Ο Γαλλικός Boxer: Η ιστορία που ελάχιστοι γνωρίζουν – Ratier 600 C6S!

Πώς φτάσαμε να υπάρχει γαλλικός boxer κι αμέσως να εξαφανιστεί
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

10/12/2018

Το Παρίσι φλέγεται αυτές τις ημέρες, καθώς σύσσωμη η κοινωνία αντιδρά ακριβώς όπως θα αντιδρούσε οποιαδήποτε κοινωνία που δεν τρώγεται με τα ρούχα της, έχοντας την τάση να κουνά το δάχτυλο πιο γρήγορα από το να σηκώνεται από την καρέκλα. Η απόδοση ευθυνών και η ξερή κριτική είναι πάντοτε πιο εύκολες πρακτικές, και είναι από τις παθογένειες που μας χαρακτηρίζουν βαθιά ως κράτος, όπως και το γεγονός πως την δεκαετία του ’60 (κυρίως-καθώς συνεχίζει ως τώρα το φαινόμενο) πετάξαμε από το παράθυρο κάθε καλή ευκαιρία βιομηχανοποίησης που δημιουργήθηκε. Ωστόσο αυτό είναι ένα καλό σημείο στο οποίο ταιριάζουμε με την μοτοσυκλέτα –και μόνο- στην Γαλλία, που αν μη τι άλλο είχε και εξαιρετικά καλύτερες ευκαιρίες να διαπρέψει, από την στιγμή που διέθετε ισχυρή αυτοκινητοβιομηχανία αλλά και την Peugeot που δραστηριοποιείται σε 2 και 3 και 4 τροχούς ταυτόχρονα, ως ο παλαιότερος κατασκευαστής μοτοσυκλετών στην ιστορία, ξεκινώντας με το πρωτότυπο του 1898 και βγάζοντας παραγωγή το πρώτο μοντέλο μόλις το 1901!

Με τέτοιο υπόβαθρο θα περίμενε κανείς πως οι πάντα ενωμένοι, λιγάκι σοβινιστές Γάλλοι (γαλλική λέξη ο σοβινισμός) θα είχαν καταφέρει να στηρίξουν όλα τα γενναία βήματα που έγιναν για να αποκτήσουν μία βιομηχανία μοτοσυκλέτας, ως η 3η μεγαλύτερη αγορά της Ευρώπης όπως είναι αυτή την στιγμή. Πολλά τους ξέφυγαν, κι άλλα τα κουκούλουσαν επιδεικνύοντας την ίδια αυτοκαταστροφή με εμάς, με ένα από τα κορυφαία παραδείγματα να είναι η Ratier και οι 1.057 boxer μοτοσυκλέτες που κατασκεύασε!

Τότε, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, θα την θυμάται κανείς να είναι η προσωπική συνοδεία του Προέδρου de Gaulle και να κυκλοφορεί με περηφάνια στους δρόμους του Παρισιού, ως 100% γαλλικό προϊόν, πράγμα απαραίτητο για να κάνει σταδιοδρομία στους συγκεκριμένους δρόμου, οποιοδήποτε όχημα της εποχής εκείνης. Κι όμως, ήταν τελικά μία σύνθεση διαπλοκής, κοντοφθαλμίας και προσωπικών συμφερόντων που τελικά δεν την άφησαν να προχωρήσει.

Παραδίδοντας οι Ναζί το Παρίσι στην δύση του Β’ΠΠ, αφήνουν πίσω τους τεράστια αποθέματα εφοδίων, κι ανάμεσά τους κινητήρες boxer ως ανταλλακτικά για τις επίσης αμέτρητες BMW R12. Παράλληλα η Ιταλία και η Ιαπωνία ισοπεδώνονται από τους Συμμάχους αλλά ακριβώς εξαιτίας αυτής της ισοπέδωσης η παγκόσμια ιστορία της μοτοσυκλέτας αλλάζει τελείως και δημιουργούνται οι μάρκες που ξέρουμε σήμερα. Εδώ παρουσιάζουμε το πνεύμα της εποχής, μέσα από τα παραδείγματα της Ducati και Honda μόνο, και μόνο αυτά στο συγκεκριμένο άρθρο, καθώς ήδη το κείμενο ήταν υπερβολικά μεγάλο.

Στο Παρίσι βέβαια τα πράγματα είναι διαφορετικά, σε μία τεράστια αποθήκη με την κωδική ονομασία HPK 503 σε ένα έως τότε γκαράζ λεωφορείων στην Avenue Mozart, οι Γερμανοί είχαν αποθηκεύσει τόνους ανταλλακτικών και κινητήρων, ώστε ακόμη κι αν διακοπτόταν η επικοινωνία με τις δυνάμεις κατοχής στην Γαλλία, να μην αντιμετώπιζαν οι τελευταίες, ζήτημα τροφοδοσίας.

Ήταν τόσο το αποθηκευμένο υλικό, που η νεοσύστατη γαλλική κυβέρνηση έφτιαξε ένα εργοστάσιο παραδίπλα για να συναρμολογεί μοτοσυκλέτες! Σε απόσταση αναπνοής από τον πύργο του Άιφελ και με ένα τεράστιο πάρκο που υπάρχει ως σήμερα και διεξάγονταν αγώνες αλλά και δοκιμές, κατασκευάζονται γαλλικές μοτοσυκλέτες συμπληρώνοντας με ό,τι υπάρχει εύκαιρο τα γερμανικά ανταλλακτικά και τους γερμανικούς κινητήρες! Δημιουργείται έτσι η CMR σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον, όπου εργάτες στην κατασκευή είναι οι αποθηκάριοι που είχαν επιτάξει οι Γερμανοί, και τον Ιανουάριο του ΄45 ο Jacques Dormoy τοποθετείται επιβλέπων μηχανικός, έχοντας την ευθύνη.

Συντομεύοντας την αφήγηση, κατασκευάζονται 300 R12 και 80 R73 δηλαδή κινητήρες R75 σε πλαίσιο R71, που εντυπωσιάζουν τις γαλλικές αρχές με την τελική των 150km/h δίνοντας άμεσα παραγγελία για εκατό κομμάτια. Όμως δεν υπήρχαν περισσότερα ανταλλακτικά, κι έτσι η CMR έχοντας ολοκληρώσει τον σκοπό της δημιουργίας της, διαλύεται το 1947. Ο Dormoy και οι βασικοί μηχανικοί περίμεναν πώς-και-πώς την στιγμή αυτή, έχοντας ήδη συνάψει εταιρία από το 1946. Παίρνοντας το διαθέσιμο stock που είχε περισσέψει και με συνεχιζόμενη εμπλοκή Γάλλων κατασκευαστών που σταδιακά συμπλήρωναν ολοένα και περισσότερο, τις αυξανόμενες ελλείψεις, οι γερμανικές μοτοσυκλέτες συνεχίζουν να βγαίνουν στους δρόμους του Παρισιού, ολοένα και πιο απόμακρες από την αρχική τους σχεδίαση. Υπάρχουν αναφορές πως ο Dormoy δέσμευε ανταλλακτικά όλο αυτό το διάστημα, αλλά ακόμη κι έτσι, η ροή της ιστορίας δεν θα ήταν διαφορετική πέρα από τα χρονικά περιθώρια.

Με την συμμετοχή Γάλλων προμηθευτών, τα πλαίσια έγιναν νέα και οι αναρτήσεις καλύτερες, οι στρόφαλοι ιδιαίτερα πιο γεροί ενώ βασική αλλαγή ήταν το τετρατάχυτο κιβώτιο με το λεβιέ στο πόδι, αντί για το χέρι… με 78 x 78 mm και 748 κυβικά αποδίδοντας 22 ίππους, η μοτοσυκλέτα αυτή ήταν περισσότερο γαλλική παρά γερμανική. Αυτή ήταν η CEMEC L7 και ήταν επίσης ο πρόδρομος της Ratier!

Κατασκευάστηκαν 1.289 μοτοσυκλέτες σε έξι χρόνια, ξεκινώντας το 1948 περίπου 20 χιλιόμετρα νότια της μεγαλόπολης που οι ρυθμοί της διαρκώς αυξάνονταν. Η παραγωγή αυτή δεν ήταν αρκετή για να υποστηρίξει την εξέλιξη ενός νέου κινητήρα, με την BSA αλλά και στο τέλος την ίδια την BMW απευθείας από το Μόναχο που ξανά γεννιόταν από τις στάχτες της, να αποτελούν τους μεγαλύτερους αντίπαλους.

Τι κι αν η ιδιαίτερα δημοφιλής ακροβατική ομάδα χρησιμοποιούσε την L7, τι κι αν οι αστυνομικές επιδείξεις ασκήσεων ακριβείας που προσομοιάζουν την “GYMKHANA” που περίπου εκείνη την εποχή θα δημιουργούνταν στην Ιαπωνία, προσπαθούσαν να δώσουν ώθηση στην αποδοχή της, η L7 δεν κατάφερε να επικρατήσει στο γαλλικό κοινό και το ’54 παύει η παραγωγή της. Έχουν προσπαθήσει στους αγώνες, έχουν βάλει μέχρι και κυλινδροκεφαλή από Zündapp KS750 για να φτιάξουν ένα πρωτότυπο 40 ίππων στις 5.000 στροφές με 160Km/h τελικής και στην ύστατη στιγμή προσπάθησαν να βάλουν αυτό τον κινητήρα σε αυτοκίνητο, μπας και φτιάξουν κάτι εξίσου εμπορικό με το Citroën 2CV, αλλά δεν το καταφέρνουν. Το βασικό τους λάθος, είναι πως δεν διέθεταν ποτέ ένα σωστό δίκτυο πωλήσεων για το κοινό!

Πώς ο Β΄ΠΠ άλλαξε το δρόμο της μοτοσυκλέτας: Ducati & Honda- Video Update!

Τους ανθρώπους, τις εγκαταστάσεις και το εναπομείναντα στοκ, αναλαμβάνει η Ratier που δεν ήταν καινούρια τότε, έχοντας ιδρυθεί το 1904! Ο Ratier κατασκεύαζε ξύλινες προπέλες για τα αεροσκάφη και αμέσως μετά τον Α’ΠΠ άρχισε να κατασκευάζει μεταλλικές φτάνοντας να γίνει ο καλύτερος στον κόσμο εκείνη την εποχή, με απόγειο το νέο του εργοστάσιο που απασχολούσε 500 υπαλλήλους. Μέχρι το 1939 κατέχει το 90% της αγοράς και 63 παγκόσμια ρεκόρ! Γνωρίζοντας την γεύση της καταστροφής από τον Β’ΠΠ ο Ratier βγήκε τελικώς νικητής, καθώς έσωσε το εργοστάσιο του και μεγάλο μέρος της περιουσίας που είχε ήδη φτιάξει, με την κυβέρνηση να τον επιφορτίζει να κατασκευάσει ένα δίχρονο τρακτέρ. Μέσα από την συνεχιζόμενη αυτή συναναστροφή του με τις εκάστοτε γαλλικές κυβερνήσεις, και την μεταπήδηση και σε άλλους τομείς της βιομηχανίας, όπως ήταν το δίχρονο τρακτέρ, του φορτώνουν πρακτικά και κυριολεκτικά ό,τι έχει απομείνει από την CEMEC. Σκοπός της κυβέρνησης να κρατήσει ανοικτό το εργοστάσιο, να καλυφθούν τα χρέη και στο τέλος να φτάσει ίσως και σε μία γαλλική μοτοσυκλέτα. Το ξεκινούν αυτή την φορά με τον καλύτερο τρόπο που θα μπορούσαν, αλλά τελείως παράδοξα θα πυροβολούσαν τα πόδια τους. Παράδοξα για τους υπόλοιπους, καθώς η συνέχεια της ιστορίας μας, μονάχα έκπληξη δεν αποτελεί για εμάς του Έλληνες.

Μέσα σε τέσσερα χρόνια κατασκευάζει την συνέχεια της L7 σε 1.035 κομμάτια, που είναι πρακτικά ένα σχέδιο που ακολουθεί την BMW R71 από το 1938 αλλά για πρώτη φορά εξ ολοκλήρου φτιαγμένο στην Γαλλία με 100% γαλλικά εξαρτήματα. Με σλόγκαν «τεχνολογία αεροσκαφών στην μοτοσυκλέτα» η πρώτη Ratier είχε όλα τα φόντα για να γίνει μία επιτυχία, μόνο που τα αυτοκίνητα της εποχής είχαν αρχίσει να ξεφεύγουν σε ιπποδυνάμεις.

Για αυτό και ξεκίνησε η εξέλιξη της C6S, της πρώτης γαλλικής από την σχεδίαση και όχι μόνο την κατασκευή! Με κινητήρα 594 κυβικών με διαστάσεις 72 x 73 mm και απόδοση 32 ίππων στις 6.500 στροφές, δεν ήταν η ταχύτερη αλλά ζυγίζοντας 195 κιλά είχε αξιοπρεπείς επιδόσεις και φυσικά το δυνατό της σημείο, ήταν πως επρόκειτο για αμιγώς γαλλική μοτοσυκλέτα, από την σχεδίαση έως την κατασκευή. Ακόμη και τα φρένα παραγόντουσαν στο ίδιο εργοστάσιο.

Όλα είχαν στρωθεί για ένα λαμπρό μέλλον για έναν αμιγώς γαλλικό boxer, όταν τράβηξαν το χαλί κάτω από τα πόδια τους. Ενώ ο Πρόεδρος de Gaulle ακύρωσε μία τεράστια παραγγελία της «Χωροφυλακής» προς την BMW - μόλις πήρε ξανά την εξουσία στα χέρια του, ώστε να προμηθευτούν 7.000 γαλλικές μοτοσυκλέτες, τα γεγονότα αμέσως μετά μπλέχτηκαν σε μία ιστορία με έντονο άρωμα κακοδιαχείρισης και διαπλοκής. Τελικά η γαλλική Χωροφυλακή αποφάνθηκε πως οι γερμανικές BMW ήταν καλύτερες μοτοσυκλέτες, ακυρώνοντας την τεράστια παραγγελία! Αυτό ουσιαστικά τραβούσε το χαλί κάτω από τα πόδια τους, την στιγμή που ο Ratier εξαγοραζόταν από έναν κολοσσό των ηλεκτρονικών, την CSF! Σήμερα είναι βασικός προμηθευτής του γαλλικού Airbus κατασκευάζοντας πτερύγια για το A380 και η Χωροφυλακή της Γαλλίας έχει ακόμη BMW!

Έφτασαν λοιπόν πολύ κοντά στην κατασκευή ενός δικού τους boxer, αλλά την ύστατη στιγμή δεν τα κατάφεραν… για μία σειρά από λόγους, με την διαπλοκή και την προδοσία, να είναι μερικοί από αυτούς. Προσπάθησε για λίγο ακόμη ο Ratier να κρατήσει ζωντανή την παραγωγή, στρέφοντας τις προσπάθειες προς την Αμερική, την ίδια εποχή που και η Ducati, για τους δικούς της λόγους, προσπαθούσε να κάνει κάτι αντίστοιχο με το πρώτο και ουσιαστικά αποτυχημένο V4, που σχετικά πρόσφατα οδηγήσαμε στο MOTO, το μοναδικό σωζόμενο σε πλήρως λειτουργική κατάσταση!

Αντίστοιχα όμως έρχεται και η δοκιμή του Ratier 600 C6S, μία αποκλειστική δοκιμή που έγινε με τις ευλογίες του Sammy Miller Museum που ευγενικά παραχώρησε μία από τις εναπομείναντες σε άριστη κατάσταση, πρώτες αμιγώς γαλλικές boxer! Ειρωνικά, αυτή η μοτοσυκλέτα σώζεται στην Αγγλία, κι όχι στην Γαλλία. Παρόλο που οι Γάλλοι περηφανεύονταν πως έφτιαξαν έναν boxer που ήταν καλύτερος από τον αντίστοιχο Γερμανικό, που στο σύντομο μέλλον του μετά την κατασκευή του, θα αποδεικνυόταν εξαιρετικά αξιόπιστος, δεν τα κατάφεραν να του δώσουν την ώθηση που έπρεπε ακριβώς στο σημείο που την χρειαζόταν περισσότερο… Σε επόμενο MOTO, κατά την οδήγησή της, θα δούμε ακριβώς αν στους παραπάνω λόγους για την μη επικράτησή της, υπήρχε και κάποιος που είχε να κάνει αποκλειστικά με την ίδια την μοτοσυκλέτα!

Συνεργάστηκαν ο Alan Cathcart και ο φωτογράφος Kel Edge. Ευχαριστούμε το μουσείο Sammy Miller Museum

 

Το Sammy Miller Museum στο New Milton, Hampshire της Μ. Βρετανίας, διαθέτει μία από τις μεγαλύτερες συλλογές εξωτικών κι αγωνιστικών μοτοσυκλετών στον κόσμο, όλες τους σε κατάσταση πλήρως λειτουργική! Ανάμεσα σε εκθέματα όπως V8 Moto Guzzi, AJS Porcupine, Mondial 250, Norton, Ducati, Suzuki, Hondas και Velocette υπάρχουν πολλές εργοστασιακές πρωτότυπες, concept άλλων εποχών, χωμάτινες ακόμη και trial, ανεβάζοντας τον αριθμό στις 400 συνολικά μοτοσυκλέτες: Καθημερινά ανοικτό από τις δέκα το πρωί:
Sammy Miller Museum, Bashley, New Milton, Hampshire B25 5SZ, U.K.

Τηλ: 01425 620777 & 616644

www.sammymiller.co.uk

 

Η υποστήριξη από την αστυνομία υπήρχε, ήταν όμως οι τεράστιες παραγγελίες που έβαζε η Χωροφυλακή, που ανήκει στον στρατό, που θα μπορούσε να δώσει την ώθηση στην Ratier την στιγμή που χρειαζόταν περισσότερο...
 
από αγώνα με sidecar: Druet & Boucher σε CEMEC 750 sidecar το 1951 Bol d'Or στο St.Germain

 

Καταχώρηση στην τύπο της εποχής, μέρος της προσπάθειας πώλησης στις ΗΠΑ:

 

Ετικέτες

Στα Σκόπια με τους "Λύκους της Νύκτας": Ο μοτοσυκλετισμός των γειτόνων...

Ο μοτοσυκλετισμός της FYROM, οι ομοιότητες και οι διαφορές μας
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

13/6/2018

Έχει περάσει μία πενταετία από το οδοιπορικό στα Σκόπια παρέα με τους «Λύκους της Νύχτας» που προεδρεύουν της ομοσπονδίας μοτοσυκλέτας της γειτονικής χώρας, αλλά οι πρόσφατες εξελίξεις καθιστούν εκείνο το ρεπορτάζ επίκαιρο. Διότι είναι χαρακτηριστικό να ακούς τον Λένιν, ντυμένο με δερμάτινα και παρουσιαστικό που παραπέμπει σε ακροδεξιά οργάνωση των Σκοπίων, να λέει πως δεν υπάρχει καμία ιστορική σύνδεση της χώρας του με την Μακεδονία, αλλά η κλοπή της ιστορίας ήταν πράξη αυτοσυντήρησης και για αυτό θα την συνεχίσουν. Λίγα χρόνια μετά, στο σήμερα, η μοτοσυκλετιστική οργάνωση της γειτονικής χώρας, «Λύκοι της Νύκτας», παίζει το τελευταίο χαρτί προπαγάνδας: Αντιδρούν –φαινομενικά- απέναντι στην συμφωνία για να δείξουν πως πρόκειται για κάτι που δεν τους συμφέρει, σε μία σειρά προκαθορισμένων αντιδράσεων που γίνονται βάση προγράμματος. Οι γείτονες είναι και ενωμένοι και οργανωμένοι, σε αντίθεση με εμάς.. Αναδημοσιεύουμε ένα αρκετά παλιό ρεπορτάζ του περιοδικού, που δείχνει από την πλευρά του μοτοσυκλετισμού, πως η πολιτική είναι κομμάτι της καθημερινότητάς μας και φανερώνει πολλές πτυχές της εξέλιξης στην πορεία αυτού του ζητήματος, έως αυτό το σημείο που βρισκόμαστε σήμερα:

Διασυνοριακό οδοιπορικό: Από τις Σέρρες στα Σκόπια, παρέα με τους «Λύκους της Νύκτας»

Κάθε ταξίδι γίνεται για να γνωρίσεις νέους τόπους και κατ’ επέκταση τους ντόπιους, όμως αυτό ξεκίνησε ανάποδα, γνωρίζοντας πρώτα τους ανθρώπους και μετά περάσαμε όλοι μαζί τα σύνορα. Ένα τριήμερο εντός, εκτός και επί τα αυτά, των συνόρων με την FYROM. Συναντηθήκαμε στις Σέρρες με τους «Λύκους της Νύκτας» και περάσαμε τα σύνορα, επιστρέφοντας μαζί τους…

Χρειάζεται πάντα μια αφορμή για να κάνεις κάτι που θέλεις. Είναι περίεργο που δεν φτάνει μόνο η επιθυμία και απαιτείται και η αφορμή, όμως αυτό είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση, και άλλωστε έτσι λειτουργούν οι περισσότεροι άνθρωποι. Τελικά για να επισκεφτώ τη FYROM χρειαζόμουν απλώς μια αφορμή, η επιθυμία πάντα υπήρχε. Είναι όμως που στο θέμα του ονόματος έχω μια ιδιαίτερη ευαισθησία, είναι που πάντα πίστευα ότι οι μεταξύ μας διαφορές είναι αγεφύρωτες και ποτέ δεν το επιχειρούσα. Δεν είναι σωστό τα γεωπολιτικά παιχνίδια τρίτων, και τα πολιτικά λάθη τα δικά μας, να μαυρίζουν στο μυαλό κάποιου μια ολόκληρη χώρα στο χάρτη, όμως για μένα έτσι είχε γίνει. Στην περίπτωσή μου όμως συνέβη πολύ απότομα, μέσα σε μία χαρακτηριστική στιγμή που μου έχει αποτυπωθεί και την θυμάμαι ξεκάθαρα: Βρισκόμουν ακόμα στην σχολή στις ΗΠΑ, κι ένας από τους καθηγητές που αγαπούσε την Ελλάδα, ξεκίνησε μια συζήτηση σχετικά με την Θεσσαλονίκη που του περιέγραφα πριν από λίγο με τόσο πάθος και αγάπη. Ήταν τόσο ζοφερή η περιγραφή που διέκοψε το μάθημα και ήθελε να μάθει περισσότερα και πρώτα απ’ όλα το που βρίσκεται. Του λέω λοιπόν ότι είναι στο βορρά στη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας, και στο πρόσωπό του σχηματίστηκε ένα τεράστιο ερωτηματικό λέγοντας μου μια φράση που την κουβαλώ και την θυμάμαι από τότε: "ναι αλλά αυτό δεν είναι στην Ελλάδα"!

Το θέμα της ονομασίας των Σκοπίων ήταν για εμένα μέχρι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, κάτι τόσο ξεκάθαρα λάθος που ήμουν σίγουρος ότι το έβλεπαν έτσι και οι υπόλοιποι. Ανακάλυψα όμως, κάπως απότομα, ότι δεν μπορούσα ποτέ ξανά να χρησιμοποιήσω τη λέξη Μακεδονία στις ΗΠΑ χωρίς να δώσω εξηγήσεις, κι αυτό μου έκανε τρομερή εντύπωση, ιδιαίτερα σε μία χώρα που φημίζεται για τις ελλιπείς γεωγραφικές γνώσεις του γενικού πληθυσμού. Την ίδια εποχή ένας φίλος που του έκλεψαν την μοτοσυκλέτα όσο έλειπε σε επαγγελματικό ταξίδι και έπρεπε να του το ανακοινώσουμε από το τηλέφωνο, μας εξηγούσε πόσο ανήμπορος ένιωθε εκεί μακριά, πόσο μάταιο ήταν να τρελαίνεται χωρίς να μπορεί να αντιδράσει. Ένιωθα το ίδιο κάθε φορά που μου ζητούσε κάποιος στις ΗΠΑ, να του εξηγήσω που είναι η Θεσσαλονίκη.

Φαντάζεστε να είστε από την Κρήτη, για παράδειγμα, να πάτε σε μια άλλη χώρα και να μη μπορείτε να εξηγήσετε στους ντόπιους πού βρίσκονται τα Χανιά χωρίς να σας περάσει για Άραβα; Ναι, μια τόσο ανόητη και βλακώδης εξήγηση. Τους έφερνα λοιπόν ένα αντίστοιχο παράδειγμα με τον Καναδά και το Ιλινόης. Αν ξαφνικά ο Καναδάς έσπαγε στη μέση και το ένα μισό αποφάσιζε να αλλάξει όνομα και να λέγεται Ιλινόης, εκδίδοντας μάλιστα χάρτες που έδειχναν όλο το Σικάγο μαζί με την υπόλοιπη πολιτεία ως ένα καινούριο διαφορετικό κράτος, πώς θα αντιδρούσαν; Οι περισσότεροι συμφωνούσαν λέγοντας πως θα έσκαγαν στα γέλια και θα γυρνούσαν το κεφάλι, και τότε τους απαντούσα ότι αυτό ακριβώς έκαναν και οι δικοί μας καταραμένοι υπουργοί εξωτερικών, και τώρα ο υπόλοιπος κόσμος πιστεύει ότι ένα μέρος αυτής της γελοιότητας είναι πραγματικότητα. Δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα από το να γνωρίζεις τους γείτονές σου, όμως ήταν αυτού του είδους οι εμπειρίες που με έκαναν να μην θέλω να περάσω ποτέ εκείνα τα σύνορα, τα κοντινότερα στην πόλη μου, πριν φύγω στις ΗΠΑ και βρεθώ να εξηγώ τα αυτονόητα…

 

Τα μαύρα γιλέκα

Η αφορμή δόθηκε με μια πρόσκληση, μια πρόσκληση με την ευγενικότερη των προθέσεων. Οργανώθηκε ένα ταξίδι, ή μάλλον μια βόλτα για τους βορειοελλαδίτες, μέρος τους έργου Cross – border wheels, το οποίο είναι ενταγμένο στο IPA Πρόγραμμα Διασυνοριακής Συνεργασίας "Ελλάδα - πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας 2007-2013". Η Ευρωπαϊκή Ένωση χρηματοδοτούσε τρόπους να αναπτυχθεί η φιλία μεταξύ των ανθρώπων εκατέρωθεν των συνόρων. Το ραντεβού είχε δοθεί στο αυτοκινητοδρόμιο των Σερρών όπου ανηφόριζα τις τελευταίες ηλιόλουστες μέρες, στις αρχές Νοεμβρίου, με ανάμεικτα συναισθήματα, έχοντας στο μυαλό μου όλα τα παραπάνω. Οι άνθρωποι μεταξύ μας δεν έχουμε λόγους να μην αναπτύξουμε την φιλία, είναι όμως πολλοί αυτοί που κερδίζουν από την διατήρηση της έντασης, κερδίζουν σε χρήμα δηλαδή, οπότε ίσως να ήταν προτιμότερο η Ευρωπαϊκή Ένωση να ξοδεύει τους πόρους της προσπαθώντας να βάλει μυαλό σε όσους ελέγχουν την εξουσία.

Έφτασα στις Σέρρες πριν από τους υπόλοιπους απολαμβάνοντας μια άδεια εθνική οδό στην οποία κυριαρχούσαν τα μυγάκια, ούτε νταλίκες, ούτε άλλες μοτοσυκλέτες, καθώς η κρίση ψαλιδίζει τα χιλιόμετρα. Την πίστα είχε κλείσει το Ferrari Club και πίνοντας τον απογευματινό καφέ, είχα και την πρώτη ευχάριστη έκπληξη. Ο πλοηγός, που καθοδηγεί την μεγάλη παρέα στην πίστα των Σερρών με αυτοκίνητο, ενημερώνει ότι θα φτάσουν σε 45 λεπτά, και η πρώτη μοτοσυκλέτα μπαίνει στο χώρο πίσω από τα νέα paddock σε 43, αφού ξεκινούσαμε με τέτοια ακρίβεια το οδοιπορικό δεν μπορούσε παρά να εξελιχθεί πολύ ευχάριστα.

Η πρώτη εντύπωση είναι θετική, οι γείτονες καταφθάνουν με πλήρη εξοπλισμό και ανάμεσά τους αρκετοί Έλληνες από το Κιλκίς, την Καβάλα αλλά και από τη Θεσσαλονίκη, ένας από αυτούς με το κράνος στο χέρι. Πάλι το κακό παράδειγμα εμείς το δίνουμε. Ακολουθεί μια γρήγορη ξεκούραση και προαιρετική βόλτα μέσα στην πίστα, μια που ο ήλιος μόλις είχε δύσει και το Ferrari Club την αποδέσμευσε. Η πλειοψηφία των Σκοπιανών έχουν cruiser, υπάρχουν αρκετοί με Goldwing, όπως και Έλληνες ο ένας από τους οποίους μάλιστα την έχει μετατρέψει σε trike! Μπαίνουν όλοι στην πίστα για τρεις γύρους και μια που έπεσε το σκοτάδι οι άνθρωποι της οργάνωσης δεν βλέπουν τους δύο Έλληνες που μπήκαν χωρίς κράνος: Εκείνος που έδωσε το κακό παράδειγμα, αντί να συνετιστεί, έπεισε έναν φίλο του να μην το βάλει ούτε εκείνος, ώστε να φαίνεται λίγο καλύτερος ο ίδιος..

«Δεν έχουμε καμία σχέση με τους Μακεδόνες, ούτε υπάρχει Μακεδονική γλώσσα. Μία μέρα πήγαν σχολείο τα παιδιά και μάθαιναν λέξεις που στο σπίτι τις έλεγαν διαφορετικά. Οι γονείς και οι παππούδες άκουγαν τα παιδιά στο δρόμο και έβγαζαν νόημα με την δεύτερη φορά. Τα πράγματα άλλαξαν από την μία ημέρα στην άλλη». 

Μένω εκτός και πιάνω κουβέντα με τον ιδιοκτήτη μιας λευκής Goldwing που έχει καινούρια πινακίδα με τα χαρακτηριστικά "ΜΚ", εξηγώντας του ότι είναι στο όριο των διεθνών κανονισμών και ότι μάλιστα εκκρεμεί και δικαστική απόφαση στο ανώτατο δικαστήριο των Σκοπίων καθώς ο κόσμος εκεί δεν θέλει πινακίδες στα λατινικά. Μου απαντά κυνικά ότι σε αυτόν δώσανε αυτή, και ότι όλα αυτά είναι πολιτικά θέματα με τα οποία δεν θέλει να εμπλέκεται. Είναι και αυτό μια άποψη.

Αφού έχουμε κεραστεί στη νέα -τότε- καφετέρια του αυτοκινητοδρομίου, γινόμαστε ένα μεγάλο γκρουπ και πηγαίνουμε προς το ξενοδοχείο Elpida Resort. Λίγα μέτρα πιο κάτω, περνώντας κάτω από τη μικρή γέφυρα των γραμμών του τρανού, ένας Σκοπιανός με Intruder μαρσάρει δίπλα μου για να κερδίσει σε μπάσο ήχο. Του λέω για να τον πειράξω ότι δεν ακούω τίποτα και πρέπει να το ξανά κάνει. Λίγο αργότερα, στο μπαρ του ξενοδοχείου θα συστηθούμε καλύτερα με τον Kosta και τον Kostantin, μέλη και οι δύο των "Night Wolves".

Έχει προηγηθεί ένα πλούσιο δείπνο και χαιρετισμός από το δήμαρχο, αλλά και ενημέρωση για την επόμενη μέρα, όμως θέλω να μάθω περισσότερα για τους γείτονες μοτοσυκλετιστές. Ο Kosta έχει δουλέψει για χρόνια στα καράβια, αποσύρθηκε και άνοιξε μπαρ στο κέντρο των Σκοπίων με την ευφάνταστη ονομασία "Van Goch", αλλά χωρίς να βάλει πίνακες του καλλιτέχνη, έχει όμως αφίσες, και το μαγαζί είναι σημείο συγκέντρωσης για τους μοτοσυκλετιστές. Φορούν και οι δύο δερμάτινα γιλέκα από τα οποία όμως έχουν αφαιρέσει τα διακριτικά από την πλάτη, καθώς στα σύνορα τους συμβούλεψαν να τα βγάλουν για να μην έχουν πρόβλημα με τη Χρυσή Αυγή. "Δεν μας ενοχλούν" τους είπαν, "για την ασφάλειά σας το κάνουμε". Δηλαδή οι υπάλληλοι στα σύνορα χρησιμοποίησαν την Χρυσή Αυγή ως δικαιολογία, εκεί έχουμε φτάσει.

Οι δύο νέοι φίλοι μου εξηγούν πως από μικρά παιδιά ερχόντουσαν στην Ελλάδα για διακοπές, και μάλιστα ο Kostantin νοικιάζει μόνιμα χώρο για τροχόσπιτο κάπου στον Πλαταμώνα όπου το επισκέπτεται με τα παιδιά του κάθε καλοκαίρι. Στην μόνη χώρα που μπορούν να κυκλοφορήσουν δίχως να αισθάνονται φόβο για την σωματική τους ακεραιότητα, είναι στην Ελλάδα και την προτιμούν με διαφορά για τις διακοπές τους, έναντι των υπόλοιπων γειτόνων. Ιδιαίτερα όταν ταξιδεύουν με μοτοσυκλέτα. Βόρεια είναι το Κόσοβο που ακόμα και ως μεγάλο γκρουπ είναι δύσκολο να διασχίσουν χωρίς μία βέβαιη επίθεση στις μοτοσυκλέτες. Μονάχα αν διασχίσουν την Αλβανία με ταχύ ρυθμό και φύγουν στο Μαυροβούνιο ή την Κροατία έχουν αντίστοιχη δόση ασφάλειας, πράγμα που αντιλαμβάνεται κανείς πως καθιστά την Ελλάδα μία ξεχωριστή για εκείνους περίπτωση. Μαθαίνω επίσης από πρώτο χέρι για την υπέρογκη φορολογία των καινούριων μοτοσυκλετών στη γειτονική χώρα, και το πόσο ακριβές είναι οι μοτοσυκλέτες της παρέας για τα δικά τους δεδομένα.

Ο Kostantin αναφέρεται στην προηγούμενη δουλειά του στα Ηνωμένα Έθνη και την προσπάθεια που γίνεται να προωθήσουν την ένταξη της χώρας τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μιλά άπταιστα αγγλικά και σε ένα από τα ταξίδια του έχει δουλέψει ως μεταφραστής για ένα Πολωνό, αφού η νέα γλώσσα που τους έφτιαξαν έχει κοινά στοιχεία και με τα Πολωνικά. Ναι το αναφέρει ξεκάθαρα, χωρίς υπαινιγμούς: «Μας έφτιαξαν γλώσσα σε μία μέρα Θάνο».. Είναι όλοι τους πλήρως συνειδητοποιημένοι για την πορεία που έχουν ακολουθήσει τα πράγματα τα τελευταία χρόνια: «Δεν έχουμε καμία σχέση με τους Μακεδόνες, ούτε υπάρχει Μακεδονική γλώσσα. Μία μέρα πήγαν σχολείο τα παιδιά και μάθαιναν λέξεις που στο σπίτι τις έλεγαν διαφορετικά. Οι γονείς και οι παππούδες άκουγαν τα παιδιά στο δρόμο και έβγαζαν νόημα με την δεύτερη φορά. Τα πράγματα άλλαξαν από την μία ημέρα στην άλλη». Ωστόσο αυτή η κουβέντα διακόπτεται καθώς δεν θέλουν να συνεχίσουν την κουβέντα μας στα μπαρ των Σερρών. Δεν νιώθουν άνετα να γυρνούν με τα δερμάτινα μέσα στην πόλη, παρόλο που κανείς δεν τους είπε τίποτα. Αντιθέτως η αμηχανία είναι δική τους, σαν να κάνουν κάτι λάθος, όπως λένε: "όμως στην Στρούμιτσα φίλε μου θα δεις, εκεί θα κάνουμε κανονικό πάρτι, θα νιώθουμε πιο άνετα". Κρατώ τις υποσχέσεις και η παρέα διαλύεται για να απολαύσει ο καθένας το δικό του ευρύχωρο δωμάτιο στο πολυτελές ξενοδοχείο των Σερρών.

Πράσινο παντού

Την επόμενη μέρα το πρωί ξεκινάμε μια πολύ λογική ώρα, καμιά βιασύνη από κανένα. Έχει έρθει και μια παρέα μοτοσυκλετιστών από τις Σέρρες που δίνει το καλό παράδειγμα, πλήρως εξοπλισμένοι και με άψογη συμπεριφορά στο δρόμο. Είμαστε πλέον 43 μοτοσυκλέτες στο σύνολο με ελληνικές και ξένες πινακίδες ανακατεμένες, βάζοντας στόχο την Κερκίνη όπου θα κάνουμε στάση για φαγητό. Το τοπίο είναι πανέμορφο, το πράσινο κυριαρχεί παντού και συναντάς κάθε λογής ζώα, από βουβάλια μέχρι εξωτικά πουλιά. Περνάμε από Μουριές και ανηφορίζουμε για τα σύνορα όπου ξεμπερδεύουμε αρκετά γρήγορα για τον όγκο της παρέας. Σε εμένα που είχα τη Long Term μοτοσυκλέτα του περιοδικού δεν κοίταξαν ούτε την άδεια του ιδιοκτήτη για να την βγάλω από τη χώρα, ούτε πράσινα κάρτα, τίποτα. Κοίταξαν διαβατήριο, είδαν την πινακίδα και πέρασα, έτσι απλά. Ακολουθεί μια σύντομη διαδρομή από την άλλη πλευρά της λίμνης Δοϊράνης, βάζουμε και βενζίνη με 1,38 Ευρώ, μιλώντας στον υπάλληλο στα Ελληνικά αφού η πελατεία του είναι ως επί το πλείστον ελληνική.

Ο δρόμος είναι όπως αυτός που αφήσαμε πίσω μας, γεμάτος με σαμαράκια και λακκούβες, όμως κατηφορίζοντας το βουνό για να φτάσουμε στο κάμπο της Στρουμίτσα η χάραξη αλλάζει και η πρόσφυση αναβαθμίζεται, το ίδιο και τα σπίτια, είναι πολύ πιο περιποιημένα. Επί Γιουγκοσλαβίας η πόλη αυτή είχε έντονο ελληνικό στοιχείο από το οποίο ελάχιστα ψήγματα παραμένουν…

Έπρεπε ως ορθόδοξοι να συσπειρωθούμε και να πούμε πως είμαστε κάτι το διαφορετικό γιατί αλλιώς θα σβήναμε από τον χάρτη.

Το ξενοδοχείο που θα καταλήξουμε βρίσκεται λίγο πιο έξω από την πόλη και έχει φρουρό στο πάρκινγκ, δίνοντας μία μεγάλη ανακούφιση. Αφήνουμε τα πράγματα και πηγαίνουμε κατευθείαν για το κέντρο της πόλης, όπου όλους τους Έλληνες περιμένει μια μεγάλη έκπληξη. Μόλις πριν από δύο χρόνια έχουν κατασκευάσει στην Στρουμίτσα μια τεράστια ανοικτή πλατεία σε Σοβιετικά πρότυπα χώρου, τοποθετώντας ένα άγαλμα ενός Βούλγαρου ήρωα που οικειοποιήθηκαν κατά την πάγια τακτική που ακολουθούν. «Δανείζονται» δηλαδή τα ιστορικά στοιχεία των γειτόνων τους, κατασκευάζοντας τον δικό τους μύθο. Για να γίνει η πλατεία υπογειοποίησαν τον κεντρικό τους δρόμο και έφτιαξαν και υπόγειο πάρκινγκ. Με λίγα λόγια ξεπέρασαν μία μεγάλη πλειοψηφία από τους δικούς μας δήμους και απέδειξαν ότι δεν χρειάζεσαι πολλά λεφτά για να κάνεις ένα τέτοιο έργο, φτάνει βέβαια να μην τα τρως σε μεζονέτες, ερωμένες ή εκδιδόμενες και άλλα τέτοια παραδείγματα που με ανοικτό το στόμα σχολιάζουν οι Έλληνες έχοντας σχηματίσει μικρές ξεχωριστές παρέες, με κοινό όμως θέμα συζήτησης: Συγκρίνοντας τα χάλια μας. Επιστρέφουμε στο ξενοδοχείο για το δείπνο και βρίσκουμε το πάρκινγκ γεμάτο καθώς πραγματοποιείται ένας γάμος στο εστιατόριο όπου όλοι χορεύουν σέρβικα τραγούδια που έχουν μεταφραστεί από τα ελληνικά κρατώντας την μουσική, είναι ένα κανονικό μπουζουκσίδικο με μόνη διαφορά την γλώσσα που ακούγεται!

Στο διπλανό εστιατόριο θα γίνει κατάληψη από την παρέα μας, Έλληνες και Σκοπιανοί μοτοσυκλετιστές στήνουν ένα διαφορετικό γλέντι. Πρωτοστατεί η μπάντα των Agusevi, μια ξακουστή μπάντα που η φήμη της έχει φτάσει και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ενώ είναι ιδιαίτερα αγαπητή στους Σερραίους της παρέας που τις δίνουν συνέχεια παραγγελιές. Είναι πασίγνωστοι και στις δύο πλευρές των συνόρων και ξεσηκώνουν εξίσου τον κόσμο με τα «χάλκινα». Γίνεται χαμός, βγαίνουν κιθάρες, και τα τραπέζια ενώνονται σε μια μεγάλη παρέα. Μέσα σε αυτό το χαμό προσπαθώ να μιλήσω με τον Λένιν, τον αρχηγό των "Night Wolves", και –πιο σημαντικό- πρόεδρο της εκεί ομοσπονδίας μοτοσυκλέτας. Είναι περήφανος για το club του και μου εξηγεί τους δεσμούς που υπάρχουν με τη Ρωσία, εκεί δηλαδή απ’ όπου ξεκίνησαν οι "Λύκοι της Νύχτας", με την δική του ομάδα/οργάνωση/ομοσπονδία να αποτελεί παρακλάδι. Εξιστορεί πως έχει υπάρξει μοτοσυκλετιστής συνοδείας του Πούτιν, και πηγαίνει τέσσερις φορές το χρόνο για να ενισχύσει τους δεσμούς με την κεντρική οργάνωση των "Night Wolves". Αφού επισημαίνουμε τις διαφορές που υπάρχουν στην μοτοσυκλετιστική παιδεία μεταξύ μας, -ευτυχώς όπως του λέω χαρακτηριστικά- και τον τελείως διαφορετικό τρόπο που λειτουργούν οι λέσχες, -επίσης ευτυχώς- αναπόφευκτα η συζήτηση πηγαίνει και στην πολιτική.

Ο Λένιν, όπως και οι υπόλοιποι, θέλει να μάθει αν είναι πρόσκαιρη η άνοδος της Χρυσής Αυγής (δεν θα ήταν τελικά) και έχει μια ενδιαφέρουσα άποψη για την Ιστορία. Η Ιστορία πρέπει να είναι κοινή για όλη την ανθρωπότητα, στον ίδιο πλανήτη ζούμε, λέει χαρακτηριστικά. Αν ο Μέγας Αλέξανδρος είναι Έλληνας γιατί να μην είναι και Σκοπιανός; Αυτό πυροδοτεί μία συζήτηση που καταλήγει σε μία εκπληκτική παραδοχή από τον ίδιο: «Κοίτα για εμάς είναι πολύ σημαντικό να είμαστε κάτι άλλο από Βούλγαροι γιατί δεχτήκαμε τεράστιους διωγμούς. Έπρεπε ως ορθόδοξοι να συσπειρωθούμε και να πούμε πως είμαστε κάτι το διαφορετικό γιατί αλλιώς θα σβήναμε από τον χάρτη. Ήταν θέμα επιβίωσης, κανείς δεν πιστεύει ότι είμαστε απόγονοι του Μ. Αλεξάνδρου. Οι νέες γενιές, ναι μπορεί πλέον να το πιστεύουν, αλλά το θέμα ξεκίνησε για να διαφοροποιηθούμε από την Βουλγαρία, μετά την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας. Είχαν προσπαθήσει για χρόνια, να προσαρτήσουν την περιοχή». Μάλιστα, αλλά αν ήταν πράγματι έτσι θα μπορούσατε να έχετε οικειοποιηθεί τον "Τζένκις Χαν" ή τον "Μέγα Καθιστό Ταύρο" τον Ινδιάνο μάγο στο Τέξας, και όχι τον Μέγα Αλέξανδρο! Σύμφωνοι, είναι η απάντηση, αλλά οτιδήποτε άλλο ήταν καταδικασμένο να αποτύχει… Ο Λένιν έχει την στερεοτυπική εμφάνιση ενός ανθρώπου που δεν θα έκανες ποτέ μία τέτοια συζήτηση, κι όμως από εκείνον ακούγεται κάθε αλήθεια με τους υπόλοιπους να ζητούν «άδεια» από τον «αρχηγό» όταν θέλουν να συμπληρώσουν κάτι. Ελάχιστα χιλιόμετρα έξω από την πρωτεύουσά μας, μου λέει χαρακτηριστικά ο Kostantin, είναι ένα σημείο της χώρας που πρακτικά δεν είμαι ελεύθερος να πάω, μπορεί να πυροβολήσουν οι Αλβανοί και σίγουρα όχι με μοτοσυκλέτα μου λέει, θα μου την πάρουν με εμένα επάνω… Με την αποχώρηση των Agusevi οι συζητήσεις ξανά σταματούν και η παρέα συγκεντρώνεται για μια νέα εξόρμηση στην πόλη.

από την Ελληνική πλευρά, οι Έλληνες είχαν τελείως διαφορετικές μεταξύ τους μοτοσυκλέτες. Άλλο ένα στοιχείο που μας διαφοροποιεί από τους γείτονες...

Οι νέοι είναι ίδιοι παντού

Όλες οι προσδοκίες που είχαν δημιουργήσει το προηγούμενο βράδυ με τις περιγραφές τους οι Σκοπιανοί, βγαίνουν πέρα για πέρα αληθινές. Η τεράστια πλατεία έχει γεμίσει από νεαρό κόσμο με μια τεράστια αναλογία υπέρ των γυναικών που γυρνούν όλες με κοντές φούστες. Κάνει απίστευτο κρύο και ολόκληρη η πόλη καλύπτεται από ένα πυκνό σύννεφο κάπνας καθώς τα σπίτια ζεσταίνονται καίγοντας πέλετ και ξύλα αποκλειστικά. Τα μάτια μου τσούζουν από τον καπνό και από τα εκατοντάδες ζευγάρια πόδια που βλέπω εκτεθειμένα. Πηγαίνουμε από το ένα μπαρ στο άλλο και καταλήγουμε στο μεγαλύτερο της περιοχής, τέσσερις όροφοι γεμάτοι νεαρό κόσμο στην πλειοψηφία γυναίκες, και μάλιστα ο αέρας μέσα είναι πιο καθαρός απ’ ότι έξω! Γιατί μέσα δεν καπνίζει κανείς, εκτός από τον χώρο που έχει φτιαχτεί ειδικά για αυτό το σκοπό. Τα ποτά είναι καθαρά και κοστίζουν περίπου δύο Ευρώ, ενώ παρόλο που οι Έλληνες ξεχωρίζουμε, εισπράττουμε μονάχα νεύματα.

Οι "Λύκοι της Νύκτας" μας πήγαν στο Ελληνικό μοναστήρι για να δείξουν τα κοινά στοιχεία των δύο λαών...

Το επόμενο πρωί, το ίδιο χαλαρά όπως και την προηγούμενη μέρα, ξεκινάμε για το ορθόδοξο μοναστήρι Veljusa, περνώντας μέσα από χωριά με τακτοποιημένα χωράφια και καινούρια όμορφα σπίτια δίπλα στα άθλια παλιότερα. Πρόκειται για την ελληνική μονή της «Παναγίας Ελεούσας» και ο λόγος που μας πηγαίνουν εκεί οι Σκοπιανοί, αντί για την καταπράσινη ύπαιθρο, είναι για να τονίσουν πως υπάρχουν κοινά στοιχεία. Τα κάρα με τα άλογα βρίσκονται παντού, όπως και οι χωματόδρομοι, όμως είναι πασιφανές ότι η πρόοδος εκεί κυλά αρκετά γρήγορα. Μια σύντομη γνωριμία με τον κόσμο που κατοικεί γύρω από το μοναστήρι και η παρέα μας διαλύεται δίνοντας ευχές για ασφαλή επιστροφή.

Έχω επιλέξει να συνεχίσω παραμένοντας στην μικρή γειτονική χώρα, συνεχίζοντας για Γευγελή, πριν πάρω την Ε.Ο. για Αθήνα, και σε ένα σταυροδρόμι δίχως σήμανση με προλαβαίνει μια από τις Goldwing των Σκοπιανών, όπου με σπαστά Ελληνικά με προσκαλεί να συνεχίσουμε μαζί. Σε λιγότερο από μία ώρα έχουμε κιόλας παραγγείλει καφέ στο αγαπημένο του καφενείο, δεν φταίει που πηγαίναμε γρήγορα σε όλη τη διαδρομή με την Goldwing να πλαγιάζει όπως το CBR, αλλά οι αποστάσεις είναι μικρές στα Σκόπια. Ο φραπές στην γείτονα χώρα είναι σα γάλα κακάο, σαν να μην έχει νερό, και για αυτό ο νέος φίλος μου επιμένει να το γυρίσουμε σε μπύρα. Αλλά με την επιστροφή για μένα μόλις να έχει ξεκινήσει, κάτι τέτοιο είναι αδιανόητο, και με πολλές προσπάθειες τον πείθω. Οι πινακίδες για Αθήνα άλλωστε ξεκινούν μέσα από το Γευγελή...