Οδηγούμε την Gilera RSA250 του Marco Simoncelli

Το τέλος μιας εποχής
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

27/10/2021

Φέτος, στις 23 Οκτωβρίου, έκλεισαν δέκα χρόνια από εκείνη την τραγική στιγμή που ένα τεράστιο ταλένοτ, ο Marco Simoncelli, έχασε την ζωή του σε ένα τραγικό δυστύχημα στην πίστα της Sepang. Μια δεκαετία που οι εξελίξεις στο κορυφαίο άθλημα μοτοσυκλέτες θα μπορούσαν να είναι εντελώς διαφορετικές, αν είχαμε ακόμη κοντά μας αυτή την χαρισματική προσωπικότητα και έναν τόσο σπουδαίο αναβάτη. Με αφορμή, λοιπόν, αυτή την μαύρη επέτειο, δημοσιεύουμε στην σελίδα μας την πλήρη δοκιμή της τελευταίας δίχρονης αγωνιστικής μοτοσυκλέτας του Simoncelli, με την οποία κατέκτησε την κορυφή του κόσμου: το παγκόσμιο πρωτάθλημα στην κατηγορία των GP250!

 

Του Alan Cathcart

Φωτό: Marco Morittu

Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι έχουν περάσει δέκα χρόνια από την η μέρα που ο σούπερ ταλαντούχος, Ιταλός αναβάτης των MotoGP, Marco Simoncelli, έφυγε από τη ζωή στα 24 του χρόνια, στις 23 Οκτωβρίου του 2011 κατά την διάρκεια του αγώνα στη Sepang. Στην δεύτερή του κιόλας χρονιά στην κατηγορία με την ομάδα του Fausto Gresini Honda, ο Marco είχε ήδη πετύχει μία pole position στην Catalunya, τον πρώτο τερματισμό στο βάθρο του Brno, ενώ μόλις το προηγούμενο Σαββατοκύριακο είχε τερματίσει δεύτερος στο GP της Αυστραλίας. Ήταν ξεκάθαρο πως ήταν ο μελλοντικός παγκόσμιος πρωταθλητής. Αλλά ο Marco είχε ήδη βρεθεί εκεί, στην πολύ ανταγωνιστική κατηγορία των GP250, όπου το 2008 είχε κατακτήσει τον τίτλο με έξι νίκες και 12 τερματισμούς στο βάθρο μέσα σε 16 αγώνες, με διαφορά 37 βαθμών από τον Alvaro Bautista.

Ο τσαμπουκάς με το μαλλί-αφάνα που πήρε με το σπαθί του τον τίτλο εκείνη την χρονιά, έγινε ο αγαπημένος του κοινού, όχι μόνο στην πατρίδα του την Ιταλία, και όχι μόνο ανάμεσα στους φανατικούς των GP. Μια σημαντική απόδειξη για το ότι ανήκε στην γνήσια ράτσα των αγωνιστών, ήταν το γεγονός πως κατά τη διάρκεια της (ανεπιτυχούς) προσπάθειάς του να υπερασπιστεί τον τίτλο του το 2009, με δύο αγώνες χωρίς βαθμούς και έναν τραυματισμό στο χέρι, ο Marco δέχθηκε την πρόκληση να τρέξει ως wild card στα WSBK στην Imola, πάνω στη σέλα ενός Aprilia RSV4. Ο τερματισμός του εκεί στην τρίτη θέση, αφού πέρασε τον team mate του Max Biaggi στο εσάκι των πιτς στον τελευταίο γύρο, επιβεβαίωσε την άνεσή του πάνω σε τέτοιες βαριές μοτοσυκλέτες.

Ο Marco ήταν μια τεράστια προσωπικότητα. Σίγουρα το επιθετικό στιλ οδήγησης δεν άρεσε σε όλους, αλλά η τρομερή αίσθηση του χιούμορ που είχε, σε συνδυασμό με τις εκπληκτικές οδηγικές του ικανότητες και την γενναιότητά του, έκαναν πολύ κόσμο να τον ακολουθεί παγκοσμίως –μετά από μέρα οδήγησης μαζί του στο Mugello προστέθηκα κι εγώ σε αυτούς. Οι αναμνήσεις μου από αυτόν τον απίστευτα καλό, αδύνατο, ψηλό τύπο με το πλούσιο μαλλί και τις απίθανες ικανότητες στην πίστα, προέκυψαν από την δοκιμή της παγκόσμιας πρωταθλήτριας Gilera RSA250 (της μοτοσυκλέτας του Simoncelli), όπου μοιραζόμουν το box με τον SuperSic.

Παρόλα αυτά, το 2009 θα μείνει στην Ιστορία και ως η χρονιά που είδαμε την εξαφάνιση των GP250, μία κατηγορία που αποτελούσε τον πυρήνα των GP. Για λόγους που είναι περισσότερο πολιτική παρά οτιδήποτε άλλο, το GP της Valencia εκείνο τον Νοέμβριο έζησε τον τελευταίο αγώνα των GP με μοτοσυκλέτες 250cc που έβαλε και το τελευταίο καρφί στο "φέρετρο" της κατηγορίας με τις περισσότερες συγκινήσεις και τον μεγαλύτερο ανταγωνισμό. Λόγω αυτών των χαρακτηριστικών αποτελούσε πρόσφορο έδαφος για τη δημιουργία επιτυχημένων μελλοντικών γενεών νέων ταλέντων, όπως συνέβαινε από την απαρχή της δημιουργίας της το 1949.

Ακόμη και δεν κατάφερε η Aprilia, λόγω των τραυματισμών του Marco στις αρχές της χρονιάς, να εμποδίσει την Honda να κερδίσει τον τελευταίο τίτλο της κατηγορίας το 2009, η εταιρεία κυριάρχησε στα 250GP κερδίζοντας 10 από τους 15 τίτλους αναβατών και πέντε τίτλους κατασκευαστών από τότε που ο Max Biaggi πήρε τον πρώτο από τους τέσσερις τίτλους του, το 1994. Σε αυτούς τις επιτυχίες συμπεριλαμβάνεται και ο μοναδικός τίτλος στα 250cc που πήρε η Gilera, που ανήκει στο Piaggio Group όπως η Aprilia, την παραμονή των 100ων γενεθλίων της, με αναβάτη τον Marco Simoncelli πάνω σε ένα RSA250. Ήταν μια πανομοιότυπη μοτοσυκλέτα με τα εργοστασιακά Aprilia, εκτός από το όνομα στο ρεζερβουάρ και την τρικολόρε βαφή της χορηγού της Gilera, της Metis.

Η ευκαιρία να οδηγήσω με τον Marco και την ομάδα της Aprilia στο Mugello, όσο αυτός έκανε δοκιμές με το RSV για τον επερχόμενο αγώνα στην Imola, μου έδωσε την δυνατότητα να οδηγήσω και το superbike της Aprilia, αλλά και να αποχαιρετήσω την κατηγορία των GP250 πάνω στην παγκόσμια πρωταθλήτρια Gilera RSA250.

Εντάξει, κάτω από τα πλαστικά ήταν Aprilia, αλλά πάνω του είχε το λογότυπο της Gilera και ως τέτοιο αποτέλεσε κι ένα ορόσημο για μένα. Πίσω στο 1989 είχα αναλάβει το καθήκον της επιστροφής της Gilera στου αγώνες road racing επίσημα, για πρώτη φορά μετά το 1964 όταν κέρδισε τον παγκόσμιο τίτλο στα τετρακύλινδρα 500. Έτρεξα με ένα μονοκύλινδρο που ήταν βασισμένο στο Sturno 500 παραγωγής, με το οποίο κατέκτησα τη νίκη στον πρώτο αγώνα στην Monza. Τώρα η μοτοσυκλέτα είναι έκθεμα στο μουσείο της Piaggio στην Pontedera.

Συνήθως, όταν οδηγούσα ένα 250GP έπρεπε να ρουφήξω την κοιλιά μου και να κρατήσω την ανάσα για να καταφέρω να χωρέσω πάνω του. Γι' αυτό χαιρόμουν όταν οδηγούσα τα δίχρονα αγωνιστικά του Rossi (σ.σ. που είχαν περισσότερο χώρο) και ο SuperSic είχε μπόλικο… Rossi μέσα του, όχι μόνο σε ό,τι αφορά την προσωπικότητά του και το εκπληκτικό οδηγικό του στιλ, αλλά και σε ό,τι αφορά τις διαστάσεις, καθώς είχε ύψος 1,83μ. Οπότε το Gilera του ήταν κομμένο και ραμμένο στα μέτρο μου, πράγμα που σήμαινε πως μπορούσα να κινούμαι άνετα πάνω του και να κρυφτώ πίσω από την ζελατίνα στην μεγάλη ευθεία του ενός χιλιομέτρου.

Όλα ήταν στην θέση τους κι ένιωθα άνετα, αντανακλώντας όλα αυτά τα χρόνια προσεκτικής εξέλιξης που είχε μετατρέψει την πολυπρωταθλήτρια μοτοσυκλέτα της Aprilia/Gilera σε ένα εργαλείο επιτυχιών.

Τα κλιπόν ήταν αρκετά χαμηλά, προφανώς για να βοηθήσουν τον Marco στις ευθείες, παρόλα αυτά υπήρχε ικανοποιητικός μοχλός και έλεγχος ακόμη και όταν τα χέρια ήταν τυλιγμένα γύρω από το ρεζερβουάρ, με τα μαρσπιέ να είναι πολύ πίσω ώστε να δημιουργηθεί χώρος για τα μακριά πόδια του Marco.

Το αναλογικό στροφόμετρο και η οθόνη με τις ψηφιακές ενδείξεις, ίδιες με του RSV4, ήταν τα κλασικά όργανα των Aprilia που για την εποχή τους θεωρούνταν τα καλύτερα και τα πιο ευανάγνωστα, με μόλις δύο έξτρα πληροφορίες.

Η μία ήταν η θερμοκρασία του νερού, που διατηρούνταν στους 55-60ºC με θερμοκρασία περιβάλλοντος στους 26ºCμ και η άλλη ήταν το απλό "Νο.5" που υποδείκνυε την ρύθμιση για το traction control των έξι επιπέδων, που όπως μου είπε ο Marco χρησιμοποιούσε πάντα. "Με την ρύθμιση στο 6 ντριφτάρω τον πίσω τροχό μερικές φορές, αλλά οποιαδήποτε άλλη ρύθμιση επηρεάζει την επιτάχυνση", μου είπε. "Αλλά είναι καλό το σύστημα και δουλεύει".

Είχαν περάσει έξι χρόνια από την τελευταία φορά που είχα οδηγήσει ένα Aprilia 250, το RSW του 2003 με το οποίο είχε πάρει το πρωτάθλημα ο Poggiali και η μεγαλύτερη έκπληξη που μου επεφύλασσε το Gilera ήταν η περίσσια ροπή και η απόδοση στις μεσαίες από τον V-2 90° με τους δύο στροφάλους και τις περιστροφικές βαλβίδες που σχεδίασε ο Gigi Dall’Igna (τότε ήταν ο γκουρού της Aprilia Corse.

Ο κινητήρας ήταν ένα πραγματικό διαμάντι, δυνατός αλλά και με περιθώρια να συγχωρεί, πρόθυμος να ανεβάσει στροφές. Τραβούσε από χαμηλά και είχε δύναμη ψηλά, χάρη στις θυρίδες τύπου "γκιλοτίνα". Από τις 9.000 στροφές και πάνω είχε εξαιρετικό τράβηγμα, με την περισσότερη δύναμη να έρχεται στις 10.000 η οποία παραμένει μέχρι τον κόφτη στις 13.800. Χάρη στον μηχανικό έλεγχο του γκαζιού ο κόφτης μεταφράζεται απλώς σε διακοπή της επιτάχυνσης –όχι κάτι βίαιο όπως το απότομο κόψιμο της ανάφλεξης ή της τροφοδοσίας που μπορεί να "έσπαγε" έναν δίχρονο κινητήρα. Ήταν απλώς ένα γιγαντιαίο ηλεκτρονικό χέρι που απλωνόταν και σου έλεγε πως ήταν μέχρι ΕΔΩ σε ό,τι αφορά τις στροφές του κινητήρα.

Αυτό συνέβαινε λίγες στροφές νωρίτερα απ' ότι στο μηχανάκι του Poggiali, αλλά η επιπλέον ροπή που είχαν καταφέρει να βγάλουν οι μηχανικοί της Aprilia Corse, καθιστούσε ανούσιο το να μειώσουν την ζωή του στροφάλου ανεβάζοντας παραπάνω στροφές , έστω και για να αποφύγουν κάνα δυο αχρείαστες αλλαγές ταχυτήτων μεταξύ των στροφών. Απλώς "γρανάζωναν" κατάλληλα το κιβώτιο τύπου "κασέτας" στο Gilera, έτσι ώστε να εκμεταλλευτούν στο έπακρο τις γεμάτες μεσαίες του κινητήρα και να πηγαίνει γρηγορότερα με λιγότερες στροφές. Ένα εκπληκτικό μοτέρ.

Η επιτάχυνση ήταν άκρως εντυπωσιακή για τα δεδομένα της κατηγορίας των 250 κι αυτό ήταν το δυνατό χαρτί του Gilera και όχι η έξτρα δύναμη ψηλά που διέθετε συγκριτικά με το Honda του Aoyama. Το να φτάνεις γρηγορότερα στην τελική της μοτοσυκλέτας σου απ' ό,τι οι αντίπαλοί σου, είναι εξίσου σημαντικό με το να είσαι ταχύτερος από αυτούς για να τους νικήσεις.

Ένα βασικό συστατικό γι' αυτό, ήταν ο τρόπος με τον οποίο ανέβαζε στροφές το Gilera με δευτέρα, τρίτη και τέταρτη σχέση με το συγκεκριμένο γρανάζωμα που το οδήγησα, χρησιμοποιώντας το αγωνιστικό powershifter μόλις άρχιζε να αναβοσβήνει το πράσινο λαμπάκι στις 13.200 (το οποίο γινόταν κόκκινο στις 13.400). Υπήρχε ένα μεγάλο κενό στην πέμπτη, αλλά μετά η έκτη είχε πολύ κοντινό γρανάζωμα (κλασικό, γρήγορο γρανάζωμα για δίχρονα). "Μου αρέσει να κρατάω τον κινητήρα μεταξύ 11.000 και 13.000 στροφών, όπου υπάρχει η περισσότερη δύναμη και επιτάχυνση", είχε πει ο Marco, ενώ προσπαθούσε να δώσει την εντύπωση ενός "δίχρονου δασκάλου" στα πιτς. "Αλλά ο κινητήρας είναι πολύ ήπιος, θεωρώ. Σου συγχωρεί τα λάθη σου κι εγώ κάνω πολλά"

Δεν έκανε τουλάχιστον τόσα πολλά όσο εγώ, όση ώρα προσπαθούσα να βρω ποια ταχύτητα να χρησιμοποιήσω πού και πότε, αλλά τελικά βρήκα τον τρόπο. Κράτησα μέχρι τις 12.500 την τελευταία σχέση στην μεγάλη ευθεία, ενώ είμαι λιγότερο… αεροδυναμικός από τον Marco ο οποίος ήταν εκτός των δέκα καλύτερων τελικών στο Mugello εκείνη την χρονιά.

Πιέζεις τον εαυτό να μην σκεφτεί καν το φρενάρισμα πριν την ταμπέλα των 150 μέτρων και μετά πιέζεις δυνατά τη μανέτα ενώ κατεβάζεις ταχύτητες με τη μία μέχρι να φτάσεις στην δευτέρα, λίγο πριν στρίψεις στην San Donato κι αρχίσεις να ανεβαίνεις τον ανήφορο. Το ανέβασμα στην συνέχεια των σχέσεων γίνεται απρόσκοπτα, χωρίς να βρίσκεις νεκρές όπως συμβαίνει σε άλλες μοτοσυκλέτες.

Για έναν γύρο είχα παρέα, όταν με πέρασε ο Marco με το RSV4 στο τέλος της ευθείας, στον πρώτο του γύρο με superbike, αλλά φρέναρε πολύ αργά και αναγκάστηκε να ανοίξει την γραμμή του και να ξαναμπεί μπροστά μου. Πλέον μπορούσα να αντιγράψω την τεχνική του στα φρεναρίσματα, αν και πρέπει να ομολογήσω πως με το εκπληκτικό πακέτο της Brembo, έστω και με τους μικρότερους δίσκους των 255mm, μπορούσα να φρενάρω πιο δυνατά, πιο αργά και πιο βαθιά μέσα στην στροφή σε κάθε γύρο.

Αυτά τα αγωνιστικά 250 ήταν το κατάλληλο εργαλείο, με την απόδοσή του να είναι εντός πλαισίων ενός κανονικού αναβάτη, για να εξερευνήσει τα όριά του.

Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που οδήγησα την Aprilia του Poggiali προκειμένου να κάνω απευθείας συγκρίσεις, αλλά το αναβαθμισμένο πακέτο πλαισίου του RSA250 έδειχνε πολύ άμεσο στις γρήγορες εναλλαγές κλίσεων στα τέσσερα εσάκια του Mugello, αλλά παρόλα αυτά ήταν σούπερ σταθερό στις γρήγορες στροφές Savelli και Arabbiata. Πάνω απ' όλα ήταν προβλέψιμο στα φρένα και στις εισόδους των στροφών, ενώ ακόμη και με το παραπάνω βάρος μου σε σύγκριση με του Marco, δεν άνοιξε πουθενά την γραμμή του.

Το Gilera κρατούσε την τροχιά του άψογα, ακόμη και κατά την διάρκεια της επιτάχυνσης από χαμηλές ταχύτητες, καθώς περίμενα ότι το βάρος μου και η δύναμη που συμπίεζαν το αμορτισέρ της Öhlins θα το έκαναν να υποστρέφει. Δεν συνέβη ποτέ. Έστριβε υποδειγματικά στα εσάκια με δευτέρα, χωρίς καμία αίσθηση υπερστροφής, και ούτε είχε ελαστικότητες στα δυνατά φρένα. Το Gilera το ένιωθες απόλυτα ισορροπημένο, παρά την αναλογία 53/47% (εμπρός/πίσω), και δεν σήκωνε τον πίσω τροχό παρά μόνο δυο φορές στο τέλος της ευθείας, καθώς με τον αναβάτη η αναλογία πήγαινε στο 50/50.

Ακόμη και τότε όμως, σου έδινε τα περιθώρια να διορθώσεις, όχι μόνο χάρη στην δύναμη αλλά και στην σωστή εξέλιξη του πλαισίου. Οι αναρτήσεις της Öhlins μετέφεραν πολλή πληροφορία και σε συνδυασμό με την εξαιρετική πρόσφυση από τα ελαστικά της Dunlop, μπορούσες να εμπιστευτείς απόλυτα το Gilera μέσα στην πίστα και να επικεντρωθείς στο γυρολόγιό σου.

Παρά την απόδοσή του που ήταν σημείο αναφοράς για την κατηγορία, ήταν μια μοτοσυκλέτα που αισθανόσουν ασφαλής για να αρχίσεις να πιέζεις ώστε να βρεις τα όριά σου, γνωρίζοντας πως θα κάνει ό,τι του ζητήσεις. Αυτή είναι η τέλεια βόλτα…

Πράγματι, αυτή ήταν η ουσία κάθε δίχρονου αγωνιστικού 205GP, το πώς δηλαδή ήταν εθιστικό να οδηγείς επιθετικά και γρήγορα λες και ήσουν… θυμωμένος. Μόλις αποκτούσες μια λογική εμπειρία οδήγησης σε πίστα και της οδήγησης ενός δίχρονου, μοτοσυκλέτες σαν κι αυτή ήταν οι ιδανικές για να σε κάνουν να νιώσεις ως ο κυρίαρχος του σύμπαντος. Ήταν αρκετά γρήγορη για να σε συναρπάσει χωρίς να σε τρομάξει, η συμπεριφορά της ήταν λες και είχε αυτόματο πιλότο και άλλαζε κατεύθυνση χωρίς να απαιτεί δύναμη ή προσπάθεια, μόνο ικανότητα και συγχρονισμό για να το κάνει σωστά.

Όσο περισσότερο χρόνο πέρναγα με το Gilera τόσο πιο εθιστικό γινόταν, ενώ βελτίωνα την τεχνική μου, καθάριζα τις γραμμές μου, δούλευα πάνω στα σημάδια των φρένων και εκμεταλλευόμουν στο έπακρο το εξαιρετικό Traction control για να ανοίγω το γκάζι περισσότερο και νωρίτερα σε κάθε γύρο. Αυτό συμβαίνει γιατί αισθάνεσαι πως έχεις τον απόλυτο έλεγχο της μοτοσυκλέτας κι όχι αυτή τον δικό σου –όπως συμβαίνει με τις μοτοσυκλέτες των MotoGP- ενώ η σύνδεση μεταξύ δεξιού τροχού και πίσω ελαστικού ήταν πάντα άμεση και ακριβής.

Με δεδομένο ότι θα είχες το νου σου να κρατάς τον κινητήρα στο ωφέλιμο εύρος στροφών και να εκμεταλλεύεσαι το κιβώτιο σωστά, γινόσουν ένα με την μοτοσυκλέτα και δεν καθόσουν απλά πάνω της, ήσουν κομμάτι της.

Πέρα από ένα αντίστοιχα εξιταριστικό αλλά πιο αργό μονοκύλινδο, τετράχρονο, Supermono , δεν ξέρω άλλη μοτοσυκλέτα για μεσαίου μεγέθους αναβάτες που να σε βάζει τόσο πολύ μέσα στην οδήγηση όσο ένα αγωνιστικό 250GP, κι αυτό σίγουρα δεν ισχύει για τα πιο βαριά Moto2 που τα αντικατέστησαν.

Λυπάμαι που έπρεπε να αποχαιρετήσω τις πιο διασκεδαστικές, πιο απολασυτικές και πιο συναρπαστικές αγωνιστικές μοτοσυκλέτες (από την πλευρά του αναβάτη), αλλά είναι τιμή και προνόμιο που απέδωσα έναν φόρο τιμής οδηγώντας την Gilera του Simoncelli στα 100α γενέθλια της εταιρείας. Αν ο SuperSic δεν ξεκίναγε την χρονιά με έναν σπασμένο καρπό, θα είχε κατακτήσει τον δεύτερο σερί τίτλο του!

Όταν όμως οδηγούσα στην στα πιτς του Mugello για να μπω στο box της Gilera, συνειδητοποίησα πως αυτό ήταν το τέλος μιας εποχής –η τελευταία φορά που οδήγησα ένα δίχρονο 250GP. Η μοτοσυκλέτα που έκανα μαζί της 17 γύρους στο Mugello ήταν η Ιστορία σε δύο ρόδες… Κάποιος να μου δώσει ένα χαρτομάντηλο παρακαλώ…

Οδηγούμε KTM 790 Adventure – Πρώτες εντυπώσεις!

Αφιέρωναν οι Αυστριακοί όταν το έφτιαχναν!
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

4/3/2019

Οδηγήσαμε το νέο 790 Adventure με συνεπιβάτη και χωρίς, σε ευθείες και στενούς επαρχιακούς παίρνοντας μία γερή πρώτη δόση για την δοκιμή που έρχεται στο επόμενο τεύχος, ξεκινώντας την ανακάλυψη των δυνατοτήτων του από ένα πολύ βασικό χαρακτηριστικό του: Με έκτη στο κιβώτιο και το στροφόμετρο να μην ξεπερνά τις 6.000 στροφές, μιας και η μοτοσυκλέτα ακολουθεί την διαδικασία του στρωσίματος όπως θέλει να την κάνει ο κατασκευαστής, έχοντας στο κοντέρ κάτι λιγότερο από 150 χιλιόμετρα, μια καλή ταχύτητα για αρχική δοκιμή του συγκεκριμένου τεστ, κουνάς το τιμόνι και το 790 Adventure παραμένει ακλόνητο και σταθερό. Όχι όμως με την απλή έννοια του όρου σταθερότητας στην μοτοσυκλέτα, αλλά πολύ πιο πάνω από αυτό, σε σημείο που μένεις έκπληκτος και πρέπει να δοκιμάσεις κάτι πιο δραστικό! Δύο δάχτυλα στο γκάζι και δυνατή γροθιά στην αριστερό γκριπ, μπας και καταλάβει κάτι περισσότερο όμως είναι σαν να την έριξες στο στομάχι του Ζαμπίδη, δηλαδή ελάχιστα πιο σκληρό από τοίχο και η όποια ανάδραση εξαφανίστηκε αμέσως. Το 790 Adventure είναι ακλόνητο όπως βρίσκεις σε λίγες από τις μεγαλύτερες και πολύ βαρύτερες on-off.

Τα κάνουμε αυτά και σε πολλά περισσότερα χιλιόμετρα, όπως φαίνεται στο διπλανό video για όποιον έχει κάποια αμφιβολία, και ναι η αρχική εντύπωση για το 790 Adventure είναι κάτι παραπάνω από θετική, σε τέτοιο βαθμό που βάζει υποψηφιότητα να αποτελεί σημείο αναφοράς από εδώ και πέρα! Θα φανεί στην συνέχεια της δοκιμής…

Συνήθως οι μοτοσυκλέτες με μεγάλη σταθερότητα έχουν αργές αντιδράσεις στις στροφές, πράγμα που είναι ακριβώς εκείνο που δεν συμβαίνει με το 790 Adventure! Δίχως αποστάτες στα φαρδιά μαρσπιέ - που είναι τοποθετημένα με εξαιρετική ευφυία, δεν αργείς να νιώσεις την άσφαλτο να τους αφαιρεί γραμμάρια μετάλλου, ακόμη κι αν εκείνη δεν έχει εκείνο το σκουρόχρωμο γκρι που ψυχολογικά και μόνο σου δημιουργεί μία προδιάθεση ασφάλειας. Ελαφρύ με χαμηλά το κέντρο βάρους, στρίβει με όσα χιλιόμετρα του ζητήσεις και παραμένει στην τροχιά που είχες προδιαγράψει, αφήνοντάς σου πολλά περιθώρια να την αλλάξεις παίζοντας με το γκάζι. Και με δύο άτομα στην σέλα του, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με αναρτήσεις και πλαίσιο να συνεργάζονται στην γρήγορη οδήγηση. Έχουμε ακόμη πολύ δρόμο και πολλά χιλιόμετρα δοκιμών, μετρήσεων επιδόσεων όπως μονάχα το ΜΟΤΟ πραγματοποιεί, δυναμομέτρηση στο ίδιο δυναμόμετρο που έχει καταγράψει όλες τις μοτοσυκλέτες της Ελλάδας, μαζί με έναν μακρινό πρόγονο, το 990 Adventure, ταξίδια κι όλα όσα κάνουμε για να έχουμε ολοκληρωμένη άποψη μετά από συμπυκνωμένη οδήγηση και μία εβδομάδα στη σέλα του. Είμαστε ακόμη στην αρχή λοιπόν… αλλά είναι μία πολύ καλή αρχή. Με την σέλα στην χαμηλή της θέση και την ζελατίνα στην πιο ψηλή, η κάλυψη από τον αέρα είναι καταπληκτική την στιγμή που κάθεσαι μέσα στην μοτοσυκλέτα χωρίς τα γόνατα να λυγίζουν ιδιαίτερα. Για να δώσω ένα παράδειγμα: Σε μεγαλύτερες on-off του ανταγωνισμού, μου είναι πιο ευχάριστο να έχω την σέλα στην ψηλή θέση ώστε τα γόνατα να είναι σε μία άνετη γωνία, ωστόσο η γεωμετρία θέσης οδήγησης του 790 Adventure είναι πολύ καλά μελετημένη, κι ακόμη κι αν έχεις ύψος πάνω από τον ελληνικό μέσο όρο, βολεύεσαι αμέσως και απολαμβάνεις το χαμηλά τοποθετημένο κέντρο βάρους!

Τα πίσω πλαϊνά πλαστικά αφαιρούνται χωρίς εργαλεία όπως μπορείς αντίστοιχα να κάνεις σε enduro μοτοσυκλέτες, αποκαλύπτοντας από τα αριστερά την θήκη των εργαλείων και δεξιά έναν μικρό αποθηκευτικό χώρο. Δεν είναι για να κρατάς εκεί κάτι που χρησιμοποιείς καθημερινά, ενώ κάτω από την πίσω σέλα βρίσκεις την θήκη κινητού τηλεφώνου που τα μεγαλύτερα Adventure έχουν μπροστά, κάτω δεξιά από τα όργανα. Η οθόνη των οργάνων δεν είναι εκείνη που σας λέγαμε πως φτιάχνεται σε ένα νέο εργοστάσιο της Bosch στην Πορτογαλία, ούτε όμως και ίδια με των 390. Είναι διαφορετική, το ίδιο φωτεινή και εύχρηστη με τα μεγαλύτερα Adventure προσφέροντας και τις δυνατότητες διασύνδεσης που περιμένεις το ύψος της τιμής του. Θα πρέπει να ζήσουμε λίγο περισσότερο μαζί του για να μιλήσουμε για την ποιότητα κατασκευής, αλλά η πρώτη εντύπωση είναι θετική παρόλο που αυτή δεν θα είναι η πιο δημοφιλείς άποψη εκεί έξω. Κι αυτό γιατί βλέπεις πολλά μαύρα πλαστικά και χάνεται μία γυαλάδα που στο υποσυνείδητο λειτουργεί ως μέτρο πολυτέλειας. Είναι πρώιμη συζήτηση αυτή και τα δικά μας συμπεράσματα θα έρθουν με την ολοκλήρωση της δοκιμής, το video που ετοιμάζουμε και την ανάλυση σε επόμενο τεύχος του MOTO. Όμως το 790 Adventure οδηγήθηκε στα πρώτα του χιλιόμετρα όπως περιμένεις από μία ιδιαίτερα καλοφτιαγμένη μοτοσυκλέτα κι εκεί βρίσκεται η αξία της.

Με 95 άλογα στις 8.000 στροφές και 9Kg.m ροπής στις 6.600, έχοντας τον μικρότερο σε διαστάσεις κινητήρα στα 799 κυβικά, μία κατανομή βάρους που δεν υπάρχει αλλού εξαιτίας της πρωτοτυπίας –για αυτές τις μοτοσυκλέτες- να τοποθετηθεί το ρεζερβουάρ σε θέση Rally και συνολικό βάρος που δεν το καταλαβαίνεις, το μεσαίο Adventure της KTM συγκεντρώνει έναν συνδυασμό χαρακτηριστικών που φωνάζουν πως πρέπει να εκτιμηθεί σωστά και προσεκτικά. Το ΜΟΤΟ –και κανείς άλλος- ζυγίζει όλες τις μοτοσυκλέτες σε ειδικές ζυγαριές ακριβείας αποκαλύπτοντας την αλήθεια των στοιχείων που δίνει ο κατασκευαστής, όμως βάζουμε το στοίχημα από τώρα, πως η KTM δεν έχει πει κανένα απολύτως ψέμα. «Έδωσαν βαρύτητα στην μείωση του βάρους», ναι, και σίγουρα το πέτυχαν… Η προσμονή μας να βρεθούμε στην σέλα του, έχει ξεκινήσει από το τελευταίο Mega Test, έχοντας μαζί μας τον Chris Birch να μας λέει ιστορίες, τόσο για αυτό όσο και για το 690, που τελικά έγινε πράξη! Ο Chris δεν σταματούσε να μιλά για τον τρόπο που ανταποκρινόταν η μοτοσυκλέτα στις εντολές του αναβάτη και λίγο μετά την είδαμε στην πρώτη της παρουσίαση στο κοινό, στα Rally της KTM ανά τον κόσμο… Με την Bosch να συνεχίζει να είναι δυνατός σύμμαχος της KTM, τα πλούσια ηλεκτρονικά του 790 Adventure παραμένουν όπως τα ξέρουμε, δηλαδή μπορείς να τα απενεργοποιήσεις πλήρως αν το θέλεις, απλά θα σου σπάσουν τα νεύρα για να το κάνεις συγκριτικά με άλλες μοτοσυκλέτες της ευρύτερης On-Off κατηγορίας. Αυτό βέβαια είναι το μόνο σημείο που δεν συνεργάζονται σε απόλυτο βαθμό μαζί σου, αν και την τελική μας λέξη θα την πούμε με τις μετρήσεις επιδόσεων που περιλαμβάνουν και ακριβή μέτρηση φρεναρίσματος. Όπως καταλαβαίνετε υπάρχει ένας ενθουσιασμός από τα πρώτα χιλιόμετρα, η δοκιμή όμως, κι όλα όσα έχουμε σκοπό να κάνουμε με το 790 Adventure, θέλουν πολύ ακόμη χρόνο για να ολοκληρωθούν…

Ετικέτες