Αφιέρωμα Andrea Merloni: Ο άνθρωπος που ανέστησε την Benelli!

Ένας ασυμβίβαστος, ρομαντικός και αποτελεσματικός νέος
2/12/2020

Πολλοί έχουν γράψει για τον Ιvano Beggio της Aprilia, ακόμη περισσότεροι για τον Claudio Castiglioni του Cagiva/MV Agusta Group. Aλλά ποιος θυμάται τον Andrea Merloni; Αυτό τον τρελό εικοσιοκτάχρονο Ιταλό, που βάλθηκε να τα βάλει με τα θηρία της παγκόσμιας βιομηχανίας. Μπορεί το πέρασμα του από τον κόσμο της μοτοσυκλέτας να ήταν σύντομο, αλλά το σημάδι που άφησε απεδείχθη ανεξίτηλο.

Με την έλευση της δεκαετίας του 1990, ο ιταλικός κόσμος της μοτοσυκλέτας φάνταζε σεληνιασμένος. H ανέλιξη της Ducati με την καθολική υπεροχή της στους αγώνες του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος των Superbike καθώς και η συνεχής βελτίωση της Cagiva στα GP 500, χάρισε ένα αίσθημα αισιοδοξίας στους Ιταλούς που στις προηγούμενες δύο δεκαετίες παρέπαιαν με αραιές αναλαμπές δόξας (βλέπε νίκη του Mike Hailwood με Ducati στο Isle of Man, νίκη της Moto Guzzi στο AMA Superbike κλπ) που λειτουργούσαν περισσότερο σαν δικαιολογία ύπαρξης παρά σαν μήνυμα ακμαιότητας.

Το Ducati 916 του Fogarty και το Cagiva του Εddie Lawson έκανε τους Ιταλούς να πιστέψουν ότι ο Ιαπωνικός ανταγωνισμός δεν ήταν τελικά όσο άτρωτος νόμιζαν ότι ήταν. Τα κατορθώματα του Cagiva Group (ιδιοκτήτες της Ducati) των αδελφών Castiglioni σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της ιταλικής οικονομίας, ενέπνευσε στα μέσα της δεκατίας του 1990 μια σειρά από πλούσιους Ιταλούς, να επαναλάβουν το παράδειγμα των Castiglioni. 

Έτσι, έχουμε τον Δόκτωρ Francesco Tognon που εξαγόρασε την Laverda (1993), τον Roberto Ziletti που εξαγόρασε δικαιώματα του ονόματος της Μοndial (1999), τους ίδιους τους Αφους Castiglioni που εξαγόρασαν τα δικαιώματα της MV Agusta (1992) και τέλος τον “πιτσιρικά” της παρέας, Andrea Merloni να εξαγοράζει την Benelli.

Χάρη στις ενέργειες του Andrea Merloni ο θρυλικός κατασκευαστής του Pesaro υπάρχει ακόμα

 

Με δυνατό background

Χωρίς να το γνωρίζετε, λίγο από Merloni, έχουμε οι περισσότεροι από εμάς μέσα στα σπίτια μας, γιατί ήταν η οικογένεια που ίδρυσε την εταιρεία ηλεκτρικών συσκευών Indesit - Ariston. Πιο συγκεκριμένα ο παππούς του Αndrea, Aristides Merloni ήταν ο ιδρυτής της εταιρείας στo χωριό Albacina στην περιοχή της Marche, στην Αδριατική. O πατέρας του Andrea, Vittorio Merloni ήταν υπεύθυνος για την γιγάντωση της εταιρείας και την ραγδαία αύξηση του πλούτου της οικογενείας. Θέλοντας να δώσει την ευκαιρία στα παιδιά του να εξελιχθούν και αυτά στην επιχειρηματικότητα, τ’άφησε -ορθώς- να επιλέξουν τον τομέα του επιχειρείν. Ο Andrea, δεν χρειάζοταν να το διπλοσκεφτεί, ήθελε να ασχοληθεί ξεκάθαρα με τις μοτοσυκλέτες. Ο ίδιος μεταξύ 1989 με 1992 αγωνιζόταν σε ασφάλτινους αγώνες αλλά και σε πίστες motocross, αλλά έπειτα από ένα ατύχημα, ξεκίνησε την δικιά του αγωνιστική ομάδα - Team Gattolone Racing - της οποίας το ημιεργοστασιακό Ducati 916, θα ήταν το πρώτο superbike στην ιστορία του θεσμού που θα έσπαγε το φράγμα των 300 χλμ/ώρα τελικής ταχύτητας στην πίστα του Ηockenhein το 1996. 

Στα τέλη του 1995, ο νεαρός Andrea θα παρουσίασει το business plan μπροστά στο πατέρα του και το διοικητικό του συμβούλιο το οποίο πρότεινε την εξαγορά των δικαιωμάτων του ονόματος της Benelli και την εξέλιξη και παραγωγή μιας εξωολοκλήρου νέας γκάμας μοντέλων. Ο ύστατος στόχος, η εξέλιξη ενός επαναστικού νέου superbike και την συμμετοχή του στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Superbike. Τώρα ευλόγως θα με ρωτήσετε γιατί την Benelli και όχι κάποια άλλη εταιρεία; Η Benelli είχε την ιστορία, το αγωνιστικό pedigree, ήταν διαθέσιμη προς πώληση, αλλά πρωτίστως είχε την έδρα της στο Pesaro, στην περιοχή της Marche, γενέτειρα των Merloni.

Όπως προανέφερα, οι Ιταλοί ήταν σεληνιασμένοι στην δεκαετία του 1990-αρχές 2000. Μετά την παρουσίαση του Ducati 916, υπήρξε ένας άτυπος "εθνικός διαγωνισμός" για το ποιος θα δημιουργήσει το πιο όμορφο και εντυπωσιακό superbike της αγοράς (βλέπε MV Agusta F4, Mondial Piega, Moto Guzzi MGS-01, Bimota SB8K, Laverda SFC 1000). 

O Andrea είχε μεγαλεπίβολα σχέδια για την Benelli και δεν ήθελε σε καμία περίπτωση δανεικoύς κινητήρες, όπως στην περίπτωση της Mondial (Honda VTR SP1) και της Bimota (Suzuki TL 10000). Συνεπώς επέλεξε την πιο δύσκολη οδό για κάποιον που έπρεπε να αρχίσει τα πάντα από την αρχή, αφού στα χέρια του είχε μόνο τους τίτλους ιδιοκτησίας του ονόματος Benelli. Γι αυτό και προσέλαβε τον πρώην Τεχνικό Διευθυντή του Cagiva Group, εν ονόματι Riccardo Rosa, ένα άνθρωπο μ’ ένα από τα πιο εντυπωσιακά βιογραφικά (Alfa Romeo, Ferrari, Fondmetal F1, Cagiva Group, Terra Modena) στην Ιταλική βιομηχανία. 

O Rosa σχεδίασε για λογαριασμό της Benelli, έναν υδρόψυκτο τρικύλινδρο κινητήρα 898 κυβ εκ (88 Χ 49.2 χιλ) με 6-τάχυτο κιβώτιο τύπου κασσέτας. Τα πρώτα σχέδια ήταν έτοιμα το 1998. Η επιλογή των 900cc δεν ήταν τυχαία καθώς θα επέτρεπαν στο μέλλον την Benelli να συμμετάσχει στο πρωτάθλημα superbike. 

Για το σχεδιασμό του νέου superbike προσελήφθη ο Βρετανός Adrian Morton, που είχε μόλις αφήσει το Cagiva Group σε αναζήτηση μιας εταιρείας που θα του προσέφερε περισσότερη σχεδιαστική ελευθερία και νέες προκλήσεις. Ο Merloni του προσέφερε ακριβώς αυτό: Ένα πλήρως "φρέσκο" και ελεύθερο περιβάλλον στο όποιο θα μπορούσε να αναπτύξει τις ιδέες του. Σημειωτέον ότι ο Morton ήταν μόλις 26 χρονών και θα αναλάμβανε εξ’ολοκλήρου μόνος το σχεδιασμό του νέου superbike! Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να δημιουργήσει μέσα σε μόλις 12 εβδομάδες (!) το πρώτο πρωτότυπο ενός από τα πιο εντυπωσιακά σχέδια (αν όχι το πιο εντυπωσιακό) της περιόδου. 

Ο Merloni άλλωστε δεν ήθελε να συμβιβαστεί με την κατασκευή ενός απλού superbike. ‘Ηθελε ΤΟ SUPERBIKE, μια μοτοσυκλέτα που ήταν ένα βήμα πιο πέρα τεχνολογικά από τα νικηφόρα 916 και το υπό εξέλιξη F4 (που ο Riccardo Rosa ήταν μέρος της εξέλιξης του μέχρι να μετακομίσει στην Benelli). Ήθελε να δείξει σε όλον το μοτοσυκλετιστικό κόσμο ότι η Ιταλία, ζούσε, ανέπνεε και ήταν η πηγή -το κέντρο- των πιο όμορφων και τεχνολογικά προηγμένων μοτοσυκλετών.

Το Βenelli Tornado ήταν αν μη τι άλλο πανέμορφο και επαναστατικό

 

Αντίθετα με τους ανταγωνιστές που διάλεξαν πιο συμβατικές λύσεις, το Benelli Tornado Tre Novecento εφάρμοσε τολμηρές και καινοτόμες λύσεις, προϊόντα του ιδιοφυούς Rosa. Το πλαίσιο, παραδείγματος χάριν, ήταν μια μίξη χυτού αλουμίνιου στο σημείο έδρασης ψαλιδιού-κινητήρα με σωλήνες από χρωμολυβδένιο ατσάλι που ήταν ενωμένοι με αεροπορικού τύπου κόλλας. Αλλά το πιο επιφανές χαρακτηριστικό του Tornado ήταν η διάταξη του συστήματος ψύξης. Το ψυγείο ήταν τοποθετημένο κάτω από την σέλα με δύο βεντιλατερ τοποθετημένα σε πλήρη θέα στην ουρά (ο Morton μάλιστα φρόντισε να τα τονίσει με κίτρινο χρώμα για να είσαι σίγουρος γι αυτό που βλέπεις!). Ο αέρας ερχόταν από το μπροστινό τμήμα της μοτοσυκλέτας μέσω δύο αεραγωγών, κρυμμένοι διακριτικά δεξιά και αριστερά κάτω από τα fairing.

Η χαρακτηριστική ουρά με τα βεντιλατερ

 

Η διάταξη του ψυγείου σίγουρα τυχαία δεν ήταν. Μιλάμε για τον Riccardo Rosa εδώ που τα λέμε. Με αυτήν την διάταξη υπήρχαν τρία πλεονεκτήματα:

  • Ο κινητήρας μπορούσε να τοποθετηθεί πιο μπροστά στο πλαίσιο για βελτιωμένη πρόσφιση στον μπροστινό τροχό.
  • Ο ζεστός αέρας που βγαίνει από την πίσω μεριά του ψυγείου στην συμβατική διάταξη επηρεάζει αρνητικά την απόδοση του κινητήρα. Με την απούσια του, ο κινητήρας δουλεύει σε χαμηλότερη θερμοκρασία γιατί, θεωρητικά τουλάχιστον, ο κινητήρας έχει πρόσβαση σε φρέσκο αέρα με την απουσία του ψυγείου, αλλά και το ψυγείο βρίσκεται μακρυά από την κύρια πηγή θερμότητας - τον κινητήρα και την εξάτμιση.
  • Η αρνητική πίεση στο πίσω μέρος της μοτοσυκλέτας μειωνόταν με την λειτουργία των βεντιλατέρ που σπρώχνανε τον ζεστό αέρα έξω.

Όσο το Tornado ήταν στα σκαριά, ο Merloni είχε ήδη προωθήσει στην αγορά το πρώτο scooter της εταιρείας στις αρχές του 1997, το Benelli 491. H αγορά των scooter βίωνε μια σημαντική άνθιση εκείνη την περίοδο και το σχέδιο του Merloni ήταν να διαθέσει στην αγορά προσιτά σε τιμή scooter των 50-125cc, που δεν απαιτούσαν ιδιαίτερο κόστος εξέλιξης και μπορούσαν με το σωστό marketing να πουληθούν σε σημαντικά νούμερα (στόχος ήταν οι 50.000 μονάδες μέχρι το 2000). Με αυτόν το τρόπο θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει σταδιακά την εξέλιξη μεγαλύτερων σε κυβισμό μοντέλων. Τo marketing μάλιστα σχεδίαζε να το αναθέσει στην πασίγνωστη Wieden & Kennedy, ξακουστή διαφημιστική εταιρεία, υπεύθυνη για τις καμπάνιες εταιρειών όπως η Coca Cola, Nike και η Microsoft. Ο Merloni είχε μπει με χαρακτηριστική επιθετικότητα στην αγορά με σκοπό να πετύχει τους στόχους του.

Το πρωτότυπο Benelli Tornado Tre Novecento παρουσιάστηκε παγκοσμίως το Σεπτέμβριο του 1999, στην έκθεση του Milano. Ο μοτοσυκλετιστικός κόσμος είχε συγκλονιστεί από τις φουτουριστικές γραμμές και τα τεχνικά χαρακτηριστικά του ολοκαίνουργιου superbike της Benelli. Tον Ιούνιο του 2001, ανακοινώνεται από την εταιρεία το αγωνιστικό της πρόγραμμα για την συμμετοχή της εταιρείας στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Superbikes με επικεφαλή τον Riccardo Rosa. Την εξέλιξη του πολιτικού Tornado θα την αναλάμβανε να την συνεχίσει ο Pierluigi Marconi, ο πρώην Τεχνικός Διευθυντής της Bimota και της Aprilia.

Andrian Morton, Riccardo Rosa, Pierluigi Marconi καθώς και άλλοι, όπως ο πιλότος Peter Goddard και ο επικεφαλής μηχανικός Flavio Zanzini, απάρτιζαν μια dream team στο επιτελείο της Benelli. Το 2000, ο Merloni συνάπτει συμφωνία με την Renault Sport για την κοινή εξέλιξη και προώθηση scooter. Όλα έμοιαζαν ότι θα έβαιναν καλώς και βάση προγράμματος. Το νεαρό της ηλικίας του επέτρεπε την άγνοια που σε κάποιες στιγμές βοήθησε αλλά σε κάποιες άλλες απέβη μοιραίο

Το Benelli Adiva 150 με την αναδιπλούμενη οροφή

 

Η αρχή των προβλημάτων

Μια σειρά προβλημάτων θα ξεκινήσουν για την Benelli. Για αρχή ένας νέος νόμος με εφαρμογή από το 2001 υποχρέωνε την χρήση κράνους ακόμα και στους κατόχους scooter 50cc. Ένας δεύτερος νόμος υποχρέωνε όλους του κατόχους σε ετήσιο τεχνικό έλεγχο. Οι Ιταλοί δεν δέχτηκαν το νέο μέτρο με θέρμη, με αποτέλεσμα η πώληση των scooter να καταρρεύσει και ο Merloni να βρίσκεται αρκετά μακρυά από τους στόχους του. Συν τούτου, το πολυαναμενόμενο Tornado ενώ συμμετέχει στα superbikes, δεν ήταν ακόμα έτοιμο για παραγωγή, με τον πατέρα Vittorio να αρχίζει να χάνει την υπομονή του. Για πέντε χρόνια χρηματοδοτεί αδρά την επιχείρηση του γιού του, χωρίς να βλέπει φως στο τούνελ. Μάλιστα, εκείνη την χρονιά ο Vittorio προσπάθησε να ακυρώσει όλο το πρόγραμμα, αλλά ο Andrea ζήτησε κατανόηση και παράταση. 

Την ίδια χρονιά παρουσιάζει το Benelli Adiva, ένα scooter με παρμπρίζ και αναδιπλούμενη οροφή (σαν το BMW C1, αλλά στο Adiva δεν λειτουργούσε σαν κλωβός ασφαλείας), απόδειξη τη πραγματικής θέλησης του Merloni για την παραγωγή πρωτοποριακών μοτοσυκλετών. Κάτω από την πίεση του Vittorio αλλά και της κατάστασης με την αγορά, αλλάζει το επιχειρηματικό σχέδιο δίνοντας έμφαση στις μεγάλες κυβισμού μηχανές. Το 2002, ακυρώνει το αγωνιστικό πρόγραμμα και δίνει έμφαση στην εξέλιξη του Tornado. Ο Rosa θα αποχωρήσει από την Benelli, μια μεγάλη απώλεια για τον Merloni και την ομάδα του.

Το Tornado RS είχε λύσει κάποια από τα προβλήματα του προκατόχου του αλλά όχι όλα

 

To 2002 θα παραχθεί πρώτα το Benelli Tornado LE (για Limited Edition) σε 150 αντίτυπα. Το Tornado LE ήταν εξοπλισμένο με Öhlins αναρτήσεις, ξηρό συμπλέκτη, σφυρήλατες ζάντες Marchesini, ολόσωμη εξάτμιση τιτανίου της Arrow και φαίρινγκ από ανθρακόνημα. To LE ήταν μια μέση λύση για τον Merloni, για να δείξει στον κόσμο (αλλά και στον Vittorio), ότι "βγαίνει η δουλειά", επειδή τα καλούπια από ανθρακόνημα μπορούσαν να παραχθούν σε συντομότερο χρονικό διάστημα μέχρι να ετοιμαστεί το Tornado παραγωγής. Παράλληλα ο Andrian Morton έχει ξεκινήσει να δουλεύει στην γυμνή μορφή του Tornado, το TNT (Tornado Naked Tre). 

Το 2003, στην πίστα Paul Ricard, στην Νότια Γαλλία, η πολιτική έκδοση του Tornado θα παρουσιαστεί στους δημοσιογράφους που θα μείνουν εντυπωσιασμένοι από την οδηγική συμπεριφορά και τον σχεδιασμό του Tornado. Η παραγωγή θα ξεκινήσει, και επιτέλους μετά από έξι χρόνια εξέλιξης το εξωτικό Tornado ήταν διαθέσιμο προς πώληση. To σχέδιο του Merloni πρόσταζε ένα -πέρα για πέρα- ιταλικό superbike, που αυτό μεταφράζεται ότι όλα τα περιφερειακά έπρεπε να προέρχονται από Ιταλούς προμηθευτές. Στόχος που επιτεύχθει, πλην της ηλεκτρονικής μονάδας διαχείρησης που προερχόταν από την γαλλική Sagem. 

Δυστυχώς όμως, παρ’όλες τις καλές προθέσεις και την εθνική περιφάνεια του Merloni, το “100% made in Italy” γύρισε μπούμερανγκ σε αυτόν και την Benelli… Η βιομηχανοποίηση και εξέλιξη του τρικύλινδρου κινητήρα είχε ανατεθεί στον Franco Morini o οποίος αποδείχθηκε κατώτερος των περιστάσεων. Ο κινητήρας χρειαζόταν περαιτέρω εξέλιξη ωστόσο μπήκε στην παραγωγή, γιατί για τον Merloni και την ομάδα του, τα περιθώρια στένευαν, καθώς ο Vittorio είχε αρχίσει ήδη να βγάζει αφρούς από το στόμα του.

O τρικύλινδρος κινητήρας του Tornado LE με τον ξηρό συμπλέκτη και τα καπάκια μαγνησίου

 

Προβλήματα υπήρχαν κυρίως με το κιβώτιο, καθώς οι ανοχές δεν ήταν οι σωστές. Η νεκρά έμπαινε πολύ δύσκολα όταν ο κινητήρας βρισκόταν σε λειτουργία. Επίσης υπήρχε δυσκολία στην εκκίνηση του κινητήρα στο πάτημα της μίζας. Υπήρξαν περιπτώσεις στις οποίες, κινητήρες “διαλύθηκαν” λόγω των ανοχών του κιβωτίου, αφήνοντας πελάτες δυσαρεστημένους. Η ποίοτητα των φαίρινγκ επίσης δεν ήταν η καλύτερη, καθώς σε κάποιες περιπτώσεις η βαφή ξέφτιζε και παρουσιαζόντουσαν μικρορωγμές από τους κραδασμούς. Τέλος, το ψυγείο κάτω από την σέλα, δεν δούλευε αποτελεσματικά στις ζεστές μέρες του χρόνου και κάτω από συνθήκες κίνησης, ενώ τα 140 δηλωμένα άλογα που στην πραγματικότητα ήταν 107 στον τροχό, δεν ήταν εφάμιλλα του ανταγωνισμού. 

Τα θετικά ήταν ότι το Tornado είχε καταπληκτικά δυναμικά χαρακτηριστικά, ήταν αρκετά πιο άνετο στην οδήγηση από τα Ducati 916 και MV Agusta F4 και ο ήχος από τον τρικύλινδρο κινητήρα ήταν απλά…. "‘άρωμα". Και φυσικά, ο σχεδιασμός του ήταν εξωπραγματικός και ένα από τα πιο τολμηρά σχέδια της iταλικής βιομηχανίας.

Την ίδια χρονιά (2003) η Benelli ανακοινώνει ότι αυτή θα είναι η τελευταία χρονιά παραγωγής των scooters, καθώς η εταιρεία επιθυμεί να εστιάσει όλη την προσοχή της σε μοντέλα μεγάλου κυβισμού. Στα τέλη του 2003, παρουσιάζεται το Tornado RS με βελτιώσεις στο κιβώτιο, ελαφρώς αυξημένη ιπποδύναμη, αναβαθμισμένο πακέτο αναρτήσεων της Marzocchi και ακτινικά φρένα όπως επιτάσσει η εποχή. Τον Φεβρούαριο του 2004, η γυμνή μορφή του Tornado, το ΤΝΤ με τον νέο κινητήρα των 1130 κυβ εκ., παρουσιάζεται επίσημα σε… που αλλού; Σε ένα στριπτιτζάδικο του Milano!

Το ΤΝΤ 1130 ήταν το πιο δυνατό naked της γενιάς του

 

Η παράδοση των ηνίων

Κάτω από την απέλπιδα προσπάθεια να σώσει τ’ όνειρο του, o Αndrea Merloni προσπαθούσε να είναι ευρηματικός για ν’αυξήσει γρήγορα τις πωλήσεις και να σταματήσει να εξαρτάται από την οικονομική βοήθεια του Vittorio. Και στην αυγή του 2004, η Benelli με το βελτιωμένο Tornado RS και το TNT 1130 (που ήταν το τότε πιο δυνατό naked της αγοράς) φαινόταν έτοιμη να ορθοποδήσει. Ο ίδιος πόνταρε πολύ στις αυξημένες πωλήσεις του επίσης σχεδιαστικά εντυπωσιακού νεου naked, με τα ψυγεία τοποθετημένα στο πλάι (σαν τα Honda VTR SP1 και SP2) και την μονή εξάτμιση κάτω από την σέλα.

Ο Vittorio όμως δεν το έβλεπε έτσι, η υπομονή του είχε τελειώσει και ο ίδιος “τράβηξε την πρίζα” με την Benelli να βγαίνει προς πώληση. Αρχικά θα εκδηλωθεί ενδιαφέρον από την Ρωσία. Ο Ρώσος, Nikolai Alexandrovich Smolensky, ένας 25 χρόνος τραπεζικός επενδυτής που μόλις είχε αγοράσει τον Βρετανό κατασκευαστή σπορ αυτοκινήτων TVR, θα διαπραγματευτεί ανεπιτυχώς το καλοκαίρι του 2005 την εξαγορά του κατασκευαστή απ' το Pesaro. Λίγο αργότερα, τον Αύγουστο του 2005, θα παρουσιαστεί ο κινεζικός κολοσσός Quiajiang Group. Το μέγεθος και η οικονομική δυνατότητα του κινέζικου group θα δώσει τις απαραίτητες εγγυήσεις στον Andrea για τον μέλλον της Benelli και κάτω από την πίεση της οικογένειας θα αναγκαστεί να την αποχωριστεί.

Δεκαπέντε χρόνια μετά, η Benelli “ζει και βασιλεύει”. Μπορεί να μην παράγει εξωτικά Tornado και ΤΝΤ, αλλά είναι μια υγιής εταιρεία που παράγει όμορφες και προσιτές μηχανές και κάνει σταθερά βήματα προόδου, μ’ ένα συνεχώς αυξανόμενο δίκτυο πώλησης. Mάλιστα, το 2011 η Benelli γιόρτασε τα 100 χρόνια ζωής. Εν κατακλείδι, μια θρυλική ιταλική εταιρεία αναβίωσε και επέζησε κι αυτό χάρη στην αξιέπαινη προσπάθεια και στην μεγάλη επένδυση ενός άλλοτε παθιασμένου νεαρού, που στις 9 Νοεμβρίου του 2020 και σε ηλικία των μόλις 53 ετών, θα τον έβρισκαν νεκρό στο σπίτι του στο Μιλάνο. Ένας ίσως άδοξος θάνατος για κάποιον που έδωσε και πέτυχε τόσα πολλά. Ευτυχώς για εμάς, τα κραυγαλέα Tornado και TNT που μας άφησε, θα μας θυμίζουν πάντα την ενθουσιώδη, πομπώδη και γεμάτη ορμή προσπάθεια, που θα περίμενε κανείς από έναν ονειροπόλο νεαρό. Όπως θα λέγανε και οι γείτονες μας Ιταλοί: Grazie grande Andrea

Του Άλεξ Στεφανίδη

M.Marquez-Ducati: Δίκοπο μαχαίρι η ανανέωση του συμβολαίου - Το σενάριο για Honda 

Κυριαρχία σαν της Ferrari με Michael Schumacher ονειρεύεται ο CEO, Claudio Domenicali
Marc Marquez - MotoGP - Ducati 2025
Από τον

Θοδωρή Ξύδη

23/12/2025

Η Ducati θα έχει τις υπηρεσίες του Marc Marquez για μία ακόμη σεζόν με το συμβόλαιο του Παγκόσμιου Πρωταθλητή να λήγει στο τέλος της ερχόμενης σεζόν. Όμως από εκεί και πέρα το μέλλον του εννέα φορές Παγκόσμιου Πρωταθλητή με τους Ιταλούς είναι προς το παρόν αμφίβολο και εξαρτάται από το σχέδιο της Ducati για την επόμενη πενταετία.

Δεν είναι κάτι που θα παραδεχτεί ποτέ ανοιχτά το Borgo Panigale αλλά τα αποτελέσματα της σεζόν που μόλις τελείωσε δείχνουν ότι η Desmosedici GP25 εξελίχθηκε για να ταιριάζει στο οδηγικό προφίλ του Marquez, έπειτα και από τα "μαγικά" που έκανε το 2024 στη σέλα της GP23.

Πρώτο και μεγαλύτερο "θύμα" αυτής της στρατηγικής κατεύθυνσης ήταν ο αγνώριστος φέτος Pecco Bagnaia, ο οποίος ξαφνικά όχι μόνο έπαψε να είναι ανταγωνιστικός στη διεκδίκηση του πρωταθλήματος αλλά πολλές φορές έδειχνε "χαμένος" στους αγώνες με ψυχολογία στο ναδίρ αφού δεν μπορούσε να εκμεταλλευτεί τις δυνατότητες της GP25. Έτσι υπήρχαν φορές που τερμάτιζε πίσω όχι μόνο από όλες τις Ducati αλλά και από αναβάτες με σαφώς υποδεέστερες μοτοσυκλέτες, κάτι που δεν έγινε μόνο μία φορά φέτος. Στον Bagnaia που έχει συγκεκριμένο στιλ οδήγησης, το οποίο δύσκολα προσαρμόζεται στη μοτοσυκλέτα και πρέπει να γίνει το αντίθετο, η επιλογή αυτή της Ducati ήταν και περισσότερο εμφανής.

Από την άλλη ο Marquez με το πολύ επιθετικό στιλ οδήγησης του αλλά και την μοναδική ικανότητα να προσαρμόζεται και να παίρνει το 100% από μία μοτοσυκλέτα, πετούσε όλη τη σεζόν πάνω στην εργοστασιακή πρωτότυπη του Borgo Panigale: έκανε ρεκόρ, πήρε το πρωτάθλημα και ήταν μακράν ο καλύτερος αναβάτης με Desmosedici. 

O μόνος που μπόρεσε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και κοντά στον Marc ήταν ο αδερφός του Alex παρόλο που οδηγούσε την GP24, η οποία και αυτή με τη σειρά της δέχτηκε αναβαθμίσεις προς τη γενική κατεύθυνση που πήρε η Ducati για την GP25, με τις δύο μοτοσυκλέτες να έχουν επί της ουσίας μικρές διαφορές μεταξύ τους. 

Ο κύριος λόγος που ο Alex Marquez ήταν τόσο ανταγωνιστικός φέτος εντοπίζεται στο γεγονός ότι όλη τη χρονιά προπονούνταν μαζί με τον αδερφό του, με τον Marc να τον εμπιστεύεται απόλυτα και να τον βοηθά να εξελιχθεί και σαν αναβάτης, ενώ οι δυο τους μοιράζονται και δεδομένα τηλεμετρίας για την εξέλιξη της Ducati. 

Έτσι ο μικρός και αδιαμφισβήτητα ταλαντούχος Marquez, με τη βοήθεια και του αδερφού του, έκανε ένα άλμα στην απόδοσή του το 2025 και ήταν αυτός που κατάλαβε καλύτερα από όλους τους αναβάτες Ducati πώς θα εκμεταλλευτεί τη μοτοσυκλέτα του -με εξαίρεση τον Marc φυσικά.

Στη γιορτή που έκανε η Ducati στο εργοστάσιό της στο Borgo Panigale ο Claudio Domenicali δήλωσε στο moto.it για το προσωπικό στοίχημα που έχει βάλει με τον εαυτό του, να έχει δηλαδή η Ducati μια αντίστοιχη πορεία στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα με εκείνη που είχε η Ferrari στη Formula 1, όταν πήγε στο Maranello ο Michael Schumacher. Ο τεράστιος Γερμανός πιλότος, αν και ξεκίνησε να είναι σχεδόν άμεσα ανταγωνιστικός, χρειάστηκε να στρώσει πρώτα την ομάδα που χτίστηκε γύρω του -πήρε τέσσερα χρόνια- και έπειτα, στις αρχές του αιώνα, να κυριαρχήσει για μια ολόκληρη πενταετία μην αφήνοντας κανένα περιθώριο αντίδρασης στους αντιπάλους του και με τη Ferrari να έχει το καλύτερο μονοθέσιο.

Για τον Marquez δεν χρειάστηκε να περάσει καθόλου χρόνος αφού η Desmosedici ήταν ήδη η καλύτερη μοτοσυκλέτα στο Πρωτάθλημα. Ο προσωπικός στόχος του Domenicali δεν είναι για την επόμενη πενταετία, αλλά για εκείνη που τελειώνει την ερχόμενη σεζόν, πριν αλλάξουν οι κανονισμοί το 2027 με τις νέες πρωτότυπες των 850 κ.εκ. Έτσι του μένει μόνο ένα πρωτάθλημα ακόμη  για να φτάσει στα πέντε Αναβατών με Ducati, έπειτα από τα δύο του Bagnaia, εκείνο του Martin το 2024 και το φετινό του Marquez. 

Μια ομάδα όπως η Ducati πρέπει να βλέπει και μπροστά, στην επόμενη 5ετία και αυτός είναι ο όχι τόσο ευχάριστος πονοκέφαλος που έχει να διαχειριστεί ο Domenicali που θέλει τουλάχιστον να συνεχίσει σε αυτή τη ρότα η Ducati έχοντας στις τάξεις της εργοστασιακής ομάδας τον 9 φορές Παγκόσμιο Πρωταθλητή, ο οποίος του χρόνου θα μπει στα 33 του χρόνια. 

Το 2027 θα ξεκινήσει από λευκό χαρτί για όλους και από τους πρώτους αγώνες θα φανεί ποια ομάδα -τεχνικό επιτελείο και αναβάτες- ήταν εκείνη που κατάλαβε και εκμεταλλεύτηκε καλύτερα του νέους κανονισμούς. Όπως έχει δείξει μάλιστα η ιστορία -και η πρόσφατη με την Ducati-, αν κάποια από αυτές τις ομάδες έχει καταφέρει να "βρει" κάτι που δεν το έχει βρει καμία άλλη, τότε η διαφορά θα είναι μεγάλη και θα πάρει πολύς χρόνος στους υπόλοιπους να κλείσουν το κενό. 

Αν η Ducati προχωρήσει στο μέλλον έχοντας μπροστάρη τον Marquez, που σημαίνει ότι θα ανανεώσει μακροχρόνια το συμβόλαιο μαζί του, τότε η GP27 θα προσαρμοστεί 100% στις απαιτήσεις του και αυτό δεν θα πάει πολύ καλά για όλους τους υπόλοιπους, με εξαίρεση ίσως τον αδερφό του. Να σημειωθεί ότι του χρόνου λήγει το συμβόλαιο και του Pecco Bagnaia, τον οποίο η Ducati θα ήθελε επίσης να κρατήσει στις τάξεις της. Όμως το μέλλον του δις Παγκόσμιου Πρωταθλητή στο Borgo Panigale δεν μοιάζει σίγουρο, ειδικά αν ξέρει ότι θα έχει ομόσταυλο τον Marc Marquez για 2-3 ακόμη χρόνια, ενώ και του Alex Marquez το συμβόλαιο λήγει του χρόνου με τη Gresini και το 2026 θα έχει και αυτός εργοστασιακή GP26. Σε αυτό υπολογίστε και ενδεχόμενο τραυματισμό του M.Marquez που θα αφήσει "εκτεθειμένη" την Ducati απέναντι στους άλλους κατασκευαστές στη διεκδίκηση του πρωταθλήματος.

Του χρόνου πολλά από τα πράγματα που έκαναν την Desmosedici να υπερτερεί έναντι των άλλων μοτοσυκλετών θα καταργηθούν βάσει των νέων κανονισμών με τις υπόλοιπες ομάδες να έχουν κλείσει λίγο την ψαλίδα. Πολύ περισσότερο η η Aprilia, η οποία, με τον "δεύτερο" αναβάτη της φέτος, Marco Bezzecchi (ουσιαστικά απών όλη τη χρονιά ο Jorge Martin), κυριάρχησε στους τελευταίους τέσσερεις αγώνες εκμεταλλευόμενος και την απουσία του Marc Marquez.

Ο Domenicali γνωρίζει πολύ καλά ότι τον M.Marquez θα προσεγγίσουν και άλλες ομάδες το 2026, με πιο ισχυρό δέλεαρ τη Honda που θα τον ήθελε ξανά κοντά της, ενώ και ο ίδιος δεν θα έλεγε όχι στους Ιάπωνες. Με τη Honda Marquez έχει ιδιαίτερη σχέση λόγω όλων αυτών που έχουν πετύχει μαζί αλλά και για τη στάση της Honda τα δύσκολα χρόνια των τραυματισμών του. Εφόσον η μοτοσυκλέτα είναι ανταγωνιστική, όχι απαραίτητα κορυφαία ο Marquez θα μπορούσε να επιστρέψει.

Κατά τη γιορτή στο Borgo Panigale, ο Domenicali ανέφερε ότι θα πρέπει να κάνουν μια εκτίμηση για το μέλλον του Marquez στην Ducati, ενώ τόνισε ότι και ο Pecco βρίσκεται μαζί τους μεγάλο διάστημα και έχει προσφέρει πολλά στην ομάδα, οπότε αυτό κάνει πιο δύσκολη την απόφασή τους, στην οποία θα φτάσουν πιο κοντά την ερχόμενη άνοιξη. 

Ο Marquez έκανε επίσης δηλώσεις για το μέλλον του στην Ducati, λέγοντας ότι από τη δική του πλευρά υπάρχει 80% πιθανότητα να ανανεώσει με τους Ιταλούς, ωστόσο, την απόφαση θα την πάρει τη νέα χρονιά, αφού βρει χρόνο να ξεκουραστεί. 

Δύσκολη η απόφαση για την Ducati αφού δύσκολα θα βρεθεί άλλος αναβάτης, εκτός από τον Alex, ως team mate του Marc, ενώ χωρίς τον M.Marquez στις τάξεις της τα δεδομένα αλλάζουν δραστικά για το "άγνωστο" 2027 τη χρονιά που θα ήταν καλό να έχεις το Μυρμήγκι πάνω στη μοτοσυκλέτα σου, ακόμη και στα 34 του.