KTM 390 Duke (2013) - Αρχείο ΜΟΤΟ

Αυτό που έλειπε!
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

25/7/2019

Το Duke 390 ανέκαθεν αποτελούσε μια μοτοσυκλέτα που στοίχειωνε τα όνειρα των νεαρών -και όχι μόνο- αναβατών. Από την πρώτη μας κιόλας επαφή μαζί του, στην παρουσίασή του μέσα στο "σπίτι" του το Mattighofen της Αυστρίας, μας κατέστησε σαφές ότι το fun είναι το κυρίαχο στοιχείο του χαρακτήρα του. Ένα στοιχείο, που έμεινε αναλοίωτο σε όλες τις επόμενες γενιές του!

 

Το άρθρο προέρχεται από το αρχείο του περιοδικού ΜΟΤΟ και αναδημοσιεύεται από την αρχική του μορφή δίχως αλλαγές. Αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού, μαζί με τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αντιγραφή, οικειοποίηση μέρους ή του συνόλου του κειμένου και των φωτογραφιών, παραλλαγή ή χρήση πέραν της ανάγνωσης

 

Αυτό που έλειπε!

Η Apple δεν θα μπορούσε να κατασκευάσει ούτε ένα απλό κομπιουτεράκι χωρίς να διαθέτει οθόνη αφής, όπως και η Monica Bellucci δεν θα έπαιζε ποτέ μα ποτέ στο Misery του Stephen King. Όπως όλα τα παραπάνω δεν θα μπορούσαν να συμβούν σε κανένα σύμπαν, έτσι και η ΚΤΜ δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να φτιάξει μια μεσαίου κυβισμού μοτοσυκλέτα που δεν θα ξεχείλιζε από ζωντάνια, νεύρο και αίσθηση...

Είναι αλήθεια πως η οικογένεια των Duke χαρακτηρίζονταν από ένα χάσμα... γενεών. Από τη μια μεριά είχαμε τα 125 και 200 Duke, την χαρά του entry level χούλιγκαν, κι από την άλλη τα 690 και 990 Super Duke, τη χαρά του "αυτόφωρου". Όσοι ήθελαν να παραμείνουν πιστοί στην οικογένεια των ευγενών από το Mattighofen έπρεπε να κάνουν ένα σημαντικό άλμα δεδομένων και επιδόσεων, για το οποίο -κακά το ψέματα- δεν ήταν όλοι έτοιμοι. Δεν ήταν όμως μόνο αυτοί που ένιωθαν να τους λείπει αυτό το σκαλοπάτι, αλλά κι ένα μεγάλο μέρος του κοινού που σύντομα θα έψαχνε να βρει την διάδοχη κατάσταση σε αυτό που οδηγούσε. Το 2012 ήταν μια χρονιά ρεκόρ σε πωλήσεις για την ΚΤΜ, εκ των οποίων σχεδόν οι μισές οφείλονταν σε μοτοσυκλέτες δρόμου, και σίγουρα δεν ήταν τα μεγαλύτερα Duke που έκαναν τη διαφορά, αλλά οι δύο μικρές εκδόσεις των 125 και 200 κυβικών. Άλλωστε το 200 ήταν το πιο καλοπουλημένο street της εταιρείας για την χρονιά που πέρασε. Δημιουργείται λοιπόν έτσι ένα εν δυνάμει κοινό που ψάχνει το επόμενο βήμα. Προσθέστε στους παράγοντες και την δημιουργία της κατηγορίας Α2 στις άδειες οδήγησης που ισχύει από την αρχή της φετινής χρονιάς... και εγένετο 390 Duke!


Το μεγαλύτερο μικρό Duke συναρμολογείται κι αυτό εκεί απ' όπου βλέπουν το φως της παραγωγής και τα δύο μικρότερα, στην Ινδία δηλαδή, και θα είναι η πρώτη μοτοσυκλέτα της εταιρείας που θα πωλείται σε όλες τις αγορές παγκοσμίως που υπάρχει δίκτυο της ΚΤΜ. Αυτό είναι ίσως και το καλύτερο –εμπορικά- ατού που διαθέτει ο κυβισμός. Τα μεν 125 και 200 αφορούν περισσότερο της λεγόμενες αναδυόμενες οικονομίες, όπως της Ασίας και της Νότιας Αμερικής, ενώ τα μεγαλύτερα street μοντέλα της ΚΤΜ στόχευαν στις αναπτυγμένες αγορές του δυτικού κόσμου. Το 390 όμως τους αφορά όλους, καθώς είναι μια άσκηση ισορροπίας ανάμεσα σε δύο κόσμους. Εκμεταλλεύεται την χρηστικότητα και την ευκολία των μικρών σε συνδυασμό με επιδόσεις και δυνατότητες μιας μεγάλης μοτοσυκλέτας. Πώς το κάνει αυτό; Εμείς ταξιδέψαμε μέχρι το "σπίτι" της ΚΤΜ για να το διαπιστώσουμε, φτάνοντας στην Αυστρία κατά τη διάρκεια της πιο κρύας άνοιξης που έζησε η χώρα τα τελευταία εβδομήντα χρόνια...

 

Βαλς με έναν Δούκα
Είναι η πρώτη φορά που για την παρουσίαση μιας street μοτοσυκλέτας η ΚΤΜ προσκαλεί τους δημοσιογράφους απ' όλο τον κόσμο στην έδρα της. Αυτό και μόνο το γεγονός δείχνει την βαρύτητα που δίνουν οι αυστριακοί στο πιο πρόσφατο δημιούργημά τους. Η παρουσίαση μάλιστα συνοδευόταν κι από μια σύντομη επίσκεψη στο εργοστάσιο και τις γραμμές παραγωγής, ούτως ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα την δυναμική που κρύβει μέσα της η εταιρεία του Mattighofen. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το ότι για να γνωρίσεις καλύτερα μια γυναίκα είναι απαραίτητο να πας σπίτι της και να σου μαγειρέψει...
Πριν το φαγητό όμως επιβάλλεται χορός, που στο δικό μας παράλληλο σύμπαν μεταφράζεται σε μια γεμάτη μέρα οδήγησης στα πέριξ του Salzburg. Από πόλη και μποτιλιάρισμα, με ολίγη από autobahn και μπόλικο ορεινό στροφιλίκι. Όλο το πεδίο δράσης δηλαδή του 390 Duke, που πλέον βάζει και το ταξίδι -έστω και σχετικά μικρής εμβέλειας- στην εξίσωση των επιλογών του.
Πέρα απ' αυτό πάντως, για όσους έχουν οδηγήσει τις μικρότερης εκδόσεις, η αίσθηση του 390 δεν θα γινόταν να είναι πιο οικεία. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού ΟΛΕΣ οι διαστάσεις είναι ακριβώς ίδιες. Η θέση οδήγησης τοποθετεί τον αναβάτη στην ίδια επιθετική στάση ακριβώς, με τον μπροστινό τροχό να βρίσκεται λίγο πιο μπροστά από εκεί που κάθεται, με τα μαρσπιέ να στέλνουν τα πόδια ψηλά και πίσω, τα γόνατα να φωλιάζουν στις εσοχές του ρεζερβουάρ, και τα χέρια να ανοίγουν σε φυσιολογικές γωνίες χάρη στο σχετικά φαρδύ τιμόνι του Duke. Παραδόξως, αν και στην αρχή χρειάζεται συνήθεια αυτή η θέση, καθώς τις πρώτες φορές που ανεβάζεις τα πόδια αντί για τα μαρσπιέ πατάς τους λεβιέδες των ταχυτήτων και του φρένου, δεν είναι καθόλου άβολη ακόμη και για πιο ψηλούς αναβάτες. Όσο κινείσαι, τόσο αντιλαμβάνεσαι το πόσο ωφέλιμη εργονομικά είναι η θέση οδήγησης, χαρίζοντας εξαιρετικό έλεγχο.


Όσο όμως κι αν αυτή η αίσθηση οικειότητας προσπαθεί φιλότιμα να σε ρίξει στην παγίδα του "μία από τα ίδια", κοντράρει πάνω στον καινούργιο κινητήρα που κάνει ξεκάθαρο με το καλημέρα πως έχεις να κάνεις με νέα δεδομένα. Κατ' αρχήν ο ήχος που σε καλωσορίζει πιο γεμάτος, ελαφρώς πιο μπάσος και πιο μεστός, διαλύει κάθε αμφιβολία πως κάτω από τα πόδια σου ένα έμβολο παλινδρομεί σε μεγαλύτερο χώρο. Ένας ζωντανός μονοκύλινδρος ήχος απελευθερώνεται από το τελικό της εξάτμισης, τον οποίο ο επανασχεδιασμένος τριοδικός καταλύτης δεν καταφέρνει να ξενερώσει, ενώ όσο ανεβαίνουν οι στροφές τόσο βελτιώνεται και το σάουντρακ. Και οι στροφές ανεβαίνουν εύκολα και γρήγορα. Η ευστροφία είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου μονοκύλινδρου και πλέον, τώρα που υπάρχει περισσότερη δύναμη και άριστα κατανεμημένη σε όλο το φάσμα των στροφών, μέσα στην πόλη το 390 Duke αποτελεί το φάρμακο κατά της ανίας. Όσο κι αν δυσκολεύεστε να το πιστέψετε, το Salzburg είναι μια πόλη με έντονο κυκλοφοριακό πρόβλημα και οι περισσότεροι κεντρικοί δρόμοι έχουν το πολύ δύο λωρίδες για κάθε κατεύθυνση.

Εκεί λοιπόν που ακόμη και έμπειροι κουριεράδες θα σιχτίριζαν την τύχη τους, το Duke απλά... διασκεδάζει. Με πιο "γεμάτες" χαμηλές και μεσαίες στροφές, δεν χρειάζεται πλέον η βοήθεια από το πατινάρισμα που ήταν μόνιμος σύντροφος στα 125 και 200, κάτι στο οποίο δεν βοηθά και η σχετικά σκληρή αίσθηση του συμπλέκτη (απορίας άξιο γιατί δεν χρησιμοποίησαν την τεχνολογία FCC που διαθέτουν για το μεγάλο Adventure, την οποία χρησιμοποιεί και ο ανταγωνισμός -βλέπε Ninja 300). Το σκορτσάρισμα συμβαίνει μόνο αρκετά πιο κάτω από τις 2.000 στροφές, ενώ οι εξαιρετικά μικρές διαστάσεις του και ο μοχλός από το τιμόνι ανάγουν τις σφήνες σε επιστήμη. Όσο κι αν προσπάθησα να αφομοιωθώ στο γενικότερο κλίμα πειθαρχίας που επικρατεί στους αυστριακούς δρόμους, μένοντας υπομονετικά πίσω από τα αυτοκίνητα, χωρίς να περνάω μπροστά σε κάθε ευκαιρία και χωρίς διήθηση (sic) ανάμεσά τους, το Duke έβαζε φιτιλιές και... μ' έριχνε στην αμαρτία. Να θέλεις ν' αγιάσεις και το Duke να μην σ' αφήνει ένα πράγμα! Αν το τιμόνι είχε και λίγο μεγαλύτερο κόψιμο, τότε ακόμη εκεί θα ήμουν και θα έκοβα βόλτες γύρω από το άγαλμα του Mozart!

Μέσα στην πόλη το 390 Duke αποτελεί το φάρμακο κατά της ανίας

Όπως πρέπει
Ευτυχώς (αλλά ταυτόχρονα και δυστυχώς) η οδήγηση μέσα στην πόλη δεν είχε μεγάλη διάρκεια και μετά από λίγα χιλιόμετρα βρεθήκαμε περιτριγυρισμένοι από χιονισμένες πλαγιές και δρόμους που ίσα-ίσα είχε λιώσει ο πάγος πάνω τους. Η πρόσφατη εμπειρία από το 200 Duke στην βροχή έκανε το σβέρκο και την πλάτη μου πίστα dragster για σταγόνες κρύου ιδρώτα. Τζάμπα όμως, γιατί πλέον τα ελαστικά της MRC με τα οποία εφοδιάζονται τα δύο μικρότερα Duke, έχουν δώσει την θέση τους στα Metzeler M5. Καμία σχέση! Εκεί που το 200 άρχιζε να γλιστράει στη μυρωδιά και μόνο υγρασίας, τα Metzeler έβρισκαν πρόσφυση ακόμη και σε φρεσκολιωμένο χιόνι. Μπορούσαν να διαχειριστούν πολύ καλύτερα και την παραπάνω δύναμη, αλλά και τις δυνάμεις που ασκούνταν στα φρένα κάθε 50 μέτρα (τόσο κρατούσαν τα μικρά ευθειάκια μεταξύ των στροφών). Έχοντας την εμπιστοσύνη που χρειαζόμουν σε τέτοιες κρύες συνθήκες, είχα και την δυνατότητα να εκμεταλλευτώ κι άλλη μια δυνατότητα που προσφέρει το 390: την "μία πάνω". Με τον τρόπο που έχει κατανεμηθεί η δύναμη και την γραμμικότητα της απόδοσης, υπάρχει σαφώς η δυνατότητα να έχεις μόνιμα μια τρίτη -στα πολύ κλειστά- ή τετάρτη -στα πιο ανοιχτά- κομμάτια για να οδηγείς με ροή και σβέλτα. Από την άλλη, αυτό λειτουργεί και αντισταθμιστικά στην αρκετά ευαίσθητη και παραπάνω ίσως απ' ό,τι θα έπρεπε απόκριση του γκαζιού στις χαμηλές στροφές-γεγονός με το οποίο συμφώνησε και ο υπεύθυνος εξέλιξης της ECU για το 390 Duke- έτσι ώστε να μην ταράζεται η ισορροπία της μοτοσυκλέτας. Ειδικά από τις 6.000 και πάνω μέχρι τον κόφτη στις 10.500 στροφές, η δύναμη παρέχεται γενναιόδωρα και απρόσκοπτα. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάτω από τις 6.000 δεν υπάρχει ζωή, απλώς από εκείνο το σημείο κι ύστερα γίνεται πιο άμεσα αντιληπτός ο ρυθμός παροχής της δύναμης.


Αποκτώντας αυτή τη ροή ανακαλύπτεις κι άλλες κρυμμένες αρετές του Duke. Για παράδειγμα, παρά το γεγονός ότι αμορτισέρ και πιρούνι είναι ακριβώς ίδια με των μικρότερων της οικογένειας, οι εσωτερικές ρυθμίσεις είναι πιο σφιχτές και σκληρές στο 390. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα σε μικρές ταχύτητες και σε συνθήκες αστικής μετακίνησης, οι αναρτήσεις του Duke να μην συμπιέζονται αρκετά και να νιώθεις μια σκληρή αίσθηση, παρά τα 10 περισσότερα κιλά του βάρους του. Μόλις όμως αρχίσεις να το οδηγείς με σβέλτη ροή και πιο επιθετικά, καταλαβαίνεις ότι η συμπεριφορά των αναρτήσεων είναι αυτή που θα έπρεπε να είναι. Υπάρχει σίγουρα ο συμβιβασμός στην άνεση όταν μιλάμε για διεκπεραιωτικές διαδρομές, αλλά αποζημιώνεσαι με το παραπάνω όταν αρχίζει να πιέζεις, και το 390 Duke είναι η αλήθεια πως αφήνει αρκετά ικανοποιητικά περιθώρια για πίεση. Τότε είναι που νιώθεις ότι οδηγείς ένα αρμονικό σύνολο, που παρά τις μικρές διαστάσεις του σου εμπνέει σιγουριά ακόμη κι όταν στρίβεις σε παρατεταμένες ανοιχτές καμπές με πάνω από 140 στο κοντέρ, ή όταν έχεις σύμμαχο την σταθερότητα καθώς παλεύεις με τον αέρα σκυμμένος πάνω από το ρεζερβουάρ στην εθνική, με το κοντέρ να ξεπερνά τα 160.


Αυτή η σταθερότητα και οι επιδόσεις του είναι μεν πλεονεκτήματα που ανοίγουν και ταξιδιωτικές προοπτικές για το μικρό Duke, αλλά από την άλλη, η σχετικά σκληρή σέλα και η παντελής έλλειψη προστασίας μειώνουν κάποιο ποσοστό από το βεληνεκές του. Ενθαρρυντικά όμως ήταν τα δεδομένα από την κατανάλωσή του 390 Duke, καθώς αν και δεν γεμίσαμε κατά την διάρκεια της δοκιμής με καύσιμα, μετά από 170 περίπου χιλιόμετρα ο ψηφιακός δείκτης είχε πέσει στο μισό τους ρεζερβουάρ των 11 λίτρων. Μπορεί να μην είναι μια άκρως αξιόπιστη ένδειξη, αλλά τουλάχιστον δίνει ένα μέτρο της πραγματικά μικρής κατανάλωσης.
Εκεί όμως που πραγματικά το 390 Duke αξίζει τα εύσημα, είναι για το πακέτο φρένων που διαθέτει. Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για το ίδιο πακέτο με των μικρότερων Duke τα οποία έχουν να διαχειριστούν περισσότερο βάρος και παραπάνω δύναμη, τα δισκόφρενα της Bybre, ανταποκρίνονται άριστα στο ρόλο τους. Δύναμη, προοδευτικότητα και πληροφόρηση είναι σε κορυφαίο επίπεδο, ενώ η συνεργασία με το ABS της Bosch είναι υποδειγματική. Σε καμία περίπτωση δεν υπήρχε άκαιρη ενεργοποίηση του συστήματος, ενώ κι όταν αυτό συνέβαινε η ανάδραση σε μανέτα και λεβιέ ήταν έως και μηδενική. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως σύμφωνα με τα λεγόμενα του Thomas Kuttruf, του PR manager της ΚΤΜ, η Bosch συνεργάζεται στενά με την εταιρεία για την εφαρμογή νέων τεχνολογιών.

Σήμα κατατεθέν για όλη την οικογένεια των Duke το σχήμα της μάσκας και του προβολέα, ενώ το μικρό ζελατινάκι μπροστά από τα όργανα εξυπηρετεί καθαρά και μόνο αισθητικούς σκοπούς

 

Κομμάτι του παζλ

Η έλευση του 390 Duke είναι ακόμη ένα κομμάτι που έρχεται να συμπληρώσει σιγά-σιγά μια μεγαλύτερη, ευρύτερη εικόνα. Η ΚΤΜ διαβλέπει τις τάσεις και την κατεύθυνση της αγοράς και γεμίζει τα κενά της δίχως να χάνει την εταιρική της ταυτότητα και φιλοσοφία. Εστιάζει σε νέες αγορές και κατηγορίες εισάγοντας όμως μοτοσυκλέτες που διαθέτουν το πνεύμα που διαποτίζει κάθε προϊόν των αυστριακών. Το ίδιο έκανε με το 390 Duke. Το έργο όμως δεν σταματά εκεί. Η ΚΤΜ έχει μελλοντικά πλάνα που ακόμη πιο μεγαλόπνοα. Είναι ήδη γνωστό ότι η σειρά των μικρών Duke θα αποτελέσει την βάση για μια αντίστοιχη οικογένεια supersport μοτοσυκλετών (τα RC3), ενώ στο πιο βαθύ μέλλον ετοιμάζεται ήδη η σειρά που θα αποτελεί ένα υβρίδιο ανάμεσα σε supermoto και on-off μοτοσυκλέτες (και θυμηθείτε στο μέλλον πού το διαβάσατε αυτό για πρώτη φορά...). Ο καθένας λοιπόν μπορεί να καταλάβει το πόσο σημαντικό είναι να μπουν από την αρχή οι σωστές βάσεις. Σε επίπεδο προ-παραγωγής (όπως ήταν οι μοτοσυκλέτες που οδηγήσαμε) υπάρχουν ακόμη μερικοί τομείς με περιθώρια βελτίωσης, όπως για παράδειγμα η δυσκολία που είχαν πολλές από τις μοτοσυκλέτες να ξαναπάρουν μπροστά όταν ήταν ζεστοί οι κινητήρες, ένας λίγο πιο μαλακός σε λειτουργία συμπλέκτης και ίσως μια ελαφρώς πιο άνετη σέλα για τον αναβάτη. Αν σε αυτούς τους τομείς γίνει αυτό που πρέπει, τότε δεν θα μιλάμε απλώς για σωστές βάσεις, αλλά για ακλόνητα θεμέλια.

Tech Box
Πλαίσιο – αναρτήσεις - φρένα

Το πλαίσιο του 390 Duke παραμένει ένα ατσάλινο σωληνωτό χωροδικτύωμα. Μάλιστα, είναι ακριβώς ίδιο με τα πλαίσια των μικρότερων Duke (των 125 και 200), καθώς όπως είχαμε γράψει και στις δοκιμές των συγκεκριμένων εκδόσεων, οι δυνατότητές του υπερκάλυπταν και με το παραπάνω τις απαιτήσεις διαχείρισης των δυνάμεων και της ισχύος του κινητήρα. Η μόνη διαφορά είναι καθαρά αισθητική, αφού το πλαίσιο του 390 είναι βαμμένο πορτοκαλί, έτσι ώστε να δημιουργεί οπτικά περισσότερες γέφυρες με τα μεγαλύτερα Duke. Το υποπλαίσιο είναι κι αυτό ατσάλινο, όχι αφαιρούμενο, ενώ και η σχετικά συντηρητική γεωμετρία (κάστερ 25° και ίχνος 100mm) των μικρών Duke έχει διατηρηθεί αναλλοίωτη.
Το ανεστραμμένο μπροστινό των 43 χιλιοστών, είναι ίδιο με των μικρότερων Duke και έχει εξελιχθεί από την WP (που ανήκει στην ΚΤΜ) αλλά κατασκευάζεται στην Ινδία από την Endurance, η οποία ανήκει κι αυτή εξολοκλήρου στην Bajaj! Η διαδρομή των τροχών είναι ίδια εμπρός και πίσω στα 150mm, ενώ η μοναδική ρύθμιση για την οποία υπάρχει δυνατότητα, είναι η προφόρτιση του ελατηρίου στο αμορτισέρ, το οποίο είναι κι αυτό προϊόν της συγκεκριμένης συνεργασίας.
Οι τροχοί είναι της κινεζικής Jingfi και φιλοξενούν το ίδιο πακέτο φρένων από την Bybre -την ινδική έκδοση της Brembo (By Brembo)- με την ακτινική δαγκάνα, τον δίσκο των 300mm εμπρός και των 230 χιλιοστών πίσω. Το ABS είναι στάνταρ στον εξοπλισμό της μοτοσυκλέτας και είναι η γνωστή μονάδα 9MΒ της Bosch που λειτουργεί με δύο κανάλια -ανεξάρτητα δηλαδή για εμπρός και πίσω- με δυνατότητα απενεργοποίησης μέσω ενός... κρυφού (τουλάχιστον στα μοντέλα προ-παραγωγής που οδηγήσαμε) διακόπτη, ενώ το συνολικό βάρος που προστίθεται με όλα τα περιφερειακά εξαρτήματα του συστήματος είναι δύο κιλά.

Ολόιδιο, πέρα από την χρωματική επιλογή, είναι το πλαίσιο και το υποπλαίσιο του 390 Duke με τα αντίστοιχα από τα μικρότερα αδέρφια του, ακθώς επίσης και το αμορτισέρ της WP που φτιάχνεται από την Endurance

 

Tech Box

Κινητήρας

Για την δημιουργία του νέου 390, τα τμήματα R&D της ΚΤΜ και της Bajaj συνεργάστηκαν από κοινού στην κατασκευή ενός καινούργιου κινητήρα, ο οποίος φυσικά και βασίζεται στις προηγούμενες εκδόσεις των 125 και 200 κυβικών. Πιο συγκεκριμένα, η χωρητικότητα των 373,2 κυβικών προέρχεται από αύξηση της διαμέτρου του εμβόλου στα 89mm (από 72mm στο 200) και της διαδρομής του στροφάλου στα 60mm (από 49mm στο 200 αντίστοιχα). Για την δημιουργία μάλιστα των νέων δεδομένων, η ΚΤΜ χρησιμοποίησε την τεχνογνωσία της από τους κινητήρες υψηλών επιδόσεων στα motocross μοντέλα της, όπως συνέβη και στους μικρότερους κυβισμούς. Οι βαλβίδες εισαγωγής μεγάλωσαν σε διάμετρο, φτάνοντας τα 35mm (από 28,5mm του 200) και οι εξαγωγής τα 29mm (από 24mm αντίστοιχα), ενώ η περιεχόμενη γωνία τους παρέμεινε στις 29,5°. Τα βασικά μέρη του κινητήρα, όπως τα κάρτερ και η κεφαλή, παρέμειναν ίδια με των μικρότερων Duke, όμως ο κύλινδρος είναι εντελώς καινούργιος, όχι μόνο λόγω των διαφορετικών διαστάσεων, αλλά και γιατί πλέον διαθέτει επίστρωση Nicasil, ενώ οι αντίστοιχοι των 125/200 διαθέτουν χιτώνια. Ο σφυρήλατος, μονοκόμματος στρόφαλος συνδυάζεται με μια επίσης σφυρήλατη ατσάλινη μπιέλα κι ένα έμβολο με τρία ελατήρια, το οποίο είναι κι αυτό σφυρήλατο σε αντίθεση με τα χυτά έμβολα που χρησιμοποιούνται στα Duke 125 και 200. Τα ενδιάμεσα κοκοράκια που ελέγχουν την κίνηση των βαλβίδων έχουν επίστρωση DLC -μια πάγια τεχνική της ΚΤΜ- ενώ ο κινητήρας του 390 Duke διαθέτει και έναν αντικραδασμικό άξονα, ο οποίος είναι αρκετά αποτελεσματικός.

Ο λόγος συμπίεσης είναι αρκετά υψηλός (12,5:1) σε σύγκριση με του 200 (11,5:1), αλλά ίδιος με τον αντίστοιχο του 125. Οι εκκεντροφόροι είναι ίδιοι σε προφίλ με των μικρότερων κυβισμών, αλλά διαφορετικής διαμέτρου είναι το σώμα του ψεκασμού που στο 390 φτάνει τα 46 χιλιοστά, ενώ αντίστοιχα στο 200 είναι 38mm και στο 125 33mm. Αντίστοιχα μεγαλύτερο είναι το φιλτροκούτι όπως και το μπεκ, το οποίο ελέγχεται από την ECU της Bosch που είναι κοινή και στις τρεις εκδόσεις και κατασκευάζεται στην Ινδία με την άδεια της γερμανικής φίρμας.

Μια από τις σημαντικές διαφορές του συγκεκριμένου κινητήρα σε σχέση με τους άλλους δύο μικρότερους της οικογένειας, είναι πως στο 390 υπάρχουν δύο αντλίες λαδιού αντί για μία. Η μία είναι για να στέλνει με υψηλή πίεση το λάδι για την λίπανση και η άλλη κάνει την αναρρόφηση του λαδιού από τον στροφαλοθάλαμο. Αυτό συμβαίνει γιατί με την χρησιμοποίηση του ίδιου κάρτερ με τους μικρότερους κινητήρες, ο στρόφαλος του 390 εδράζεται πιο χαμηλά μέσα στον κινητήρα.

Στις επιμέρους διαφορές συγκαταλέγεται το ελαφρώς μεγαλύτερο ψυγείο, ποου είναι τοποθετημένο στο κάτω μέρος μπροστά από την καρίνα, ενώ λίγο μεγαλύτερος και βαρύτερος είναι και ο καταλύτης του τελικού της εξάτμισης, που είναι τοποθετημένη κάτω από τον κινητήρα για καλύτερη συγκέντρωση των μαζών, στα πρότυπα των σύγχρονων supersport μοτοσυκλετών. Για να δημιουργηθεί χώρος για τον καταλύτη οι άξονες του κιβωτίου που έχει επανασχεδιαστεί είναι τοποθετημένοι κατακόρυφα, ενώ έχει τοποθετηθεί κι ένας μεγαλύτερος συμπλέκτης για καλύτερη διαχείριση της παραπάνω ισχύος και ροπής. Το αποτέλεσμα είναι να ζυγίζει ο κινητήρας μόλις 36 κιλά, σε σύγκριση με τα 28 κιλά των κινητήρων από τα 125/200. Το ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ των service έχει καθοριστεί στα 7.500 χιλιόμετρα.

Η απόδοση του κινητήρα είναι 44 άλογα, τα οποία αποδίδονται στις 9.500 στροφές (η τριπλάσια ιπποδύναμη δηλαδή από το 125, αλλά στις ίδιες στροφές), ενώ σχεδόν διπλάσια είναι και η ροπή του (3,5kgm στις 7.250 στροφές) από το 200 Duke. Λόγω όμως του ότι υπερβαίνει το όριο της ευρωπαϊκής οδηγίας για την κατηγορία διπλωμάτων Α2, σε ό,τι αφορά τον λόγο kW/kg, θα υπάρχει κιτ για περιορισμό της ισχύος στα 30kW (41,2HP) ώστε να φτάνει ο λόγος στο επιθυμητό 0,2kW/kg, το οποίο δεν θα είναι κάτι περισσότερο από ένα... στοπ στο γκάζι.

Διαφορετικές είναι οι σχέσεις (μακρύτερες) στο κιβώτιο του 390 σε σχέση με του 200, όπως μακρύτερη είναι και η πρωτεύουσα μετάδοση λόγω της αυξημένης ιπποδύναμης. Ο λόγος της τελικής μετάδοσης όμως παρέμεινε ίδιος, πράγμα που σημαίνει ότι τα γρανάζια της θα είναι κοινά ανταλλακτικά και για τις τρεις εκδόσεις
 
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ 390 Duke
Αντιπρόσωπος:
KTM SEE
Τιμή:
Αναμένεται
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μεταξόνιο (mm):
1367
Απόσταση από το έδαφος (mm):
172
Ύψος σέλας (mm):
800
Ίχνος (mm):
100
Γωνία κάστερ (˚):
25
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Ατσάλινο σωληνωτό χωροδικτύωμα
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
139 / 148
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, μονοκύλινδρος, υγρόψυκτος, με 4 βαλβίδες και 2ΕΕΚ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
89 x 60
Χωρητικότητα (cc):
373,2
Σχέση συμπίεσης:
12,5:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
44 / 9.500
Ροπή (kg.m/rpm):
3,5 / 7.250
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
117,9
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός
Σύστημα εξαγωγής:
1 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
Σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm
1η
2,666 / 5
2α
1,857 / 7
3η
1,421 / 9
4η
1,142 / 12
5η
0,956 / 14
6η
0,875 / 15
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός πολύδισκος
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Με γρανάζια / 2,666
Τελική μετάδοση / σχέση:
Με αλυσίδα / 3,214
 
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ
 
Κενή
Γεμάτη
Θεωρητικά
3,15
3,36
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ένα αμορτισέρ WP χωρίς μοχλικό
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
150 / -
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
4,00 x 17''
Ελαστικό:
150/60 ZR 17
ΦΡΕΝΟ
Δίσκος 230mm με δαγκάνα ενός εμβόλου
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι WP
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
150 / 43
Ρυθμίσεις:
-
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
3,00 x 17''
Ελαστικό:
110/70 ZR 17
ΦΡΕΝΟ
Δίσκος 300mm με ακτινική δαγκάνα Bybre τεσσάρων εμβόλων
 
ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
 
ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΑΝΑ ΣΧΕΣΗ
Κόφτης:
10.500
Μέγιστη ισχύς:
9.500
 
 
1η
53
2α
76
3η
99
4η
124
5η
148
6η
161
 

 

Οδηγούμε το TM MX 250 Fi του 2020!

Αλλαγή ρότας για την TM
7/1/2020

Mama mia!

 

Του Δ. Κεραμιδά

Φωτό Γ. Νιαουνάκης

 

Από τις ακτές της Αδριατικής στο Rimini της Ιταλίας, το μικρό εργοστάσιο της TM παράγει σχεδόν χειροποίητες μοτοσυκλέτες που προσπαθούν να ακολουθήσουν τον τεράστιο ανταγωνισμό των μεγάλων εργοστασίων

 

Επειδή εδώ δεν μιλάμε για τον "δαίμονα του τυπογραφείου", αλλά για ολόκληρη στρατιά από σατανικά πλάσματα που "καταβρόχθισαν" ένα σημαντικό μέρος του κειμένου, από την δοκιμή του ΤΜ ΜΧ250 Fi που φιλοξενείται στο τεύχος 602 του ΜΟΤΟ, το οποίο κυκλοφορεί αυτή τη στιγμή στα περίπτερα, δημοσιεύουμε εδώ ολόκληρο το τεστ ζητώντας ταυτόχρονα κι ένα μεγάλο συγνώμη από τους αναγνώστες μας. Το άρθρο συνοδεύεται και από πλήρες φωτογραφικό υλικό, ως μια ελάχιστη προσφορά για την παράλειψη στις σελίδες του περιοδικού.

 

Οι πρώτες μοτοσυκλέτες που κατασκεύασε η ΤΜ ήταν το 1977 σε μια μικρή οικογενειακή βιοτεχνία που εκείνη την εποχή άκμαζε στην Ιταλία, αφού υπήρχαν πολλές μικρές βιοτεχνίες που έφτιαχναν μοτοσυκλέτες Enduro ή για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, συναρμολογούσαν ανταλλακτικά κι έφτιαχναν και κάποια δικά τους, ίσα ίσα για να δείχνουν ότι η δικιά τους μοτοσυκλέτα είχε να δώσει κάτι διαφορετικό από τον ανταγωνισμό.

Στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 οι Ιάπωνες κατασκευαστές εξαπολύσαν εκτεταμένη επίθεση, παρουσιάζοντας μοτοσυκλέτες πρωτοποριακές -και αξιόπιστες σε σχέση πάντα για την εποχή- και μοιραία η ακμάζουσα μοτοβιομηχανία της Ιταλίας πέθανε με γοργούς ρυθμούς. Μέσα σ’ αυτή την μεταβατική περίοδο η ΤΜ κατάφερε όχι μόνο να μην κλείσει αλλά να μεταλλαχτεί σιγά σιγά σε ένα κανονικό εργοστάσιο παραγωγής μοτοσυκλετών, μικρό ναι μεν αλλά δεν ήταν βιοτεχνία πλέον. Στο πέρασμα του χρόνου η εταιρία έχει κερδίσει παγκόσμια πρωταθλήματα στο Enduro με πιο πρόσφατο επίτευγμα την κατάκτηση του παγκόσμιου πρωταθλήματος Enduro Ε2 από τον Γάλλο Loic Larrieu το 2019.

Η ετήσια παραγωγή της ΤΜ δεν ξεπερνάει της 1.200 μοτοσυκλέτες τον χρόνο, όπου την μερίδα του λέοντος έχουν οι μοτοσυκλέτες Enduro. Η ναυαρχίδα της εταιρίας για το 2020 είναι η ΜΧ 250 που την εξέλισσε για τρία χρόνια με τον Samuele Bernardini στο παγκόσμιο πρωτάθλημα Motocross, έχοντας μάλιστα κερδίσει κι ένα σκέλος GP της Ινδονησίας το 2017, επιβεβαιώνοντας ότι η μοτοσυκλέτα βρισκόταν σε καλό δρόμο. Επίσης, η νέα μοτοσυκλέτα δανείζεται και τεχνολογία από τα GP, αφού το μικρό εργοστάσιο του Rimini έχει εμπλοκή στην Moto3 και αυτό είναι σαφώς μια σημαντική πηγή άντλησης πληροφοριών και λύσεων, που έχει το εργοστάσιο σε σχέση με το παρελθόν.

 

Πέπλο μυστηρίου…

Γενικά στην ΤΜ υπάρχει μια μυστικοπάθεια και πολύ δύσκολα ανακοινώνει στοιχεία για τις μοτοσυκλέτες της, είτε αυτά είναι τεχνικά χαρακτηριστικά, είτε αλλαγές που χρειάστηκαν να γίνουν από χρονιά σε χρονιά. Παρατηρώντας την μοτοσυκλέτα του 2020 κι έχοντας ακολουθήσει πολλά από τα GP του 2018, βλέπω ότι αν δεν είναι ίδια η μοτοσυκλέτα με αυτή που έτρεχε ο Bernardini το ’18, τότε έχει τεράστιες ομοιότητες σε σημείο που μπορούμε να μιλάμε για μια πραγματική ρέπλικα.

Ο κινητήρας έχει μικρές διαφορές, με νέα σχεδίαση στην κεφαλή που έχει δύο εκκεντροφόρους και νέα, πιο μικρή, καδένα που δίνει κίνηση σε ένα γρανάζι, το οποίο με την σειρά του δίνει κίνηση στους εκκεντροφόρους και στις βαλβίδες με κοκοράκια.

Στην εξαγωγή κάθε θυρίδα έχει δικιά της εξάτμιση κι έτσι βγαίνουν δυο λαιμοί που καταλήγουν σε δυο τελικά κι αυτό γίνεται γιατί όπως λέει η ΤΜ είναι ο καλύτερος τρόπος να έχουν όσο το δυνατόν περισσότερη δύναμη πολύ ψηλά. Με την διπλή εξάτμιση η ευστροφία έχει αυξηθεί με το όριο των στροφών να φτάνει κοντά στις 14.000, άλλωστε όπως είπαμε και πιο πριν η κεφαλή έχει εξελιχθεί στην Moto3 κι έχει προσαρμοστεί στις ανάγκες της ΜΧ "ένδυσης".

Το αλουμινένιο πλαίσιο έχει μικρές διαστάσεις αν και είναι λίγο φαρδύ στο σημείο που υπάρχει το φίλτρο αέρα, που βρίσκεται ακριβώς στο σημείο που ήταν παλιότερα το ρεζερβουάρ, το οποίο είναι τοποθετημένο ακριβώς από κάτω από την σέλα με αποτέλεσμα την καλύτερη συγκέντρωση των μαζών. Στις αναρτήσεις έχουμε το γνωστό πιρούνι Kayaba SSS, ενώ το πίσω αμορτισέρ είναι εξ ολοκλήρου κατασκευή της ΤΜ.

 

 κινητήρας μπαίνει σε λειτουργία με μίζα αλλά διατηρεί και την μανιβέλα, ενώ υπάρχουν δυο χάρτες που αλλάζουν την απόδοση και ενεργοποιούνται από ένα μπουτόν που υπάρχει δεξιά στο τιμόνι. Ο ένας χάρτης είναι για πιο επιθετική απόδοση, ο Aggressive, και ο άλλος για ελεγχόμενη οδήγηση διαθέτοντας και traction control, που είναι ιδιαίτερα χρήσιμο στις πολύ γλιστερές συνθήκες.

Πολύ ποιοτικοί είναι οι τροχοί, με κέντρα από αλουμίνιο CNC και τα στεφάνια της Excel σε ηλεκτρίκ μπλε χρώμα δίνοντας μια πολύ όμορφη εικόνα, ενώ τα φρένα είναι για εμπρός της Brembo (όπως της ίδιας εταιρίας είναι και ο συμπλέκτης), ενώ για πίσω υπάρχει σύστημα της Nissin.

 

Φουλ επίθεση

Πριν ανέβω στην ΤΜ ήμουνα λίγο προκατειλημμένος για την γεωμετρία, αν και η τελευταία φορά που είχα οδηγήσει μοτοσυκλέτα ΤΜ ήταν το 2014 και πραγματικά είχε πολύ περίεργη γεωμετρία, πολύ ιδιαίτερη και μάλλον όχι καλή.

Από τον πρώτο γύρο το αισθάνεσαι πολύ ισορροπημένο και είναι η πρώτη φορά που τόσο το πιρούνι όσο και το πίσω αμορτισέρ λειτουργούν αρμονικά σαν σύνολο. Βέβαια υπάρχει ένα μικρό θέμα για κοντούς αναβάτες, που δύσκολα θα τους επέτρεπε το ύψος τους να παίζουν μπάσκετ όπως ο υπογράφων, αφού η μοτοσυκλέτα είναι από αρκετά έως πολύ ψηλή και σίγουρα θέλει άλλο αφρώδες στην σέλα για να γίνει προσιτή σε κοντούς αναβάτες.

Αν και το φιλτροκούτι δείχνει ογκώδες στο σημείο που εδράζεται η σέλα, είναι πολύ λεπτό και εργονομικό

 

Ο κινητήρας είναι πάρα πολύ δυνατός αλλά από την μέση και πάνω, αφού χαμηλά η δύναμη δεν είναι αρκετή, όμως από εκείνη την περιοχή και μετά πυροβολεί ασταμάτητα μέχρι πολύ ψηλά. Για να ξεδιπλώσεις όλες τις δυνατότητες της ΤΜ πρέπει να οδηγείς επιθετικά και με το υπάρχον γρανάζωμα είναι ακόμα πιο απότομο. Για πιο "χαλαρή" οδήγηση χρειάζεται διαφορετικό γρανάζι για να μακρύνει η τελική μετάδοση.

Το πιρούνι της Kayaba είναι δοκιμασμένη λύση εδώ και χρόνια στις μοτοσυκλέτες της Yamaha και δεν χρειάζεται συστάσεις. Η μεγάλη έκπληξη ήταν η καλή λειτουργία του αμορτισέρ που κατασκευάζει η ίδια η ΤΜ παρ’ ότι η ΜΧ 250 είναι πολύ σταθερή δεν χάνει καθόλου στο στρίψιμο. Ακόμα και στις πολύ κλειστές στροφές με λούκι ακολουθεί την γραμμή που θέλεις χωρίς προσπάθεια.

Ο συμπλέκτης όσο κι αν τον πιέσεις δεν πέφτει η απόδοσή του κατά την διάρκεια ενός σκέλους και καθώς δεν έχει αρκετή δύναμη χαμηλά, πρέπει να παίξεις πολύ με την μανέτα του συμπλέκτη για να το βάζεις στην ωφέλιμη περιοχή στροφών, εκεί που πραγματικά είναι απίστευτα δυνατό. Στα άλματα και πάλι έρχεται ο δυνατός κινητήρας να σου κάνει εύκολη την ζωή, γιατί η εκρηκτική απόδοση σε συνδυασμό με την δύναμη, σε βοηθάει ακόμα και με ελάχιστη φόρα να καθαρίσεις και τα πλέον μεγάλα άλματα, με μια ευέλικτη και ελαφριά αίσθηση. Τα φρένα συγκαταλέγονται στα δυνατά σημεία της ΜΧ 250, αφού είναι τόσο δυνατά όσο χρειάζεται για να σταματήσουν μια τόσο γρήγορη μοτοσυκλέτα, χωρίς να χάνουν σε προοδευτικότητα.

 

Αλλαγή νοοτροπίας

Οδηγώντας την νέα ΜΧ του 2020 μοιραία καταλήγεις στο ότι η εποχή που η ΤΜ έκανε συναρμολόγηση ανταλλακτικών και οι μοτοσυκλέτες έβγαιναν στο περίπου, έχει περάσει ανεπιστρεπτί όπως φαίνεται. Επιπλέον, το εργοστάσιο έχει ξεκολλήσει από την νοοτροπία του "εμείς φτιάχνουμε αυτό και είναι το καλύτερο που υπάρχει" και σε αυτό έχει συντελέσει το άνοιγμα που έχει κάνει στην Αμερικανική αγορά, την μεγαλύτερη αγορά του κόσμου. Για να  πιστεύεις σε πωλήσεις στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού πρέπει να εναρμονιστείς με τις απαιτήσεις της εκεί αγοράς, και όχι μόνο της Ιταλικής. Η μοτοσυκλέτα, με το χέρι στην καρδιά, είναι σε καλύτερο επίπεδο απ’ ότι περιμέναμε ή μάλλον είναι αρκετά ανταγωνιστική, χωρίς να σημαίνει ότι τα πάντα είναι τέλεια πάνω της.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχει η ΤΜ, όχι σαν μοτοσυκλέτα αλλά σαν εταιρεία στην χώρα μας, είναι ότι έχει περάσει από σαράντα κύματα στον τομέα της αντιπροσώπευσης με εισαγωγείς που υπόσχονταν λαγούς με πετραχήλια και στο τέλος άφηναν τους ιδιοκτήτες ξεκρέμαστους, να περιμένουν πέντε μήνες να έρθει ένα απλό ανταλλακτικό ή και να μην έρθει ποτέ. Τώρα, το νέο καθεστώς της αντιπροσωπείας υπόσχεται να ξεκινήσει μια νέα εποχή για την εταιρεία. Πέρα όμως από τις προθέσεις, όλοι κρινόμαστε εκ του αποτελέσματος και περιμένουμε να δούμε κάτι πραγματικά νέο, εάν και εφόσον έρθει αυτό.

Το πιρούνι της ΚΥΒ είναι δοκιμασμένη και αποτελεσματική λύση και είναι από τα δυνατά σημεία της ΤΜ

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

 

Αντιπρόσωπος:
THE FAMILY MOTORSPORT
Τιμή:
9.090
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μεταξόνιο (mm):
1.475
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Αλουμινένιο περιμετρικό με αφαιρούμενο υποπλαίσιο αλουμινίου
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):
7,5/
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος υγρόψυκτος μονοκύλινδρος με 2εεκ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
77Χ53,6
Χωρητικότητα (cc):
249
Τροφοδοσία:
Σώμα ψεκασμού 44mm
Σύστημα εξαγωγής:
2 σε 2
Σύστημα λίπανσης:
Ξηρό κάρτερ με δυο αντλίες
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα-μανιβέλα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός πολύδισκος με τρόμπα της Brembo
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Αμορτισέρ ΤΜ
Διαδρομή (mm):
-
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου αργή και γρήγορη απόσβεση συμπίεσης και απόσβεση επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
Excel Takasago 19X1.85
Ελαστικό:
100/90X19
ΦΡΕΝΟ
Δίσκος τύπου μαργαρίτα 245mm με δαγκάνα ενός εμβόλου Nissin
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Αντεστραμμένο πιρούνι Kayaba SSS
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
-/48
Ρυθμίσεις:
Απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς με προφόρτιση ελατηρίου
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
Αλουμινίου Takasago Excel με δαγκάνα δυο εμβόλων της Brembo
Ελαστικό:
80/100X21
ΦΡΕΝΟ
Δίσκος τύπου μαργαρίτα 270mm με δαγκάνα δυο εμβόλων της Brembo