ΔΟΚΙΜΗ: Yamaha NMAX 125

Πρακτικότητα με σπορ γονίδια
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

16/8/2018

 

Το Nmax 125 ήταν απαραίτητη προσθήκη για την γκάμα των scooter της Yamaha και όπως θα διαβάσετε στην δοκιμή που είχαμε κάνει όταν ήρθε στην Ελλάδα πριν τρία χρόνια, τα σπορ γονίδια της οικογένειας των Max είναι εκείνα που το διαφοροποιούν από τον ανταγωνισμό.

Το νέο μικρό scooter της Yamaha δεν είναι απλώς μία ακόμα πρόταση ανάμεσα στα δεκάδες scooter της κατηγορίας του, αλλά έρχεται φορτωμένο με τεχνολογία και σπορ γονίδια για να δώσει μια νέα γεύση στην πρακτικότητα

Αν έψαχνες μέχρι σήμερα για έναscooter που να είναι μοντέρνο, μικρό, οικονομικό σε κατανάλωση, επαρκείς χώρους για δύο άτομα, χαμηλή σέλα και με μπόλικο αποθηκευτικό χώρο κάτω από αυτή, το πιθανότερο ήταν να καταλήξεις σε κάποιο κατάστημα της Honda κοιτάζοντας ένα PCX 125. Τα υπόλοιπα scooter των 125 κυβικών είτε είναι πολύ μικρά σε μέγεθος, με αποτέλεσμα να μην κάθονται με άνεση δύο άτομα πάνω τους και έχουν ελάχιστους αποθηκευτικούς χώρους, είτε είναι δυσανάλογα μεγάλα για τον κυβισμό τους, με αποτέλεσμα να έχουν υπερβολικά ψηλές σέλες και μεγάλο βάρος που ζορίζει τον μικρό κινητήρα τους. Όμως από φέτος η Yamaha δίνει την δική της απάντηση ή αν θέλετε πρόταση, για το πώς πρέπει να είναι φτιαγμένο ένα πραγματικά πρακτικό και οικονομικόscooter. Οδηγώντας όλες αυτές τις μέρες το NMAX 125 μείναμε απόλυτα ικανοποιημένοι για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι το NMAX έχει όλα τα βασικά στοιχεία που μας έχουν κάνει να μας αρέσει τόσο πολύ το PCX 125. Έχει δηλαδή πολύ μικρό βάρος, που μόλις ξεπερνά τα 125 κιλά με γεμάτο το ρεζερβουάρ και πολύ μαζεμένες εξωτερικές διαστάσεις για να τρυπώνει, στην κυριολεξία, παντού. Την ίδια στιγμή όμως το μήκος και το πλάτος της σέλας του είναι όσο μεγάλο χρειάζεται για να μπορούν να κάτσουν δύο άτομα πάνω της με περίσσια άνεση, που όμοιά της δύσκολα θα βρεις ακόμα και στην μεσαία κατηγορία των 250-300 κυβικών.

 Ο συνδυασμός μικρών εξωτερικών διαστάσεων και άφθονων χώρων, συμπληρώνεται από την προσεγμένη εργονομία, όπου χάρη στο μεγάλο μήκος της ποδιάς και των ξεχωριστών, πτυσσόμενων μαρσπιέ για τον συνεπιβάτη, όχι απλώς χωράνε δύο άτομα πάνω του στατικά, αλλά επιπλέον νοιώθουν άνετα όταν το NMAX κινείται, επιταχύνει, φρενάρει ή στρίβει. Ο αναβάτης μπορεί να βάλει τα πόδια του σε τρία διαφορετικά σημεία πάνω στην ποδιά και να βρει εύκολα την θέση οδήγησης που επιθυμεί εκείνη της στιγμή. Εδώ να πούμε ότι η Yamaha έχει βάλει ένα πολύ καλής ποιότητας αντιολισθητικό λάστιχο σε όλα τα σημεία που πατάνε τα πόδια σου πάνω στην ποδιά, κάτι που δεν συνηθίζεται σε αυτή την κατηγορία κυβισμού. Αυτό βοηθάει ακόμα περισσότερο την άνεση όταν κάθεσαι για πολύ ώρα πάνω στο NMAX, διότι δεν χρειάζεται να σφίξεις ποτέ τα πόδια σου, ούτε όταν φρενάρεις, ούτε όταν στρίβεις γρήγορα, ούτε όταν κινείσαι με πάνω από 80km/h, όπου οι ριπές του αέρα πίσω από την ποδιά σού κουνάνε τα χωρίς στήριξη γόνατά σου σε όλα τα scooter. Όμως εκεί που το NMAX πραγματικά διαπρέπει και χτυπάει άριστα, είναι στον τομέα της πρακτικότητας. Είναι μύθος ότι όλα τα scooter είναι πρακτικά. Σίγουρα είναι πρακτικότερα και οικονομικότερα από ένα αυτοκίνητο ή μια μεγάλη, ειδικού προσανατολισμού μοτοσυκλέτα, όμωςένα scooter που ζυγίζει 250 κιλά, έχει πλάτος αεροπλανοφόρου και τα πόδια σου δεν πατάνε εύκολα στο έδαφος, δεν μπορείς να το αποκαλείς πρακτικό. Πραγματικά πρακτικό scooter είναι αυτό που δεν σε βάζει ΠΟΤΕ να σκεφτείς αν χωράς να περάσεις ανάμεσα από δύο αυτοκίνητα, αν μπορείς να το παρκάρεις και να το ξεπαρκάρεις χωρίς να του γδάρεις από κάτω την ποδιά και τον κινητήρα ή να κινδυνεύεις να σου πέσει. Επίσης, πρακτικό scooter είναι αυτό με το οποίο μπορείς να πηγαίνεις στο supermarket και να βολεύεις εύκολα τα ψώνια της εβδομάδας ή στο μπαράκι και στο club χωρίς να σκέφτεσαι πού θα φυλάξεις με ασφάλεια το κράνος, τα γάντια ή ακόμα και το μπουφάν σου.

Πρακτικό scooter είναι και αυτό που έχει μεγάλη αυτονομία για να μην ψάχνεις ανοιχτό βενζινάδικο νυχτιάτικα στο νησί της άγονης γραμμής που διάλεξες να πας διακοπές.

Με το NMAX τίποτα από αυτά δεν θα σε απασχολήσει και αυτό με δύο λέξεις ονομάζεται ποιότητα ζωής, που είναι το σπανιότερο και πολυτιμότερο αγαθό για όσους ζουν στις μεγάλες ελληνικές πόλεις.

 

Δολοφόνος παπιών

Τα τελευταία χρόνια η Yamaha παρουσιάζει νέες μοτοσυκλέτες με καταιγιστικό ρυθμό. Αυτό που τις ξεχωρίζει αυτή την στιγμή από τα νέα μοντέλα που παρουσιάζουν οι υπόλοιπες εταιρείες, είναι ότι εκείνες τις Yamaha βασίζονται σε μια σειρά ολοκαίνουριων κινητήρων, οι οποίοι έχουν σχεδιαστεί με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας ώστε να αντέξουν τον ανταγωνισμό σε μεγάλο βάθος χρόνου. Ακριβώς το ίδιο σκεπτικό σχεδιασμού συναντάμε στοn κινητήρα τουNMAX. Υπό τον γενικό τίτλο Blue Core Technology, ο νέος αυτό μονοκύλινδρος, υγρόψυκτος κινητήρας έχει μεταβλητό χρονισμό βαλβίδων, ψεκασμό με οβάλ διατομής αυλό, σφυρήλατο έμβολο και αντιτριβική επίστρωση (DiASiL) στον κύλινδρο. Υπερβολικά ακριβός και τεχνολογικά προηγμένος για να τον βάλεις σε ένα μικρό scooter με τιμή κάτω από 3.000 ευρώ.

Αν δεις όμως πόσο υποτετράγωνος είναι, θα καταλάβεις ότι με ένα μεγαλύτερης διαμέτρου έμβολο μπορεί εύκολα να γίνει 150, 200, 250 ή ακόμα και 300 κυβικά. Σημασία έχει ότι το NMAX έχει έναν Hi-End κινητήρα, που τα οφέλη του είναι άμεσα αντιληπτά. Οι επιδόσεις του είναι συγκρίσιμες με εκείνες των scooter των 150 και 200 κυβικών και ειδικά με δύο άτομα πάνω στην σέλα του, κανένα άλλο τετράχρονο 125 δεν μπορεί να σταθεί δίπλα του. Σε τελική ταχύτητα σε επίπεδη ευθεία δεν διαφέρει πολύ από τον ανταγωνισμό (100-110km/h στο κοντέρ με ένα άτομο) όμως φτάνει πολύ πιο γρήγορα σε αυτή την ταχύτητα και αν ο δρόμος αρχίζει να κατηφορίζει θα δείξει 124km/h, όταν τα περισσότερα 125 σταματάνε στα 110km/h.

Έτσι, χάρη στις μαζεμένες διαστάσεις και στην ψυχή του κινητήρα του, το NMAX κάνει κηδείες στα παπιά μέσα στην πόλη και ξεκινάει σφαίρα από τα φανάρια. Τα ευχάριστα νέα δεν σταματούν εδώ. Στις κορυφαίες επιδόσεις του κινητήρα του NMAX, η Yamaha συμπλήρωσε ένα εξίσου ακριβής κατασκευής πλαίσιο, αναρτήσεις, φρένα και ελαστικά, με αποτέλεσμα η ταχύτητα που επιτυγχάνει στις ευθείες να διατηρείται και όταν το NMAX συναντάει στροφές.

Το κράτημα των Dunlop ελαστικών σχεδόν εξαφανίζει τα απότομα γλιστρήματα που έχουν τα περισσότερα scooter με μικρούς τροχούς και βοηθούν τα δύο μεγάλα δισκόφρενα με το στάνταρ ABS να κατεβάσουν όλη τους την δύναμη στην άσφαλτο. Η απόδοση των φρένων πραγματικά εντυπωσιάζει, ειδικά όταν έχει δύο άτομα στην σέλα, όπου το επιπλέον βάρος δεν επηρεάζει τις αποστάσεις ακινητοποίησης όπως συμβαίνει με τους ανταγωνιστές του. Σε αυτό συμβάλει και η ρύθμιση του ABS, που δεν αμολάει νωρίς τα φρένα και δεν μπερδεύεται εύκολα με τις λακκούβες. Τα δύο ποιοτικής λειτουργίας αμορτισέρ πίσω και το πλαίσιο που είναι κατασκευασμένο από ακριβό κράμα ατσαλιού, προσδίδουν μια πρωτόγνωρη αίσθηση στιβαρότητας σε όλες τις συνθήκες, που θυμίζει πολύ εκείνη του κορυφαίου TMAX 500 και δεν υπάρχει σε κανένα άλλο scooter. Το κόστος για όλη αυτή την σπορ συμπεριφορά του NMAX 125 το πληρώνεις στον τομέα της άνεσης, όπου με ένα άτομο στην σέλα είναι πολύ σκληρό και κάθε ανωμαλία του δρόμου γίνεται αντιληπτή, κάτι που φτάνει στα όρια του ενοχλητικού όταν οδηγάς ήρεμα και έχεις όρεξη για χαλαρή βόλτα. Όμως με δύο άτομα στην σέλα, το NMAX δεν έχει αντίπαλο σε αυτή την κατηγορία κυβισμού και τιμής σε ό,τι αφορά την ασφάλεια και την ταχύτητα που κινείται πάνω στο δρόμο.

Καλοδεχούμενο

Η Yamaha κατάφερε να διαφοροποιήσει το NMAX125 από το άμεσα ανταγωνιστικό του HondaPCX 125 και αυτό είναι πολύ ευχάριστο, αφού η επιλογή ανάμεσά τους δεν περιορίζεται σε οπαδικά κριτήρια, αλλά σε διαφορετικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα ανάλογα με τις ανάγκες του εκάστοτε υποψήφιου αγοραστή. Η σπορ άποψη της Yamaha είναι απόλυτα καλοδεχούμενη γιατί προκύπτει από την υψηλή τεχνολογία του κινητήρα και την ποιότητα υλικών στα εξαρτήματα γύρω του και δεν είναι απλώς ένα σκληρό scooter με σπορ εμφάνιση.

                                                                              

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ YamahaNMAX

                                                              

Αντιπρόσωπος:

ΜΟΤΟΔΥΝΑΜΙΚΗ Α.Ε.Ε.

 

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

Μήκος (mm):

1955

Ύψος (mm):

1115

Μεταξόνιο (mm):

1350

Απόσταση από το έδαφος (mm):

-

Ύψος σέλας (mm):

765

Ίχνος (mm):

-

Γωνία κάστερ (˚):

-

Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):

600

Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):

600

Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):

730

Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):

600

 

ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ

 

128 kg (χωρίς καύσιμο: 123kg)

Πίσω

41,6%

Εμπρός

58,4%

Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:

-

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Ατσάλινο σωληνωτό

Πλάτος (mm):

740

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

-/127

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Τετράχρονος, μονοκύλινδρος, υγρόψυκτος με 1 ΕΕΚ/ 4 μεταβλητού χρονισμού βαλβίδες

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

52 Χ 58,7

Χωρητικότητα (cc):

125

Σχέση συμπίεσης:

11,2:1

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

12,2/7.500

Ροπή (kg.m/rpm):

1,2/7.250

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

97,6

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός

Σύστημα εξαγωγής:

1 σε 1

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Φυγοκεντρικός

Μετάδοση / σχέση:

Διαρκώς μεταβαλλόμενη με ιμάντα (CVT)

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

 

Διαδρομή (mm):

90

Ρυθμίσεις:

Καμία

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

-

Ελαστικό:

130/70-13

Πίεση:

-

ΦΡΕΝΟ

Δισκόφρενο 230mm με ABS

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Ψηφιακό πολυόργανο με ενδείξεις για ταχύτητα, βενζίνη, φώτα/φλας, θερμοκρασία ψυκτικού κινητήρα, κεντρικό και πλάγιο σταντ, Ledφώτα εμπρός-πίσω

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Συμβατικό τηλεσκοπικό πιρούνι

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

100/-

Ρυθμίσεις:

Καμία

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

-

Ελαστικό:

110/70-13

Πίεση:

-

ΦΡΕΝΟ

 

 

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

Μέση

2,6

Ελάχιστη

1,8

Μέγιστη

4

Αυτονομία (km):

253,8

Αυτονομία ρεζέρβας (km):

-

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

6,6/-

    

 

 

Δοκιμή KTM 1290 SUPERDUKE GT 2019

Ένας εργατικός κανίβαλος
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

10/1/2022

Η ιδέα των Αυστριακών να μετατρέψουν ένα κτηνώδες V2 Streetfighter σε μοτοσυκλέτα για ταξίδια μεγάλων αποστάσεων έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας πολύ διαφορετικής μοτοσυκλέτας από εκείνες που έχει συνηθίσει το παραδοσιακό κοινό της κατηγορίας. Αυτή την “ιδιόρρυθμη” προσωπικότητα του Superduke GT αναλύουμε στη δοκιμή του τεύχους 608 του περιοδικού ΜΟΤΟ που αναδημοσιεύουμε εδώ:  

 

Στην περίπτωση του SUPER DUKE GT το “αμαρτωλό” παρελθόν ενός streetfighter, παλεύει διαρκώς με την εξευγενισμένη προσωπικότητα μιας τουριστικής μοτοσυκλέτας. Τις περισσότερες φορές κερδίζουν και οι δύο πλευρές, κάνοντάς την εντελώς ξεχωριστή από κάθε άλλη sport-touring

 

Είναι καλό ή κακό; Μία από αυτές τις δύο απαντήσεις θέλει να ακούσει όποιος δεν ενδιαφέρεται να αγοράσει μια συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα και απλώς ρωτάει για να κάνει κουτσομπολιό ή να ανοίξει κουβέντα μαζί. Όποιος πραγματικά σκοπεύει να αγοράσει μια μοτοσυκλέτα θέλει να μάθει τι κάνει καλά και τι όχι και μάλιστα απαιτεί να μάθει κάθε λεπτομέρεια γι' αυτή. Κι αν είναι ειλικρινής με τον εαυτό του σχετικά με αυτά που θέλει, τότε η δουλειά του συντάκτη γίνεται πολύ εύκολη… Εκτός κι αν η μοτοσυκλέτα που τον ενδιαφέρει είναι το SUPER DUKE GT. Το πρόβλημα δεν είναι η πολυδιάστατη προσωπικότητά της. Αν ήταν μια κλασσική περίπτωση sport touring μοτοσυκλέτας, που απλώς κάνει καλά πολλά πράγματα, δεν θα το συζητάγαμε τόση ώρα. Εδώ έχουμε την σπάνια περίπτωση που τα άκρα συνυπάρχουν, συνεργάζονται αρμονικά και παίζουν μπουνιές μεταξύ τους την ίδια στιγμή!

Απάντηση στο ερώτημα

Πρέπει να ζήσεις πολλές μέρες με το SUPER DUKE GT για να δώσεις τις σωστές απαντήσεις. Την πρώτη μέρα που θα φύγεις από το κατάστημα που το αγόρασες, θα πεις πως είναι απλώς ένα SUPER DUKE με δύο ενοχλητικές χούφτες στο τιμόνι και μεγάλες βαλίτσες. Την επόμενη μέρα που θα αρχίσεις να το οδηγείς χωρίς τις βαλίτσες και να σκαλίζεις τα κουμπάκια των ρυθμίσεων στα ηλεκτρονικά, θα συνεχίσεις να πιστεύεις πως είναι απλώς ένα SUPER DUKE R, αλλά το φόρτωσαν με περίπλοκη τεχνολογία και τώρα πρέπει να κάτσεις να μάθεις τι στο καλό κάνουν όλα αυτά τα ηλεκτρονικά.

Την τρίτη ημέρα ασχολείσαι με το δίλλημα αν πρέπει να ξεβιδώσεις τις χούφτες ή όχι. Ξέρεις ότι αν τις βγάλεις θα περνάς σαν αέρας ανάμεσα από τα αυτοκίνητα, όμως από την άλλη μεριά είναι πολύ σωστά σχεδιασμένες αεροδυναμικά και διώχνουν τον κρύο αέρα από τα χέρια σου. Μαζί με τα ρυθμιζόμενης έντασης θερμαινόμενα γκριπ, η καθημερινή οδήγηση τις κρύες μέρες του χειμώνα είναι μια ευχάριστη εμπειρία. Συνολικά η προστασία από τον αέρα και τη βροχή είναι σε κορυφαίο επίπεδο. Τις μέρες που είχαμε τη μοτοσυκλέτα για τεστ, ο καιρός την είχε δει εντελώς αστείος. Μία από εκείνες τις ξαφνικές μπόρες με λιακάδα (!) μας έπιασε να οδηγούμε με τρυπητό καλοκαιρινό μπουφάν και τζιν παντελόνι.

Κατεβαίνοντας από τη μοτοσυκλέτα μετά από δέκα λεπτά οδήγησης σε έντονη βροχή με ταχύτητες 80-130km/h, τα μόνα σημεία του σώματος που είχαν βραχεί ήταν τα μπράτσα των χεριών και τα μπούτια. Όλο το υπόλοιπο σώμα ήταν στεγνό, κάτι που θεωρούμε εντυπωσιακό επίτευγμα, ακόμα και αν για μέτρο σύγκρισης λάβουμε υπόψη τις μεγάλες τουριστικές μοτοσυκλέτες τύπου BMW R 1250 RT, Yamaha FJR 1300, Kawasaki GTR 1400 κ.τ.λ. Το πλεονέκτημα του SUPER DUKE GT σε αυτή την περίπτωση είναι πως η προστασία από τον αέρα δεν δημιουργεί αποπνικτική ατμόσφαιρα όταν οδηγείς τις ζεστές ημέρες. Η ροή του αέρα γύρω από το σώμα σου είναι ακριβώς αυτή που πρέπει για να δουλεύουν σωστά οι αεραγωγοί του κράνους σου και οι αντίστοιχες οπές των καλοκαιρινών μπουφάν. Το επίπεδο των αεροδυναμικών θορύβων είναι πολύ χαμηλό και έως τα 150km/h ακούγαμε καθαρά τη μουσική από το ραδιόφωνο της SENA 30K και μιλούσαμε απροβλημάτιστα μέσω της ενδοεπικοινωνίας. Την τέταρτη ήμερα έχεις βγάλει τις χούφτες και έχεις ξετρελαθεί από τη χαρά σου, γιατί το SUPER DUKE GT χωράει πλέον παντού μέσα στην κίνηση της πόλης και φτάνεις πάντα πρώτος στο φανάρι. Το μόνο πρόβλημα εδώ είναι τα "γίδια" με τα παπιά και τα scooter, που έρχονται από πίσω και σταματούν μπροστά σου πάνω στη διάβαση. Όχι μόνο γιατί εμποδίζουν τους πεζούς, ούτε γιατί δεν βλέπουν πότε θα γίνει πράσινο το φανάρι αναγκάζοντας τους κανονικούς ανθρώπους να κορνάρουν, δημιουργώντας άσκοπη ηχορύπανση. Κυρίως γιατί νομίζουν ότι η “ελεύθερη” εξάτμιση έχει μεταμορφώσει το ταϊλανδέζικο παπί τους σε superbike. Κάποια στιγμή πρέπει να καταλάβουν πως άλλο πράγμα είναι τα db κι άλλο πράγμα τα hp. Ευτυχώς το SUPER DUKE GT έχει σε αφθονία και τα δύο, καθώς είναι προδιαγραφών Euro4 και όχι Euro5. Οπότε αρκεί μια ξερογκαζιά για τα ανοίξει το κλαπέτο της εξάτμισης και να αντιληφθούν εγκαίρως πως τρίβονται στην γκλίτσα του τσοπάνη. Γενικά, το ογκώδες διαστημικό παρουσιαστικό του SUPER DUKE GT και τα βαριά μπουμπουνιτά της εξάτμισης από τα δύο έμβολα των 650 κυβικών το κάθε ένα, δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας. Επιβάλλει το σεβασμό σε όλους χωρίς πολλές-πολλές αντιρρήσεις. Κι αν θέλετε να πιάσουμε την κουβέντα περί αισθητικής, θα συμφωνήσουμε πως δεν έχει την κλασσική ομορφιά μιας MV Agusta, αλλά μας αρέσει που δεν μοιάζει με τίποτα άλλο πάνω στο δρόμο και έχει τη δική του μοναδική οντότητα. Έχουμε πολλές και σοβαρές αντιρρήσεις για τις σχεδιαστικές επιλογές του Kiska, αλλά στην περίπτωση του SUPER DUKE GT η ακραία αισθητική προσέγγιση δουλεύει υπέρ της μοτοσυκλέτας. Όπως υπέρ της μοτοσυκλέτας είναι η εργονομία της θέσης οδήγησης και της θέσης του συνεπιβάτη. Με άριστα το 10, η βαθμολογία που του δίνουμε είναι… 11!

Κάτσε σωστά για να πας γρήγορα

Η εργονομία του SUPER DUKE GT είναι για σεμινάριο, καθώς σου επιτρέπει να απολαύσεις τη μοτοσυκλέτα σε όλες τις ταχύτητες και σε όλες τις χρήσεις. Τέλεια για οδήγηση μέσα στην πόλη. Τέλεια για χαλαρή βόλτα, αγναντεύοντας το ηλιοβασίλεμα στην παραλιακή. Τέλεια για οδήγηση με την ταυτότητα στα δόντια σε επαρχιακούς δρόμους ή μέσα στην πίστα. Τέλεια για πολύωρα ταξίδια στην εθνική με υψηλές ταχύτητες. Εκείνο όμως που μας εντυπωσίασε περισσότερο, είναι το γεγονός πως δεν αλλάζει η συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας όταν έχεις δεύτερο άτομο στη σέλα. Πραγματικά η εργονομία της θέσης του συνεπιβάτη είναι φανταστική, τόσο για τον ίδιο, όσο και για εσένα που οδηγείς. Κι όπως όλοι ξέρουμε, ο ευτυχισμένος συνεπιβάτης είναι το βασικό συστατικό για να πάει καλά ένα δικάβαλο ταξίδι ή μια εκδρομή. Όπως ήδη είπαμε, η αεροδυναμική είναι πολύ καλή και ο γιγαντιαίος V2 κινητήρας απελευθερώνει χωρίς δισταγμό τα 148 καθαρόαιμα άλογα στον πίσω τροχό, έχοντας παράλληλα τη ροπή του πλανήτη Δία από το ρελαντί.

Οπότε το ταξίδι στις εθνικές με πολύ υψηλές ταχύτητες δεν είναι πρόβλημα από “μηχανολογική” άποψη. Στην πράξη όμως, οι ευθείες τις εθνικής είναι ένα αναγκαίο κακό για τον αναβάτη αυτή της μοτοσυκλέτας. Ο βασικός λόγος είναι πως με το SUPER DUKE GT γουστάρεις περισσότερο να διανύεις μεγάλες αποστάσεις από τους επαρχιακούς δρόμους. Η ιδανική ταχύτητα ταξιδιού στις εθνικές είναι τα 183km/h όπου ο κινητήρας έχει ακριβώς 6.000 στροφές με έκτη. Οι κραδασμοί και οι μηχανικοί θόρυβοι είναι ελάχιστοι, ενώ η μέση κατανάλωση είναι γύρω στα 7 λίτρα για κάθε 100 χιλιόμετρα, εξασφαλίζοντας αυτονομία άνω των 300 χιλιομέτρων από το μεγάλο ρεζερβουάρ των 23 λίτρων. Αν μπεις στη σφαίρα των 200-250km/h τότε θα πρέπει να συμβιβαστείς με τους επιπλέον κραδασμούς του κινητήρα και την αύξηση του επιπέδου κάθε μορφής θορύβων. Για μερικές δεκάδες χιλιόμετρα είναι ΟΚ, αλλά όχι το πιο ευχάριστο πράγμα που μπορείς να κάνεις πάνω στη σέλα του SUPER DUKE GT. Οπότε αν το μόνο που σε ενδιαφέρει είναι να ταξιδεύεις στις γερμανικές autobahn με το κοντέρ καρφωμένο στα 250km/h, καλύτερα πάρε ένα Hayabusa. Για όλα τα άλλα, το SUPER DUKE GT είναι πολύ καλύτερο και σε κάποιους τομείς γίνεται έως και εξωπραγματικά καλό.

Όπως ας πούμε στους επαρχιακούς δρόμους με άσφαλτο που κρατάει καλά ή μέσα στην πίστα. Σε τέτοιου είδους περιβάλλον ξεχνάει πως είναι GT και συμπεριφέρεται ως καθαρόαιμο streetfighter. Όχι “σαν καθαρόαιμο”, αλλά όπως ακριβώς συμπεριφέρεται και η γυμνή έκδοση R. Είχαμε οδηγήσει στην πίστα των Σερρών και των Μεγάρων το προηγούμενο μοντέλο, οπότε δεν ήταν έκπληξη για εμάς οι ικανότητες του GT. Τα περιθώρια κλίσης είναι αντίστοιχα των superbike και τα φρένα, το πλαίσιο και οι αναρτήσεις, δεν “κλατάρουν” όταν αποφασίσεις να του πιείς το αίμα. Μέσα στις ελληνικές πίστες οι χρόνοι που θα κάνεις εξαρτώνται μόνο από το είδος των ελαστικών που έχεις βάλει και από τις δικές σου ικανότητες, όχι της μοτοσυκλέτας.

Στους επαρχιακούς δρόμους, τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Υπάρχει μια έντονη διαχωριστική γραμμή στη συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας και αιτία είναι οι ημι-ενεργητικές αναρτήσεις. Έχουμε γράψει πολλά κακά λόγια γι' αυτού του τύπου τις αναρτήσεις τα πρώτα χρόνια που εμφανίστηκαν και σιγά-σιγά αρχίζαμε να βάζουμε λίγο νερό στο κρασί μας, μέχρι που έχουμε φτάσει στο σημείο να μας αρέσουν κιόλας! Προφανώς δεν άλλαξαν τα γούστα μας, απλώς άλλαξε η τεχνολογία τους και κυρίως έχει γίνει τεράστια πρόοδος στον τομέα των λογισμικών προγραμμάτων που τις διαχειρίζονται. Δυστυχώς στην περίπτωση του SUPER DUKE GT, ο χρόνος έμεινε ακίνητος. Έτσι, όπως η πρώτη γενιά ημί-ενεργητικών αναρτήσεων (όλων των εταιρειών, από Sachs έως Öhlins και WP) “κοκάλωνε” στις κοφτές ανωμαλίες έως τα 60-70km/h, έτσι ακριβώς και στο SUPER DUKE GT “κλειδώνει” την απόσβεση συμπίεσης μόλις ο τροχός συναντήσει οποιοδήποτε απότομο εξόγκωμα ή λακκούβα με μικρή ταχύτητα. Ουσιαστικά δεν δουλεύει καθόλου η ανάρτηση, με αποτέλεσμα να περνάνε κατευθείαν οι κραδασμοί στα χέρια σου και το σημαντικότερο να μην έχεις καμία αίσθηση για το επίπεδο πρόσφυσης του ελαστικού.

Στη βροχή και μέχρι να ζεσταθεί η σκληρή κεντρική γόμμα των τουριστικών Pirelli Angel GT, το SUPER DUKE GT έχει μια “ξύλινη” αίσθηση που δεν μπορούμε να πούμε πως ήταν ευχάριστη. Ακριβώς την ίδια στυφή γεύση είχε στις χαμηλές ταχύτητες το Öhlins πιρούνι της Ducati Panigale V4S και έχει να κάνει ξεκάθαρα με το λογισμικό και όχι με την εταιρεία που φτιάχνει τις αναρτήσεις. Μετά τα 70km/h το πιρούνι αρχίζει να γίνεται από πολύ καλό έως φανταστικό, αλλά η συμπεριφορά του στις χαμηλές ταχύτητες χύνει την καρδάρα με το γάλα. Εδώ να ξεκαθαρίσουμε πως όλα τα παραπάνω δεν αλλάζουν αν ρυθμίσεις την ανάρτηση στο πρόγραμμα comfort. Βασικά το πρόγραμμα comfort ήταν η αγαπημένη μας επιλογή, ακόμα κι όταν είχαμε το επιπλέον βάρος του συνεπιβάτη. Το πίσω αμορτισέρ διαχειριζόταν τέλεια το επιπλέον φορτίο και την κτηνώδη ροπή του κινητήρα, εξαφανίζοντας κάθε μορφής παρατράγουδα. Η σταθερότητα στην ευθεία δεν είναι κορυφαία για την κατηγορία των κλασσικών sport-touring και το τιμόνι ελαφραίνει όσο πλησιάζεις προς την ένδειξη των 250km/h. Από την άλλη μεριά όμως, έχεις όλα τα πλεονεκτήματα μιας μοτοσυκλέτας με γρήγορη γεωμετρία και μικρό βάρος, κάτι που θεωρούμε πως είναι δίκαιη ανταλλαγή.

We take no prisoners

Όπως θα καταλάβατε, το μόνο πραγματικό μελανό σημείο του SUPER DUKE GT είναι η ημι-ενεργητική λειτουργία του πιρουνιού στις χαμηλές ταχύτητες, κυρίως μέσα στην πόλη και σε πολύ αργούς και γλιστερούς επαρχιακούς δρόμους. Το οποίο έρχεται σε αντίθεση με το κορυφαίο επίπεδο του λογισμικού των υπόλοιπων ηλεκτρονικών. Ειδικά το traction control είναι θεϊκό. Ό,τι καλύτερο υπάρχει αυτή τη στιγμή σε μοτοσυκλέτα δρόμου. Χουφτώνεις το γκάζι πάνω στο παρκέ των αθηναϊκών δρόμων και στρίβεις με ένα ελαφρύ παντιλίκι από την αρχή έως το τέλος της στροφής, σαν να είσαι ο καλύτερος stunt rider όλων των εποχών. Απίστευτο κοντρολάρισμα του ντριφτ από το traction control, απλά απίστευτο… Άριστη και η λειτουργία του wheelie control, που δεν πνίγει την επιτάχυνση, όπως άριστη θα ήταν και η λειτουργία του cornering ABS, αν… στις χαμηλές ταχύτητες η ημι-ενεργητική ανάρτηση ρούφαγε τις ανωμαλίες και δεν ανάγκαζε τον εμπρός τροχό να βρεθεί στον αέρα ενεργοποιώντας το ABS χωρίς προφανή αιτία.

Η διαφορά μεταξύ ενός φρεναρίσματος σε επίπεδη άσφαλτο και σε άσφαλτο με ανωμαλίες είναι τεράστια στις χαμηλές ταχύτητες και μειώνεται στο ελάχιστο όταν ξεπεράσεις τα 70-80km/h. Γενικά τα ακτινικά M50 φρένα της Brembo έχουν τη δύναμη και την αίσθηση που υπόσχονται, παίζοντας ουσιαστικό ρόλο στη γρήγορη οδήγηση, διότι τα 8kg/m ροπής που έχει ο κινητήρας από τις μόλις 2.500 στροφές, σημαίνει πως το SUPER DUKE GT έχει εκρηκτικές επιταχύνσεις. Ακόμα και σε μικρά ευθειάκια λίγων μέτρων, το ταχύμετρο πάει από τα 80km/h στα 150km/h με μισή γκαζιά. Καμία σχέση με τα τετρακύλινδρα των 1300-1400 κυβικών. Ο αυστριακός V2 στην κυριολεξία σκάβει την άσφαλτο σε κάθε άγγιγμα του γκαζιού από το ρελαντί. Πολύ γρήγορη μοτοσυκλέτα σε δρόμους με φουρκέτες και ψυχρός εκτελεστής στις προσπεράσεις αυτοκινήτων. Σε είδα- σε πέρασα. We take no prisoners. Γι' αυτό με το SUPER DUKE GT και σου αρέσει περισσότερο να ταξιδεύεις από τους επαρχιακούς δρόμους, παρά από τις εθνικές οδούς με σταθερή ταχύτητα. Είναι σκέτη ηδονή αυτές οι ενδιάμεσες επιταχύνσεις από στροφή σε στροφή. Επιπλέον, αυτός ο κινητήρας δεν προέρχεται από κάποιο σύγχρονο superbike, οπότε δεν πάσχει από το σύνδρομο της μακριάς πρώτης που έχει το BMW S 1000 XR και το κοιμίζει στα στενά ανηφορικά στροφιλίκια. Όχι πως με αυτή τη ροπή θα είχε πρόβλημα ο γιγαντιαίος V2 κινητήρας της ΚΤΜ, αλλά όπως και να το κάνουμε, η σωστή κλιμάκωση των σχέσεων του κιβωτίου για οδήγηση στο δρόμο μεγεθύνει ακόμα περισσότερο το πλεονέκτημά του στις επιταχύνσεις εν κινήσει.

Ένα σε λευκό

Το SUPER DUKE GT ήταν και θα παραμείνει μια “περιθωριακή” μοτοσυκλέτα. Ούτε τη μόδα των mega on-off ακολουθεί, ούτε τα συντηρητικά γούστα των παραδοσιακών πελατών της κατηγορίας sport touring ικανοποιεί η εκκεντρική εξωτερική της εμφάνιση. Στην πράξη όμως συνδυάζει κορυφαία άνεση για δύο άτομα, κορυφαία ασφάλεια, κορυφαία συμπεριφορά στην σπορ οδήγηση, είναι απολαυστικό στην πίστα, γίνεται ινδιάνος μέσα στην πόλη (χωρίς τις χούφτες και τις βαλίτσες…) και έχει εντυπωσιακή παρουσία στο δρόμο, που εμπνέει σεβασμό. Οι ημι-ενεργητικές αναρτήσεις μουτζουρώνουν λίγο την απόλαυση, αλλά αυτό δεν αρκεί για να αλλάξει την συνολική εικόνα. Το SUPER DUKE GT άρχισε να μας λείπει από την πρώτη ώρα που το επιστρέψαμε στην αντιπροσωπεία. Κάτι που δεν θα είχε καμία σημασία, αν αμέσως μετά δεν παραλαμβάναμε το R1M και το S1000RR…

 

 ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

KTM 1290 SUPER DUKE GT             

Αντιπρόσωπος:

KTM SEE

 

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

Μήκος (mm):

-

Ύψος (mm):

-

Μεταξόνιο (mm):

1481+/-15mm

Απόσταση από το έδαφος (mm):

141

Ύψος σέλας (mm):

835

Ίχνος (mm):

-

Γωνία κάστερ (˚):

24,9

Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):

660

Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):

490

Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):

900

Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):

480

 

ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ

 

240,5kg (χωρίς καύσιμο: 222,9kg)

Πίσω

49,3%

Εμπρός

50,7%

Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:

+0,1%

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Ατσάλινο χωροδικτύωμα

Πλάτος (mm):

-

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

195/-

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Δικύλινδρος V, υγρόψυκτος με 2ΕΕΚ και 4 Β/Κ

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

108

Χωρητικότητα (cc):

1301

Σχέση συμπίεσης:

13,7:1

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

177

Ροπή (kg.m/rpm):

14,2

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

135,9

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός ride by wire

Σύστημα εξαγωγής:

2 σε 1 σε 2

Σύστημα λίπανσης:

Ημίξηρο κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Υγρός, πολύδισκος, μονόδρομος, υποβοηθούμενος

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Γρανάζια/1,900

Τελική μετάδοση / σχέση:

Αλυσίδα / 2,235

 

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ

Km/h

Sec

Μέτρα

0-50

1,61

11,19

0-100

3,44

49,83

0-150

6,33

150,71

0-200

9,88

327,1

0-250

 

 

 

ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ

Μέτρα

Sec

km/h

0-400

11,15

210,51

0-1.000

-

-

 

ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΜΑ

Km/h

Sec

Μέτρα

80-140

3,14

100,89

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ (sec/μέτρα)

Km/h

4η

5η

6η

40-80

2,08/3361

3,41/52,95

-/-

80-120

1,8/50,37

2,24/62,06

2,75/76,51

120-160

1,79/69,78

2,51/97,92

3,09/120,94

160-200

-

2,68/135,41

3,78/189,45

200-240

-

-

-

 

ΦΡΕΝΑΡΙΣΜΑ

Km/h

Sec

Μέτρα

120-40

2,47

54,34

 

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Μονό αμορτισέρ

Διαδρομή (mm):

156

Ρυθμίσεις:

Πλήρεις ρυθμίσεις

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

6 Χ 17

Ελαστικό:

190/55-17

Πίεση:

-

ΦΡΕΝΟ

Μονός δίσκος 240mm με ρυθμιζόμενη λειτουργίας cornering ABS MP 9.1

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Έγχρωμη οθόνη TFT 6,5”με αισθητήρα φωτός, Bluetooth, multimedia connencivity, αυτόματα φώτα full led με cornering lights, ημί-ενεργητικές αναρτήσεις, quick shifter up/down, anti-wheelie, ρυθμιζόμενο traction control, αυτόματη ρύθμιση φρένου κινητήρα

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Τηλεσκοπικό πιρούνι Upside-Down

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

125/45

Ρυθμίσεις:

Πλήρεις ρυθμήσεις

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

3,5 Χ 17

Ελαστικό:

120/70-17

Πίεση:

-

ΦΡΕΝΟ

Δύο δίσκοι 320mmμε ακτινικές δαγκάνες BremboM50 και corneringABS

 

ΔΥΝΑΜΟΜΕΤΡΗΣΗ

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

148,5/8.800

Ροπή (kg.m/rpm):

12,8/7.200

 

ΛΕΖΑΝΤΑ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

Σχεδόν 150 άλογα στον τροχό έχει ο αυστριακό V2, αλλά εκείνο που τον ξάνει ξεχωριστό και μοναδικό είναι η εξωφρενική καμπύλη της ροπής που ξεκινά από τα 8km/h στις 2.500 και φτάνει έως τα 12,8kg/m στις 7.200. Σκάβει την άσφαλτο σε κάθε άγγιγμα του γκαζιού!

 

 

 

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

Μέση

7,4

Ελάχιστη

5,5

Μέγιστη

12,9

Αυτονομία (km):

310

Αυτονομία ρεζέρβας (km):

-

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

23/-