Editorial 643 - Ψευτομαγκιά: Η αληθινή δικαιολογία

Από το

motomag

1/6/2023

Πρώτος μήνας καλοκαιριού μετά από έναν Μάιο γεμάτο βροχές που σημαίνει πως ξεκινάμε κάπως καθυστερημένα την περίοδο του ξεκράνωτου σκούτερ, του «άσε ρε τα παιδιά να ζήσουν» όποτε μιλήσεις για κράνος, του «τα παίρνετε από τις αντιπροσωπείες» όταν μιλήσεις για γάντια, και του «εμείς ρε τι πάθαμε», όταν τολμήσεις να πεις για την σαγιονάρα. Θεωρώ πλέον πως έχω ακούσει κάθε είδους βλακεία που θα μπορούσε να πει κάποιος για να αντικρούσει το αυτονόητο: Ότι είναι ψευτόμαγκας που απαντά και το κάνει γιατί εδώ δεν κινδυνεύει από αυτή τη συμπεριφορά. Για κάθε έναν που έχει μία ηλίθια απάντηση σαν αυτές παραπάνω απέναντι σε κάτι τόσο απλό, όσο το να οδηγείς φορώντας γάντια, μπουφάν, κράνος σωστό παπούτσι κτλ, θα ήθελα να έχω την δυνατότητα να τον κλειδώσω στο αμπάρι για Αγκόνα. Με το που βγει στην απέναντι όχθη θα ψάχνει από μόνος του να τα βάλει όλα, πρώτα γιατί κανείς άλλος μοτοσυκλετιστής δεν θα είναι σαν αυτόν οπότε θα αισθάνεται μειονεκτικά, η αχίλλειος πτέρνα του Έλληνα, και δεύτερον γιατί στα πρώτα 120 μέτρα θα τον έχουν σταματήσει κόβοντας πρόστιμο. Θα έγραφα για τα βόρεια σύνορα επειδή ούτε κι εκεί θα ξεφύγεις αν δεν ταξιδεύεις σωστά, αλλά δύσκολα θα πετύχεις ταξιδευτή που να μην έχει όλο του τον εξοπλισμό, αυτά συμβαίνουν στον αστικό ιστό σε όλες τις πόλεις και τα χωριά της Ελλάδας. Για αυτό και θα ήταν εκπληκτικό να μπορεί κανείς να τους στείλει έξω για λίγο. Όχι πως μόλις περάσεις τα σύνορα είναι όλα τέλεια, είμαστε στην φανταστικότερη χώρα του κόσμου και μπορούμε να την κάνουμε καλύτερη αν ανοίξουμε τα μάτια μας για αυτό τα λέμε και τα ξανά λέμε, για να τα καταφέρουμε κάποια στιγμή. Εδώ μεταξύ μας το έχουμε καταφέρει αυτό, εκεί έξω τα πράγματα συνεχίζουν να είναι πολύ άσχημα αλλά υπάρχει φως στην άκρη του τούνελ, βλέπω αμυδρά την διαφορά να γίνεται. Δεδομένο πως και αυτό το καλοκαίρι η εικόνα ενός τουρίστα είναι πως το κράνος στην Ελλάδα δεν είναι υποχρεωτικό, απλώς συνίσταται. Δεν μπορεί να καταλάβει ο τουρίστας την ευκολία με την οποία περνάμε δίπλα από αστυνομικούς που δεν γράφουν μία ξεκάθαρη παράβαση, το ερμηνεύει ότι δεν είναι παράβαση. Που να ήξερε και πόσους χάνουμε κάθε μήνα. Οπότε ναι, δεν έχουμε φτάσει σε αυτό το βαθμό αλλαγής αλλά διαγράφεται το μακρινό μέλλον λίγο πιο αισιόδοξο από την στιγμή που νέα παιδιά ξεκινούν την προτροπή για κράνος μόλις βλέπουν κάποιον που δεν το φορά. Λίγο παλαιότερα να γυρίσουμε και η προτροπή μετά βίας ακουγόταν, τώρα είναι το πρώτο που θα πει κάποιος, πριν πει μπράβο για την σούζα ή το οτιδήποτε ήταν αυτό που τράβηξε την προσοχή και συγκέντρωσε τον κόσμο.

Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που μπερδεύεται ο τουρίστας για το αν είναι υποχρεωτικό το κράνος, έχει περάσει υποσυνείδητα το μήνυμα και για το κράνος σε κάθε έναν που δεν σκέφτεται τις συνέπειες της τιμωρίας του. Ούτε λόγος να σκεφτεί τις συνέπειες μίας πτώσης, διότι εκείνος δεν πέφτει και αυτά συμβαίνουν στους άλλους. Άλλωστε εδώ δίπλα θα πάει, δεν είναι μακριά και άλλα τόσα και τόσα που έχουμε ακούσει, φτάνοντας στο απίθανο ότι εκείνος έχει πιο δυνατό σβέρκο και μπορεί να κρατήσει το κεφάλι μακριά από την άσφαλτο όταν πέφτει, όπως έκαναν οι παλιοί. Δεν είναι τυχαίο που ζουν, είχαν πιο δυνατό σβέρκο. Ξέρουμε επίσης πως τα κράνη δεν είναι αεροδυναμικά και χαλάνε τις κόντρες, η μυτόγκα και το πεταχτό αυτί, το ένα κλειστό μάτι από την μεριά που είναι το μάγουλο γυρισμένο, έτσι όπως έχει γυρίσει λίγο το κεφάλι για να βλέπει χύνοντας δάκρυα, είναι σκηνικό που κερδίζει σε μία αεροδυναμική σήραγγα κάθε SHOEI, HJC κτλ… Είναι εντυπωσιακό το πόσα μπορεί να σκαρφιστεί καθένας για να υποστηρίξει την θέση του και η Πολιτεία δεν πάει πίσω. Ελληνική κι αυτή άλλωστε. Από το «η τάδε ομάδα δεν μπορεί να γράφει κλήσεις πρέπει να τους συμπαθεί ο κόσμος», μέχρι το «αν σταματούν κάθε έναν που παρανομεί δεν θα ολοκληρώσουν περιπολίες» είναι λίγες από τις τραγικές δικαιολογίες της επιτρεπόμενης ανομίας. Προφανώς δεν θέλουμε μία αστυνομία που σταματά τα πάντα γιατί κάποια δεν είναι δίκαια, όπως ότι απαγορεύεται η διήθηση μιας και δεν είμαστε άξιοι να κάνουμε -τουλάχιστον- αυτό που έχει κάνει η Γαλλία εδώ και χρόνια. Δεν θα το παίξει κανείς ηθικοπλάστης, γιατί και οι σούζες απαγορεύονται γενικά, αλλά σε ένα χώρο που οι συνθήκες είναι ελεγχόμενες είναι ένα διασκεδαστικό παιχνίδι και τα μπαντιλίκια και όλα αυτά με τα οποία μπορεί κανείς να χαρεί την μοτοσυκλέτα του φορώντας πλήρη εξοπλισμό. Δεν θα δείτε πουθενά ούτε μία φωτογραφία δική μας, ακόμη και σε ιδιωτικές στιγμές οδήγησης, χωρίς πλήρη εξοπλισμό. Γιατί και τα παπούτσια ακόμη μπορούν να είναι μοτοσυκλετιστικά χωρίς να μπορείς να επικαλεστείς το κόστος. Όπως αγοράζεις τα αθλητικά και βλέπουμε τον αστράγαλό σου όταν οδηγείς, με τα ίδια ίσως και λιγότερα αγόραζες τα μοτοσυκλετιστικά και μάλιστα παρήγγειλε τα από το εξωτερικό, έτσι για να μην μπορείς να πεις πως είναι προτροπή για τα μαγαζιά με αξεσουάρ μοτοσυκλέτας. Δεν υπάρχει καμία απολύτως δικαιολογία, θέμα συνήθειας είναι όλα και θέμα οργάνωσης για την Πολιτεία που και αυτό το έχει αφήσει στην τύχη της. Το παράδειγμα από όλες τις χώρες του εξωτερικού είναι τελείως διαφορετικό. Δεν ζουν σκλαβωμένοι, δεν ζουν είναι λιγότερο ελεύθεροι, δεν χαίρονται λιγότερο τις μοτοσυκλέτες τους και γελάνε εξίσου με τέτοιες ηλίθιες δικαιολογίες που θα τις πει κανείς μόνο και μόνο για να μην παραδεχτεί την αλήθεια: ότι απλά εδώ η ψευτομαγκιά δεν τιμωρείται.

editorial 524 - Club 100

Από το

Μαύρο Σκύλο

3/7/2013

Δεν μπορώ να φανταστώ πως στα κολασμένα στροφιλίκια του Montenegro μια street θα μπορούσε να πάει το ίδιο γρήγορα και το ίδιο απολαυστικά με τις on-off του MEGA TEST. Στο editorial του προηγούμενου τεύχους έγραφα πως οι on-off είναι πια οι στάνταρ μοτοσυκλέτες, με τις υπόλοιπες κατηγορίες να είναι οι... εξειδικευμένες, όπως οι street. To ταξίδι μας στο Montenegro επιβεβαίωσε τους ισχυρισμούς μου. Στην πραγματική ζωή, η οδήγηση σε κάθε είδους δρόμο είναι απόλαυση με αυτές τις μοτοσυκλέτες που πρώτοι εμείς στο ΜΟΤΟ αποκαλέσαμε παντός δρόμου. Χωρίς αυτή η απόλαυση να σταματά εκεί που τελειώνει η άσφαλτος. Μερικοί μπορούν να θεωρήσουν από παράδοξη έως υπερβολική την χρήση μιας μοτοσυκλέτας με 1200 κυβικά και πάνω από 100 ίππους στο χώμα, αλλά δεν είναι. Το μόνο εμπόδιο είναι για τους περισσότερους το ποσό που απαιτείται για την αγορά της, και οι οδηγικές ικανότητες που θα πρέπει να διαθέτουν για να την πάνε όπως μπορεί να πάει. Στην πραγματικότητα, οι καλύτερες σημερινές παντός δρόμου είναι πιο ικανές στα χώματα από άλλες μικρότερες δικύλινδρες ή μονοκύλινδρες, ακόμα κι από κάποιες που έχουν τα μισά τους κυβικά και άλογα.

Αλλά τα χώματα είναι μόνο ένα μέρος των ταλέντων τους. Όπως φάνηκε στα πολλά βρεγμένα χιλιόμετρα που κάναμε, αν είσαι εξοπλισμένος με αδιάβροχα, μπότες και γάντια που δεν μπάζουν νερό, μπορείς να τις ευχαριστηθείς ακόμα κι εκεί, ευχαριστώντας την εξέλιξη των RAIN mode, των ABS και των traction control. [Παρένθεση περί αδιάβροχων: Αξιόπιστα αδιάβροχες μπότες βρίσκεις πια, με τα αδιάβροχα πάνω κάτω και τα γάντια τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Έχουμε δει φτηνά που δεν μπάζουν, στην αρχή τουλάχιστον, και ακριβά που είναι σφουγγάρια. Ίσως πρέπει να φτιάξουμε μια λίστα με τα αποδεδειγμένα αδιάβροχα αδιάβροχα.]

Κάπου εκεί μου καρφώθηκε και μια άλλη ερώτηση στο μυαλό, από αυτές που μου έρχονται κατά καιρούς για να βασανίζομαι εγώ και να βασανίζω και τους γύρω μου: Μπορεί μια μοτοσυκλέτα να είναι καλή αν δεν την ευχαριστιέσαι και κάτω από τα 100 km/h; Μπορείς να απολαμβάνεις οδήγηση με μέγιστη ταχύτητα τα 100; Μήπως στις σημερινές οικονομικές και κυκλοφοριακές συνθήκες τέτοιου είδους μοτοσυκλέτες είναι οι πιο χαβαλεδιάρικες ό,τι διαδρομή κι αν κάνεις; Σκέφτηκα τον Λύκο που μόλις τελείωσε την ανακατασκευή ενός XL185, που το 99% των χιλιομέτρων που θα κάνει θα είναι έως 100. Είμαι σίγουρος πως θα είναι ξετρελαμένος χωρίς ποσώς να τον απασχολεί που αυτό το μηχανάκι του δεν θα βλέπει πολύ πάνω από 100 συχνά, και που θα πάει 120 αν ο άνεμος είναι ούριος, ο δρόμος έντονα κατηφορικός και οι πλανήτες ευθυγραμμισμένοι καταλλήλως, με τις βαλβιδούλες του να χοροπηδάνε στην κεφαλή λίγο πριν πεταχτούν έξω και το πλαίσιο ένα τσικ πριν κοπεί, συνήθως στην αριστερή μεριά, κοντά στον άξονα του ψαλιδιού.

Το σκεφτόμουν επίσης οδηγώντας την τελευταία βδομάδα το Honda ΜSX125, με το τετρατάχυτο συμπλεκτάτο ψεκαστό παπίσιο μοτεράκι του και τα δωδεκάρια λαστιχάκια του. Σε κάθε φανάρι κάποιος θα μου μιλήσει, ρωτώντας γι' αυτό, όπου σταματήσω όλοι το χαζεύουν, προφανώς γιατί το θεωρούν χαριτωμένο, γιατί κάτι τους λέει χωρίς ίσως να ξέρουν ακριβώς γιατί. Κι αυτό πάει 100 στην ευθεία, παραπάνω στον κατήφορο. Μέχρι τα 100 όμως, τα έχεις κάνει όλα κι έχεις περάσει πολύ καλά, ακόμα και στην πιο συνηθισμένη, βαρετή συνήθως διαδρομή. Γιατί μου ανάβουν φωτιές τώρα; Αν είχα ένα δεκάρικο για κάθε έναν που με ρώτησε, θα είχα μαζέψει τα λεφτά για να το αγοράσω, ή μήπως να τα μαζέψω για να πάρω δεκατριάρι Husqvarna, με τις τιμές που έχουν; Θέλει κανείς το εντεκάρι μου;

Ποιό είναι το μυστικό του Club 100; Κοίτα να δεις, ρωτάω ποιό είναι το μυστικό χωρίς να έχω εξηγήσει τι είναι το Club 100. Για να συνεννοούμαστε, προτείνω να λέμε πως ανήκουν στο Club 100 όλοι εκείνοι οι αναβάτες και όλες οι μοτοσυκλέτες που την κύρια απόλαυση από την οδήγησή τους την βρίσκουν πριν τα 100. Δεν υπάρχει περιορισμός κυβικών, ας είναι και Goldwing 1800, αρκεί να σου δίνει χαρά όταν την οδηγείς και κάτω από 100. Εκεί μέσα στο Club 100 μπαίνουν από μοτοποδήλατα μέχρι MX, trial και enduro, αν και οι superbikes και τα supersport όχι, καθώς δεν μπορεί να ισχυριστεί κάποιος πως τα απολαμβάνει κυρίως πριν... φτάσει η πρώτη στον κόφτη. Στο Club 100 έτσι ανήκουν και τα classics, που κι αυτά τα απολαμβάνουμε με ταχύτητες καθημερινά εφικτές, κοινό χαρακτηριστικό των Club 100 μοτοσυκλετών. Όπως είπαμε και για τα χωματερά, που τα πάντα στον κόσμο τους συμβαίνουν κυρίως κάτω από τα 100, χωρίς αυτό να αφαιρεί ούτε στο ελάχιστο την γοητεία τους.

Το μυστικό λοιπόν του Club 100 είναι πως μπορείς να οδηγείς πραγματικά στο όριο, χωρίς να χρειάζεσαι ούτε πίστα, ούτε συγκεκριμένο είδος δρόμου, τίποτα το ειδικό. Κι όταν λέμε στο όριο, είναι από κάθε άποψη, στο όριο των δυνατοτήτων του αναβάτη ή της μοτοσυκλέτας: Στην ουσία, οι συγκινήσεις από την επαφή με αυτό το όριο δεν διαφέρουν από αυτές που ζει ο Rossi οδηγώντας στα MotoGP. Ακόμα κι ο ίδιος όμως ο Valentino, για να διασκεδάσει και να προπονηθεί και να ευχαριστηθεί οδήγηση όταν δεν καβαλάει την Μ1 του, κάνει γύρους σε πίστα dirt track με το Ouroboros που φτιάχνει ο πατέρας του ή παίζει με χωματερά μηχανάκια ή κοντράρεται με τους φίλους του πάνω σε φτιαγμένα τρίκυκλα Ape, άρα εκτός MotoGP, είναι κι εκείνος μέλος του Club 100, ακόμα κι αν δεν το ξέρει. Κάπως έτσι, διαπιστώνουμε πως στην κυριολεξία τους οι συγκινήσεις δεν εξαρτώνται από την απόλυτη ταχύτητα, παρά μόνο από την σχετική. Για να συγκινηθείς απαιτείται κίνηση, ελληνικά μιλάμε, ας καταλαβαίνουμε και τι σημαίνουν οι λέξεις. Γι' αυτό και υποστηρίζω πως για να ευχαριστηθείς την μοτοσυκλέτα, δεν απαιτείται ούτε η πιο γρήγορη, ούτε η πιο ακριβή, ούτε η πιο εξοπλισμένη, ούτε η πιο καινούργια. Το μόνο που χρειάζεται είναι να λειτουργεί, να την καβαλήσεις και να φύγεις.

Ίσως μερικούς να τους ξενίζει η ιδέα πως μπορεί να οδηγείς στο όριο ενώ πηγαίνεις σιγά. Κι εδώ μπαίνει η έννοια της απόλυτης και της σχετικής ταχύτητας. Όταν παλιότερα πηγαίναμε το ZX-12R τελικιασμένο στα 312, τότε βιώναμε την απόλυτη ταχύτητα μοτοσυκλέτας παραγωγής. Όταν σήμερα περνάμε ένα κακοτράχαλο μονοπάτι με 40, πάμε αργά; Σε απόλυτα νούμερα ναι, σε σχετική ταχύτητα όχι, αν είναι πολύ δύσκολο να περάσει κάποιος από το ίδιο μονοπάτι με 42. Άρα, μπορείς να οδηγείς οριακά με 40, ενώ αν ταξιδεύεις στον ανοιχτό δρόμο με 160 κινδυνεύεις να σε πάρει ο ύπνος.

Αν και δεν δεχόμαστε νταλίκες στο Club 100, απατάσθε αν πιστέψετε πως είναι αργές ή δεν οδηγούνται οριακά, έστω κι αν δεν το συνειδητοποιούμε εύκολα. Μια φορτωμένη νταλίκα που κινείται σταθερά με 100, μπορεί να βγάλει καλύτερη μέση ωριαία από μια παρέα γρήγορων που θα πηγαίνουν τέζα αλλά θα σταματάνε κάθε 50-60 χιλιόμετρα για ανεφοδιασμό, τσιγάρο και κουβεντούλα. Πόσες φορές δεν σας έχει τύχει να βλέπετε την νταλίκα που είχατε περάσει ώρα πριν, να σας προσπερνά όταν σταματήσετε στο βενζινάδικο; Βγάζει καλύτερη μέση ωριαία, τι να κάνουμε, κι όσο για την οριακή οδήγηση της νταλίκας, δεν την αντιλαμβανόμαστε όσο κινείται με σταθερή ταχύτητα, μόλις όμως συμβεί κάτι και πρέπει να φρενάρει ή να αλλάξει πορεία απότομα και αναλάβει πια η μάζα και η αδράνειά της τον λόγο, γίνεται χαμός.

Αν δεν απολαμβάνεις την οδήγηση πηγαίνοντας και χαλαρά, δεν είναι καλή η μοτοσυκλέτα. Σωστό ή λάθος; Ας το σκεφτούμε λίγο. Μου φαίνεται πως μια μοτοσυκλέτα που την απολαμβάνεις μόνο πηγαίνοντας γρήγορα, είναι χειρότερη από μια που την βρίσκεις μαζί της και στο χαλαρό και στο γρήγορο. Στην δεύτερη περίπτωση, χρειάζεται πολύ πιο ποιοτικές αναρτήσεις που να μπορούν να ανταποκριθούν το ίδιο καλά και σε χαμηλές και σε υψηλές ταχύτητες, κι αυτό είναι πιο δύσκολο και πιο ακριβό για να το πετύχει ένας κατασκευαστής μοτοσυκλετών. Απαιτείται επίσης πολύ μεγαλύτερη αρχική επένδυση στην σχεδίασή της, τόσο σε γνώση όσο και χρήμα, από το στάδιο της σχεδίασης ως τις δοκιμές εξέλιξης. Ζητήματα όπως η συγκέντρωση της μάζας κοντά στο κέντρο βάρους έχουν προκύψει και εξελιχθεί από αυτή ακριβώς την ανάγκη, της ομοιογενούς και προβλέψιμης συμπεριφοράς της μοτοσυκλέτας σε όλες τις συνθήκες. Πολλοί μπερδεύουν την έννοια "ευκολοδήγητο" πιστεύοντας πως λίγο πολύ σημαίνει "μειωμένων δυνατοτήτων". Το αντίθετο συμβαίνει. Ας πάρουμε για παράδειγμα τις αγαπημένες μας παντός δρόμου αυτού του τεύχους. Οι καλύτερες από αυτές χρειάστηκαν τουλάχιστον τρεις γενιές και δεκαετίες έρευνας, εξέλιξης και εμπειρίας για να φτάσουν τις σημερινές τους δυνατότητες, όπου φυσικά και είναι πιο ευκολοδήγητες από τις προγόνους τους ενώ ταυτόχρονα οι επιδόσεις τους είναι αναμφισβήτητα ανώτερες σε όλους τους τομείς. Και ειδικά για να γίνουν ικανές να μπουν και στο Club 100, να μπορούν δηλαδή να είναι απολαυστικές και όταν πηγαίνεις χαλαρά ή σε πολύ κλειστό στροφιλίκι, χρειάστηκε να βελτιωθεί τόσο η ομοιογένειά τους, όσο και κάθε υποσύστημά τους ξεχωριστά, μαζί με την αρμονική συνεργασία όλων των υποσυστημάτων. Νομίζετε πως είναι απλό να κάνεις ελαστικό έναν δικύλινδρο κινητήρα 1200 κυβικών και 130 ίππων, την στιγμή που μια γενιά πριν ένας παρόμοιος με 1000 κυβικά και 90 ίππους δεν ήταν; Καθόλου απλό. Αυτό φάνηκε άλλωστε γιατί ακόμα και μετά από τόσα χρόνια εμπειρίας με τους ψεκασμούς ακόμα βελτιώνονται αισθητά κάθε χρόνο, σε αντίθεση με την αντίληψη που υπήρχε όταν πρωτοεφαρμόστηκαν (ή καλύτερα, την ελπίδα) πως τώρα τέλειωσαν όλοι μας οι μπελάδες, οι τροφοδοσίες αναφλέξεις θα αυτορυθμίζονται και με το software θα κάνεις μια έτσι με το laptop σου και θα τα φτιάχνεις όλα. Δεν συνέβη κάτι τέτοιο.

Όπως δεν είναι και απλό να φτιάξεις έναν προοδευτικό, σταθερής απόδοσης συμπλέκτη, ένα καλοσχεδιασμένο κιβώτιο με τις κατάλληλες σχέσεις και σωστή αίσθηση κουμπώματος ταχύτητας στο λεβιέ, και τόσα άλλα. Αυτό που θέλω να πω είναι πως για να φτιαχτεί μια ικανή μοτοσυκλέτα, απολαυστική σε όλες τις συνθήκες, ρυθμούς και ταχύτητες, απαιτείται πολύ περισσότερος κόπος, χρόνος, γνώση και χρήμα απ' ότι για να φτιάξεις μια που αποδίδει καλά μόνο σε συγκεκριμένες συνθήκες. Πρέπει να είσαι πολύ καλός για να μπεις στο Club 100!

Mε μια πιο ευρεία ερμηνεία, οι μοτοσυκλέτες που αξίζουν να μπουν στο Club 100 είναι όσες απολαμβάνουμε καθημερινά, σε κάθε ρυθμό και σε κάθε δρόμο, ανεξάρτητα από κυβικά, τιμή και ηλικία. Ήδη το Club απέκτησε το δεύτερο μέλος του, τον Λύκο, που ενθουσιάστηκε με την ιδέα, μην αρχίσετε όμως να λέτε για καταστατικά και προεδρεία, δεν χρειάζεται να καταδικάσουμε το Club μόλις που γεννήθηκε, είπαμε, το Club 100 είναι μόνο ιδέα και άποψη, κι ας παραμείνει έτσι.