατότητα να κάνεις τις δικές σου επιλογές και να πάρεις τις δικές σου αποφάσεις για το πώς θα ζήσεις την ζωή σου.  Οδηγώντας, βιώνεις μια αίσθηση ελέγχου για την ζωή σου, μέσα σε έναν χαοτικό κόσμο. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να συμβεί ο,τιδήποτε... Τάξη και χάος μαζί – κι εσύ καταφέρνεις να τα ισορροπείς, τις περισσότερες φορές τουλάχιστον, ένας μικρός θεός για λίγες στιγμές, με ανταμοιβή αυτά τα λίγα χημικά των ευτυχισμένων στιγμών. Κι αυτές οι στιγμές είναι ό,τι καλύτερο συμβαίνει στην ζωή μας. Τουλάχιστον σ’ αυτό, είμαστε ίδιοι με τον Rossi.

 

 

 

 

 

editorial 524 - Club 100

Από το

Μαύρο Σκύλο

3/7/2013

Δεν μπορώ να φανταστώ πως στα κολασμένα στροφιλίκια του Montenegro μια street θα μπορούσε να πάει το ίδιο γρήγορα και το ίδιο απολαυστικά με τις on-off του MEGA TEST. Στο editorial του προηγούμενου τεύχους έγραφα πως οι on-off είναι πια οι στάνταρ μοτοσυκλέτες, με τις υπόλοιπες κατηγορίες να είναι οι... εξειδικευμένες, όπως οι street. To ταξίδι μας στο Montenegro επιβεβαίωσε τους ισχυρισμούς μου. Στην πραγματική ζωή, η οδήγηση σε κάθε είδους δρόμο είναι απόλαυση με αυτές τις μοτοσυκλέτες που πρώτοι εμείς στο ΜΟΤΟ αποκαλέσαμε παντός δρόμου. Χωρίς αυτή η απόλαυση να σταματά εκεί που τελειώνει η άσφαλτος. Μερικοί μπορούν να θεωρήσουν από παράδοξη έως υπερβολική την χρήση μιας μοτοσυκλέτας με 1200 κυβικά και πάνω από 100 ίππους στο χώμα, αλλά δεν είναι. Το μόνο εμπόδιο είναι για τους περισσότερους το ποσό που απαιτείται για την αγορά της, και οι οδηγικές ικανότητες που θα πρέπει να διαθέτουν για να την πάνε όπως μπορεί να πάει. Στην πραγματικότητα, οι καλύτερες σημερινές παντός δρόμου είναι πιο ικανές στα χώματα από άλλες μικρότερες δικύλινδρες ή μονοκύλινδρες, ακόμα κι από κάποιες που έχουν τα μισά τους κυβικά και άλογα.

Αλλά τα χώματα είναι μόνο ένα μέρος των ταλέντων τους. Όπως φάνηκε στα πολλά βρεγμένα χιλιόμετρα που κάναμε, αν είσαι εξοπλισμένος με αδιάβροχα, μπότες και γάντια που δεν μπάζουν νερό, μπορείς να τις ευχαριστηθείς ακόμα κι εκεί, ευχαριστώντας την εξέλιξη των RAIN mode, των ABS και των traction control. [Παρένθεση περί αδιάβροχων: Αξιόπιστα αδιάβροχες μπότες βρίσκεις πια, με τα αδιάβροχα πάνω κάτω και τα γάντια τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Έχουμε δει φτηνά που δεν μπάζουν, στην αρχή τουλάχιστον, και ακριβά που είναι σφουγγάρια. Ίσως πρέπει να φτιάξουμε μια λίστα με τα αποδεδειγμένα αδιάβροχα αδιάβροχα.]

Κάπου εκεί μου καρφώθηκε και μια άλλη ερώτηση στο μυαλό, από αυτές που μου έρχονται κατά καιρούς για να βασανίζομαι εγώ και να βασανίζω και τους γύρω μου: Μπορεί μια μοτοσυκλέτα να είναι καλή αν δεν την ευχαριστιέσαι και κάτω από τα 100 km/h; Μπορείς να απολαμβάνεις οδήγηση με μέγιστη ταχύτητα τα 100; Μήπως στις σημερινές οικονομικές και κυκλοφοριακές συνθήκες τέτοιου είδους μοτοσυκλέτες είναι οι πιο χαβαλεδιάρικες ό,τι διαδρομή κι αν κάνεις; Σκέφτηκα τον Λύκο που μόλις τελείωσε την ανακατασκευή ενός XL185, που το 99% των χιλιομέτρων που θα κάνει θα είναι έως 100. Είμαι σίγουρος πως θα είναι ξετρελαμένος χωρίς ποσώς να τον απασχολεί που αυτό το μηχανάκι του δεν θα βλέπει πολύ πάνω από 100 συχνά, και που θα πάει 120 αν ο άνεμος είναι ούριος, ο δρόμος έντονα κατηφορικός και οι πλανήτες ευθυγραμμισμένοι καταλλήλως, με τις βαλβιδούλες του να χοροπηδάνε στην κεφαλή λίγο πριν πεταχτούν έξω και το πλαίσιο ένα τσικ πριν κοπεί, συνήθως στην αριστερή μεριά, κοντά στον άξονα του ψαλιδιού.

Το σκεφτόμουν επίσης οδηγώντας την τελευταία βδομάδα το Honda ΜSX125, με το τετρατάχυτο συμπλεκτάτο ψεκαστό παπίσιο μοτεράκι του και τα δωδεκάρια λαστιχάκια του. Σε κάθε φανάρι κάποιος θα μου μιλήσει, ρωτώντας γι' αυτό, όπου σταματήσω όλοι το χαζεύουν, προφανώς γιατί το θεωρούν χαριτωμένο, γιατί κάτι τους λέει χωρίς ίσως να ξέρουν ακριβώς γιατί. Κι αυτό πάει 100 στην ευθεία, παραπάνω στον κατήφορο. Μέχρι τα 100 όμως, τα έχεις κάνει όλα κι έχεις περάσει πολύ καλά, ακόμα και στην πιο συνηθισμένη, βαρετή συνήθως διαδρομή. Γιατί μου ανάβουν φωτιές τώρα; Αν είχα ένα δεκάρικο για κάθε έναν που με ρώτησε, θα είχα μαζέψει τα λεφτά για να το αγοράσω, ή μήπως να τα μαζέψω για να πάρω δεκατριάρι Husqvarna, με τις τιμές που έχουν; Θέλει κανείς το εντεκάρι μου;

Ποιό είναι το μυστικό του Club 100; Κοίτα να δεις, ρωτάω ποιό είναι το μυστικό χωρίς να έχω εξηγήσει τι είναι το Club 100. Για να συνεννοούμαστε, προτείνω να λέμε πως ανήκουν στο Club 100 όλοι εκείνοι οι αναβάτες και όλες οι μοτοσυκλέτες που την κύρια απόλαυση από την οδήγησή τους την βρίσκουν πριν τα 100. Δεν υπάρχει περιορισμός κυβικών, ας είναι και Goldwing 1800, αρκεί να σου δίνει χαρά όταν την οδηγείς και κάτω από 100. Εκεί μέσα στο Club 100 μπαίνουν από μοτοποδήλατα μέχρι MX, trial και enduro, αν και οι superbikes και τα supersport όχι, καθώς δεν μπορεί να ισχυριστεί κάποιος πως τα απολαμβάνει κυρίως πριν... φτάσει η πρώτη στον κόφτη. Στο Club 100 έτσι ανήκουν και τα classics, που κι αυτά τα απολαμβάνουμε με ταχύτητες καθημερινά εφικτές, κοινό χαρακτηριστικό των Club 100 μοτοσυκλετών. Όπως είπαμε και για τα χωματερά, που τα πάντα στον κόσμο τους συμβαίνουν κυρίως κάτω από τα 100, χωρίς αυτό να αφαιρεί ούτε στο ελάχιστο την γοητεία τους.

Το μυστικό λοιπόν του Club 100 είναι πως μπορείς να οδηγείς πραγματικά στο όριο, χωρίς να χρειάζεσαι ούτε πίστα, ούτε συγκεκριμένο είδος δρόμου, τίποτα το ειδικό. Κι όταν λέμε στο όριο, είναι από κάθε άποψη, στο όριο των δυνατοτήτων του αναβάτη ή της μοτοσυκλέτας: Στην ουσία, οι συγκινήσεις από την επαφή με αυτό το όριο δεν διαφέρουν από αυτές που ζει ο Rossi οδηγώντας στα MotoGP. Ακόμα κι ο ίδιος όμως ο Valentino, για να διασκεδάσει και να προπονηθεί και να ευχαριστηθεί οδήγηση όταν δεν καβαλάει την Μ1 του, κάνει γύρους σε πίστα dirt track με το Ouroboros που φτιάχνει ο πατέρας του ή παίζει με χωματερά μηχανάκια ή κοντράρεται με τους φίλους του πάνω σε φτιαγμένα τρίκυκλα Ape, άρα εκτός MotoGP, είναι κι εκείνος μέλος του Club 100, ακόμα κι αν δεν το ξέρει. Κάπως έτσι, διαπιστώνουμε πως στην κυριολεξία τους οι συγκινήσεις δεν εξαρτώνται από την απόλυτη ταχύτητα, παρά μόνο από την σχετική. Για να συγκινηθείς απαιτείται κίνηση, ελληνικά μιλάμε, ας καταλαβαίνουμε και τι σημαίνουν οι λέξεις. Γι' αυτό και υποστηρίζω πως για να ευχαριστηθείς την μοτοσυκλέτα, δεν απαιτείται ούτε η πιο γρήγορη, ούτε η πιο ακριβή, ούτε η πιο εξοπλισμένη, ούτε η πιο καινούργια. Το μόνο που χρειάζεται είναι να λειτουργεί, να την καβαλήσεις και να φύγεις.

Ίσως μερικούς να τους ξενίζει η ιδέα πως μπορεί να οδηγείς στο όριο ενώ πηγαίνεις σιγά. Κι εδώ μπαίνει η έννοια της απόλυτης και της σχετικής ταχύτητας. Όταν παλιότερα πηγαίναμε το ZX-12R τελικιασμένο στα 312, τότε βιώναμε την απόλυτη ταχύτητα μοτοσυκλέτας παραγωγής. Όταν σήμερα περνάμε ένα κακοτράχαλο μονοπάτι με 40, πάμε αργά; Σε απόλυτα νούμερα ναι, σε σχετική ταχύτητα όχι, αν είναι πολύ δύσκολο να περάσει κάποιος από το ίδιο μονοπάτι με 42. Άρα, μπορείς να οδηγείς οριακά με 40, ενώ αν ταξιδεύεις στον ανοιχτό δρόμο με 160 κινδυνεύεις να σε πάρει ο ύπνος.

Αν και δεν δεχόμαστε νταλίκες στο Club 100, απατάσθε αν πιστέψετε πως είναι αργές ή δεν οδηγούνται οριακά, έστω κι αν δεν το συνειδητοποιούμε εύκολα. Μια φορτωμένη νταλίκα που κινείται σταθερά με 100, μπορεί να βγάλει καλύτερη μέση ωριαία από μια παρέα γρήγορων που θα πηγαίνουν τέζα αλλά θα σταματάνε κάθε 50-60 χιλιόμετρα για ανεφοδιασμό, τσιγάρο και κουβεντούλα. Πόσες φορές δεν σας έχει τύχει να βλέπετε την νταλίκα που είχατε περάσει ώρα πριν, να σας προσπερνά όταν σταματήσετε στο βενζινάδικο; Βγάζει καλύτερη μέση ωριαία, τι να κάνουμε, κι όσο για την οριακή οδήγηση της νταλίκας, δεν την αντιλαμβανόμαστε όσο κινείται με σταθερή ταχύτητα, μόλις όμως συμβεί κάτι και πρέπει να φρενάρει ή να αλλάξει πορεία απότομα και αναλάβει πια η μάζα και η αδράνειά της τον λόγο, γίνεται χαμός.

Αν δεν απολαμβάνεις την οδήγηση πηγαίνοντας και χαλαρά, δεν είναι καλή η μοτοσυκλέτα. Σωστό ή λάθος; Ας το σκεφτούμε λίγο. Μου φαίνεται πως μια μοτοσυκλέτα που την απολαμβάνεις μόνο πηγαίνοντας γρήγορα, είναι χειρότερη από μια που την βρίσκεις μαζί της και στο χαλαρό και στο γρήγορο. Στην δεύτερη περίπτωση, χρειάζεται πολύ πιο ποιοτικές αναρτήσεις που να μπορούν να ανταποκριθούν το ίδιο καλά και σε χαμηλές και σε υψηλές ταχύτητες, κι αυτό είναι πιο δύσκολο και πιο ακριβό για να το πετύχει ένας κατασκευαστής μοτοσυκλετών. Απαιτείται επίσης πολύ μεγαλύτερη αρχική επένδυση στην σχεδίασή της, τόσο σε γνώση όσο και χρήμα, από το στάδιο της σχεδίασης ως τις δοκιμές εξέλιξης. Ζητήματα όπως η συγκέντρωση της μάζας κοντά στο κέντρο βάρους έχουν προκύψει και εξελιχθεί από αυτή ακριβώς την ανάγκη, της ομοιογενούς και προβλέψιμης συμπεριφοράς της μοτοσυκλέτας σε όλες τις συνθήκες. Πολλοί μπερδεύουν την έννοια "ευκολοδήγητο" πιστεύοντας πως λίγο πολύ σημαίνει "μειωμένων δυνατοτήτων". Το αντίθετο συμβαίνει. Ας πάρουμε για παράδειγμα τις αγαπημένες μας παντός δρόμου αυτού του τεύχους. Οι καλύτερες από αυτές χρειάστηκαν τουλάχιστον τρεις γενιές και δεκαετίες έρευνας, εξέλιξης και εμπειρίας για να φτάσουν τις σημερινές τους δυνατότητες, όπου φυσικά και είναι πιο ευκολοδήγητες από τις προγόνους τους ενώ ταυτόχρονα οι επιδόσεις τους είναι αναμφισβήτητα ανώτερες σε όλους τους τομείς. Και ειδικά για να γίνουν ικανές να μπουν και στο Club 100, να μπορούν δηλαδή να είναι απολαυστικές και όταν πηγαίνεις χαλαρά ή σε πολύ κλειστό στροφιλίκι, χρειάστηκε να βελτιωθεί τόσο η ομοιογένειά τους, όσο και κάθε υποσύστημά τους ξεχωριστά, μαζί με την αρμονική συνεργασία όλων των υποσυστημάτων. Νομίζετε πως είναι απλό να κάνεις ελαστικό έναν δικύλινδρο κινητήρα 1200 κυβικών και 130 ίππων, την στιγμή που μια γενιά πριν ένας παρόμοιος με 1000 κυβικά και 90 ίππους δεν ήταν; Καθόλου απλό. Αυτό φάνηκε άλλωστε γιατί ακόμα και μετά από τόσα χρόνια εμπειρίας με τους ψεκασμούς ακόμα βελτιώνονται αισθητά κάθε χρόνο, σε αντίθεση με την αντίληψη που υπήρχε όταν πρωτοεφαρμόστηκαν (ή καλύτερα, την ελπίδα) πως τώρα τέλειωσαν όλοι μας οι μπελάδες, οι τροφοδοσίες αναφλέξεις θα αυτορυθμίζονται και με το software θα κάνεις μια έτσι με το laptop σου και θα τα φτιάχνεις όλα. Δεν συνέβη κάτι τέτοιο.

Όπως δεν είναι και απλό να φτιάξεις έναν προοδευτικό, σταθερής απόδοσης συμπλέκτη, ένα καλοσχεδιασμένο κιβώτιο με τις κατάλληλες σχέσεις και σωστή αίσθηση κουμπώματος ταχύτητας στο λεβιέ, και τόσα άλλα. Αυτό που θέλω να πω είναι πως για να φτιαχτεί μια ικανή μοτοσυκλέτα, απολαυστική σε όλες τις συνθήκες, ρυθμούς και ταχύτητες, απαιτείται πολύ περισσότερος κόπος, χρόνος, γνώση και χρήμα απ' ότι για να φτιάξεις μια που αποδίδει καλά μόνο σε συγκεκριμένες συνθήκες. Πρέπει να είσαι πολύ καλός για να μπεις στο Club 100!

Mε μια πιο ευρεία ερμηνεία, οι μοτοσυκλέτες που αξίζουν να μπουν στο Club 100 είναι όσες απολαμβάνουμε καθημερινά, σε κάθε ρυθμό και σε κάθε δρόμο, ανεξάρτητα από κυβικά, τιμή και ηλικία. Ήδη το Club απέκτησε το δεύτερο μέλος του, τον Λύκο, που ενθουσιάστηκε με την ιδέα, μην αρχίσετε όμως να λέτε για καταστατικά και προεδρεία, δεν χρειάζεται να καταδικάσουμε το Club μόλις που γεννήθηκε, είπαμε, το Club 100 είναι μόνο ιδέα και άποψη, κι ας παραμείνει έτσι.