#MENOUMESPITIMEMOTO: Honda vs Ducati vs Triumph - Συγκριτικό Naked - Αρχείο Περιοδικού ΜΟΤΟ

Χωρίς...ρούχα φαίνονται οι διαφορές
24/3/2020

Δεσμώτης του ιλίγγου

Απέναντι σε όσους πιστεύουν ότι οι naked είναι μαζοχισμός, οι λάτρεις της κατηγορίας δεν έχουν παρά να δείξουν ανωτερότητα και προκλητικά να δηλώσουν ένοχοι επιλέγοντας ποινή. Εμείς έχουμε ετυμηγορίες για όλα τα γούστα, από ισόβια δεσμά μέχρι πολυετή φυλάκιση και κάθειρξη με αναστολή. Εσείς δεν έχετε παρά να διαλέξτε πόσο θέλετε να μαυρίσετε το ποινικό σας μητρώο.

Μένουμε σπίτι και το ΜΟΤΟ βάζει ένα λιθαράκι για να γίνει ακόμη πιο ευχάριστη αυτή διαμονή! Μια ελάχιστη προσφορά στους αναγνώστες μας με παλαιότερα άρθρα του περιοδικού που αποτελούν σημείο αναφοράς, τα οποία θα σας ταξιδέψουν, θα σας γεμίσουν με αδρεναλίνη, θα σας κάνουν να γελάσετε, θα σας κάνουν να προβληματιστείτε και -το κυριότερο- θα σας κρατήσουν συντροφιά αυτές τις δύσκολες ώρες που περνάμε όλοι. Μια πρώτης τάξεως αφορμή για να μείνουμε σπίτι, με ή χωρίς καραντίνα...!

Το άρθρο προέρχεται από το αρχείο του περιοδικού ΜΟΤΟ και αναδημοσιεύεται από την αρχική του μορφή δίχως αλλαγές. Αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού, μαζί με τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αντιγραφή, οικειοποίηση μέρους ή του συνόλου του κειμένου και των φωτογραφιών, παραλλαγή ή χρήση πέραν της ανάγνωσης.

Το πρόβλημα είναι ότι στις μέρες μας η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν θέτει ερωτήσεις και όταν το κάνει δεν είναι καίριες. Δεν υπάρχει αναζήτηση και προβληματισμός, οι περισσότεροι είναι απόλυτοι σε μια γνώμη που υιοθέτησαν και γυρνάνε έπειτα με μια καρφίτσα στο χέρι έτοιμοι να κολλήσουν ταμπελάκια με χαρακτηρισμούς. Αδυνατούν να δουν την συνολική εικόνα και αντί αυτού ακολουθούν εδραιωμένες αντιλήψεις και στερεότυπα, τυφλά, χωρίς κριτική. Στις μέρες μας έχει ελαχιστοποιηθεί η κρίση και έχει διογκωθεί ο φανατισμός. Δεν αναπτύσσονται νοητικοί μηχανισμοί διάκρισης του ουσιώδους απ' το επουσιώδες, του σημαντικού από το ασήμαντο. Αλλά βλέπετε είναι πιο εύκολο να ακολουθείς λεωφόρους από το να μπαίνεις σε μια ζούγκλα με την ματσέτα στο χέρι.

Ενώ Triumph και Ducati ψάχνουν κάθε λεπτομέρεια στην εμφάνιση, η Honda άφησε μερικές να της ξεφύγουν. Όπως εδώ που το σπείρωμα είναι σε κοινή θέα, ενώ οι βίδες αυτές θα μπορούσαν να βρίσκονται από ράφια dexion, μέχρι σε βραχίονα επίπεδης τηλεόρασης. Κρίμα γιατί ακριβώς από πάνω είναι ένας από τους πιο εξεζητημένους και χαρακτηριστικούς προβολείς

 

Δεν είναι η Ducati Streetfighter S η νικήτρια του συγκριτικού και ας είναι η πιο απόλυτη γυμνή που έχει βγάλει ποτέ Ευρωπαίος κατασκευαστής, και ας είναι το σίγουρο φαβορί και δυο φορές πιο ακριβή από τις υπόλοιπες. Ας το ξεκαθαρίσουμε αυτό από τώρα, σαν να βάζουμε την τελευταία σελίδα του βιβλίου πρώτη για να τελειώνουμε με τα βασικά και να επικεντρωθούμε στην υπόθεση και την πλοκή. Γιατί η ουσία αυτού του συγκριτικού βρίσκεται αλλού, στην πραγματικότητα που αντιμετωπίζει κανείς μόλις μπει σε κάποιο φόρουμ ή βρεθεί μπλεγμένος σε συζήτηση καφετέριας με το γνωστό αλλά άκαιρο ερώτημα για το πια είναι η καλύτερη μοτοσυκλέτα. Εκεί που ο καθένας υποστηρίζει την γνώμη του για κάτι που γνωρίζει ελάχιστα με επιχειρήματα που ξεκινάνε πάντα με τις φράσεις: "εγώ μία φορά…" και "έχω ένα φίλο που του συνέβη…". Σιχαίνομαι την ατέρμονη εναλλαγή ιστοριών και τους ανθρώπους που πιάνονται από ένα θέμα για να εξιστορήσουν άλλη μια "περιπέτεια" μιμούμενοι παλαιότερες τεχνικές διδασκαλίας που βασίζονταν σε επιμορφωτικές ιστορίες. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα το διδακτικό σε μια εξιστόρηση παραφουσκωμένης ιστορίας που μόνο σκοπό έχει να εξυψώσει αυτόν που την διηγείται στα μάτια των συνομιλητών του. Αυτό είναι πρακτική μάρκετινγκ και τίποτα περισσότερο. Κάπως έτσι έφτασαν πολλοί να χάνουν την ουσία και να ακολουθούν τυφλά ιδέες, να υποστηρίζουν το ευκολότερο δυνατό για να δικαιολογούν την παρουσίαση άλλης μιας προσωποκεντρικής ιστορίας.

Μπουρλότο!

Στην οικογένεια της μοτοσυκλέτας η "οπαδοποίηση" είναι ακόμα ευκολότερη, γιατί δεν πρόκειται απλώς για ένα μεταφορικό μέσο. Η μοτοσυκλέτα συνδέεται έντονα με το συναίσθημα και μια συζήτηση γύρω από αυτές μπορεί να πυροδοτηθεί τάχιστα. Δύσκολα θα δείτε κάτι τέτοιο να συμβαίνει για αυτοκίνητα, εκτός αν πρόκειται για βελτιωμένα. Ας ρίξουμε λοιπόν λίγο λάδι στη φωτιά επαναπροσδιορίζοντας τον όρο (και όχι το όνομα) streetfighter. Η Ducati παίρνει ένα από τα πιο πετυχημένα superbike, του βγάζει τα πλαστικά και τα κλιπόν και του προσθέτει ένα ίσιο τιμόνι δίνοντάς του το όνομα μιας ολόκληρης κατηγορίας. Φέρνει και την ακόμα ακριβότερη έκδοση S με αναρτήσεις που ουσιαστικά το "επιστρέφουν" στην αρχική του μορφή και έχει έτοιμο τον τρόπο να ξεστοκάρει. Το Streetfighter άλλωστε, η γυμνή έκδοση του 1098, παρουσιάστηκε ταυτόχρονα σχεδόν με την 1198, ωστόσο δεν υπάρχει τίποτα το επιλήψιμο μέχρι τώρα και τίποτα το κρυφό επίσης. Η τακτική όμως αυτή ανήκει στο παρελθόν. Απέναντι από την απαστράπτουσα Ducati παρατάσσονται δύο γυμνές μ’ ένα ενδιαφέρον κοινό χαρακτηριστικό στο οπλοστάσιό τους.

Το σταμπιλιζατέρ της Ducati είναι απαραίτητο για τις ταχύτητες που μπορεί να πιάσει σε σύντομη απόσταση και δουλεύει ικανοποιητικά χωρίς όμως να είναι ρυθμιζόμενο

 

Έχουν αφήσει αυτή την τεχνική πίσω, έχουν εξελιχθεί. Η Speed Triple ήταν για πολύ καιρό μια γυμνή Daytona 955, μια γυμνή superbike, αν και μόνο μερικοί πνιγμένοι στην αιθαλομίχλη Άγγλοι θα μπορούσαν να χαρακτηρίσουν την 955 έτσι. Η νέα έκδοση έχει ένα καινούριο πλαίσιο, έναν κινητήρα αισθητά διαφοροποιημένο με περισσότερη διάρκεια, πιο γραμμικό και εξίσου εύστροφο, φανερά προσανατολισμένο για χρήση στο δρόμο. Η CB1000R έχει εξελιχθεί από λευκό χαρτί και μπορεί ο κινητήρας να ανήκει σε παλιότερο CBR αλλά έχει ηπιότερα χρονισμένους εκκεντροφόρους, διαφορετικό θάλαμο καύσης με μικρότερη συμπίεση, 45 άλογα λιγότερα και τελικά έχουν γίνει τόσες επεμβάσεις που οι διαφορές είναι τεράστιες. Είναι αλήθεια ότι αυτή η κατηγορία δημιουργήθηκε από πίεση της αγοράς που έψαχνε μια δυνατή μοτοσυκλέτα αλλά για το δρόμο όχι για την πίστα, κρατήστε το αυτό. Οι κατασκευαστές απλώς ανταποκρίθηκαν στις ανάγκες του κόσμου που έγδυνε τις superbike και με διάφορες μικρές ή μεγάλες επεμβάσεις τις κυκλοφορούσε κυρίως μέσα στις πόλεις. Ήταν τότε ο μόνος τρόπος για να έχει κανείς αξιόλογες επιδόσεις και μεγαλύτερη ευελιξία, αυτά που σήμερα πλέον μπορούν να συνδυαστούν ακόμα περισσότερο. Δεν είναι απαραίτητο ν’ αγκομαχά κανείς, να πρήζονται τα χέρια του μέσα στην πόλη, να καίγονται τα πόδια του και να βλαστημά ο συνεπιβάτης. Τώρα οι γυμνές είναι γρήγορες μοτοσυκλέτες δρόμου σχεδιασμένες με γνώμονα την καθημερινή χρήση και όχι την πίστα. Και μετά ήρθε η Ducati Streetfighter για να μας θυμίσει πώς ξεκίνησαν όλα αυτά.

Το θέμα είναι τι δουλεύει καλύτερα, η παλιά συνταγή ή η καινούρια; Η κατηγορία αυτή ξεκίνησε ως streetfighter και κατέληξε σαν naked, αυτό είναι πράγματι πρόοδος; Και σε ποια κατεύθυνση; Μήπως πλέον οι αναβάτες δεν είναι όπως "παλιά" που πήγαιναν και έστριβαν με οτιδήποτε; Που όσο πιο άκαμπτη και σκληρή ήταν μια μοτοσυκλέτα τόσο το καλύτερο; Αυτή είναι η διαφορά, η απόλυτη naked Ducati, πανάλαφρη και με τις επιδόσεις κορυφαίου superbike, είναι φτιαγμένη με την παλιά συνταγή που γίνονταν αυτές οι μοτοσυκλέτες ενώ οι κατά πολύ φθηνότερες Triumph και Honda έχουν εξελιχθεί για χρήση δρόμου, περιπλέκοντας έτσι τα πράγματα. Η σημαντική εδώ λεπτομέρεια, για να τοποθετούμε τα πράγματα σε σωστό πλαίσιο, είναι ότι από την μία έχουμε την Ferrari της μοτοσυκλέτας, ή μάλλον καλύτερα ακόμα μιλάμε για την Pagani Zonda, διάβολε ούτε αυτό... Είναι η Koenigsegg Agera R των σπορ αυτοκινήτων, η DC3 Μ31 WideBody των Power Boats, το F35 των αιθέρων. Οπότε δεν μπορεί κανείς να ασχολείται με τίποτα άλλο πέρα από τις επιδόσεις της, είναι τόσο ειδικό που του αξίζει να έχει το δικό του χαρακτήρα. Ναι, αλλά αντίθετα με τα υπόλοιπα, την Streetfighter S μπορεί να την αποκτήσει κανείς χωρίς να χρειάζεται απαραίτητα να κερδίσει στο Τζόκερ, ένα μικρό χωραφάκι αρκεί. Κοστίζει ακριβά για μοτοσυκλέτα, σχετικά φτηνά όμως για ενσάρκωση ονείρου, άρα μπορεί και πρέπει να συγκριθεί με βάση αυτά που κάνει.

 

Συμπερασματικό Βατερλό!

Θα κάνω τώρα ένα από τα συχνότερα λάθη που υποπέπτουν οι συντάκτες του ειδικού τύπου, θα σχολιάσω αυτά που ΔΕΝ κάνουν αυτές οι μοτοσυκλέτες. Κανονικά αυτό είναι ένα συμπερασματικό σφάλμα, ο λάθος τρόπος να ξεκινάς οποιαδήποτε σύγκριση αλλά στην προκειμένη περίπτωση είναι η γρήγορη διαδρομή για να δούμε την συνολική εικόνα. Σαν να βλέπεις μπροστά σου την παγίδα της κινούμενης άμμου και παρόλα αυτά να πέφτεις μέσα αντί να κάνεις το γύρο. Λοιπόν δένουμε γερά στο απέναντι κλαδί και πάμε: Η Honda CB1000R δεν έχει γκάζι χαμηλά, το τιμόνι της δεν δημιουργεί την καλύτερη γωνία για να βγάζεις το σώμα σου στην πίστα και σε υψηλές ταχύτητες υπό κλίση το πλαίσιο παρουσιάζει μια μικρή ταλάντωση, κυρίως κατά το δυνατό φρενάρισμα ή την απότομη επιτάχυνση.

Όταν υπερτερούν τα Honda και Triumph, υστερεί η Ducati και το ανάποδο

 

Το Speed Triple έχει ένα ογκώδες ρεζερβουάρ και το κιβώτιο έχει βαρύ κούμπωμα και δεν του αρέσουν να του καρφώνουν τις ταχύτητες. Η Streetfighter S είναι πολύ σκληρή και άκαμπτη, λες και δεν πρόκειται να κυκλοφορεί στο δρόμο παρά μόνο στις πίστες. Η απόκριση του γκαζιού είναι πολύ τραχιά χωρίς να ανεβάζει ομαλά στροφές κάτι που ανάμεσα στα αυτοκίνητα στο κέντρο της πόλης κουράζει γρήγορα. Είναι δύσκολο να την οδηγείς με μικρές ταχύτητες και ακόμα πιο δύσκολο να φρενάρεις σε βρεγμένο δρόμο αν σου πεταχτεί κανείς από κάποιο στοπ. Η σέλα γλιστράει πολύ και τα γόνατα δεν βρίσκουν εύκολα στήριξη στο μινιμαλιστικό ρεζερβουάρ, λες και δεν θα κυκλοφορήσει ποτέ σε δημόσιους δρόμους παρά μόνο σε πίστες. Ο συνεπιβάτης δεν θα αντέξει για πολύ, ακόμα και αν τον πληρώνεις για την εμπειρία, ενώ στις λακκούβες καταλαβαίνεις την κατάσταση κάθε σπονδύλου σου ξεχωριστά. Αρκεί μια σύντομη διαδρομή όπως το περίπτερο-σπίτι για να είσαι το ίδιο πιασμένος με ένα δίωρο έντονης άσκησης στο γυμναστήριο.

Οι monobloc δαγκάνες της Ducati λειτουργούν εξωπραγματικά σε σύγκριση με τα φρένα των άλλων δυο. Το Speed Triple έχει εκπληκτικά φρένα, το Streetfighter έχει ακόμα καλύτερα, ικανά να επαναπατρίσουν με ασφάλεια το Discovery!

 

Καταλαβαίνετε τώρα τις διαφορές; Γιατί δεν κάναμε εκείνη την μακρά παράκαμψη; Όπου υπερτερούν τα Honda και Triumph, υστερεί η Ducati και το ανάποδο, η καθημερινή μετακίνηση αντιπαραβάλλεται την εξατομικευμένη χρήση. Η Streetfighter S είναι προορισμένη για πίστα, η CB1000R για τα αστικά όρια, ενώ το Speed Triple δεν θα πει όχι και σ’ ένα σύντομο ταξίδι. Αυτό μεταφράζεται και σε αντίστοιχα επίπεδα αδρεναλίνης στο άνοιγμα του γκαζιού, ο ίλιγγος σε γρήγορη ανάβαση στριφτερού επαρχιακού δρόμου θα είναι διαφορετικής έντασης με κάθε μοτοσυκλέτα. Δεν νοείται καμία σύγκριση με τον εξωπραγματικό τρόπο που επιταχύνει ο υπερελαφρύς πύραυλος της Ducati. Εκεί που στ’ άλλα δύο το δεξί γκριπ αποτυπώνει το ρυθμό περιστροφής του σε συνεργασία με το στροφόμετρο, το Streetfighter τον δείχνει κατευθείαν στο κοντέρ, τόσο γρήγορα τινάζεται μπροστά αυτή η μοτοσυκλέτα. Καμία άλλη γυμνή δεν τεντώνει τα χέρια με αυτό το ρυθμό, καμία άλλη δεν μπορεί να σου δέσει το στομάχι κόμπο από φανάρι σε φανάρι. Αυτό όμως είναι και το μεγαλύτερο πρόβλημα με αυτή τη μοτοσυκλέτα, ακριβώς γι’ αυτό οι Triumph και Honda είναι απολαυστικότερες μοτοσυκλέτες. Ναι απολαυστικότερες, στα μισά λεφτά και με λιγότερα κυβικά και άλογα.

 
Το Speed Triple έχει την πιο άνετη σέλα απ' τις υπόλοιπες με το κάλυμμά της να διατίθεται ως έξτρα και να μην περιλαμβάνει στα εργαλεία άλεν για να το βγάλετε. Ευτυχώς η εργαλειοθήκη του Triumph έχει αρκετό χώρο για να τοποθετήσετε δικά σας εργαλεία.

 

Κάν’ τα μου λιανά

Σε αυτό το σημείο είναι που αρχίζει η οπαδοποίηση που λέγαμε. Αυτό το κατεστημένο είναι το δυσκολότερο να ανατρέψει κανείς, την εδραιωμένη δηλαδή αντίληψη ότι η πιο δυνατή μοτοσυκλέτα είναι και η καλύτερη για όλους. Και θα ήταν κανονικά, αλλά το θέμα εδώ δεν είναι μονοδιάστατο. "Όποιος δεν έχει χέρια δεν μπορεί να το πάει". "Ο κατάλληλος αναβάτης το παίρνει και το στύβει", αυτόματες απαντήσεις στα παραπάνω, τις οποίες βλέπω κιόλας να έρχονται. Μόνο που αυτός ο αναβάτης που θα το κάνει αυτό σε δημόσιους δρόμους, όπως χαρακτηριστικά έγραφε και ο φίλος Μπάμπης στο προηγούμενο τεύχος, θα πρέπει να είναι ο Brad Pitt σε ταινία δράσης, ένας σύγχρονος σούπερ-ήρωας, και θα συμπληρώσω ότι κανείς από αυτούς τους ρόλους δεν έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής... Είναι επικίνδυνο να οδηγείς γρήγορα το Streetfighter S μέσα στην πόλη, περισσότερο απ’ ότι τα Triumph και Honda. Ταυτόχρονα όμως είναι και μαγικό γιατί επιταχύνεις και φρενάρεις ακαριαία εκμεταλλευόμενος κάθε εκατοστό ελεύθερου δρόμου στις ελάχιστες αποστάσεις που έχει το αστικό περιβάλλον. Οι αναρτήσεις δεν αφήνουν περιθώριο διόρθωσης λάθους όταν τα λάστιχα δεν καταφέρουν να εκμεταλλευτούν την ελάχιστη πρόσφυση που προσφέρει η ελληνική άσφαλτος. Ο εμπρός τροχός μπορεί εύκολα να φύγει δεξιά ή αριστερά στο απότομο φρενάρισμα, χωρίς κάποια ιδιαίτερη προειδοποίηση, αλλά για τα δεδομένα των τεράστιων 330mm δίσκων η λειτουργία του είναι αποδεκτά προοδευτική. Πίσω βέβαια το φρένο αποτελεί την επιτομή της προοδευτικότητας, δουλεύει απροβλημάτιστα με το μπλοκάρισμα να έρχεται πολύ αργά όταν ταυτόχρονα δεν λείπει η δύναμη και το αρχικό δάγκωμα είναι ικανοποιητικό. Το Streetfighter S ελαττώνει ταχύτητα στο άγγιγμα μανέτας και λεβιέ με τέτοιο ρυθμό που είναι σαν να άνοιξε αλεξίπτωτο, όμως χρειάζεται σύνεση σε οποιαδήποτε άσφαλτο δεν είναι καινούρια ή δεν προσφέρει κράτημα πίστας, στην συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνικών δρόμων δηλαδή.

Η σέλα της Honda είναι επίσης άνετη και στεγνώνει γρήγορα.

 

Στον αντίποδα υπάρχει το CB1000R, η μοτοσυκλέτα που χαίρεσαι να φρενάρεις σε στεγνό ή βρεγμένο, ακόμα και σε χαλίκι. Πολύ δύσκολα θα βρεθεί τερέν που το σύστημα C-ABS δεν θα ανταποκρίνεται με απόλυτη ακρίβεια χωρίς περιττή ανάδραση στα χειριστήρια. Το νεότερο Speed Triple που μόλις απέκτησε έκδοση με ABS δεν μπορεί να συγκριθεί σε αυτό τον τομέα με την Honda που παραδίδει μαθήματα συμπεριφοράς στο φρενάρισμα. Βέβαια δεν μπορεί να τα έχει κανείς όλα, θα ήταν υπέροχο να μπορείς ν’ απενεργοποιήσεις άμεσα το ABS σε αυτές τις μοτοσυκλέτες, όπως γίνεται σε όλες σχεδόν τις on-off. Αυτό αφαιρεί πόντους από το παιχνίδι, ιδιαίτερα όταν απέναντι έχεις το Ducati που και κορυφαία φρένα διαθέτει, και δυνατά είναι, ενώ μπορεί κατά βούληση να διώξει τον πίσω τροχό ή να ντριφτάρει χωρίς να χρειάζεται ν’ αλλάξει σχέση στο κιβώτιο.

Η σέλα της Streetfighter είναι η ιδανικότερη...για να φοράτε φόρμα και να "γλιστράτε" στην πίστα! 

 

Όσο ο ρυθμός ανεβαίνει, όσο η οδήγηση του αναβάτη αρχίζει να πλησιάζει τα όρια του χουλιγκανισμού τόσο πιο ευδιάκριτες αρχίζουν να γίνονται οι διαφορές των τριών μοτοσυκλετών. Triumph και Honda βρίσκονται κοντά, ενώ αρκετά μακριά τους ίσα που ξεχωρίζει το πίσω φως του Streetfighter. Αρκεί μισή περιστροφή του γκαζιού για να εξαφανιστεί το Ducati από το οπτικό πεδίο των άλλων δύο. Σκεφτείτε το: Σχεδόν είκοσι κιλά ελαφρύτερο από το CB1000R και κοντά τριάντα από το Speed Triple με 26 και 15 περισσότερους ίππους αντίστοιχα, η αίσθηση στο άνοιγμα του γκαζιού γίνεται από ένα σημείο των στροφών και μετά μη συγκρίσιμη. Έτσι ήταν κάποτε όλα τα γυμνά, ατίθασα και γρήγορα όπως το Streetfighter, άλλωστε τότε αυτό ήταν και το όνομα της κατηγορίας ολόκληρης, "Streetfighters". Άλλαξαν πολλά όταν εισήχθη ο γενικός όρος naked και οι μοτοσυκλέτες της κατηγορίας άρχισαν να θυμίζουν λίγο τα café racers που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία από το ’60 και μετά. Η καθημερινή χρήση δεν γίνεται μετά κόπων και βασάνων, αυτό αργά ή γρήγορα οδηγεί σε κούραση. Χρειάζεται μια μοτοσυκλέτα που δεν πρόκειται να "βράσει" και να χάσει απόδοση ο συμπλέκτης όταν θα βρεθεί κολλημένη στο ίδιο σημείο στην ασφυκτική κίνηση. Αυτά που προσφέρουν οι καινούριες naked ήταν κάποτε όνειρα που με διάφορες πατέντες οι ιδιοκτήτες των custom streetfighter έψαχναν να τα πραγματοποιήσουν. Το κέντρο των πόλεων δεν τους τρομάζει πλέον, ένα tank ή tail bag παραδείγματος χάριν, δεν πρόκειται να ξεβάψει πλαστικά και μέταλλα μετά την δεύτερη - τρίτη φορά που θα χρησιμοποιηθεί. Η χρήση των naked δεν είναι περιοριστική όπως των γυμνών superbike, των Streetfighters δηλαδή, αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα σε Ducati από τη μία πλευρά και Triumph και Honda από την άλλη. Οι παραχωρήσεις που πρέπει να κάνει κανείς δεν είναι μόνο θέμα χρημάτων, που είναι και ο βασικότερος παράγοντας εδώ που τα λέμε, αλλά και χρήσης.

 

Naked for ever!

Τους λιγότερους συμβιβασμούς πάντως τους κάνεις με το Speed Triple. Ειδικά τώρα που με την προσθήκη του ABS έχει έρθει πιο κοντά στην επιτομή της λειτουργικότητας, που στην κατηγορία αυτή πρεσβεύεται από το CB1000R. Σε καμία περίπτωση δεν έχει το αγγλικό ABS τον ίδιο βαθμό αποτελεσματικότητας με το CB1000R, ωστόσο τα φρένα του Triumph είναι προοδευτικά και δουλεύουν τόσο καλά από μόνα τους, που απλώς το ABS προσφέρει το ψυχολογικό εχέγγυο της ασφάλειας που χρειάζεται ο αναβάτης για να αυξήσει ρυθμό. Το Speed Triple είναι η naked με την οποία μπορείς να ταξιδέψεις κιόλας, η πρόσθετη ζελατίνα της εταιρείας που είχε η μοτοσυκλέτα της δοκιμής δεν προσφέρει κάποια σπουδαία προστασία, σε σημείο μάλιστα που η συνεισφορά της στην άνεση είναι μηδενική, περισσότερο ο όγκος είναι αυτός που σε προδιαθέτει να βγεις στον ανοικτό δρόμο. Ανεβαίνοντας από το Streetfighter κατευθείαν στο Speed Triple είναι σαν να βρέθηκες σε on-off! Από εκεί που τα πόδια ήταν τόσο κλειστά όσο σχεδόν στο περπάτημα και εφάρμοζαν στο ρεζερβουάρ με το βάρος του σώματος να πέφτει μπροστά φορτίζοντας τους καρπούς, στην αγγλική μοτοσυκλέτα θέλεις λίγο χρόνο αναπροσαρμογής. Στο Speed Triple κάθεσαι το ίδιο επιθετικά όπως και στο Streetfighter αλλά λιγότερο ακραία και όλα είναι πιο μεγάλα. Όλες οι αποστάσεις, το ρεζερβουάρ, η σέλα, φαντάζουν μακρύτερα από το σώμα και τα πόδια του αναβάτη, τόσο που το Speed Triple μπροστά στα άλλα δύο αδικείται. Φαντάζει μοτοσυκλέτα άλλης κατηγορίας, και είναι σημαντικά πιο βαρύ. Όλα αυτά στο ταξίδι βέβαια είναι επιθυμητά, μέσα στην πόλη όμως όχι και τόσο.

Δεν υπάρχει ομορφότερο θέαμα από το χωροδικτύωμα της Ducati με τα carbon καλύμματα των ιμάντων των εκκεντροφόρων και τα καπάκια από μαγνήσιο. Δεν επικρατεί απόλυτη τάξη αλλά αυτό είναι μια πολύ μικρή λεπτομέρεια

 

Εκεί είναι το πεδίο δράσης του CB1000R, το οποίο παρόλο που είναι μινιμαλιστικό σαν γυμνό 600 κυβικών τοποθετεί το σώμα του αναβάτη σε πιο όρθια θέση και υπάρχει χώρος για τα γόνατα χωρίς τα πόδια να διπλώνουν πολύ. Ταυτόχρονα, ο αναβάτης του Streetfighter αρχίζει να ιδρώνει και να πονάνε τα χέρια του από την προσπάθεια να διατηρήσει ροή ανάμεσα στα αυτοκίνητα, ενώ εκείνος του Speed Triple έχει σταματήσει κάπου πιο πίσω γιατί το τιμόνι του δεν κόβει καθόλου. Παράλληλα ο αναβάτης του CB1000R έχει φτάσει ήδη στην καφετέρια, έχει παραγγείλει κιόλας, και με το πεδίο ελεύθερο μπορεί να ξεκινήσει το ευγενές άθλημα του καμακώματος. Έχει αρκετό χρόνο μέχρι να φανεί το Streetfighter S που θα χαλάσει όλη τη δουλειά.

Στο αντίποδα η Honda καλύπτει όλες τις λεπτομέρειες

 

Είναι απίστευτο και πραγματικά χρίζει διερεύνησης, αλλά οι γυναίκες, και μιλάμε για αυτές που δεν έχουν καμία σχέση με το αντικείμενο, δεν θα δουν τρεις μοτοσυκλέτες. Ακόμα καλύτερα δεν θα δώσουν καμία σημασία σε αυτά τα "πράγματα" που τους ενοχλούν πάνω στο πεζοδρόμιο μέχρι να εμφανιστεί το Streetfighter! Κανείς δεν μπορεί με σιγουριά πάντως να καταλήξει αν το Ducati ξεχωρίζει λόγο τιμής ή λόγο design, γιατί έχει και τα δύο σε πληθωρικό βαθμό. Προσθέστε την ανωτερότητα έναντι των άλλων γυμνών σε πίστα (και μόνο) και έχετε το λόγο ύπαρξης αυτής της μοτοσυκλέτας. Track days και οφθαλμόλουτρο!

Στη γρήγορη οδήγηση πάντως σε επαρχιακό δρόμο Triumph και Honda μάχονται στενά για την δεύτερη θέση. Η ανωτερότητα του Speed Triple έναντι του CB1000R είναι δεδομένη, απλώς η ψαλίδα μικραίνει ανάλογα με τις προτιμήσεις του αναβάτη. Σε όποιον αρέσουν οι βόλτες και δεν κυνηγά τα χρονόμετρα, ή τα χιλιόμετρα μέσα στις στροφές, θα εντυπωσιαστεί από το CB1000R και θα ζηλέψει τους χώρους και τον όγκο του Speed Triple. Όποιος όμως θέλει να οδηγεί γρήγορα θα λατρέψει την αγγλική μοτοσυκλέτα και την ακρίβεια που προσφέρει το εκπληκτικό πιρούνι της Showa μαζί με την στιβαρότητα του πλαισίου. Οι συχνές αλλαγές σχέσεων στο Triumph αποτελούν βέβαια ένα διπλωματικό θέμα ανάμεσα σε λεβιέ και παπούτσι. Αν και ο συμπλέκτης δεν είναι ιδιαίτερα σκληρός, εκτός και αν τον συγκρίνεις απευθείας με αυτόν του CB που είναι απαλός σαν μαργαρίνη, οι ταχύτητες κουμπώνουν ηχηρά και χρειάζονται δύναμη. Οι αλλαγές χωρίς τη χρήση συμπλέκτη είναι για το Honda μια φυσιολογική υπόθεση στο μαλακό και ακριβές κιβώτιο, όμως για το Triumph αυτό είναι μια πράξη σύντομου πολέμου σε τακτική Falkland και προβάλει σθεναρή αντίσταση. Η συζήτηση αυτή απλώς αφήνει απ’ έξω το Ducati που το μόνο που αντιπαθεί είναι οι αλλαγές έξω από την ωφέλιμη περιοχή του στροφόμετρου όπου παρουσιάζει έντονους κραδασμούς, ακούγεται η αλυσίδα, και γενικά τρέμει και σείεται συθέμελα μέσα σ’ ένα σωρό μηχανικούς θορύβους. Όσο το οδηγείς σε γρήγορο ρυθμό όλα συντονίζονται μαγικά μεταξύ τους και το Streetfighter S αρχίζει να δικαιολογεί το υπέρογκο ποσό που κοστίζει.

Η Triumph δεν ασχολείται ιδιαίτερα με την εμφάνιση του κινητήρα, τον αφήνει αυθεντικό...

 

Το traction control των Ιταλών είναι επίσης αυτής της λογικής. Στην περισσότερο παρεμβατική θέση κόβει πιο ομαλά την επιτάχυνση τη στιγμή που οκτώ θέσεις πιο πάνω μπορεί να αφήσει τον εμπρός τροχό να σηκωθεί αρκετά αλλά θα επέμβει πολύ πιο απότομα. Το χειρότερο με το traction control της έκδοσης S όμως είναι ότι πρέπει να ενεργοποιηθεί ή ν’ απενεργοποιηθεί με τον κινητήρα σβηστό. Αν σε κάποιο φανάρι λοιπόν αποφασίσεις να χαρίσεις θέαμα θα πρέπει να ζητήσεις συγνώμη να σβήσεις και ν’ αρχίσεις να παίζεις με τους διακόπτες αριστερά με κάθε αλλαγή να απαιτεί παρατεταμένο πάτημα... εκνευριστικό.

Εκεί που το Ducati όμως μπορεί, όταν λύσει το θέμα του traction control, να σηκωθεί από το ρελαντί με ελάχιστη περιστροφή του γκαζιού, το CB1000R θα χρειαστεί καλό έλεγχο με το πίσω φρένο γιατί σηκώνεται απότομα σε πολλές στροφές, ενώ το Speed Triple θα ανταμείψει τον αναβάτη του με τις πιο απολαυστικές και ελεγχόμενες σούζες ισχύος. Οι αλλαγές στον κινητήρα του Triumph έφεραν την απαιτούμενη διάρκεια που έλειπε στο προηγούμενο μοντέλο με τις σχέσεις να είναι πλέον σωστά κλιμακωμένες. Οδηγώντας επιθετικά το Speed Triple ο αναβάτης είναι σε εγρήγορση και "ετοιμοπόλεμος", την ώρα που στο Ducati κερδίζει σε κάθε χιλιόμετρο άσπρες τρίχες και στο Honda παραμένει ξεκούραστος όσο ψηλά και αν στριφογυρίζει ο δρόμος. Το CB1000R είναι η μοτοσυκλέτα που μπορούν όλοι να την οδηγήσουν γρήγορα και αυτό δεν λέγεται υποτιμητικά, όπως δεν είναι και διαφήμιση να λες ότι το Ducati μπορεί να οδηγηθεί πραγματικά γρήγορα από μια χούφτα αναβατών στην Ελλάδα. Αν το βλέπετε έτσι τότε μακάρι ν’ ανήκετε σε αυτούς τους λίγους, διαφορετικά διαπράττετε το ίδιο λάθος με αυτό που λέγαμε στην αρχή. Οπαδοποίηση: "το υποστηρίζω γιατί είναι κόκκινο και Ιταλικό". Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα, δεν χρειάζεται να είναι όλες οι γυμνές μοτοσυκλέτες δύστροπες και επικίνδυνες σε συνθήκες δημόσιου δρόμου, να μην συγχωρούν λάθη για να μπορούν να πλαγιάσουν σε μοίρες που είναι απαγορευτικές εκτός πίστας.

Ντάμα σπαθί

Η γεωμετρία και η απολυτότητα ξυραφιού που έχει το Streetfighter και ο τρόπος που τοποθετεί τον αναβάτη στη σέλα, ψηλά και πάνω στη μοτοσυκλέτα, είναι ιδανικές για όταν χρειάζεται να βγει το σώμα εκτός, και να πλαγιάσει απότομα η Ducati εναλλάσσοντας γρήγορα κλίσεις. Σε πόσους ελληνικούς δημόσιους δρόμους μπορεί να γίνει αυτό με μια σχετική ασφάλεια; Speed Triple και CB1000R είναι ιδανικότερες μοτοσυκλέτες για κάθε μέρα χωρίς να υστερούν σε επιδόσεις. Οι διαφορές ανάμεσα στις τρεις μόνο στην πίστα μπορούν να γίνουν αισθητές καθώς στο δρόμο τα νούμερα λένε διαφορετική αλήθεια. Κοιτάξτε τις μετρήσεις του Triumph, στα τετρακόσια μέτρα είναι μόλις οκτώ κλάσματα του δευτερολέπτου πιο αργό από το Ducati, ενώ στο πρώτο χιλιόμετρο Speed Triple και CB1000R θα είναι δίπλα-δίπλα, μόλις μισή μοτοσυκλέτα μήκος πίσω από το Streetfighter S. Αυτό που δεν μπορούν να φανερώσουν τα νούμερα είναι η αίσθηση που έχει το ιταλικό superbike, συγνώμη το streetfighter... Τελικά η αγγλική μοτοσυκλέτα έχει καταφέρει να συμπληρώσει το πιο ολοκληρωμένο πακέτο, δεν υστερεί σε επιδόσεις, έχει κορυφαία φρένα, παρόλο που το ABS της είναι χειρότερο από της Honda, και μπορεί να ταξιδέψει μέσα σε λογικά όρια. Ταυτόχρονα η CB1000R πρέπει να είναι αυτή τη στιγμή η ταχύτερη μοτοσυκλέτα όταν στη διαδρομή περιλαμβάνονται φανάρια, ελιγμοί ανάμεσα σε σταματημένα αυτοκίνητα και γενικά οτιδήποτε μπορεί να μπλοκάρει τους δρόμους μια πόλης. Οι naked έχουν πλέον εξελιχθεί και περάσει σε επόμενο στάδιο από εκείνων των custom streetfighter, προσφέροντας επιδόσεις, συγκίνηση και καθημερινή χρηστικότητα και το Speed Triple είναι αυτή τη στιγμή το καλύτερο παράδειγμα. Όμως στο περιοδικό όλοι μαλώναμε για τα κλειδιά της Ducati… Η εμφάνιση και ο χαρακτήρας είναι μεγάλος μαγνήτης και η μοτοσυκλέτα, είπαμε, παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένη με το συναίσθημα...

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ Triumph Speed Triple 1050 ABS
Αντιπρόσωπος:
Ηλιοφίλ ΑΕΕ
Τιμή:
€13.790
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος
2.086mm
Ύψος
1.033mm
Μεταξόνιο
1.435mm
Απόσταση από το έδαφος
 
-mm
Ύψος σέλας
820mm
Ίχνος
90,9mm
Γωνία κάστερ
22,8°
Απόσταση σέλας - τιμονιού
730mm
Απόσταση σέλας - μαρσπιέ
500mm
Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού
900mm
Απόσταση πίσω σέλας -πίσω μαρσπιέ
480mm
 
ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ
221 kg
(χωρίς καύσιμο: 207,9 kg)
Πίσω
49,2%
Εμπρός
50,8%
Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:
1,5%
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Αλουμινίου, σωληνωτό περιμετρικό
Πλάτος (mm):
728
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
-/216
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, τρικύλινδρος σε σειρά, με 4 Β/Κ, 2 ΕΕΚ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
79x71,4
Χωρητικότητα (cc):
1.050
Σχέση συμπίεσης:
12:0,1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
135 / 9.400
Ροπή (kg.m/rpm):
11,6 / 7.550
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
136,3
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός Keihin
Σύστημα εξαγωγής:
3 σε 2 με καταλύτη
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός, πολύδισκος
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Γρανάζια / 1,750
Τελική μετάδοση / σχέση:
Αλυσίδα / 2,333
Σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm
2,733 / 11
1,947 / 15
1,545 / 19
1,292 / 23
1,154 / 25
1,074 / 27
 
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ
Ρύθμιση βαλβίδων (km):
12.000
Αλλαγή λαδιού (km):
Στα πρώτα 1.000 και κάθε 6.000
 
 
Φίλτρο λαδιού / αλλαγή (km):
Τύπου φυσιγγίου / 12.000
 
ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ
Km/h
Sec
Μέτρα
0-50
1,65
11,13
0-100
3,56
51,26
0-150
6,03
139,29
0-200
10,48
359,79
0-250
-
-
 
ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ
Μέτρα
Sec
Km/h
0-400
11,19
202,50
0-1.000
20,81
234,79
 
ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΜΑ
Km/h
Sec
Μέτρα
80-140
2,56
77,93
 
ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ (sec/μέτρα)
Km/h
6η
40-80
2,62 / 43,60
3,03 / 49,88
 
80-120
2,56 / 71,41
2,89 / 80,58
3,76 / 104,73
120-160
2,93 / 113,99
3,47 / 135,71
4,53 / 176,79
160-200
4,06 / 205,34
4,19 / 210,18
5,90 / 296,61
200-240
-
-
-
 
ΦΡΕΝΑΡΙΣΜΑ
Km/h
Sec
Μέτρα
120-40
2,28
51,28
 
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ
 
Κενή
Γεμάτη
Θεωρητικά
-
1,6
Πραγματικά
1,69
1,79
 
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ένα αμορτισέρ με μοχλικό
Διαδρομή (mm):
134
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
5,5x17
Ελαστικό:
180/55-17 Metzeler Racetech interact
Πίεση:
38psi
ΦΡΕΝΟ
Αεριζόμενος δίσκος 220mm με δαγκάνα 2 εμβόλων
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Ταχύμετρο, στροφόμετρο, ολικός και δύο μερικοί χιλιομετρητές, ρολόι, ψηφιακός δείκτης βενζίνης / ρεζέρβας, immobilizer
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι
Διαδρομή / Διάμετρος (mm):
120/43
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
3,5x17
Ελαστικό:
120/70-17 Metzeler Racetech interact
Πίεση:
36psi
ΦΡΕΝΟ
Δύο δίσκοι 320mm με ακτινικές δαγκάνες Brembo τεσσάρων εμβόλων
 
 
 
ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ
Μέση
7,6
Ελάχιστη
6,2
Μέγιστη
9,6
Αυτονομία:
223
Αυτονομία ρεζέρβας:
45
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):
17,4/3,2
 
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ               HONDA CB 1000R ABS
Αντιπρόσωπος:
ΓΕΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ (Μέλος του Ομίλου Σαρακάκη)
Τιμή:
€12.150
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος (mm):
2.105
Ύψος (mm):
1.095
Μεταξόνιο (mm):
1.445
Απόσταση από το έδαφος (mm):
130
Ύψος σέλας (mm):
825
Ίχνος (mm):
99
Γωνία κάστερ (˚):
25
Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):
730
Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):
470
Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):
880
Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):
360
 
ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ
222kg
(χωρίς καύσιμο: 209,25)
Πίσω
51,3%
Εμπρός
48,7%
Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:
0%
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Χυτό αλουμινένιο, μονής ραχοκοκαλιάς
Πλάτος (mm):
785
Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):
-/ 222 με ABS (217 χωρίς ABS)
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, υγρόψυκτος, τετρακύλινδρος σε σειρά με 4 Β/Κ και 2 ΕΕΚ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
75x56,5
Χωρητικότητα (cc):
998
Σχέση συμπίεσης:
11,2:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
125 / 10.000
Ροπή (kg.m/rpm):
10,2 / 8.000
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
125,2
Τροφοδοσία:
Ηλεκτρονικός ψεκασμός με σώματα 36 χιλιοστών
Σύστημα εξαγωγής:
4 σε 2 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Υγρός, πολύδισκος, με υδραυλική οδήγηση
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Γρανάζια / 1,604
Τελική μετάδοση / σχέση:
Αλυσίδα 530 / 2,750 (44/16)
 
Σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm
1η
2,538 (33/13) / 10,6
2α
1,941 (33/17) / 134
3η
1,579 (30/19) / 17
4η
1,363 (30/22) / 20
5η
1,217 (28/23) / 22
6η
1,115 (29/26) / 24
 
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ
Ρύθμιση βαλβίδων (km):
24.000
Αλλαγή λαδιού (km):
Στα πρώτα 1.000 και κάθε 6.000
Ποσότητα λαδιού με/χωρίς φίλτρο (l):
3,6 / -
Φίλτρο λαδιού / αλλαγή (km):
Τύπου φυσιγγίου / 12.000
 
ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ
Km/h
Sec
Μέτρα
0-50
1,53
9,82
0-100
3,11
43,04
0-150
5,54
128,57
0-200
10,45
371,69
0-250
 
 
 
ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ
Μέτρα
Sec
km/h
0-400
10,95
203,91
0-1.000
20,81
227,59
 
ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΜΑ
Km/h
Sec
Μέτρα
80-140
2,50
77,91
 
ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ (sec/μέτρα)
Km/h
4η
5η
6η
40-80
2,83/47,25
3,51/57,85
-
80-120
26,3/73,11
3,45/95,74
3,80/104,93
120-160
2,60/101,06
3,54/138,17
3,81/147,97
160-200
3,61/181,90
3,88/195,17
4,22/211,92
 
ΦΡΕΝΑΡΙΣΜΑ
Km/h
Sec
Μέτρα
120-40
2,41
53,38
 
 
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ
 
Κενή
Γεμάτη
Θεωρητικά
-
1,77
Πραγματικά
1,86
1,98
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Μονόμπρατσο ψαλίδι με μονό αμορτισέρ της Showa χωρίς μοχλικό
Διαδρομή (mm):
128
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
5,5 x 17’’
Ελαστικό:
180/55-17
Πίεση:
36psi
ΦΡΕΝΟ
Μονός δίσκος 256mm με δαγκάνα δυο εμβόλων και ABS
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Ψηφιακό πάνελ με τρεις οθόνες για ταχύμετρο, στροφόμετρο, ολικό και δύο μερικούς χιλιομετρητές, immobilizer, δείκτη βενζίνης, θερμοκρασία νερού, ρολόι και ενδεικτικές λυχνίες νεκράς, μεγάλης σκάλας φώτων, φλας, ABS, τσεκ κινητήρα
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι της Showa, HMAS cartridge
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
120/ 43
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση συμπίεσης / επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
3,5 x 17’’
Ελαστικό:
120/70-17
Πίεση:
34psi
ΦΡΕΝΟ
Δυο δίσκοι 310 χιλιοστών με δαγκάνες Nissin τριών εμβόλων για την έκδοση ABS-CBS (ακτινικές δαγκάνες Tokico τεσσάρων εμβόλων για τη στάνταρ έκδοση)
 
 
 
ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ
Μέση
7,1
Ελάχιστη
5,9
Μέγιστη
8,4
Αυτονομία μέγιστη (km):
201,1
Αυτονομία ρεζέρβας (km):
47,3
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):
17/4
 
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ               Ducati Streetfighter S
Αντιπρόσωπος:
Hellinmoto ΑΒΕΕΟ
Τιμή:
 €21.600
Εγγύηση:
2 χρόνια
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος
2.120mm
Ύψος
1.114
Μεταξόνιο
1.475mm
Απόσταση από το έδαφος
-
Ύψος σέλας
840mm
Ίχνος
-
Γωνία κάστερ
25,6°
Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):
700
Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):
500
Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):
900
Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):
500
 
ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ
197,5kg
(χωρίς καύσιμο: 185,1kg)
Πίσω
51,5%
Εμπρός
48,9%
Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:
+14,4%
 
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Ατσάλινο (ALS450), χωροδικτύωμα σωληνωτής διατομής
Πλάτος (mm):
-
Βάρος κατασκευαστή, κενή (kg):
169 (167)
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, δικύλινδρος V90°, υγρόψυκτος με 4 Β/Κ, δεσμοδρομικός
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
 
104x64,7
Χωρητικότητα (cc):
1.099
Σχέση συμπίεσης:
12,5:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
155 / 9.500
Ροπή (kg.m/rpm):
11,7 / 9.500
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
139,8
Τροφοδοσία:
Ηλεκτρονικός ψεκασμός Marelli (ελλειπτικής διατομής)
Σύστημα εξαγωγής:
2 σε 1 σε 2 με καταλύτη και δυο αισθητήρες “λ”, με λαιμούς και τελικά από ανοξείδωτο ατσάλι (Euro 3)
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ με αντλία λαδιού
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Ξηρός, πολύδισκος, με υδραυλική τρόμπα
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:
Γρανάζια / 1,840
Τελική μετάδοση / σχέση:
Αλυσίδα / 2,533
Σχέσεις / km/h ανά 1.000 rpm
1η
2,466/12
2α
1,764/15
3η
1,300/20
4η
1,090/24
5η
1,043/25
6η
0,880/29
 
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ
Ρύθμιση βαλβίδων (km):
-
Αλλαγή λαδιού (km):
-
Ποσότητα λαδιού με/χωρίς φίλτρο (l):
-
Φίλτρο λαδιού / αλλαγή (km):
-
 
ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ
Km/h
Sec
Μέτρα
0-50
1,75
11,62
0-100
3,67
51,93
0-150
6,04
136,31
0-200
9,58
311,82
0-250
 
 
 
ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ
Μέτρα
sec
km/h
0-400
11,11
214,43
0-1.000
20,45
241,36
 
ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΜΑ
Km/h
sec
Μέτρα
80-140
2,57
79,08
 
ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ (sec/μέτρα)
Km/h
6η
40-80
2,27/63,16
2,82/77,83
-
80-120
2,66/103,83
3,19/124,71
-
120-160
3,18/160
4,4/226,42
-
160-200
-
10,76/676,52
-
 
ΦΡΕΝΑΡΙΣΜΑ
Km/h
Sec
Μέτρα
120-40
2,29
50,91
 
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ
 
Κενή
Γεμάτη
Θεωρητικά
1,08
1,2
Πραγματικά
1,33
1,43
 
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
ΠΙΣΩ
ΤΥΠΟΣ
Ένα αμορτισέρ της Showa (Ohlins), μοχλικό
Διαδρομή (mm):
127
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
Έξι ιντσών, Ducati design, δέκα μπράτσων από χυτό αλουμίνιο (Marchesini)
Ελαστικό:
190/55-17 Pirelli Diablo Corsa III
ΦΡΕΝΟ
Ένας δίσκος 245mm με δαγκάνα δυο εμβόλων
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Oθόνη με στροφόμετρο, ταχύμετρο, ρολόι, πρόγραμμα προειδοποίησης service, λαμπάκι χαμηλής πίεσης και θερμοκρασίας λαδιού, δείκτη βενζίνης / ρεζέρβας, θερμοκρασίας λαδιού / νερού, λαμπάκι νεκράς / φλας, ένδειξη μέσης ωριαίας ταχύτητας, μέσης κατανάλωσης / trip ρεζέρβας, immobilizer και υποδοχή για το σύστημα DDA-Ducati Data Analyzer, σταμπιλιζατέρ (DTC- Ducati Traction Control).
 
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
ΕΜΠΡΟΣ
ΤΥΠΟΣ
Ανεστραμμένο πιρούνι Showa με επίστρωση TiO (Ohlins με επίστρωση TiN)
Διαδρομή / Διάμετρος (mm):
120/43
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίων, απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
3,5 ιντσών, Ducati design, δέκα μπράτσων από χυτό αλουμίνιο (Marchesini)
Ελαστικό:
120/70-17
ΦΡΕΝΟ
Δυο δίσκοι διαμέτρου 330mm με ακτινικές, τετραέμβολες, monobloc δαγκάνες της Brembo
 
ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
 
ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΑΝΑ ΣΧΕΣΗ
Κόφτης:
10.400
Μέγιστη ισχύς:
9.900
 
 
1η
109
2α
153
3η
207
4η
247
5η
258
6η
306
 
 
ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ
Μέση
8
Ελάχιστη
7
Μέγιστη
10
Αυτονομία:
212
Αυτονομία ρεζέρβας:
37,5
Ρεζερβουάρ/ρεζέρβα (lt):
17/3

Ετικέτες

Δοκιμή KTM 1290 SUPERDUKE GT 2019

Ένας εργατικός κανίβαλος
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

10/1/2022

Η ιδέα των Αυστριακών να μετατρέψουν ένα κτηνώδες V2 Streetfighter σε μοτοσυκλέτα για ταξίδια μεγάλων αποστάσεων έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας πολύ διαφορετικής μοτοσυκλέτας από εκείνες που έχει συνηθίσει το παραδοσιακό κοινό της κατηγορίας. Αυτή την “ιδιόρρυθμη” προσωπικότητα του Superduke GT αναλύουμε στη δοκιμή του τεύχους 608 του περιοδικού ΜΟΤΟ που αναδημοσιεύουμε εδώ:  

 

Στην περίπτωση του SUPER DUKE GT το “αμαρτωλό” παρελθόν ενός streetfighter, παλεύει διαρκώς με την εξευγενισμένη προσωπικότητα μιας τουριστικής μοτοσυκλέτας. Τις περισσότερες φορές κερδίζουν και οι δύο πλευρές, κάνοντάς την εντελώς ξεχωριστή από κάθε άλλη sport-touring

 

Είναι καλό ή κακό; Μία από αυτές τις δύο απαντήσεις θέλει να ακούσει όποιος δεν ενδιαφέρεται να αγοράσει μια συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα και απλώς ρωτάει για να κάνει κουτσομπολιό ή να ανοίξει κουβέντα μαζί. Όποιος πραγματικά σκοπεύει να αγοράσει μια μοτοσυκλέτα θέλει να μάθει τι κάνει καλά και τι όχι και μάλιστα απαιτεί να μάθει κάθε λεπτομέρεια γι' αυτή. Κι αν είναι ειλικρινής με τον εαυτό του σχετικά με αυτά που θέλει, τότε η δουλειά του συντάκτη γίνεται πολύ εύκολη… Εκτός κι αν η μοτοσυκλέτα που τον ενδιαφέρει είναι το SUPER DUKE GT. Το πρόβλημα δεν είναι η πολυδιάστατη προσωπικότητά της. Αν ήταν μια κλασσική περίπτωση sport touring μοτοσυκλέτας, που απλώς κάνει καλά πολλά πράγματα, δεν θα το συζητάγαμε τόση ώρα. Εδώ έχουμε την σπάνια περίπτωση που τα άκρα συνυπάρχουν, συνεργάζονται αρμονικά και παίζουν μπουνιές μεταξύ τους την ίδια στιγμή!

Απάντηση στο ερώτημα

Πρέπει να ζήσεις πολλές μέρες με το SUPER DUKE GT για να δώσεις τις σωστές απαντήσεις. Την πρώτη μέρα που θα φύγεις από το κατάστημα που το αγόρασες, θα πεις πως είναι απλώς ένα SUPER DUKE με δύο ενοχλητικές χούφτες στο τιμόνι και μεγάλες βαλίτσες. Την επόμενη μέρα που θα αρχίσεις να το οδηγείς χωρίς τις βαλίτσες και να σκαλίζεις τα κουμπάκια των ρυθμίσεων στα ηλεκτρονικά, θα συνεχίσεις να πιστεύεις πως είναι απλώς ένα SUPER DUKE R, αλλά το φόρτωσαν με περίπλοκη τεχνολογία και τώρα πρέπει να κάτσεις να μάθεις τι στο καλό κάνουν όλα αυτά τα ηλεκτρονικά.

Την τρίτη ημέρα ασχολείσαι με το δίλλημα αν πρέπει να ξεβιδώσεις τις χούφτες ή όχι. Ξέρεις ότι αν τις βγάλεις θα περνάς σαν αέρας ανάμεσα από τα αυτοκίνητα, όμως από την άλλη μεριά είναι πολύ σωστά σχεδιασμένες αεροδυναμικά και διώχνουν τον κρύο αέρα από τα χέρια σου. Μαζί με τα ρυθμιζόμενης έντασης θερμαινόμενα γκριπ, η καθημερινή οδήγηση τις κρύες μέρες του χειμώνα είναι μια ευχάριστη εμπειρία. Συνολικά η προστασία από τον αέρα και τη βροχή είναι σε κορυφαίο επίπεδο. Τις μέρες που είχαμε τη μοτοσυκλέτα για τεστ, ο καιρός την είχε δει εντελώς αστείος. Μία από εκείνες τις ξαφνικές μπόρες με λιακάδα (!) μας έπιασε να οδηγούμε με τρυπητό καλοκαιρινό μπουφάν και τζιν παντελόνι.

Κατεβαίνοντας από τη μοτοσυκλέτα μετά από δέκα λεπτά οδήγησης σε έντονη βροχή με ταχύτητες 80-130km/h, τα μόνα σημεία του σώματος που είχαν βραχεί ήταν τα μπράτσα των χεριών και τα μπούτια. Όλο το υπόλοιπο σώμα ήταν στεγνό, κάτι που θεωρούμε εντυπωσιακό επίτευγμα, ακόμα και αν για μέτρο σύγκρισης λάβουμε υπόψη τις μεγάλες τουριστικές μοτοσυκλέτες τύπου BMW R 1250 RT, Yamaha FJR 1300, Kawasaki GTR 1400 κ.τ.λ. Το πλεονέκτημα του SUPER DUKE GT σε αυτή την περίπτωση είναι πως η προστασία από τον αέρα δεν δημιουργεί αποπνικτική ατμόσφαιρα όταν οδηγείς τις ζεστές ημέρες. Η ροή του αέρα γύρω από το σώμα σου είναι ακριβώς αυτή που πρέπει για να δουλεύουν σωστά οι αεραγωγοί του κράνους σου και οι αντίστοιχες οπές των καλοκαιρινών μπουφάν. Το επίπεδο των αεροδυναμικών θορύβων είναι πολύ χαμηλό και έως τα 150km/h ακούγαμε καθαρά τη μουσική από το ραδιόφωνο της SENA 30K και μιλούσαμε απροβλημάτιστα μέσω της ενδοεπικοινωνίας. Την τέταρτη ήμερα έχεις βγάλει τις χούφτες και έχεις ξετρελαθεί από τη χαρά σου, γιατί το SUPER DUKE GT χωράει πλέον παντού μέσα στην κίνηση της πόλης και φτάνεις πάντα πρώτος στο φανάρι. Το μόνο πρόβλημα εδώ είναι τα "γίδια" με τα παπιά και τα scooter, που έρχονται από πίσω και σταματούν μπροστά σου πάνω στη διάβαση. Όχι μόνο γιατί εμποδίζουν τους πεζούς, ούτε γιατί δεν βλέπουν πότε θα γίνει πράσινο το φανάρι αναγκάζοντας τους κανονικούς ανθρώπους να κορνάρουν, δημιουργώντας άσκοπη ηχορύπανση. Κυρίως γιατί νομίζουν ότι η “ελεύθερη” εξάτμιση έχει μεταμορφώσει το ταϊλανδέζικο παπί τους σε superbike. Κάποια στιγμή πρέπει να καταλάβουν πως άλλο πράγμα είναι τα db κι άλλο πράγμα τα hp. Ευτυχώς το SUPER DUKE GT έχει σε αφθονία και τα δύο, καθώς είναι προδιαγραφών Euro4 και όχι Euro5. Οπότε αρκεί μια ξερογκαζιά για τα ανοίξει το κλαπέτο της εξάτμισης και να αντιληφθούν εγκαίρως πως τρίβονται στην γκλίτσα του τσοπάνη. Γενικά, το ογκώδες διαστημικό παρουσιαστικό του SUPER DUKE GT και τα βαριά μπουμπουνιτά της εξάτμισης από τα δύο έμβολα των 650 κυβικών το κάθε ένα, δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας. Επιβάλλει το σεβασμό σε όλους χωρίς πολλές-πολλές αντιρρήσεις. Κι αν θέλετε να πιάσουμε την κουβέντα περί αισθητικής, θα συμφωνήσουμε πως δεν έχει την κλασσική ομορφιά μιας MV Agusta, αλλά μας αρέσει που δεν μοιάζει με τίποτα άλλο πάνω στο δρόμο και έχει τη δική του μοναδική οντότητα. Έχουμε πολλές και σοβαρές αντιρρήσεις για τις σχεδιαστικές επιλογές του Kiska, αλλά στην περίπτωση του SUPER DUKE GT η ακραία αισθητική προσέγγιση δουλεύει υπέρ της μοτοσυκλέτας. Όπως υπέρ της μοτοσυκλέτας είναι η εργονομία της θέσης οδήγησης και της θέσης του συνεπιβάτη. Με άριστα το 10, η βαθμολογία που του δίνουμε είναι… 11!

Κάτσε σωστά για να πας γρήγορα

Η εργονομία του SUPER DUKE GT είναι για σεμινάριο, καθώς σου επιτρέπει να απολαύσεις τη μοτοσυκλέτα σε όλες τις ταχύτητες και σε όλες τις χρήσεις. Τέλεια για οδήγηση μέσα στην πόλη. Τέλεια για χαλαρή βόλτα, αγναντεύοντας το ηλιοβασίλεμα στην παραλιακή. Τέλεια για οδήγηση με την ταυτότητα στα δόντια σε επαρχιακούς δρόμους ή μέσα στην πίστα. Τέλεια για πολύωρα ταξίδια στην εθνική με υψηλές ταχύτητες. Εκείνο όμως που μας εντυπωσίασε περισσότερο, είναι το γεγονός πως δεν αλλάζει η συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας όταν έχεις δεύτερο άτομο στη σέλα. Πραγματικά η εργονομία της θέσης του συνεπιβάτη είναι φανταστική, τόσο για τον ίδιο, όσο και για εσένα που οδηγείς. Κι όπως όλοι ξέρουμε, ο ευτυχισμένος συνεπιβάτης είναι το βασικό συστατικό για να πάει καλά ένα δικάβαλο ταξίδι ή μια εκδρομή. Όπως ήδη είπαμε, η αεροδυναμική είναι πολύ καλή και ο γιγαντιαίος V2 κινητήρας απελευθερώνει χωρίς δισταγμό τα 148 καθαρόαιμα άλογα στον πίσω τροχό, έχοντας παράλληλα τη ροπή του πλανήτη Δία από το ρελαντί.

Οπότε το ταξίδι στις εθνικές με πολύ υψηλές ταχύτητες δεν είναι πρόβλημα από “μηχανολογική” άποψη. Στην πράξη όμως, οι ευθείες τις εθνικής είναι ένα αναγκαίο κακό για τον αναβάτη αυτή της μοτοσυκλέτας. Ο βασικός λόγος είναι πως με το SUPER DUKE GT γουστάρεις περισσότερο να διανύεις μεγάλες αποστάσεις από τους επαρχιακούς δρόμους. Η ιδανική ταχύτητα ταξιδιού στις εθνικές είναι τα 183km/h όπου ο κινητήρας έχει ακριβώς 6.000 στροφές με έκτη. Οι κραδασμοί και οι μηχανικοί θόρυβοι είναι ελάχιστοι, ενώ η μέση κατανάλωση είναι γύρω στα 7 λίτρα για κάθε 100 χιλιόμετρα, εξασφαλίζοντας αυτονομία άνω των 300 χιλιομέτρων από το μεγάλο ρεζερβουάρ των 23 λίτρων. Αν μπεις στη σφαίρα των 200-250km/h τότε θα πρέπει να συμβιβαστείς με τους επιπλέον κραδασμούς του κινητήρα και την αύξηση του επιπέδου κάθε μορφής θορύβων. Για μερικές δεκάδες χιλιόμετρα είναι ΟΚ, αλλά όχι το πιο ευχάριστο πράγμα που μπορείς να κάνεις πάνω στη σέλα του SUPER DUKE GT. Οπότε αν το μόνο που σε ενδιαφέρει είναι να ταξιδεύεις στις γερμανικές autobahn με το κοντέρ καρφωμένο στα 250km/h, καλύτερα πάρε ένα Hayabusa. Για όλα τα άλλα, το SUPER DUKE GT είναι πολύ καλύτερο και σε κάποιους τομείς γίνεται έως και εξωπραγματικά καλό.

Όπως ας πούμε στους επαρχιακούς δρόμους με άσφαλτο που κρατάει καλά ή μέσα στην πίστα. Σε τέτοιου είδους περιβάλλον ξεχνάει πως είναι GT και συμπεριφέρεται ως καθαρόαιμο streetfighter. Όχι “σαν καθαρόαιμο”, αλλά όπως ακριβώς συμπεριφέρεται και η γυμνή έκδοση R. Είχαμε οδηγήσει στην πίστα των Σερρών και των Μεγάρων το προηγούμενο μοντέλο, οπότε δεν ήταν έκπληξη για εμάς οι ικανότητες του GT. Τα περιθώρια κλίσης είναι αντίστοιχα των superbike και τα φρένα, το πλαίσιο και οι αναρτήσεις, δεν “κλατάρουν” όταν αποφασίσεις να του πιείς το αίμα. Μέσα στις ελληνικές πίστες οι χρόνοι που θα κάνεις εξαρτώνται μόνο από το είδος των ελαστικών που έχεις βάλει και από τις δικές σου ικανότητες, όχι της μοτοσυκλέτας.

Στους επαρχιακούς δρόμους, τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Υπάρχει μια έντονη διαχωριστική γραμμή στη συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας και αιτία είναι οι ημι-ενεργητικές αναρτήσεις. Έχουμε γράψει πολλά κακά λόγια γι' αυτού του τύπου τις αναρτήσεις τα πρώτα χρόνια που εμφανίστηκαν και σιγά-σιγά αρχίζαμε να βάζουμε λίγο νερό στο κρασί μας, μέχρι που έχουμε φτάσει στο σημείο να μας αρέσουν κιόλας! Προφανώς δεν άλλαξαν τα γούστα μας, απλώς άλλαξε η τεχνολογία τους και κυρίως έχει γίνει τεράστια πρόοδος στον τομέα των λογισμικών προγραμμάτων που τις διαχειρίζονται. Δυστυχώς στην περίπτωση του SUPER DUKE GT, ο χρόνος έμεινε ακίνητος. Έτσι, όπως η πρώτη γενιά ημί-ενεργητικών αναρτήσεων (όλων των εταιρειών, από Sachs έως Öhlins και WP) “κοκάλωνε” στις κοφτές ανωμαλίες έως τα 60-70km/h, έτσι ακριβώς και στο SUPER DUKE GT “κλειδώνει” την απόσβεση συμπίεσης μόλις ο τροχός συναντήσει οποιοδήποτε απότομο εξόγκωμα ή λακκούβα με μικρή ταχύτητα. Ουσιαστικά δεν δουλεύει καθόλου η ανάρτηση, με αποτέλεσμα να περνάνε κατευθείαν οι κραδασμοί στα χέρια σου και το σημαντικότερο να μην έχεις καμία αίσθηση για το επίπεδο πρόσφυσης του ελαστικού.

Στη βροχή και μέχρι να ζεσταθεί η σκληρή κεντρική γόμμα των τουριστικών Pirelli Angel GT, το SUPER DUKE GT έχει μια “ξύλινη” αίσθηση που δεν μπορούμε να πούμε πως ήταν ευχάριστη. Ακριβώς την ίδια στυφή γεύση είχε στις χαμηλές ταχύτητες το Öhlins πιρούνι της Ducati Panigale V4S και έχει να κάνει ξεκάθαρα με το λογισμικό και όχι με την εταιρεία που φτιάχνει τις αναρτήσεις. Μετά τα 70km/h το πιρούνι αρχίζει να γίνεται από πολύ καλό έως φανταστικό, αλλά η συμπεριφορά του στις χαμηλές ταχύτητες χύνει την καρδάρα με το γάλα. Εδώ να ξεκαθαρίσουμε πως όλα τα παραπάνω δεν αλλάζουν αν ρυθμίσεις την ανάρτηση στο πρόγραμμα comfort. Βασικά το πρόγραμμα comfort ήταν η αγαπημένη μας επιλογή, ακόμα κι όταν είχαμε το επιπλέον βάρος του συνεπιβάτη. Το πίσω αμορτισέρ διαχειριζόταν τέλεια το επιπλέον φορτίο και την κτηνώδη ροπή του κινητήρα, εξαφανίζοντας κάθε μορφής παρατράγουδα. Η σταθερότητα στην ευθεία δεν είναι κορυφαία για την κατηγορία των κλασσικών sport-touring και το τιμόνι ελαφραίνει όσο πλησιάζεις προς την ένδειξη των 250km/h. Από την άλλη μεριά όμως, έχεις όλα τα πλεονεκτήματα μιας μοτοσυκλέτας με γρήγορη γεωμετρία και μικρό βάρος, κάτι που θεωρούμε πως είναι δίκαιη ανταλλαγή.

We take no prisoners

Όπως θα καταλάβατε, το μόνο πραγματικό μελανό σημείο του SUPER DUKE GT είναι η ημι-ενεργητική λειτουργία του πιρουνιού στις χαμηλές ταχύτητες, κυρίως μέσα στην πόλη και σε πολύ αργούς και γλιστερούς επαρχιακούς δρόμους. Το οποίο έρχεται σε αντίθεση με το κορυφαίο επίπεδο του λογισμικού των υπόλοιπων ηλεκτρονικών. Ειδικά το traction control είναι θεϊκό. Ό,τι καλύτερο υπάρχει αυτή τη στιγμή σε μοτοσυκλέτα δρόμου. Χουφτώνεις το γκάζι πάνω στο παρκέ των αθηναϊκών δρόμων και στρίβεις με ένα ελαφρύ παντιλίκι από την αρχή έως το τέλος της στροφής, σαν να είσαι ο καλύτερος stunt rider όλων των εποχών. Απίστευτο κοντρολάρισμα του ντριφτ από το traction control, απλά απίστευτο… Άριστη και η λειτουργία του wheelie control, που δεν πνίγει την επιτάχυνση, όπως άριστη θα ήταν και η λειτουργία του cornering ABS, αν… στις χαμηλές ταχύτητες η ημι-ενεργητική ανάρτηση ρούφαγε τις ανωμαλίες και δεν ανάγκαζε τον εμπρός τροχό να βρεθεί στον αέρα ενεργοποιώντας το ABS χωρίς προφανή αιτία.

Η διαφορά μεταξύ ενός φρεναρίσματος σε επίπεδη άσφαλτο και σε άσφαλτο με ανωμαλίες είναι τεράστια στις χαμηλές ταχύτητες και μειώνεται στο ελάχιστο όταν ξεπεράσεις τα 70-80km/h. Γενικά τα ακτινικά M50 φρένα της Brembo έχουν τη δύναμη και την αίσθηση που υπόσχονται, παίζοντας ουσιαστικό ρόλο στη γρήγορη οδήγηση, διότι τα 8kg/m ροπής που έχει ο κινητήρας από τις μόλις 2.500 στροφές, σημαίνει πως το SUPER DUKE GT έχει εκρηκτικές επιταχύνσεις. Ακόμα και σε μικρά ευθειάκια λίγων μέτρων, το ταχύμετρο πάει από τα 80km/h στα 150km/h με μισή γκαζιά. Καμία σχέση με τα τετρακύλινδρα των 1300-1400 κυβικών. Ο αυστριακός V2 στην κυριολεξία σκάβει την άσφαλτο σε κάθε άγγιγμα του γκαζιού από το ρελαντί. Πολύ γρήγορη μοτοσυκλέτα σε δρόμους με φουρκέτες και ψυχρός εκτελεστής στις προσπεράσεις αυτοκινήτων. Σε είδα- σε πέρασα. We take no prisoners. Γι' αυτό με το SUPER DUKE GT και σου αρέσει περισσότερο να ταξιδεύεις από τους επαρχιακούς δρόμους, παρά από τις εθνικές οδούς με σταθερή ταχύτητα. Είναι σκέτη ηδονή αυτές οι ενδιάμεσες επιταχύνσεις από στροφή σε στροφή. Επιπλέον, αυτός ο κινητήρας δεν προέρχεται από κάποιο σύγχρονο superbike, οπότε δεν πάσχει από το σύνδρομο της μακριάς πρώτης που έχει το BMW S 1000 XR και το κοιμίζει στα στενά ανηφορικά στροφιλίκια. Όχι πως με αυτή τη ροπή θα είχε πρόβλημα ο γιγαντιαίος V2 κινητήρας της ΚΤΜ, αλλά όπως και να το κάνουμε, η σωστή κλιμάκωση των σχέσεων του κιβωτίου για οδήγηση στο δρόμο μεγεθύνει ακόμα περισσότερο το πλεονέκτημά του στις επιταχύνσεις εν κινήσει.

Ένα σε λευκό

Το SUPER DUKE GT ήταν και θα παραμείνει μια “περιθωριακή” μοτοσυκλέτα. Ούτε τη μόδα των mega on-off ακολουθεί, ούτε τα συντηρητικά γούστα των παραδοσιακών πελατών της κατηγορίας sport touring ικανοποιεί η εκκεντρική εξωτερική της εμφάνιση. Στην πράξη όμως συνδυάζει κορυφαία άνεση για δύο άτομα, κορυφαία ασφάλεια, κορυφαία συμπεριφορά στην σπορ οδήγηση, είναι απολαυστικό στην πίστα, γίνεται ινδιάνος μέσα στην πόλη (χωρίς τις χούφτες και τις βαλίτσες…) και έχει εντυπωσιακή παρουσία στο δρόμο, που εμπνέει σεβασμό. Οι ημι-ενεργητικές αναρτήσεις μουτζουρώνουν λίγο την απόλαυση, αλλά αυτό δεν αρκεί για να αλλάξει την συνολική εικόνα. Το SUPER DUKE GT άρχισε να μας λείπει από την πρώτη ώρα που το επιστρέψαμε στην αντιπροσωπεία. Κάτι που δεν θα είχε καμία σημασία, αν αμέσως μετά δεν παραλαμβάναμε το R1M και το S1000RR…

 

 ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

KTM 1290 SUPER DUKE GT             

Αντιπρόσωπος:

KTM SEE

 

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

Μήκος (mm):

-

Ύψος (mm):

-

Μεταξόνιο (mm):

1481+/-15mm

Απόσταση από το έδαφος (mm):

141

Ύψος σέλας (mm):

835

Ίχνος (mm):

-

Γωνία κάστερ (˚):

24,9

Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):

660

Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):

490

Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):

900

Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):

480

 

ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ

 

240,5kg (χωρίς καύσιμο: 222,9kg)

Πίσω

49,3%

Εμπρός

50,7%

Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:

+0,1%

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Ατσάλινο χωροδικτύωμα

Πλάτος (mm):

-

Βάρος κατασκευαστή, κενή / γεμάτη (kg):

195/-

 

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Δικύλινδρος V, υγρόψυκτος με 2ΕΕΚ και 4 Β/Κ

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

108

Χωρητικότητα (cc):

1301

Σχέση συμπίεσης:

13,7:1

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

177

Ροπή (kg.m/rpm):

14,2

Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):

135,9

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός ride by wire

Σύστημα εξαγωγής:

2 σε 1 σε 2

Σύστημα λίπανσης:

Ημίξηρο κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Υγρός, πολύδισκος, μονόδρομος, υποβοηθούμενος

Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:

Γρανάζια/1,900

Τελική μετάδοση / σχέση:

Αλυσίδα / 2,235

 

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ

Km/h

Sec

Μέτρα

0-50

1,61

11,19

0-100

3,44

49,83

0-150

6,33

150,71

0-200

9,88

327,1

0-250

 

 

 

ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΣΤΑΣΗ

Μέτρα

Sec

km/h

0-400

11,15

210,51

0-1.000

-

-

 

ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΜΑ

Km/h

Sec

Μέτρα

80-140

3,14

100,89

 

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ (sec/μέτρα)

Km/h

4η

5η

6η

40-80

2,08/3361

3,41/52,95

-/-

80-120

1,8/50,37

2,24/62,06

2,75/76,51

120-160

1,79/69,78

2,51/97,92

3,09/120,94

160-200

-

2,68/135,41

3,78/189,45

200-240

-

-

-

 

ΦΡΕΝΑΡΙΣΜΑ

Km/h

Sec

Μέτρα

120-40

2,47

54,34

 

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Μονό αμορτισέρ

Διαδρομή (mm):

156

Ρυθμίσεις:

Πλήρεις ρυθμίσεις

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

6 Χ 17

Ελαστικό:

190/55-17

Πίεση:

-

ΦΡΕΝΟ

Μονός δίσκος 240mm με ρυθμιζόμενη λειτουργίας cornering ABS MP 9.1

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Έγχρωμη οθόνη TFT 6,5”με αισθητήρα φωτός, Bluetooth, multimedia connencivity, αυτόματα φώτα full led με cornering lights, ημί-ενεργητικές αναρτήσεις, quick shifter up/down, anti-wheelie, ρυθμιζόμενο traction control, αυτόματη ρύθμιση φρένου κινητήρα

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Τηλεσκοπικό πιρούνι Upside-Down

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

125/45

Ρυθμίσεις:

Πλήρεις ρυθμήσεις

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

3,5 Χ 17

Ελαστικό:

120/70-17

Πίεση:

-

ΦΡΕΝΟ

Δύο δίσκοι 320mmμε ακτινικές δαγκάνες BremboM50 και corneringABS

 

ΔΥΝΑΜΟΜΕΤΡΗΣΗ

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

148,5/8.800

Ροπή (kg.m/rpm):

12,8/7.200

 

ΛΕΖΑΝΤΑ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

Σχεδόν 150 άλογα στον τροχό έχει ο αυστριακό V2, αλλά εκείνο που τον ξάνει ξεχωριστό και μοναδικό είναι η εξωφρενική καμπύλη της ροπής που ξεκινά από τα 8km/h στις 2.500 και φτάνει έως τα 12,8kg/m στις 7.200. Σκάβει την άσφαλτο σε κάθε άγγιγμα του γκαζιού!

 

 

 

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ

Μέση

7,4

Ελάχιστη

5,5

Μέγιστη

12,9

Αυτονομία (km):

310

Αυτονομία ρεζέρβας (km):

-

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

23/-