Editorial 642 - Αναβρασμός και αντιμετώπιση

Από το

motomag

1/5/2023

Αυτή την στιγμή έχει ήδη ολοκληρωθεί μία τεράστια αλλαγή αντιπροσωπειών στην ελληνική αγορά, που μία – μία και ξεχωριστά συμβαίνει σπάνια. Όλες όμως μαζί οι αλλαγές που έχουν λάβει χώρα τον τελευταίο χρόνο είναι κάτι πρωτόγνωρο που όμοιό του έχει ζήσει η αγορά μία άλλης πιο μακρινής περιόδου. Τέτοια εποχή πέρσι η Kawasaki άλλαξε χέρια και πέρασε εκεί που ήταν παλαιότερα. Και όχι δεν εννοώ στον πρώην υπουργό και πρόεδρο των ΑΝΕΛ Πάνο Καμμένο, αλλά στα χέρια του Άκη Στυλιανίδη που ήταν επί χρόνια ο διευθυντής της TEOMOTO του εταιρικού οχήματος που είχε αναλάβει την εισαγωγή της Kawasaki μέσα στον Όμιλο Θεοχαράκη, μέχρι και την αποχώρησή του. Τώρα όχι μόνο έφερε την KSR στην Ελλάδα με όλες τις μάρκες που αυτή αντιπροσωπεύει, αλλά απέκτησε και την Kawasaki.

Παράλληλα η KTM, Husqvarna και GASGAS με την προοπτική να ακολουθήσει και η Bajaj πέρασαν στα χέρια ενός νέου παίκτη στην αγορά της μοτοσυκλέτας του Ομίλου Πέτρος Πετρόπουλος. Ένας από τους πιο εύρωστους οικονομικά ομίλους αυτού του μεγέθους και με τεράστιο πορτφόλιο, εισέρχεται στην αγορά της μοτοσυκλέτας εκπροσωπώντας τον μεγαλύτερο ευρωπαίο κατασκευαστή. Αν αυτή είναι η αρχή, τότε σίγουρα υπάρχει και συνέχεια. Σχετικά πρόσφατα έχει αλλάξει χέρια και η CFMOTO, από την πρώτη στιγμή που η TEOMOTO είχε προβλήματα. Παράλληλα όμως υπήρχε κι ένας αναβρασμός για τις νέες αντιπροσωπείες, κυρίως των Κινέζων κατασκευαστών, ένας χορός μουσικών καρεκλών που νικητής δεν ήταν εκείνος που θα προλάβαινε να καθίσει όταν η μουσική σταματούσε αλλά εκείνος που θα τραβούσε την καρέκλα κάτω από τα πόδια όποιου ήταν μπροστά του. Και όχι μόνο των Κινέζων. Η Peugeot Motorcycles επίσης πέρασε από πολλά κύματα μετά την TEOMOTO, φλέρταρε έντονα με την ελληνική αντιπροσωπεία των αυτοκινήτων και μετά την φετινή EICMA όπου έγιναν και τα τελευταία ραντεβού, πέρασε στα χέρια του Ομίλου Σαρακάκη. Η QJ και η KOVE πήγαν στα χέρια ενός από τους πλέον ισχυρούς παίκτες που σαρώνει την ελληνική αγορά, του Βασίλη Γκορκόλη που μαζί με τους υιούς Αλέξανδρο και Άρη διευθύνον με έδρα στα Τρίκαλα μία τεράστια γκάμα δικύκλων. Η QJ επίσημα, η KOVE κατά εκτίμηση, είναι πλέον στο δυναμικό της Γκοργκόλης ΑΕ, ενώ η τελευταία προσθήκη στην ελληνική αγορά είναι αυτή των UM που θα αντιπροσωπεύεται πλέον από την ΤΕΟΡΕΝ.

Μέχρι και το 2014 όταν επισκεπτόταν κανείς την EICMA υπήρχε μία ολόκληρη πτέρυγα αφιερωμένη στους Κινέζους κατασκευαστές οι οποίοι προσέφεραν ηλεκτρικά κυρίως σκούτερ και φθηνά αερόψυκτα μονοκύλινδρα, των οποίων η ποιότητα ήταν τουλάχιστον αστεία. Σήκωνες την σέλα και έβρισκες καλώδια με μονωτική ταινία, το έδειχνες στον ιδιοκτήτη / πωλητή και σου απαντούσε πως είναι production ready και αν θέλεις αγοράζεις εκείνη την στιγμή. Με LEGO να το έφτιαχνες θα είχες το ίδιο αποτέλεσμα. Στις 12 το μεσημέρι η πτέρυγα εκείνη μύριζε noodles και η εικόνα της έμοιαζε περισσότερο με υπαίθριο παζάρι καθώς πίσω ή και μέσα στα μικρά περίπτερα είχαν βγει γκαζάκια και μαγειρεύονταν μεσημεριανό. Μερικοί κερνούσαν και μαθήματα χειρισμού chopstick αν σε έκοβαν για έτοιμο πελάτη, αλλιώς σε στραβοκοιτούσαν μέχρι να φύγεις. Μιλάμε για ένα χώρο περίπου τέσσερις φορές μεγαλύτερο από την ελληνική έκθεση μοτοσυκλέτας, γεμάτο με διάφορους Κινέζους κατασκευαστές. Η εικόνα αυτή άλλαξε ριζικά μέσα σε μία μόλις χρονιά. Όχι γιατί σοβάρεψαν οι Κινέζοι, υπήρχαν σοβαρές προτάσεις και τότε, όπως υπάρχουν ασόβαρες και τώρα. Απλά ο κόσμος σταμάτησε να αγοράζει δίκυκλα από το super market καθώς εκεί είχαμε φτάσει. Πήγαινες με τα πόδια σε κατάστημα γενικής λιανικής πώλησης και έφευγες με πασχαλινό αρνί-γάτα, κάρβουνα που δεν θα άναβαν ποτέ κι ένα φανταχτερό κουβά-κράνος πάνω στο καινούριο σου παπί, όλα μαζί. Ακόμη και τώρα θα δει κανείς πολύ κόσμο να αναφέρεται στους Κινέζους συνολικά, χωρίς διαχωρισμό λες και είναι όλοι ίδιοι, προφανώς έχοντας μείνει με την προηγούμενη εικόνα. Πλέον στην τελευταία EICMA τα πιο εντυπωσιακά περίπτερα από πλευράς νέων μοντέλων -κι όχι από την χλιδή των γυψοσανίδων και του laminate, ή των οθονών- ήταν κινέζικων εταιρειών που είχαν ήδη κλεισμένες συμφωνίες με αντιπροσώπους και ήταν εκεί πρώτα για να τους μάθει το κοινό και έπειτα για να βρουν νέες συμφωνίες αντιπροσώπευσης. Μία είχε μείνει εκτός, η UM, έκλεισε πλέον κι αυτή. Ο παφλασμός των έως τώρα στάσιμων νερών δεν θα σταματήσει βέβαια, απλά ανακόπτεται το κυνήγι της τελευταίας αντιπροσωπείας. Τώρα θα αρχίσει η καλύτερη περίοδος για τον Έλληνα μοτοσυκλετιστή, όταν και θα κονταροχτυπιούνται όλοι αυτοί για την πώληση. Είναι δύσκολο να το δούμε τώρα, γιατί ακόμη η ζήτηση είναι μεγαλύτερης της προσφοράς από την στιγμή που εξακολουθούμε να έχουμε κενά διαθεσιμότητας αλλά σταδιακά η ομαλοποίηση θα αλλάξει το τοπίο. Ωστόσο δεν θα γίνει σε όλες τις κατηγορίες ταυτόχρονα. Τα μεσαία on-off είναι αυτή την στιγμή στο επίκεντρο της κόντρας με τιμές που φανερώνουν, για όποιον βλέπει το κόστος εισαγωγών και της φορολογίας, του ιδιαίτερα μικρού περιθωρίου κέρδους. Αν φτάνει μία μοτοσυκλέτα στην Ελλάδα να βρίσκεται κοντά στην τιμή της Γερμανίας, τότε δεν χρειάζεται πολύ σκέψη για να δεις πως η αντιπροσωπεία εδώ κερδίζει λιγότερα από τον φθηνότερο Γερμανό. Μόνο την διαφορά ΦΠΑ να δει κανείς χωρίς τις υπόλοιπες χρεώσεις που όσες φορές τις γράφουμε τόσες ξεχνιούνται, θα καταλάβει πως τα ποσοστά δεν είναι τα ίδια.

Την ίδια στιγμή η αντιμετώπιση των μητρικών εταιρειών στην ανάληψη μίας αντιπροσωπείας είναι τελείως διαφορετική με τους Ιάπωνες να είναι οι πλέον πιστοί. Θα στηρίξουν τον τοπικό αντιπρόσωπο για μεγάλο διάστημα και την ώρα της αλλαγής θα προτιμήσουν κάποιον που γνωρίζουν, αντί για κάποιον νέο, όσο μεγάλη και αν είναι η διαφορά τους. Αυτό είναι το παράδειγμα της Kawasaki και των διαφόρων που την διεκδίκησαν στο ενδιάμεσο. Οι Ευρωπαίοι από την άλλοι κοιτούν νούμερα και δεν είναι ιδιαίτερα ελαστικοί, όσο τουλάχιστον κινούνται ακόμη με την μορφή της αντιπροσωπείας και δεν βρίσκονται απευθείας στις χώρες. Θα συγχωρήσουν ένα ή ίσως και δύο πισωγυρίσματα αλλά μετά θα ζητήσουν αλλαγή δίνοντας όμως και τον απαραίτητο χρόνο για να γίνει αυτή σωστά. Οι Κινέζοι δύσκολα μπαίνουν σε ένα καλούπι όλοι μαζί καθώς υπάρχουν εταιρείες που έχουν τις δυνατότητες για ταχεία επέκταση αλλά χωρίς ιδιαίτερα σαφές πλάνο για το πώς αυτή θα γίνει. Άλλοι είναι αποφασισμένοι σε πιο μικρά και σταθερά βήματα όμως κοινός παρονομαστής όλων, είναι πως το τράβηγμα του χαλιού κάτω από τα πόδια μπορεί να γίνει σε χρόνο DT, έτσι και ρίξεις το ποτήρι σου κάτω και το λερώσεις. Διαφορετική αντιμετώπιση από τις μητρικές εταιρείες και αυξημένος ανταγωνισμός, αυτή είναι η πραγματικότητα αυτή την στιγμή όσο τα νερά παραμένουν ταραγμένα.

editorial 526 - Ο ταξιδιώτης και άλλες ιστορίες

Από το

Μαύρο Σκύλο

2/9/2013

Τον βλέπω σταθερά τα τελευταία καλοκαίρια. Έχει ένα από τα πρώτα Transalp, ασημί με ταμπούρο, πρέπει να φτάνει την εικοσπενταετία γεμάτη πια (το Transalp, ο ιδιοκτήτης είναι μεγαλύτερος). Το χρώμα της μάνας του, μοναδική διακόσμηση δεκάδες αυτοκόλλητα από διάφορες χώρες του κόσμου. Θυμίζει αυτές τις προπολεμικές βαλίτσες που είχαν κολλημένα πάνω τους σήματα θερέτρων και ξενοδοχείων, πιστοποίηση της οικονομικής άνεσης του ταξιδεμένου ιδιοκτήτη τους. Μόνο που εδώ μιλάμε για το ακριβώς αντίθετο. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος φαίνεται πως ταξιδεύει πολύ, με τα ελάχιστα δυνατά έξοδα. Ουδεμία υποψία ασορτί τριβάλιτσου και ηλεκτρονικών βοηθημάτων, εργαλεία που πολλοί θεωρούν πια απαραίτητα για ταξίδι. Τα πράγματα δεμένα με χταπόδια το ένα πάνω από το άλλο, η σκηνή, το στρωματάκι, το sleeping bag. ειδικά η σκηνή του θα πρέπει να αποτελέσει έκθεμα σε ταξιδιωτικό μουσείο. Μιλάμε για ένα σκηνάκι που είναι τόσο μικρό, ώστε είσαι σίγουρος όταν το δεις πως ο ένοικός του αποκλείεται να κοιμάται ποτέ με τα πόδια τεντωμένα, αφού έτσι κι αλλιώς δεν χωράει μέσα σε άλλη στάση εκτός από την εμβρυακή. Το μέγεθός του είναι ένα θέμα, το άλλο είναι η κατάστασή του. Φτιαγμένο από το σύνηθες ασημί απ' έξω, μπλε σκούρο από μέσα πανί, έχει φτάσει πια σε μια κατάσταση φθοράς που είναι πιο πολύ μπλε απ' έξω παρά ασημί. Οι μπανέλες του ίσα που το στηρίζουν όρθιο, το πανί ίσα που στέκει και δεν διαλύεται σε μικρά-μικρά κομματάκια για να το πάρει ο αέρας. Έχω δει τέτοια σκηνάκια να τα πουλάνε 9,9 ευρώ καινούρια, κι όχι σε προσφορά. Κι όμως, δεν το αλλάζει με τίποτα. Για περίπτωση βροχής, κουβαλάει μαζί του ένα νάιλον, που το ρίχνει από πάνω και το καλύπτει ολόκληρο, ενώ περισσεύει και γύρω-γύρω πάνω από μέτρο. Μιλάμε για ένα στάδιο πριν την ασφυξία. Αλλά πόσο συχνά βρέχει το καλοκαίρι;

Πέρα από το κράνος, και ο μοτοσυκλετιστικός εξοπλισμός λάμπει δια της απουσίας του. Μινιμαλισμός κι εκεί. Το θέμα είναι όμως πως ο άνθρωπος ταξιδεύει, σε άσφαλτο και χώμα, και ταξιδεύει πολύ, σε αντίθεση με όσους εγκλωβίζονται σε απαιτητικά στερεότυπα και καταλήγουν να μην κάνουν τίποτα. Όσοι θεωρούν πως χρειάζονται απαραιτήτως μοτοσυκλέτα των 20.000 ευρώ για να ταξιδέψουν, καταλήγουν να χάνουν το ίδιο το ταξίδι. Με 20.000 ευρώ ο συγκεκριμένος ταξιδιώτης θα έκανε δύο φορές το γύρο του κόσμου.

Ο "πού είμαι ρε γαμώτο;": Βρισκόμουν σε ένα απομονωμένο ορεινό χωριό, απ' αυτά που το κοντινότερο βενζινάδικο είναι στα 50 χιλιόμετρα, αλλά που τώρα πια οι δύο από τις τρεις οδικές προσβάσεις του είναι ασφαλτοστρωμένες. Ακούω τετρακύλινδρο μοτέρ να πλησιάζει, με τον αναβάτη του να το φορτώνει το στροφόμετρο. Φτάνει στο χωριό, σταματάει χωρίς να κατέβει και χωρίς να βγάλει κράνος, ρίχνει μια ματιά δεξιά-αριστερά, κάνει επί τόπου στροφή και φεύγει προς την κατεύθυνση που ήρθε. Μυστήριο. Αν είχε ξεχάσει κάτι στο σπίτι, κι ήταν κάτοικος Αθηνών, ήθελε χίλια χιλιόμετρα μπρος πίσω για να πάει να το πάρει. Μερικοί όμως αφορμή για να κάνουν χιλιόμετρα ψάχνουν. Μπορεί όμως να αντιλήφθηκε, λίγο αργά είναι η αλήθεια, πως είχε φτάσει σε λάθος χωριό για το ραντεβού του. Tip: Φίλε, μην εμπιστεύεσαι το GPS, ειδικά αν έχει αυτόματη διόρθωση, κι αντί να πας στο Με-λιγαλά σε στέλνει στο Μέ-τσοβο. Επίσης, παίζει κι εκείνη να σε έστησε, και να μην είχε ποτέ σκοπό να σε συναντήσει.

Ο φιλομαθής με τον φραπέ στο χέρι: "Ρε συ, πες μου τώρα που σε βρήκα, εσύ που ξέρεις. Το Horex το καινούργιο είναι καλό;" Τι να σου πω ρε συ, δεν βλέπω πολλά να κυκλοφορούν, αν το πάρεις όμως, ευχαρίστως να το οδηγήσουμε.

Άλλος, σε διαδικασία επίλυσης μυστηριωδών συμπτωμάτων: "Έχει ένα πρόβλημα η μοτοσυκλέτα μου. Ξεκινάω, και μόλις βάζω τρίτη-τετάρτη ο κινητήρας σβήνει. Ευτυχώς ήταν κατηφόρα ως το σπίτι κι έβαλα την ουδέτερη, ξέρεις, την NATURAL, και τσούλησα μέχρι εκεί. Ο μάστορας μου είπε πως φταίει η εξάτμιση, που δεν είναι της μάνας του, και μου έχει παραγγείλει μια καινούργια. Πιστεύεις πως θα λυθεί το πρόβλημα;" Του μάστορα σίγουρα, της μοτοσυκλέτας, χλωμό το βλέπω.

Οι ασορτί: Ίδια κράνη, ίδια ρούχα με την συνεπιβάτιδα, και να σωστά μαντέψατε, Γερμανική μοτοσυκλέτα οδηγούσε, απ' αυτές με τα Βαυαρικά και κατόπιν υιοθετημένα Ελληνικά χρώματα στο σηματάκι τους. Οι βαλίτσες της μαμάς του, η οδήγηση δική του. Με αυτοκίνητο ήμουν, σε δρόμο με κίνηση, και μέσα σε μια ώρα τον πέρασα – με πέρασε τρεις φορές. Μα τι κάνουν; Συχνουρία έχουν; Ποιό είναι το νόημα να οδηγείς μοτοσυκλέτα αν σε ένα δρόμο με κίνηση πηγαίνεις τελικά πιο αργά από τα αυτοκίνητα; Tip: Yπάρχουν και αυτοκίνητα με το ίδιο σηματάκι.

Οι κλαμπάτοι: Για άλλη μια φορά επιβεβαιώθηκε φέτος το καλοκαίρι η υποψία μου πως μόλις η παρέα μεγαλώσει πάνω από τις δύο-τρεις μοτοσυκλέτες, η μέση ωριαία τους πέφτει δραματικά. Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν οι μοτοσυκλέτες είναι όλες ίδια μοντέλα, οπότε για κάποιο μυστηριώδη λόγο ο αριθμός των στάσεων αυξάνεται εκθετικά, και η άφιξη στον όποιο προορισμό γίνεται όνειρο όλο και πιο μακρινό. Επιπλέον, κάθε κατηγορία μοτοσυκλετών φαίνεται πως προτιμά διαφορετικά σημεία για στάση. Οι παρέες με αναβάτες μεγάλων on-off σταματούν μόνο εκεί που υπάρχει φαγητό, και έχω την υποψία πως μερικές τέτοιες παρέες σταματούν σε ΟΛΑ τα σημεία όπου υπάρχει φαγητό. Με το δεδομένο πως κατά κανόνα το φαγητό στους κεντρικούς οδικούς άξονες είναι για πέταμα, είναι να απορείς τι είδους γαστριμαργικό τουρισμό κάνουν οι άνθρωποι. Βεβαίως, έτσι σου λύνεται η απορία γιατί από μακριά το Varadero το 1000 φαινόταν σαν 125.

Ούτε οι σφήκες: "Σταμάτησα να φάω δυο σουβλάκια ρε παιδί μου, ε, αν έρχεσαι για Ήπειρο από Αθήνα μέσω της παλιάς εθνικής, Θήβα, Λειβαδιά, Μπράλο, Δομοκό, με 640 Adventure, σε πιάνει μια πείνα. Κάπου μετά την Καλαμπάκα, παραγγέλνω δυο σουβλάκια, τρώω το ένα γιατί πείναγα πολύ, κι όπως κοίταζα το άλλο, έρχονται κάτι σφήκες, το μυρίζουν... και φεύγουν." Προφανώς ο φίλος που μου διηγήθηκε την ιστορία την παρεξήγησε την φάση, και δεν κατάλαβε πως μ' αυτό τον τρόπο οι Έλληνες επιχειρηματίες στο χώρο της εστίασης βοηθούν αποτελεσματικά στη διατήρηση της σιλουέτας των ταξιδιωτών. Το σκεπτικό είναι απλό: Δεν θα φας πολύ, αφού δεν τρώγονται. Κι αν φας έστω και λίγο, δεν θα θέλεις να ξαναδείς κρέας για κανένα μήνα. Αποτοξίνωση. Tip: Μπορείτε να κουβαλάτε μια σφήκα μαζί σας, για να δοκιμάζει το φαγητό των εστιατορίων της εθνικής πριν το ακουμπήσετε.

Τα χαρμάνια: Για κάποιον περίεργο λόγο, οι αναβάτες των superbike καπνίζουν περισσότερο. Μπορεί να υπάρχει μια μυστηριώδης σύνδεση με τις συχνότητες των κραδασμών δεύτερης τάξης των τετρακύλινδρων και τις εκκρίσεις αδρεναλίνης, που κάνει επιτακτική την ανάγκη για νικοτίνη στα πιο άσχετα σημεία. Τους έχω δει σταματημένους σε ΛΕΑ πλάτους 40 πόντων με τις νταλίκες να περνάνε στον πόντο από τα κλιπόν τους, να τραβάνε παράλληλη τζούρα από το τσιγάρο τους και το φουγάρο του φορτηγού. Επίσης, πρέπει να κατέχουν το ανεπίσημο ρεκόρ για το πιο γρήγορο άναμμα τσιγάρου από την στιγμή που το σταντ θα ακουμπήσει στην άσφαλτο. Υπάρχει λόγος όμως γι' αυτό: Πρέπει να δείξουν στο φίλο τους, που θα σταματήσει ένα λεπτό μετά, πως τον περιμένουν πολλή ώρα. Σ' αυτό βοηθούν και μερικές γόπες που μπορείς να έχεις φυλαγμένες σε αλουμινόχαρτο, και τις πετάς κάτω μόλις σταματήσεις: "Που είσαι ρε σαύρα, μισό πακέτο έχω κάνει..."

Το μυστήριο των διοδίων: Βλέπω μοτοσυκλέτες σταματημένες μετά τα διόδια, και απορώ. Την ημέρα, κάθονται μέσα στον ήλιο, εκεί ακριβώς που αυτοκίνητα και νταλίκες επιταχύνουν και το καυσαέριο πάει σύννεφο. Η ζέστη μπορεί να είναι αφόρητη, τα ρούχα τους κατά κανόνα μαύρα, αλλά αυτοί εκεί, κάνουν στάση ή περιμένουν τους φίλους τους. Τη νύχτα, σταματούν καμιά εκατοστή μέτρα μακριά, εκεί που το ημίφως αρχίζει να γίνεται σκοτάδι και τα νυσταγμένα και βαριά φώτα του νταλικιέρη δεν θα είναι αρκετά για να τους δει. Απ' την άλλη, αν θες να σταματήσεις κάπου και ΔΕΝ θέλεις να πας σε βενζινάδικο ή εστιατόριο, οι επιλογές σου περιορίζονται πολύ. Τα πάρκινγκ των ακριβοπληρωμένων μας "εθνικών οδών" βρωμάνε και ζέχνουν, που να τα επισκεφθείς και νύχτα; Για προορισμούς γράφουν όλα τα ταξιδιωτικά, μήπως ήρθε η ώρα να φτιάξουμε μια λίστα με τα "Φιλικά στο μοτοσυκλετιστή σημεία στάσης";

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας: Στο ΗΙGH TEST του 1998, όταν με ... οn-off είχαμε πάει κοντά στις ψηλότερες κορυφές της Ελλάδας, ανεβήκαμε όσο μπορούσαμε και στον Σμόλικα, το δεύτερο ψηλότερο βουνό. Είχαμε 12 on-off και μέσα σε πέντε μέρες επισκεφθήκαμε πέντε βουνά πάνω από τα 2000 μέτρα. Πλάκα είχε. Περιττό να σας πω πως τα μηχανάκια είχαν πέσει όλα, όπως και οι μισοί τουλάχιστον αναβάτες. Στον Σμόλικα έπεσε το τελευταίο που είχε μείνει αλώβητο, σε μια ανηφόρα που σηματοδότησε και το τέλος της ανάβασής μας στο βουνό. Όχι πως είχαμε πει πως θα την ανέβουμε, ήταν τόσο μεγάλη η κλίση και τόσο ανώμαλο το έδαφος που δεν είχε νόημα με αυτά τα μηχανάκια. Από τότε όμως, αν και ήξερα πως από πάνω υπάρχει μια στάνη και ξεκινά το μονοπάτι για την Δρακόλιμνη, μου είχε μείνει η απορία: Που τελειώνει ο δρόμος; Πόσο πάει ακόμα; Ευκαιρία να το ανακαλύψω, αφού πέρναγα από την περιοχή. Ο δρόμος είναι πολύ όμορφος, ξεκινά από το χωριό Πάδες κι ανηφορίζει στον Σμόλικα, περνά από ξέφωτα όπου περιμένεις να δεις νεράιδες κι από σκοτεινά δάση όπου μόνο τρολ μπορούν να ζουν, νερά τρέχουν παντού. Μας κάνουν εντύπωση τα πολλά σπασμένα δέντρα. Φτάνουμε και στην επίμαχη ανηφόρα, εκεί είναι ακόμα, μόνο που ο δρόμος την παρακάμπτει πια: Συνεχίζει δεξιά, μια αριστερή φουρκέτα, μια δεξιά και στα πενήντα μέτρα από την κορυφή της περιβόητης ανηφόρας, σταματάει σε μια στάνη. Αυτό ήταν λοιπόν. Αν τότε είχαμε παιδευτεί, είχαμε τραβήξει κι είχαμε σπρώξει για να ανεβάσουμε ένα τουλάχιστον μηχανάκι επάνω, θα έκανε άλλα πενήντα μέτρα πριν σταματήσει! Υψόμετρο εκεί; 1940 μέτρα, δυο ευγενικά παλικάρια στη στάνη, η μάνα τους και η γιαγιά τους: "Λύσσαξαν τα σκυλιά ψες βράδυ γιε μου, αρκούδα δεν ήταν, δεν κάνουν έτσι άμα ειν' αρκούδα, λύκος ήταν αλλά τίποτα δεν έκανε".

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας επιτέλους έχει λυθεί, τώρα μένει άλλο: Ανεβαίνει μηχανάκι στην Δρακόλιμνη από κει;