Editorial 651 - Η εξέλιξη στην τέχνη της οδήγησης

Από το

motomag

1/2/2024

Κάθε φορά που βρίσκομαι με κάποιον παγκοσμίου φήμης αναβάτη που έχει περάσει από πολλές μοτοσυκλετιστικές περιόδους, έχει δηλαδή οδηγήσει σε πίστες σε πολλές διαφορετικές φάσεις στην εξέλιξη των μοτοσυκλετών και δεν γεννήθηκε απευθείας μέσα στις IMU έξι αξόνων, θα προσπαθήσω να βρω την ευκαιρία να μιλήσουμε για τα ηλεκτρονικά και την εξέλιξη των μοτοσυκλετών. Αντίθετα με κάποιες απόψεις «εκεί έξω» οι νέοι αναβάτες σε αυτό το επίπεδο που συζητάμε έχουν ξεκινήσει να οδηγούν πριν πάνε σχολείο και τα πάντα για αυτούς είναι μία φυσική κίνηση, μία προέκταση του εαυτού τους κάνοντας τα πάντα να φαίνονται πιο εύκολα από αυτό που είναι στην πραγματικότητα. Είναι εντυπωσιακό που συχνά η οδήγηση της μοτοσυκλέτας σε κορυφαίο αγωνιστικό επίπεδο λαθεύεται ως κάτι το προσιτό από το οποίο μας χωρίζει το μέσο, η αγωνιστική μοτοσυκλέτα. Δεν έχω δει κανέναν που να παίζει μπάλα στο πάρκο, να λέει πως είναι ίδιος με τους υπόλοιπους μέσα στο γήπεδο, λουσμένοι από τους προβολείς και με χιλιάδες ζευγάρια μάτια καρφωμένα πάνω τους. Αντιθέτως έχω ακούσει πολλές φορές κάποιους να λένε πως είναι φανταστικοί οδηγοί που θα μπορούσαν να είχαν κάνει καριέρα μέσα στις πίστες αν τους είχαν δοθεί τα εφόδια. Ίσως η διαφορά αυτή οφείλεται στο γεγονός πως στην πρώτη περίπτωση το μέσο είναι πολύ πιο προσιτό και το να δοκιμάσει κανείς τις ικανότητες του ή να τις αποδείξει όταν κληθεί, είναι άμεσο και εύκολο. Το παραπάνω φαινόμενο επεκτείνεται και σε ανόμοιες συγκρίσεις αναβατών διαφορετικών εποχών, ένα λάθος που δεν θα υποπέσει κανείς από αυτούς που δικαιούνται να το κάνουν. Όπως ο Freddie Spencer. Δεν θα ακούσεις αυτόν τον φανταστικό άνθρωπο να λέει «αααρε όταν τρέχαμε εμείς καβαλούσαμε αληθινές μοτοσυκλέτες», «αυτοί ήταν αγώνες, οι δικοί μας που είχαν ρίσκο» και άλλα τέτοια φοβερά και καταπληκτικά που απεναντίας κάποιοι θα προσπαθήσουν να τεκμηριώσουν. Είτε από ανάγκη να αναδείξουν την εποχή τους, είτε για να παραμείνουν σχετικοί και εντός συζήτησης καθώς η επαφή τους με την μοτοσυκλέτα έχει φθίνει με τον χρόνο, δεν διαβάζουν, δεν παρακολουθούν αλλά ταυτόχρονα δεν βλέπουν πως ασχολούνται και λιγότερο.

Κατά επέκταση και εγώ στέκομαι στο θέμα αυτό με τελευταία αφορμή την συνάντηση με τον Steve Plater και έπειτα με τον Michael Dunlop. Ο Συνιώρης είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού, έχει την δική του στήλη, μιλάω πολύ συχνά μαζί του λοιπόν πέρα από το να συμμετέχει στα συγκριτικά μας, όπως συμβαίνει και με μία πληθώρα άλλων αγωνιζομένων παλαιών και νέων σε κάθε κατηγορία. Είναι όμως επίσης αυταπόδεικτο πως αλλιώς θα περάσει η άποψη του Plater και ας είμαι σε θέση να μπορώ να ισχυριστώ, έχοντας οδηγήσει παλαιότερα μαζί του, πως ορισμένοι Έλληνες αγωνιζόμενοι αλλά και αναβάτες θα μπορούσαν να τον ανταγωνιστούν. Η άποψη τους δεν θα έχει τον ίδιο αντίκτυπο όμως, παρόλο που οι ικανότητες τους δεν είναι μικρότερες. Παρένθεση εδώ πως μόνο στην Ελλάδα πρέπει συνεχώς να αποδεικνύεις τον εαυτό σου ενώ ο ξένος δεν περνά ποτέ από το ίδιο ξεσκόνισμα. Το ζούμε καθημερινά με νέους αναγνώστες που βλέπουν μόνο το motomag.gr αγνοώντας την δουλειά που γίνεται εδώ κι έτσι αναρωτιούνται ποια είναι η πηγή, όταν τους περιγράφουμε γραμμές παραγωγής ή συζητήσεις με αγωνιζόμενους που δεν περιμένουν ένα ελληνικό περιοδικό να έχει πρόσβαση. Που να μάθουν πως η ύλη του μεταφράζεται και κάποιοι άλλοι πληρώνουν περισσότερα για να διαβάσουν εκείνο που οι Έλληνες είδαν πρώτοι. Έχουν μάθει στην εισαγωγή, όχι στην εξαγωγή. Σε ένα τέτοιο λοιπόν περιβάλλον ο Plater, που έχει μείνει στην ιστορία για την πρώτη του εμφάνιση στο Isle of Man TT, έχει ιδιαίτερη σημασία όταν εξηγεί πως η τέχνη της οδήγησης εξελίσσεται, δεν έχει σταθερά όρια και πως αυτά συνεχώς διευρύνονται με τους παλιούς να είχαν τεράστιο πρόβλημα να κυνηγήσουν τους νέους, αν με κάποιο μαγικό τρόπο μπορούσαν να βρεθούν δίπλα – δίπλα. Κι όμως αυτός είναι ένας προβληματισμός που διαχρονικά επανέρχεται με κάθε μεγάλη αλλαγή στην τεχνολογία της μοτοσυκλέτας από το 1969 που εμφανίστηκε για πρώτη φορά η λέξη ηλεκτρονική στο Kawasaki Mach III 500, εκείνος ο τρικύλινδρος δίχρονος διάολος που έκανε τους πάντες να αναρωτιούνται για το μέλλον. Μέχρι τότε όλα τα έφτιαχνες ακόμη και μόνος σου αν χρειαζόταν. Από τότε και μετά όμως άρχισες να χρειάζεσαι εξιδεικευμένα ανταλλακτικά. Άλλαξε και η τέχνη της οδήγησης βέβαια, γιατί μέχρι τότε οδηγός και μηχανικός ήταν συνώνυμα και για πολλά χρόνια μετά από αυτό, οι μηχανολογικές γνώσεις ήταν απαραίτητες αν ήθελες να είσαι σίγουρος πως θα ολοκληρώσεις μία διαδρομή. Ήταν μία εποχή που δεν φαινόταν παράξενο αυτό γιατί δεν απείχε από τον πόλεμο όσο τώρα και οι μοτοσυκλέτες πριν από εκεί οδηγούνταν μόνο με γνώσεις για την ανάφλεξη, την ιδανική ρύθμιση αβάνς για κάθε σχέση κτλ. Περάσαμε ήδη μία εποχή, την έχουμε ζήσει όλοι μας εδώ μέσα, που η τεχνολογία που σήμερα έχει ξεπεραστεί, μας φαινόταν εξωπραγματική και πως θα μας αποξενώσει από την οδήγηση. Φανταστείτε αρχές του 2000 να μιλάμε για μοτοσυκλέτες με οθόνες, σύνδεση κινητού τηλεφώνου και αναρτήσεις που μία δουλεύουν έτσι και μία αλλιώς. Όταν το 2010 βλέπαμε το Skyhook, φοβόμασταν πως έρχεται το Skynet της μοτοσυκλέτας και 14 χρόνια μετά δεν έχει έρθει καμία καταστροφή, το αντίθετο. Φταίει που το πρώτο ABS ήταν για να σκοτώνεσαι μαζί του και τώρα φτάσαμε να μπορούμε να προσαρμόσουμε την οδήγησή μας ανεβάζοντας ρυθμό, αν έχουμε μοτοσυκλέτα με συνδυασμένα φρένα. Η εξέλιξη έχει φέρει τεράστιες αλλαγές που ένας αναβάτης, όπως ο Michael Dunlop, που κάνει το πιο επικίνδυνο πράγμα στον κόσμο με μοτοσυκλέτα ξεκινώντας από μοτοσυκλέτες χωρίς ηλεκτρονικά και καταλήγοντας στα σημερινά, σου λέει πως το σωστό είναι να εξελίσσεσαι, το λάθος είναι να μένεις στάσιμος. Επειδή δεν μιλάει ελληνικά και τα αγγλικά του είναι βαριά, απότομα και κοφτά, ας τον ακούσουμε. Δεν χρειάζεται να πάρουμε νέο, δεν είναι αυτό το νόημα σε καμία περίπτωση. Η εξέλιξη στην οδήγηση δεν έρχεται αν αλλάξεις τροχούς αλλά αν κάνεις νέα πράγματα που δεν είχες δοκιμάσει. Και η μοτοσυκλέτα που ήδη έχεις, είναι πάντα ο καλύτερος τρόπος να δοκιμάζεις νέα πράγματα. Αν δεν έχεις μπει χώμα μαζί της, κάντο. Αν δεν έχεις πάει ποτέ στην πίστα, κάντο. Αν δεν έχεις ταξιδέψει μακριά, μην περιμένεις. Η τέχνη της οδήγησης είναι να εξελίσσεσαι.

editorial 522 - Kakonomics

Από το

Μαύρο Σκύλο

1/5/2013

Ο φίλος μου ο Πάνος μου έστειλε το ομώνυμο κείμενο της Ιταλίδας Gloria Origgi. Η φιλόσοφος και ειδική στη θεωρία της σκέψης, Gloria Origgi, με την ελληνικής ετυμολογίας λέξη Kakonomics, μιλά για την παράδοξη προτίμηση για χαμηλής ποιότητας συναλλαγές, κάτι που εξηγεί γιατί η ποιότητα ζωής μας συχνά είναι χάλια.

"Οι συνήθεις προσεγγίσεις της θεωρίας των παιγνίων αναφέρουν πως όταν οι άνθρωποι συναλλάσσονται (με ιδέες, υπηρεσίες ή αγαθά), επιθυμούν να λαμβάνουν υψηλή ποιότητα από τους άλλους. Ας θεωρήσουμε πως οι συναλλαγές μπορούν να γίνουν μόνο σε δύο επίπεδα ποιότητας: Υψηλή και χαμηλή. Ο όρος Kakonomics περιγράφει περιπτώσεις όπου οι άνθρωποι όχι μόνο θέλουν να λάβουν υψηλή ποιότητα δίνοντας για αντάλλαγμα χαμηλή (να κοροϊδέψουν κάποιον δηλαδή) αλλά στην πραγματικότητα προτιμούν να δώσουν χαμηλή ποιότητα και να λάβουν σε αντάλλαγμα επίσης χαμηλή.

Πως είναι δυνατόν κάτι τέτοιο; Και πως μπορεί κάτι τέτοιο να είναι λογικό; Ακόμα κι όταν τεμπελιάζουμε, και προτιμούμε να δώσουμε χαμηλή ποιότητα (όπως όταν δεχόμαστε να γράψουμε ένα άρθρο για ένα μέτριο περιοδικό, αρκεί να μην μας ζητήσουν να το δουλέψουμε και πολύ), θα έπρεπε λογικά να προτιμούμε να δουλέψουμε λιγότερο αλλά να αμειφθούμε περισσότερο απ' ότι θα άξιζε η δουλειά μας, δηλαδή να δώσουμε χαμηλή ποιότητα και να λάβουμε υψηλή. Η περίπτωση Kakonomics είναι διαφορετική: Σ' αυτήν, όχι μόνο προτιμούμε να δώσουμε ένα αγαθό χαμηλής ποιότητας, αλλά προτιμούμε να λάβουμε ένα εξίσου χαμηλής ποιότητας αντάλλαγμα!

Η Kakonomics είναι η παράδοξη, αλλά εξαιρετικά διαδεδομένη προτίμηση για χαμηλής ποιότητας συναλλαγές, όσο κανείς δεν παραπονιέται γι' αυτό. Ο κόσμος των Kakonomics είναι ένας κόσμος όπου οι άνθρωποι όχι μόνο ανέχονται την μετριότητα και την αναξιοπιστία των άλλων, αλλά την περιμένουν: "Γνωρίζω πολύ καλά πως δεν θα εκπληρώσεις στο ακέραιο τις υποσχέσεις σου, αλλά το δέχομαι γιατί θέλω να μπορώ κι εγώ να μην εκπληρώσω τις δικές μου χωρίς να αισθάνομαι άσχημα γι' αυτό". Η συμπεριφορά αυτή είναι αλλόκοτη και ενδιαφέρουσα γιατί όπως σε όλες τις συναλλαγές αυτού του είδους, τα δύο μέρη φαίνεται να έχουν μια διπρόσωπη συμφωνία: Πρώτα μια "επίσημη", όπου και οι δύο δηλώνουν την πρόθεσή τους για μια συναλλαγή σε υψηλό επίπεδο ποιότητας, και μετά μια ανομολόγητη, που δέχεται πως οι εκπτώσεις στην ποιότητα όχι μόνο επιτρέπονται αλλά είναι και αναμενόμενες. Γίνεται έτσι μια συμφωνία, ανομολόγητη όμως, για αμοιβαία εξαπάτηση. Έτσι, κανείς δεν επωφελείται, λαμβάνοντας περισσότερα απ' όσα θα έπρεπε. Οι συναλλαγές Kakonomics ρυθμίζονται από έναν άγραφο κοινωνικό νόμο για εκπτώσεις στην ποιότητα, μια κοινή αποδοχή ενός μετριότατου ή κακού αποτελέσματος που ικανοποιεί όμως και τα δύο μέρη, τουλάχιστον όσο μπορούν να συνεχίσουν να δηλώνουν πως η συναλλαγή ήταν σε υψηλό επίπεδο ποιότητας.

Ορίστε ένα παράδειγμα: Ένας επιτυχημένος συγγραφέας best seller πρέπει να παραδώσει το νέο του μυθιστόρημα στον εκδότη του, κι έχει αργήσει πολύ. Το κοινό του είναι πολυπληθές, κι ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά πως θα αγοράσει το βιβλίο του μόνο και μόνο επειδή θα γράφει το όνομά του στο εξώφυλλο, κι έτσι κι αλλιώς, λίγοι από αυτούς θα διαβάσουν πέρα από το πρώτο κεφάλαιο. Ο εκδότης του επίσης το γνωρίζει αυτό. Έτσι, ο συγγραφέας αποφασίζει να παραδώσει το νέο του βιβλίο με ένα συγκλονιστικό πρώτο κεφάλαιο αλλά μέτρια πλοκή από κει και πέρα (να το αποτέλεσμα χαμηλής ποιότητας). Ο εκδότης είναι ευχαριστημένος, τον συγχαίρει δηλώνοντας πως παρέλαβε ένα αριστούργημα (το παραμύθι της υψηλής ποιότητας) κι έτσι είναι και οι δύο ευχαριστημένοι. Ο συγγραφέας όχι μόνο προτιμά να παραδώσει χαμηλή ποιότητα, αλλά επιθυμεί και ο εκδότης να του δώσει το ίδιο, για παράδειγμα αποφεύγοντας να χτενίσει πολύ καλά το κείμενο βελτιώνοντάς το, και να το εκδώσει όπως είναι. Εμπιστεύονται ο ένας την αναξιοπιστία του άλλου, και συνωμοτούν για ένα κοινά αποδεκτό χαμηλής ποιότητας αποτέλεσμα που βολεύει και τους δύο. Όποτε υπάρχει μια τέτοια σιωπηρή συμφωνία σύγκλισης προς χαμηλή ποιότητα με στόχο αμοιβαία οφέλη, έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση Kakonomics.

Παραδόξως, αν ο ένας από τους δύο παραδώσει υψηλή ποιότητα αντί για την αναμενόμενη χαμηλή, ο άλλος αισθάνεται προδομένος και το θεωρεί αθέτηση της άτυπης συμφωνίας, ακόμα κι αν δεν το παραδεχτεί ανοιχτά. Στο παράδειγμά μας, έτσι θα ένιωθε ο συγγραφέας εάν ο επιμελητής του εκδότη βελτίωνε το κείμενό του. Η αξιοπιστία του εκδότη σ' αυτή την περίπτωση συνίσταται στο να παραδώσει την ίδια χαμηλή ποιότητα. Κόντρα στο κλασικό Δίλημμα του Φυλακισμένου της θεωρίας παιγνίων (όπου δύο άνθρωποι δεν συνεργάζονται ακόμα κι αυτό θα ήταν προς αμοιβαίο τους όφελος), η προθυμία επανάληψης μιας συναλλαγής με κάποιον εξασφαλίζεται όταν υπάρχει η σιγουριά πως κι εκείνος θα παραδώσει χαμηλή αντί για υψηλή ποιότητα.

Οι συναλλαγές Kakonomics δεν είναι πάντα κακές. Μερικές φορές επιτρέπουν μια αμοιβαία κατανόηση εκπτώσεων που κάνει την ζωή πιο χαλαρή για όλους. Όπως μου είπε ένας φίλος που ανακαίνιζε μια αγροικία στην Τοσκάνη, "οι Ιταλοί μαστόροι ποτέ δεν τελειώνουν τη δουλειά στο συμφωνημένο χρόνο, το καλό όμως είναι πως δεν περιμένουν κι εσύ να τους πληρώσεις τότε που έχεις υποσχεθεί".

Το μεγάλο όμως πρόβλημα των Kakonomics -που στα αρχαία Ελληνικά σημαίνει χείριστα οικονομικά- και ο λόγος για τον οποίο αποτελούν μια μορφή συλλογικής παράνοιας εξαιρετικά δύσκολης να εξαλειφθεί, είναι πως κάθε συναλλαγή χαμηλής ποιότητας είναι ένα τοπικό ισοζύγιο όπου και τα δύο μέρη μένουν ευχαριστημένα, αλλά κάθε μία από αυτές τις συναλλαγές διαφθείρει μακροχρόνια συνολικά το σύστημα. Οπότε, οι απειλές που αντιμετωπίζουν τα καλά συλλογικά αποτελέσματα δεν προέρχονται μόνο από "αρπακτικά" και "κερδοσκόπους", όπως μας διδάσκουν οι καθιερωμένες κοινωνικές επιστήμες, αλλά και από καλά οργανωμένους κανόνες Kakonomics που εξασφαλίζουν πως τα αποτελέσματα των συναλλαγών θα είναι προς το χειρότερο. Ο συνδετικός ιστός της κοινωνίας δεν είναι μόνο η συνεργασία για το γενικό καλό. Για να καταλάβουμε γιατί πολλές φορές "η ζωή είναι σκατά", θα πρέπει να μελετήσουμε τις άτυπες συμφωνίες που προσδοκούν σε ένα ατομικό όφελος και ταυτόχρονα σε μια συλλογική ζημία."

Στο συνεργείο: Ο πελάτης πάει γιατί άκουσε πως είναι φθηνό. Σκέφτεται πως και καλή δουλειά να μην γίνει, θα δώσει λίγα, οπότε εντάξει. Ακόμα και πριν φτάσει και το δει, έχει προσπαθήσει να πείσει τον εαυτό του πως το πάτωμα θα είναι μαύρο από στυλιστική επιλογή, κι όχι από τα λάδια είκοσι ετών που κανείς δεν καθάρισε, και πως τα μισολυμένα μοτέρ και τα διάσπαρτα παντού παλιά εξαρτήματα είναι άποψη εικαστική. Ανάλογες μυθοπλασίες ισχύουν και για την συμπεριφορά του μάστορα, που ξινίζει τα μούτρα του λες και ο πελάτης έχει έρθει για να του κάνει τη ζωή δύσκολη, κι όχι για να του δώσει δουλειά. Αλλά έτσι είναι οι ιδιοφυΐες, ιδιόρρυθμες, κι η ανάγωγη συμπεριφορά τους δικαιολογείται από το μεγαλείο των έργων τους. Παρά το αυτοπαραμύθιασμα όμως, ο πελάτης γνωρίζει πως η δουλειά δεν θα είναι πρώτης τάξης, αλλά ελπίζει κιόλας πως η χαμηλή τιμή θα αντισταθμίσει την τσαπατσουλιά και την έλλειψη γνώσεων. Από την μεριά του, ο μάστορας γνωρίζει πως ο πελάτης είναι στο κόλπο ("θα δώσω λίγα, θα πάρω αντίστοιχα λίγα"), οφείλει όμως να κάνει την προσπάθεια να ανεβάσει την δουλειά του, με ένα καλά προβαρισμένο ανεκδοτολογικό λογύδριο, για να πείσει τον πελάτη πως όλοι οι άλλοι θα του έπαιρναν τζάμπα λεφτά, και πως μόνος εκείνος είναι μυημένος στα απόκρυφα των κινητήρων των παπιών. Ενστικτωδώς, ο μάστορας γνωρίζει πως να χειραγωγήσει ψυχολογικά τον πελάτη, όπως επίσης γνωρίζει πως ακόμα και τα σχετικά λίγα χρήματα που θα του πάρει είναι στην πραγματικότητα πάρα πολλά για τις δουλειές που δεν θα κάνει, αλλά θα πει ότι έχει κάνει. Η συναλλαγή ολοκληρώνεται, ο πελάτης φεύγει ευχαριστημένος που έδωσε σχετικά λίγα χρήματα (για δουλειές όμως που δεν έγιναν, ή που έγιναν με σφυροκάλεμο), αφήνοντας τον μάστορα επίσης ευχαριστημένο γιατί με τόσο λίγο κόπο και ικανότητα έβγαλε το μεροκάματο. Τέτοιου είδους συναλλαγές εξαπλώνονται σαν ιώσεις, ξεκινώντας μια δίνη που ρουφάει προς τα κάτω όλο και περισσότερους, υποβαθμίζοντας την ποιότητα και των πελατών, και των υπηρεσιών, και των μαστόρων. Αφού γίνεται κι έτσι, γιατί να προσπαθήσω για κάτι καλύτερο; Μετά, ο πελάτης κοκορεύεται στους φίλους του πως έδωσε μόνο 50 ευρώ για service στο τετρακύλινδρό του, εννοώντας πως είναι κορόιδα όσοι πληρώνουν λογικά χρήματα για αξιοπρεπή εργασία.

Το αντίστροφο: Στο αψεγάδιαστο συνεργείο, ο ευγενικός μάστορας σου λέει μια τιμή που σου φαίνεται χαμηλή. Γίνεσαι πολύ δύσπιστος και φεύγεις: "Κάποιο λάκκο έχει η φάβα", σκέφτεσαι, αντί για το πιο λογικό, "Επιτέλους, σωστό μαγαζί με σωστές τιμές".

Για ανταλλακτικά: Πάρε το ιμιτασιόν, την ίδια δουλειά θα κάνεις. Αμ δε. Μετά από δέκα χρόνια αχρηστίας, αποφάσισα να ξαναβγάλω στο δρόμο το παλιό μου SS50 (τέλη δεκαετίας '60). Αγόρασα ένα σετ "πάνω" φλάντζες έναντι του συγκλονιστικού αντιτίμου του ενός ευρώ και εξήντα λεπτών, κομπλέ με o-ring, ζουάν για την εξάτμιση, τσιμουχάκια βαλβίδων. Το μετάνιωσα με το που το άνοιξα, ήταν σαν κομμένες από παλιό χαρτί τετραδίου. Μερικές δεν έκαναν, μακάρι να μην ταίριαζε καμία για να τις πετάξω όλες. Τι περίμενα; Ποιότητα Honda με 1,60; Σ' αυτή την περίπτωση το Kakonomics δούλεψε: Τις αγόρασα, ξέροντας πως θα είναι σκουπίδια, αλλά παραμυθιάστηκα πως "θα κάνω τη δουλειά μου". Κάπου στα βάθη της Κίνας ένας Κινέζος φλαντζάς γελάει. Τελειωμό δεν έχουν τα κορόιδα. Αν μου κοστίζουν εμένα 15 σεντ του ευρώ, τι περιμένουν; Να είναι και καλές;

Για την επιλογή μοτοσυκλέτας: "Δεν κάνω ράλι εγώ", μου είπε κάποιος όταν μετά από ερώτησή του προσπαθούσα να του εξηγήσω τις μίνιμουμ προδιαγραφές μιας σύγχρονης μοτοσυκλέτας. Εν γνώσει του, ήθελε να πάρει μια κακή, απαρχαιωμένη μοτοσυκλέτα, ενώ είχε τα χρήματα να πάρει μια καλύτερη. Προτιμούσε δηλαδή την κακή ποιότητα έναντι χαμηλού αντιτίμου, αντί για αποδεκτή ποιότητα με ελάχιστα περισσότερα χρήματα. Και φυσικά, ο εγκέφαλος του ανθρώπου είναι πρώτος στο να βρίσκει δικαιολογίες για ο,τιδήποτε. Είχε πείσει τον εαυτό του πως αφού δεν είναι "ραλίστας", κάτι χωρίς φρένα, χωρίς αναρτήσεις, χωρίς επιδόσεις, κάτι επικίνδυνο τέλος πάντων, είναι αρκετό για κείνον.

Για τις παρέες: Μερικοί φοβούνται τη μοναξιά. Ίσως γιατί περισσότερο απ' όλα φοβούνται να μείνουν μόνοι με τον εαυτό τους. Και ανέχονται παρέες. Και οι παρέες, αντίστοιχα, τους ανέχονται. Γιατί μερικές φορές οι παρέες επίτηδες περιλαμβάνουν ανθρώπους που δεν θα έκαναν κανονικά παρέα μαζί τους, έτσι για να έχουν να τους κακολογούν όταν δεν είναι παρόντες, ή να τους την μπαίνουν μειωτικά όταν είναι παρόντες. Συνειδητή επιλογή χαμηλής ποιότητας, και τους λόγους ας τους βρουν οι ψυχίατροι. Και πάνε και ταξίδια μαζί, που όλοι είναι στην γκρίνια όλη την ώρα. Και κανείς δεν φχαριστιέται το ταξίδι. Καλύτερα μόνος. Κι ας τα δεις όλα.

To χειρότερο: Μια Kakonomics συναλλαγή θεωρείται πια δεδομένη, ο κανόνας, κάτι αντίστοιχο με το "όλοι τα παίρνουν", "όλοι είναι ένοχοι", και η κοινωνία αρχίζει, συνηθίζει και συνεχίζει να λειτουργεί μόνο σ' αυτή τη βάση. Έτσι κι αλλιώς, οι μέτριοι πάντα θέλουν όλοι να κατέβουν στο επίπεδό τους, και κάνουν ό,τι μπορούν γι' αυτό. Ένας από τους τρόπους που χρησιμοποιούν είναι να ισχυρίζονται πως όλοι είναι όμοιοί τους ή, ακόμα κι αν πράττουν διαφορετικά, θα ήθελαν να είναι. Έχει γίνει επίσης η στάνταρ δικαιολογία για όσους δεν κάνουν, ή δεν κάνουν καλά την δουλειά τους: Ενώ κάποιος δέχεται να κάνει μια δουλειά με συγκεκριμένο αντίτιμο, στην πορεία δικαιολογεί την ανεπάρκειά του ή την άρνησή του να την κάνει με το πρόσχημα πως δεν πληρώνεται αρκετά. Προφανώς, όταν προσλήφθηκαν, ήξεραν, αλλά φυσικά δεν είπαν ποτέ, πως δεν πρόκειται να κάνουν καλά την δουλειά τους, γιατί θεωρούσαν εξ αρχής μικρή την αμοιβή. Αλλά δέχτηκαν την συμφωνία, λέγοντας μετά το απίθανο "εμείς κάνουμε πως δουλεύουμε κι αυτοί κάνουν πως μας πληρώνουν". Κι όλα καλά, και πάμε για καλύτερα...