Ducati: Επίσκεψη στο Εργοστάσιο και το Μουσείο στην ιστορική έδρα του Borgo Panigale

Στο λίκνο των θρύλων
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

27/6/2017

Η Bologna είναι μια πόλη που διαθέτει πάρα πολλά στοιχεία που θα μπορούσαν να την κάνουν ξεχωριστή και να την συνυφάνουν με διάφορα πολιτιστικά και πολιτισμικά δεδομένα. Σε όλους εμάς όμως, το όνομα της Bologna είναι το ένα και το αυτό με μία μόνο θρυλική επωνυμία: της Ducati.

Πριν από λίγο καιρό βρεθήκαμε στην Bologna για μια από εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις που μια εταιρεία επιλέγει να κάνει την παρουσίαση ενός νέου μοντέλου στην έδρα της. Συνήθως το μπουλούκι των δημοσιογράφων συγκεντρώνεται σε κάποιο θέρετρο, που συνδυάζει τον καλό καιρό με τις απαραίτητες υποδομές και το πολύ καλό οδικό δίκτυο, προκειμένου να διαπιστώσουμε την αποτελεσματικότητα των σχεδιαστών του. Με το Scrambler Café Racer όμως, η Ducati επέλεξε να το δείξει για πρώτη φορά στον ειδικό τύπο καλώντας τους δημοσιογράφους στο "σπίτι" της. Να οδηγήσουμε το νέο μοντέλο λίγα χιλιόμετρα από εκεί που είδε για πρώτη φορά το φως του ήλιου, εκεί που οδηγήθηκε για πρώτη φορά από τους αναβάτες εξέλιξης, εκεί ουσιαστικά που διαμορφώθηκαν τα χαρακτηριστικά της απόδοσης και της συμπεριφοράς της. Όποιος έχει οδηγήσει εκεί στους πρόποδες των Απέννινων, στο περίφημο Passo della Futa, μπορεί να καταλάβει γιατί γενικότερα οι κόκκινες μοτοσυκλέτες διαθέτουν αυτόν τον ιδιαίτερο και ξεχωριστό χαρακτήρα. Το bonus όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν η δυνατότητα που είχαμε να επισκεφθούμε το εργοστάσιο με τις γραμμές παραγωγής και στη συνέχεια το ανανεωμένο μουσείο της εταιρείας πριν καν οδηγήσουμε την μοτοσυκλέτα, για να δούμε από κοντά πώς φτιάχνονται τα πραγματικά αντικείμενα του πάθους.

 

Η ιστορική γραμμή

Στις αρχές της δεκαετίας του 1900, δημιουργήθηκε μια μεγάλη δραστηριότητα γύρω από την τεχνολογία των τηλεπικοινωνιών, με τον Giuglielmo Marconi –γνήσιο τέκνο της Bologna- να κατοχυρώνει την πατέντα του ραδιοτηλέγραφου. Την ίδια εποχή, ένας συντοπίτης του, ο Adriano Cavalieri Ducati κατοχυρώνει την πατέντα για τον πομπό βραχέων ραδιοκυμάτων και στις 4 Ιουλίου του 1926, μαζί με τα αδέρφια του Bruno και Marcello, ιδρύει την Societa Scientifica Radio Brevetti Ducati. Το αντικείμενο της εταιρείας ήταν η κατασκευή μικρών πυκνωτών Manens, οι οποίοι φτιάχνονταν σε ένα μικρό σπίτι από δύο εργάτες και μια γραμματέα! Μέσα σε δέκα χρόνια, η ανάπτυξη της εταιρείας ήταν τέτοια που απασχολούσε χιλιάδες υπαλλήλους στο καινούργιο εργοστάσιο στην περιοχή του Borgo Panigale. Τον Οκτώβρη του 1944 όμως, το εργοστάσιο βομβαρδίστηκε από τους συμμάχους με αποτέλεσμα να καταστραφεί σχεδόν ολοκληρωτικά, αλλά μέσα σε έναν χρόνο ξαναχτίστηκε με αντικείμενο πλέον την κατασκευή μικρών μοτοσυκλετών, που αποτελούσαν ένα φθηνό μέσο μετακίνησης στην μεταπολεμική περίοδο της Ιταλίας.

Η αρχή έγινε με το περίφημο Cucciolo (κουτάβι στα ιταλικά), έναν μικρό τετράχρονο κινητήρα 48 κυβικών που μπορούσε να προσαρμοστεί σε οποιοδήποτε ποδήλατο, ο οποίος απέκτησε διαστάσεις φαινομένου. Λίγο αργότερα φτιάχτηκε το "60", η πρώτη ολοκληρωμένη μοτοσυκλέτα της Ducati, και στη συνέχεια "μπήκε το νερό στ' αυλάκι" με την έλευση του Fabio Taglioni και την σχεδίαση του 125 Sport. Έκτοτε, η Ducati είχε μια διαρκώς ανοδική πορεία, τόσο εμπορικά όσο και αγωνιστικά, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το Ducati Siluro 100 που έσπασε 46 (!) παγκόσμια ρεκόρ ταχύτητας εν έτει 1956. Η ιστορική συνέχεια επεφύλαξε πολλά ορόσημα για την Ducati, όπως τα Scrambler και το 750GT, το πρώτο superbike της εταιρείας την δεκαετία του '70 με τον πρώτο δικύλινδρο desmo V 90° και πρόγονος του SuperSport Desmo του '73 που μπήκε στη συλλογή του μουσείου Guggenheim ως μια από τις ομορφότερες μοτοσυκλέτες που φτιάχτηκαν ποτέ. Το έτερο σήμα-κατατεθέν της Ducati, το πλαίσιο χωροδικτύωμα, εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1979 στο Pantah 500 και την επόμενη χρονιά επανασχεδιάστηκε από τον Taglioni για το 600 ΤΤ2, με το βάρος του να φτάνει μόλις στα 7 κιλά!

Η λίστα με τους ιστορικούς σταθμούς της Ducati είναι μακρά, η οποία συμπεριλαμβάνει από νίκες στο Dakar (με το Cagiva Elefant που είχε κινητήρα της Ducati), μέχρι το θρυλικό 916 που επαναπροσδιόρισε τα superbikes της σύγχρονης εποχής και το Monster που έκανε το ίδιο για την κατηγορία των Naked. Η συνεργασία με την Cagiva δημιούργησε πολύ ισχυρότερους δεσμούς, καθώς το 1985 η εταιρεία του Castiglioni ενέταξε την Ducati στον όμιλο (αφού πιο πριν, το 1950, είχε αναλάβει τον έλεγχο το ιταλικό κράτος), ενώ το 1996 η εταιρεία άλλαξε ιδιοκτησιακό καθεστώς περνώντας στα χέρια της αμερικανικής Texas Pacific Group και το 2005 τα αδέρφια Bonomi επανέφεραν την εταιρεία σε ιταλικά χέρια. Το 2012 όμως, η Ducati εξαγοράστηκε από το Volkswagen Group –και πιο συγκεκριμένα από την Audi που ανήκει στον όμιλο- όπου και παραμένει μέχρι σήμερα ακολουθώντας το επιχειρηματικό πλάνο των Γερμανών.

Το "κόκκινο" εργοστάσιο

Όπως αναφέραμε και παραπάνω, το πρώτο εργοστάσιο της Ducati ήταν ουσιαστικά το υπόγειο του σπιτιού των αδερφών Ducati, όπου κατασκεύαζαν πυκνωτές και εξοπλισμό για ραδιόφωνα. Το 1935 λειτούργησαν για πρώτη φορά οι εγκαταστήσεις στο Borgo Panigale, ως αποτέλεσμα της ραγδαίας αύξησης του κύκλου εργασιών της εταιρείας, δίνοντας μια επιπλέον ώθηση στην δυναμική της Ducati. Μέσα σε λίγα χρόνια κατέληξε να αποτελεί ένα… μικρό χωριό, ενώ λίγο μετά άνοιξαν δύο νέα εργοστάσια της εταιρείας με αντικείμενο τις δραστηριότητες της Ducati στον τομέα των οπτικών. Ενώ το όλο εγχείρημα βρισκόταν σε μια οργιώδη ανάπτυξη, ήρθε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος να βάλει ένα απότομο φρένο. Το 1943 το εργοστάσιο επιτάχθηκε από τους Γερμανούς και τον Οκτώβριο του 1944 καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς των συμμάχων. Μετά το τέλος του πολέμου ξεκίνησε αμέσως η ανακατασκευή του και το 1948 τα αδέρφια Ducati έφυγαν από την εταιρεία. To 1954 η Ducati διασπάστηκε σε δύο εταιρείες, την Ducati Elettrotecnica και την Ducati Meccanica. Η Ducati Meccanica ήταν η εταιρεία που συνέχισε την παραγωγή μοτοσυκλετών, το εργοστάσιο της οποίας αποτελεί μέχρι σήμερα το βασικό εργοστάσιο της Ducati, καθώς η εταιρεία διαθέτει πλέον κι ένα εργοστάσιο στην Ταϊλάνδη όπου συναρμολογούνται οι μοτοσυκλέτες που έχουν προορισμός τις αγορές της Ασίας.

Σήμερα, το εργοστάσιο της Ducati στην Bologna παραμένει ένα μικρό… χωριό, με ένα σύμπλεγμα κτιρίων και εγκαταστάσεων να αποτελούν την καρδιά της ιταλικής εταιρείας. Εκεί που βρίσκονται τα γραφεία της εταιρείας ήταν οι γραμμές παραγωγής, ενώ οι τωρινές γραμμές συναρμολόγησης κινητήρων είναι στο κτήριο που χτίστηκε μεταξύ του 1969-1973 και αποτελούσε το εργοστάσιο παραγωγής των αλουμινένιων και τα ατσάλινων μερών.

Παντού βλέπεις χαμόγελα και ευχάριστες φυσιογνωμίες που δημιουργούν μια παρεΐστικη ατμόσφαιρα μέσα σε ένα επαγγελματικό και υψηλού τεχνολογικά επιπέδου περιβάλλον

Έχοντας επισκεφθεί πολλά εργοστάσια-και δη ευρωπαϊκά- κατασκευής μοτοσυκλετών, το εργοστάσιο της Ducati δεν ξεχωρίζει για τις τεχνολογικές του καινοτομίες ή για το πρωτότυπο σύστημα των logistics που χρησιμοποιεί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ακολουθεί ό,τι πιο σύγχρονο και άρτιο υπάρχει στον συγκεκριμένο τομέα. Λίγο ως πολύ όμως, τα περισσότερα εργοστάσια είναι εναρμονισμένα για τις σύγχρονες τεχνικές και ακολουθούν –με μικρές διαφοροποιήσεις- τις ίδιες μεθόδους. Το εργοστάσιο στο Borgo Panigale ξεχωρίζει για άλλο λόγο κι όχι τόσο για την μειωμένη παρουσία αυτοματισμών σε σχέση με τα άλλα εργοστάσια. Με το που περνάς την πύλη του ιστορικού εργοστασίου –πιστέψτε με, δεν είναι υπερβολή- γίνεσαι αποδέκτης μιας εντελώς διαφορετικής ατμόσφαιρας. Ένα εργοστάσιο, μια εταιρεία, ένας οργανισμός γενικότερα, είναι οι άνθρωποί του και στην Ducati αυτό δεν αποτελεί εξαίρεση. Οι εργάτες, οι μηχανικοί, οι διοικητικοί υπάλληλοι, είναι όλοι τους άνθρωποι παθιασμένοι με την μοτοσυκλέτα και την φίρμα. Δουλεύουν για την Ducati και γουστάρουν που το κάνουν. Παντού βλέπεις χαμόγελα και ευχάριστες φυσιογνωμίες που δημιουργούν μια παρεΐστικη ατμόσφαιρα μέσα σε ένα επαγγελματικό και υψηλού τεχνολογικά επιπέδου περιβάλλον. Στις τέσσερις γραμμές συναρμολόγησης οι εργάτες που μοντάρουν τα πλαίσια με τους κινητήρες δουλεύουν λες και πρόκειται για την δική τους μοτοσυκλέτα. Η έντονη γυναικεία παρουσία (πάνω από το 20% είναι γυναίκες) δίνει μια διαφορετική αισθητική στον βιομηχανικό σκηνικό. Ανάμεσα στα CNC και τους επεξεργασμένους στροφάλους, την μονοτονία του μετάλλου την σπάνε δύο μεγάλες γλάστρες με φίκους, γύρω από τις οποίες στρίβουν ξυστά τα περονοφόρα με τις εξαρτήματα για τις γραμμές παραγωγής. Ακόμη και στον λειτουργικό και ποιοτικό έλεγχο μέσα στα κλειστά δυναμόμετρα, οι εργάτες που κάνουν την διαδικασία μοιάζουν λες κι έχουν στηθεί για κόντρα σε φανάρι, αντί να αλλάζουν βαριεστημένα ταχύτητες και να συλλέγουν στοιχεία. Μικρές λεπτομέρειες που όλες μαζί όμως φτιάχνουν το διαφορετικό κλίμα που "μυρίζει" Ducati.

Από τις τέσσερις γραμμές παραγωγής η μία είναι αφιερωμένη στην οικογένεια των Panigale λόγω της ιδιαιτερότητας των κινητήρων τους και στις άλλες τρεις συναρμολογούνται όλα τα υπόλοιπα μοντέλα της γκάμας. Στις τρεις αυτές γραμμές τα μοντέλα που συναρμολογούνται εξαρτώνται από τις προπαραγγελίες των αντιπροσώπων και όχι από την κάθε παραγγελία ξεχωριστά του εκάστοτε πελάτη, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στο εργοστάσιο της BMW, και στην ακμή της σεζόν (που ξεκινάει την άνοιξη και τελειώνει το φθινόπωρο) σε ορισμένες απ' αυτές δουλεύουν έως και τρεις βάρδιες.

Κάπου ανάμεσα στις γραμμές συναρμολόγησης των κινητήρων και μοτοσυκλετών, υπάρχει μια κατακόκκινη –τι παράξενο!- πόρτα, ερμητικά κλεισμένη με ηλεκτρονικές κλειδαριές και καθόλου παράθυρα. Πάνω της έχει μόνο ένα μεγάλο αυτοκόλλητο: Ducati Corse. Πίσω από αυτή την πόρτα βρίσκεται το άντρο του αγωνιστικού τμήματος της Ducati. Η εξέλιξη, ο σχεδιασμός και η βάση των εργοστασιακών ομάδων, τόσο για τα MotoGP όσο και για τα WSBK, γίνεται σ' αυτό το τμήμα του εργοστασίου, στο οποίο φυσικά ούτε λόγος για να ρίξουμε έστω και μια κλεφτή ματιά.

Για τους λάτρεις των στατιστικών, να αναφέρουμε ότι οι εγκαταστάσεις του Borgo Panigale καταλαμβάνουν μια έκταση 71.657 τετραγωνικών μέτρων, ενώ η συνολική έκταση του οικοπέδου είναι 114.873m2. Εκεί εργάζονται 1.187 άνθρωποι, από τους 1.558 που απασχολεί η Ducati παγκοσμίως. Εξίσου εντυπωσιακά είναι και τα νούμερα της παραγωγής, καθώς το 2016 έγιναν 55.451 παραδόσεις μοτοσυκλετών στους ιδιοκτήτες τους (ένα νούμερο ρεκόρ για την εταιρεία), ενώ η παραγωγή της περασμένης χρονιάς στο εργοστάσιο της Bologna ήταν 47.054 μοτοσυκλέτες.

Επένδυση στην εκπαίδευση

Η Ducati είναι όμως κάτι περισσότερο από ένα εργοστάσιο παραγωγής μοτοσυκλετών. Είναι μια φίρμα με δυνατό σήμα και ιδιαίτερα ισχυρούς δεσμούς με τους πελάτες της –και όχι μόνο- όντας ταυτόχρονα συνώνυμο του πάθους και του ιταλικού σχεδιασμού. Αυτά τα στοιχεία είναι που της έδωσαν την ώθηση για να δραστηριοποιηθεί και σε τομείς διαφορετικούς από τον αυστηρά κατασκευαστικό χώρο, επενδύοντας τόσο στην εκπαίδευση, όσο και στην ενίσχυση του brand name της.

Το Fisica in Moto (η φυσική της μοτοσυκλέτας) είναι ένα διαδραστικό εργαστήριο φυσικής μέσα στο εργοστάσιο της Ducati. Είναι κατασκευασμένο για μαθητές γυμνασίου-λυκείου και είναι το αποτέλεσμα της συνεργασίας μεταξύ του Fondazione Ducati (του μη κερδοσκοπικού οργανισμού της Ducati που συμμετέχει σε κοινωνικές, εκπαιδευτικές και πολιτιστικές δράσεις) και του λυκείου Malpighi από την Bologna. Η διαδρομή που έχει σχεδιαστεί για τους μαθητές που επισκέπτονται το εργαστήριο, είναι σχεδιασμένη από κοινού από τους καθηγητές του σχολείου και καθηγητών από το πανεπιστήμιο της Bologna, στην οποία τα παιδιά έχουν την ευκαιρία να δουν στην πράξη την εφαρμογή των νόμων της φυσικής πάνω στην μοτοσυκλέτα, με ενδιαφέρουσες δράσεις και πειράματα.

Παράλληλα, σε ένα πιο υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης λειτουργεί το project DESI (Ducati Education System Italy). Είναι ένα πρόγραμμα που ξεκίνησε να λειτουργεί το Σεπτέμβριο του 2014 από την Ducati και την Lamborghini –τις δύο ιταλικές εταιρείες που ανήκουν στο Audi group), με στόχο την φοίτηση και την εκπαίδευση στην Ιταλία. Μέσα απ' αυτό, δίδεται η δυνατότητα σε νεαρούς Ιταλούς να κάνουν το επόμενο βήμα σ' αυτούς τους τομείς και είναι βασισμένο στο σύστημα που χρησιμοποιείται ήδη στην Γερμανία. Ουσιαστικά, παρέχει την ευκαιρία στο να προχωρήσει η εκπαίδευση μέσα από την πρακτική άσκηση σε πραγματικές συνθήκες, μέσα στην εταιρεία. Σε συνεργασία με τα κολέγια Fiorovanti Belluzzi και Aldini Valeriani, συμμετείχαν 48 φοιτητές την πρώτη χρονιά και 26 την δεύτερη σε τρεις διαφορετικούς τομείς της παραγωγικής διαδικασία, παίρνοντας ένα πολύτιμο εφόδιο για την μετέπειτα ένταξή τους στην αγορά εργασίας.

 

Το νέο μουσείο της Ducati

Για την Ducati, κάθε προϊόν της αποτελεί ένα έργο τέχνης και ως τέτοια θα έπρεπε να έχουν τον δικό τους ξεχωριστό χώρο για να εκτίθενται στα μάτια του κοινού.

 

Γι' αυτό το λόγο, το 1998, ιδρύθηκε το μουσείο της Ducati, που συμπεριλαμβάνεται κι αυτό στις εγκαταστάσεις του Borgo Panigale. Πρόκειται για έναν χώρο 850 τετραγωνικών μέτρων το οποίο μέχρι πρότινος στέγαζε μόνο το αγωνιστικό κομμάτι της ιστορίας της Ducati. Πρόσφατα, ο χώρος ανακαινίσθηκε και αναδιοργανώθηκε και πλέον εκτίθενται όλα τα μοντέλα-ορόσημα της Ducati, μαζί με τις καινοτομίες και τα τεχνολογικά στοιχεία που την χαρακτηρίζουν.

Το καλωσόρισμα στο μουσείο γίνεται από μια ιστορική αναδρομή με εκθέματα από τότε που η Ducati δεν κατασκεύαζε μοτοσυκλέτες αλλά πυκνωτές και εξαρτήματα ραδιοφώνων, μαζί με φωτογραφίες από τα αδέρφια Ducati και το σπίτι τους, το οποίο αποτέλεσε το πρώτο εργοστάσιο της φίρμας.

Η συνέχεια είναι αφιερωμένη στις μοτοσυκλέτες, οι οποίες είναι μοιρασμένες σε τέσσερα δωμάτια και σε τρεις τομείς, με το λευκό χρώμα να κυριαρχεί στους τοίχους προκειμένου οι μοτοσυκλέτες να ξεχωρίζουν και να μην αποσπά τίποτε το βλέμμα από πάνω τους, όπως μας είπαν οι άνθρωποι που μας ξενάγησαν στον ανακαινισμένο χώρο.

Ο ένας τομέας έχει να κάνει με την ιστορία των μοτοσυκλετών παραγωγής παραθέτοντας τα κοινωνικά και πολιτιστικά στοιχεία της εποχής που δημιουργήθηκαν. Ο δεύτερος τομέας αφορά τις αγωνιστικές μοτοσυκλέτες και την αγωνιστική παράδοση της εταιρείας, όπου τα εκθέματα συνοδεύονται από τα αμέτρητα τρόπαια που έχουν κερδίσει σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ ο τρίτος τομέας είναι αφιερωμένος στους ίδιους τους αναβάτες της Ducati, τους "ήρωες της Ducati", όπως τους αποκαλούν οι άνθρωποι της εταιρείας.

Συνολικά εκτίθενται 46 μοτοσυκλέτες, εκ των οποίων οι 19 είναι μοτοσυκλέτες παραγωγής, ενώ για μερικές από αυτές είναι η πρώτη φορά που ποζάρουν ως εκθέματα.

Ετικέτες

MotoGP: Μεγάλο ιστορικό αφιέρωμα σε όλα τα αδέρφια που έχουν συνυπάρξει στους αγώνες!

Οι Marquez και οι Espargaro δεν είναι οι μόνοι…
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

20/11/2019

Από την επόμενη σεζόν δύο δυάδες επιθέτων, οι Marquez και Espargaro θα βρεθούν όλοι μαζί στην ίδια πίστα. Το περίεργο, όπως το χαρακτήρισαν και οι ίδιοι, θα είναι με τους Marquez που θα αγωνίζονται με την ίδια μοτοσυκλέτα στην ίδια ομάδα. Δεν είναι όμως ούτε η πρώτη φορά που έχουμε τέσσερις αναβάτες που μοιράζονται δύο επίθετα στην ίδια πίστα ταυτόχρονα. Ούτε και αν ανέβουν στα βάθρο δύο με το ίδιο επίθετο θα έχει υπάρξει κάτι που επίσης δεν έχουμε ξανά δει. Όλα αυτά έχουν γίνει κατά περίπτωση ξανά. Σίγουρα όχι με την ίδια προβολή, αλλά έχουν ξανά γίνει – κατά περίπτωση. Η ιστορική αναδρομή θα αφήσει να φανεί για πιο λόγο ενώ όλα αυτά έχουν γίνει ξανά, δεν είναι στην πράξη το ίδιο με αυτό που πρόκειται να δούμε από την επόμενη σεζόν. Μεγαλύτερη ίσως διαφορά, είναι πως ο Alex Marquez θα πρέπει να διαχειριστεί την σύγκριση του τυχαίου σχόλιου στα κοινωνικά δίκτυα σε κάθε αποτέλεσμα, σε κάθε αγώνα, καθώς εκείνος θα ψάχνει την μοτοσυκλέτα ενώ ο αδερφός του θα έχει στόχο την νίκη. Η απόσταση αυτή σε στόχους, είναι τεράστια για δύο αναβάτες της ίδιας ομάδας, όπως είδαμε και φέτος. Πόσο μάλλον όταν αυτοί είναι και αδέρφια…

Ξεκινάμε από τα MotoGP πριν ξανά πιάσουμε τον χρόνο από την αρχή, διευρύνοντας την λίστα με περισσότερους αγώνες...

 

Στην μακρά ιστορία των MotoGP τα πρώτα αδέρφια που βρέθηκαν να κάνουν το ίδιο άθλημα, ήταν οι Juan Salantino και Eduardo Salantino, έτρεχαν με την ίδια μοτοσυκλέτα και ανέβηκαν το 1962 μαζί στο βάθρο. Ωστόσο δεν θα πρέπει η συγκεκριμένη περίπτωση να συγκριθεί με την τωρινή του Marquez. Κι αυτό γιατί ο Juan Salantino και ο Eduardo Salntino που πήραν μέρος με Norton στον 8ο και τελευταίο αγώνα του 1962 στην Αργεντινή, ήταν «τοπικοί ήρωες» σε ένα ολότελα Αργεντίνικο Grand Prix. Τότε είχαν γίνει συνολικά 11 αγώνες, όμως για τα 500σια μετρούσαν οι 8 ξεκινώντας από το Isle of Man και όχι από το Ισπανικό και Γαλλικό Grand Prix που πραγματοποιήθηκε νωρίτερα, μαζί και το Γερμανικό αργότερα.

Ο θάνατος τότε του Tom Phillis είχε επηρεάσει την τοπική κοινωνία των αγώνων μοτοσυκλέτας και μπορεί ο Hailwood να μην έτρεξε στην Αργεντινή αλλά πήρε τον τίτλο. Αν είχε τρέξει, τότε τα δύο αδέρφια Salantino δεν θα είχαν βρεθεί στο βάθρο εξαιτίας της διαφοράς χρόνου που θα είχαν με τον Hailwood που με μεγάλη βεβαιότητα θα κέρδιζε τον αγώνα.

 

Είναι εξαιρετικά σπάνιο να βρεθούν δύο αδέρφια στο ίδιο βάθρο και από τότε έχει γίνει άλλη μία φορά και τελευταία, το 1997.

Τότε οι φοβεροί Aoki, τελευταίοι μεγάλοι ήρωες της Ιαπωνίας μαζί με τον Aoyama, είχαν τερματίσει στην Imola πίσω από τον Doohan που επίσης έτρεχε με Honda όπως και εκείνοι. Δεύτερος ο Nobuatsu και τρίτος με διαφορά 20 δευτερολέπτων ο Takuma, χωρίς όμως να έχει καμία επαφή με τον Carlos Checa που ακόμη πιο πίσω τερμάτιζε τέταρτος. Οι αδελφοί Aoki ανέβηκαν το 1997 δικαιωματικά στο βάθρο, στην δεύτερη και τρίτη θέση.

τον Ιούλιο στην Suzuka...

Για την ιστορία και ο τρίτος της οικογένειας, ο Haruchika Aoki, ακολουθούσε ήδη την αγωνιστική καριέρα κερδίζοντας τίτλους στα 125, το ’95 και ’96 και τα αδέρφια είχαν κερδίσει το παρατσούκι, “The Fireball Brothers”. Έναν χρόνο μετά το διπλό βάθρο για τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια, το 1998, μία άσχημη πτώση του Takuma θα τραυμάτιζε την σπονδυλική του στήλη και θα τον άφηνε παράλυτο από την μέση και κάτω. Κρατήθηκαν στον χώρο των αγώνων με την Honda ενώ σχετικά πρόσφατα ο Takuma έτρεξε και στο Rally Dakar και σε άλλα χωμάτινα Rally με αυτοκίνητο. Πριν λίγους μήνες, κι από εκεί είναι και η φωτογραφία, ο Takuma οδήγησε ξανά την Honda CBR στην Suzuka με τον Nobuatsu να κρατά και να σπρώχνει την μοτοσυκλέτα μέχρι να μπορέσει να φύγει μόνος του. Με αντίστοιχο μηχανισμό πριν λίγες ημέρες, οδήγησε και o Wayne Rainey στην Suzuka, προκαλώντας παγκόσμια τον θαυμασμό και το ξύπνημα της μνήμης…

 

Τα αδέρφια Aoki βρέθηκαν στο βάθρο με πρώτο τον Doohan, καθόλου τυχαία αυτός είναι ο επόμενος στην λίστα. Ο μικρότερος αδερφός του Mick Doohan, ο Scott Doohan είχε πάρει μέρος στον πρώτο αγώνα του 1994 στην Αυστραλία ως wildcart. Ο Mick έτρεχε με Honda, προφανώς, και ο Scott με Harris Yamaha, τερματίζοντας την 12η τότε θέση με τον Mick να ανεβαίνει τρίτος στο βάθρο.

 

Ο Kenny Roberts JR βρέθηκε σε πολλούς αγώνες μεταξύ 2004 – 2007 στην ίδια πίστα με τον Kurtis Roberts, ξεκινώντας από το Rio de Janeiro φτάνοντας έως και την Laguna Seca το 2007. Με τον πατέρα τους, το θρύλο Kenny Roberts, ο νεότερος Kurtis θα εμπλεκόταν πρόσφατα σε δικαστική διαμάχη με τον Roberts JR να κρατά ουδέτερη θέση, αλλά να πηγαίνει αντίθετα από τον αδερφό του πρακτικά. Φτάνοντας την μεταξύ τους αντιπαράθεση στα δικαστήρια, μετά τις πίστες…

Την ίδια χρονιά και στην ίδια πίστα, ως wildcart συμμετοχή, είδε και ο Nicky Hayden τον Roger Lee.

Μάλιστα o Roger Lee Hayden είχε τερματίσει με την Kawasaki, ψηλότερα από την Honda του Nicky to 2007! Τα αδέρφια Hayden θα βρισκόντουσαν άλλη μία φορά στην πίστα.

Ερχόμενοι πιο πρόσφατα, συναντάμε τους Binder. Ο Brand πέρασε πλέον στα MotoGP έχοντας τρεις σερί νίκες στους τελευταίους αγώνες της Moto2 και έχοντας παλέψει με τον Alex Marquez στο φετινό πρωτάθλημα της μεσαίας κατηγορίας. Έχει όμως κι έναν αδερφό, τον Darryn, στη Moto3 από το 2015.

Από τη λίστα δεν μπορούσε να απουσιάζει και ο Rossi χάρη στον ετεροθαλή αδερφού Luca Marini που έχει τρεις νίκες στη Moto2 απ’ το 2016, που ξεκίνησε να συμμετέχει κανονικά.

Μέχρι ο Alex να ανέβει στα MotoGP, ο Aleix και ο Pol Espargaro αγωνίζονται στα MotoGP απ’ το 2014 ενώ έχουν υπάρξει και στιγμές μονομαχίας μεταξύ τους.

 

Διευρύνοντας την λίστα των αδερφών στα GP γενικά, όπως μέχρι τώρα ήταν ο Alex και ο Marquez και όχι απλά στην ίδια κατηγορία ταυτόχρονα, πρέπει να συμπεριληφθούν οι Christian και Dominique Sarron, οι πιο γρήγοροι της Γαλλίας την δεκαετία του ΄80. Όταν ο Christian κέρδισε τον τίτλο το 1984 στα 250, ο Dominique θα έκανε τέσσερις νίκες στην ίδια κατηγορία το 1986 με την φοβερή Honda NSR250.

Ο Walter Villa έχει κερδίσει τέσσερις τίτλους στα 250 και 300 την δεκαετία του ’70 με τον αδερφό του Francesco να κάνει καριέρα στα 125. Οι δυο τους θα έφτιαχναν αργότερα την ξακουστή, χωμάτινη, Villa με δικούς τους κινητήρες. Κι όπως είχαμε αποκαλύψει από πέρσι στο MOTO, γίνεται προσπάθεια να ξανά ζωντανέψει η μάρκα αυτή, όχι μόνο με κινέζικους κινητήρες και ιταλική συναρμολόγηση, αλλά το πιο σημαντικό – και- με έναν δικό τους κινητήρα, Made in Italy!

Οι Γερμανοί Jurgen και Patrick van den Goorbergh την δεκαετία του ’90 αγωνιζόντουσαν στα 250 και πήραν την σκυτάλη των «αδερφών στα 250» από τους Γάλλους Jacques και Pierre Bolle.

Να βάλουμε στην λίστα και τον αδερφό του Hiroshi Aoyama, του Ιάπωνα παγκόσμιου πρωταθλητή στα 250 το 2009: Ο Shuhei Aoyama ανέβηκε το 2006 σε βάθρο, επίσης στα 250.

Πιο ξακουστοί φυσικά ο Carlos και David Checa κι αυτό γιατί ήταν αδέρφια που όχι μόνο έτρεχαν την ίδια χρονική περίοδο σε κοντινές κατηγορίες, αλλά και γιατί όταν ο Carlos Checa γινόταν παγκόσμιος στο WSBK, ο David Checa κέρδιζε τον παγκόσμιο τίτλο στο Endurance.

Με τον David έχω βρεθεί πρόσφατα στην ίδια πίστα και έχω οδηγήσει μαζί του, είναι εξαιρετικά γρήγορος και διακρίνεται για τον ρυθμό οδήγησης και για την ροή που κρατά, δίχως πολλά φρένα, απόρροια της πορείας του στο Παγκόσμιο Endurance. Υπήρξε και κριτής για το Yamaha bLU cRU, βαθμολογώντας τους νεαρούς Έλληνες αναβάτες που είχαν δηλώσει συμμετοχή…

Ανοίγοντας ακόμη περισσότερο την λίστα, πηγαίνοντας γενικότερα στην αγωνιστική παρουσία, ένα κάπως άγνωστο στο ευρύ κοινό, γεγονός, καθώς ο Giacomo Agostini είχε έναν αδερφό τον Felice. Ο οποίος το 1975 πήρε μέρος σε έναν αγώνα στην Ιταλία στα 250!

Αντίστοιχα ο Carlos Lavado, πρωταθλητής στα 250, είχε έναν αδερφό τον Luis που επίσης έτρεξε έναν μόνο αγώνα το ’89 στην Βραζιλία!

Η διευρυμένη αυτή λίστα πρέπει να περιλάβει επίσης τους Ιρλανδούς Michael και Eugene Laverty, τους Αυστραλούς Rob Eric και Harry Hinton, και Murray και Jeff Sayle, τους Νοτιοαφρικανούς Dave και Robbie Petersen, και τους Γάλλους Bernard και Marc Garcia.

Ετικέτες