Vincent Black Lightning S

Η μοτοσυκλέτα της "επιστροφής"
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

18/8/2017

Διχασμένη προσωπικότητα

Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μια εταιρεία που την έλεγαν Vincent και έφτιαχνε τα πιο γρήγορα και κακά μηχανάκια της εποχής, κάποτε όμως έκλεισε και με τον καιρό όλα τα Vincent εξαφανίστηκαν από τους δρόμους. Ώσπου, μια μέρα, εμφανίστηκε κάποιος που τον αποκαλούσαν Μεσσία, το όνομα του ήταν Li, Bernard Li, και επί δέκα ολόκληρα χρόνια κόπιασε με τους συνεργάτες του για να φτιάξουν τέσσερα ολοκαίνουργια, γυαλιστερά Vincent

Πριν από σχεδόν τρίαντα χρόνια η Triumph επέστρεψε στο Meriden, πολύ κοντά στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε, χάρη στα εκατομμύρια του John Bloor. Στη συνέχεια ακολούθησε η Norton, τώρα στα πρόθυρα πλήρους αναβίωσης στο Oregon του Portland στην Αμερική, 8.000 μίλια μακριά από το Birmingham όπου δημιουργήθηκε. Τουλάχιστον, κράτησαν την ίδια αρχιτεκτονική στους αερόψυκτους δικύλινδρους εν σειρά κινητήρες. Σειρά έχει η Vincent, η τελευταία από το τρίο των αναγεννημένων βρετανικών βιομηχανιών, εφόσον ο Li συνεχίσει την προσπάθειά του. Όπως η Norton, έτσι και η Vincent είναι έτοιμη να περάσει στη απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, στην πόλη της μοτοσυκλέτας, το Detroit.

4 x Vincent

Για την αναβίωση της Vincent, ο Li μιμήθηκε την ιταλική Mondial, εξελίσσοντας μια σειρά από τέσσερα διαφορετικά μοντέλα, όλα βασισμένα στον V2 κινητήρα της Honda από το SP1, στα οποία θα επικεντρωθούν αρχικά οι πωλήσεις. Κατάφερε να πείσει την ιαπωνική εταιρεία με την περιβόητη λιγομίλητη διοίκηση να του πουλήσει τους κινητήρες της, το οποίο από μόνο του αποτελεί μεγάλη επιτυχία για τον ίδιο. Το γεγονός όμως ότι είχε τέσσερις διαφορετικά ολοκληρωμένες μοτοσυκλέτες να εξελίσσονται, κατασκευασμένες στο Detroit από τους ειδικούς του R&D τμήματος της Rough Engineering, υπογραμμίζει την οικονομική δέσμευση του Li για το project – όπως και τα μεγάλα κεφάλαια που θα πρέπει να διαθέτει συνεχώς.

Αυτά τα τέσσερα διαφορετικά πρωτότυπα της Vincent είναι συνήθως αραγμένα στο γκαράζ του Barney Li, και το Black Lightning S, ντυμένο με ανθρακόνημα, αποτελεί τη ναυαρχίδα τους. Στην άλλη άκρη βρίσκονται το γυμνό Black Shadow, με ακτινωτές ζάντες, και το Black Lightning, ST με εξοπλισμό ταξιδιού και μπαγκαζιέρα. Θα έπρεπε να ονομαστεί Black Prince, αλλά δεν έχω άδεια για τη χρήση αυτού του ονόματος προς το παρόν, ανέφερε συλλογισμένα ο Barney. To τελευταίο από τα τέσσερα μοντέλα είναι το πιο αμφισβητούμενο, αλλά πιθανότατα θα αποτελέσει και το πιο προσοδοφόρο για τους Αμερικάνους αντιπροσώπους της Vincent: το cruiser Black Eagle ουσιαστικά αποτελεί την αμερικάνικη προσέγγιση στο πώς θα ήταν μια Harley-Davidson εάν είχε ζητηθεί από τον Philip Vincent να κατασκευάσει μία…

Και οι τέσσερις μοτοσυκλέτες μοιράζονται το ίδιο, πανέμορφα συγκολλημένο, αλουμινένιο πλαίσιο, με σωληνωτές βάσεις κινητήρα, σχεδιασμένο στο New Mexico από τον Αμερικανό James Parker, ο οποίος σχεδίασε όλα τα μοντέλα αφότου ανέλαβε ο Li. Ο Barney δεν μας επέτρεψε να φωτογραφίσουμε τα υπόλοιπα Vincent όταν τον επισκεφτήκαμε στο San Diego, και δικαιολογημένα, αφού ήθελε να καθυστερήσει την εμφάνισή τους ώσπου να μπουν στην παραγωγή. Και στα τέσσερα έχει δοθεί έμφαση στη λεπτομέρεια, με αποτέλεσμα κανένα να μη μοιάζει με τα υπόλοιπα. Οπωσδήποτε φέρουν όλα εμφανή τη σφραγίδα των Vincent, αφού και ο οκταβάλβιδος V2 90ο κινητήρας της Honda με τα δύο πλαϊνά ψυγεία δεν έχει μεγάλη διαφορά εμφανισιακά από του μεγαλοφυούς αερόψυκτου V2 500 που είχε σχεδιάσει ο ίδιος ο Vincent πριν από μισό αιώνα.

Ουτοπική απόδοση

Αντιλαμβάνομαι καλύτερα πια, ως πρώην ιδιοκτήτης ενός Vincent, ότι όλα άρχισαν να βελτιώνονται την ημέρα που το πούλησα, τη μοναδική φορά που κατάφερα να το βάλω μπρος με την πρώτη μανιβελιά, όταν ο τύπος που θα το αγόραζε ήρθε να το ελέγξει. Αλληλούια!!! Το V2 Rapid, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, ήταν πραγματικά γρήγορο, αλλά ήταν επίσης και ιδιότροπο, λόγω της περίεργης λειτουργίας των Girdraulic Vincent πιρουνιών και του αμορτισέρ, ο σχεδιασμός των οποίων ωστόσο δεν ήταν στην πραγματικότητα διαφορετικός από των σημερινών Fior, SaxTrak, Hossak και BMW Telelever, που απλώς αποτελούν μια σύγχρονη, σωστά κατασκευασμένη εκδοχή εκείνων. Το δικό μου Vincent όμως συνέχιζε να προβάλλει προκλητικά την πίστη του στην παράδοση επιδεικνύοντας μια απόδοση ανάλογη με της οικογένειας των V2 που έβγαζε το εργοστάσιο του Stevenage τω καιρώ εκείνω.

Καβαλώντας το Black Lighting S που παρουσιάστηκε από τον Barney Li και πιέζοντας το μπουτόν της μίζας, γίνεται σαφές πόσο διαφορετική είναι η σύγχρονη Vinnie. Σε αντίθεση με την αυθεντική σκυφτή θέση οδήγησης, το σύγχρονο μοντέλο έχει ωραία αίσθηση, όρθια θέση οδήγησης και μαρσπιέ τοποθετημένα χαμηλά και μπροστά – και αυτό στη σπορ έκδοση, όπου επιλέχθηκε μονόσελο από superbike (μολονότι το κάλυμμα της ουράς μπορεί να αφαιρεθεί). Ο Li εξηγεί ότι η συγκεκριμένη επιλογή, όπως και αυτή της γεωμετρίας του πλαισίου, είχε σκοπό να ελκύσει ανθρώπους της ηλικίας του. Ήθελα κάτι άνετο, να έχεις την αίσθηση ότι κάθεσαι σε κάτι συμπαγές, να είναι σαφές στους χειρισμούς του και να μην είναι υπερβολικά γρήγορο, ανέφερε. Με συμπεριφορά sportbike αλλά αίσθηση cruiser, η μοτοσυκλέτα αυτή έχει πραγματικά διχασμένη προσωπικότητα.

Μακρύ Όχημα

Αυτό είναι αποτέλεσμα του μεγάλου μεταξονίου, 1.588mm, ανάλογο με του Ducati 750SS Imola, που ήταν εκπληκτικά σταθερό. Το Black Lighting S είναι εξίσου σταθερό, μεταφέροντάς σου αίσθηση ασφάλειας στις μεγάλες ταχύτητες, ενώ και στην πόλη, όπου οι ανωμαλίες είναι πολλές, μένει ανεπηρέαστο χάρη στο χαμηλό κέντρο βάρους και τη σωστή λειτουργία της ανάρτησής του. Αν παρασυρθείς λίγο παραπάνω και αρχίσεις να κινείσαι γρήγορα, θα πρέπει να είσαι προσεκτικός στις μεγάλες κλίσεις, όπου η απόσταση από το έδαφος γίνεται οριακή, με αποτέλεσμα να ξύνουν εύκολα στην άσφαλτο τόσο τα μαρσπιέ όσο και οι εξατμίσεις στη δεξιά του πλευρά. Το Black Lightning S είναι, πραγματικά, περισσότερο sport cruiser παρά sportbike.

Η σταθερότητα επιτυγχάνεται με τις απείρως καλύτερες σε σχέση με των γνήσιων Vincent αναρτήσεις του, με τα 43mm καλάμια της Showa και το Fox Twin αμορτισέρ να ελέγχει την λειτουργία του ψαλιδιού. Εδώ αναρωτήθηκα, γιατί άραγε ο Parker δεν χρησιμοποίησε μπροστινό σύστημα ανάρτησης τύπου Telelever, συμπληρώνοντας με αυτόν τον τρόπο την αναφορά στο παρελθόν;

Με γωνία κάστερ 25ο και ίχνος 97mm, η γεωμετρία της μοτοσυκλέτας είναι λίγο συντηρητική, παρόλο που οι αναρτήσεις επιδεικνύουν σαφή λειτουργία, με την πίσω ειδικά να προσφέρει εξαιρετική πρόσφυση στις στροφές πίσω από τους λόφους του San Diego, λόγω του 190/50-17 πίσω ελαστικού D207 της Dunlop, τοποθετημένου σε αλουμινένια ζάντα 5,5 ιντσών. Επιπλέον, το μακρύ μεταξόνιο προσφέρει έντονη αίσθηση ασφάλειας στις μεγάλες ταχύτητες, με αντίτιμο την πιο αργή γεωμετρία – παρά τον πολύ καλό μοχλό του μεγάλου τιμονιού. Δεν έχει σπορ αίσθηση, παρότι είναι μακρύ, χαμηλό και με αρκετά μικρό βάρος, 185 κιλά στεγνό σύμφωνα με τον Barney Li. Το Vincent είναι πραγματικά γρήγορο, 270+ χ.α.ώ. τελική λέει ο Bernard ότι πιάνει, και, παρότι αρκετά ευέλικτο στις χαμηλές ταχύτητες, αποδεικνύεται πολύ σταθερό στις υψηλές. Επίσης, φρενάρει πολύ καλά χάρη στο αποτελεσματικό και προοδευτικό σύστημα πέδησης της Brembo, με δαγκάνες τεσσάρων εμβόλων και δισκόπλακες 320mm.

Έχει ωραία αίσθηση, όρθια θέση οδήγησης και μαρσπιέ τοποθετημένα χαμηλά και μπροστά

Αποφασισμένος να πετάξεις

Το αλουμινένιο πλαίσιο είναι βαμμένο σε Vincent Black, με την εισαγωγή και το φίλτρο μπροστά από τον λαιμό του τιμονιού. Το πλαστικό ρεζερβουάρ των 19 λίτρων είναι τοποθετημένο κάτω και ελαφρώς πίσω από τη σέλα, δικαιολογώντας εν μέρει το μακρύ μεταξόνιο – αυτό που δείχνει σαν ρεζερβουάρ, στην πραγματικότητα είναι κάλυμμα για το φιλτροκούτι από άριστα κατεργασμένο ανθρακόνημα. Εξίσου παραπλανητικό είναι το μεγάλο στρογγυλό φανάρι που περιλαμβάνει έναν συνδυασμό τεσσάρων λαμπτήρων αλογόνου με εξαιρετικό φωτισμό.

Λιγότερο πιστά στην παράδοση είναι τα δύο τελικά των εξατμίσεων σε σχήμα χωνιού στη δεξιά πλευρά – τα Vincent είχαν πάντοτε ίσια τελικά στο αγωνιστικά ή 2-σε-1 στα δρόμου. Δείχνουν όμορφα και ακούγονται πολύ έντονα, ειδικά στις υψηλές στροφές, παρότι η PGM–F1 ECU δεν έχει ακόμα επαναπρογραμματιστεί για τις πιο ελεύθερες εξατμίσεις. Το μικρό βάρος του Vincent εξασφαλίζει συνεχόμενα πολύ καλή επιτάχυνση μέχρι τα 210+χλμ/ώρα, σε βαθμό να νιώθεις ευτυχής που το μεταξόνιο του είναι τόσο μακρύ και η κατανομή βάρους είναι 51-49%, συμβάλλοντας έτσι στη διατήρηση του εμπρός τροχού στο έδαφος. Το Black Lightning είναι εύκολο στην οδήγηση χάρη στο χαμηλό κέντρο βάρους, την προοδευτική λειτουργία του συμπλέκτη και τη μακριά πρώτη του, αλλά συνολικά έχει κοντύτερη κλιμάκωση σε σχέση με το SP-1. Ο κόφτης επεμβαίνει στις 8.000 σ.α.λ., παρά το γεγονός ότι και χωρίς αυτόν ο κινητήρας μπορεί να συνεχίσει μέχρι τη μεγάλη κόκκινη γραμμή των 10.000.

Ειλικρινά, είναι ανεξήγητο το ότι η Honda δεν κατασκεύασε ένα μηχανάκι όπως αυτό, έτσι ώστε να ανταγωνιστεί τη Ducati τόσο στις πωλήσεις όσο και στους αγώνες, όπως έκανε με τα superbikes της. Όμως ο Barney Li το έφτιαξε για τον εαυτό του. Η μικρή του ζελατίνα καλύπτει καλύτερα απ’ όσο περίμενα, διώχνοντας τον αέρα πάνω από το κράνος, σίγουρα όμως δεν μπορείς να το “τελικιάσεις” σε όρθια θέση, εκτός αν είσαι αποφασισμένος να πετάξεις: σε αυτή την περίπτωση, απλώς κρατήσου σφιχτά και σκέψου την Αγγλία…

 

Ε, αφού έχει μίζα…

Παρά το γεγονός ότι δεν έχει τίποτα από Βρετανία, οφείλω να παραδεχτώ την αναβίωση των Vincent. Στην πραγματικότητα τα νέα δεν έχουν και μεγάλη σχέση με αυτά του εργοστασίου του Stevenage, πέρα από το όνομα στο κάλυμμα από το φιλτροκούτι και τον πραγματικά πετυχημένο σχεδιασμό. Έχω ένα προαίσθημα ότι θα εκτιμήσω περισσότερο την πιο συγκεκριμένη οδηγική συμπεριφορά του sport-tourer Lightning ST από τη διχασμένη προσωπικότητα του αδερφού “S”, γιατί η σχεδίαση του πλαισίου θα του ταιριάζει καλύτερα, όμως και αυτό θα εξακολουθεί να φέρει τον δημοφιλή κινητήρα της Honda, ή ακόμα και το cruiser Black Eagle, όπου το μακρύ μεταξόνιο θα είναι προτέρημα…

Αγνοώντας τις απόψεις που εκφράστηκαν από μια μερίδα του ειδικού Τύπου, ο Bernard Li δημιούργησε εντυπώσεις, όχι όμως ως καιροσκόπος επιχειρηματίας που ψάχνει να βρει την ευκαιρία, αλλά ως πραγματικός θαυμαστής της μοτοσυκλετιστικής ιστορίας, πού είναι έτοιμος να διαθέσει ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας που δημιούργησε δουλεύοντας μια ζωή ώστε να αναβιώσει ένα εκ των ενδοξότερων ονομάτων της βρετανικής κληρονομιάς, αχρησιμοποίητο τα τελευταία 49 χρόνια. Αντιμετωπίστε το πιο σωστά: σκεφτείτε ότι τα Husqvarna τα τελευταία 15 χρόνια φτιάχνονται στην Ιταλία, ή ότι τα Royal Enfield φτιάχνονται στη Ινδία, τα δε Husaberg στην Αυστρία – επομένως δεν έγινε και τίποτα αν τα Vincent κατασκευάζονται στο Detroit… Ο κόσμος είναι πολύ μικρότερος στις μέρες μας απ’ ό,τι ήταν πριν πενήντα χρόνια, όταν σταμάτησε η παραγωγή των Vincent. Αν ο Bernard Li είναι διατεθειμένος να διαθέσει τα χρήματα του, τότε του εύχομαι καλή τύχη. Ειδικά εφόσον αυτά διαθέτουν μίζα…

 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ BERNARD LI

 

Επιδιώκοντας την τελειότητα

Η περίπτωση του Bernard Li αποτελεί ζωντανό παράδειγμα του αμερικάνικου ονείρου, μιας και από φτωχός φοιτητής έφτασε να γίνει ιδρυτής της εταιρείας Eagle One, την οποία στη συνέχεια πούλησε για πολλά εκατομμύρια δολάρια στη Valvoline

Γεννήθηκε στο Chenzing της Κίνας, στα τέλη της κομουνιστικής επανάστασης του Μάο, και πήγε στην Αμερική με τους γονείς του όταν ήταν μόλις έξι μηνών. Το ενδιαφέρον του για τις μοτοσυκλέτες ξεκίνησε αφού η οικογένεια του μετακόμισε στα προάστια του Maryland, όταν ένας φίλος του από το σχολείο τού έμαθε να οδηγάει ένα BSA Spitfire. Μαγεμένος από την εμπειρία, έκανε οικονομία για να αγοράσει ένα κακομεταχειρισμένο αλλά γρήγορο Honda Scrambler 305cc, για το οποίο ξόδεψε αμέτρητο χρόνο επισκευάζοντας και γυαλίζοντάς το, ώσπου έγινε αγνώριστο σε σχέση με το πώς ήταν.

Καθόμουν για ώρες κάτω από ένα δέντρο γυαλίζοντας τον κινητήρα, με ειδική αλοιφή για τις βαλβίδες και πολύ σκληρή δουλειά, μέχρι να γίνει όμορφο, αναφέρει ο Li. Αυτή ήταν η αρχή της επαγγελματικής μου σταδιοδρομίας που τελικά κατέληξε στην Eagle One. Ήθελα να δείχνουν όλα όμορφα, και το να παρέχω τα σωστά προϊόντα γι’ αυτό αποδείχτηκε μια ιδιαίτερα ικανοποιητική επιχείρηση. Ύστερα από 27 μηχανάκια –συμπεριλαμβανομένου και ενός Norton Commando, το οποίο ήταν και ο λόγος που ο Barney ξεκίνησε να θαυμάζει την ένδοξη ιστορία των βρετανικών μοτοσυκλετών–, ο Li εύχεται να έχει καταφέρει ακριβώς αυτό με τα πρωτότυπα αναγεννημένα Vincent.

Στο μεταξύ, αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο που σπούδαζε ιστορία και μετακόμισε στην Καλιφόρνια το 1969, με μόνα περιουσιακά στοιχεία ένα CB450 Honda και 700 δολάρια.
Ξεκινήσαμε την Eagle One το 1978, με τρεις… κτηνίατρους ως χρηματοδότες, στους οποίους εργαζόταν η γυναίκα μου, και καταφέραμε να βγάλουμε λεφτά από την πρώτη ημέρα. Δεν φοβηθήκαμε να επενδύσουμε πολύ χρόνο σε πειράματα ώστε να βεβαιωθούμε ότι όλα τα προϊόντα ήταν καλά, και αποζημιωθήκαμε γι’ αυτό, διότι εξελίχθηκαν σε σημείο να θεωρηθούν ως η καλύτερη σειρά προϊόντων περιποίησης αυτοκινήτου στον κόσμο. Επίσης, στη συνέχεια εξέλιξα μια σειρά προϊόντων περιποίησης μοτοσυκλετών, ώστε να εμπλακώ ξανά με τη μοτοβιομηχανία. Είκοσι χρόνια μετά, την πούλησα στη Valvoline – και αυτό μου επέτρεψε να ασχοληθώ πάλι με την πρώτη μου αγάπη, τη μοτοσυκλέτα.

Ο Li εξακολούθησε να οδηγεί μηχανάκια τα χρόνια που ήταν στην Eagle One, καλύπτοντας συνολικά 10-15.000 μίλια στα ταξίδια του στην Αμερική και αργότερα στην Ευρώπη με μια σειρά από τουριστικά μοντέλα, συνήθως BMW K1200RS, Harley-Davidson Road King και Yamaha FJR1300, τα οποία βρίσκονται σήμερα στο γκαράζ του μαζί με τα τέσσερα πρωτότυπα Vincent. Στις αρχές τις δεκαετίας του ’90 σκεφτόμασταν τί μοτοσυκλέτα να αγοράσουμε, και ψάχναμε, ώσπου καταλήξαμε στην αγορά του πρώτου μας Harley-Davidson, ανέφερε ο Li. Θυμάμαι που ένας φίλος μου έλεγε, ‘Ξέρεις, δεν είναι ότι θέλουμε να αγοράσουμε μια Harley για την ιστορία που κουβαλάει – είναι το κοντινότερο σε αυτό που θέλουμε. Και αυτό που πραγματικά θέλουμε είναι ένα Vincent Black Shadow με καλά φρένα!’. Και είχε απόλυτο δίκαιο – αυτό που θέλαμε εμείς, αλλά και άλλοι αναβάτες σαν και εμάς, ήταν κάτι με μεγάλη κληρονομιά και παραδοσιακό σπορ χαρακτήρα, αλλά με σύγχρονη απόδοση. Τελικά αποχώρησα από την Eagle One, έχοντας τις βάσεις για να διευθύνω σωστά την κατασκευή μιας τέτοιας μοτοσυκλέτας – η οποία και πραγματοποιήθηκε!

Vincent, όπως Aston Martin

Εντάξει, αλλά γιατί συγκεκριμένα τη Vincent; Ήταν απλά η καλύτερη από τις παλιές μοτοσυκλέτες. Η γενιά μου ήταν αυτή που πρώτη αγόρασε ιαπωνικές μοτοσυκλέτες – είχα όμως και φίλους που οδηγούσαν Triumph και Harley Sportster. Υπήρχε έντονη αντιπαράθεση για το ποιος έχει το πιο γρήγορο, θυμάμαι όλες αυτές τις συζητήσεις που πάντοτε τελείωναν με το να λέει κάποιος ‘Οι μοτοσυκλέτες μας είναι όλες για πέταμα, το πιο γρήγορο δίτροχο είναι το Vincent Black Shadow’. Και είχαν δίκαιο, αλλά για να είμαι ειλικρινής πέρασαν πραγματικά πολλά χρόνια μέχρι να δω κάποιο – καλύπτονταν από ένα πέπλο μυστηρίου, ότι ήταν οι πιο κακές, ωμές, γρήγορες, ακριβές, αλλά και οι πιο σπάνιες μοτοσυκλέτες που είχαν ποτέ φτιαχτεί, και αυτό είναι που αποφάσισα να διορθώσω. Το βλέπω ως εξής: οι Harley είναι όπως οι Chevrolet με δύο ρόδες, η Indian είναι η Ford της μοτοσυκλέτας – το άλλο αμερικάνικο έμβλημα. Η Ducati είναι σαν την Alfa Romeo, η MV Agusta όπως η Ferrari, και οι BMW όπως… η BMW! Η Vincent είναι μια Aston Martin με δύο τροχούς, τόσο αγγλική, τόσο μοναδική, με απόδοση χωρίς συμβιβασμούς, ένα βήμα πάνω από την Triumph, που είναι αντίστοιχη της Jaguar. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν να αποκτήσω τα δικαιώματα τις Vincent, τα οποία για την Αγγλία ανήκαν στην οικογένεια Holder από το 1974.

Το ότι τα δικαιώματα της επωνυμίας στην Αμερική δεν ανήκαν σε κανέναν, δεν ήταν πρόβλημα; Ναι, δεν είχε συμβεί ποτέ ξανά, τουλάχιστον στην Αμερική, γι’ αυτό και ακολούθησα κατά γράμμα ό,τι αναφέρει ο νόμος σχετικά με τους τίτλους των εταιρειών. Ξεκινήσαμε το 1994, πουλώντας ρούχα με το λογότυπο της Vincent, για πρώτη φορά μέχρι τότε, και μέχρι το ’95 είχαμε αποκτήσει τα δικαιώματα της επωνυμίας της Vincent στην Αμερική, Γερμανία και Ιαπωνία. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ήξερα για τον David Holder, ώσπου πολύ αργότερα μου έγραψε κάποιος από την Αγγλία, ήταν ο μόνος που έφτιαχνε ανταλλακτικά για τους κινητήρες της Vincent, τα οποία μάλιστα δεν είχαν πάνω το λογότυπό της, με αποτέλεσμα να μην τον βρούμε όταν κάναμε τις έρευνές μας. Του μίλησα και συμφωνήσαμε για τα σχέδιά μου για αναβίωση της Vincent, προσπαθήσαμε δε να κάνουμε οι ίδιοι κάποιο είδος συμφωνίας παρά να απευθυνθούμε σε δικηγόρους που κανείς τους δεν είναι καλός. Υπήρξαν αρκετοί δημοσιογράφοι που θέλησαν να υποκινήσουν κάποιο είδος διαμάχης γύρω από αυτό, αλλά απ’ όσο πληροφορήθηκα ο David Holder είναι πραγματικός κύριος και αγαπάει πραγματικά τη Vincent. Τώρα που γνωριστήκαμε, θα βρούμε έναν τρόπο να κάνουμε κάτι που στο χρόνο θα ωφελήσει και τους δυο μας. Έχω την ενεργή υποστήριξη της οικογένειας Vincent γι’ αυτό που κάνω: Ο Robin Vincent-Day, γαμπρός του Phil Vincent, ο οποίος συντηρεί με τη γυναίκα του Dee πολλά αγωνιστικά Vincent από τα δικά τους 1950 Rapid, έχει ήδη δηλώσει την υποστήριξή τους τόσο δημόσια όσο και σε μένα προσωπικά, και αυτό είναι πολύ σημαντικό.

Το υπερωκεάνιο που ρυμούλκησε ένα καραβάκι

Έχοντας αποκτήσει τα δικαιώματα του ονόματος της Vincent, το επόμενο βήμα ήταν η επιλογή του κινητήρα. Προφανώς έπρεπε να είναι ένα σύγχρονο V2, αλλά το κόστος για να εξελίξουμε δικό μας κινητήρα από το μηδέν ήταν αστρονομικό. Υπάρχουν άπειροι δρόμοι για να αποτύχεις και ελάχιστοι για να επιτύχεις. Κανείς δεν είναι τόσο ικανός στην κατασκευή κινητήρων όσο οι Ιάπωνες, αλλά δεν είναι εύκολο να πείσεις κάποιον από αυτούς να σε βοηθήσει, συν ότι φοβόμουν πως η επιλογή ενός ιαπωνικού κινητήρα για την αναβίωση της Vincent θα συνεπαγόταν έναν μεγάλο αριθμό αρνητικών συσχετισμών. Στο τέλος καταλήξαμε σε μια εξισορροπητική λύση, επιλέγοντας τον καταλληλότερο κινητήρα, που να είναι σήμα κατατεθέν στην αγορά. Ο κόσμος δεν πρόκειται ποτέ να μάθει πραγματικά πόση βοήθεια είχε η εταιρεία του John Bloor από την Kawasaki για να ξεκινήσει – αλλά σκέψου πόσο καθοριστικό ήταν αυτό για την αξιοπιστία των προϊόντων της….

Στο μεταξύ ο Li είχε ξεκινήσει συζητήσεις με τον Terry Prince, “γκουρού” στην ανακατασκευή των Vincent, και τον συνεργάτη του στην Αυστραλία. Αυτοί εξέλισσαν μια σύγχρονη έκδοση του παραδοσιακού αερόψυκτου V2 50ο στα 1.200cc, το οποίο αποκαλούσαν RTV, αλλά οι συζητήσεις ναυάγησαν όταν χρεοκόπησε η εταιρεία τους. “Ένα από τα μεγαλύτερα αρνητικά του RTV είναι ότι δεν θα μας επέτρεπε να δημιουργήσουμε σύγχρονες μοτοσυκλέτες, θα ήταν κάτι σαν δικύλινδρη εκδοχή του Enfield India. Προσπάθησα να έρθω σε επαφή με όλους τους κατασκευαστές, συμπεριλαμβανομένων της BMW και των ιταλικών εταιρειών, αλλά μόνο δύο από αυτούς απάντησαν, η Honda και η Kawasaki.

Ίσως να ξαφνιάστηκαν, αφού γενικά αποφεύγουν να προμηθεύουν με κινητήρες άλλες εταιρείες, όμως η Honda αποδείχτηκε η πιο θετική. Η διοίκηση της Honda στην Αμερική αντιλήφθηκε ακριβώς τί ήθελε να κάνει ο Li, κι αυτό αποδείχτηκε καταλυτικό για να πάρει έγκριση από την κεντρική διοίκηση της Honda στις αρχές του 2001, για την προμήθεια των δικύλινδρων κινητήρων από το SP1.

Από την πλευρά μου δεν μπορώ να κάνω κάτι που θα ωφελούσε τη Honda, πέρα από το να αγοράσω 5.000 κινητήρες, το οποίο γι’ αυτούς είναι μια σταγόνα στον ωκεανό. Είμαι απλώς ένα καραβάκι που έτυχε να βρίσκεται στην ίδια πορεία με ένα υπερωκεάνιο, και συμφώνησαν να μου πετάξουν ένα σχοινί για να με ρυμουλκήσουν. Αυτό που κίνησε το ενδιέφερε της Honda ήταν ότι μπορούσαμε δημιουργήσουμε κάτι αξιόλογο με τον κινητήρα της – ήθελαν ένα Vincent με Honda κινητήρα και όχι ένα Honda με το λογότυπο της Vincent.

Η Vincent είναι μια Aston Martin με δύο τροχούς, τόσο αγγλική, τόσο μοναδική, με απόδοση χωρίς συμβιβασμούς, ένα βήμα πάνω από την Triumph, που είναι αντίστοιχη της Jaguar

Το κλειδί της επιτυχίας ήταν η συμφωνία με τον Αμερικάνο σχεδιαστή James Parker, ο οποίος έγινε γνωστός από τον σχεδιασμό της εναλλακτικής μπροστινής ανάρτησης που χρησιμοποιήθηκε από τη Yamaha στο GTS 1000.

 

Vincent: Τα γνήσια superbikes

Η Vincent ιδρύθηκε το 1928 από τον Philip Vincent, απόφοιτο του πανεπιστημίου Cambridge, όταν αγόρασε την εταιρεία HRD με την οικονομική βοήθεια του αγρότη πατέρα του και έθεσε τις βάσεις για τον χαρακτηρισμό της ως της πρώτης εταιρείας που κατασκεύασε superbike. Οι σειρές των δικύλινδρων 1.000cc superbikes συνέχισαν να κατασκευάζονται –κάτω από ιδιόμορφες συνθήκες– επί δύο δεκαετίες μετά το 1936 (με μια διακοπή πέντε ετών κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου η Vincent αφιερώθηκε στην κατασκευή μη μοτοσυκλετιστικών, πολεμικών, προϊόντων), θέτοντας νέα δεδομένα στην απόδοση και τεχνολογική τελειότητα των μοτοσυκλετών, τέτοια που καμία άλλη εταιρεία στον κόσμο δεν μπορούσε να πετύχει.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ατελείωτες νίκες σε αγώνες και ρεκόρ ταχύτητας τη δεκαετία μετά τον πόλεμο (1946-1956), αφότου ξανάρχισε η παραγωγή. Σε αυτές τις επιτυχίες περιλαμβάνεται και το παγκόσμιο ρεκόρ ταχύτητας μοτοσυκλέτας –με πάνω από 255 χ.α.ώ. τελική– που σημείωσε στο Bonneville ο Rollie Free το 1948 φορώντας μόνο το μαγιό του και έχοντας “ξαπλώσει” πάνω στο Vincent με τα πόδια να προεξέχουν από την ουρά του, προκειμένου να βελτιώσει την απόδοση! Σχεδιάστηκε το 1936 από τον ιδιοφυή Αυστραλό μηχανικό Phil Irving, και μόνο 78 από τα πρώτης έκδοσης δικύλινδρα V 50ο Vincent κατασκευάστηκαν πριν το ξέσπασμα του πολέμου, ανασχεδιάστηκαν όμως κατά τη διάρκειά του από τον ίδιο, ενώ η δεύτερη γενιά κυκλοφόρησε στη στάνταρ έκδοση Rapid το 1946, με το τίτλο της πιο γρήγορης και ασφαλούς μοτοσυκλέτας του κόσμου.

Με τη “γρήγορη” έκδοση του Black Shadow, και ιδιαίτερα το αγωνιστικό Black Lightning, τα Vincent απόκτησαν παγκοσμίου εμβέλειας φήμη, ως ορόσημο της μοτοσυκλετιστικής τελειότητας. Στη συνέχεια εξελίχθηκε η τρίτη έκδοση (που βγήκε στη αγορά το 1949) και τέλος η τέταρτη (το 1954), με συνολική παραγωγή 11.134 μοτοσυκλετών, που πουλήθηκαν σε όλο τον κόσμο από το 1946 και μετά –κάποια από αυτά ήταν full-fairing, όπως τα sport-touring Black Prince και Black Knight–, λίγο πριν σταματήσει η παραγωγή τους το 1955. Παρά την εισαγωγή μιας σειράς πρωτοποριακών τεχνολογικών λύσεων, που εξακολουθούν να εφαρμόζονται στις σύγχρονες μοτοσυκλέτες (όπως τα Cantilever αμορτισέρ, τα Girder καλάμια, ο high-cam κινητήρας, σχεδιασμένος για τη βελτίωση της παλινδρομικής κίνησης, αλλά και το μονοκόμματο πλαίσιο με χρήση του μοτέρ ως ενεργού τμήματός του, με αναρτώμενο κεντρικό δοχείο λαδιού), η εμμονή του Vincent στην ασυμβίβαστη κατασκευαστική και τεχνολογική ποιότητα κάθε άλλο παρά συνέβαλε στην κερδοφορία. Αλλά η αξία των προϊόντων της εταιρείας του υπογραμμίστηκε από τις επιτυχίες των Vincent, που συνέχισαν σε ανοιχτούς διαγωνισμούς μέχρι και τη δεκαετία του ’70, και τη θέση τους ως συλλεκτικών μοτοσυκλετών σήμερα, μισό αιώνα μετά. Όπως τα σύγχρονα δικύλινδρα της Ducati, πενήντα χρόνια πριν ένα Vincent έθεσε τα στάνταρ για τους υπόλοιπους: ήταν τo πρώτο πραγματικό superbike.

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

 

Κατασκευαστής / Μοντέλο:                Vincent / Black Lightning S

Κινητήρας:            Τετράχρονος, δικύλινδρος V 90o, υγρόψυκτος, 2EΕΚ, 4Β/Κ

Διάμετρος x Διαδρομή (mm):             100 x 63,6

Χωρητικότητα (cc):             999

Ανάφλεξη:             Ψηφιακή PGM FI

Τροφοδοσία:         Ψεκασμός

Σύστημα εξαγωγής:             2 σε 1 σε 2

Σύστημα εκκίνησης:            Μίζα

Τύπος συμπλέκτη:                Υγρός, πολύδισκος, υδραυλικός

Τελική μετάδοση: Κιβώτιο 6 σχέσεων, αλυσίδα

Πλαίσιο: Χυτό αλουμινένιο με τον κινητήρα ενεργό μέρος του

Μεταξόνιο (mm):  1.588

Γωνία κάστερ (ο): 25

Ίχνος (mm):           97

Βάρος κενή (kg):   185

Ρεζερβουάρ (l):      19

Ανάρτηση Εμπρός:               Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι Showa 43mm

Ανάρτηση Πίσω:  Αμορτισέρ Fox Twin, τύπου Cantilever

Φρένο Εμπρός:      Δύο δίσκοι 320mm, δαγκάνες Brembo τεσσάρων εμβόλων

Φρένο Πίσω:         Δίσκος με δαγκάνα Brembo δύο εμβόλων

Τελική ταχύτητα (km/h):    270+

Isle of Man TT 2022 - Εδραιώνεται η εποχή του Peter Hickman

Στα χνάρια των John McGuinness και Michael Dunlop
Κώστα Γκαζή
Από τον

Κώστα Γκαζή

15/6/2022
Μετά από δυο χρόνια απουσίας λόγω των μέτρων για τον Κορωνοϊό, το θρυλικό Isle of Man Tourist Trophy, το κορυφαίο αγωνιστικό event όσον αφορά στους αγώνες Road Racing, επέστρεψε το 2022. Μεγάλος πρωταγωνιστής για φέτος ήταν ο Peter Hickman, που συνεχίζει να γράφει τον δικό του μύθο στο ΤΤ, με τέσσερις νίκες και δύο ακόμα βάθρα, με τον Michael Dunlop να ακολουθεί με δύο νίκες και ένα ακόμη βάθρο, και τον Dean Harrison να παίρνει 4 βάθρα.
 
Για το Isle of Man TT έχουν γραφτεί πολλά, και εμείς ως ΜΟΤΟ έχουμε αναφερθεί εκτενώς στο θέμα.
 
Ένας αγώνας που διεξάγεται στην ορεινή διαδρομή (Mountain Course) της νήσου Man (Ellan Vannin στην τοπική γλώσσα Μανξ, όπου αργότερα το Vannin μετατράπηκε σε Mann / Man), που βρίσκεται ανάμεσα στη Βρετανία και στην Ιρλανδία. 
 
Στο σύνταγμα του νησιού αναφέρεται πως το Isle of Man θεωρείται αυτοδιοίκητο έδαφος του Βρετανικού Στέμματος, ενώ οι κάτοικοι θεωρούνται Βρετανοί πολίτες.
 
Παρόλη την ανεξαρτησία που απολαμβάνει το νησί, με δική του κυβέρνηση, δικό του κοινοβούλιο και δικούς του νόμους, άρχοντας (Lord of Mann) του νησιού θεωρείται τυπικά η βασίλισσα Ελισάβετ, ενώ υπεύθυνος για την άμυνα του νησιού είναι ο βρετανικός στρατός.
 
Η πρώτη, πιο αγνή και πιο hardcore μορφή αγώνων μοτοσυκλέτας
Οι αγώνες σε κλειστούς για την κυκλοφορία δημόσιους δρόμους (street circuits ή Road Racing) ήταν η πρώτη μορφή «ασφάλτινων» αγώνων στην ιστορία, κι ενώ οι πιο γνωστές παγκόσμιες διοργανώσεις σήμερα προτιμούν την ασφάλεια που προσφέρει μια πίστα με σύγχρονες προδιαγραφές, ένα μικρό γαλατικό χωριό αντιστέκεται ακόμα στο ρεύμα των καιρών.
 
Οι Βρετανοί έχουν παράδοση στους αγώνες Road Racing, με το IOMTT, το Manx GP που διοργανώνεται στην ίδια διαδρομή με το πρώτο, το Classic TT, το Southern 100, το North West 200, το Cookstown 100, το Tandragee 100, το Ulster Grand Prix, το Cork Road Races και αρκετά ακόμα event. Σημειώστε πως όλοι οι προαναφερθέντες αγώνες συνεχίζουν να διοργανώνονται και σήμερα, με πληθώρα συμμετοχών και μεγάλη δημοτικότητα.
 
Και η Ευρώπη έχει -η είχε- το μερίδιο της στους ανωτέρω αγώνες με εκδηλώσεις όπως το Bremerhaven Road Races, το Chimay Road Races, το Hengelo Road Races, κ.α.. Όμως το 2022 στην Ευρώπη, οι αγώνες Road Racing για λόγους ασφαλείας γίνονται κυρίως σε πίστες, και δεν έχουν τον ίδιο βαθμό επικινδυνότητας με τη βρετανική σκηνή. Μην ξεχνάμε πως ο GOAT του Road Racing, Joey Dunlop, σκοτώθηκε σε δυστύχημα στο Ταλίν της Εσθονίας το 2000, στον αγώνα της Pirita-Kose-Kloostrimetsa, με τη διαδρομή να μην φιλοξενεί πλέον αγώνες.
 
Τέλος, για τους μελετητές της Road Racing σκηνής δεν θα πρέπει να παραλείψουμε τον αγώνα του Μακάο, τον μοναδικό ανάλογο αγώνα στον οποίο συμμετέχουν τόσο μοτοσυκλέτες όσο και αυτοκίνητα, αλλά και τον αγώνα Cemetery Circuit Races στη Νέα Ζηλανδία, γνωστού και ως «ΙΟΜΤΤ του Νοτίου Ημισφαιρίου».
 
Ένας γύρος εξήντα χιλιόμετρα
H διαδρομή του ΙΟΜΤΤ έχει μήκος 37.730 μιλίων ή 60.718 χιλιομέτρων, με 219 (!) στροφές (συγκρίνετε τις με τις 73 στροφές του επίσης θρυλικού Nordschleife και με τις 11-20 μιας πίστας MotoGP), περνάει μέσα από χωριά, μέσα από δάση, και δίπλα από γκρεμούς, με τον Peter Hickman να κατέχει το ρεκόρ γύρου από το 2018, με BMW S 1000 RR, με 16 λεπτά, 42 δευτερόλεπτα και 778 χιλιοστά του δευτερολέπτου, και μέση ωριαία ταχύτητα 135.452 μίλια την ώρα, ήτοι 217.989 χλμ/ώρα!
Γυρίζοντας πίσω στον χρόνο, μαθαίνουμε πως το πρώτο ΙΟΜΤΤ έλαβε χώρα στις 28 Μαΐου του 1907, με την ονομασία Auto-Cycle Tourist Trophy, και διεξήχθη σε μια πιο μικρή διαδρομή 15 μιλίων, για «Touring» μοτοσυκλέτες που έβγαζαν αριθμό κυκλοφορίας.
 
Από το 1911, το IOMTT μεταφέρθηκε στη μεγάλη διαδρομή του βουνού Snaefell, με μήκος 60.19 χιλιομέτρων. Κατά τη διάρκεια της ιστορίας του ΙΟΜΤΤ, η διαδρομή άλλαξε ελαφρώς, προστέθηκαν πολλές κατηγορίες αγώνων, ενώ το 1935 γεννήθηκε το μέτρο των «Travelling marshals», με οκτώ πρώην αγωνιζόμενους εκπαιδευμένους στην παροχή πρώτων βοηθειών να βρίσκονται σε στρατηγικά σημεία της διαδρομής. Οι Travelling Marshals μπορούν να φτάσουν έτσι ταχύτητα στον τόπο του ατυχήματος, προσφέροντας πολύτιμη βοήθεια μέχρι να φτάσει το ιατρικό προσωπικό και το ελικόπτερο.
 
To νησί που χορεύει στους ρυθμούς του ΤΤ για 2 εβδομάδες κάθε χρόνο
Τα οικονομικά οφέλη από το ΙΟΜΤΤ που φιλοξενείται στο νησί του Man είναι σημαντικά. Σύμφωνα με ρεπορτάζ του BBC, το 2019 περισσότεροι από 46.000 επισκέπτες έφτασαν στο νησί για το ΙΟΜΤΤ, αποφέροντας στις τοπικές επιχειρήσεις 37.5 εκατομμύρια βρετανικές λίρες (43,2 εκατομμύρια ευρώ) στις 15 ημέρες που διαρκεί το event, όπου όλο το νησί χορεύει στους ρυθμούς του ΤΤ.
 
Στο event του 2022, περισσότεροι από 30.000 επισκέπτες έδωσαν το παρών, όπως αποκαλύπτουν τα εισιτήρια των φέριμποτ που συνδέουν το νησί με Ιρλανδία και Βρετανία. 
 
Τα σεβαστά οικονομικά οφέλη του ΙΟΜΤΤ, οδήγησαν στη δημιουργία κι άλλων αγώνων μοτοσυκλέτας στο νησί, οι οποίοι κάποια στιγμή ενώθηκαν στο «φεστιβάλ μοτοσυκλέτας» που λαμβάνει χώρα σε ετήσια βάση τον Αύγουστο, και περιλαμβάνει το VMCC Rally, Festival of Jurby, το Classic TT, το Manx Grand Prix και το Manx Classic Trial.
 
Το ΙΟΜΤΤ είναι γνωστό και ως ο πιο επικίνδυνος αγώνας του κόσμου, με 265 αγωνιζόμενους να έχουν χάσει τη ζωή τους μεταξύ 1911 και 2022. Όμως στο θέμα της επικινδυνότητας του αγώνα μεγάλη σημασία έχει ο τόπος διεξαγωγής του, δηλαδή η Βρετανία. Μια χώρα με αυστηρή εφαρμογή του Κ.Ο.Κ. από τους οδηγούς στους δρόμους της και με εξίσου αυστηρή αστυνόμευση, με άριστα εξοπλισμένους και εκπαιδευμένους αναβάτες, μυημένους στην σημασία του ATGATT (All The Gear All The Time), με ελάχιστους -σε σχέση με χώρες της νότιας Ευρώπης- νεκρούς αναβάτες από τροχαία δυστυχήματα, και με μεγάλη κουλτούρα στα μηχανοκίνητα σπορ.
 
Έτσι, παρόλο που η διαμάχη για το αν θα πρέπει να καταργηθούν οι αγώνες Road Racing συνεχίζεται -και θα συνεχίζεται-, η κοινή γνώμη της Βρετανίας αποδέχεται την απόφαση των ενηλίκων Road Racers που καταλαβαίνουν τους κινδύνους, και όμως δεν αλλάζουν αυτή τη μορφή αγώνων με καμία άλλη.
 
Και αυτό, παρά τις εξαιρετικά χαμηλές απολαβές των αγωνιζομένων του ΙΟΜΤΤ σε σχέση με εκείνες των εργοστασιακών αναβατών WSBK &  MotoGP, και παρά το γεγονός πως οι κορυφαίοι εξ αυτών συμμετέχουν σε όλες τις κατηγορίες, τρέχοντας τέσσερις αγώνες σε τέσσερις διαδοχικές ημέρες με διαφορετικές μοτοσυκλέτες (Supersport, Supertwin, Superstock, Superbike), και… δύο ακόμα αγώνες μέσα στην ίδια ημέρα!
 
Οι αναβάτες του ΤΤ είναι πραγματικά μια διαφορετική ράτσα.
 
Επανέναρξη μετά από δύο χρόνια Κορωνοϊού
Το 2020 και το 2021 πέρασαν, και ήρθε το σωτήριο έτος 2022, όπου εξήλθαμε από την εποχή του Κορωνοϊού. Μεταξύ της Κυριακής 29 Μαΐου και της Παρασκευής 10 Ιουνίου, στο νησί του Man έλαβε χώρα το 101ο IOMTT, με τα δοκιμαστικά, τους 6 αγώνες μοτοσυκλέτας, και τους 2 sidecar.
 
Σημειώστε πως το ΙΟΜΤΤ του 2022 είχε μια σημαντική διαφορά από τα προηγούμενα event, που ακούει στο όνομα ΤΤ+. Έτσι για πρώτη φορά στην ιστορία του, τα δοκιμαστικά και οι αγώνες του ΙΟΜΤΤ μεταδίδονταν τηλεοπτικά σε πραγματικό χρόνο, με το κοινό να μπορεί να τους δει με ένα συμβολικό αντίτιμο (20 ευρώ) μέσω διαδικτύου με smartphone / tablet / pc. 
 
Η μετάδοση έγινε πραγματικότητα με τη χρήση 22 καμερών στο έδαφος και 2 ακόμα σε ελικόπτερα.
 
Μια ακόμη διαφορά σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια ήταν και η κατάργηση της κατηγορίας Zero TT με ηλεκτρικές μοτοσυκλέτες.
 
Ας δούμε τι έγινε στα δοκιμαστικά, και σε κάθε έναν από τους 6 αγώνες μοτοσυκλέτας ξεχωριστά.
 
Δοκιμαστικά - 29/5-3/6
Τα δοκιμαστικά στο ΙΟΜΤΤ κρατούν 6 ημέρες, και φέτος έγιναν μεταξύ 29 Μαΐου και 3 Ιουνίου. 
 
Στα δοκιμαστικά των Superbikes, ταχύτερος απεδείχθη ο κάτοχος του ρεκόρ γύρου και θριαμβευτής τα προηγούμενα χρόνια Peter Hickman, με μέση ωριαία 132.874 μιλίων την ώρα, σε μια διαδρομή μάλιστα με αρκετά βρεγμένα σημεία!
 
Όμως εκείνος που ξεχώρισε και άφησε υποσχέσεις για να πρωταγωνιστήσει γενικότερα στο ΤΤ του 2022 -κάτι που δεν θα συνέβαινε τελικά- ήταν ο Michael Dunlop, που σημείωσε ταχύτερο χρόνο σε Superstock (129.299mph), Supersport (125.04mph) και Supertwin (120.303mph).
 
Στα δοκιμαστικά είχαμε και την πρώτη από συνολικά πέντε απώλειες αγωνιζομένων στο ΙΟΜΤΤ του 2022, με τον 29χρονο Mark Purslow να χάνει τη ζωή του στην περιοχή του Ballagarey.
 
Superbike TT - 4/6
Στον πρώτο αγώνα του 2022, ο Peter Hickman οδήγησε την κούρσα από την αρχή μέχρι το τέλος του 6ου γύρου, καβάλα στην BMW M 1000 RR του, σημειώνοντας συνολική μέση ωριαία 130.634 μιλίων την ώρα, παίρνοντας έτσι την 6η νίκη του στο ΤΤ. Δικός του ήταν και ο ταχύτερος γύρος αγώνα, με 133.461 μίλια την ώρα.
 
Να πούμε εδώ πως ο Βρετανός αναβάτης, που τερμάτισε 5ος στα Superbike του BSB το 2021, έχει ξεκινήσει να τρέχει στο ΤΤ από το 2014, ενώ πήρε την πρώτη του νίκη το 2018. To 2019 ανέβηκε σε άλλο επίπεδο, κατακτώντας 3 νίκες και 2 ακόμη βάθρα, για να γίνει ο αναβάτης που όλοι θεωρούν ως το μεγάλο φαβορί της εποχής του στους αγώνες Road Racing, διαδεχόμενος αναβάτες όπως ο Michael Dunlop, ο John McGuinness και ο Ian Hutchinson. 
 
Δεύτερος ήταν ο Dean Harrison, 39,9 δευτερόλεπτα πιο πίσω με Kawasaki ZX-10RR, και τρίτος ο Michael Dunlop με Suzuki GSX-R 1000.
 
Και μιας και μιλήσαμε στον πρόλογο για τον αειθαλή McGuinness, την πρώτη μέρα του ΙΟΜΤΤ 2022, ο "McPint" συμπλήρωσε 100 αγώνες στο νησί, γράφοντας το όνομα του με χρυσά γράμματα στα βιβλία της ιστορίας!
 
ΘΕΣΗ#ΑΝΑΒΑΤΗΣΜΟΤΟΣΥΚΛΕΤΑΧΡΟΝΟΣΜΕΣΗ ΩΡΙΑΙΑ
110Peter HickmanBMW M1000RR01:43:58.544130.634
22Dean HarrisonKawasaki ZX-10RR01:44:37.744129.819
36Michael DunlopSuzuki GSXR100001:44:56.171129.439
44Ian HutchinsonBMW M1000RR01:46:56.628127.009
51John McGuinnessHonda CBR1000RR-R SP01:47:07.411126.796
 
Supersport TT 1ος αγώνας - 6/6
Καβάλα στο Yamaha YZF-R6 του, ο Michael Dunlop πήρε την 20η του νίκη στο IOMTT, με ταχύτερο γύρο 129.475 μιλίων την ώρα, που αποτελεί νέο ρεκόρ κατηγορίας, ενώ έτσι έγινε μόλις ο τρίτος αναβάτης στην ιστορία του ΙΟΜΤΤ που ξεπερνά τις 20 νίκες, μετά τον Θείο Joey (Dunlop) και τον John McGuinness.
 
Μια σπουδαία νίκη, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς πόσο κοντά του βρέθηκε ο δεύτερος του αγώνα.
 
Μιλάμε για μια διαφορά μόλις 6 δευτερολέπτων (με τα περισσότερα εξ αυτών να προστίθενται στον τελευταίο γύρο) σε συνολικό χρόνο αγώνα 53 λεπτών και τριάντα δευτερολέπτων! Γλυκόπικρη δεύτερη θέση λοιπόν για τον Dean Harrison, με Kawasaki ZΧ-6R.
 
Τρίτος τερμάτισε ο Peter Hickman με την τρικύλινδρη Triumph Daytona 765 του, μόλις 3,5 δευτερόλεπτα μπροστά από τον 4ο Johnston. 
 
ΘΕΣΗ#ΑΝΑΒΑΤΗΣΜΟΤΟΣΥΚΛΕΤΑΧΡΟΝΟΣΜΕΣΗ ΩΡΙΑΙΑ
16Michael DunlopYamaha YZF-R653:31.953126.865
22Dean HarrisonKawasaki ZX-6R53:37.571126.643
310Peter HickmanTriumph Daytona 76554:07.008125.495
43Lee JohnstonYamaha YZF-R654:10.555125.358
55James HIllierYamaha YZF-R654:17.625125.086
 
Superstock TT - 6/6
Την ίδια μέρα που πήρε μια 3η θέση στα Supersport, ο Peter Hickman πήρε τη νίκη στον αγώνα Superstock, τη δεύτερη νίκη του για το 2022, οδηγώντας και πάλι την κούρσα από την αρχή μέχρι το τέλος, με τη δεύτερη M 1000 RR του ελάχιστα βελτιωμένη, σύμφωνα με τους κανονισμούς της κατηγορίας. Αξίζει να σημειωθεί η συνολική μέση ωριαία αγώνα των 130.552 μιλίων την ώρα, που ήταν ελάχιστα πιο αργή από τα 130.634 μίλια την ώρα που σημείωσε με το ακραία βελτιωμένο Superbike του! Αυτή ήταν η 7η νίκη του στο ΙΟΜΤΤ.
 
Δεύτερος κατετάγη ο Conor Cummins με Honda CBR1000RR-R, και τρίτος ήταν ο ομόσταυλος του Dave Todd, επίσης με CBR.
 
Ο Michael Dunlop τερμάτισε 5ος, ο Ian Hutchinson 7ος και ο John McGuinness 9ος, ενώ ο ταχύτερος γύρος πήγε στον Conor Cummins με 133.116 μίλια την ώρα.
 
ΘΕΣΗ#ΑΝΑΒΑΤΗΣΜΟΤΟΣΥΚΛΕΤΑΧΡΟΝΟΣΜΕΣΗ ΩΡΙΑΙΑ
110Peter HickmanBMW M1000RR52:01.236130.552
211Conor CumminsHonda CBR1000RR-R52:13.938130.023
38Davey ToddHonda CBR1000RR-R52:21.603129.706
42Dean HarrisonKawasaki ZX-10RR52:28.452129.424
56Michael DunlopHonda CBR1000RR-R SP52:40.930128.913
 
Supertwin TT - 8/6
Στα ελαφριά δικύλινδρα, ο Peter Hickman πήρε την τρίτη του νίκη για το ΙΟΜΤΤ του 2022, καβάλα σε ένα χειροποίητο Paton S1-R, που χρησιμοποιεί κινητήρα από Kawasaki ER-6 βελτιωμένο στα άκρα, με απόδοση 112 hp! Η ιταλική Paton, που ξεκίνησε από τον Giuseppe Pattoni, ανήκει πλέον στην επίσης ιταλική SC Project και δημιουργεί μοναδικές αγωνιστικές μοτοσυκλέτες, φτιαγμένες κατά παραγγελία.
 
Αυτή ήταν η πρώτη νίκη του Hicky σε αυτή την κατηγορία, κι η 8η του συνολικά στο ΙΟΜΤΤ. Ήταν μάλιστα ο μόνος αναβάτης που σημείωσε συνολική μέση ωριαία πάνω από 120 μίλια την ώρα, ενώ έκανε και τον ταχύτερο γύρο με 121.293 μίλια την ώρα.
 
Δεύτερος, ένα λεπτό και 40 δευτερόλεπτα πιο πίσω βρέθηκε ο Lee Johnston με το νέο Aprilia RS 660, ενώ τρίτος ήταν ο Paul Jordan με Kawasaki Z650.
 
Δυστυχώς, ο Michael Dunlop σταμάτησε στη διαδρομή για να κάνει κάποιες ρυθμίσεις στη μοτοσυκλέτα του, με αποτέλεσμα οι κριτές να του βγάλουν μαύρη σημαία και να αποκλειστεί από τον αγώνα.
 
ΘΕΣΗ#ΑΝΑΒΑΤΗΣΜΟΤΟΣΥΚΛΕΤΑΧΡΟΝΟΣΜΕΣΗ ΩΡΙΑΙΑ
110Peter HickmanPaton S1-R56:35.517120.006
23Lee JohnstonAprilia RS 66058:24.798116.265
38Paul JordanKawasaki Z65058:48.055115.498
49Pierre Yves BianPaton S1-R58:54.969115.272
54Michael RutterPaton S1-R59:00.969115.077
 
Supersport TT 2ος αγώνας - 10/6
O Michael Dunlop πήρε την 21η νίκη του στο IOMTT, για να γίνει ταυτόχρονα ο πιο επιτυχημένος αναβάτης της κατηγορίας των 600 κ.εκ., με 9 νίκες Supersport.
 
Για να πάρει όμως τη νίκη ο MD, χρειάστηκε να δώσει τιτάνια μάχη με τον Peter Hickman για ολόκληρη τη διάρκεια του αγώνα, για να καταφέρει να απομακρυνθεί από τον διώκτη του έστω και ελάχιστα στον δεύτερο και τελευταίο γύρο, τερματίζοντας 3.2 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Hickman.
 
Τρίτος τερμάτισε ο Dean Harrison, με Kawasaki Z6-6R.
 
ΘΕΣΗ#ΑΝΑΒΑΤΗΣΜΟΤΟΣΥΚΛΕΤΑΧΡΟΝΟΣΜΕΣΗ ΩΡΙΑΙΑ
16Michael DunlopYamaha YZF-R635:29.154127.589
210Peter HickmanTriumph Daytona 76535:32.452127.391
32Dean HarrisonKawasaki ZX-6R35:53.800126.129
48Davey ToddHonda CBR600RR36:11.366125.108
59Jamie CowardYamaha YZF-R636:17.827124.737
 
Senior TT - 11/6
Στο Senior TT του 2022, αγώνα prestige όπου οι συμμετέχοντες αγωνίζονται με Superbike μοτοσυκλέτες, ο Peter Hickman έγινε μόλις ο τέταρτος αναβάτης στην ιστορία που κερδίζει τέσσερις αγώνες μέσα σε μια εβδομάδα στο ΙΟΜΤΤ. Αυτή ήταν η δεύτερη νίκη του στο Senior TT και η ένατη νίκη του συνολικά στο ΙΟΜΤΤ.
 
Ο Hicky ηγήθηκε του αγώνα από την αρχή, παραμένοντας πρώτος μέχρι τον τερματισμό. 
 
Σχεδόν 17 δευτερόλεπτα πιο πίσω, στη δεύτερη θέση τερμάτισε ο Dean Harrison, ενώ τρίτος ήταν ο Conor Cummins, μετά από σκληρή μάχη με τον Davey Todd.
 
Ο Glenn Irwin της Honda Racing UK, μπορεί να εγκατέλειψε τον αγώνα ενώ βρισκόταν στη δέκατη θέση, εντούτοις κατάφερε να πάρει το βραβείο του καλύτερου νεοεμφανιζόμενου αναβάτη στο ΙΟΜΤΤ του 2022.
 
ΘΕΣΗ#ΑΝΑΒΑΤΗΣΜΟΤΟΣΥΚΛΕΤΑΧΡΟΝΟΣΜΕΣΗ ΩΡΙΑΙΑ
110Peter HickmanBMW M1000RR01:44:56.494129.432
22Dean HarrisonKawasaki ZX-10RR01:45:13.412129.085
311Conor CumminsHonda CBR1000RR-R01:45:30.099128.745
48Davey ToddHonda CBR1000RR-R01:45:32.926128.687
56Michael DunlopSuzuki GSXR100001:47:15.918126.628
 
Το αποτέλεσμα του αγώνα Senior TT σημαίνει πως ο Peter Hickman κέρδισε το «Πρωτάθλημα Joey Dunlop» (που αφορά στο σύνολο των αγώνων του ΙΟΜΤΤ) με 111 βαθμούς, 22 βαθμούς μπροστά από τον Dean Harrison (89) με τον Michael Dunlop να κατατάσσεται τρίτος με 88 βαθμούς. Βλέπουμε έτσι πως παρά τις 2 νίκες του ο MD έχασε τη δεύτερη θέση για έναν μόλις βαθμό από τον Harrison που μπορεί να μην πήρε καμία νίκη, συγκέντρωσε όμως περισσότερους βαθμούς από τα βάθρα του.
Μεγάλος πρωταγωνιστής του ΤΤ 2022 ήταν λοιπόν ο Peter Hickman που πήρε την πρώτη του νίκη στο ΤΤ μόλις το 2018, για να κυριαρχήσει το 2019 και να κάνει υποχρεωτικό "διάλειμμα" 2 ετών. Φέτος επανήρθε το ίδιο ακμαίος -σα να μην πέρασε μια μέρα- εδραιώνοντας την κυριαρχία του στους αγώνες του νησιού. Ο Hicky είναι πλέον το απόλυτο φαβορί, και έχει τη δυνατότητα να γράψει τη δική του ιστορία ως ένας από τους πιο επιτυχημένους αγωνιζόμενους Road Racing.
 
Όσον αφορά στους ιδιώτες αγωνιζόμενους, το βραβείο πήγε στον Jamie Coward με 125 βαθμούς, η Kawasaki πήρε το βραβείο κατασκευαστή και η DAO Racing Kawasaki το βραβείο ομάδας. Κάπως έτσι, ένα ακόμη ΙΟΜΤΤ έφτασε στο τέλος του. Θα ακολουθήσει ξεχωριστό άρθρο για τις απώλειες αναβατών του αγώνα του 2022, ενώ σύντομα θα διαβάσετε μια αποκλειστική συνέντευξη του Peter Hickman στο ΜΟΤΟ, με πληροφορίες για την προετοιμασία που τον οδήγησε στον θρίαμβο του ΤΤ 2022.