Editorial 642 - Αναβρασμός και αντιμετώπιση

Από το

motomag

1/5/2023

Αυτή την στιγμή έχει ήδη ολοκληρωθεί μία τεράστια αλλαγή αντιπροσωπειών στην ελληνική αγορά, που μία – μία και ξεχωριστά συμβαίνει σπάνια. Όλες όμως μαζί οι αλλαγές που έχουν λάβει χώρα τον τελευταίο χρόνο είναι κάτι πρωτόγνωρο που όμοιό του έχει ζήσει η αγορά μία άλλης πιο μακρινής περιόδου. Τέτοια εποχή πέρσι η Kawasaki άλλαξε χέρια και πέρασε εκεί που ήταν παλαιότερα. Και όχι δεν εννοώ στον πρώην υπουργό και πρόεδρο των ΑΝΕΛ Πάνο Καμμένο, αλλά στα χέρια του Άκη Στυλιανίδη που ήταν επί χρόνια ο διευθυντής της TEOMOTO του εταιρικού οχήματος που είχε αναλάβει την εισαγωγή της Kawasaki μέσα στον Όμιλο Θεοχαράκη, μέχρι και την αποχώρησή του. Τώρα όχι μόνο έφερε την KSR στην Ελλάδα με όλες τις μάρκες που αυτή αντιπροσωπεύει, αλλά απέκτησε και την Kawasaki.

Παράλληλα η KTM, Husqvarna και GASGAS με την προοπτική να ακολουθήσει και η Bajaj πέρασαν στα χέρια ενός νέου παίκτη στην αγορά της μοτοσυκλέτας του Ομίλου Πέτρος Πετρόπουλος. Ένας από τους πιο εύρωστους οικονομικά ομίλους αυτού του μεγέθους και με τεράστιο πορτφόλιο, εισέρχεται στην αγορά της μοτοσυκλέτας εκπροσωπώντας τον μεγαλύτερο ευρωπαίο κατασκευαστή. Αν αυτή είναι η αρχή, τότε σίγουρα υπάρχει και συνέχεια. Σχετικά πρόσφατα έχει αλλάξει χέρια και η CFMOTO, από την πρώτη στιγμή που η TEOMOTO είχε προβλήματα. Παράλληλα όμως υπήρχε κι ένας αναβρασμός για τις νέες αντιπροσωπείες, κυρίως των Κινέζων κατασκευαστών, ένας χορός μουσικών καρεκλών που νικητής δεν ήταν εκείνος που θα προλάβαινε να καθίσει όταν η μουσική σταματούσε αλλά εκείνος που θα τραβούσε την καρέκλα κάτω από τα πόδια όποιου ήταν μπροστά του. Και όχι μόνο των Κινέζων. Η Peugeot Motorcycles επίσης πέρασε από πολλά κύματα μετά την TEOMOTO, φλέρταρε έντονα με την ελληνική αντιπροσωπεία των αυτοκινήτων και μετά την φετινή EICMA όπου έγιναν και τα τελευταία ραντεβού, πέρασε στα χέρια του Ομίλου Σαρακάκη. Η QJ και η KOVE πήγαν στα χέρια ενός από τους πλέον ισχυρούς παίκτες που σαρώνει την ελληνική αγορά, του Βασίλη Γκορκόλη που μαζί με τους υιούς Αλέξανδρο και Άρη διευθύνον με έδρα στα Τρίκαλα μία τεράστια γκάμα δικύκλων. Η QJ επίσημα, η KOVE κατά εκτίμηση, είναι πλέον στο δυναμικό της Γκοργκόλης ΑΕ, ενώ η τελευταία προσθήκη στην ελληνική αγορά είναι αυτή των UM που θα αντιπροσωπεύεται πλέον από την ΤΕΟΡΕΝ.

Μέχρι και το 2014 όταν επισκεπτόταν κανείς την EICMA υπήρχε μία ολόκληρη πτέρυγα αφιερωμένη στους Κινέζους κατασκευαστές οι οποίοι προσέφεραν ηλεκτρικά κυρίως σκούτερ και φθηνά αερόψυκτα μονοκύλινδρα, των οποίων η ποιότητα ήταν τουλάχιστον αστεία. Σήκωνες την σέλα και έβρισκες καλώδια με μονωτική ταινία, το έδειχνες στον ιδιοκτήτη / πωλητή και σου απαντούσε πως είναι production ready και αν θέλεις αγοράζεις εκείνη την στιγμή. Με LEGO να το έφτιαχνες θα είχες το ίδιο αποτέλεσμα. Στις 12 το μεσημέρι η πτέρυγα εκείνη μύριζε noodles και η εικόνα της έμοιαζε περισσότερο με υπαίθριο παζάρι καθώς πίσω ή και μέσα στα μικρά περίπτερα είχαν βγει γκαζάκια και μαγειρεύονταν μεσημεριανό. Μερικοί κερνούσαν και μαθήματα χειρισμού chopstick αν σε έκοβαν για έτοιμο πελάτη, αλλιώς σε στραβοκοιτούσαν μέχρι να φύγεις. Μιλάμε για ένα χώρο περίπου τέσσερις φορές μεγαλύτερο από την ελληνική έκθεση μοτοσυκλέτας, γεμάτο με διάφορους Κινέζους κατασκευαστές. Η εικόνα αυτή άλλαξε ριζικά μέσα σε μία μόλις χρονιά. Όχι γιατί σοβάρεψαν οι Κινέζοι, υπήρχαν σοβαρές προτάσεις και τότε, όπως υπάρχουν ασόβαρες και τώρα. Απλά ο κόσμος σταμάτησε να αγοράζει δίκυκλα από το super market καθώς εκεί είχαμε φτάσει. Πήγαινες με τα πόδια σε κατάστημα γενικής λιανικής πώλησης και έφευγες με πασχαλινό αρνί-γάτα, κάρβουνα που δεν θα άναβαν ποτέ κι ένα φανταχτερό κουβά-κράνος πάνω στο καινούριο σου παπί, όλα μαζί. Ακόμη και τώρα θα δει κανείς πολύ κόσμο να αναφέρεται στους Κινέζους συνολικά, χωρίς διαχωρισμό λες και είναι όλοι ίδιοι, προφανώς έχοντας μείνει με την προηγούμενη εικόνα. Πλέον στην τελευταία EICMA τα πιο εντυπωσιακά περίπτερα από πλευράς νέων μοντέλων -κι όχι από την χλιδή των γυψοσανίδων και του laminate, ή των οθονών- ήταν κινέζικων εταιρειών που είχαν ήδη κλεισμένες συμφωνίες με αντιπροσώπους και ήταν εκεί πρώτα για να τους μάθει το κοινό και έπειτα για να βρουν νέες συμφωνίες αντιπροσώπευσης. Μία είχε μείνει εκτός, η UM, έκλεισε πλέον κι αυτή. Ο παφλασμός των έως τώρα στάσιμων νερών δεν θα σταματήσει βέβαια, απλά ανακόπτεται το κυνήγι της τελευταίας αντιπροσωπείας. Τώρα θα αρχίσει η καλύτερη περίοδος για τον Έλληνα μοτοσυκλετιστή, όταν και θα κονταροχτυπιούνται όλοι αυτοί για την πώληση. Είναι δύσκολο να το δούμε τώρα, γιατί ακόμη η ζήτηση είναι μεγαλύτερης της προσφοράς από την στιγμή που εξακολουθούμε να έχουμε κενά διαθεσιμότητας αλλά σταδιακά η ομαλοποίηση θα αλλάξει το τοπίο. Ωστόσο δεν θα γίνει σε όλες τις κατηγορίες ταυτόχρονα. Τα μεσαία on-off είναι αυτή την στιγμή στο επίκεντρο της κόντρας με τιμές που φανερώνουν, για όποιον βλέπει το κόστος εισαγωγών και της φορολογίας, του ιδιαίτερα μικρού περιθωρίου κέρδους. Αν φτάνει μία μοτοσυκλέτα στην Ελλάδα να βρίσκεται κοντά στην τιμή της Γερμανίας, τότε δεν χρειάζεται πολύ σκέψη για να δεις πως η αντιπροσωπεία εδώ κερδίζει λιγότερα από τον φθηνότερο Γερμανό. Μόνο την διαφορά ΦΠΑ να δει κανείς χωρίς τις υπόλοιπες χρεώσεις που όσες φορές τις γράφουμε τόσες ξεχνιούνται, θα καταλάβει πως τα ποσοστά δεν είναι τα ίδια.

Την ίδια στιγμή η αντιμετώπιση των μητρικών εταιρειών στην ανάληψη μίας αντιπροσωπείας είναι τελείως διαφορετική με τους Ιάπωνες να είναι οι πλέον πιστοί. Θα στηρίξουν τον τοπικό αντιπρόσωπο για μεγάλο διάστημα και την ώρα της αλλαγής θα προτιμήσουν κάποιον που γνωρίζουν, αντί για κάποιον νέο, όσο μεγάλη και αν είναι η διαφορά τους. Αυτό είναι το παράδειγμα της Kawasaki και των διαφόρων που την διεκδίκησαν στο ενδιάμεσο. Οι Ευρωπαίοι από την άλλοι κοιτούν νούμερα και δεν είναι ιδιαίτερα ελαστικοί, όσο τουλάχιστον κινούνται ακόμη με την μορφή της αντιπροσωπείας και δεν βρίσκονται απευθείας στις χώρες. Θα συγχωρήσουν ένα ή ίσως και δύο πισωγυρίσματα αλλά μετά θα ζητήσουν αλλαγή δίνοντας όμως και τον απαραίτητο χρόνο για να γίνει αυτή σωστά. Οι Κινέζοι δύσκολα μπαίνουν σε ένα καλούπι όλοι μαζί καθώς υπάρχουν εταιρείες που έχουν τις δυνατότητες για ταχεία επέκταση αλλά χωρίς ιδιαίτερα σαφές πλάνο για το πώς αυτή θα γίνει. Άλλοι είναι αποφασισμένοι σε πιο μικρά και σταθερά βήματα όμως κοινός παρονομαστής όλων, είναι πως το τράβηγμα του χαλιού κάτω από τα πόδια μπορεί να γίνει σε χρόνο DT, έτσι και ρίξεις το ποτήρι σου κάτω και το λερώσεις. Διαφορετική αντιμετώπιση από τις μητρικές εταιρείες και αυξημένος ανταγωνισμός, αυτή είναι η πραγματικότητα αυτή την στιγμή όσο τα νερά παραμένουν ταραγμένα.

editorial τ.531 - άνθρωποι και μοτοσυκλέτες

Από το

Μαύρο Σκύλο

31/1/2014

Zήσαμε την άνοδο και την κορύφωση της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, τώρα ζούμε την παρακμή της. Κι όχι μόνο σε απόλυτους αριθμούς. Το 2007, όταν οι συνολικές πωλήσεις δικύκλων πλησίαζαν τις μαγικές 100.000 μονάδες, οι μοτοσυκλέτες ήταν το 23% της αγοράς, με το υπόλοιπο 70% να είναι παπιά και σκούτερ. Σήμερα έχουμε φτάσει σε άλλα ποσοστά: Τα σκούτερ σήμερα αντιπροσωπεύουν το 60% της αγοράς, τα παπιά 30% και οι μοτοσυκλέτες έχουν κάτω από 10%. Κι αυτά τα ποσοστά δεν αντιπροσωπεύουν το τζίρο σε χρήματα, αφού τις καλές χρονιές οι μοτοσυκλέτες που πωλούνταν ήταν σαφώς μεγαλύτερες και ακριβότερες απ' ότι σήμερα. Σε επίπεδο πωλήσεων μοτοσυκλετών, έχουμε γυρίσει πίσω στα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του '90. Τότε όμως κανείς δεν μιλούσε για κρίση, με βάση τις πωλήσεις μοτοσυκλετών. Η αγορά, οι αντιπροσωπείες και τα καταστήματα, ήταν λίγο πολύ σεταρισμένα για τις πωλήσεις της εποχής. Αυτό που κάνει τις σημερινές πωλήσεις να φαίνονται απελπιστικά λίγες, είναι πως η αγορά τις εποχές της αφθονίας γιγαντώθηκε, κι ο αριθμός των καταστημάτων πολλαπλασιάστηκε. Ανάλογα, κι ακόμα πιο γιγαντωμένα, ήταν τα φαινόμενα στο χώρο του αυτοκινήτου, όπου κάθε κωμόπολη απέκτησε γιγαντιαίες κάθετες μονάδες, που δεν έμελλε να ζήσουν πολύ. Όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν, οι αντιπροσωπείες άρχισαν να συρρικνώνονται, και πραγματικά, πολλές από αυτές δεν είναι παρά φαντάσματα του παλιού τους εαυτού. Η επιβίωση είναι ο πρώτος και τελευταίος στόχος. Και λογικά. Εκεί που δεν είμαι σίγουρος πως γίνονται οι σωστές κινήσεις, είναι στις μεθόδους με τις οποίες η κάθε αντιπροσωπεία υπολογίζει πως θα επιβιώσει. Δυστυχώς, υπάρχουν κάποιες αντιπροσωπείες που έχουν ξεγράψει λίγο-πολύ τις μοτοσυκλέτες, κι έχουν απολύσει όσα στελέχη τους ήξεραν από μοτοσυκλέτες. Μπορεί κάποιοι να πιστεύουν πως δεν χρειάζεται να έχεις γνώσεις για μοτοσυκλέτες για να πουλήσεις σκούτερ και παπιά, μπορεί και να πιστεύουν πως οι δύο χώροι (μοτοσυκλετών και σκούτερ – παπιών) δεν συνδέονται μεταξύ τους, πως η αγορά μπορεί να ζήσει και χωρίς τις μοτοσυκλέτες. Μάλλον όμως κάνουν λάθος. Είναι αδύνατον να γνωρίζουμε ακριβή ποσοστά, αλλά είναι σίγουρο πως πάρα πολλοί από αυτούς που αγοράζουν σκούτερ και παπιά είναι μοτοσυκλετιστές που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν μοτοσυκλέτα, ή να έχουν και μοτοσυκλέτα και κάποιο σκούτερ, όπως παλιά.

Με ενοχλεί αφάνταστα όταν τα σκούτερ και τα παπιά αντιμετωπίζονται ως απρόσωπα εμπορεύματα, απογυμνωμένα και απομακρυσμένα από όλη την κουλτούρα του μοτοσυκλετισμού. Ακόμα περισσότερο με πικραίνει όταν και οι μοτοσυκλέτες αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, όταν επικρατεί η νοοτροπία του «εμπορεύματα είναι κι αυτά, αρκεί ένας τυχαίος πωλητής χωρίς καμία εξειδικευμένη γνώση για να τα πουλήσει». Είναι κλασικό πια το επιχείρημα: Οι μοτοσυκλέτες δεν είναι πλυντήρια. Σπάνια έχουμε περισσότερες απαιτήσεις από ένα πλυντήριο, εκτός από το να κάνει την δουλειά του χωρίς να μας απασχολεί. Οι μοτοσυκλέτες όμως έχουν κάτι πολύ παραπάνω από μια λευκή συσκευή: Γίνονται μέρος της ζωής μας με ένα τρόπο που κανένα άλλο αγαθό δεν μπορεί να πετύχει, και σίγουρα κανένα άλλο μηχανοκίνητο όχημα. Για την δημιουργία κάθε μοτοσυκλέτας, έχουν δουλέψει άνθρωποι που διαθέτουν παρόμοια τρέλα με την δική μας, που απολαμβάνουν τα ίδια πράγματα, που έχουν πονέσει κι αυτοί από πτώσεις, που έχουν απογοητευτεί από τις όποιες δυσκολίες κι έχουν χαρεί από τις επιτυχίες, όπως κι εμείς. Στο δικό μου μυαλό είναι ξεκάθαρο: Τέτοιοι άνθρωποι χρειάζονται, από εκείνους που κάνουν την αρχική σύλληψη και εξέλιξη ενός μοντέλου, μέχρι εκείνους που μας παραδίδουν τα κλειδιά όταν την αγοράζουμε από το κατάστημα, μέχρι εκείνους που θα μας την κάνουν service μετά κι εκείνους που θα μας πουλήσουν ανταλλακτικά και αξεσουάρ. Δυστυχώς, ένα γενικευμένο πια φαινόμενο είναι να απολύονται «οι παλιοί που ξέρουν», γιατί είναι υψηλότερα αμειβόμενοι, και να αντικαθίστανται (;) από όσο πιο χαμηλά αμειβόμενους γίνεται, με την ελπίδα πως θα κάνουν την ίδια δουλειά. Τέτοιο αυτο-παραμύθιασμα; Βγάζεις τον τετρακύλινδρο κινητήρα ενός superbike και τον αντικαθιστάς με έναν no name αλυσοπρίονου προελεύσεως βαθιάς Κίνας, και περιμένεις να έχει τις ίδιες επιδόσεις; Κι όχι μόνο, αλλά να τρέξουν και οι αγοραστές να δώσουν προκαταβολές για να το αγοράσουν;

Κι οι άνθρωποι που πραγματικά ξέρουν δεν είναι αυτοί που μόλις πήραν ένα πτυχίο, αλλά αυτοί που έχουν την εξειδικευμένη εμπειρία και τις ικανότητες που δεν αποκτώνται παρά μόνο με την πολυετή ενασχόληση με το προσωπικό τους όνειρο. Με αφορμή το Fireblade SP, ήρθαν στο μυαλό μου δύο τέτοιοι άνθρωποι που σχετίζονται μαζί του, ο Tadao Baba και ο Dave Hancock, που η επαγγελματική πορεία τους δείχνει ξεκάθαρα πόσο πολύτιμοι είναι οι αντίστοιχοι άνθρωποι, όταν η εταιρία στην οποία εργάζονται τους αξιοποιεί κατάλληλα. Κανείς από τους δυό τους δεν είχε τα τυπικά προσόντα που θεωρητικά θα απαιτούσαν οι θέσεις που είχαν αργότερα. Ο Tadao Baba, πατέρας του Fireblade, είναι 68 ετών σήμερα. Όταν ήταν 14, αγόρασε ένα παπί, και το όνειρό του ήταν να γίνει εργοστασιακός αναβάτης της Honda. Στα 18 του, ξεκίνησε να εργάζεται στο μηχανουργείο του εργοστασίου της Honda στην Saitama, φτιάχνοντας κάρτερ και κεφαλές για τα CB72 και CB77. Τρία χρόνια αργότερα, τον έκαναν αναβάτη δοκιμών στο τμήμα R&D γιατί ήταν καλός αναβάτης, κι έφτασε μάλιστα να κερδίσει το εθνικό πρωτάθλημα στα 125, το 1970. Οι επιτυχίες του στους αγώνες έγιναν αφορμή να τον προσέξει ο Soichiro Honda, κι αναγνωρίζοντας στον Baba το αντισυμβατικό πνεύμα που χαρακτήριζε και τον ίδιο, όχι μόνο έγιναν φίλοι, αλλά όταν είδε πως η κατανόησή του για τις μοτοσυκλέτες και τον τρόπο που εξελίσσονται ήταν αυτή που ήθελε για την εταιρία του, του ανέθεσε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των μελλοντικών μοτοσυκλετών της Honda, γράφοντας στα παλιά του παπούτσια την έλλειψη πτυχίων και τίτλων. Αν και ο Baba ήταν υπεύθυνος για την εξέλιξη πολλών μοτοσυκλετών δρόμου αλλά και εκτός δρόμου της Honda, εμείς τον γνωρίζουμε περισσότερο ως πατέρα των Fireblade, και ειδικά του επαναστατικού πρώτου. Το '87 του ζητήθηκε να αναλάβει εξ ολοκλήρου την ευθύνη για την εξέλιξη του νέου superbike της Honda, στην θέση του Yoichi Oguma, που έγινε πρόεδρος του HRC. Aυτό δείχνει πόσο τον εκτιμούσαν στην Ηοnda, αλλά και πόσο σημαντικό θεωρούσαν αυτό το project. Ο Baba ήταν αγχωμένος φυσικά, αλλά από την άλλη ήταν και στο στοιχείο του: «Τρελαίνομαι να οδηγώ σπορ μοτοσυκλέτες, να έχω αυτό το συναίσθημα ικανοποίησης όταν καταφέρνω να τις ελέγχω όπως θέλω. Στόχος μου ήταν να δημιουργήσω μια μοτοσυκλέτα εύκολη στην οδήγηση, που να περιγράφεται από τις λέξεις «Total Control», την ιδανική μου superbike». Αρχικά, δεν ήταν σίγουροι ούτε για τον κυβισμό, αλλά ο Baba ήθελε χαμηλό βάρος, κι έθεσε ως στόχο τα 190 κιλά, που για τότε ήταν πολύ λίγα. Αρνήθηκε να συμβιβαστεί και να βαρύνει την μοτοσυκλέτα του, απαιτώντας να ξανασχεδιαστούν τα πάντα, ακόμα κι αρνούμενος να συζητήσει περί upside down πιρουνιού, αφού ήταν πιο βαριά. Το συμβατικό πιρούνι που εξέλιξε για το Fireblade δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Παρτά το ότι ήταν εμπειρικός μηχανολόγος και όχι σπουδαγμένος, το CBR900RR ήταν η πρώτη Honda που σχεδιάστηκε με τεχνολογία CAD και την θεωρία της συγκέντρωσης της μάζας κοντά στο κέντρο βάρους, βάζοντας τις βάσεις για όλες τις superbike που ακολούθησαν. Λιγότερο από δύο χρόνια μετά, ο Tadao Baba στάθηκε μπροστά στους αναβάτες εξέλιξης της Ηοnda, που ήταν έτοιμοι να οδηγήσουν τα πρωτότυπα στην πίστα της Suzuka, και τους είπε: «Κύριοι, σήμερα θα οδηγήσετε μια επαναστατική μοτοσυκλέτα». Και η συνέχεια της ιστορίας τον δικαίωσε.

Ανάμεσα σε αυτούς τους αναβάτες δοκιμών ήταν και ο Βρετανός Dave Hancock, που μόλις πριν δυό μέρες είχε αναλάβει τέτοιο ρόλο. Πως έφτασε ως εκεί; Οδηγούσε από 8 ετών. Παράτησε το σχολείο στα 16, για να γίνει μηχανικός μοτοσυκλετών, και στα 20 έτρεχε αγώνες ταχύτητας με ένα Yamaha TR3. Kατάλαβε όμως πως ήταν καλύτερος μηχανικός απ' ότι αναβάτης που θα έπαιρνε πρωταθλήματα, και κατάφερε να γίνει μηχανικός του Steve "Stavros" Parrish, team mate του Barry Sheene. Aργότερα, έφτιαχνε τους αγωνιστικούς κινητήρες για τον Kenny Roberts, κι όταν τελείωσε την καριέρα του ως μηχανικού, δοκίμασε να γίνει πωλητής μοτοσυκλετών, αλλά όπως λέει «δεν ήμουν και πολύ καλός, οπότε με έκαναν διευθυντή». Στην Ηοnda πήγε το 1987, και το 1989 έγινε, μετά από μια συνέντευξη που ο ίδιος θεώρησε πως δεν πήγε καλά, διευθυντής πωλήσεων για την Honda UK. Mέχρι τότε, οι αναβάτες εξέλιξης της Honda ήταν ιάπωνες, που δεν έκαναν και έντονη κριτική στις μοτοσυκλέτες που δοκίμαζαν, για να μην... στεναχωρήσουν τους υπεύθυνους εξέλιξης. Το R&D της Honda όμως ήθελε να το αλλάξει αυτό, και ρώτησαν τον Hancock αν μπορούσε να οδηγήσει γρήγορα. Φυσικά, τους απάντησε ο πρώην αγωνιζόμενος μια Πέμπτη. Πολύ ωραία, του απάντησαν, την Δευτέρα το πρωί να είσαι στην Suzuka! Ακόμη δεν ήξερε τι θα οδηγούσε, αλλά όταν έφτασε εκεί και άκουσε τις δηλώσεις του Tadao Baba, βρήκε μπροστά του δύο πρωτότυπα, ένα 750 κι ένα 900 κυβικών. Παρέα με αυτά, είχαν GSX-R1100 και FZR1000. To Fireblade είχε σχεδιαστεί αρχικά ως 750, και για να βάλουν τον κινητήρα των 900 κυβικών έκοψαν κι έραψαν το πλαίσιο, κάτι που έκανε την αρχική γεωμετρία να πάει περίπατο. «Δεν έστριβε με τίποτα, έχανε το μπροστινό στο τελευταίο σικαίην της Suzuka. Kάπως έτσι καταλήξαμε με εμπρός ζάντα 16 ιντσών αλλά με προφίλ ελαστικού που του έδινε την συνολική διάμετρο ενός τροχού 17 ιντσών... Πάντα ισχυριζόμασταν πως το είχαμε ειδικά σχεδιάσει, αλλά η αλήθεια είναι πως το κάναμε για να διορθώσουμε την λάθος γεωμετρία», εξηγεί ο Hancock. Έτσι, από γενικός διευθυντής πωλήσεων έγινε αναβάτης εξέλιξης, κι όχι μόνο έχει εξελίξει όλα τα Fireblade μέχρι το SP, αλλά διαθέτοντας την σπάνια ικανότητα να αντιλαμβάνεται τι πάει στραβά με μια μοτοσυκλέτα και να προτείνει ταυτόχρονα λύσεις, σύντομα ο ρόλος του αναβαθμίστηκε. Λίγο πριν την παρουσίαση του ST1300 Paneuropean, προειδοποίησε πως η μοτοσυκλέτα συνέχιζε να έχει πρόβλημα σταθερότητας όταν η θερμοκρασία του κινητήρα ζέσταινε τις βίδες που έδεναν τον κινητήρα με το πλαίσιο. Και με το ψαλίδι να στηρίζεται μόνο στον κινητήρα, η σταθερότητα πήγαινε περίπατο. Οι συνάδελφοί του στην Honda τον κατηγόρησαν πως ήταν υπερβολικά επικριτικός, αλλά όταν έγινε η παρουσίαση και όλοι οι δημοσιογράφοι παραπονέθηκαν, την επόμενη κιόλας μέρα του τηλεφώνησε ο ίδιος ο πρόεδρος του R&D και του ανέθεσε την εξής ευθύνη: Από τότε και στο εξής, καμία μοτοσυκλέτα δεν θα έπαιρνε έγκριση παραγωγής από το R&D, αν δεν είχε δώσει το ΟΚ ο Hancock! Αυτό ισχύει ακόμα και σήμερα, που ο Hancock έχει την θέση του επικεφαλής προγραμματισμού προϊόντων και εξέλιξης της Honda Motor Europe.

Για σκεφτείτε το: Ένας άνθρωπος που παράτησε το σχολείο στα 16 του για να γίνει μουτζούρης, έχει την ευθύνη για κάθε ένα νέο Honda: Αν δεν υπογράψει, δεν βγαίνει σε παραγωγή. Κι ένας άλλος πιτσιρικάς παπόβιος, που ξεκίνησε ως μουτζούρης κι αυτός, καθόρισε την εξελικτική πορεία όλων των supersport μοτοσυκλετών. Γι' αυτό και τις αγαπάμε ακόμα περισσότερο όταν μαθαίνουμε τέτοιες ιστορίες, που μας θυμίζουν και μας επιβεβαιώνουν πως οι άνθρωποι και μόνο οι άνθρωποι είναι αυτοί που με τα ελαττώματα και τα προτερήματά τους, την γνώση και την εμπειρία τους, κάνουν τις μοτοσυκλέτες σημαντικές για την ζωή μας. Γι' αυτό οι μοτοσυκλέτες είναι και θα είναι πολύ πιο ανθρώπινες από οποιοδήποτε άλλο «προϊόν», γι' αυτό και τις έχουμε στην καρδιά μας. Και τους αξίζει μια καλύτερη τύχη, ακόμα και στην Ελλάδα της κρίσης.