Το MOTO στις Σέρρες - Superbike & Gentlemen 2017!

Όνειρα με ανοικτά μάτια
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

12/9/2017

Προετοιμάζοντας το τεύχος της 1ης Σεπτεμβρίου, βρεθήκαμε μέσα στον Αύγουστο με δύο ολοκαίνουρια superbike που ήθελαν στρώσιμο, χάδια και φροντίδα για τα παιδικά τους βήματα δηλαδή, πριν συγκεντρώσουμε ανθρώπους και ελαστικά για να βρεθούμε όλοι μαζί στις Σέρρες για κάτι ανεπανάληπτο: Τρεις κορυφαίοι Έλληνες αναβάτες, που σε λίγες μέρες κονταροχτυπιούνται για το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Ταχύτητας, θα συμβίωναν ειρηνικά και φιλικά, θα γινόμασταν μία παρέα με σκοπό να φέρουμε το πιο έγκυρο, το πιο δυνατό αποτέλεσμα: Την άποψή τους για ένα πολύ συγκεκριμένο τμήμα της ζωής αυτών των μοτοσυκλετών, εμπλουτίζοντας την δοκιμή του MOTO. Το πρώτο μεγάλο «μπάμ» έγινε αμέσως στα περίπτερα όλης της χώρας, με την δοκιμή του Suzuki GSXR1000R και χρόνο διαστημικό για μία ολοκαίνουρια μοτοσυκλέτα. Στο τεύχος που κυκλοφορεί μαθαίνετε όλες τις λεπτομέρειες κι έτσι διαβασμένοι, δεν θα έχετε απορίες για το μεγάλο συγκριτικό που θα ακολουθήσει: Honda CBR1000RR vs Suzuki GSXR1000R, μέσα από συνολικά πέντε αναβάτες, δύο από το περιοδικό και τρεις κορυφαίοι αγωνιζόμενοι!

Βέβαια στο ίδιο τεύχος θα προηγηθεί και η δοκιμή του CBR1000RR, η πιο πλήρης στην Ελλάδα, με ταξίδι και οδήγηση στο δρόμο, μετρήσεις επιδόσεων, δυναμομέτρηση στο ίδιο δυναμόμετρο που έχει μετρήσει όλα τα superbike, αλλά και ζύγισμα, κάτι πολύ σημαντικό σε κάθε μοτοσυκλέτα και πολλαπλάσια στην συγκεκριμένη περίπτωση. Γιατί η διαφορά τους στα κιλά είναι μεγάλη, το θέμα όμως για το αν περνάει αυτή η διαφορά από την ζυγαριά στο δρόμο και μετά στην πίστα είναι κάτι σύνθετο και θα αναλυθεί στην έντυπη έκδοση για να έχει την έκταση που του αξίζει.

Προετοιμάζοντας όμως ένα τέτοιου είδους συγκριτικό, που τοποθετείται μακριά από την σημερινή ελληνική πραγματικότητα, προέκυψαν πολλές παράλληλες ιστορίες. Στα 32 χρόνια της ιστορίας του, το MOTO έχει διοργανώσει πολλά συγκριτικά για superbikes, πολυπληθή με τεράστια συμμετοχή μοτοσυκλετών και αναβάτων, έχει μαζέψει λοιπόν πολλές ιστορίες, αυτή όμως είναι λίγο πιο διαφορετική. Γιατί πέρα από την διαχείριση μίας τόσο ακριβής διαδικασίας με τα σημερινά σφιχτά πλαίσια, είχαμε να φροντίσουμε και τρεις προσκεκλημένους, που είναι όλοι τους ανταγωνιστές. Αυτό που δεν περιμέναμε, ήταν να καταλήξουμε μία μεγάλη παρέα με πειράγματα, με αστεία που άφηναν ένα ηχηρό γέλιο, με μία συνεννόηση και έναν εσωτερικό κώδικα, σαν να είμασταν χρόνια φίλοι. Κι ήταν ίσως εξαιτίας αυτού του κλίματος, που πάντα βρισκόταν ένας εθελοντής μόλις εμφανιζόταν η παραμικρή δυσκολία!

Πώς είναι στην καθημερινότητά τους ο Παρασκευόπουλος Χάρης, ο Πίππος Λευτέρης και ο Συνιώρης Σάκης; Ποιος είναι εκείνος που λέει αστεία μέχρι να κλάψουν όλοι με μαύρο δάκρυ, ποιος είναι σοβαρός και λιγομίλητος, ποιος καταναλώνει χιλιάδες θερμίδες στο πρωινό και τις έχει κάψει όλες πριν ακόμα μπει στην πίστα;

Μετά από τρεις μέρες στις Σέρρες, εκατοντάδες γύρους μέσα στην πίστα, εκατοντάδες χιλιόμετρα στο δρόμο, λιωμένα ελαστικά, αεροπλάνα, βραστά αυγά, σουβλάκια άπαχα και μερικούς τόνους ανέκδοτα, γεμίσαμε γνώσεις για τα GSXR και CBR, περνώντας μερικές εκπληκτικές στιγμές. Ας δούμε όμως και την άλλη πλευρά των αναβατών ξεκινώντας με αλφαβητική σειρά:

 
Παρασκευόπουλος Χάρης

Είναι ο ίδιος μία κανονική μηχανή, ακούραστη και με… blueprints από κάποιο ελβετικό ωρολογοποιείο για να δουλεύει με τόση ακρίβεια. Ξεκινούσε την ημέρα του από τις 06:00 το πρωί με σκληρή γυμναστική, κατανάλωνε μερικές χιλιάδες θερμίδες και συνέχιζε μέχρι τις 09:00 κάνοντας γύρους στην πίστα με τα πόδια, πριν ακούραστος καβαλήσει τις μοτοσυκλέτες για να συνεχίσει οδηγώντας με αγωνιστικό ρυθμό. Έτοιμος να ψάξει ρυθμίσεις, να βοηθήσει σε διαδικασίες, γυρνούσε ασταμάτητα αφήνοντας κάθε φορά μερικά γραμμάρια μετάλλου στην πίστα, ξύνοντας ότι ήταν δυνατό να ξύσει…

 

Πίππος Λευτέρης

Ο άνθρωπος που μπορεί να ζωγραφίσει το χαμόγελο ακόμα και στο πιο σφιχτό πρόσωπο, έχει κάθε στιγμή την κατάλληλη ατάκα και μία αφοπλιστική ειλικρίνεια που στην πετά κατάμουτρα με μία γερή δόση χιούμορ, κι έτσι δέχεσαι να ακούσεις το οτιδήποτε και πάλι να σκας στο γέλιο. Μεγάλη εμπειρία στους αγώνες, χαρισματική προσωπικότητα, πολυτάλαντος και ειλικρινής, ο Λευτέρης θα γίνει η ψυχή της παρέας μέχρι τα αστεία να κοπούν και να μπει στην πίστα, ίσως το μοναδικό σημείο σε αυτό τον κόσμο που σταματά να κάνει πλάκα.

 

Συνιώρης Σάκης

Ο Έλληνας πολυπρωταθλητής που έχει ταυτίσει το όνομά του με τους αγώνες ταχύτητας, χωρίς να χρειάζεται συστάσεις. Υπολογίζει με ακρίβεια τα πάντα γύρω του και αποφεύγει το ρίσκο επιδεικνύοντας επαγγελματισμό και στοχεύοντας στο πρωτάθλημα με χαρακτηριστική ακρίβεια. Αλάνθαστος στην πίστα και απόλυτα ακριβής, δεν αφήνει περιθώρια για να χαθεί ο έλεγχος. Ανεξάρτητος και ταυτόχρονα μέρος της παρέας συνομιλώντας με όλους, από τους ανταγωνιστές του μέχρι όλους όσους ήρθαν για να παρακολουθήσουν, ήταν έτοιμος να μας δώσει την κριτική του σε κάθε στάδιο της δοκιμής, χωρίς περιστροφές.

 

Γιάννης Περιστεράς

Μαζί με τον Σάκη Συνιώρη και ως μέρος της αγωνιστικής του προετοιμασίας, ήταν στις Σέρρες μαζί μας ο Γιάννης Περιστεράς. Έτοιμος να ανέβει στις Superbike και να φύγει αν τον αφήναμε, πράγμα που δεν το κάναμε για δύο λόγους: ότι θα είχαμε να λογοδοτήσουμε αν συνέβαινε κάτι κι έπειτα επειδή θα γύριζε ταχύτερα από εμάς και θα μας ντρόπιαζε! Ο Γιάννης έχει όλο το μέλλον μπροστά του για μία πλούσια καριέρα, πράγμα που του το ευχόμαστε.

 

Δύο ιαπωνικές superbike μοτοσυκλέτες λοιπόν, με ισχυρούς χαρακτήρες, έρχονται αντιμέτωπες μεταξύ τους, στα χέρια αναβατών με εξίσου ισχυρές προσωπικότητες. Ο συνδυασμός ήταν εκρηκτικός και καταφέραμε να συνδυάσουμε όλα τα στάδια που απαιτεί μία τέτοια δοκιμή, με άφθονες ενδιάμεσες στιγμές, όπως η παρακάτω:

Ο Λευτέρης ανεβαίνει στην πίσω σέλα του GSXR, με τον Χάρη να οδηγεί, και μας κλείνει το μάτι: «θα δω καλύτερα τις γραμμές του τώρα», πριν το λουράκι του κράνους του κόψει την ανάσα γιατί ο Χάρης έχει ξεκινήσει σουζάροντας. Η πραγματικότητα εξελισσόταν διαφορετική για τον Λευτέρη, όταν αρχίσαμε να βλέπουμε πως ο Χάρης δεν είχε σκοπό να πάει πολύ χαλαρά και μετέτρεπε εκείνη την στιγμή το GSXR1000R σε μηχανάκι του Randy Mamola… Φτάνοντας στην ευθεία ακούμε το GSXR να επιταχύνει δυνατά και τον Λευτέρη να βγάζει κραυγές για όλο τον υπόλοιπο γύρο που –χαλαρά όπως μας είπε μετά ο Χάρης ότι πήγαινε- έγραψαν χρόνο σε χαμηλό 1:28 με τα ελαστικά που ήδη είχε η μοτοσυκλέτα. «Το παιδί είναι…. Εγώ δεν το ξανά κάνω αυτό» έλεγε ο Λευτέρης, με τον Χάρη να σκάει ένα χαμόγελο και να ζητά τον επόμενο εθελοντή για να ξύσουν μαζί, μόλις σφίξουν αναρτήσεις. Κανείς δεν βρέθηκε πρόθυμος, προς μεγάλη απογοήτευση του Χάρη…

Η διαδικασία της δοκιμής, όπου πέντε αναβάτες πρέπει να οδηγήσουν δύο μοτοσυκλέτες ο καθένας και να έχουν μία σειρά από φωτογραφίες και με τις δύο, δεν αφήνει πολλά περιθώρια χρόνου. Δοκιμή των μοτοσυκλετών με τα δικά τους ελαστικά, των ηλεκτρονικών και των ρυθμίσεών τους μαζί με την πολύπλοκη φωτογράφιση, καταναλώνουν πλήρως μία ημέρα. Αργά το βράδυ έπρεπε να αλλάξουμε ελαστικά για να είναι έτοιμες οι superbike για την επόμενη μεγάλη μέρα, που η επίσημη χρονομέτρηση της πίστας και το κυνήγι του χρονόμετρου μας περίμενε για να ολοκληρωθεί η δοκιμή, αφού πρώτα ρυθμίζαμε ξανά αναρτήσεις. Το βράδυ θα γίνουμε μία μεγάλη παρέα, θα καταλήξουμε στην επιλογή ταβέρνας στο κέντρο των Σερρών και αφού μοιραστούμε ιστορίες και πεθάνουμε στα γέλια με τις ατάκες του Λευτέρη, θα γυρίσουμε όλοι μαζί στο ξενοδοχείο.. ή μάλλον όχι όλοι, γιατί ο Χάρης επιλέγει να συνεχίσει την γυμναστική με περπάτημα μέχρι το ξενοδοχείο που είναι ψηλά, έξω από την πόλη, και που το χαρακτηρίζει πολύ χαλαρό για βράδυ…

Τα ολοκαίνουρια slick ελαστικά της Dunlop θερμαίνονται στις κουβέρτες νωρίς το πρωί, όσο ξεκινούν οι διαδικασίες για την χρονομέτρηση με το επίσημο σύστημα χρονομέτρησης της πίστας, την συνέχιση της φωτογράφισης και την ολοκλήρωση της δοκιμής. Μέχρι να μπούμε σε van, φορτηγά και αεροπλάνα για να επιστρέψουμε πίσω, έχουμε περάσει τρεις μέρες με πολύ οδήγηση και πολύ γέλιο, σαν μία μεγάλη παρέα, με πολλές σημειώσεις και πλούσια καταγεγραμμένη εμπειρία οδήγησης στην πίστα των Σερρών με τις δύο ολοκαίνουριες ιαπωνικές superbike. Για τα ελληνικά δεδομένα ήταν επιτυχία που καταφέραμε να συγκεντρώσουμε αυτές τις δύο μοτοσυκλέτες και φυσικά συγχαρητήρια αξίζουν και στις αντιπροσωπείες που ανταποκρίθηκαν. Άλλη μία επιτυχία ενάντια στην εποχή, όπως το αντίστοιχο Track Day Dreams που αποτελούσε παγκόσμια πρωτοτυπία στις μέρες του. Ευελπιστούμε όμως στο κοντινό μέλλον να έχουμε την ευκαιρία για ένα συγκεντρωτικό συγκριτικό τεστ όλων των superbike!

Είχαμε σημαντική βοήθεια για να τα καταφέρουμε και σε αυτό βέβαια: Η Dunlop μας παρείχε slick ελαστικά για να τα δοκιμάσουμε αλλά και για να βοηθήσει στο συγκριτικό μας, ώστε οι μοτοσυκλέτες να συγκριθούν με τα ίδια ελαστικά. Το κατάστημα MOTO SPORT ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ - BMW MOTOSERVICE μας βοήθησε δυναμικά στην πίστα και στις διαδικασίες της δοκιμής, η εταιρία Moto Kafetzis – Serres έκανε υπερωρίες για να μας αλλάξει ελαστικά και να ελέγξει τις μοτοσυκλέτες μετά από μία τέτοια βαριά ημέρα οδήγησης, και φυσικά η εταιρία Peristeras Tyres ανέλαβε την προμήθεια ελαστικών, την αλλαγή τους στην Αθήνα και μας παρείχε και πρόσθετα ζευγάρια για ασφάλεια. Η δουλειά μας έγινε πολύ καλύτερη με την βοήθειά τους και τους ευχαριστούμε θερμά.

Πιο θερμά από όλους βέβαια πρέπει να ευχαριστήσουμε τους τρεις Έλληνες αναβάτες για τον χρόνο που επένδυσαν, την παρέα που προσέφεραν και την διάθεση να συμμετέχουν σε μία δοκιμή που έχει πολύ κούραση και απαιτεί πολύ δουλειά. Παρασκευόπουλος Χάρης -Πίππος Λευτέρης - Συνιώρης Σάκης, σας ευχαριστούμε και ανανεώνουμε για το επόμενο τεύχος με ένα συγκριτικό που θα κάνει νέο μεγάλο πάταγο!

 

Ξέρετε μία από τις πλευρές του Πανελληνίου Πρωταθλήματος Ταχύτητας, είναι ένα κλειστό περιβάλλον με αγωνιζόμενους που κάνουν μία υπερπροσπάθεια να συγκεντρώσουν τους απαραίτητους πόρους, μηχανικοί που προσπαθούν να κάνουν θαύματα με μικρά έξοδα, εταιρίες που επενδύουν μεγάλα ποσά με μικρό αριθμητικό αντίκρισμα και μία μικρή στρατιά από ανθρώπινους δορυφόρους και μετεωρίτες που είτε βοηθούν αρκετά, είτε δημιουργούν προβλήματα, είτε και τα δύο. Συχνά όχι από πρόθεση, αλλά από παρεξήγηση κι αυτό το πράγμα στον συγκεκριμένο χώρο -η παρεξήγηση- είναι πολύ συχνό φαινόμενο. Φανταστείτε ότι μόλις άρχισε να ακούγεται τι πάει να κάνει το MOTO, άρχισαν και τα πρώτα τηλέφωνα. Θέλετε από ζήλια, θέλετε από αθώο αστείο που παρεξηγήθηκε, οι αναβάτες που θα είχαμε μαζί μας, άκουγαν σχόλια όπως, «το MOTO έπρεπε να πάρει μόνο εσένα», «οι άλλοι είναι χειρότεροι μην τους κάνεις παρέα» κτλ.. Υπήρχαν προβλήματα με χορηγούς και εταιρίες για τις κοινές φωτογραφίες και ένα σωρό υπέροχα και μικρά προβληματάκια που μας έκαναν να γελάμε λίγο, ακούγοντας τι τους έλεγε ο ένας κι ο άλλος. Για αυτό αξίζει να εστιάσουμε για λίγο στην ιστορία όπως την ζήσαμε, γιατί δεν είναι όλα μίζερα, ή δεν χρειάζεται να είναι. Μπορούμε αν θέλουμε να γυρίσουμε το πρίσμα και να τα δούμε όλα λίγο πιο σκοτεινά, να δούμε την αρνητική πλευρά ανθρώπων, να εστιάσουμε στην μικρή ή μεγάλη ιστορία τους, όμως αυτό είναι το συνηθισμένο στην Ελλάδα σε μία χώρα που αναδεικνύει το άσχημο για να μειώσει προσωπικότητες και προσπάθειες. Εμείς ζώντας τρεις μέρες σαν παρέα με τρεις από τους κορυφαίους Έλληνες αναβάτες, έχουμε μονάχα καλά λόγια να πούμε και θα ανανεώσουμε το ραντεβού, σκοπεύοντας μάλιστα να γίνει ακόμα πιο μεγάλο την επόμενη φορά, ακόμα πιο μακριά από τα ελληνικά δεδομένα!

Δοκιμή ελαστικών: Pirelli Supercorsa SP, Supercorsa BSB, Metzeler M9 RR

Μία οικογένεια, τρία ελαστικά
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

1/3/2021

Στα πλαίσια του συγκριτικού τεστ των  streetfighter που κάναμε στο δρόμο και στην πίστα των Σερρών, δοκιμάσαμε τρεις διαφορετικούς τύπους supersport ελαστικών του ομίλου Pirelli/Metzeler. Πρόκειται για τα Pirelli Supercorsa SP, Pirelli Supercorsa BSB και Metzeler M9 RR, όπου το πρώτο το βάλαμε στο Ducati Streetfighter V4, το δεύτερο στο Kawasaki Z-H2 και το τρίτο στο KTM 1290 Superduke R.

Τα Pirelli Supercorsa SP τα έχουν ήδη επιλέξει η Ducati, η Kawasaki και η Honda, ως ελαστικά πρώτης τοποθέτησης στις κορυφαίες εκδόσεις των superbike μοτοσυκλετών τους, ενώ τα Metzeler M9RR τα έχει επιλέξει η BMW στο νέο S1000RR. Αυτό από μόνο του σημαίνει πως είναι ελαστικά υψηλών επιδόσεων με έγκριση τύπου για οδήγηση στο δρόμο, αλλά μπορούν να γράψουν και εξίσου καλούς χρόνους στην πίστα.

Φυσικά όπως συνηθίζουν τα εργοστάσια, ζητούν από τις εταιρείες ελαστικών να κάνουν κάποιες μικρές ή μεγάλες αλλαγές, ώστε τα ελαστικά να ταιριάζουν στις εξειδικευμένες απαιτήσεις των δικών τους μοντέλων. Για παράδειγμα η Honda απαίτησε από την Pirelli ισχυρότερο σκελετό για το πίσω ελαστικό του νέου CBR1000RR-R Fireblade, ενώ η Ducati ζήτησε το πίσω ελαστικό να έχει προφίλ 60% (200/60-17) ώστε η γεωμετρία του να είναι όμοια με των αγωνιστικών slick ελαστικών.

Τέτοιες διαφορές δημιουργούν κάποιες φορές πονοκέφαλο στους ιδιοκτήτες, διότι δεν βρίσκεις πάντα διαθέσιμους αυτούς τους εξειδικευμένους τύπους ελαστικών. Ευτυχώς τα σύγχρονα ηλεκτρονικά και η τεχνολογία αυτού του επιπέδου ελαστικών, σου αφήνουν το περιθώριο να επιλέξεις και τους παραπλήσιους τύπους, χωρίς να μεταβληθούν δραματικά τα χαρακτηριστικά της μοτοσυκλέτας σου.

Άλλωστε και τα ίδια τα εργοστάσια σου δίνουν περισσότερες από δύο επιλογές, όχι μόνο στον τύπο του ελαστικού, αλλά ακόμα και στη μάρκα. Για παράδειγμα η Yamaha έβαζε στην απλή έκδοση της R1 πίσω ελαστικό 195/50-17 ενώ στην έκδοση Μ έβαζε 200/55-17, χωρίς αλλαγές στο λογισμικό των ηλεκτρονικών, καθώς πλέον δεν παίρνουν δεδομένα από τους αισθητήρες του ABS αλλά από την IMU και τους αισθητήρες των πέντε ή έξι κατευθύνσεων που διαθέτουν.

Το ίδιο κάνει η Aprilia με τις απλές και Factory εκδόσεις των Tuono 1100 και RSV4 1000/1100, όπως επίσης η BMW και τα ιαπωνικά εργοστάσια βάζουν διαφορετικής μάρκας ελαστικά, ανάλογα την αγορά ή το εξάμηνο παραγωγής! Όχι μόνο αυτό, αλλά δεν αποτελεί έκπληξη που κάποιες επιλογές των εργοστασίων βασίζονται – δυστυχώς – μόνο σε οικονομικά κριτήρια και δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε δει κορυφαίας απόδοσης μοτοσυκλέτες να έχουν χαμηλότερων προδιαγραφών ελαστικά, σε σχέση με τις υπόλοιπες ικανότητές τους.

Όλα αυτά τα λέμε για να ξεκαθαρίσουμε εξαρχής, πως τα ελαστικά πρώτης τοποθέτησης της μοτοσυκλέτας μας δεν αποτελούν δέσμευση για την επιλογή των νέων που θα βάλουμε όταν χρειαστεί να τα αντικαταστήσουμε.

 

Φυσικά, όταν αλλάζεις μάρκα ή μοντέλο και πολύ περισσότερο διάσταση ελαστικών, θα υπάρξουν διαφορές στη συμπεριφορά της. Κάποιες θα είναι προς το καλύτερο και κάποιες προς το χειρότερο, αναλόγως ποιες είναι οι επιδιώξεις και οι επιθυμίες σου.

Το Ducati Streetfighter V4 παραδίδεται στους ιδιοκτήτες του με τα Pirelli Rosso Corsa. Πρόκειται για ένα premium μοντέλο της Pirelli με τρεις γόμμες για τις πέντε ζώνες που είναι χωρισμένο το πίσω ελαστικό. Το συγκεκριμένο ελαστικό το είχαμε δοκιμάσει εκτενώς όταν παρουσιάστηκε το 2018 πάνω στο Aprilia RSV4 Factory και η φιλοσοφία του είναι η μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, διατηρώντας σε αρκετά μεγάλο βαθμό μέσα στην πίστα τα δυναμικά χαρακτηριστικά των Supercorsa. Ως εκ τούτου, αυτή η επιλογή της Ducati βασίζεται περισσότερο για χρήση στο δρόμο, όπου η μεγάλη διάρκεια ζωής είναι σημαντικός παράγοντας.

Σε αυτό το συγκριτικό, στο Streetfighter V4 βάλαμε τα Supercorsa SP. Πρόκειται για μια κλασική και δοκιμασμένη επιλογή των ιδιοκτητών superbike, η οποία στοχεύει σε όσους κάνουν track day, αλλά παράλληλα απολαμβάνουν την γρήγορη οδήγηση και στο δρόμο. Και αυτό το ελαστικό έχει τεχνολογία διαφορετικής σύνθεσης γόμας, όμως εδώ είναι δύο για το πίσω ελαστικό και όχι τρεις όπως στο Rosso Corsa. Η γόμμα στο κέντρο του ελαστικού έχει σχεδιαστεί για μειωμένη φθορά, ενώ η γόμα που βρίσκεται στο πλάι έχει σύνθεση που προσφέρει σταθερό και υψηλού επιπέδου κράτημα στην πίστα, χωρίς να παρουσιάζει συμπτώματα υπερθέρμανσής και απότομη πτώση της απόδοσής του.

Επίσης έχει διαφορετική γεωμετρία κορόνας και είναι ένα από τα ελαφρύτερα ελαστικά στην κατηγορία του. Όμως τί σημαίνουν όλα αυτά; Όσο η μοτοσυκλέτα είναι εντελώς όρθια δεν πρόκειται να αντιληφθείς κάποια διαφορά σε σχέση με τα Rosso Corsa, οδηγώντας την Streetfighter V4 στο δρόμο. Η γεωμετρία του πλαισίου, η κατανομή βάρους και η μελετημένη αεροδυναμική της ιταλικής μοτοσυκλέτας, την κρατούν “βιδωμένη” πάνω στην άσφαλτο, οπότε η πιο “τριγωνική” κορώνα του εμπρός Supercorsa SP δεν έχει επιπτώσεις στη σταθερότητα.

 

Προφανώς το πίσω δεν θα έχει την ίδια διάρκεια ζωής αν κάνεις πολλά χιλιόμετρα στην εθνική με υψηλές ταχύτητες, όμως θα αντέχουν πολύ περισσότερο από τα προηγούμενης γενιάς semi-slick ελαστικά με την ενιαία γόμα. Ειδικά σε αυτή τη μοτοσυκλέτα που δεν ξεπερνά τα 207 κιλά με γεμάτο το ρεζερβουάρ, η φθορά στο κέντρο ήταν ανεπαίσθητη, παρά τους 180 πραγματικούς ίππους που το μαστιγώνουν. Οι διαφορές αρχίζουν όταν πλαγιάσεις τη μοτοσυκλέτα, όπου γίνονται αρκετά πιο αισθητές οι σχεδιαστικές επιλογές της Pirelli. Το Supercorsa SP αφήνει τη μοτοσυκλέτα να πλαγιάσει πιο γρήγορα και το τιμόνι έχει πιο ελαφριά αίσθηση, λόγω της πιο γρήγορης γεωμετρίας της κορώνας και του μειωμένου γυροσκοπικού φαινομένου, καθώς είναι πολύ ελαφρύ ελαστικό. Από την άλλη μεριά όμως θέλει περισσότερη ώρα για να έρθει σε ιδανική θερμοκρασία λειτουργίας και δεν απορροφά τις ανωμαλίες τους δρόμου με την ίδια ηρεμία που το κάνει το Rosso Corsa στην χαμηλές ταχύτητες της πόλη και των σφικτών επαρχιακών δρόμων. Φυσικά στην πίστα, όπου η ποιότητα της ασφάλτου είναι πολύ καλύτερη και κυρίως πιο ομαλή, το Supercorsa SP έχει μόνο πλεονεκτήματα.

 

Πέρα από την ταχύτερη αλλαγή πορείας, η βασική διαφορά του Supercorsa SP στην πίστα είναι στο σταθερό επίπεδο του κρατήματος μετά των πέμπτο-έκτο γύρο. Σε αυτό το σημείο, τα ελαστικά δρόμου αρχίζουν και δείχνουν σημάδια υπερθέρμανσης, κάτι απόλυτα λογικό αφού έχουν σχεδιαστεί με προτεραιότητα την άμεση επίτευξη θερμοκρασίας λειτουργίας.

Αντιθέτως το Supercorsa SP δείχνει την αγωνιστική καταγωγή του και συμπεριφέρεται ως γνήσιο semi-slick ελαστικό, προφέροντας μεγάλη επιφάνεια επαφής με την άσφαλτο και σταθερά υψηλό κράτημα για πολλούς συνεχόμενους γύρους. Σε σχέση με το Rosso Corsa που είχαμε δοκιμάσει στο Aprilia RSV4 στην πίστα των Σερρών, το Supercorsa SP είχε αναμενόμενα περισσότερη φθορά στο τέλος της ημέρας και είναι το δίκαιο τίμημα που πρέπει να πληρώσεις όταν επιλέγεις ελαστικά της κατηγορίας των semi-slick.

Στα πλεονεκτήματα του Supercorsa SP θα πρέπει να βάλουμε και το γεγονός της μεγάλης γκάμας διαστάσεων που τα προσφέρει η Pirelli.

Το εμπρός ξεκινά από την διάσταση 110/70-17 και το πίσω από την 140/70-17 και φτάνει έως την 200/60-17, καλύπτοντας όλους τους κυβισμούς σπορ μοτοσυκλετών από τα 125 κυβικά με τους 15 ίππους έως και τα θηρία των 1100 κυβικών και τους 200+ ίππους στον πίσω τροχό. Γι' αυτό άλλωστε και το χρησιμοποιούν σε πολλών ειδών αγώνες ενιαίου τύπου στα εθνικά πρωταθλήματα της Ευρώπης, από τις κατηγορίες SS300 έως και Superstock 600/1000.

Ταυτόχρονα με το Supercorsa SP, στη διάθεσή μας είχαμε και το Supercorsa BSB… Μπερδευτήκατε με τα ονόματα; Και εμείς μπερδευτήκαμε δυο-τρεις φορές όταν αλλάζαμε τα ελαστικά στις μοτοσυκλέτες, διότι σε εμφάνιση δεν διαφέρουν από τα SP.

Ούτε όμως θα καταλάβεις διαφορά ανάμεσα στο SP και το BSB αν δεν πιέσεις οριακά μέσα στην πίστα τη μοτοσυκλέτα. Το όνομά του το πήρε από το εθνικό πρωτάθλημα superbike της Βρετανίας και η Pirelli το παρουσίασε το 2009 ως την έκδοση δρόμου του καθαρόαιμου αγωνιστικού slick. Σήμερα βρίσκεται τιμολογιακά κάτω από το Supercorsa SP και αποτελεί την πιο συμφέρουσα οικονομικά επιλογή για όποιον θέλει κράτημα και συμπεριφορά semi-slick ελαστικού, χωρίς να βάλει πολύ βαθιά το χέρι στην τσέπη.

Το συγκεκριμένο ελαστικό το βάλαμε στο Kawasaki Z-H2, που φοράει από το εργοστάσιο τα Pirelli Rosso III. Σε αυτή τη μοτοσυκλέτα η διαφορά μεταξύ του sport-touring Rosso III και του semi-slick Supercorsa BSB ήταν εμφανέστατη από την πρώτη στιγμή, όχι μόνο μέσα στην πίστα, αλλά και στο δρόμο. Η γυμνή μοτοσυκλέτα της Kawasaki έχει αρκετά μεγαλύτερο βάρος στα 240 κιλά και επίσης έχει πολύ γκάζι και ροπή. Ως αποτέλεσμα, στο δρόμο ζέσταινε πολύ πιο γρήγορα τα Supercorsa BSB, απ’ ότι το ελαφρύτερο Ducati Streetfighter τα Supercorsa SP και δεν υπήρχε ευδιάκριτος συμβιβασμός σε αυτόν τον τομέα σε σχέση με τα sport-touring ελαστικά. Από την άλλη μεριά, η τριγωνική κορόνα των BSB επηρεάζει άμεσα τη συμπεριφορά του Ζ-Η2 σε όλες τις ταχύτητες κάνοντας το τιμόνι πιο άμεσο στις αντιδράσεις του, αλλά ταυτόχρονα και πιο ευαίσθητο στις ανωμαλίες του δρόμου. Έτσι δεν λείπουν τα κουνήματα στο τιμόνι αν περάσεις με τέρμα ανοιχτό το γκάζι πάνω από ανωμαλίες.

Στην πίστα το Ζ-Η2 έχει μικρά περιθώρια κλίσης λόγω των μαλακών αναρτήσεων και της χαμηλά τοποθετημένης εξάτμισης και των μαρσπιέ. Οπότε το πλεονέκτημα του υψηλότερου κρατήματος υπό κλίση των BSB δεν σου χρησιμεύει σε κάτι.

Με άλλα λόγια, η επιλογή του Rosso III από την Kawasaki ως ελαστικό πρώτης τοποθέτησης στο Ζ-Η2 θα ικανοποιήσει ένα ευρύτερο κοινό και η τοποθέτηση ενός semi-slick όπως το Supercorsa BSB είναι για εκείνους που θέλουν να βελτιώσουν την ευελιξία της μοτοσυκλέτας, θυσιάζοντας την διάρκεια ζωής σε βάθος χρόνου.

Το τρίτο ζευγάρι ελαστικών της παρέας μας ήταν τα Μetzeler M9RR και είχαν εξίσου δύσκολο έργο, καθώς έπρεπε να αντιμετωπίσουν την κτηνώδη ροπή του αυστριακού V2 του KTM 1290 Superduke.

Πρόκειται για μία από τις πιο πρόσφατες αφίξεις στην κατηγορία των hypersport ελαστικών, με το BMW S1000RR να είναι η πρώτη μοτοσυκλέτα παραγωγής που το φόρεσε ως πρώτη τοποθέτηση από το εργοστάσιο. Μετά από αυτή δόκιμή των streetfighter μπορούμε να πούμε πως συμφωνούμε απόλυτα με την επιλογή της BMW, καθώς τα M9 RR σκοράρουν πολύ υψηλή βαθμολογία σε όλους τους τομείς χρήσης των μοντέρνων υπερ-μοτοσυκλετών, τόσο στο δρόμο όσο και στην πίστα. Η συνεργασία του με τα σύγχρονα ηλεκτρονικά βοηθήματα ήταν άψογη και παρά την τεράστια διαφορά στον τρόπο απόδοσης του V2 κινητήρα της KTM σε σχέση με τον τετρακύλινδρο της superbike της BMW, δεν προκαλούσε πρόωρη επέμβαση του traction control ή του cornering ABS.

 Ερχόταν αρκετά γρήγορα σε θερμοκρασία λειτουργίας στους ελληνικούς δρόμους και διατηρούσε σταθερή την απόδοσή του για μεγάλα χρονικά διαστήματα μέσα στην πίστα.

Η γεωμετρία της κορόνας του είναι μεν σπορ και κοντά στα semi-slick ελαστικά, αλλά δεν φτάνει στα άκρα. Οπότε ακόμα και στο 1290 Superduke R, που είναι από τις ελαφρύτερες και πιο ευέλικτες γυμνές μοτοσυκλέτες της αγοράς, διατήρησε το επίπεδο σταθερότητας και δεν εμφανίστηκαν ανεπιθύμητες αντιδράσεις. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα ζευγάρι ελαστικών που σου επιτρέπει να εκμεταλλευτείς τις δυνατότητες μιας σύγχρονης, παντοδύναμης και γεμάτης ηλεκτρονικά streetfighter ή superbike, χωρίς να απαιτεί τους συμβιβασμούς ενός semi-slick ελαστικού στο δρόμο ή ενός sport-touring ελαστικού στην πίστα.

 Για την πλειοψηφία των ιδιοκτητών sport και supersport μοτοσυκλετών, τα M9 RR της Metzeler είναι μια άριστη επιλογή για να απολαύσουν τις δυνατότητες της μοτοσυκλέτας τους σε κάθε είδους άσφαλτο 365 μέρες το χρόνο. Οι διαθέσιμες διαστάσεις καλύπτουν όλο το φάσμα κυβισμών, από τα 125cc έως και τα 1300cc, οπότε αποτελούν πολύ καλή αναβάθμιση για τις μικρο-μεσαίες supersport που έχουν κατά κανόνα φτηνιάρικα ελαστικά από το εργοστάσιο και πολλές φορές σε λάθος διάσταση για το πλάτων της ζάντας!