Αφιέρωμα Giuseppe Mori: Ο "πρεσβευτής" των αφανών ηρώων!

Ο σπουδαίος ρόλος των μικρών μοτοσυκλετιστικών βιοτεχνιών
12/11/2020

Ο Δημόκριτος είχε πει πως υπάρχουν δύο είδη γνώσης, η γνήσια (σαφής) και η σκοτεινή (ασαφής). Με την έλευση του κορωνοϊού διανύουμε μια πρωτοφανή περίοδο ανασφάλειας και παραφιλολογίας. Ο καθένας βέβαια είναι ελεύθερος να πιστεύει ότι θέλει. Το σημείο όμως που ενοχλεί, είναι άτομα που με την απουσία γνώσης προσπαθούν να διαδώσουν/επιβάλλουν λανθασμένες και επικίνδυνες απόψεις. Όντας, αν μη τι άλλο, ένας ορκισμένος μοτοσυκλετιστής και φίλος της δίκυκλης ιστορίας, θα αναγάγω το παραπάνω παράδειγμα στον κόσμο της μοτοσυκλέτας που η παραφιλολογία πολλές φορές δίνει και παίρνει και συχνά θίγει επαγγελματίες και εταιρείες.

"Μην πάτε στον "Χ" μηχανικό, μου χάλασε τη μοτοσυκλέτα μου", παράκουσα από την στεντόρεια φωνή ενός θαμώνα καφετέριας και ευθύς έστρεψα τα ώτα μου προς το τραπέζι του. Το γεγονός ότι υποστήριζε, με στόμφο, την αναξιοπιστία των Ducati, κρατούσε το ενδιαφέρον των ακροατών του (που φαίνονταν λιγότερο "τριμμένοι" στο θέμα μοτοσυκλέτας), αλλά και το δικό μου αμείωτο. Ήταν φανερό πως είχε μετανιώσει πικρά για την αγορά ενός μεταχειρισμένου 749. Απ’τον πομπώδη μονόλογό του, προέκυψε ότι το συγκεκριμένο 749 των 2.500 ευρώ, πήρε ζωή μετά από τέσσερα χρόνια ακινησίας. Η επισκευή είχε γίνει σ’ έναν συνοικιακό μηχανικό –διότι, όπως υποστήριξε, τα επίσημα δίκτυα υπερχρεώνουν- και από τα συμφραζόμενα κατάλαβα ότι το γερασμένο ιταλικό supersport "ψηνόταν" στην κίνηση του αθηναϊκού κέντρου καθημερινά. Σε συνέχεια της συζήτησης με τους φίλους του ακούστηκε και το cliché πλέον KTM = Κάθε Τρίτη Μάστορα. Και ενώ φαινόταν τα επιχειρήματα του να κερδίζουν έδαφος με τους φίλους του, κάπου δεν άντεξα και ενήργησα ως ελατήριο: "Κανείς δεν σου φταίει φίλε μου, ούτε ο μηχανικός, ούτε η Ducati. Απλά έχεις άγνοια."

Άκομψη απάντηση από κάποιον άγνωστο που δεν του απηύθυναν ποτέ το λόγο, αλλά με ώθησε το ακράδαντο πιστεύω μου για την αξία της έρευνας. Μόνο έτσι μπορούμε να εξετάσουμε και να προσεγγίσουμε υπο το σωστό πρίσμα τις όποιες μοτοσυκλετιστικές θεωρίες, για να διευρυνθεί η οπτική μας. Και σήμερα, σαν παράδειγμα, θα φέρω τις παρεξηγημένες μικρές εταιρείες όπως την Ηοrex, Fantic, Bimota κλπ. πoυ δέχονται τα πυρά για τα μικρά δίκτυα πώλησης, την αναξιοπιστία, τη μη χρηστικότητα, τη δυσκολία εύρεσης ανταλλακτικών και άλλα τόσα, που ναι μεν δεν είναι πάντα ανυπόστατα, αλλά δεν είναι και λίγες οι φορές που κάποια πράματα είναι απλά μύθοι – τροφή για μηρυκαστικά.

Θα πρέπει πάντως να δεχτούμε, ότι τέτοιου είδους εταιρείες παράγουν μοτοσυκλέτες που στοχεύουν σε πολύ συγκεκριμένες αγορές (niche markets αγγλιστί), απαιτούν πολύ συνειδητοποιημένο πελατολόγιο, και λόγω του μικρού τους μεγέθους, έχουν την τάση να γίνονται προσωποκεντρικές: εννοώντας ότι, οι πιστοί ακόλουθοι τους εκτιμούν πέρα από το προϊόν, το όραμα, το θάρρος και την επιμονή των ανθρώπων που εργάζονται γι αυτές και που μάχονται καθημερινά με τους λογιστές για να καταφέρουν να φτάσουν αυτές οι ιδιαίτερες μοτοσυκλέτες στην αγορά.

Ο Massimo Tamburini (αριστερά) με τον Giuseppe Morri (δεξιά) ήταν οι πραγματικοί ιδρυτές της Bimota Meccanica

 

Για να γίνω κατανοητός, θα χρησιμοποιήσω το παράδειγμα του Giuseppe Morri, συνιδρυτή της Bimota, μιας εταιρείας που με δύο πτωχεύσεις (2003 και 2015) και την περιορισμένη, σε βεληνεκές, επιχειρηματική δραστηριότητα, έχει πέσει θύμα λοιδορίας ουκ ολίγες φορές. Αλλά, επιτρέψτε μου, να εμβαθύνω λίγο και θα καταλάβετε γιατί ο φανταστικός και αξιέπαινος κύριος Morri, έκανε την πολύ μικρή Bimota ξακουστή σε όλον τον κόσμο και γιατί πρέπει να εκτιμούμε την ύπαρξη εταιρειών σαν και αυτήν.

Η Bimota ξεκίνησε ως μια τοπική εταιρεία στο Rimini της Ιταλίας που δεν είχε καμία σχέση με την παραγωγή μοτοσυκλετών, αλλά εξειδικευόταν στην κατασκευή συστημάτων κλιματισμού. H Idrotermica Bimota ιδρύθηκε στις 15 Μαίου του 1966 από τους Valerio Bianchi, Giuseppe Morri και Massimo Tamburini. To Bimota προέκυψε από τα αρχικά των επωνύμων των ιδρυτών της (BIanchi, MOrri, ΤAmburini) με τον τελευταίο να εξελίσσεται μελλοντικά στον superstar σχεδιαστή του Cagiva Group (αργότερα MV Agusta Group) -υπεύθυνο για σημαντικές δημιουργίες όπως το Cagiva Mito, το Cagiva C589, το Ducati 916 και τα MV Αgusta F4/Brutale.

Στην περίοδο της Idrotermica Bimota, ο Tamburini έχει ήδη επιδείξει το ταλέντο και την ικανότητά του στο να δίνει λύσεις ακόμα και στις πιο δύσκολες αναθέσεις, καθώς και την τρομακτική προσήλωση και τελειομανία στη δουλειά του. Οι ικανότητές του, σε συνδυασμό με την έντονη prima donna προσωπικότητα, αλλά και τις "σκαστές" που έκανε από την δουλειά για να ασχοληθεί με τις μοτοσυκλέτες του, θα ωθήσει τον Ιούνιο του 1972 έναν εκνευρισμένο Bianchi (που ήταν εξάδελφος του Morri) εκτός εταιρείας, πρωτού καν η Bimota αρχίσει να δραστηριοποιείται στον κόσμο της μοτοσυκλέτας.

Αυτό θα αφήσει τον Morri μόνο (που μέχρι τότε είχε μια Vespa 150 και αραιά και που παρακολουθούσε αγώνες μοτοσυκλέτας στην περιοχή της Αδριατικής) στο έλεος του βαθύτατα φανατικού μοτοσυκλετιστή Tamburini, ο οποίος μετά από ένα ατύχημα στο Misano με ένα Honda CB750, τον Σεπτέμβριο του 1972, έπεισε τον συνέταιρό του ότι μπορούσε να σχεδιάσει και να κατασκευάσει ένα καλύτερο πλαίσιο, που θα λειτουργούσε και σαν διαφήμιση για την εταιρεία τους.

To εργοστάσιο της Bimota το 1979

 

Έτσι φτάνουμε στην ίδρυση της Bimota Meccanica το 1973. Με τoν Tamburini αποκλειστικά στα ηνία του τεχνικού σχεδιασμού (o Μorri είχε αναλάβει την διοίκηση της εταιρείας), μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα διατίθενται προς πώληση κιτ, αλλά και ολόκληρες μοτοσυκλέτες με επαναστατικές τεχνολογικές λύσεις (βλέπε μοντέλα όπως το YB1, KB2, HDB1 κ.λ.π).

Από το 1977, πεπεισμένοι πλέον για τις προοπτικές της Bimota Meccanica, oι Morri και Τamburini σταματούν την ενασχόληση με τους κλιματισμούς και εστιάζουν αποκλειστικά στην παραγωγή μοτοσυκλετών, παρά τις απίστευτες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Τι είδους δυσκολίες; Παραδείγματος χάριν, εκείνη την χρονιά, εξαιτίας ενός νομικού πλαισίου που τροποποίησε η ιταλική κυβέρνηση, 200 κινητήρες της Suzuki που προορίζονταν για το νέο SB2 "κόλλησαν" στο λιμάνι του Livorno και εστάλησαν πίσω στην Iαπωνία, με κίνδυνο η Bimota να χάσει 50% τoυ ετήσιου τζίρου της και να ακυρώσει όλη την παραγωγή των SB2 (που είχε παραγγείλει η Saiad –o Iταλός αντιπρόσωπος της Suzuki). Προσπαθήστε να φανταστείτε πώς θα νιώθατε αν κλείνατε μια υγιή και "σίγουρη" επιχείρηση, όπως η Bimota Idrotermica, για να κρατήσετε τη Δαμόκλειο σπάθη εν ονόματι Bimota Meccanica και έπειτα να λαμβάνατε τα σοκαριστικά νέα του Livorno...

O Virginio Ferrari κατέκτησε το πρωτάθλημα TT F1 το 1987 πάνω σε ένα Bimota YB4

 

Ο Μοrri με τον καιρό κατάλαβε ότι με την επιλογή του να κρατήσει την Bimota Meccanica, τα ανοικτά μέτωπα θα υπήρχαν παντού και πάντα. Tο 1979 με την ένταξη του Αμερικάνου Randy Mamola στην αγωνιστική ομάδα της Bimota, ο δύσμοιρος Μorri ήρθε αντιμέτωπος μ’ έναν ταλαντούχο, αλλά δύστροπο και ανώριμο νεαρό, o οποίος δημιουργούσε μόνιμα προβλήματα. Πέρα από τις συνεχόμενες κλήσεις που λάμβανε η εταιρεία από την τροχαία του Rimini (είχαν παραχωρήσει στον Mamola ένα Fiat 128), o Αμερικάνος αρνιόταν πεισματικά να φορέσει κράνη-σπόνσορες της Bimota, με την δικαιολογία ότι είχαν μόνο ευρωπαϊκή έγκριση τύπου και όχι των ΗΠΑ. Αργότερα, είχε δημιουργηθεί αρνητικό κλίμα να παραστεί σε δοκιμές, με την δικαιολογία ότι δεν του είχαν ακόμα φέρει την Mustang του. Ακόμα χειρότερα, μετείχε σε αγώνα με εξοπλισμό στα χρώματα παλιότερων χορηγών και όχι της Bimota, γιατί απλά "τον βόλευαν καλύτερα". Και αυτό όχι σ’ έναν οποιονδήποτε τοπικό αγώνα, αλλά στα 200 μίλια της Daytona! Τα αμέτρητα καμώματα του Μamola έμειναν γνωστά στους κύκλους της Bimota ως "mamolata".

H Bimota, παρ' όλα αυτά, επέζησε τη δεκαετία του '70, αύξησε σταδιακά τον αριθμό των διαθέσιμων μοντέλων της και τις νίκες στις πίστες, με αποκορύφωμα το 1980, όπου ο Νοτιοαφρικανός John Ekerold κατέκτησε το παγκόσμιο πρωτάθλημα Grand Prix στην κατηγορία των 350 cc. Και αυτό, επτά μόλις χρόνια από την ίδρυση της Bimota Meccanica.

Συνεπώς, η δεκαετία του 1980 φάνταζε πως θα ξεκινούσε με τους καλύτερους οιωνούς, ωστόσο ένα χρόνο μετά στην πίστα της Rieja (πρώην Γιουγκοσλαβία, νυν Κροατία), o Morri γίνεται αυτόπτης μάρτυρας ενός τραγικού δυστυχήματος με τον βίαιο θάνατο του Γάλλου αναβάτη Michel Rougerie που θα τον στιγματίσει για πάντα.

Με την έλευση της νέας δεκαετίας, οι Μorri και Tamburini έχουν πλέον συνειδητοποιήσει ότι είναι σημαντικό να διατηρούν την ορμή τους και να εξελίσσουν, μόνιμα, νέα μοντέλα με καινούριες τεχνολογίες, για να μπορούν να βρίσκονται πάντα μπροστά στις εξελίξεις, καθώς ο ιαπωνικός ανταγωνισμός άρχισε να "ξυπνάει" και στο κομμάτι της εξέλιξης πλαισίων.

Το 1983 όμως συνέβη το αδιανόητο: Ο Τamburini αποχωρεί από την Bimota, ενώ προηγουμένως είχαν προηγηθεί κάποια συμβάντα με "περίεργες" συμπεριφορές από μέρους του. Στην πραγματικότητα, ο Tamburini είχε σπάσει κάτω από την πίεση των χρεών, την ανάγκη για αναδιάρθρωση της εταιρείας και την ανάγκη για γρήγορη εξέλιξη νέων μοντέλων. Με το τελευταίο να είναι ευθύνη που βάραινε αποκλειστικά εκείνον.

Ο Morri μένει ξαφνικά "ξεκρέμαστος" από τον άνθρωπο που ουσιαστικά "του είχε φάει τα αυτιά" να δραστηριοποιηθούν στο τομέα των μοτοσυκλετών. Ο ταλαντούχος άνθρωπος και πηγή των πρωτοποριακών ιδεών της Bimota είχε κάνει φτερά για την αγωνιστική ομάδα Gallina του Franco Uncini και λίγο αργότερα (1985), για την ατρωσία και την ευρωστία που του προσέφεραν -μέχρι το τέλος της καριέρας του- οι γαλαντόμοι αδερφοί Castiglioni του Cagiva/MV Agusta Group. Επιπλέον, η έξοδος του από την Bimota κάθε άλλο παρά ομαλή ήταν. O Μοrri είχε να αντιμετωπίσει έναν Tamburini που εκείνη την περίοδο λειτουργούσε αλλοπρόσαλλα.

Το ιδιοφυές Bimota Tesi 1D (1991)

 

Επιπροσθέτως, ο προδομένος Μοrri έπρεπε να βρει άμεσα έναν ικανό αντικαταστάτη, επειδή όλο το image της Bimota βασιζόταν πάνω στην καινοτομία. Aυτό προαπαιτούσε εξαιρετική διαίσθηση για να βρεθεί ο κατάλληλος άνθρωπος που θα οδηγούσε την Bimota γρήγορα στη μετά Τamburini εποχή. Από την άλλη μεριά, ο Morri έπρεπε να παλέψει για να διατηρήσει την εμπιστοσύνη των προμηθευτών, των αντιπροσώπων, των πελατών και του προσωπικού που μάθαιναν ότι ο "Μίδας" της Bimota αποχωρούσε. Και όλα αυτά, σε μια Bimota που βάδιζε γοργά προς την χρεοκοπία και με έναν Tamburini που ένα χρόνο μετά την αποχώρηση του, εξακολουθούσε να δημιουργεί προβλήματα, νομικής φύσεως και μη. Επιπλέον, ο Morri ήταν ένας τυπικός αφοσιωμένος οικογενειάρχης, πατέρας και σύζυγος, με τις αντίστοιχες βαρύνουσες υποχρεώσεις. Ανακαλώντας εκείνες τις δύσκολες στιγμές, ο Morri είχε δηλώσει:

"Φτάνοντας στα μέσα Ιουλίου (του 1984) και έχοντας στα χέρια τις οικονομικές καταστάσεις του πρώτου εξαμήνου, μου είχε καταστεί σαφές ότι τα επισφαλή χρέη, εξαιτίας της οικονομικής κατάστασης, θα μπορούσαν να κατακλύσουν όλες τις εταιρικές δραστηριότητες σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Συμπεριλαμβάνοντας και τους μετόχους! Πέρασα το επόμενο Σαββατοκύριακο στην εταιρεία, εντελώς μόνος, εξέτασα όλες τις πιθανές ευκαιρίες που μπορούσε να σκαρφιστεί ο νους μου. Εκείνες τις ώρες σκέφτηκα επίσης ότι είχα την δυνατότητα να τα παρατήσω όλα, αλλά δεν έχασα ποτέ την πίστη μου στο ότι η Bimota μπορούσε να τα καταφέρει."

Αυτό σκέφτηκε και αυτό έκανε. O Μοrri αντικατέστησε τον Tamburini με τον επίσης ταλαντούχο Federico Martini, προχώρησε με την προτεινόμενη πτυχιακή δύο φοιτητών του Πανεπιστημίου της Bologna (Pierluigi Marconi και Roberto Ugolini) και παρουσίασε το επαναστατικό πρωτότυπο Tesi 400 (που σημαίνει κυριολεκτικά πτυχιακή στα ιταλικά) με το ιδιοφυές εναλλακτικό μπροστινό σύστημα, πετυχαίνοντας να διατηρήσει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και να αποδείξει ότι η Bimota θα επιζούσε και χωρίς τον Tamburini. Παρ' όλα αυτά δεν καταφέρνει να γλιτώσει ολοκληρωτικά την εταιρεία από τον οικονομική κατρακύλα και για τα επόμενα δύο χρόνια η επιχείρησή του μπαίνει σε ελεγχόμενη διαχείριση από το δικαστήριο του Rimini. Εν τούτοις, οι παγωμένες οφειλές, δίνουν χρόνο και ανάσα στο Morri να αναδιαρθρώσει την εταιρεία του.

Το 1985 παρουσιάζει το Bimota DB1, το πρώτο με κινητήρα Ducati, που κάνει θραύση κυρίως στην Ιαπωνική αγορά. Την ίδια χρονιά όμως, και ενώ βρίσκεται σε επαγγελματικό ταξίδι στο Τόκιο της Ιαπωνίας, ο Morri παθαίνει έμφραγμα. Το βάρος των υποχρεώσεων και η υπεράνθρωπη προσπάθεια τον είχαν καταβάλλει. Αντιθέτως, δεν πτοείται και συνεχίζει ακάθεκτος με έναν χαρακτηριστικό ζήλο.

Το Bimota Tesi 400 κράτησε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης αμείωτο κατά την έξοδο του Massimo Tamburini από την Bimota

 

Στις 6 Νοεμβρίου του 1986, η Bimota απαλλάσσεται από την ελεγχόμενη διαχείριση και το 1987 ο Virginio Ferrari κατακτά το πρωτάθλημα ΤΤ F1 πάνω σε ένα Bimota YB4 R. Σημαντικές νίκες σημειώνονται και σε άλλα πρωταθλήματα όπως αυτές των Malcolm Tunstall (πρωταθλητής στην κατηγορία Formula 2 στις Ηνωμένες Πολιτείες με ένα DB1 SR) και του γνωστού δημοσιογράφου Αlan Cathcart στα Pro Twins της Daytona. Με το ΥΒ4, η Bimota εισάγει πρώτη τον ηλεκτρονικό ψεκασμό και τα αλουμινένια twin-spar πλαίσια σε μοτοσυκλέτα παραγωγής, ενώ η εξέλιξη του επαναστατικού Tesi συνεχίζεται.

Το 1989 ο Federico Martini ανακοινώνει στον Morri ότι η Gilera εκδήλωσε ενδιαφέρον γι’ αυτόν. Ο Morri τον ενημερώνει ότι αν το αποφάσιζε να φύγει, θα ήθελε να το ξέρει νωρίς για βρεθεί αντικαταστάτης. Ο Martini δεν τήρησε την συμφωνία και εντελώς αναπάντεχα μετά την παρθενική νίκη του νεοεισαχθέντα Giancalro Falappa στο Misano, ανακοινώνει την αποχώρηση του. Ο Morri για άλλη μια φορά μένει μόνος ν’ αγωνίζεται με νύχια και με δόντια για την αγαπημένη του Bimota, με όλη την πίεση που δέχεται από ένα νεοσύστατο διοικητικό συμβούλιο επενδυτών, που παρακολουθεί κάθε του κίνηση απαιτώντας την απόδοση των επενδύσεών τους. Tελικά τoν Μartini θα τον αντικαταστήσει ο Pierlugi Marconi (ο ένας εκ των δύο φοιτητών που ήταν υπεύθυνοι για το Tesi).

Η ανατολή της δεκαετίας του '90, βρίσκει την Bimota με θετικά πρόσημα στα λογιστικά βιβλία της. Το 1991 και μετά από εφτά ολόκληρα χρόνια εξέλιξης, η εταιρεία θα παρουσιάσει στην Κολωνία το Tesi 1D παραγωγής, αφήνοντας εμβρόντητο όλον τον μοτοσυκλετιστικό κόσμο, με το καινοτόμο μπροστινό σύστημα που θα μείνει στην ιστορία. Γι' αυτόν το λόγο, το Πανεπιστήμιο της Κολούμπια στις ΗΠΑ είχε στείλει επίσημη πρόσκληση στον Morri για να του απονήμει, τιμής ένεκεν, πτυχίο στη Μηχανολογία, κάτι που σαν πραγματικός gentleman το αρνήθηκε, διότι πίστευε ότι το Τesi ήταν ξεκάθαρα παιδί του Pierluigi Marconi και του Roberto Ugolini. Ένα χρόνο αργότερα θα παρουσιαστεί το "ψεκαστό" YB8 Furano που με τα 164 άλογα ήταν η πιο γρήγορη μοτοσυκλέτα παραγωγής της εποχής της.

Δυστυχώς, τo 1992 μετά από συνεχείς διαφωνίες με το διοικητικό συμβούλιο θα ανακοινώσει την παραίτηση του και θα πουλήσει τις μετοχές του. Ο λόγος; Το συμβούλιο ήθελε να "νερώσει το κρασί" παρουσιάζοντας πιο προσιτά μοντέλα, μεταξύ των οποίων scooter και enduro (το ένα δε συνέβη ποτέ, για το άλλο βλέπε τα πρώτα Vertemati), κάτι που τον έβρισκε απόλυτα αντίθετο, καθώς πίστευε ότι αυτό θα μόλυνε τις πραγματικές αξίες της Bimota.

To SB2 παραλίγο να μην γίνει ποτέ πραγματικότητα λόγω το προβλημάτων στο λιμάνι του Livorno...

 

Ο Walter Martini θα αντικαταστήσει τον Morri στην θέση του CEO της Bimota και το διοικητικό συμβούλιο θα τον αναγκάσει σε μια ήπια αποχώρηση για να μην ταραχτεί η αγορά με την ξαφνική απουσία του. Σε μια ντροπιαστική χειρονομία από μεριάς του διοικητικού συμβουλίου, για όσο o Morri χρειάστηκε να παραμείνει, δεν του διέθεσαν χώρο για δικό του γραφείο. Το 1993, ο πιο σημαντικός άνθρωπος στην Bimota είχε πλέον αποχωρήσει.

Φυσικά όλα αυτά δεν είναι παρά μια ακραία περίληψη της ιστορίας και όσων έχει πράξει και καταφέρει ο κύριος Morri. Aλλά όσοι δεν συγκινείστε με τέτοιου είδους μοτοσυκλέτες, την επόμενη φορά που θα συναντήσετε ένα Bimota, προσπαθήστε να θυμηθείτε ότι πολλές φορές κάποια πράγματα θέλουν μια δεύτερη ή και μια τρίτη ματιά για να τα εκτιμήσουμε όπως τους αξίζει. Μην ξεχνάμε ότι κολοσσοί, όπως η Ducati και η ΚΤΜ, υπήρξαν και αυτοί κάποτε πληβείοι της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, αλλά χάρη στους αφανείς ήρωες, σαν τον κύριο Morri της Βimota που δίνουν ψυχή τε και σώματι στα εταιρικά οράματά τους, επέζησαν δύο άκρως σημαντικά brands που ευτυχώς παγιώθηκαν στις αγορές και στη συνείδηση του αγοραστικού κοινού. Και τώρα που η Bimota ξανάνοιξε τις πόρτες της με την βοήθεια της Kawasaki, αναμένουμε με ανυπομονησία τα αποτελέσματα.

Ο Roberto Ugolini (αριστερά) και o Pierluigi Marconi (στη μέση)  ήταν οι δύο φοιτητές από το Πανεπιστήμιο της Bologna, υπεύθυνοι για το Bimota Tesi 400. Eδώ, μαζί με τον Giuseppe Morri έξω από στο εργοστάσιο της Bimota το 1984

Του Αλέξη Στεφανίδη

Kawasaki: Κατασκευάζει το πρώτο τάνκερ υγροποιημένου υδρογόνου! Το τεράστιο όφελος για το μέλλον της μοτοσυκλέτας

Ο «Δρόμος του Υδρογόνου» από την Kawasaki
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

2/1/2020

Η Kawasaki μας φέρνει πιο κοντά σε μία οικονομία υδρογόνου, από μία οικονομία με βάση το πετρέλαιο όπως είμαστε τώρα. Κι αυτό έχει άμεσο ενδιαφέρον για την ελληνική οικονομία πρώτα, κι έπειτα για όλους τους μελλοντικούς μοτοσυκλετιστές!

Στο editorial του τεύχους 602 Ιανουάριος 2020 που μόλις κυκλοφόρησε, διαβάζετε για «τα ηλεκτρικά που καίνε βενζίνη» και την σημασία που έχει για το μέλλον -όχι το άμεσο- το υδρογόνο. Κάτι που πρώτη φορά γράφαμε πριν από δέκα χρόνια στο ΜΟΤΟ.

Πρωτοπόρος στον τομέα της ναυτιλίας, εξειδικευμένη στην κατασκευή δορυφόρων και εξαρτημάτων αεροσκαφών, με καινοτομίες στις αμαξοστοιχίες, η Kawasaki έχει ένα τεράστιο έργο και είναι γνωστή στο ευρύ κοινό μονάχα από το μικρότερο, το απειροελάχιστο επιχειρηματικό κομμάτι της. Τον τομέα της αναψυχής, όπως η ίδια ονομάζει το τμήμα μοτοσυκλέτας, τα ATV και τα Jet Ski, κι αυτό λέει πολλά για τον τρόπο που αντιμετωπίζει -και κατασκευάζει- τις μοτοσυκλέτες.

Στον ευρύτατο τομέα δραστηριοποίησής της, περιλαμβάνονται η παραγωγή και η διαχείριση της ενέργειας, ξεκινώντας από τους κινητήρες για εργοστάσια παραγωγής μέχρι τις σωληνώσεις μεταφοράς. Σχεδιάζει και κατασκευάζει εργοστάσια για άλλους, ρομποτικές και συμβατικές εργαλειομηχανές και ο κατάλογος αρχίζει να ξεφεύγει από αυτό που μας ενδιαφέρει αυτή την στιγμή: Τον πρώτο τρόπο μαζικής μεταφοράς υδρογόνου!

Με βάση τα παραπάνω αντιλαμβάνεται κανείς πως η Kawasaki είναι η πλέον κατάλληλη, για να κατασκευάσει το πρώτο τανκερ που μεταφέρει υγροποιημένο υδρογόνο στους -253οC! Αυτή την στιγμή η ανθρωπότητα αναζητά τον αποτελεσματικότερο τρόπο αποθήκευσης του υδρογόνου. Μπορεί να είναι το στοιχείο με την περισσότερη αφθονία στο σύμπαν, αλλά δεν του αρέσει να μένει μόνο του δημιουργώντας ισχυρούς δεσμούς. Δεν το συλλέγεις αλλά το παράγεις και μετά ψάχνεις τρόπους να το αποθηκεύσεις. Μέχρι τώρα η μαζική του μεταφορά ήταν αδύνατη. Η Kawasaki το αλλάζει αυτό.

Στους -253οC το υδρογόνο υγροποιείται και συμπιέζεται κατά 1/800 καθιστώντας την κρυογονική θερμοκρασία συμφέρουσα. Στον τομέα της ναυτιλίας δεν αποτελεί έκπληξη ούτε είναι παντελώς άγνωστες οι πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. Το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) που επίσης μεταφέρεται με τεράστια τάνκερ, απαιτεί -162οC για να φτάσει σε κατάσταση υγρού από αέριο και η διαδικασία συντήρησης αυτής της θερμοκρασίας σε τεράστια τάνκερ, έχει τελειοποιηθεί.

Σχεδόν άλλους εκατό βαθμούς Κελσίου κάτω από το μηδέν, δεν φτάνεις εύκολα κι ας κατέχεις την τεχνολογία για τους πρώτους εκατό πενήντα. Για αυτό και η Kawasaki αναγκάστηκε να φτιάξει την πρώτη βιομηχανική μονάδα υγροποίησης υδρογόνου της Ιαπωνίας.

Μικρότερες εγκαταστάσεις υπήρχαν και υπάρχουν στην Ιαπωνία και σε ολόκληρο τον κόσμο. Όμως τώρα η Kawasaki φέρνει την πρώτη βιομηχανικής παραγωγής, με δυνατότητα υγροποίησης πέντε τόνων υδρογόνου ημερησίως.

Κάπου εδώ μπαίνει και λίγο από μοτοσυκλέτα στην ιστορία, μιας και οι άνθρωποι που σχεδίασαν τις φτερωτές, είναι οι ίδιοι πίσω από την υπερτροφοδότηση με το πλανητικό κιβώτιο στα H2R και H2!

Πώς αλλιώς θα φορτώσεις το πρώτο τάνκερ στον κόσμο, αν δεν έχεις και το πρώτο εργοστάσιο; Η Kawasaki λοιπόν έφτιαξε ήδη το εργοστάσιο και αυτή την στιγμή ναυπηγείται και το τάνκερ.

Kawasaki: «Είμαστε πολύ κοντά σε μία κοινωνία όπου χρησιμοποιούμε το υδρογόνο στην καθημερινότητα μας»

Βασισμένη στην τεχνογνωσία του υγροποιημένου φυσικού αερίου, η Kawasaki κατασκευάζει το LH2 τάνκερ της με ιδιαίτερη προσοχή ώστε να ανταπεξέλθει στην πρόκληση. Χρειαζόταν άλλους 91οC κάτω από το μηδέν, ενώ μόλις με μικρές διακυμάνσεις στην θερμοκρασία το υδρογόνο εξατμίζεται. Κατάφερε όμως να πάρει έγκριση από τον IMO, τον παγκόσμιο οργανισμό ναυτιλίας για το σχέδιο και τις λύσεις που πρότεινε.

Πάμε στο κομμάτι που αφορά την ελληνική οικονομία. Το υδρογόνο μπορεί να παραχθεί με ένα σωρό τρόπους, όμως ένας αποδοτικός αυτή την στιγμή είναι να χρησιμοποιηθεί ο γνωστός λιγνίτης. Όχι όμως καίγοντάς τον όπως κάνουμε τώρα, αλλά ατμοποιώντας τον παγιδεύοντας τα βλαβερά παράγοντα και κρατώντας το πλούσιο υδρογόνο που απελευθερώνει η διαδικασία.

Στην φωτογραφία: Η πρώτη βιομηχανική μονάδα υγροποίησης υδρογόνου της Ιαπωνίας

Δεν είναι απλή διαδικασία, όμως κι αυτή έχει τελειοποιηθεί από πολλές εταιρίες ανά τον κόσμο, ανάμεσά τους και η Kawasaki. Ο λιγνίτης είναι δύσκολο να μεταφερθεί, πρώτα γιατί η μικρή του πληρότητα σε άνθρακα απαιτεί την επεξεργασία τεράστιων ποσοτήτων κι άρα η παραγωγή πρέπει να γίνεται επί τόπου, κι έπειτα  γιατί συμπιέζοντάς τον μπορεί να δημιουργηθούν σπινθήρες, το τελευταίο δηλαδή πράγμα που θέλεις να δεις σε ένα πλοίο, τρένο κτλ… Στην Σαχάρα μεταφέρεται σε τεράστια τρένα με ανοικτά βαγόνια, εκεί που η αφθονία χώρου και η έλλειψη του ανθρώπινου στοιχείου απλοποιεί τις διαδικασίες.  

Στην Ελλάδα, όπως και σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο, ο λιγνίτης αφθονεί και η καύση του πρόκειται να σταματήσει. Η τεχνολογία της Kawasaki είναι ο τρόπος για να συνεχίσει η εκμετάλλευσή του χωρίς τις βλαβερές επιπτώσεις στο περιβάλλον, παράγοντας υδρογόνο.

Ας κάνω εδώ μία σημαντική διευκρίνηση: Το υδρογόνο δεν είναι πηγή ενέργειας, όπως το πετρέλαιο. Είναι όμως ενεργειακό νόμισμα.

Χρειάζεσαι ενέργεια για να αποκτήσεις το υδρογόνο, ενέργεια για να το μεταφέρεις, κι ενέργεια για να το αποθηκεύσεις. Όταν όλα αυτά όμως έχουν μικρότερο άθροισμα σε κατανάλωση και κόστος, τότε αρχίζει να γίνεται συμφέρουσα η χρήση του.

Η Kawasaki έχει έτοιμες τις λύσεις και έχει ήδη κατασκευάσει τις μονάδες αποθήκευσης του υγροποιημένου υδρογόνου, τις δεξαμενές φύλαξης, το σύστημα μεταφοράς και τον τρόπο της χρήσης του.

Στην Αυστραλία αυτή την στιγμή υπάρχει ένα τεράστιο απόθεμα λιγνίτη από το οποίο παράγουν υδρογόνο. Με το νέο τάνκερ θα το μεταφέρουν στην Ιαπωνία και όλο αυτό είναι ήδη προτιμότερο από τις παραδοσιακές μεθόδους, πλην της πυρηνικής ενέργειας, από την οποία όμως απομπλέκονται οι Ιάπωνες.

Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για εμάς, είναι πως η Kawasaki έχει φτιάξει κάτι ακόμη, κάτι που είναι πολύ σημαντικό για το μέλλον της μοτοσυκλέτας. Έχει εξελίξει τον τρόπο να χρησιμοποιείται το υδρογόνο στους κινητήρες εσωτερικής καύσης. Το υδρογόνο καίγεται επτά φορές ποιο γρήγορα από την βενζίνη. Η BMW έχει εδώ και δέκα χρόνια αυτοκίνητο με κινητήρα εσωτερικής καύσης που καταναλώνει υδρογόνο. Το ρεζερβουάρ βέβαια της συγκεκριμένης BMW έχει τεχνολογία που χρησιμοποιείται για την ανάπτυξη των δορυφόρων στο διάστημα και κοστίζει όσο μερικές εκατοντάδες συμβατικά αυτοκίνητα στην σειρά, άρα είναι μη εφικτό να υπάρξει εμπορική χρήση. Με την τεχνολογία της Kawasaki για καλύτερη χρήση στους κινητήρες εσωτερικής καύσης, και όλα τα προβλήματα λυμένα για την παραγωγή, μεταφορά, αποθήκευση κτλ, μένει ένα και μόνο πράγμα για να φτάσουμε στο όραμα της Kawasaki και πολλών ακόμη, μαζί και το δικό μας, δηλαδή μία οικονομία που να βασίζεται στο υδρογόνο. Εκεί που θέλουμε εκτός από ηλεκτρικά οχήματα με κυψέλες καυσίμου, να υπάρχουν και μοτοσυκλέτες με κινητήρες εσωτερικής καύσης που θα καταναλώνουν υδρογόνο. Το μόνο που λείπει από την εξίσωση είναι το κατάλληλο ρεζερβουάρ, και δυστυχώς απέχουμε πολλές δεκαετίες μέχρι να φτάσουμε σε αυτό το σημείο. Τα ηλεκτρικά οχήματα θα είναι το ενδιάμεσο βήμα μέχρι τότε…

Η Kawasaki ασχολείται σοβαρά με το υδρογόνο ως το καύσιμο του μέλλοντος, ονομάζει το πλάνο της «Δρόμο του Υδρογόνου» και οραματίζεται μία κοινωνία που συλλέγει και παράγει ενέργεια με πολλούς τρόπους, αποθηκεύοντάς την με την μορφή υδρογόνου. Το τάνκερ αυτό, είναι ένα ακόμη βήμα προς την υλοποίηση αυτού του οράματος, και στο να δούμε οχήματα όπως τα ξέρουμε τώρα, οχήματα που κάνουν «βρουμ-βρουμ» και «μπράου-μπράου» και βγάζουν σκέτο νερό από τις εξατμίσεις τους…

Ετικέτες