KTM 390 Duke (2013) - Αρχείο ΜΟΤΟ

Αυτό που έλειπε!
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

25/7/2019

Το Duke 390 ανέκαθεν αποτελούσε μια μοτοσυκλέτα που στοίχειωνε τα όνειρα των νεαρών -και όχι μόνο- αναβατών. Από την πρώτη μας κιόλας επαφή μαζί του, στην παρουσίασή του μέσα στο "σπίτι" του το Mattighofen της Αυστρίας, μας κατέστησε σαφές ότι το fun είναι το κυρίαχο στοιχείο του χαρακτήρα του. Ένα στοιχείο, που έμεινε αναλοίωτο σε όλες τις επόμενες γενιές του!

 

Το άρθρο προέρχεται από το αρχείο του περιοδικού ΜΟΤΟ και αναδημοσιεύεται από την αρχική του μορφή δίχως αλλαγές. Αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού, μαζί με τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αντιγραφή, οικειοποίηση μέρους ή του συνόλου του κειμένου και των φωτογραφιών, παραλλαγή ή χρήση πέραν της ανάγνωσης

 

Αυτό που έλειπε!

Η Apple δεν θα μπορούσε να κατασκευάσει ούτε ένα απλό κομπιουτεράκι χωρίς να διαθέτει οθόνη αφής, όπως και η Monica Bellucci δεν θα έπαιζε ποτέ μα ποτέ στο Misery του Stephen King. Όπως όλα τα παραπάνω δεν θα μπορούσαν να συμβούν σε κανένα σύμπαν, έτσι και η ΚΤΜ δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να φτιάξει μια μεσαίου κυβισμού μοτοσυκλέτα που δεν θα ξεχείλιζε από ζωντάνια, νεύρο και αίσθηση...

Είναι αλήθεια πως η οικογένεια των Duke χαρακτηρίζονταν από ένα χάσμα... γενεών. Από τη μια μεριά είχαμε τα 125 και 200 Duke, την χαρά του entry level χούλιγκαν, κι από την άλλη τα 690 και 990 Super Duke, τη χαρά του "αυτόφωρου". Όσοι ήθελαν να παραμείνουν πιστοί στην οικογένεια των ευγενών από το Mattighofen έπρεπε να κάνουν ένα σημαντικό άλμα δεδομένων και επιδόσεων, για το οποίο -κακά το ψέματα- δεν ήταν όλοι έτοιμοι. Δεν ήταν όμως μόνο αυτοί που ένιωθαν να τους λείπει αυτό το σκαλοπάτι, αλλά κι ένα μεγάλο μέρος του κοινού που σύντομα θα έψαχνε να βρει την διάδοχη κατάσταση σε αυτό που οδηγούσε. Το 2012 ήταν μια χρονιά ρεκόρ σε πωλήσεις για την ΚΤΜ, εκ των οποίων σχεδόν οι μισές οφείλονταν σε μοτοσυκλέτες δρόμου, και σίγουρα δεν ήταν τα μεγαλύτερα Duke που έκαναν τη διαφορά, αλλά οι δύο μικρές εκδόσεις των 125 και 200 κυβικών. Άλλωστε το 200 ήταν το πιο καλοπουλημένο street της εταιρείας για την χρονιά που πέρασε. Δημιουργείται λοιπόν έτσι ένα εν δυνάμει κοινό που ψάχνει το επόμενο βήμα. Προσθέστε στους παράγοντες και την δημιουργία της κατηγορίας Α2 στις άδειες οδήγησης που ισχύει από την αρχή της φετινής χρονιάς... και εγένετο 390 Duke!


Το μεγαλύτερο μικρό Duke συναρμολογείται κι αυτό εκεί απ' όπου βλέπουν το φως της παραγωγής και τα δύο μικρότερα, στην Ινδία δηλαδή, και θα είναι η πρώτη μοτοσυκλέτα της εταιρείας που θα πωλείται σε όλες τις αγορές παγκοσμίως που υπάρχει δίκτυο της ΚΤΜ. Αυτό είναι ίσως και το καλύτερο –εμπορικά- ατού που διαθέτει ο κυβισμός. Τα μεν 125 και 200 αφορούν περισσότερο της λεγόμενες αναδυόμενες οικονομίες, όπως της Ασίας και της Νότιας Αμερικής, ενώ τα μεγαλύτερα street μοντέλα της ΚΤΜ στόχευαν στις αναπτυγμένες αγορές του δυτικού κόσμου. Το 390 όμως τους αφορά όλους, καθώς είναι μια άσκηση ισορροπίας ανάμεσα σε δύο κόσμους. Εκμεταλλεύεται την χρηστικότητα και την ευκολία των μικρών σε συνδυασμό με επιδόσεις και δυνατότητες μιας μεγάλης μοτοσυκλέτας. Πώς το κάνει αυτό; Εμείς ταξιδέψαμε μέχρι το "σπίτι" της ΚΤΜ για να το διαπιστώσουμε, φτάνοντας στην Αυστρία κατά τη διάρκεια της πιο κρύας άνοιξης που έζησε η χώρα τα τελευταία εβδομήντα χρόνια...

 

Βαλς με έναν Δούκα
Είναι η πρώτη φορά που για την παρουσίαση μιας street μοτοσυκλέτας η ΚΤΜ προσκαλεί τους δημοσιογράφους απ' όλο τον κόσμο στην έδρα της. Αυτό και μόνο το γεγονός δείχνει την βαρύτητα που δίνουν οι αυστριακοί στο πιο πρόσφατο δημιούργημά τους. Η παρουσίαση μάλιστα συνοδευόταν κι από μια σύντομη επίσκεψη στο εργοστάσιο και τις γραμμές παραγωγής, ούτως ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα την δυναμική που κρύβει μέσα της η εταιρεία του Mattighofen. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το ότι για να γνωρίσεις καλύτερα μια γυναίκα είναι απαραίτητο να πας σπίτι της και να σου μαγειρέψει...
Πριν το φαγητό όμως επιβάλλεται χορός, που στο δικό μας παράλληλο σύμπαν μεταφράζεται σε μια γεμάτη μέρα οδήγησης στα πέριξ του Salzburg. Από πόλη και μποτιλιάρισμα, με ολίγη από autobahn και μπόλικο ορεινό στροφιλίκι. Όλο το πεδίο δράσης δηλαδή του 390 Duke, που πλέον βάζει και το ταξίδι -έστω και σχετικά μικρής εμβέλειας- στην εξίσωση των επιλογών του.
Πέρα απ' αυτό πάντως, για όσους έχουν οδηγήσει τις μικρότερης εκδόσεις, η αίσθηση του 390 δεν θα γινόταν να είναι πιο οικεία. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού ΟΛΕΣ οι διαστάσεις είναι ακριβώς ίδιες. Η θέση οδήγησης τοποθετεί τον αναβάτη στην ίδια επιθετική στάση ακριβώς, με τον μπροστινό τροχό να βρίσκεται λίγο πιο μπροστά από εκεί που κάθεται, με τα μαρσπιέ να στέλνουν τα πόδια ψηλά και πίσω, τα γόνατα να φωλιάζουν στις εσοχές του ρεζερβουάρ, και τα χέρια να ανοίγουν σε φυσιολογικές γωνίες χάρη στο σχετικά φαρδύ τιμόνι του Duke. Παραδόξως, αν και στην αρχή χρειάζεται συνήθεια αυτή η θέση, καθώς τις πρώτες φορές που ανεβάζεις τα πόδια αντί για τα μαρσπιέ πατάς τους λεβιέδες των ταχυτήτων και του φρένου, δεν είναι καθόλου άβολη ακόμη και για πιο ψηλούς αναβάτες. Όσο κινείσαι, τόσο αντιλαμβάνεσαι το πόσο ωφέλιμη εργονομικά είναι η θέση οδήγησης, χαρίζοντας εξαιρετικό έλεγχο.


Όσο όμως κι αν αυτή η αίσθηση οικειότητας προσπαθεί φιλότιμα να σε ρίξει στην παγίδα του "μία από τα ίδια", κοντράρει πάνω στον καινούργιο κινητήρα που κάνει ξεκάθαρο με το καλημέρα πως έχεις να κάνεις με νέα δεδομένα. Κατ' αρχήν ο ήχος που σε καλωσορίζει πιο γεμάτος, ελαφρώς πιο μπάσος και πιο μεστός, διαλύει κάθε αμφιβολία πως κάτω από τα πόδια σου ένα έμβολο παλινδρομεί σε μεγαλύτερο χώρο. Ένας ζωντανός μονοκύλινδρος ήχος απελευθερώνεται από το τελικό της εξάτμισης, τον οποίο ο επανασχεδιασμένος τριοδικός καταλύτης δεν καταφέρνει να ξενερώσει, ενώ όσο ανεβαίνουν οι στροφές τόσο βελτιώνεται και το σάουντρακ. Και οι στροφές ανεβαίνουν εύκολα και γρήγορα. Η ευστροφία είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου μονοκύλινδρου και πλέον, τώρα που υπάρχει περισσότερη δύναμη και άριστα κατανεμημένη σε όλο το φάσμα των στροφών, μέσα στην πόλη το 390 Duke αποτελεί το φάρμακο κατά της ανίας. Όσο κι αν δυσκολεύεστε να το πιστέψετε, το Salzburg είναι μια πόλη με έντονο κυκλοφοριακό πρόβλημα και οι περισσότεροι κεντρικοί δρόμοι έχουν το πολύ δύο λωρίδες για κάθε κατεύθυνση.

Εκεί λοιπόν που ακόμη και έμπειροι κουριεράδες θα σιχτίριζαν την τύχη τους, το Duke απλά... διασκεδάζει. Με πιο "γεμάτες" χαμηλές και μεσαίες στροφές, δεν χρειάζεται πλέον η βοήθεια από το πατινάρισμα που ήταν μόνιμος σύντροφος στα 125 και 200, κάτι στο οποίο δεν βοηθά και η σχετικά σκληρή αίσθηση του συμπλέκτη (απορίας άξιο γιατί δεν χρησιμοποίησαν την τεχνολογία FCC που διαθέτουν για το μεγάλο Adventure, την οποία χρησιμοποιεί και ο ανταγωνισμός -βλέπε Ninja 300). Το σκορτσάρισμα συμβαίνει μόνο αρκετά πιο κάτω από τις 2.000 στροφές, ενώ οι εξαιρετικά μικρές διαστάσεις του και ο μοχλός από το τιμόνι ανάγουν τις σφήνες σε επιστήμη. Όσο κι αν προσπάθησα να αφομοιωθώ στο γενικότερο κλίμα πειθαρχίας που επικρατεί στους αυστριακούς δρόμους, μένοντας υπομονετικά πίσω από τα αυτοκίνητα, χωρίς να περνάω μπροστά σε κάθε ευκαιρία και χωρίς διήθηση (sic) ανάμεσά τους, το Duke έβαζε φιτιλιές και... μ' έριχνε στην αμαρτία. Να θέλεις ν' αγιάσεις και το Duke να μην σ' αφήνει ένα πράγμα! Αν το τιμόνι είχε και λίγο μεγαλύτερο κόψιμο, τότε ακόμη εκεί θα ήμουν και θα έκοβα βόλτες γύρω από το άγαλμα του Mozart!

Μέσα στην πόλη το 390 Duke αποτελεί το φάρμακο κατά της ανίας

Όπως πρέπει
Ευτυχώς (αλλά ταυτόχρονα και δυστυχώς) η οδήγηση μέσα στην πόλη δεν είχε μεγάλη διάρκεια και μετά από λίγα χιλιόμετρα βρεθήκαμε περιτριγυρισμένοι από χιονισμένες πλαγιές και δρόμους που ίσα-ίσα είχε λιώσει ο πάγος πάνω τους. Η πρόσφατη εμπειρία από το 200 Duke στην βροχή έκανε το σβέρκο και την πλάτη μου πίστα dragster για σταγόνες κρύου ιδρώτα. Τζάμπα όμως, γιατί πλέον τα ελαστικά της MRC με τα οποία εφοδιάζονται τα δύο μικρότερα Duke, έχουν δώσει την θέση τους στα Metzeler M5. Καμία σχέση! Εκεί που το 200 άρχιζε να γλιστράει στη μυρωδιά και μόνο υγρασίας, τα Metzeler έβρισκαν πρόσφυση ακόμη και σε φρεσκολιωμένο χιόνι. Μπορούσαν να διαχειριστούν πολύ καλύτερα και την παραπάνω δύναμη, αλλά και τις δυνάμεις που ασκούνταν στα φρένα κάθε 50 μέτρα (τόσο κρατούσαν τα μικρά ευθειάκια μεταξύ των στροφών). Έχοντας την εμπιστοσύνη που χρειαζόμουν σε τέτοιες κρύες συνθήκες, είχα και την δυνατότητα να εκμεταλλευτώ κι άλλη μια δυνατότητα που προσφέρει το 390: την "μία πάνω". Με τον τρόπο που έχει κατανεμηθεί η δύναμη και την γραμμικότητα της απόδοσης, υπάρχει σαφώς η δυνατότητα να έχεις μόνιμα μια τρίτη -στα πολύ κλειστά- ή τετάρτη -στα πιο ανοιχτά- κομμάτια για να οδηγείς με ροή και σβέλτα. Από την άλλη, αυτό λειτουργεί και αντισταθμιστικά στην αρκετά ευαίσθητη και παραπάνω ίσως απ' ό,τι θα έπρεπε απόκριση του γκαζιού στις χαμηλές στροφές-γεγονός με το οποίο συμφώνησε και ο υπεύθυνος εξέλιξης της ECU για το 390 Duke- έτσι ώστε να μην ταράζεται η ισορροπία της μοτοσυκλέτας. Ειδικά από τις 6.000 και πάνω μέχρι τον κόφτη στις 10.500 στροφές, η δύναμη παρέχεται γενναιόδωρα και απρόσκοπτα. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάτω από τις 6.000 δεν υπάρχει ζωή, απλώς από εκείνο το σημείο κι ύστερα γίνεται πιο άμεσα αντιληπτός ο ρυθμός παροχής της δύναμης.


Αποκτώντας αυτή τη ροή ανακαλύπτεις κι άλλες κρυμμένες αρετές του Duke. Για παράδειγμα, παρά το γεγονός ότι αμορτισέρ και πιρούνι είναι ακριβώς ίδια με των μικρότερων της οικογένειας, οι εσωτερικές ρυθμίσεις είναι πιο σφιχτές και σκληρές στο 390. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα σε μικρές ταχύτητες και σε συνθήκες αστικής μετακίνησης, οι αναρτήσεις του Duke να μην συμπιέζονται αρκετά και να νιώθεις μια σκληρή αίσθηση, παρά τα 10 περισσότερα κιλά του βάρους του. Μόλις όμως αρχίσεις να το οδηγείς με σβέλτη ροή και πιο επιθετικά, καταλαβαίνεις ότι η συμπεριφορά των αναρτήσεων είναι αυτή που θα έπρεπε να είναι. Υπάρχει σίγουρα ο συμβιβασμός στην άνεση όταν μιλάμε για διεκπεραιωτικές διαδρομές, αλλά αποζημιώνεσαι με το παραπάνω όταν αρχίζει να πιέζεις, και το 390 Duke είναι η αλήθεια πως αφήνει αρκετά ικανοποιητικά περιθώρια για πίεση. Τότε είναι που νιώθεις ότι οδηγείς ένα αρμονικό σύνολο, που παρά τις μικρές διαστάσεις του σου εμπνέει σιγουριά ακόμη κι όταν στρίβεις σε παρατεταμένες ανοιχτές καμπές με πάνω από 140 στο κοντέρ, ή όταν έχεις σύμμαχο την σταθερότητα καθώς παλεύεις με τον αέρα σκυμμένος πάνω από το ρεζερβουάρ στην εθνική, με το κοντέρ να ξεπερνά τα 160.


Αυτή η σταθερότητα και οι επιδόσεις του είναι μεν πλεονεκτήματα που ανοίγουν και ταξιδιωτικές προοπτικές για το μικρό Duke, αλλά από την άλλη, η σχετικά σκληρή σέλα και η παντελής έλλειψη προστασίας μειώνουν κάποιο ποσοστό από το βεληνεκές του. Ενθαρρυντικά όμως ήταν τα δεδομένα από την κατανάλωσή του 390 Duke, καθώς αν και δεν γεμίσαμε κατά την διάρκεια της δοκιμής με καύσιμα, μετά από 170 περίπου χιλιόμετρα ο ψηφιακός δείκτης είχε πέσει στο μισό τους ρεζερβουάρ των 11 λίτρων. Μπορεί να μην είναι μια άκρως αξιόπιστη ένδειξη, αλλά τουλάχιστον δίνει ένα μέτρο της πραγματικά μικρής κατανάλωσης.
Εκεί όμως που πραγματικά το 390 Duke αξίζει τα εύσημα, είναι για το πακέτο φρένων που διαθέτει. Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για το ίδιο πακέτο με των μικρότερων Duke τα οποία έχουν να διαχειριστούν περισσότερο βάρος και παραπάνω δύναμη, τα δισκόφρενα της Bybre, ανταποκρίνονται άριστα στο ρόλο τους. Δύναμη, προοδευτικότητα και πληροφόρηση είναι σε κορυφαίο επίπεδο, ενώ η συνεργασία με το ABS της Bosch είναι υποδειγματική. Σε καμία περίπτωση δεν υπήρχε άκαιρη ενεργοποίηση του συστήματος, ενώ κι όταν αυτό συνέβαινε η ανάδραση σε μανέτα και λεβιέ ήταν έως και μηδενική. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως σύμφωνα με τα λεγόμενα του Thomas Kuttruf, του PR manager της ΚΤΜ, η Bosch συνεργάζεται στενά με την εταιρεία για την εφαρμογή νέων τεχνολογιών.

Σήμα κατατεθέν για όλη την οικογένεια των Duke το σχήμα της μάσκας και του προβολέα, ενώ το μικρό ζελατινάκι μπροστά από τα όργανα εξυπηρετεί καθαρά και μόνο αισθητικούς σκοπούς

 

Κομμάτι του παζλ

Η έλευση του 390 Duke είναι ακόμη ένα κομμάτι που έρχεται να συμπληρώσει σιγά-σιγά μια μεγαλύτερη, ευρύτερη εικόνα. Η ΚΤΜ διαβλέπει τις τάσεις και την κατεύθυνση της αγοράς και γεμίζει τα κενά της δίχως να χάνει την εταιρική της ταυτότητα και φιλοσοφία. Εστιάζει σε νέες αγορές και κατηγορίες εισάγοντας όμως μοτοσυκλέτες που διαθέτουν το πνεύμα που διαποτίζει κάθε προϊόν των αυστριακών. Το ίδιο έκανε με το 390 Duke. Το έργο όμως δεν σταματά εκεί. Η ΚΤΜ έχει μελλοντικά πλάνα που ακόμη πιο μεγαλόπνοα. Είναι ήδη γνωστό ότι η σειρά των μικρών Duke θα αποτελέσει την βάση για μια αντίστοιχη οικογένεια supersport μοτοσυκλετών (τα RC3), ενώ στο πιο βαθύ μέλλον ετοιμάζεται ήδη η σειρά που θα αποτελεί ένα υβρίδιο ανάμεσα σε supermoto και on-off μοτοσυκλέτες (και θυμηθείτε στο μέλλον πού το διαβάσατε αυτό για πρώτη φορά...). Ο καθένας λοιπόν μπορεί να καταλάβει το πόσο σημαντικό είναι να μπουν από την αρχή οι σωστές βάσεις. Σε επίπεδο προ-παραγωγής (όπως ήταν οι μοτοσυκλέτες που οδηγήσαμε) υπάρχουν ακόμη μερικοί τομείς με περιθώρια βελτίωσης, όπως για παράδειγμα η δυσκολία που είχαν πολλές από τις μοτοσυκλέτες να ξαναπάρουν μπροστά όταν ήταν ζεστοί οι κινητήρες, ένας λίγο πιο μαλακός σε λειτουργία συμπλέκτης και ίσως μια ελαφρώς πιο άνετη σέλα για τον αναβάτη. Αν σε αυτούς τους τομείς γίνει αυτό που πρέπει, τότε δεν θα μιλάμε απλώς για σωστές βάσεις, αλλά για ακλόνητα θεμέλια.

Tech Box
Πλαίσιο – αναρτήσεις - φρένα

Το πλαίσιο του 390 Duke παραμένει ένα ατσάλινο σωληνωτό χωροδικτύωμα. Μάλιστα, είναι ακριβώς ίδιο με τα πλαίσια των μικρότερων Duke (των 125 και 200), καθώς όπως είχαμε γράψει και στις δοκιμές των συγκεκριμένων εκδόσεων, οι δυνατότητές του υπερκάλυπταν και με το παραπάνω τις απαιτήσεις διαχείρισης των δυνάμεων και της ισχύος του κινητήρα. Η μόνη διαφορά είναι καθαρά αισθητική, αφού το πλαίσιο του 390 είναι βαμμένο πορτοκαλί, έτσι ώστε να δημιουργεί οπτικά περισσότερες γέφυρες με τα μεγαλύτερα Duke. Το υποπλαίσιο είναι κι αυτό ατσάλινο, όχι αφαιρούμενο, ενώ και η σχετικά συντηρητική γεωμετρία (κάστερ 25° και ίχνος 100mm) των μικρών Duke έχει διατηρηθεί αναλλοίωτη.
Το ανεστραμμένο μπροστινό των 43 χιλιοστών, είναι ίδιο με των μικρότερων Duke και έχει εξελιχθεί από την WP (που ανήκει στην ΚΤΜ) αλλά κατασκευάζεται στην Ινδία από την Endurance, η οποία ανήκει κι αυτή εξολοκλήρου στην Bajaj! Η διαδρομή των τροχών είναι ίδια εμπρός και πίσω στα 150mm, ενώ η μοναδική ρύθμιση για την οποία υπάρχει δυνατότητα, είναι η προφόρτιση του ελατηρίου στο αμορτισέρ, το οποίο είναι κι αυτό προϊόν της συγκεκριμένης συνεργασίας.
Οι τροχοί είναι της κινεζικής Jingfi και φιλοξενούν το ίδιο πακέτο φρένων από την Bybre -την ινδική έκδοση της Brembo (By Brembo)- με την ακτινική δαγκάνα, τον δίσκο των 300mm εμπρός και των 230 χιλιοστών πίσω. Το ABS είναι στάνταρ στον εξοπλισμό της μοτοσυκλέτας και είναι η γνωστή μονάδα 9MΒ της Bosch που λειτουργεί με δύο κανάλια -ανεξάρτητα δηλαδή για εμπρός και πίσω- με δυνατότητα απενεργοποίησης μέσω ενός... κρυφού (τουλάχιστον στα μοντέλα προ-παραγωγής που οδηγήσαμε) διακόπτη, ενώ το συνολικό βάρος που προστίθεται με όλα τα περιφερειακά εξαρτήματα του συστήματος είναι δύο κιλά.

Ολόιδιο, πέρα από την χρωματική επιλογή, είναι το πλαίσιο και το υποπλαίσιο του 390 Duke με τα αντίστοιχα από τα μικρότερα αδέρφια του, ακθώς επίσης και το αμορτισέρ της WP που φτιάχνεται από την Endurance

 

Tech Box

Κινητήρας

Για την δημιουργία του νέου 390, τα τμήματα R&D της ΚΤΜ και της Bajaj συνεργάστηκαν από κοινού στην κατασκευή ενός καινούργιου κινητήρα, ο οποίος φυσικά και βασίζεται στις προηγούμενες εκδόσεις των 125 και 200 κυβικών. Πιο συγκεκριμένα, η χωρητικότητα των 373,2 κυβικών προέρχεται από αύξηση της διαμέτρου του εμβόλου στα 89mm (από 72mm στο 200) και της διαδρομής του στροφάλου στα 60mm (από 49mm στο 200 αντίστοιχα). Για την δημιουργία μάλιστα των νέων δεδομένων, η ΚΤΜ χρησιμοποίησε την τεχνογνωσία της από τους κινητήρες υψηλών επιδόσεων στα motocross μοντέλα της, όπως συνέβη και στους μικρότερους κυβισμούς. Οι βαλβίδες εισαγωγής μεγάλωσαν σε διάμετρο, φτάνοντας τα 35mm (από 28,5mm του 200) και οι εξαγωγής τα 29mm (από 24mm αντίστοιχα), ενώ η περιεχόμενη γωνία τους παρέμεινε στις 29,5°. Τα βασικά μέρη του κινητήρα, όπως τα κάρτερ και η κεφαλή, παρέμειναν ίδια με των μικρότερων Duke, όμως ο κύλινδρος είναι εντελώς καινούργιος, όχι μόνο λόγω των διαφορετικών διαστάσεων, αλλά και γιατί πλέον διαθέτει επίστρωση Nicasil, ενώ οι αντίστοιχοι των 125/200 διαθέτουν χιτώνια. Ο σφυρήλατος, μονοκόμματος στρόφαλος συνδυάζεται με μια επίσης σφυρήλατη ατσάλινη μπιέλα κι ένα έμβολο με τρία ελατήρια, το οποίο είναι κι αυτό σφυρήλατο σε αντίθεση με τα χυτά έμβολα που χρησιμοποιούνται στα Duke 125 και 200. Τα ενδιάμεσα κοκοράκια που ελέγχουν την κίνηση των βαλβίδων έχουν επίστρωση DLC -μια πάγια τεχνική της ΚΤΜ- ενώ ο κινητήρας του 390 Duke διαθέτει και έναν αντικραδασμικό άξονα, ο οποίος είναι αρκετά αποτελεσματικός.

Ο λόγος συμπίεσης είναι αρκετά υψηλός (12,5:1) σε σύγκριση με του 200 (11,5:1), αλλά ίδιος με τον αντίστοιχο του 125. Οι εκκεντροφόροι είναι ίδιοι σε προφίλ με των μικρότερων κυβισμών, αλλά διαφορετικής διαμέτρου είναι το σώμα του ψεκασμού που στο 390 φτάνει τα 46 χιλιοστά, ενώ αντίστοιχα στο 200 είναι 38mm και στο 125 33mm. Αντίστοιχα μεγαλύτερο είναι το φιλτροκούτι όπως και το μπεκ, το οποίο ελέγχεται από την ECU της Bosch που είναι κοινή και στις τρεις εκδόσεις και κατασκευάζεται στην Ινδία με την άδεια της γερμανικής φίρμας.

Μια από τις σημαντικές διαφορές του συγκεκριμένου κινητήρα σε σχέση με τους άλλους δύο μικρότερους της οικογένειας, είναι πως στο 390 υπάρχουν δύο αντλίες λαδιού αντί για μία. Η μία είναι για να στέλνει με υψηλή πίεση το λάδι για την λίπανση και η άλλη κάνει την αναρρόφηση του λαδιού από τον στροφαλοθάλαμο. Αυτό συμβαίνει γιατί με την χρησιμοποίηση του ίδιου κάρτερ με τους μικρότερους κινητήρες, ο στρόφαλος του 390 εδράζεται πιο χαμηλά μέσα στον κινητήρα.

Στις επιμέρους διαφορές συγκαταλέγεται το ελαφρώς μεγαλύτερο ψυγείο, ποου είναι τοποθετημένο στο κάτω μέρος μπροστά από την καρίνα, ενώ λίγο μεγαλύτερος και βαρύτερος είναι και ο καταλύτης του τελικού της εξάτμισης, που είναι τοποθετημένη κάτω από τον κινητήρα για καλύτερη συγκέντρωση των μαζών, στα πρότυπα των σύγχρονων supersport μοτοσυκλετών. Για να δημιουργηθεί χώρος για τον καταλύτη οι άξονες του κιβωτίου που έχει επανασχεδιαστεί είναι τοποθετημένοι κατακόρυφα, ενώ έχει τοποθετηθεί κι ένας μεγαλύτερος συμπλέκτης για καλύτερη διαχείριση της παραπάνω ισχύος και ροπής. Το αποτέλεσμα είναι να ζυγίζει ο κινητήρας μόλις 36 κιλά, σε σύγκριση με τα 28 κιλά των κινητήρων από τα 125/200. Το ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ των service έχει καθοριστεί στα 7.500 χιλιόμετρα.

Η απόδοση του κινητήρα είναι 44 άλογα, τα οποία αποδίδονται στις 9.500 στροφές (η τριπλάσια ιπποδύναμη δηλαδή από το 125, αλλά στις ίδιες στροφές), ενώ σχεδόν διπλάσια είναι και η ροπή του (3,5kgm στις 7.250 στροφές) από το 200 Duke. Λόγω όμως του ότι υπερβαίνει το όριο της ευρωπαϊκής οδηγίας για την κατηγορία διπλωμάτων Α2, σε ό,τι αφορά τον λόγο kW/kg, θα υπάρχει κιτ για περιορισμό της ισχύος στα 30kW (41,2HP) ώστε να φτάνει ο λόγος στο επιθυμητό 0,2kW/kg, το οποίο δεν θα είναι κάτι περισσότερο από ένα... στοπ στο γκάζι.

Διαφορετικές είναι οι σχέσεις (μακρύτερες) στο κιβώτιο του 390 σε σχέση με του 200, όπως μακρύτερη είναι και η πρωτεύουσα μετάδοση λόγω της αυξημένης ιπποδύναμης. Ο λόγος της τελικής μετάδοσης όμως παρέμεινε ίδιος, πράγμα που σημαίνει ότι τα γρανάζια της θα είναι κοινά ανταλλακτικά και για τις τρεις εκδόσεις
 
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ 390 Duke
Αντιπρόσωπος:
KTM SEE
Τιμή:
Αναμένεται
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μεταξόνιο (mm):
1367
Απόσταση από το έδαφος (mm):
172
Ύψος σέλας (mm):
800
Ίχνος (mm):
100
Γωνία κάστερ (˚):
25
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Ατσάλινο σωληνωτό χωροδικτύωμα
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
139 / 148
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, μονοκύλινδρος, υγρόψυκτος, με 4 βαλβίδες και 2ΕΕΚ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
89 x 60
Χωρητικότητα (cc):
373,2
Σχέση συμπίεσης:
12,5:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
44 / 9.500
Ροπή (kg.m/rpm):
3,5 / 7.250
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
117,9
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός
Σύστημα εξαγωγής:
1 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
Σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm
1η
2,666 / 5
2α
1,857 / 7
3η
1,421 / 9
4η
1,142 / 12
5η
0,956 / 14
6η
0,875 / 15
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός πολύδισκος
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Με γρανάζια / 2,666
Τελική μετάδοση / σχέση:
Με αλυσίδα / 3,214
 
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ
 
Κενή
Γεμάτη
Θεωρητικά
3,15
3,36
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ένα αμορτισέρ WP χωρίς μοχλικό
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
150 / -
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
4,00 x 17''
Ελαστικό:
150/60 ZR 17
ΦΡΕΝΟ
Δίσκος 230mm με δαγκάνα ενός εμβόλου
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι WP
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
150 / 43
Ρυθμίσεις:
-
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
3,00 x 17''
Ελαστικό:
110/70 ZR 17
ΦΡΕΝΟ
Δίσκος 300mm με ακτινική δαγκάνα Bybre τεσσάρων εμβόλων
 
ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
 
ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΑΝΑ ΣΧΕΣΗ
Κόφτης:
10.500
Μέγιστη ισχύς:
9.500
 
 
1η
53
2α
76
3η
99
4η
124
5η
148
6η
161
 

 

Δοκιμή Yamaha XT 1200Z Super Tenere Raid Edition 2018

Αγέρωχο!
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

12/1/2022

Το κύκνειο άσμα του μεγαλύτερου - απ’ όλες τις απόψεις – Super Tenere της Yamaha στην τελευταία δοκιμή του επί ελληνικού εδάφους:

Το Super Tenere δεν νοιάζεται για την γνώμη των άλλων, παρά μόνο για τον αναβάτη του. Στη σέλα του είσαστε σε έναν άλλο, καθαρά δικό σας κόσμο και ο μόνος που είναι ευπρόσδεκτος είναι ο συνεπιβάτης…

 

Το χρυσό όνομα, το σωστό μέγεθος, το καλύτερο χρώμα.. η νέα Raid έκδοση του Yamaha Super Tenere φτιάχτηκε με μία αφορμή και μία αιτία. Η αιτία ήταν να δώσει μία ώθηση στο μοντέλο που έχει μείνει καιρό χωρίς ανανέωση και δεν απασχολεί την επικαιρότητα κι αφορμή η παγκόσμια περιοδεία του νέου μικρού Tenere, εκείνου που θα δούμε σε λίγο καιρό να παρουσιάζεται επίσημα ολοκληρώνοντας πρώτα τον γύρo του κόσμου. Αυτή η έκδοση ήταν η αφορμή και για εμάς, να το πάρουμε μαζί μας στο φετινό MEGA TEST δοκιμάζοντας τις ημι-ενεργητικές αναρτήσεις που έχει δεχτεί εδώ και δύο σχεδόν χρόνια. Το Super Tenere ήταν η καλύτερα εξοπλισμένη ιαπωνική της κατηγορίας, και η πρώτη ανάμεσά τους που έβαλε ημι-ενεργητικές αναρτήσεις. Το πρόβλημα είναι πως βρισκόταν πάντα ένα βήμα πίσω από τον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό, όχι τώρα, αλλά από την πρώτη στιγμή όταν και παρουσιάστηκε. Στην χώρα μας αυτό δεν έχει μεγάλη σημασία για μία μερίδα ανθρώπων που τις μοτοσυκλέτες τις αγοράζουν με το όνομα και μόνο.

Και η μερίδα αυτή είναι μεγάλη, πάρτε παράδειγμα από το Africa Twin. Μέχρι να παρουσιαστεί το CRF1000 και να μοσχοπουλήσει στην υπόλοιπη Ευρώπη, η μεγαλύτερη συγκέντρωση των Africa στην Ευρώπη ήταν στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει αντίστοιχο νούμερο για το θρυλικό ΧΤ600 Tenere αλλά θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο πως στην Ελλάδα υπάρχουν τα περισσότερα από κάθε άλλη χώρα της Ευρώπης. Είμαστε πιο πιστοί στις μοτοσυκλέτες παρά στην σύζυγο, αυτή είναι η γενική εικόνα, όπως και το γεγονός πως εξιδανικεύουμε για να μην μπούμε στην διαδικασία της αναζήτησης και πόσο μάλλον της ανάγκης για αγορά νέας μοτοσυκλέτας. Το όνομα Super Tenere αποτελεί ένα μικρό άβατο κι αντίστοιχα αντιμετωπίζεται η μεγάλη on-off, οι οπαδοί της βρίσκονται παντού: Στα πάρκινγκ της εθνικής που θα σταθμεύσεις για λίγο ενώ οδηγείς, καβάλα σ’ ένα ΧΤ550 που θα σε κυνηγούν στα φανάρια να σε προσκαλέσουν για καφέ, τους βλέπεις σε σχόλια στο Facebook και τους συναντάς σε κάθε μεγάλη παρέα. Τότε γιατί δεν πουλάει αντίστοιχα το Super Tenere; Γιατί το κάνουν test ride πριν το οδηγήσουν… Κι εντάξει εμάς θα μας αφορίσουν για αυτά που γράφουμε για το Super Tenere, αλλά η οργισμένη αντίδραση για την αντίθετη άποψη κρατά μέχρι να έρθει η στιγμή να βάλεις το χέρι στην τσέπη, εκεί σοβαρεύουν τα πράγματα.

Η συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα ήρθε στην Ελλάδα μετά από πολύ κόπο της ΜΟΤΟΔΥΝΑΜΙΚΗΣ που την αγόρασε για να της κάνουμε χιλιόμετρα, να την πάρουμε μαζί μας στο MEGA TEST και την ευχαριστούμε θερμά για αυτό. Η κριτική μας βέβαια είναι άλλο κομμάτι, κι έτσι πρέπει να είναι πάντα. Η Super Tenere δεν μπορεί να σταθεί απέναντι στον ανταγωνισμό, εκτός κι αν αυτός περιλαμβάνει Varadero, ή Crosstourer χωρίς το DCT κιβώτιο ή κάτι αντίστοιχα δύσκολο στο χώμα. Συγκριτικά με το που έχει φτάσει ο ανταγωνισμός, το GS και το Tiger 1200 που το ακολουθεί κατά πόδας, ή πόσο μάλλον τα Multistrada και Adventure 1290, το Super Tenere δείχνει σε άλλη κατηγορία. Οι δυνατότητές του στο χώμα είναι περιορισμένες μπροστά στις νέες on-off παρόλο που εξακολουθεί μετά από όλο αυτό το διάστημα, να διαθέτει ένα εξαιρετικό traction control που επιτρέπει την πλαγιολίσθηση. Όμως το ABS βάζει φραγμούς, ο άξονας ακυρώνει το φρένο του κινητήρα και στο τέλος, η γρήγορη οδήγηση με το Super Tenere είναι κάτι που συμβαίνει με περισσότερους χτύπους στην καρδιά, ανάμεσα σε όλες τις υπόλοιπες στον ίδιο δρόμο. Οι παλμοί όμως πέφτουν, και αντίστοιχα ανεβαίνουν στους υπόλοιπους, μπροστά σε ζητήματα αξιοπιστίας.

Το Super Tenere έχει να δείξει λιγότερα θέματα από τους υπόλοιπους -δεν είναι απροβλημάτιστο, αλλά συγκριτικά με το GS της BMW σου δίνει την εντύπωση πώς θα παλέψει με τοίχο από μπετόν και θα κερδίσει. Αυτό είναι το στοιχείο που έκανε ορισμένους φίλους να θέλουν να το αποκτήσουν παρόλο που ήξεραν την άποψή μου για τις οδηγικές του ικανότητες. Και είμαι περήφανος για εκείνους καθώς αυτή είναι η πιο σωστή αγορά, συνειδητοποιημένη χωρίς παρωπίδες, χωρίς ψευδαισθήσεις. Όχι όπως έχουν μάθει να αντιμετωπίζονται στα καταστήματα, όπου αφορίζεται η δημοσιογραφική άποψη και προσπαθούν να πείσουν τον πελάτη πως είναι η καλύτερη μοτοσυκλέτα του κόσμου. Δεν υπάρχει τέτοια!

Οι δυο μας…

Κάνοντας περίπου 2.000 χιλιόμετρα μαζί του, χωρίς να υπολογίζουμε την διαδικασία του MEGA TEST και υποβάλλοντάς το στην δοκιμασία της σχολής οδήγησης του Chris Birch, όπως θα έχετε διαβάσει, το Super Tenere αποδεικνύει τις πτυχές που το κάνουν ξεχωριστό. Ορμή, αυτή η λέξη του ταιριάζει για αρχή. Καβαλάς και ταξιδεύεις σε εθνική κι επαρχιακούς δρόμους με μία αρχοντιά που δεν θα την βρεις αλλού, απόρροια του όγκου του και της μασίφ αίσθησης που απολαμβάνεις ανάμεσα στα πόδια σου. Για να αρχίσει να σε εκνευρίζει ο άξονας στα κατεβάσματα, να νιώθεις πώς σε περιορίζει στην ταχύτητα που θέλεις να πας, θα πρέπει να βρεθείς σε επαρχιακό δρόμο και μπροστά σου να έχεις ένα Advenure 1290 με κάποιον που έχει την διάθεση να οδηγεί το μεγάλο KTM, από μαρσπιέ σε μαρσπιέ. Ναι αυτό τον ρυθμό η μεγάλη Yamaha δεν μπορεί να τον υποστηρίξει, όμως ανάμεσα σε αυτό και την γρήγορη οδήγηση το περιθώριο είναι μεγάλο και θα βρεις το χώρο σου να βολευτείς! Οι αναρτήσεις δουλεύουν εξαιρετικά στην άσφαλτο, αλλά και σε χαλαρή οδήγηση στο χώμα κι αξίζουν συγχαρητήρια στην Yamaha που πέτυχαν με την πρώτη τον συνδυασμό.

Με δύο άτομα στη σέλα του, μπόλικα πράγματα στις εξαιρετικές του βαλίτσες κι αφετηρία οποιαδήποτε ελληνική πόλη, δεν υπάρχει σημείο στην Ελλάδα που να μην είναι ιδανική εκδρομή. Γιατί δεν θα οδηγείτε κυνηγώντας KTM, την τύχη σας ή την ζωή την ίδια. Μόλις το συμφωνήσουμε αυτό και θέσουμε το πλαίσιο, τότε μπορούμε να εκτιμήσουμε το Super Tenere από την αρχή και πιστέψτε με, στο πλαίσιο αυτό πρέπει να μπει η γνώμη του συνεπιβάτη. Θα το λατρέψει από το χώρο που έχει, από την απουσία κραδασμών και την απόσβεση των αναρτήσεων, όλα του υπόσχονται ένα όμορφο ταξίδι! Οι βαλίτσες αυτής της έκδοσης υπόσχονται πως θα είναι αδιάβροχες και είναι πραγματικά, αφαιρούνται και κουμπώνουν με ευκολία και ασφάλεια, καθώς έχουν ένδειξη που σου δείχνουν πως ασφάλισαν στην μοτοσυκλέτα και το μόνο μειονέκτημα, είναι πως δεν ανοίγει το καπάκι τελείως και αναγκάζεσαι να το κρατάς με το χέρι.

Από εκεί και πέρα το Super Tenere σε προκαλεί να το φορτώσεις, είναι ο φίλος σου που έρχεται να σε βοηθήσει στην μετακόμιση, και πιάνει δύο-δυο τα κομοδίνα να τα κατεβάσει από το φορτηγό, όταν εσύ έκανες διπλά δρομολόγια για να τα φορτώσεις. Ακόμη και αν περάσεις το όριο που έχουν οι βαλίτσες, και καλό θα ήταν να μην το κάνεις, ακόμα και τότε όμως, το Super Tenere παραμένει ιδανικά έτοιμο να σε συντροφεύσει παντού. Πολύ καλή προστασία από τον αέρα, σταθερότητα, ροπή από χαμηλά, ηλεκτρονικά βοηθήματα που δουλεύουν εξαιρετικά χωρίς να είναι η τελευταία λέξη της κατηγορίας, κι έπειτα το όνομά του και η εμφάνισή του, ιδιαίτερα σε αυτό το συγκεκριμένο μαύρο χρώμα, είναι τα δυνατά του σημεία.

Θα το θελήσεις λοιπόν όχι γιατί είναι το καλύτερο, αλλά με βάση πώς είναι το καλύτερο για σένα! Κι αν είναι έτσι τότε δεν σε νοιάζει τι λέει το ΜΟΤΟ ή το internet ή οι φίλοι σου, αν είναι το καλύτερο για εσένα κι αυτό θέλεις, τότε οι υπόλοιποι πρέπει απλά να υποκλιθούν και να ξέρεις πως η όψη του στον δρόμο, σε αυτή ακριβώς την στάση θα ωθήσει πολύ κόσμο.

 

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ YAMAHA XT 1200Z Super Tenere

Αντιπρόσωπος:

Μοτοδυναμική Α.Ε.Ε.

 

 

 

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

 

Μήκος

2.255mm

 

Ύψος

1.410mm

 

Μεταξόνιο

1.540mm

 

Απόσταση από το έδαφος

205

 

Ύψος σέλας

845(low)mm 870(High)mm

 

Ίχνος

126mm

 

Γωνία κάστερ

28°

 

Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):

780

Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):

620

Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):

850

Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):

460

 

ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ

266(280 με βάλιτσες)

(χωρίς καύσιμο:248,7 )

Πίσω

50%

Εμπρός

50%

Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:

2%

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

 

Τύπος:

Ατσάλινο σωληνωτό, ανοικτό, με τον κινητήρα ενεργό μέρος του, αφαιρούμενο υποπλαίσιο από αλουμίνιο

 

Πλάτος (mm):

980

 

Βάρος κατασκευαστή, άδεια/ γεμάτη (kg):

-/257

 

 

 

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

 

Τύπος:

Τετράχρονος, δικύλινδρος σε σειρά, με 2ΕΕΚ/4Βαλβίδες

 

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

98 x 79,5

 

Χωρητικότητα (cc):

1199

 

Σχέση συμπίεσης:

11:1

 

Ισχύς (HP/rpm):

112 / 7.250

 

Ροπή (kg.m/rpm):

11,9 / 6.000

 

Ειδική ισχύς (HP/l):

90

 

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός ride by wire

 

Σύστημα εξαγωγής:

2 σε 1

 

Σύστημα λίπανσης:

Ξηρό κάρτερ

 

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

Ρεζερβουάρ (l)

23 (4,2 ρεζέρβα)

 

 

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

 

Συμπλέκτης:

Υγρός, πολύδισκος, υδραυλική οδήγηση

 

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

 

Γρανάζια /1,466 (85/58)

 

Τελική μετάδοση / σχέση:

 

Άξονας/2,987 (21/25x32/9)

 

Συνολικές σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm

 

1η

2,769

 

2α

2,063

 

3η

1,571

 

4η

1,250

 

5η

1,042

 

6η

0,929

 

ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ

 

Ρύθμιση βαλβίδων (km):

Kάθε 40.000

 

Αλλαγή λαδιού (km):

Στα 1.000 και κάθε 10.000

 

Ποσότητα λαδιού με/χωρίς φίλτρο (l):

3,4/3,1

 

Φίλτρο λαδιού / αλλαγή (km):

Cartidge/10.000

 

 

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ

 

Km/h

Sec

Μέτρα

 

0-50

1,87

  13,10

 

0-100

4,12

  61,42

 

0-150

8,57

  220,16

 

0-200

24,36

1027,7

 

0-250

 

 

 

 

 

ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ

 

Μέτρα

Sec

km/h

 

0-400

12,52

172,7

 

0-1.000

24,08

198,15

 

 

 

ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΜΑ

 

Km/h

Sec

Μέτρα

 

80-140

4,38

140,60

 

 

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ (sec/μέτρα)

 

Km/h

4η

5η

6η

 

40-80

3,31/54,60

4,38/72,91

-

 

80-120

3,51/97,86

4,58/128,22

5,08/141,94

 

120-160

4,54178,53

6,01/235,26

6,94/271,59

 

160-200

 

 

 

 

200-240

 

 

 

 

 

 

ΦΡΕΝΑΡΙΣΜΑ

 

Km/h

Sec

Μέτρα

 

120-40

2,63

59,21

 

 

 

ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ

 

 

Κενή

Γεμάτη

 

Θεωρητικά

-

2,41

 

Πραγματικά

2,75

2,95

 

 

 

ΠΙΣΩ

 

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

 

ΠΙΣΩ

 

ΤΥΠΟΣ

Ένα αμορτισέρ παράκεντρα τοποθετημένο με μοχλικό

 

Διαδρομή τροχού (mm):

190

 

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίου απόσβεση επαναφοράς χωρίς εργαλεία

 

ΤΡΟΧΟΣ

 

Ζάντα:

6 x17’’ Αλουμινίου Tubeless

 

Ελαστικό:

150/70R -17 Brigdestone BW 501

 

ΦΡΕΝΟ

 

Ένας δίσκος 282mm, με δαγκάνα μονού εμβόλου (ABS συνδυαζόμενο)

 

 

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

 

Ψηφιακό ταχύμετρο και αναλογικό στροφόμετρο, λυχνίες για μεγάλη σκάλα φώτων/ένδειξη νεκράς/λειτουργία ABS/στάθμη λαδιού/λειτουργία TCS/θερμοκρασία ψυκτικού/παροχή ρεύματος, δύο πράσινες λυχνίες για φλας και αλάρμ, ενδείξεις για θερμοκρασία αέρα/θερμοκρασία ψυκτικού/κατανάλωση km ανά lt/μέση κατανάλωση km/lt, μπάρες ένδειξης στάθμης βενζίνης, ενδείξεις για τα τρία στάδια του TCS και για τα δύο modes (Touring-Sport), ρολόι, εξωτερική παροχή ρεύματος 12v, ενδείξεις για ολικό/δύο μερικούς χιλιομετρητές/χιλιομετρητή ρεζέρβας, διπλό σταντ, προστατευτικές χούφτες, ρυθμιζόμενες μανέτες φρένου και συμπλέκτη

 

 

 

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

 

ΕΜΠΡΟΣ

 

ΤΥΠΟΣ

Ανεστραμμένο πιρούνι

 

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

 

190/43

 

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση, απόσβεση συμπίεση και επαναφοράς

 

ΤΡΟΧΟΣ

 

Ζάντα:

Αλουμίνιου

 

Ελαστικό:

110/80R-19 Bridgestone Trail Wing 501

 

ΦΡΕΝΟ

 

Δυο δίσκοι διαμέτρου 310mm, με δαγκάνες τεσσάρων εμβόλων ABS με συνδυαζόμενο

 

ΔΥΝΑΜΟΜΕΤΡΗΣΗ

 

Ισχύς (ΗΡ/rpm): 90/7.500(sport mode) 70,7/7.500 (touring mode)

 

Ροπή (kg.m/rpm): 9.3/5.900(sport mode) 8.4/3.500 (touring mode)

 

 

 

ΛΕΖΑΝΤΑ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

 

Δεν ενθουσιάζει με την απόδοση σε απόλυτα νούμερα για τα 1200 κυβικά του, αλλά είναι πολύ γραμμικός και με πολύ ομαλή μετάβαση της δύναμης. Το εντυπωσιακό είναι από τις μόλις 1.500 στροφές υπάρχει ομαλή δύναμη και απόκριση, ενώ σε αυτό βοηθάει και ο πολύ καλός ψεκασμός. Δεν βλέπω κάποιο λόγο να το έχεις στο Touring mode.

 

 

 

ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ

 

 

 

ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΑΝΑ ΣΧΕΣΗ

 

Κόφτης: 8.300

 

Μέγιστη ισχύς: 5.900

 

Ταχύτητα στον κόφτη

 

1η 75

 

2α 101

 

3η 133

 

4η 167

 

5η 201

 

6η 225

 

 

 

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

 

Μέση 6,5

 

Ελάχιστη 5,8

 

Μέγιστη 8.8

 

Αυτονομία (km): 345

 

Αυτονομία ρεζέρβας (km):58

 

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l): 23/3.9