Οδηγούμε Yamaha R1 του 2020 μαζί με τον Σάκη Συνιώρη

Οι λεπτομέρειες που την ολοκλήρωσαν
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

19/2/2020

Τον Απρίλιο του 2015 ταξιδέψαμε στην Αυστραλία για να οδηγήσουμε την ολοκαίνουρια τότε Yamaha R1. Από την πρώτη R1 του 1998 η Yamaha έλεγε πως αυτή η μοτοσυκλέτα είναι εμπνευσμένη από των κόσμο των GP, αλλά η R1 του 2015 ήταν η πρώτη που πραγματικά έμοιαζε εμφανισιακά και είχε τεχνολογία από τον κόσμο των MotoGP. Η μεγάλη διαχωριστική γραμμή αυτής της μοτοσυκλέτας από το παρελθόν ήταν τα ηλεκτρονικά βοηθήματα, που σε συνδυασμό με τον cross-plane στρόφαλο (είχε εμφανιστεί πρώτη φορά στο προηγούμενο μοντέλο) την απομάκρυναν όσο περισσότερο γινόταν από τον “ταπεινό” κόσμο των superbike και την έβαζαν στην ελίτ των μοντέρνων hyperbike. Από τότε έως σήμερα, ο ανταγωνισμός έχει αγριέψει πολύ και η Yamaha φρόντισε να κρατήσει φρέσκια τη μοτοσυκλέτα της με μια ενδιάμεση αναβάθμιση το 2018. Δυστυχώς τη μοτοσυκλέτα εκείνη δεν την οδηγήσαμε ποτέ και δεν έχουμε άποψη για τις βελτιώσεις που έκανε η Yamaha στα σημεία που πονούσε η R1. Όμως τώρα έχουμε στα χέρια μας το μοντέλο του 2020 και συγκεκριμένα την προσωπική μοτοσυκλέτα του 11 φορές πρωταθλητή Ελλάδος Σάκη Συνιώρη, η οποία θα αντικαταστήσει την Kawasaki ZX-10RR στο πρωτάθλημα του 2020 και όπως ήταν φυσικό δεν αφήσαμε την ευκαιρία να πάει χαμένη, δίνοντας ραντεβού στα EXTREME TRACK DAYS στην πίστα των Μεγάρων.

Έως τώρα, όλα τα οδηγικά ραντεβού μας με την R1 ήταν στην πίστα των Σερρών. Ένα περιβάλλον δηλαδή, που είναι κομμένο και ραμμένο για να αναδείξει τα πλεονεκτήματα αυτής της μοτοσυκλέτας. Σταθερότητα και υψηλές ταχύτητες μέσα στη στροφή και μια γλυκιά παροχή δύναμης από τον κινητήρα, που προσφέρει περισσότερη πρόσφυση στο πίσω ελαστικό ώστε να ανοίξεις το γκάζι πιο νωρίς. Στις Σέρρες η R1 είναι… ποίημα! Τώρα όμως το ραντεβού μας ήταν στα Μέγαρα και οι ιδιαιτερότητες αυτής της πίστας αλλάζουν δραματικά το σκηνικό. Στις Σέρρες οι φυσικές ικανότητες του πλαισίου και του κινητήρα έδιναν ρόλο κομπάρσου στα ηλεκτρονικά. Στα Μέγαρα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο γιατί η χάραξη της πίστας επιβάλει οδήγηση “stop & go” με αυτά τα θηρία των 200 ίππων. Ως εκ τούτου τα ηλεκτρονικά αναλαμβάνουν ρόλο πρωταγωνιστή, κάτι που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι καλό για τη δουλειά μας, διότι η Yamaha έχει κάνει βελτιώσεις σε αυτόν τον τομέα στο μοντέλου του 2020. Επίσης έχει αλλάξει ολόκληρη την κεφαλή, το σύστημα λίπανσης του κινητήρα και την αεροδυναμική του φαίρινγκ, δηλαδή πράγματα που τα χρειάζεσαι στην πίσω ευθεία.

Η ιπποδύναμη που ανακοινώνει η Yamaha παραμένει στα 200 άλογα στις ίδιες στροφές (13.500), όπως και η ροπή των 11,6kg/m στις 11.500. Τότε γιατί άλλαξαν το σχήμα στα ενδιάμεσα κοκκοράκια μεταξύ των εκκεντροφόρων και των βαλβίδων και γιατί τα νέα μπεκ ψεκασμού είναι τώρα στο πάνω μέρος των νέων αυλών εισαγωγής και πιο κοντά στον θάλαμο καύσης; Και γιατί άλλαξαν το κύκλωμα λίπανσης, που τώρα έχει λιγότερες απώλειες δύναμης στις υψηλές στροφές και καλύτερη λίπανση στα κομβία του στροφάλου και τις μπιέλες; Διότι οι περισσότερες από αυτές τις αλλαγές αφορούν τις αγωνιστικές ομάδες του SBK που θα αγοράσουν το εργοστασιακό κιτ και όχι τόσο τον απλό πελάτη. Βέβαια κάποιες από αυτές βοηθούν ώστε ο κινητήρας να περνάει τις αυστηρότερες προδιαγραφές Euro 5, χάρη των οποίων έχουμε πλέον δύο νέους καταλύτες, που ευθύνονται αποκλειστικά για την αύξηση του βάρους κατά 2 κιλά, φτάνοντας στα 201kg (από 199kg) για το βασικό μοντέλο και στα 202kg (από 200kg) της έκδοσης M. Θυμίζουμε πως η έκδοση M έχει μεν carbon fiber φαίρινγκ, αλλά έχει επίσης και τις ημι-ενεργητικές αναρτήσεις της Ohlins, που μαζί με τον περίπλοκο μηχανισμό που τις ελέγχει, είναι πολύ πιο βαριές από τις συμβατικές αναρτήσεις της KYB. Επίσης το carbon φαίρινγκ της M1 έχει άφθονη ρητίνη και προστατευτικό βερνίκι για να δείχνει όμορφο και να αντέχει στους “πυροβολισμούς” από τα μυγάκια με τα όξυνα υγρά τους και είναι σαφώς πιο βαριά από τα αγωνιστικών προδιαγραφών carbon φαίρινγκ, που έχουν ελάχιστη ρητίνη και μηδέν βερνίκι. Για αυτή τη δοκιμή είχαμε από την αρχή φτιάξει στο μυαλό μας μια λίστα με συγκεκριμένους τομείς που θέλαμε να δούμε. Πρώτα απ’ όλα θέλαμε να δοκιμάσουμε την λειτουργία του quick-shifter Up/Down, το οποίο απουσίαζε από το μοντέλο του 2015 (είχε συμβατικό quick-shifter μόνο για τα ανεβάσματα) και η επίσημη του Project Leader δικαιολογία τότε ήταν πως τα συστήματα quick-shifter Up/Down δεν ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές αξιοπιστίας της Yamaha…” Προφανώς έλεγε μπούρδες, διότι τα συστήματα Quick-Shifter Up/Down, όχι μόνο δεν καταπονούν το κιβώτιο και τον συμπλέκτη, αλλά αντιθέτως προστατεύουν από τυχόν άγαρμπους χειρισμούς του αναβάτη, διότι ταιριάζουν ιδανικά τις στροφές του κινητήρα με την περιστροφή των δίσκων του συμπλέκτη και του κιβωτίου ταχυτήτων κάθε φορά που ανεβάζεις ή κατεβάζεις ταχύτητα. Μάλιστα το κάνουν αυτό, ακόμα και αν έχεις ελάχιστα ανοιχτό το γκάζι, ενώ τα συμβατικά quick-shifter απαιτούν σχεδόν τέρμα ανοιχτό γκάζι και να “καρφώσεις” αμέσως και σωστά την επόμενη σχέση για να μην κουρέψουν τα γρανάζια. Επίσης τα Quick-Shifter Up/Down σε βοηθούν αφάνταστα να διατηρήσεις σταθερή τη μοτοσυκλέτα στα δυνατά φρεναρίσματα με κατεβάσματα, διότι το αριστερό σου χέρι πιάνει σωστά το γκριπ στο τιμόνι και δεν χρειάζεται να έχεις τα δάκτυλα στη μανέτα του συμπλέκτη. Οπότε η δικαιολογία περί αξιοπιστίας ήταν απλώς ένα “παιδικό ψέμα” για να μην πουν πως δεν είχαν βρει προμηθευτή για να το βάλουν στο μοντέλο του 2015 ή απλά δεν σκέφτηκαν πως θα το έκανε ο ανταγωνισμός πριν από αυτούς. Και όχι δεν μας διαλύθηκε το κιβώτιο στη μοτοσυκλέτα του Σάκη επειδή χρησιμοποιούσαμε το quick-shifter Up/Down συνεχώς.

Να πούμε όμως πως στη συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα είχαμε αλλάξει το setup του λεβιέ ταχυτήτων ώστε η 1η να είναι πάνω και οι υπόλοιπες σχέσεις να είναι “πατητές”. Η Yamaha είναι από τις λίγες εταιρείες που έκατσε και σχεδίασε ένα έξυπνο σύστημα αρθρώσεων για τον λεβιέ ταχυτήτων, που σου επιτρέπει να κάνεις αυτή την αλλαγή εύκολα και χωρίς να μπερδεύει τον διακόπτη του quick-shifter. Πράγματι το quick-shifter είχε άψογη λειτουργία, παρά την αλλαγή στη συνδεσμολογία του λεβιέ, με μοναδική εξαίρεση το “κατέβασμα” από 2α σε 1η, όπου κάποιες φορές πέταξε νεκρά και σε εμένα και στον Σάκη. Αυτό είναι συνηθισμένο φαινόμενο όταν οδηγάς γρήγορα στην πίστα και γι΄αυτό στα αγωνιστικά κιβώτια το κενό μεταξύ 1ης και 2ας είναι ελάχιστο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν τα λόγια του μηχανικού της BMW όταν οδήγησα την S 1000 RR του WSBK στη Jerez: Όταν έρθεις πίσω στα πιτς μην προσπαθήσεις μάταια να βρεις νεκρά με τον κινητήρα να δουλεύει. Απλά πάτα συμπλέκτη και σβήσε…” Στην εξίσωση θα προσθέταμε και την εργονομία της θέσης οδήγησης που δεν βόλευε το πόδι να κάνει ολόκληρη την κίνηση στον λεβιέ, η οποία όμως είναι ένα μεγάλο θέμα από μόνη της.

Ακόμα και στο θέμα της εργονομίας, η ιδιαίτερη χάραξη της πίστας των Μεγάρων έπαιξε τον ρόλο της. Για κάποιον εντελώς ηλίθιο λόγο, σχεδόν όλοι οι κατασκευαστές πιστεύουν πως οι κοντές και χαμηλές ζελατίνες, τα στενά φαίρινγκ και τα μικρά ρεζερβουάρ κάνουν τις superbike να δείχνουν όμορφες και ως εκ τούτου θα πάει ο κόσμος να τις αγοράσει. Πράγματι τις δεκαετίες του ’90 και των αρχών του 2000 τα τετρακύλινδρα superbike ήταν χοντρά σαν γελάδες και έδειχναν πιο βαριά απ’ ότι ήταν. Όμως τα τελευταία χρόνια το έχουν παρακάνει τόσο πολύ με τον μινιμαλισμό, που έχει δημιουργηθεί μια ολόκληρη βιομηχανία αγωνιστικών after market  προϊόντων που… χοντραίνουν τα superbike. Με το φαίρινγκ της R1 του 2020 δεν χρειάζεται να ασχοληθείς, διότι το έκανε η Yamaha από μόνη της. Μοιάζει αρχικά ίδιο με το προηγούμενο αλλά στην πραγματικότητα έχει φαρδύνει στο ύψος του τιμονιού και η ζελατίνα διώχνει πιο αποτελεσματικά τον αέρα από το κράνος και το σώμα του αναβάτη.

Το αποτέλεσμα είναι το μοντέλο του 2020 να έχει 5,3% μικρότερη αντίσταση στις υψηλές ταχύτητες. Αυτό δεν είναι μόνο κερδισμένα δεκατάκια στα χρονομετρημένα, ούτε είναι μόνο πλεονέκτημα όταν παίρνεις ή σου παίρνουν το slipstreaming μέσα στον αγώνα. Είναι επίσης πλεονέκτημα για τα αποθέματα σωματικής αντοχής του αναβάτη στους αλλεπάλληλους γύρους. Πράγματι η αεροδυναμική της νέας R1 ήταν εξόφθαλμα βελτιωμένη σε σχέση με το προηγούμενο μοντέλο, έστω κι αν στα Μέγαρα δεν πιάσαμε την τελική που είδαμε στην ευθεία των Σερρών με το προηγούμενο μοντέλο. Σε ότι αφορά όμως την υπόλοιπη εργονομία της θέσης οδήγησης, πρέπει να πούμε πως ήταν η αιτία όλων των προβλημάτων που είχαμε πάνω στη σέλα. Το τιμόνι, τα μαρσπιέ και η απόστασή τους από την σέλα είναι άψογα. Όμως το γλιστερό κάλυμμα της σέλας και το σχήμα του ρεζερβουάρ γύρω από τα πόδια σου καταστρέφουν όλη την εικόνα και την εμπειρία οδήγησης της μοτοσυκλέτας στα Μέγαρα.

Τόσο στα φρένα, όσο και στις επιταχύνσεις, το κάτω μέρος τους σώματός σου δεν έχει σταθερό σημείο στήριξης, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείς πολύ περισσότερο απ’ όσο πρέπει τα χέρια σου για να κρατηθείς πάνω στη μοτοσυκλέτα. Στις Σέρρες φρενάρεις αληθινά μόνο στην Κ1 και την Κ5 και πριν πέσεις στα φρένα έχεις αρκετή ώρα να τοποθετήσεις σωστά το σώμα σου και το φρενάρισμα έχει αρκετή χρονική διάρκεια. Επίσης οι Σέρρες έχουν πολύ trail-braking. Στα Μέγαρα όμως φρενάρεις απότομα, πολύ δυνατά για λίγα μέτρα, με την μοτοσυκλέτα όρθια και trail-braking ουσιαστικά έχει μόνο η Κ1. Αν τα βάλεις όλα αυτά μαζί, καταλαβαίνεις γιατί όταν κάναμε τεστ στις Σέρρες την R1, δεν γράψαμε τίποτα αρνητικό για την εργονομία της θέσης οδήγησης, ενώ τώρα στα Μέγαρα, η ευρυχωρία τις γλιστερής σέλας και το μικρό ρεζερβουάρ γινόντουσαν αιτία για παρενέργειες στη συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το κούνημα του τιμονιού στην έξοδο για την μεγάλη ευθεία, που δεν είχε απολύτως καμία σχέση με τη σταθερότητα του πλαισίου. Όσες φορές κούνησε η R1 ήταν επειδή γλίστραγα στη σέλα και προσπαθούσα να κρατηθώ πάνω στη μοτοσυκλέτα από το τιμόνι. Και καθώς φορούσε slick ελαστικά της Dunlop, είχα όσο κράτημα γούσταρα για να χουφτώνω το γκάζι με… χυδαιότητα. Επίσης η πρόωρη κόπωση στους καρπούς και τους πήχεις των χεριών, οφειλόταν ξεκάθαρα στην έλλειψη στήριξης του κάτω μέρους του σώματος από τα πόδια στο ρεζερβουάρ. Αν δεν είχα οδηγήσει την R1 στις Σέρρες, θα έλεγα πως είναι από τις πιο απαιτητικές superbike σε θέμα φυσικής κατάστασης του αναβάτη. Κάτι που δεν είναι απολύτως αληθές. Η R1 είναι απολαυστικά σταθερή στις παρατεταμένες στροφές και κρατά σε ηρεμία και ξεκούραστο τον αναβάτη. Όπως εντυπωσιακή είναι η εμπιστοσύνη που σου δίνει στο trail-braking. Απλώς τέτοιες στροφές δεν έχουν τα Μέγαρα… Η σταθερότητά της έχει μια μικρή επίπτωση στην ευελιξία και αυτό το είχαμε επισημάνει και στις Σέρρες, όταν η μοτοσυκλέτα έπρεπε να αλλάξει απότομα κατεύθυνση στο τριπλό S. Τόσο η βασική έκδοση, όσο και η Μ, έχουν ελαφριές ζάντες μαγνησίου με μειωμένο γυροσκοπικό φαινόμενο και η επιθετική κορώνα των slick ελαστικών θα έπρεπε να βοηθούν την ευελιξία, όμως πρακτικά στην R1 δεν αρέσει ο κλεφτοπόλεμος. Σε κάθε περίπτωση, αν σκοπεύετε να κάνετε πολλά track day, βάλτε ένα αντιολισθητικό κάλυμμα στη σέλα και βρείτε στην after market αγορά, τις ειδικές πλαστικές προσθήκες για το ρεζερβουάρ. Οι αλλαγές αυτές είναι βέβαιο ότι θα πετάξουν έξω από το παράθυρο τα περισσότερα σημεία αρνητικής κριτικής που έχουμε κάνει σε αυτό το κείμενο. Εναλλακτικά κάντε track day μόνο στις Σέρρες που η R1 νοιώθει σαν το σπίτι της…

Όπως το πλαίσιο, έτσι κι ο κινητήρας της R1 έχει μοναδικά πλεονεκτήματα λόγω του cross-plane στροφάλου της, που την διαφοροποιεί εντελώς από κάθε άλλη τετρακύλινδρη εν σειρά. Αυτός ο κινητήρας μοιάζει περισσότερο με τον V4 της Aprilia,παρά με τις υπόλοιπες ιαπωνικές superbike. Φέτος αλλάξανε την ηλεκτρονική γκαζιέρα και το λογισμικό των ride mode του ride by wire ψεκασμού.

Όπως θα θυμάστε στο τεστ του ΜΟΤΟ από τις Σέρρες τον Οκτώβριο 2015, είχαμε γράψει πως στο “Power 1” η μοτοσυκλέτα τινάζεται απότομα μπροστά και σου ανοίγει τη γραμμή, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούμε την περισσότερη ώρα το “Power 2” το οποίο όμως έκοβε αρκετά την επιτάχυνση της μοτοσυκλέτας στις εξόδους των στροφών. Πάνω σε αυτό το πρόβλημα δούλεψαν και το αποτέλεσμα τους δικαιώνει, έστω κι αν το “Power 2” εξακολουθεί να μας αρέσει περισσότερο, τουλάχιστον μέσα στα Μέγαρα. Ούτε τινάζει τη μοτοσυκλέτα, ούτε την κοιμίζει και πλέον σε βοηθάει να εκμεταλλευτείς στο έπακρο τις “γεμάτες” ροπή μεσαίες στροφές του κινητήρα, που απλώνει ομοιόμορφα τη δύναμή του έως τον κόφτη στις 14.000+ στροφές. Βέβαια όπως όλες οι καινούριες hyperbike, η R1 έχει υπερβολικά μακριές 1η, 2α και 3η ακολουθώντας την αγωνιστική φιλοσοφία. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει πως για να βάλεις 5η στα Μέγαρα θα πρέπει να κοντύνεις γενναία την τελική μετάδοση, όπως κάνουν όλοι στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα. Με την στάνταρ τελική μετάδοση, είναι άθλος να στρίψεις με 2α ακόμα και με την επιπλέον φόρα που σου δίνουν τα slick. Όπως κι αν έχει, η πραγματικότητα είναι πως έχει τόσο όμορφα απλωμένη η δύναμη ο κινητήρας, που στην αρχή πιάνεις κόφτη στροφών χωρίς να το καταλάβεις και οι 14.000 στροφές σου φαίνονται… λίγες! Ο Σάκης γύρισε στο 1:01 εκείνη την ημέρα, που είναι θαυμάσιος χρόνος για εντελώς normal μοτοσυκλέτα, δεδομένης της κατάστασης που ήταν η πίστα λόγω της βραδινής βροχόπτωσης που είχε προηγηθεί.

Εμείς έπρεπε να έχουμε στο μυαλό μας να μην υπάρχουν άλλες μοτοσυκλέτες κοντά μας όταν περνούσαμε εμπρός από τον φωτογράφο, οπότε δεν κάναμε πάνω από δύο-τρεις συνεχόμενους γύρους σε γρήγορο ρυθμό, κάτι που σιχαίνονται τα slick ελαστικά, ρίχνοντας απότομα την θερμοκρασία τους και το επίπεδο κρατήματος. Ακόμα κι έτσι όμως το cornering ABS φρόντισε να θυμίσει και στους δυο μας πως δεν κάνει για γρήγορη οδήγηση σε πίστα. Όσες φορές βγαίναμε με αρκετή φόρα στην πίσω μεγάλη ευθεία και μπορούσαμε να κουμπώσουμε την μακριά 4η στο κιβώτιο, τα φρένα της R1 έμοιαζαν σαν να μην έχουν τη δύναμη να σταματήσουν την ορμή της. Σε αντίθεση με τα παλαιού τύπου συμβατικά ABS που η μανέτα πάλλεται και τρέμει όταν επεμβαίνουν, στο cornering ABS η μανέτα μένει σκληρή, με μια ελαφρώς σπογγώδη αίσθηση. Έτσι δεν έχεις αίσθηση σε ποιο σημείο ακριβώς επεμβαίνει και το μόνο που καταλαβαίνεις είναι πως προσπέρασες το ιδανικό σημείο εισόδου για μερικά μέτρα.

Γι΄αυτό και θα συνεχίσουμε να ζητάμε από τα εργοστάσια να σταματήσουν τη νέα πατερναλιστική μόδα της μη δυνατότητας απενεργοποίησης του ABS στις σπορ μοτοσυκλέτες. Κατά τα λοιπά, τα φρένα της R1 σε επίπεδο hardware είναι άριστα, με πολύ καλή αίσθηση, άμεση απόκριση στο άγγιγμα της μανέτας και ισχυρό δάγκωμα έως τη στιγμή που θα σηκωθεί ο πίσω τροχός και θα επέμβει το ABS… Ποιος είναι λοιπόν ο τελικός απολογισμός από την οδήγηση της R1 του 2020; Στα καλά νέα βάζουμε όλες τις αλλαγές που έκαναν στα σημεία που είχαμε ασκήσει κριτική στο προηγούμενο μοντέλο. Βελτίωσαν το λογισμικό των “mode” στον ride by wire ψεκασμό, βελτίωσαν την προστασία του φαίρινγκ και έβαλαν quick-shifter Up/Down. Επίσης στα καλά νέα βάζουμε και την ηρεμία και σταθερότητα του πλαισίου (έστω κι αν έχει κόστος στην ευελιξία), όπως φυσικά μας αρέσει η ομαλή απόδοση του κινητήρα με τις γεμάτες μεσαίες. Όλα τα σημεία της κριτικής της R1 είναι σχεδόν κοινά με όλων των καινούριων superbike και εντοπίζονται στην εργονομία και το ABS. Όσο για τις συμβατικές αναρτήσεις της KYB σε σχέση με τις ημι-ενεργητικές της Ohlins που είχε η Μ1, επιμένουμε προς το παρόν στην άποψή μας πως η ημι-ενεργητική λειτουργία είναι καλή (προς το παρόν) μόνο για τον δρόμο. Τονίζοντας το πρόσκαιρο της τοποθέτησης αυτής. Στην πίστα οι συμβατικές αναρτήσεις συνεχίζουν να είναι ανώτερες σε αίσθηση και πληροφόρηση.  

 

Η δοκιμή της R1 του Σάκη Συνιώρη έγινε στα πλαίσια του EXTREME TRACK DAYS. Ευχαριστούμε θερμά τον Σωτήρη Ζαφειρόπουλο και τους συνεργάτες τους για τη βοήθεια και την υπομονή τους στις ιδιαίτερες απαιτήσεις που έχει η διαδικασία φωτογράφησης ενός τεστ του ΜΟΤΟ, αλλά και για τις προσπάθειες που κάνουν, ώστε να έχουμε τη δυνατότητα όλοι μας να οδηγούμε μέσα στο ασφαλές περιβάλλον τις πίστας.

                     

Θα επανέλθουμε αναλυτικότερα στο ΜΟΤΟ αλλά και στην ίδια μοτοσυκλέτα όταν θα έχει προετοιμαστεί πλήρως για το HSBK...

Δοκιμή Aprilia Tuono 660 - Αγάπη και έρωτας μαζί

Μοτοσυκλέτας νέας εποχής που συνδυάζει μοναδικά τη φιλικότητα με τον τσαμπουκά
Από το

motomag

24/6/2022
Του Χρήστου Πατεράκη
Φωτο: Γιώργος Νιαουνάκης
 
Μια ματιά είναι περισσότερη από αρκετή για να ερωτευτείς το νέο Tuono 660, ενώ μια βόλτα αρκεί για να το αγαπήσεις. Το νέο "μικρό" δικύλινδρο Tuono αφήνει την V διάταξη και τα πολλά κυβικά, έχει διπολικό χαρακτήρα και αναμένεται να γράψει την δική του σύγχρονη ιστορία στην κατηγορία των γυμνών μοτοσυκλετών 
 
Σε τούτη τη ζωή είναι πανεύκολο να ερωτευτείς όταν είσαι στο κατάλληλο mode. Δεν βλέπεις στραβά, δε βλέπεις ελαττώματα και το θολωμένο μυαλό σου βλέπει μόνο αγάπες, ροζ λουλούδια και σιρόπια. Όμως λίγο καιρό μετά ο έρωτας αρχίζει και γίνεται αγάπη. Αρχίζει η επικοινωνία να γίνεται πιο ουσιαστική και ξεκάθαρη, ενώ τα όποια χαριτωμένα κουσουράκια μοιάζουν με συνθήκες που θέλουν δουλειά και προσπάθεια για να ξεπεραστούν. Κάπως έτσι εξελίχθηκε και αυτή η σύντομη σχέση μου με το νέο Tuono 660.
Ακούγοντας την λέξη Tuono το μυαλό πήγαινε κατευθείαν σε κάτι ιταλικό, φασαριόζικο με πολύ γκάζι και ένα τόσο δα φαίρινγκ, έτσι απλά για να υπάρχει. Ένα Mille γυμνό ήταν με “νταμάρι” πλαίσιο και γενικά μια μοτοσυκλέτα που ξεχείλιζε υπερβολή για τα δεδομένα της καθημερινής χρήσης. Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό, δεν ενθουσιάστηκα στο άκουσμα ότι θα την παραλάβω για δοκιμή, αλλά χάρηκα τόσο όσο χαίρεσαι όταν οδηγείς μια ολοκαίνουρια νέα μοτοσυκλέτα. Δεν είχα καν διαβάσει το άρθρο τη παρουσίασης που είχε γράψει ο Μέντης, ούτε είχα διαβάσει γενικά κάτι πιο ουσιαστικό για το νέο Tuono, μέχρι που βρέθηκα σαν αλεξιπτωτιστής στην αυλή της αντιπροσωπείας της Aprilia και στην σέλα του. 
 
Πόλεμος vs ειρήνη
Αν και κυνικός με τις απλές μοτοσυκλέτες που προορίζονται για το δρόμο, μπορώ να πω ότι εντυπωσιάστηκα. Σε αυτά τα χρώματα που θυμίζουν Aprilia και τίποτε άλλο, υπάρχει η απόλυτη αρμονία, χωρίς φλυαρίες και περιττούς εντυπωσιασμούς. Τρία χρώματα του πολέμου, μαύρο κόκκινο γκρι. Μόνο που την βλέπω ετοιμάζομαι να κάνω "τρομοκρατική επίθεση" σε κάθε ευθεία και στροφή που θα βρεθεί στον δρόμο μου. Ψαλιδάρα, πλαισιάρα και ό,τι είναι σε κοινή θέα ξεχειλίζει κυρίως από απλότητα αλλά και δυναμισμό, χωρίς φλυαρίες όγκους και περιττούς εντυπωσιασμούς. Δεν σε προδιαθέτει για χαλαρές βολτούλες και ρομαντισμούς αλλά για "βία" και "πόλεμο". Μόλις ανέβηκα στη σέλα του όμως και εκεί που ήμουν έτοιμος να ξεθάψω το "Τόμαχοκ" στο πρώτο φανάρι, σαν να άκουσα μια φωνή να μου λέει “ρε φίλε μήπως να τα βρούμε καλύτερα”. Η σέλα είναι μεγάλη, φιλόξενη και μαλακή, σε απολύτως λογική απόσταση σε σχέση με τα μαρσπιέ, ενώ τα χέρια δεν πιάνουν καλάσνικοφ πολυβόλο που θα περίμενες, αλλά αυτό το τιμόνι που θέλεις να έχεις σε κάθε σου βόλτα. Το χαμηλό βάρος σε συνδυασμό με την στενή σιλουέτα σε προδιαθέτουν για κάτι πολύ εύκολο, χρηστικό και βολικό και οι όποιες σκέψεις για "πολέμους και τρομοκρατίες", παίρνουν αναβολή για την ώρα. 
Στο πάτημα της μίζας έγινε ξανά απασφάλιση των όπλων με το μπάσο δικύλινδρο ήχο να θυμίζει έντονα V2 και Tuono του παρελθόντος, μόνο που εδώ τα έμβολα και όλη η παρέα των κινούμενων μερών είναι σε σειρά. Όμως ο χρονισμός του στροφάλου είναι στις 270 μοίρες, έχοντας τα ίδια διαστήματα ανάφλεξης με τους V2 και σε συνδυασμό με τον ελεύθερο ήχο, σε κάνουν να απορείς διπλά αφενός για το ότι δεν είναι V2 και αφετέρου για το πώς περνάει προδιαγραφές θορύβου.
Βγήκα στο δρόμο με ανάμεικτα συναισθήματα επιθετικότητας αλλά και ηρεμίας. Ακούγοντας τον ήχο ήμουν έτοιμος από τη μια να πιω αίμα με το μπουρί της σόμπας σε ότι κυκλοφορούσε, αλλά από την άλλη το σύνολο με ωθούσε να βολτάρω ευχάριστα και να αφουγκραστώ κάθε λεπτομέρεια της μοτοσυκλέτας. Η θέση οδήγησης σε βάζει στην ιδανική στάση σώματος για οδήγηση στην πόλη. Όντας στη μέση της μοτοσυκλέτας δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτα περισσότερο από το να κάτσεις στην ευρύχωρη και πολύ άνετη σέλα για να βρεις τα χειριστήρια ακριβώς εκεί που ιδανικά θα τα ήθελες. Το τιμόνι είναι μεγάλο προσφέροντας τον ιδανικό μοχλό που θες, ενώ το “κόψιμό” του είναι κατηγορίας scooter, προσφέροντας εκπληκτικά μικρό κύκλο στροφής. Ο κινητήρας αν και φασαριόζος, αποδίδει φανταστικά χωρίς ίχνος σκορτσαρίσμος και απότομης απόκρισης στο άνοιξε-κλείσε του γκαζιού, προσφέροντας άμεση επιτάχυνση με γραμμικότητα χωρίς τινάγματα και άτσαλες κινήσεις. Από τη μια, κοιτώντας το νιώθεις ότι θα κατασπαράξεις ότι αναπνέει, από την άλλη όταν καβαλήσεις και φύγεις, η αρμονία και η γραμμικότητα του συνόλου σε ηρεμεί και καταλαγιάζει το πνεύμα. Ο ορισμός της διπολικότητας .
 
Για πόλεμο το βλέπω
Πριν καν προλάβω να αποφασίσω εάν θα γίνει πόλεμος ή ειρήνη με το Tuono 660, πέρασα από το δυναμόμετρο για να μάθω στ' αλήθεια πόσες και τι είδους "σφαίρες" έχω κάτω από τα πόδια μου. Με 89,8 πραγματικά άλογα από 660 κυβικά, τα πράγματα είναι σοβαρά και ο αριθμός αυτός βάζει το νέο Tuono απέναντι σε ανταγωνιστές με περισσότερα κυβικά. Με την δυναμομέτρηση στην τσέπη και με το γνώθι σαυτόν ότι έχω 90 σχεδόν πραγματικά άλογα στην διάθεσή μου, άρχισα να βλέπω το δρόμο και ότι κινείται πάνω του, με άλλο μάτι. Για την ακρίβεια όχι με το μάτι, αλλά από διόπτρα οπλοπολυβόλου, που όπλισε άθελα του μετά την αυτοπεποίθηση που μου έδωσε η δυναμομέτρηση. Άρχισα να γυρνοβολάω στην Αθήνα ψάχνοντας για καμιά άτυπη κόντρα από φανάρι σε φανάρι και αφού δεν βρήκα να “παίξω” με κανέναν, άρχισα να κυνηγάω την σκιά σε κάθε αλλαγή χρώματος σηματοδότη. Το Tuono επιταχύνει δυνατά σουζάροντας ελαφρά και ελεγχόμενα, θέτοντας σε λειτουργία το traction control που επεμβαίνει ομαλά χωρίς να θέλει να σου σπάσει το σαγόνι στα όργανα. Στην έκδοση Tuono που οδηγώ δεν υπάρχει η IMU που λαμβάνει δεδομένα για την κλίση και την κινητική κατάσταση της μοτοσυκλέτας για να ενεργοποιήσει το cornering ABS, διαθέτει όμως πολύ προηγμένα ηλεκτρονικά συστήματα με δυνατότητα ρύθμισης της επέμβασης του ABS και του traction control, ενώ μπορείς να ρυθμίσεις και την επέμβαση στο φρένο του κινητήρα. Η συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα που διαθέτει τον βασικό εξοπλισμό έχει τρία riding modes. Το Commuter είναι για κίνηση στην πόλη και κάνει την απόδοση του κινητήρα πιο γλυκεία και ήπια, ενώ traction control και ABS προσφέρουν την μέγιστη επέμβαση. Στο mode Dynamic η απόδοση του κινητήρα είναι η μέγιστη αλλά με πιο χαλαρή επέμβαση του traction, ενώ στο mode Individual μπορείς να αφαιρέσεις το traction και το ABS από τον πίσω τροχό αλλά και να επέμβεις στην απόδοση του κινητήρα και στο “φρένο” του.
Που ήμασταν; Α, μόλις άναψε πράσινο και με το traction εκτός, απολαμβάνω μια σούζα διαρκείας αλλά και το ουρλιαχτό του μοτέρ που το ακούς να ωρύεται από τα βάθη του στροφάλου. Δηλητηριασμένος από την αδρεναλίνη αρχίζω και το λυσσάω σε κάθε φανάρι, στενό και ευθεία, σαν ανώριμος έφηβος που βουτάει κρυφά για πρώτη φορά μοτοσυκλέτα και δεν ξέρει αν θα του δοθεί δεύτερη ευκαιρία να καβαλήσει μέχρι να τον τσακώσουν. Στα φρένα άλλοτε κατεβάζω δύο-τρεις σχέσεις και με το μπροστινό γαντζωμένο στην άσφαλτο, αφήνω το πίσω μέρος να γράφει ατελείωτα απολαυστικά μαύρα τόξα, με μουσική υπόκρουση ελαστικού που στριγκλίζει. Όπου όμως η άσφαλτος είναι καλή και πιέσω δυνατά τη μανέτα, το Tuono σηκώνεται στον εμπρός τροχό γράφοντας απολαυστικά και ασφαλή rolling endo, κάνοντας ξεκάθαρο ότι το Tuono 660 είναι φτιαγμένο να σου αναπληρώνει τα χαμένα γονίδια νεότητας και να σου κάνει υπερπληρώσεις αδρεναλίνης. Παιδιά, έχουμε πόλεμο τελικά.
 
Δεν είναι μόνο πόλης 
Με τον ήλιο του Απριλίου “ντάλα”, αλλά την θερμοκρασία σχετικά χαμηλά, αποφάσισα να εγκαταλείψω την Αθήνα με το Tuono. Ταυτόχρονα είχα και το νέο Kawasaki Z900 για δοκιμή αλλά και έναν φίλο που ήρθε παρέα ώστε να οδηγήσουμε μαζί τις μοτοσυκλέτες. Με προορισμό το βουνό του Παρνασσού, γέμισα το μικρό σακίδιο μου με ό,τι λιγότερο μπορούσα και το φόρτωσα στην θέση του συνεπιβάτη. Οι “τύπου” χειρολαβές που διαθέτει στο πλάι της σέλας βοήθησαν να περαστούν οι ιμάντες και ένα μικρό χταπόδι ήταν αρκετό για να συγκρατηθεί η μικρή πανάλαφρη αποσκευή μου. Δεν είναι φτιαγμένη να δέχεται αποσκευές, αλλά δεν είναι απαγορευτικό να το κάνεις. 
Μπαίνοντας στην εθνική, το κρύο και η έλλειψη φαίρινγκ με έκαναν αυτομάτως να βγω κιόλας. Δεν είχα κανένα περιορισμό χρόνου και έτσι η βόλτα συνεχίστηκε από την παλιά εθνική, διασχίζοντας Αττική και Βοιωτία από δευτερεύοντες δρόμους, που τελικά ήταν ακριβώς το πεδίο δράσης του νέου Tuono. Με ταχύτητες κοντά στα 120-130km/h με το commuter mode η μοτοσυκλέτα ρολάρει ποιοτικά, με τις αναρτήσεις να φιλτράρουν το κουρασμένο από τα φορτηγά οδόστρωμα, προσφέροντας ταυτόχρονα πολύ καλή πρόσφυση δεδομένων των συνθηκών. Το μικρό υποτυπώδες φαίρινγκ κάνει ικανοποιητική δουλειά για το μέγεθος του και γενικά τα 120-130km/h είναι μια ταχύτητα που είναι εφικτή σε ταξίδι με το δικύλινδρο. Εκπληκτική είναι η σέλα που αν και με μαλακό σχετικά αφρώδες, δεν υποχωρεί καθόλου στην διάρκεια του ταξιδιού και οι μεγάλες διαστάσεις που προσφέρει την κάνουν ιδανική για κάθε σωματότυπο.
Φτάνοντας στην Αμφίκλεια αρκετά ξεκούραστοι και με τον Παρνασσό να στέκει πάνω από τα κεφάλια μας, ήπιαμε ένα γρήγορο καφεδάκι και ορμήσαμε στον κολασμένο δρόμο πάνω από το χωριό που σε οδηγεί ψηλά στο βουνό. Η άσφαλτος άριστη, η χάραξη μοναδική και εγώ έτοιμος να πάρω εκκίνηση στο GP του Παρνασσού με το νέο Tuono 660. Στις πρώτες στροφές το μικρό Aprilia βουτάει πρόθυμο, ενώ χάρη στο μεγάλο τιμόνι και τα μόλις 183 πραγματικά κιλά αλλάζει κατεύθυνση με σβέλτο ρυθμό χωρίς προσπάθεια. Ο ροπάτος κινητήρας προσφέρει άμεση δύναμη από πολύ χαμηλά, χωρίς όμως τινάγματα και απρόσμενες συμπεριφορές, σουζάροντας ελαφρά και ελεγχόμενα στα απότομα ανοίγματα του γκαζιού. Η κλιμάκωση του κάπως σφιχτού κιβωτίου είναι πολύ σωστή χωρίς να είναι “μακρύ” και να θέλει συνεχώς κατεβάσματα, ενώ ταυτόχρονα το μοτέρ είναι τόσο ελαστικό ώστε να ανεβάζει πολύ πρόθυμα στροφές ακόμα και με μεγαλύτερη σχέση από αυτή που υπολόγιζες. H έκδοση που είχαμε στην διάθεσή μας δεν είχε quickshifter και πραγματικά μας έλειψε. Εντυπωσιακή απόδοση έχουν και τα φρένα, με τις ακτινικές δαγκάνες της Brembo και τους δίσκους των 320mm, τα οποία φυσικά έχουν πολύ δύναμη, που την βάζουν όμως “κάτω” και είναι διαχειρίσιμη λόγω και του καλού πιρουνιού που προσφέρει ρύθμιση προφόρτισης και απόσβεσης επαναφοράς στο ένα καλάμι. Γενικά οι αναρτήσεις προσφέρουν ποιοτική λειτουργία χωρίς να είναι ιδιαίτερα σφιχτές, ενώ γενικά το σύνολο είναι μαλακό χωρίς να νιώθεις ότι οδηγείς ένα άκαμπτο “νταμάρι”. Από την άλλη όμως η γεωμετρία είναι μεν γρήγορη, αλλά η σχετικά όρθια θέση οδήγησης και το ψηλό τιμόνι μειώνουν την πληροφορία από τον εμπρός τροχό, θέτοντας και το όριο του πόσο σβέλτα θα κινηθείς. Άλλωστε δεν είναι superbike να έχει ακρίβεια ξυραφιού στο μπροστινό του, ενώ η ιδανική και ξεκούραστη θέση οδήγησης έχει και μερικά μειονεκτήματα. Ξεκαθαρίζω: Δεν είναι ότι δεν στρίβει, απλά θα ήθελα λίγο καλύτερη πληροφορία και πιο πολύ βάρος ως αίσθηση μπροστά, παρόλο που οι ζυγαριές μας έδειξαν μπροστόβαρη κατανομή κατά 53,2%.
 
Εντός δεύτερης εκατοντάδας
Με τα λάστιχα κατάμαυρα και πατημένα από άκρη σε άκρη (εκπληκτικά Pireli Diablo Rosso II) την επομένη μέρα πήραμε τον δρόμο της επιστροφής, από την εθνική αυτή τη φορά. Ο κινητήρας γουργουρίζει χαλαρός με 4.500 στροφές και τα 120-130km/h χιλιόμετρα διατηρούνται πανεύκολα, έχοντας καβάτζα σχεδόν άλλα 100 ακόμα! Το δικύλινδρο εν σειρά μοτέρ ανεβάζει πολύ ζωηρά έχοντας πολύ καλές ρεπρίζ, ακόμα και με έκτη σχέση, που “βλέπει” εύκολα τον αριθμό 200 να αναγράφεται στο όμορφο και πλήρες ψηφιακό όργανο. Από τα 200km/h και πάνω θέλει μια σχετική υπομονή για να φτάσει τα 230km/h περίπου, ταχύτητες βέβαια που θέλει καλό και γυμνασμένο αυχένα για να τις αντέξεις… Πάντως το απολαυστικό εύρος αυτού του κινητήρα είναι να βρίσκεται μεταξύ 6.000 - 10.000 στροφών κρατώντας ευχάριστα τα 150-160km/h, ενώ το νούμερο 200 φτάνει πολύ γρήγορα. Στις ταχύτητες αυτές, παρά την απουσία ολόκληρου φαίρινγκ, η μοτοσυκλέτα είναι πολύ σταθερή, ενώ κάθε δυνατό άγγιγμα στην μανέτα ξεφορτώνει άμεσα μια εκατοντάδα χιλιόμετρα. Αυτό σε κάνει να νιώθεις άνετος και ασφαλής σε αυτές τις ταχύτητες, με το σύνολο να υποστηρίζει με το παραπάνω τις επιδόσεις αυτές. Οι αναρτήσεις αποσβένουν σωστά και δεν χρειάζεται να κρατάς το τιμόνι σαν βελούδινη κλωστή στις υψηλές ταχύτητες, καθώς η πιο λίγο πιο αργή γεωμετρία σε σχέση με το αδερφό RS660 επιτρέπει ταχύτητες εντός της δεύτερης εκατοντάδας των χιλιομέτρων, χωρίς τα μαλλιά σου να γίνουν άσπρα.
Μεγάλη έκπληξη είναι η χαμηλή σχετικά κατανάλωση. Το Tuono 660 σε χαμηλές ταχύτητες ταξιδίου (100-120km/h) έκαψε μόλις 4,8lt/100km, ενώ δεν κατάφερα να ξεπεράσω σε μέγιστη κατανάλωση τα 7 λίτρα. Η μέση τιμή πάντως με ζωηρή σβέλτη οδήγηση στη πόλη είναι περίπου στα 5,3 lt/100km, κάτι που εξασφαλίζει και μεγάλη αυτονομία, παρά το μόλις 15 λίτρων ρεζερβουάρ. Αξίζει να αναφέρουμε και τον ακριβέστατο υπολογιστή κατανάλωσης καυσίμου (με απουσία αυτονομίας όμως) που διαθέτει ακόμα και η φτηνή έκδοση που είχαμε στην κατοχή μας και γενικά την ποιότητα που έχει σαν κατασκευή με σημασία στην λεπτομέρεια. 
 
Διπρόσωπη 
Πάλι το ίδιο θα γράψω και εγώ ο ίδιος θα αναιρέσω ξανά τον εαυτό μου. Και αυτό συμβαίνει κάθε φορά που κάνω δοκιμή μια γυμνή street και πέφτω στην παγίδα ότι δεν είναι “χρηστική”. Είναι μια κατηγορία μοτοσυκλετών που ουσιαστικά δεν κάνει τίποτα τέλεια αλλά κάνει περίφημα σχεδόν τα πάντα, χωρίς να θέτει περιορισμούς στο πεδίο δράσης. Το νέο Tuono 660 ξεκάθαρα είναι μια από αυτές τις μοτοσυκλέτες που καταφέρνει να πετύχει πολλά περισσότερα από μια superbike και να είναι ταυτόχρονα πιο διασκεδαστική από μία μεγάλη on-off. Το πιο ουσιώδες είναι να μπορείς, αλλά κυρίως να θες, να κυκλοφορείς συνεχώς και με το Aprilia. Είναι μια μοτοσυκλέτα κόσμημα πραγματικά, την οποία απολαμβάνεις να την κοιτάς από κάθε πλευρά της και νιώθεις ευτυχισμένος να την έχεις στο γκαράζ σου και μόνο να την βλέπεις. Είναι φοβερό το πώς έχουν καταφέρει να την κάνουν ταυτόχρονα πολύ ευκολοδήγητη και προσιτή σε όλους, ενώ είναι πύραυλος που σε ωθεί να γευτείς αδρεναλίνη και δράση. Ταξιδεύει αξιοπρεπώς με κάποιους συμβιβασμούς, που έχουν να κάνουν με τον συνεπιβάτη και τις αποσκευές, ενώ δεν θα πει όχι και σε track day. Μια μοτοσυκλέτα νέας εποχής που καταφέρνει να συμβιβάσει τις επιθυμίες των νέων αναβατών που θέλουν κάτι φιλικό και εύκολο, ενώ παράλληλα είναι τσαμπουκάς και θα πωρώσει και τον πιο απαιτητικό, τόσο από εμφάνιση όσο και από απόδοση. Μπαίνεις στο mode Commuter και απολαμβάνεις την απόλυτη ηρεμία και πρακτικότητα σε πόλη και καθημερινή χρήση, για να περάσεις στον αντίποδα του Individual με σούζες παντιλίκια και ντριφτ διαρκείας. Είναι σχετικά οικονομική και προσφέρει πολλά περισσότερα για τα χρήματα της, ενώ ταυτόχρονα μπουκάρει με θράσος στην κατηγορία μεγαλύτερων μοτοσυκλετών. Ερωτεύεσαι και αγαπάς ταυτόχρονα..
 
Ο ανταγωνισμός
Αυτού του είδους οι μοτοσυκλέτες δεν συγκρίνονται μόνο με βάση τον κυβισμό και την ιπποδύναμη, γιατί εκεί το νέο Tuono δεν έχει αντίπαλο. Κάποιος που διαθέτει σχεδόν 11.000 θα κοιτάξει όλες τις street γυμνές μοτοσυκλέτες που κοστίζουν τόσο, άσχετα με τον κυβισμό
 
  • Kawasaki Z-900

Λιγότερο εξωτική και ξεχωριστή, με πολύ πιο δυνατό τετρακύλινδρο κινητήρα σε ένα σύνολο πλαισίου αναρτήσεων που δουλεύει άψογα

  • Yamaha MT-09

Πιο σπορ επιλογή με τρυκίλινδρο κινητήρα με πολλή δύναμη αλλά και γενικά μεγαλύτερη μοτοσυκλέτα από το Aprilia

  • Triumph Street Triple R 

Στα ίδια κυβικά περίπου και αντίστοιχη ποιότητα. Έχει πιο δυνατό τρυκύλινδρο κινητήρα και καλύτερες επιδόσεις

 
Engine tech
Ένας πραγματικά υπέροχος κινητήρας νέας γενιάς, ολοκαίνουριος και ολόφρεσκος. Δικύλινδρος εν σειρά με δύο εκκεντροφόρους και τέσσερις βαλβίδες. Το ξεκίνημα της εξέλιξης έγινε από τον… μισό V4 που υπάρχει στο RSV4, με τον οποίο τελικά δεν έχει καμία σχέση σαν τελικό αποτέλεσμα, αφού κυλινδροκεφαλή και κάρτερ αποτελούν ενεργό μέρος του πλαισίου και η σύνδεση του με το πλαίσιο γίνεται σε δυο σημεία. Ο χρονισμός του στροφάλου είναι στις 270 μοίρες (ίδια διαστήματα ανάφλεξης με τους V2) παράγοντας υπέροχο ήχο που ορκίζεσαι ότι απλευεθερώνεται από V2. Μας εξέπληξε και η δύναμη του, καθώς απόδοση 89,2 ίππων από δικύλινδρο κινητήρα 659 κυβικών δεν έχει ξαναγίνει. Στο παρελθόν μόνο κινητήρες 1.000 κυβικών είχαν τέτοια απόδοση, η οποία μάλιστα συνδυάζεται τέλεια με την ομαλότητα και μια πολύ στρωτή λειτουργία χωρίς κραδασμούς, αλλά και με δυνατότητα επιλογής σε χάρτες απόδοσης. Εντυπωσιακή είναι και η χαμηλή κατανάλωση που έχει, καθώς σε χαλαρούς ρυθμούς δεν ξεπερνά τα 4,8lt-100km ενώ όσο και να προσπαθήσαμε δεν μετρήσαμε κάτι υψηλότερο από 6,3lt/100-km
 
Αλλαγή χαρακτήρα με ένα κουμπί
Το γνωστό μας APRC, που εδώ και μια δεκαετία υπάρχει στο μεγάλο RSV, έχει περάσει σε βελτιωμένη μορφή στο νέο Tuono 660. Στην έκδοση που οδηγήσαμε υπάρχουν τρεις επιλογές απόδοσης, οι οποίες επηρεάζουν όχι μόνο τον τρόπο λειτουργίας του κινητήρα, αλλά και του traction control και του ABS. Στην επιλογή Commuter η απόδοση του κινητήρα είναι εκπληκτικά ομαλή μεταμορφώνοντας την μοτοσυκλέτα, ενώ εγώ προσωπικά το mode αυτό το επέλεξα και στο ταξίδι λόγω της πιο ήπιας απόκρισης στο γκάζι αλλά και της μέγιστης επέμβασης σε ABS και traction. Στο Dynamic η απόδοση είναι πιο απότομη, περιλαμβάνοντας λίγο πιο διακριτική επέμβαση των ηλεκτρονικών. Στην επιλογή Individual μπορείς να αφαιρέσεις εντελώς το traction control και το ABS από τον πίσω τροχό, ενώ ρυθμίζεται και το πόσο θα επέμβει στον εμπρός. Το ωραίο στην ιστορία είναι ότι οι τρεις χάρτες αλλάζουν πανεύκολα εν κινήσει με ένα απλό πάτημα του κουμπιού, χωρίς να χρειάζεται να κάνεις κάτι που θα σου αποσπάσει την προσοχή από το δρόμο. Πατάς το μπουτόν και πραγματικά αλλάζει εντελώς η συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας.
 
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ  
Αντιπρόσωπος:Piaggio Hellas
Τιμή:10.790
  
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ 
Μήκος (mm):1.995
Μεταξόνιο (mm):1.365
Ύψος σέλας (mm):820
Γωνία κάστερ (˚):23,9
Σέλα-τιμόνι 80 
Σέλα-μαρσπιέ 56 
Μασπιέ-τιμόνι 92 
Πίσω θεση 47 
  
ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ 
Kg 183,0 
(χωρίς καύσιμο: 171,7kg ) 
Πίσω47.6
Εμπρός52.4
Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:0%
  
ΠΛΑΙΣΙΟ 
Τύπος:Αλουμινίου δύο δοκών με τον κινητήρα ενεργό μέρος
Βάρος κατασκευαστή, γεμάτη (kg):183
  
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ 
Τύπος:Τετράχρονος, δικύλινδρος εν σειρά με 2ΕΕΚ και 4Β/Κ
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):81 x 63,93
Χωρητικότητα (cc):659
Ισχύς (ΗΡ/rpm):100 / 10.500
Ροπή (kg.m/rpm):6,8 / 8.500
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):151,7
Τροφοδοσία:Ψεκασμός
Σύστημα εξαγωγής:2 σε 1
Σύστημα λίπανσης:Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:Μίζα
  
ΜΕΤΑΔΟΣΗ 
Συμπλέκτης:Υγρός πολύδισκος με ντίζα
Πρωτεύουσα μετάδοση / σχέση:Με γρανάζια / -
Τελική μετάδοση / σχέση:Με αλυσίδα / 2,52
  
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ 
Γεμάτη2,03
  
ΜΠΡΟΣΤΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗΤηλεσκοπικό πιρούνι upside-down
Διαδρομή (mm):110
Ρυθμίσεις:Καμία
ΤΡΟΧΟΣ 
Ζάντα:3,50 x 17
Ελαστικό:120/70 - 17
ΦΡΕΝΟΔύο δίσκοι 320mm με ακτινικές δαγκάνες Brembo 4 εμβόλων και ABS
  
ΠΙΣΩ ΑΝΑΡΤΗΣΗΈνα αμορτισέρ
Διαδρομή (mm):160
Ρυθμίσεις:Προφόρτιση ελατηρίου
ΤΡΟΧΟΣ 
Ζάντα:5,50 x 17
Ελαστικό:180/55 - 17
ΦΡΕΝΟΔίσκος 220mm με δαγκάνα δύο εμβόλων και ABS
  
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣΈγχρωμη οθόνη TFT με Bluetooth, αυτόματη ρύθμιση φωτεινότητας, ρυθμιζόμενο ABS, ρυθμιζόμενο traction control, ρύθμιση φρένου κινητήρα, τρεις χάρτες απόδοσης 
  
ΔΥΝΑΜΟΜΕΤΡΗΣΗ 
Ισχύς (ΗΡ/rpm):89,2 / 10.700
Ροπή (kg.m/rpm):6,61 / 10.000
  
ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ 
Μέση5,5
Ελάχιστη4,7
Μέγιστη6,5
Αυτονομία(km):270
Αυτονομία ρεζέρβας (km):72
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):15/4

Εξοπλισμός αναβάτη

  • Κράνος: Shoei NXR
  • Φόρμα: IXS
  • Μπότες: Forma