Long term test: Husqvarna Svartpilen 401 (Part 2)

Η πρακτική πλευρά της διασκέδασης
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

19/8/2019

Μετά από πέντε γεμίσματα του ρεζερβουάρ, που το καθένα αντιστοιχούσε σε περίπου 170-190 χιλιόμετρα διασκεδαστικής οδήγησης στους άδειους δρόμους της Αυγουστιάτικης Αθήνας, ήρθε η ώρα να βγάλουμε μερικά συμπεράσματα για την χρηστική πλευρά του Svartpilen 401. Δύσκολο να επικεντρωθείς στην πρακτική πλευρά αυτής της μοτοσυκλέτας, καθώς μέσα στους γλιστερούς δρόμους της πόλης είναι τόσο απολαυστικό, όσο ένα Aprilia Tuono 1100 Factory σε ανοιχτούς επαρχιακούς δρόμους με καινούρια άσφαλτο!

Τέλος πάντων, το επαγγελματικό καθήκον επιβάλει να εξετάσουμε και τη χρηστική πλευρά.

Η κατανάλωση ήταν μεταξύ 4 και 4,5 λίτρα, επιβεβαιώνοντας τις μετρήσεις που είχαμε κάνει στο τεστ (τ. 586/ Σεπτέμβριος 2018) όπου ως μέση κατανάλωση ήταν τα 4,2 λίτρα. Άμα θέλεις, μπορείς να κατέβεις στα 3,5 λίτρα για κάθε 100 χιλιόμετρα μέσα στην πόλη, οδηγώντας στρωτά – χωρίς χουφτώματα γκαζιού και περιττά φρεναρίσματα – αλλά δύσκολα θα αντισταθείς σε… άλλη μια σούζα ξεκινώντας από το φανάρι! Στον ανοιχτό δρόμο η κατανάλωση είναι περίπου 4 λίτρα αν ταξιδεύεις με 120-130km/h και 4,5 με 5 λίτρα αν το κοντέρ δείχνει συνεχώς πάνω από 140km/h. Συγκριτικά με το Duke 390, το Svartpilen 401 δεν είναι τόσο άνετο στην πολύωρη οδήγηση σε ανοιχτούς δρόμους. Κάθεσαι πιο όρθια και η άνεση της σέλας είναι απλώς OK, σε αντίθεση με το Duke 390 που έχει κορυφαίας άνεσης σέλα και η πιο σκυφτή θέση οδήγησης σε βοηθάει να πολεμήσεις την αντίσταση του αέρα πολύ πιο εύκολα. Μέσα στην πόλη όμως, το Svartpilen 401 παίρνει το πάνω χέρι. Η σέλα εξακολουθεί να είναι ψηλή, σκληρή και κοντή για δύο άτομα, όμως το φαρδύ, ίσιο και ψηλότερα τοποθετημένο τιμόνι του δημιουργεί μια άψογη εργονομία, ιδιαίτερα για όσους έχουν σωματικό ύψος άνω του 1,75μ. Το Svartpilen 401 είναι πιο ευρύχωρο από το Duke 390 και κυρίως… το βεντιλατέρ δεν στέλνει τον καυτό αέρα στο αριστερό σου γόνατο. Μόνο και μόνο αυτό αρκεί για να δώσεις τα επιπλέον χρήματα που κοστίζει το Svartpilen 401 σε σχέση με το Duke 390. Με το Husky μπορείς να πας από το ξενοδοχείο στην παραλία φορώντας σορτάκι (όχι ιδιαίτερα ασφαλές βέβαια… ) ενώ με το Duke 390 το μακρύ παντελόνι είναι απαραίτητο χειμώνα-καλοκαίρι (μπορείς να το πεις και safety feature!).

Η λεπτή πλαστική σχάρα πάνω στο επίπεδο ρεζερβουάρ του Svartpilen δεν εκτοξεύει τις μεταφορικές του ικανότητες, όμως σου λύνει κάποιες φορές τα χέρια. Όπως για παράδειγμα όταν σε παίρνουν τηλέφωνο και σου λένε: “Μιας και περνάς από το κέντρο της Αθήνας, φέρε κάτι φωτιστικά σώματα Led και ένα πάνελ”.  Τα σημεία για να δέσεις αντικείμενα είναι περιορισμένης χρηστικότητας, όμως με μια ταινία συσκευασίας όλα λύνονται. Το μικρό μήκος της σέλας αναγκαστικά κολλάει τον συνεπιβάτη στην πλάτη σου. Πολύ καλό αυτό αν ο συνεπιβάτης είναι μοντέλο της Victoria Secret – όχι τόσο καλό αν είναι μπετατζής. Αν ξεβιδώσεις την πλαστική χειρολαβή του συνεπιβάτη κερδίζεις λίγα εκατοστά ωφέλιμης επιφάνειας και η καυτή ανάσα του μπετατζή απομακρύνεται από τον σβέρκο σου, όμως σε αυτή την περίπτωση τα χέρια του μπετατζή θα αγκαλιάσουν τη μεσούλα σου, διότι δεν έχει κάπου αλλού να κρατηθεί. Διαλέγεις και παίρνεις…

Μιλώντας για οδήγηση στους γλιστερούς, σκονισμένους και καυτούς δρόμους της Αθήνας, πρέπει οπωσδήποτε να βγάλουμε το καπέλο στο απίστευτο κράτημα των Pirelli Scorpion Rally STR. Σίγουρα το Svartpilen 401 (όπως και τα KTM Duke 390, Yamaha MT-03) έχει τα τρία βασικά χαρακτηριστικά για υψηλό κράτημα σε γλιστερούς δρόμους. Έχει δηλαδή μικρό βάρος με κατανομή 50/50 εμπρός-πίσω, μαλακές αναρτήσεις και κοντό μεταξόνιο, που του επιτρέπουν να μην γλιστράει απότομα και να μην χρειάζεται να πλαγιάσει πολύ για να στρίψει γρήγορα. Όμως τα Scorpion Rally STR του δίνουν το κάτι παραπάνω. Το λέμε αυτό διότι τα ίδια ελαστικά φόραγε και το Fantic Caballero 500, το οποίο επίσης εντυπωσίασε με το κράτημά του στους γλιστερούς δρόμους. Πιθανόν το χειμώνα με το κρύο να αλλάζει η συμπεριφορά τους (να μια καλή δικαιολογία για να κρατήσουμε το Svartpilen έως τα Χριστούγεννα… χε, χε!), όμως σίγουρα λατρεύουν την καυτή γυαλισμένη άσφαλτο της Αθήνας. Όχι μόνο αυτό, αλλά ταυτόχρονα είναι αξιοπρεπέστατα και στο ξερό χώμα. Επίσης λάβετε υπόψη, πως τα λάστιχα το δικού μας Svartpilen έχουν στην πλάτη τους 7.500 χιλιόμετρα και η φθορά τους είναι αμελητέα.

Αυτό που σας είχαμε υποσχεθεί, αλλά τελικά δεν προλάβαμε να κάμουμε, είναι το γενικό service. Ο υπερβολικός φόρτος εργασιών στο συνεργείο της αντιπροσωπείας (καλά ρε, όλοι για την τελευταία στιγμή αφήσατε το service της μοτοσυκλέτας σας;) ήταν η βασική αιτία, αν και για να είμαστε απόλυτα δίκαιοι, ένα μέρος της ευθύνης βαραίνει και εμάς που ζητήσαμε (… την τελευταία στιγμή) να παραλάβουμε τη μοτοσυκλέτα πριν κάνει το προγραμματισμένο service της.

Σε κάθε περίπτωση, το γενικό service του Svartpilen θα γίνει τις επόμενες ημέρες και θα δημοσιεύσουμε το σχετικό άρθρο το συντομότερο δυνατό.    

Οδηγούμε Royal Enfield HNTR 350: Πρώτη γεύση επί ελληνικού εδάφους

Το νεανικό πρόσωπο της Enfield
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

7/12/2022

Στις μέρες μας δεν ισχύει πλέον ο γενικός διαχωρισμός μεταξύ “καλών” και “κακών” μοτοσυκλετών. Αυτό που υπάρχει στην πραγματικότητα είναι ο διαχωρισμός μεταξύ των μοτοσυκλετών που κάνουν όσα υπόσχονται και των μοτοσυκλετών που δεν καταφέρνουν να εκπληρώσουν τις υποσχέσεις τους.

Με το ολοκαίνουριο HNTR 350 η Enfield υπόσχεται να ικανοποιήσει τις ανάγκες του νεανικού ευρωπαϊκού κοινού, κάτι που μέχρι σήμερα δεν ήταν στις προτεραιότητες των υπόλοιπων μοντέλων της.

Μετά από αυτή την πρώτη σύντομη επαφή που είχαμε με το HNTR 350 στους ελληνικούς δρόμους, μπορούμε να πούμε χωρίς δεύτερη σκέψη πως η νέα μοτοσυκλέτα της Enfield εκπληρώνει με απόλυτη επιτυχία τις υποσχέσεις της.

Το HNTR 350 βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα μηχανικά μέρη του cruiser Meteor 350 και του vintage 350 Classic. Αυτό σημαίνει πως έχει τον νέο και καταπληκτικό σε ποιότητα λειτουργίας αερόψυκτο μονοκύλινδρο των 349 κυβικών, που σε κάνει να απολαμβάνεις κάθε μέτρο της διαδρομής.

Μόνο που σε αυτή την περίπτωση η Enfield δεν πήρε έναν κουβά μαύρη ματ μπογιά και έβαψε τα χρώμια του Classic 350, για να το βαφτίσει μετά “νεανικό” και “μοντέρνο”.

Ο κινητήρας έχει αλλαγές στην διαχείριση της τροφοδοσίας και την εξάτμιση, με στόχο να δώσουν περισσότερη “τσαχπινιά” στην απόκριση του γκαζιού και πιο “παιχνιδιάρικο” ήχο.

Το πλαίσιο έχει πιο γρήγορη γεωμετρία για πιο άμεσες αντιδράσεις στις εντολές του αναβάτη και φυσικά για ευελιξία.

Οι τροχοί είναι ελαφρύτεροι και μικρότεροι σε διάμετρο, διευκολύνοντας ακόμα περισσότερου τους ελιγμούς και την αμεσότητα αντιδράσεων.

Αντίστοιχες αλλαγές υπάρχουν και στην εργονομία τις θέσης οδήγησης, όπως και στις αναρτήσεις, με στόχο φυσικά να τονίζουν ακόμα περισσότερο την πιο παιχνιδιάρικη προσωπικότητα του HNTR 350 σε σχέση με τα υπόλοιπα αδέρφια του.

Βλέπουμε δηλαδή πως η Enfield έχει κάνει σοβαρή δουλειά σε όλα τα σημαντικά μηχανικά μέρη του HNTR 350 και δεν άλλαξε απλώς κραγιόν, όπως συνηθίζεται σε αυτές τις περιπτώσεις.

Πώς μεταφράζονται όλα αυτά στην πράξη; Με λεπτομέρειες θα τα πούμε σε επόμενο τεύχος του ΜΟΤΟ, όταν θα έχουμε ολοκληρώσει την πολυήμερη δοκιμή με πλήρεις μετρήσεις, ενώ στο τρέχον τεύχος θα βρείτε την αναλυτική παρουσίασή του από την διεθνή δημοσιογραφική παρουσίασή του που έγινε στην Ινδία.

Όμως εδώ μπορούμε να πούμε τώρα δυο λόγια για την συνολική αίσθηση αυτής της μοτοσυκλέτας. Το πρώτο και βασικό είναι η ποιότητα λειτουργίας όλων των μηχανικών μερών και η αίσθηση που δίνουν στον αναβάτη πως καβαλάει μια μοτοσυκλέτα πολλαπλάσιας τιμής. Αν έχεις οδηγήσεις τα Meteor 350 και Classic 350 δεν θα εκπλαγείς, όμως αν δεν είχες οδηγήσει αυτή την οικογένεια μοτοσυκλετών έως σήμερα, θα πάθεις πλάκα με τη συνολική αίσθηση ποιότητας σε ό,τι αγγίζεις και ό,τι βλέπεις.

Αν τώρα έχεις οδηγήσει τα Meteor 350 και 350 Classic θα αντιληφθείς αμέσως τις αλλαγές στα γεωμετρικά χαρακτηριστικά του πλαισίου, των τροχών και τις διαφορετικές ρυθμίσεις των αναρτήσεων, καθώς το HNTR 350 είναι σαφώς πιο ελαφρύ σε αίσθηση –ειδικά στις χαμηλές ταχύτητες, πιο σφιχτό και σπορ στις αποσβέσεις των αναρτήσεων και στις μεταφορές του βάρος στα φρεναρίσματα και φυσικά πιο ζωηρό και άμεσο στις στροφές.

Ο κινητήρας επίσης ακούγεται και είναι πιο πρόθυμος στο άνοιγμα του γκαζιού, αν και οι συνολικές επιδόσεις δεν έχουν κάποια αξιοσημείωτη διαφορά.

Το σίγουρο είναι πως η Enfield, όχι μόνο κατάφερε με απόλυτη επιτυχία να εκπληρώσει τις υποσχέσεις της για τη δημιουργία μιας “νεανικής” και φτηνότερης μοτοσυκλέτας, αλλά επιπλέον το κατάφερε χωρίς επιπτώσεις στην ποιότητα. Εύγε!