Editorial 642 - Αναβρασμός και αντιμετώπιση

Από το

motomag

1/5/2023

Αυτή την στιγμή έχει ήδη ολοκληρωθεί μία τεράστια αλλαγή αντιπροσωπειών στην ελληνική αγορά, που μία – μία και ξεχωριστά συμβαίνει σπάνια. Όλες όμως μαζί οι αλλαγές που έχουν λάβει χώρα τον τελευταίο χρόνο είναι κάτι πρωτόγνωρο που όμοιό του έχει ζήσει η αγορά μία άλλης πιο μακρινής περιόδου. Τέτοια εποχή πέρσι η Kawasaki άλλαξε χέρια και πέρασε εκεί που ήταν παλαιότερα. Και όχι δεν εννοώ στον πρώην υπουργό και πρόεδρο των ΑΝΕΛ Πάνο Καμμένο, αλλά στα χέρια του Άκη Στυλιανίδη που ήταν επί χρόνια ο διευθυντής της TEOMOTO του εταιρικού οχήματος που είχε αναλάβει την εισαγωγή της Kawasaki μέσα στον Όμιλο Θεοχαράκη, μέχρι και την αποχώρησή του. Τώρα όχι μόνο έφερε την KSR στην Ελλάδα με όλες τις μάρκες που αυτή αντιπροσωπεύει, αλλά απέκτησε και την Kawasaki.

Παράλληλα η KTM, Husqvarna και GASGAS με την προοπτική να ακολουθήσει και η Bajaj πέρασαν στα χέρια ενός νέου παίκτη στην αγορά της μοτοσυκλέτας του Ομίλου Πέτρος Πετρόπουλος. Ένας από τους πιο εύρωστους οικονομικά ομίλους αυτού του μεγέθους και με τεράστιο πορτφόλιο, εισέρχεται στην αγορά της μοτοσυκλέτας εκπροσωπώντας τον μεγαλύτερο ευρωπαίο κατασκευαστή. Αν αυτή είναι η αρχή, τότε σίγουρα υπάρχει και συνέχεια. Σχετικά πρόσφατα έχει αλλάξει χέρια και η CFMOTO, από την πρώτη στιγμή που η TEOMOTO είχε προβλήματα. Παράλληλα όμως υπήρχε κι ένας αναβρασμός για τις νέες αντιπροσωπείες, κυρίως των Κινέζων κατασκευαστών, ένας χορός μουσικών καρεκλών που νικητής δεν ήταν εκείνος που θα προλάβαινε να καθίσει όταν η μουσική σταματούσε αλλά εκείνος που θα τραβούσε την καρέκλα κάτω από τα πόδια όποιου ήταν μπροστά του. Και όχι μόνο των Κινέζων. Η Peugeot Motorcycles επίσης πέρασε από πολλά κύματα μετά την TEOMOTO, φλέρταρε έντονα με την ελληνική αντιπροσωπεία των αυτοκινήτων και μετά την φετινή EICMA όπου έγιναν και τα τελευταία ραντεβού, πέρασε στα χέρια του Ομίλου Σαρακάκη. Η QJ και η KOVE πήγαν στα χέρια ενός από τους πλέον ισχυρούς παίκτες που σαρώνει την ελληνική αγορά, του Βασίλη Γκορκόλη που μαζί με τους υιούς Αλέξανδρο και Άρη διευθύνον με έδρα στα Τρίκαλα μία τεράστια γκάμα δικύκλων. Η QJ επίσημα, η KOVE κατά εκτίμηση, είναι πλέον στο δυναμικό της Γκοργκόλης ΑΕ, ενώ η τελευταία προσθήκη στην ελληνική αγορά είναι αυτή των UM που θα αντιπροσωπεύεται πλέον από την ΤΕΟΡΕΝ.

Μέχρι και το 2014 όταν επισκεπτόταν κανείς την EICMA υπήρχε μία ολόκληρη πτέρυγα αφιερωμένη στους Κινέζους κατασκευαστές οι οποίοι προσέφεραν ηλεκτρικά κυρίως σκούτερ και φθηνά αερόψυκτα μονοκύλινδρα, των οποίων η ποιότητα ήταν τουλάχιστον αστεία. Σήκωνες την σέλα και έβρισκες καλώδια με μονωτική ταινία, το έδειχνες στον ιδιοκτήτη / πωλητή και σου απαντούσε πως είναι production ready και αν θέλεις αγοράζεις εκείνη την στιγμή. Με LEGO να το έφτιαχνες θα είχες το ίδιο αποτέλεσμα. Στις 12 το μεσημέρι η πτέρυγα εκείνη μύριζε noodles και η εικόνα της έμοιαζε περισσότερο με υπαίθριο παζάρι καθώς πίσω ή και μέσα στα μικρά περίπτερα είχαν βγει γκαζάκια και μαγειρεύονταν μεσημεριανό. Μερικοί κερνούσαν και μαθήματα χειρισμού chopstick αν σε έκοβαν για έτοιμο πελάτη, αλλιώς σε στραβοκοιτούσαν μέχρι να φύγεις. Μιλάμε για ένα χώρο περίπου τέσσερις φορές μεγαλύτερο από την ελληνική έκθεση μοτοσυκλέτας, γεμάτο με διάφορους Κινέζους κατασκευαστές. Η εικόνα αυτή άλλαξε ριζικά μέσα σε μία μόλις χρονιά. Όχι γιατί σοβάρεψαν οι Κινέζοι, υπήρχαν σοβαρές προτάσεις και τότε, όπως υπάρχουν ασόβαρες και τώρα. Απλά ο κόσμος σταμάτησε να αγοράζει δίκυκλα από το super market καθώς εκεί είχαμε φτάσει. Πήγαινες με τα πόδια σε κατάστημα γενικής λιανικής πώλησης και έφευγες με πασχαλινό αρνί-γάτα, κάρβουνα που δεν θα άναβαν ποτέ κι ένα φανταχτερό κουβά-κράνος πάνω στο καινούριο σου παπί, όλα μαζί. Ακόμη και τώρα θα δει κανείς πολύ κόσμο να αναφέρεται στους Κινέζους συνολικά, χωρίς διαχωρισμό λες και είναι όλοι ίδιοι, προφανώς έχοντας μείνει με την προηγούμενη εικόνα. Πλέον στην τελευταία EICMA τα πιο εντυπωσιακά περίπτερα από πλευράς νέων μοντέλων -κι όχι από την χλιδή των γυψοσανίδων και του laminate, ή των οθονών- ήταν κινέζικων εταιρειών που είχαν ήδη κλεισμένες συμφωνίες με αντιπροσώπους και ήταν εκεί πρώτα για να τους μάθει το κοινό και έπειτα για να βρουν νέες συμφωνίες αντιπροσώπευσης. Μία είχε μείνει εκτός, η UM, έκλεισε πλέον κι αυτή. Ο παφλασμός των έως τώρα στάσιμων νερών δεν θα σταματήσει βέβαια, απλά ανακόπτεται το κυνήγι της τελευταίας αντιπροσωπείας. Τώρα θα αρχίσει η καλύτερη περίοδος για τον Έλληνα μοτοσυκλετιστή, όταν και θα κονταροχτυπιούνται όλοι αυτοί για την πώληση. Είναι δύσκολο να το δούμε τώρα, γιατί ακόμη η ζήτηση είναι μεγαλύτερης της προσφοράς από την στιγμή που εξακολουθούμε να έχουμε κενά διαθεσιμότητας αλλά σταδιακά η ομαλοποίηση θα αλλάξει το τοπίο. Ωστόσο δεν θα γίνει σε όλες τις κατηγορίες ταυτόχρονα. Τα μεσαία on-off είναι αυτή την στιγμή στο επίκεντρο της κόντρας με τιμές που φανερώνουν, για όποιον βλέπει το κόστος εισαγωγών και της φορολογίας, του ιδιαίτερα μικρού περιθωρίου κέρδους. Αν φτάνει μία μοτοσυκλέτα στην Ελλάδα να βρίσκεται κοντά στην τιμή της Γερμανίας, τότε δεν χρειάζεται πολύ σκέψη για να δεις πως η αντιπροσωπεία εδώ κερδίζει λιγότερα από τον φθηνότερο Γερμανό. Μόνο την διαφορά ΦΠΑ να δει κανείς χωρίς τις υπόλοιπες χρεώσεις που όσες φορές τις γράφουμε τόσες ξεχνιούνται, θα καταλάβει πως τα ποσοστά δεν είναι τα ίδια.

Την ίδια στιγμή η αντιμετώπιση των μητρικών εταιρειών στην ανάληψη μίας αντιπροσωπείας είναι τελείως διαφορετική με τους Ιάπωνες να είναι οι πλέον πιστοί. Θα στηρίξουν τον τοπικό αντιπρόσωπο για μεγάλο διάστημα και την ώρα της αλλαγής θα προτιμήσουν κάποιον που γνωρίζουν, αντί για κάποιον νέο, όσο μεγάλη και αν είναι η διαφορά τους. Αυτό είναι το παράδειγμα της Kawasaki και των διαφόρων που την διεκδίκησαν στο ενδιάμεσο. Οι Ευρωπαίοι από την άλλοι κοιτούν νούμερα και δεν είναι ιδιαίτερα ελαστικοί, όσο τουλάχιστον κινούνται ακόμη με την μορφή της αντιπροσωπείας και δεν βρίσκονται απευθείας στις χώρες. Θα συγχωρήσουν ένα ή ίσως και δύο πισωγυρίσματα αλλά μετά θα ζητήσουν αλλαγή δίνοντας όμως και τον απαραίτητο χρόνο για να γίνει αυτή σωστά. Οι Κινέζοι δύσκολα μπαίνουν σε ένα καλούπι όλοι μαζί καθώς υπάρχουν εταιρείες που έχουν τις δυνατότητες για ταχεία επέκταση αλλά χωρίς ιδιαίτερα σαφές πλάνο για το πώς αυτή θα γίνει. Άλλοι είναι αποφασισμένοι σε πιο μικρά και σταθερά βήματα όμως κοινός παρονομαστής όλων, είναι πως το τράβηγμα του χαλιού κάτω από τα πόδια μπορεί να γίνει σε χρόνο DT, έτσι και ρίξεις το ποτήρι σου κάτω και το λερώσεις. Διαφορετική αντιμετώπιση από τις μητρικές εταιρείες και αυξημένος ανταγωνισμός, αυτή είναι η πραγματικότητα αυτή την στιγμή όσο τα νερά παραμένουν ταραγμένα.

editorial 524 - Club 100

Από το

Μαύρο Σκύλο

3/7/2013

Δεν μπορώ να φανταστώ πως στα κολασμένα στροφιλίκια του Montenegro μια street θα μπορούσε να πάει το ίδιο γρήγορα και το ίδιο απολαυστικά με τις on-off του MEGA TEST. Στο editorial του προηγούμενου τεύχους έγραφα πως οι on-off είναι πια οι στάνταρ μοτοσυκλέτες, με τις υπόλοιπες κατηγορίες να είναι οι... εξειδικευμένες, όπως οι street. To ταξίδι μας στο Montenegro επιβεβαίωσε τους ισχυρισμούς μου. Στην πραγματική ζωή, η οδήγηση σε κάθε είδους δρόμο είναι απόλαυση με αυτές τις μοτοσυκλέτες που πρώτοι εμείς στο ΜΟΤΟ αποκαλέσαμε παντός δρόμου. Χωρίς αυτή η απόλαυση να σταματά εκεί που τελειώνει η άσφαλτος. Μερικοί μπορούν να θεωρήσουν από παράδοξη έως υπερβολική την χρήση μιας μοτοσυκλέτας με 1200 κυβικά και πάνω από 100 ίππους στο χώμα, αλλά δεν είναι. Το μόνο εμπόδιο είναι για τους περισσότερους το ποσό που απαιτείται για την αγορά της, και οι οδηγικές ικανότητες που θα πρέπει να διαθέτουν για να την πάνε όπως μπορεί να πάει. Στην πραγματικότητα, οι καλύτερες σημερινές παντός δρόμου είναι πιο ικανές στα χώματα από άλλες μικρότερες δικύλινδρες ή μονοκύλινδρες, ακόμα κι από κάποιες που έχουν τα μισά τους κυβικά και άλογα.

Αλλά τα χώματα είναι μόνο ένα μέρος των ταλέντων τους. Όπως φάνηκε στα πολλά βρεγμένα χιλιόμετρα που κάναμε, αν είσαι εξοπλισμένος με αδιάβροχα, μπότες και γάντια που δεν μπάζουν νερό, μπορείς να τις ευχαριστηθείς ακόμα κι εκεί, ευχαριστώντας την εξέλιξη των RAIN mode, των ABS και των traction control. [Παρένθεση περί αδιάβροχων: Αξιόπιστα αδιάβροχες μπότες βρίσκεις πια, με τα αδιάβροχα πάνω κάτω και τα γάντια τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Έχουμε δει φτηνά που δεν μπάζουν, στην αρχή τουλάχιστον, και ακριβά που είναι σφουγγάρια. Ίσως πρέπει να φτιάξουμε μια λίστα με τα αποδεδειγμένα αδιάβροχα αδιάβροχα.]

Κάπου εκεί μου καρφώθηκε και μια άλλη ερώτηση στο μυαλό, από αυτές που μου έρχονται κατά καιρούς για να βασανίζομαι εγώ και να βασανίζω και τους γύρω μου: Μπορεί μια μοτοσυκλέτα να είναι καλή αν δεν την ευχαριστιέσαι και κάτω από τα 100 km/h; Μπορείς να απολαμβάνεις οδήγηση με μέγιστη ταχύτητα τα 100; Μήπως στις σημερινές οικονομικές και κυκλοφοριακές συνθήκες τέτοιου είδους μοτοσυκλέτες είναι οι πιο χαβαλεδιάρικες ό,τι διαδρομή κι αν κάνεις; Σκέφτηκα τον Λύκο που μόλις τελείωσε την ανακατασκευή ενός XL185, που το 99% των χιλιομέτρων που θα κάνει θα είναι έως 100. Είμαι σίγουρος πως θα είναι ξετρελαμένος χωρίς ποσώς να τον απασχολεί που αυτό το μηχανάκι του δεν θα βλέπει πολύ πάνω από 100 συχνά, και που θα πάει 120 αν ο άνεμος είναι ούριος, ο δρόμος έντονα κατηφορικός και οι πλανήτες ευθυγραμμισμένοι καταλλήλως, με τις βαλβιδούλες του να χοροπηδάνε στην κεφαλή λίγο πριν πεταχτούν έξω και το πλαίσιο ένα τσικ πριν κοπεί, συνήθως στην αριστερή μεριά, κοντά στον άξονα του ψαλιδιού.

Το σκεφτόμουν επίσης οδηγώντας την τελευταία βδομάδα το Honda ΜSX125, με το τετρατάχυτο συμπλεκτάτο ψεκαστό παπίσιο μοτεράκι του και τα δωδεκάρια λαστιχάκια του. Σε κάθε φανάρι κάποιος θα μου μιλήσει, ρωτώντας γι' αυτό, όπου σταματήσω όλοι το χαζεύουν, προφανώς γιατί το θεωρούν χαριτωμένο, γιατί κάτι τους λέει χωρίς ίσως να ξέρουν ακριβώς γιατί. Κι αυτό πάει 100 στην ευθεία, παραπάνω στον κατήφορο. Μέχρι τα 100 όμως, τα έχεις κάνει όλα κι έχεις περάσει πολύ καλά, ακόμα και στην πιο συνηθισμένη, βαρετή συνήθως διαδρομή. Γιατί μου ανάβουν φωτιές τώρα; Αν είχα ένα δεκάρικο για κάθε έναν που με ρώτησε, θα είχα μαζέψει τα λεφτά για να το αγοράσω, ή μήπως να τα μαζέψω για να πάρω δεκατριάρι Husqvarna, με τις τιμές που έχουν; Θέλει κανείς το εντεκάρι μου;

Ποιό είναι το μυστικό του Club 100; Κοίτα να δεις, ρωτάω ποιό είναι το μυστικό χωρίς να έχω εξηγήσει τι είναι το Club 100. Για να συνεννοούμαστε, προτείνω να λέμε πως ανήκουν στο Club 100 όλοι εκείνοι οι αναβάτες και όλες οι μοτοσυκλέτες που την κύρια απόλαυση από την οδήγησή τους την βρίσκουν πριν τα 100. Δεν υπάρχει περιορισμός κυβικών, ας είναι και Goldwing 1800, αρκεί να σου δίνει χαρά όταν την οδηγείς και κάτω από 100. Εκεί μέσα στο Club 100 μπαίνουν από μοτοποδήλατα μέχρι MX, trial και enduro, αν και οι superbikes και τα supersport όχι, καθώς δεν μπορεί να ισχυριστεί κάποιος πως τα απολαμβάνει κυρίως πριν... φτάσει η πρώτη στον κόφτη. Στο Club 100 έτσι ανήκουν και τα classics, που κι αυτά τα απολαμβάνουμε με ταχύτητες καθημερινά εφικτές, κοινό χαρακτηριστικό των Club 100 μοτοσυκλετών. Όπως είπαμε και για τα χωματερά, που τα πάντα στον κόσμο τους συμβαίνουν κυρίως κάτω από τα 100, χωρίς αυτό να αφαιρεί ούτε στο ελάχιστο την γοητεία τους.

Το μυστικό λοιπόν του Club 100 είναι πως μπορείς να οδηγείς πραγματικά στο όριο, χωρίς να χρειάζεσαι ούτε πίστα, ούτε συγκεκριμένο είδος δρόμου, τίποτα το ειδικό. Κι όταν λέμε στο όριο, είναι από κάθε άποψη, στο όριο των δυνατοτήτων του αναβάτη ή της μοτοσυκλέτας: Στην ουσία, οι συγκινήσεις από την επαφή με αυτό το όριο δεν διαφέρουν από αυτές που ζει ο Rossi οδηγώντας στα MotoGP. Ακόμα κι ο ίδιος όμως ο Valentino, για να διασκεδάσει και να προπονηθεί και να ευχαριστηθεί οδήγηση όταν δεν καβαλάει την Μ1 του, κάνει γύρους σε πίστα dirt track με το Ouroboros που φτιάχνει ο πατέρας του ή παίζει με χωματερά μηχανάκια ή κοντράρεται με τους φίλους του πάνω σε φτιαγμένα τρίκυκλα Ape, άρα εκτός MotoGP, είναι κι εκείνος μέλος του Club 100, ακόμα κι αν δεν το ξέρει. Κάπως έτσι, διαπιστώνουμε πως στην κυριολεξία τους οι συγκινήσεις δεν εξαρτώνται από την απόλυτη ταχύτητα, παρά μόνο από την σχετική. Για να συγκινηθείς απαιτείται κίνηση, ελληνικά μιλάμε, ας καταλαβαίνουμε και τι σημαίνουν οι λέξεις. Γι' αυτό και υποστηρίζω πως για να ευχαριστηθείς την μοτοσυκλέτα, δεν απαιτείται ούτε η πιο γρήγορη, ούτε η πιο ακριβή, ούτε η πιο εξοπλισμένη, ούτε η πιο καινούργια. Το μόνο που χρειάζεται είναι να λειτουργεί, να την καβαλήσεις και να φύγεις.

Ίσως μερικούς να τους ξενίζει η ιδέα πως μπορεί να οδηγείς στο όριο ενώ πηγαίνεις σιγά. Κι εδώ μπαίνει η έννοια της απόλυτης και της σχετικής ταχύτητας. Όταν παλιότερα πηγαίναμε το ZX-12R τελικιασμένο στα 312, τότε βιώναμε την απόλυτη ταχύτητα μοτοσυκλέτας παραγωγής. Όταν σήμερα περνάμε ένα κακοτράχαλο μονοπάτι με 40, πάμε αργά; Σε απόλυτα νούμερα ναι, σε σχετική ταχύτητα όχι, αν είναι πολύ δύσκολο να περάσει κάποιος από το ίδιο μονοπάτι με 42. Άρα, μπορείς να οδηγείς οριακά με 40, ενώ αν ταξιδεύεις στον ανοιχτό δρόμο με 160 κινδυνεύεις να σε πάρει ο ύπνος.

Αν και δεν δεχόμαστε νταλίκες στο Club 100, απατάσθε αν πιστέψετε πως είναι αργές ή δεν οδηγούνται οριακά, έστω κι αν δεν το συνειδητοποιούμε εύκολα. Μια φορτωμένη νταλίκα που κινείται σταθερά με 100, μπορεί να βγάλει καλύτερη μέση ωριαία από μια παρέα γρήγορων που θα πηγαίνουν τέζα αλλά θα σταματάνε κάθε 50-60 χιλιόμετρα για ανεφοδιασμό, τσιγάρο και κουβεντούλα. Πόσες φορές δεν σας έχει τύχει να βλέπετε την νταλίκα που είχατε περάσει ώρα πριν, να σας προσπερνά όταν σταματήσετε στο βενζινάδικο; Βγάζει καλύτερη μέση ωριαία, τι να κάνουμε, κι όσο για την οριακή οδήγηση της νταλίκας, δεν την αντιλαμβανόμαστε όσο κινείται με σταθερή ταχύτητα, μόλις όμως συμβεί κάτι και πρέπει να φρενάρει ή να αλλάξει πορεία απότομα και αναλάβει πια η μάζα και η αδράνειά της τον λόγο, γίνεται χαμός.

Αν δεν απολαμβάνεις την οδήγηση πηγαίνοντας και χαλαρά, δεν είναι καλή η μοτοσυκλέτα. Σωστό ή λάθος; Ας το σκεφτούμε λίγο. Μου φαίνεται πως μια μοτοσυκλέτα που την απολαμβάνεις μόνο πηγαίνοντας γρήγορα, είναι χειρότερη από μια που την βρίσκεις μαζί της και στο χαλαρό και στο γρήγορο. Στην δεύτερη περίπτωση, χρειάζεται πολύ πιο ποιοτικές αναρτήσεις που να μπορούν να ανταποκριθούν το ίδιο καλά και σε χαμηλές και σε υψηλές ταχύτητες, κι αυτό είναι πιο δύσκολο και πιο ακριβό για να το πετύχει ένας κατασκευαστής μοτοσυκλετών. Απαιτείται επίσης πολύ μεγαλύτερη αρχική επένδυση στην σχεδίασή της, τόσο σε γνώση όσο και χρήμα, από το στάδιο της σχεδίασης ως τις δοκιμές εξέλιξης. Ζητήματα όπως η συγκέντρωση της μάζας κοντά στο κέντρο βάρους έχουν προκύψει και εξελιχθεί από αυτή ακριβώς την ανάγκη, της ομοιογενούς και προβλέψιμης συμπεριφοράς της μοτοσυκλέτας σε όλες τις συνθήκες. Πολλοί μπερδεύουν την έννοια "ευκολοδήγητο" πιστεύοντας πως λίγο πολύ σημαίνει "μειωμένων δυνατοτήτων". Το αντίθετο συμβαίνει. Ας πάρουμε για παράδειγμα τις αγαπημένες μας παντός δρόμου αυτού του τεύχους. Οι καλύτερες από αυτές χρειάστηκαν τουλάχιστον τρεις γενιές και δεκαετίες έρευνας, εξέλιξης και εμπειρίας για να φτάσουν τις σημερινές τους δυνατότητες, όπου φυσικά και είναι πιο ευκολοδήγητες από τις προγόνους τους ενώ ταυτόχρονα οι επιδόσεις τους είναι αναμφισβήτητα ανώτερες σε όλους τους τομείς. Και ειδικά για να γίνουν ικανές να μπουν και στο Club 100, να μπορούν δηλαδή να είναι απολαυστικές και όταν πηγαίνεις χαλαρά ή σε πολύ κλειστό στροφιλίκι, χρειάστηκε να βελτιωθεί τόσο η ομοιογένειά τους, όσο και κάθε υποσύστημά τους ξεχωριστά, μαζί με την αρμονική συνεργασία όλων των υποσυστημάτων. Νομίζετε πως είναι απλό να κάνεις ελαστικό έναν δικύλινδρο κινητήρα 1200 κυβικών και 130 ίππων, την στιγμή που μια γενιά πριν ένας παρόμοιος με 1000 κυβικά και 90 ίππους δεν ήταν; Καθόλου απλό. Αυτό φάνηκε άλλωστε γιατί ακόμα και μετά από τόσα χρόνια εμπειρίας με τους ψεκασμούς ακόμα βελτιώνονται αισθητά κάθε χρόνο, σε αντίθεση με την αντίληψη που υπήρχε όταν πρωτοεφαρμόστηκαν (ή καλύτερα, την ελπίδα) πως τώρα τέλειωσαν όλοι μας οι μπελάδες, οι τροφοδοσίες αναφλέξεις θα αυτορυθμίζονται και με το software θα κάνεις μια έτσι με το laptop σου και θα τα φτιάχνεις όλα. Δεν συνέβη κάτι τέτοιο.

Όπως δεν είναι και απλό να φτιάξεις έναν προοδευτικό, σταθερής απόδοσης συμπλέκτη, ένα καλοσχεδιασμένο κιβώτιο με τις κατάλληλες σχέσεις και σωστή αίσθηση κουμπώματος ταχύτητας στο λεβιέ, και τόσα άλλα. Αυτό που θέλω να πω είναι πως για να φτιαχτεί μια ικανή μοτοσυκλέτα, απολαυστική σε όλες τις συνθήκες, ρυθμούς και ταχύτητες, απαιτείται πολύ περισσότερος κόπος, χρόνος, γνώση και χρήμα απ' ότι για να φτιάξεις μια που αποδίδει καλά μόνο σε συγκεκριμένες συνθήκες. Πρέπει να είσαι πολύ καλός για να μπεις στο Club 100!

Mε μια πιο ευρεία ερμηνεία, οι μοτοσυκλέτες που αξίζουν να μπουν στο Club 100 είναι όσες απολαμβάνουμε καθημερινά, σε κάθε ρυθμό και σε κάθε δρόμο, ανεξάρτητα από κυβικά, τιμή και ηλικία. Ήδη το Club απέκτησε το δεύτερο μέλος του, τον Λύκο, που ενθουσιάστηκε με την ιδέα, μην αρχίσετε όμως να λέτε για καταστατικά και προεδρεία, δεν χρειάζεται να καταδικάσουμε το Club μόλις που γεννήθηκε, είπαμε, το Club 100 είναι μόνο ιδέα και άποψη, κι ας παραμείνει έτσι.