editorial 523 - on-off, το νέο στάνταρ

Από το

Μαύρο Σκύλο

31/5/2013

Μέχρι και την δεκαετία του '70, οι μοτοσυκλέτες δρόμου ήταν αναγκαστικά και παντός δρόμου, έπαιζαν και τον ρόλο των on-off. Αυτές ήταν, μ' αυτές θα έκανες τα πάντα. Καθημερινή μετακίνηση, χαβαλέ, κοντρίτσες, ταξιδάκια, κι αν σου τύχαινε και κανένας χωματόδρομος δεν το σκεφτόσουν, απλά τον πέρναγες. Βοηθούσαν όμως και τα μηχανάκια, αυτό να λέγεται. Είχαν τροχούς μεγάλης διαμέτρου, 18 και 19 ιντσών, όσες και η πλειοψηφία των on-off σήμερα, στενά λάστιχα, σχετικά μεγάλες διαδρομές τουλάχιστον μπροστά, κι έτσι μπορούσαν να πηγαίνουν άνετα στα χώματα, έως και διασκεδαστικά για όσους μπορούσαν να οδηγούν με γκάζι και να δουλεύουν τον στρόφαλό τους. Όταν έλεγες μοτοσυκλέτα, μια τέτοια εννοούσες, που την προσάρμοζες εσύ για κάθε χρήση. Ή προσαρμοζόσουν εσύ, το ίδιο κάνει.

Η εποχή των ταξιδιάρικων on-off "περιπέτειας" ξεκίνησε με τα ΧΤ500 και R80G/S. M' αυτές και όσες παρόμοιες ακολούθησαν, οι ταξιδιάρηδες ευρωπαίοι άνοιξαν νέους ορίζοντες σε τόπους που μέχρι τότε ήταν ανεξερεύνητοι μοτοσυκλετιστικά. Η αίγλη του σκληρού αγώνα Paris-Dakar βοήθησε τα μέγιστα στην ανάδειξη και την εξέλιξη αυτών των μοτοσυκλετών, και κάπως έτσι, χιλιάδες μοτοσυκλετιστές είχαν στο μυαλό τους την εικόνα του μοναχικού καβαλάρη που χάνεται προς τον ορίζοντα αφήνοντας πίσω του ένα συννεφάκι σκόνης, ως βενζινοκίνητος Λούκυ Λουκ.

Έχει ενδιαφέρον να δει κανείς τις παράλληλες πορείες των δύο κατηγοριών. Τα on-off φτιάχτηκαν από το πλευρό των street, που αποδείχθηκαν στην συνέχεια ιδιαιτέρως καρπερά, σκορπίζοντας δεξιά κι αριστερά πλήθος υποκατηγοριών, με ένα τεράστιο εύρος, από streetfighters, naked και superbike ως τουριστικά, υπερτουριστικά και σπορτουριστικά και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Έτσι, χάθηκε κάπου το τι ακριβώς είναι μια μοτοσυκλέτα δρόμου, αρχίσαμε τις διευκρινιστικές ερωτήσεις, για ποιά δουλειά, με πόσα θα ταξιδεύεις, θα βγαίνεις και εκτός πόλης ή όχι, μόνος σου ή με παρέα, πόσο γρήγορα πας, πότε θα φας, μια τρέλα κανονική. Ρε μάγκες, έπρεπε κάποιος να φωνάξει, σήμερα γουστάρω χαλαρή βολτίτσα, αύριο να πάω να τα χώσω και μεθαύριο να ξεκινήσω για εξάμηνο ταξίδι, πότε μόνος και πότε με παρέα, μην με πρήζετε, δέκα μηχανάκια δεν μπορώ να έχω, και να μπορούσα, δεν θέλω.

Εν τω μεταξύ, όσο τα street γεννοβολούσαν, τα on-off εξελίσσονταν, κι από εμφανισιακούς κλώνους των αγωνιστικών του Dakar ξαναδανείστηκαν στοιχεία από τα κορυφαία street για να φτάσουν στο σημερινό στάδιο της εξέλιξής τους. Και γι' αυτό, ευχαριστήστε την Ducati. Από κει που ήταν αποδεκτό για τα μεγάλα on-off να υπολείπονται σημαντικά σε επιδόσεις σε σχέση με τα street, βρέθηκαν να τα ανταγωνίζονται στα ίσα. Από κει που με απλές αναρτήσεις "έκανες τη δουλειά σου", οι ηλεκτρονικά ρυθμιζόμενες έγιναν κοινός τόπος, μια καινοτομία που καθιέρωσε η BMW. Τον πήχυ τον ανέβασε το Multistrada, που συνδυάζει εμφάνιση on-off με επιδόσεις σχεδόν superbike, χωρίς όμως να τελειοποιήσει την συνταγή. Η adventure εμφάνισή του δεν συνοδεύεται από ανάλογες δυνατότητες στα χώματα, οι κορυφαίες του επιδόσεις δεν συνοδεύονται από αντίστοιχη σιγουριά και σταθερότητα μετά τα 200. Ο βράχος όμως είχε αρχίσει να κατρακυλάει, παρασέρνοντας κι άλλους στο πέρασμά του. Η KTM απάντησε με έναν κινητήρα που κι αυτός προέρχεται από superbike, κοντράροντας το Multistrada στα ίσα από επιδόσεις, ενώ η BMW ξανασχεδίασε τον boxer της κάνοντάς τον και πιο δυνατό και πολύ πιο εύστροφο. Κι από μια μεριά (νέο Aprilia Caponord) που δεν ενδιαφέρεται για την απόδοση στο χώμα αλλά εκτός από την εμφάνιση που φέρνει σε on-off είναι καθαρά δρόμου, ήρθαν και οι ημι-ενεργητικές αναρτήσεις. Επίσης, είναι σαφές πια πως για να εκμεταλλευτείς τέτοιου είδους γκάζια παντού και πάντα χωρίς να χρειάζεσαι αυτοσυγκέντρωση Θιβετιανού μοναχού και οδηγικές ικανότητες Rossi, τα ηλεκτρονικά συστήματα που φροντίζουν να μην ξεφύγεις ανεπανόρθωτα προς το ΚΑΤ, είναι απαραίτητα. Και οι τελευταίες on-off τα έχουν όλα.

Έτσι, δυο μέρες πριν ξεκινήσουμε το φετινό MEGA TEST, με το νέο GS 1200, τα νέα ΚΤΜ Adventure & Adventure R, το Crosstourer DCT και το Triumph Explorer XC, κάθομαι και τα χαζεύω. Και σήμερα, όταν λέμε μοτοσυκλέτα, αυτές θα έπρεπε να εννοούμε. Κάνουν ό,τι κάνουν και οι street, κι ακόμα περισσότερα. Έχουν πια τον ρόλο που είχαν οι street για όλες τις δουλειές, πριν διασπαστούν σε δεκάδες κατηγορίες. Και στην πραγματική ζωή, στους πραγματικούς δρόμους, από την καθημερινότητα της πόλης ως τα ταξίδια στα πέρατα της γης, είναι καλύτερες, κι όχι μόνο γιατί πάνε και στο χώμα. Κι όσο είχαν έλλειμμα επιδόσεων, μπορούσαν να θεωρούνται λίγο φτωχοί συγγενείς, τώρα όμως ούτε σε επιδόσεις υστερούν ούτε σε τεχνολογία. Από παλιότερα μπορούσαν να δείξουν τον δρόμο στις street όταν κινούνταν εκτός εθνικής οδού, τώρα τις κοντράρουν κι εκεί. Είναι χαμαιλέοντες. Προσαρμόζονται παντού. Σου κάνουν τα κέφια, σε κάνουν να ονειρεύεσαι το ταξίδι. Μπορεί να μην το κάνεις ποτέ, μπορεί και να το αποφασίσεις κάποια στιγμή. Ό,τι κι αν σκεφτείς να κάνεις μαζί τους, γίνεται. Ακόμα και να το διασκεδάσεις σε ένα track day. Τόσο πολυτάλαντες κατασκευές δεν υπήρχαν μέχρι τώρα. Ναι, μια απολύτως υπερτουριστική μοτοσυκλέτα μπορεί να προσφέρει περισσότερη άνεση, μια superbike να γυρίσει πιο γρήγορα στην πίστα, μια καθαρόαιμη enduro να πάει πιο γρήγορα στο χώμα, αν θέλουμε να μιλήσουμε για τα όρια των δυνατοτήτων τους. Η συνολική τους αξία όμως και η χρηστικότητά τους είναι αξεπέραστη. Και κάπου σκέφτομαι πως αν είναι έτσι τα πράγματα, και οι νέες on-off είναι οι στάνταρ μοτοσυκλέτες, οι πιο πολυτάλαντες όλων, τότε το φετινό MEGA TEST θα αναδείξει την καλύτερη μοτοσυκλέτα για την πραγματική ζωή και όχι μόνο για εξειδικευμένες ανάγκες. Εμείς, σε δέκα μέρες από τη στιγμή που γράφονται αυτές οι λέξεις, θα ξέρουμε. Στο τεύχος Ιουλίου, θα ξέρετε κι εσείς.

ΜΕGA TEST ON-OFF 2013

Πέρσι, είχαμε φτάσει μέχρι τέρμα πινέζα Αλβανία, στα Καταραμένα Βουνά. Φέτος, θα πάμε πιο ψηλά, για να γνωρίσουμε τη χώρα που απλώνεται πίσω τους: Το Montenegro, το Μαυροβούνιο, την Crna Gora. Χώρα μικρή, αλλά με πολλά να δει και να κάνει κανείς. Από τις ακτές της Αδριατικής και τα παραλιακά θέρετρα, ως τα ποτάμια και τα φαράγγια της ενδοχώρας, ως την άλλη μεριά των Καταραμένων Βουνών, το Μαυροβούνιο είναι ένας ακόμα γείτονάς μας για τον οποίο μάλλον λίγα ξέρουμε. Αλλά αν το ταξίδι δεν είναι στο άγνωστο και δεν έχει εξερεύνηση, τι νόημα έχει;

Gay ΜotoGP;

Κατά καιρούς διάφοροι έχουν απορήσει: Υπάρχουν gay στους αγώνες μοτοσυκλέτας, και ειδικά στα MotoGP; Κανείς όμως δεν είχε θέσει το ερώτημα ανοιχτά, στους ίδιους τους αναβάτες. Συνέβη όμως κι αυτό, στην συνέντευξη τύπου στο Jerez, πριν τον αγώνα. Με αφορμή το άρθρο που έγραψε ο παίκτης του ΝΒΑ Jason Collins στο Sports Illustrated, και όπου δήλωνε πως είναι gay, o David Emmett βρήκε το θάρρος να ρωτήσει για την ύπαρξη και την αποδοχή ομοφυλόφιλων αναβατών στα MotoGP. Αν έχετε λογαριασμό στο ΜotoGP.com, μπορείτε να δείτε ολόκληρη τη συνέντευξη, αξίζει όμως να σας μεταφέρω εδώ κάποιους διαλόγους.

David Emmett: "Μια ερώτηση προς όλους -κι αρκετά δύσκολη. Την περασμένη βδομάδα ο Jason Collins, ένας παίκτης του NBA, παραδέχτηκε πως είναι ομοφυλόφιλος. Μέχρι τώρα κανείς αναβάτης MotoGP δεν έχει δηλώσει κάτι τέτοιο. Θέλω να ακούσω τις σκέψεις σας, σχετικά με το γιατί δεν έχει γίνει. Οι αναβάτες φοβούνται να δηλώσουν πως είναι gay, ή όλοι σας πραγματικά ενδιαφέρεστε μόνο για γυναίκες;"

<γέλια από το πλήθος>

Cal Crutchlow: "Να πω πρώτος;!"

David Emmett: "Ναι, παρακαλώ!"

<πιο πολλά γέλια>

Cal Crutchlow: "Λυπάμαι David, αλλά εξαιρούμαι -είμαι σχεδόν παντρεμένος. Αυτό έχω να πω... δεν ξέρω. Δεν νομίζω πως έχει σημασία, έτσι; Πιστεύω πως αυτό το σπορ αφορά τις αγωνιστικές μοτοσυκλέτες. Ποτέ δεν έχει αποκαλυφθεί πως κάποιος είναι gay. Ίσως να υπάρχουν μερικοί, κρυμμένοι στην ντουλάπα, δεν ξέρω. ΄Ισως να έχω κάτσει παρέα με κάποιον. Δεν ξέρω."

Jorge Lorenzo: "Για όλους όσους με ρωτούν στο Twitter, ή όπου, αν είμαι gay, τώρα είναι η ώρα να μάθουν πως δεν είμαι gay. Σέβομαι τους gay. Φυσικά, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα μαζί τους."

David Emmett: "Κανείς άλλος;"

Nick Harris: "Marc Marquez;"

<περισσότερα γέλια>

Marc Marquez: "Νομίζω πως δεν είναι πρόβλημα. Έχω μεγάλο σεβασμό για όλους, όσο διαφορετική κι αν είναι η προσωπικότητά τους. Δεν είναι πρόβλημα."

Andrea Dovisioso: "Ποτέ δεν το σκέφτηκα αυτό, πως μερικοί αναβάτες μπορεί να είναι gay, πιστεύω όμως πως δεν θα ήταν πρόβλημα για κανέναν. Είναι δύσκολο να το σκεφτώ πάντως. Δεν ξέρω γιατί."

Stefan Bradl: "Αν είναι να μας κάνει πιο γρήγορους ίσως να το σκεφτόμασταν..."

<γέλια απ' όλη την αίθουσα>

Stefan Bradl: "Αλλά μέχρις τιμής δεν είχα αυτήν την εμπειρία. Ούτε εγώ είμαι gay. Σίγουρα όμως σέβομαι όσους είναι. Κι αυτοί είναι φυσιολογικοί άνθρωποι."

Scott Redding: "Ναι, το ίδιο κι εγώ. είμαι με την φίλη μου πολύ καιρό τώρα, και ποτέ δεν σκέφτηκα να πάρω τον άλλο δρόμο. Και πάλι, σεβασμός για όλους, όπως κι αν είναι."

Φανταστείτε τώρα το εξής σκηνικό: Συνέντευξη τύπου με όλους τους αναβάτες του ελληνικού πρωταθλήματος ταχύτητας παρόντες. Δημοσιογράφος σηκώνεται και κάνει την ίδια ερώτηση...

editorial 540 - ό,τι επιθυμείς!

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/10/2014

 

Δεν είναι τα 300 άλογα. Δεν είναι ότι από αύριο θα βγούμε όλοι και θα πηγαίνουμε με 350. Δεν είναι καν ότι κάποιος από μας χρειάζεται ντε και καλά 300 άλογα. Αυτό όμως που χρειάζεται ο κόσμος της μοτοσυκλέτας είναι ένα ξυπνητήρι. Και είναι η Kawasaki που αποφάσισε να το φτιάξει.

Γιατί καλές είναι όλες αυτές οι μοτοσυκλέτες που χρειαζόμαστε, καλά τα λογικά βασικά μεταφορικά μέσα, καλές οι πολύ οικονομικές αλλά άχρωμες και άοσμες, έχουν όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα: Κανείς δεν ενθουσιάζεται μαζί τους, όσο κι αν κάνει την δουλειά του. Χρόνια τώρα διαμαρτυρόμαστε και κουνάμε θλιμμένοι το κεφάλι, γιατί στην ουσία ο μύθος της μοτοσυκλέτας έχει πάρει πολύ νερό, ε, και πως να είναι διαφορετικά όταν οι μοτοσυκλέτες έγιναν είδος μαζικής κατανάλωσης; Μοιάζει να έγινε ξαφνικά, αλλά στην πραγματικότητα τα είκοσι τελευταία χρόνια με την τεχνολογική εξέλιξη των μοτοσυκλετών, όλοι και η γιαγιά μου μαζί ανακάλυψαν πως μπορούσαν να οδηγήσουν μία. Πρόοδος στα ελαστικά, στα φρένα, στα ηλεκτρονικά του κινητήρα, στα ABS, να και traction control, να και όλα τα ηλεκτρονικά control που μπορεί κανείς να φανταστεί, κι ευτυχώς, γιατί σώθηκε πολύ κόσμος. Το θέμα είναι πως όσο περισσότερο ασφαλείς γίνονται οι μοτοσυκλέτες, τόσο πιο δύσκολο είναι να γίνουν μύθοι. Φτάσαμε σε ένα σημείο που η αίσθηση που παίρνεις όταν οδηγείς έχει απομακρυνθεί πολύ από τα ανθρώπινα δεδομένα, καθώς γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ταυτιστεί ο αναβάτης μαζί της, αφού νιώθει πια πως δεν είναι και τόσο απαραίτητη η δική του συμβολή στο θέμα οδήγηση. Με άλλα λόγια, πιο πολύ μας πάνε, παρά τις πάμε. Μ’ αυτά και με τ’ άλλα, οι superbike εξειδικεύτηκαν απόλυτα για πίστα, τόσο που δεν φαίνεται να έχει και πολύ νόημα να τις οδηγείς στο δρόμο. Κάτι σαν να κυνηγάς σπουργίτια με κανόνι ένα πράμα.

Κάπου εκεί, να και κάτι οικονομικές κρίσεις λέει, να και κάτι όψιμες οικολογικές ανησυχίες για το αν θα καίνε 4,5 ή 5 λίτρα στα εκατό, είχαμε γεμίσει από εξαιρετικές αλλά βαρετές μοτοσυκλέτες. Και κακά τα ψέματα, οι υπερμοτοσυκλέτες πάντα έπαιζαν τον ρόλο των προβολέων ενός σταδίου: Φωτίζουν τον χώρο που παίζουν οι άλλες. Δημιουργούν την αίγλη και τον μύθο, πυροδοτούν συζητήσεις, η δόξα τους αντανακλάται σε όλη την γκάμα της εταιρίας. Πόσο όμως να συζητήσεις για ηλεκτρονικά και "τι σου κάνει εσένα η δικιά σου στο mode 2, level 3 του traction control;" Χάθηκαν οι συζητήσεις και οι αναφορές σε βασικές αισθήσεις, που όλοι μπορούν να καταλάβουν και να ενθουσιαστούν.  Χάθηκαν τα ελαττώματα και οι υπερβολές που ήταν το αλάτι στο φαΐ της μοτοσυκλέτας.

Όταν κάτσει κανείς και σκεφτεί ποιες μοτοσυκλέτες έγιναν θρύλοι, συνήθως ήταν αυτές που γέμιζαν τα νεκροταφεία, ή για να μην είμαστε τόσο μακάβριοι, αυτές που ήταν εντελώς αντι-κοινωνικές, αντι-ασφαλείς, αντι-οικονομικές, όλα τα αντί. Ακόμα συζητιούνται τα τρικύλινδρα δίχρονα της Kawasaki, που ακόμα και το Mach IV 750, γνωστό κι ως Η2, είχε μόνο 74 αλογάκια για 200 κιλά, με καλαμάκια πιρουνιού σαν καλαμάκια φραπέ, με αμορτισέρ που είχαν μόνο ελατήρια, με πλαίσιο που ίσα ίσα κράταγε όλα τα εξαρτήματα πάνω του. Κι όμως, οι αναβάτες έτρεχαν μαζικά τότε στις εκθέσεις για να το δουν (τουλάχιστον στις ΗΠΑ, γιατί εδώ ελάχιστοι μπορούσαν να το αγοράσουν), και λόγω του σλόγκαν της διαφήμισής του ("... μια επιτάχυνση που κανείς αναβάτης δεν έχει ξανανιώσει") και λόγω της φήμης του, που διαδόθηκε αστραπιαία από όσους το οδήγησαν. Λογικά, με τέτοια φήμη του στυλ "το πιθανότερο είναι ή να φύγεις από πάνω του όταν ροπιάσει, ή να σε πετάξει κάτω όταν πλαγιάσει", κανείς δεν θα ήθελε να το πλησιάσει, κι όμως συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Κι όμως, το Mach III 500 ήταν πολύ πιο απότομο κι ατίθασο, το Mach IV 750 ήταν πολύ πιο "γλυκό", τουλάχιστον συγκριτικά. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η απόφαση της Kawasaki να χρησιμοποιήσει ακριβώς τις ίδιες εκφράσεις, "κανείς δεν έχει ξανανιώσει τέτοια επιτάχυνση", για την νέα της H2R, και να της δώσει και το ίδιο όνομα με την αγωνιστική έκδοση του αερόψυκτου δίχρονου 750. Είναι σαφές πως απευθύνεται σε βασικές αισθήσεις, σε βασικά ένστικτα του ανθρώπου, αντί να προσπαθεί να ικανοποιήσει κάποια ορθολογιστικά και ασαφή κριτήρια.

 

Ακόμα και στην προ-ιαπωνική εποχή, οι μοτοσυκλέτες που έμειναν στην ιστορία είναι κάτι Gold Star, κάτι Vincent, κάτι Brough Superior, που όλες τους ήταν φτιαγμένες για τους κάγκουρες της εποχής που τις τελίκιαζαν σε κάθε ευκαιρία και μούσκευαν τα βρακιά τους όταν ξεπερνούσαν ταχύτητες που τα σημερινά 250 καθημερινής χρήσης φτάνουν άνετα.  Έφτιαξαν και κάτι τρικύλινδρα που τόσο γρήγορα τους φαίνονταν που τα ονόμασαν Rocket, και χάρηκαν για λίγο μέχρι που η Honda έβγαλε το δικό της τετρακύλινδρο 750, που και πύραυλος ήταν (και πάλι με εβδομήντα-κάτι αλογάκια!) και δούλευε για δεκαετίες χωρίς να χάνει λάδια. Η Κawasaki ετοίμαζε κι αυτή τότε το δικό της 750, αλλά την πρόλαβε η Honda και για να μην δείξει πως ακολουθεί, το μεγάλωσε σε 900. Πιο πολλά κυβικά, πιο πολλά γκάζια κι ένας κυβισμός που δεν είχαμε δει μέχρι τότε, ξεκίνησαν ένα κεφάλαιο επιδόσεων που κράτησε για δεκαετίες και εξελίχθηκε σε Ninja. Tα αερόψυκτα μπορεί να είχαν μεγαλώσει σε καρχαρίες 1100 και να κρατούσαν ξάγρυπνους τους νοικοκυραίους τα βράδια, αλλά τα λιγότερα μεν, υγρόψυκτα δε 900 κυβικά της GPz900R ξεκίνησαν μια άλλη μάχη, αυτή της τελικής. Παράλληλα όμως με τις τελικές, ανέβαιναν και τα κιλά, αφαιρώντας από την αίσθηση επιτάχυνσης, και δίνοντας περισσότερο βάρος στο μάζεμα χιλιομέτρων. Το αποκορύφωμα και το κύκνειο άσμα αυτής της, εεε, φιλοσοφικής προσέγγισης στο θέμα μοτοσυκλέτα, ήρθε με την ZX-12R, την πιο γρήγορη σε τελική που μετρήσαμε ποτέ στο ΜΟΤΟ, με 312 πραγματικά χιλιόμετρα. Ο πλανήτης όμως είχε γίνει πια πολύ πυκνοκατοικημένος, και μια τέτοια μάχη δεν είχε μέλλον. Και πριν οι μπαμπούλες της ασφάλειας προλάβουν να επέμβουν νομοθετικά, οι κατασκευαστές έκαναν "συμφωνία κυρίων", εθελοντικά δηλαδή περιόρισαν ηλεκτρονικά την τελική των μοτοσυκλετών στα 299. Φυσικά, τίποτα το διαφορετικό δεν συμβαίνει στα 301 σε σχέση με τα 299, το νόημα όμως ήταν πως ο ανταγωνισμός σε αυτό το πεδίο ήταν πια νεκρός, οπότε μ’ ένα σμπάρο, πολλά τρυγόνια. Απ’ τη μια οι εταιρίες έδειχναν προς τα έξω (δηλαδή, προς τους μη μοτοσυκλετιστές) ένα πρόσωπο τάχαμου κοινωνικής ευαισθησίας, κι απ’ την άλλη, ξέμπλεξαν από μια υπόθεση που απαιτούσε όλο και περισσότερους πόρους, πολύ ακριβή, που τα αποτελέσματά της ελάχιστοι μπορούσαν να απολαύσουν, σε ελάχιστες περιπτώσεις. Λογικά, ήταν μια ουτοπική μάχη, καθώς όλο και μεγαλύτερη ιπποδύναμη απαιτούνταν για να ανέβουν ελάχιστα τα χιλιόμετρα. Και που να τα δεις πια αυτά τα νούμερα στο κοντέρ σου; Ούτε καν στις autobahn πια, έχουν και κίνηση και όρια σχεδόν παντού.

 

Επαναπαύτηκαν όμως, είπαν ούφ, γλιτώσαμε απ’ τον μπελά, ας παίξουμε τώρα το παιχνιδάκι της ασφάλειας, είναι ένας καλός τρόπος για να πουλήσουμε περισσότερες μοτοσυκλέτες, αφού θα απευθυνόμαστε πια και σε όλους αυτούς που τις φοβόντουσαν. Αμ δε! Μόλις έφυγε αυτό το στοιχείο του κυνηγιού της τελικής, που ήταν άλλωστε εντελώς παράνομο στο 99,99% των δρόμων του πλανήτη, οι πωλήσεις δεν αυξανόντουσαν πια, αλλά άρχισαν να κάνουν μια σταθερή βουτιά: Είχαν ξεχάσει να αντικαταστήσουν τις τελικές με κάτι άλλο, πιο χειροπιαστό, πιο άμεσο, κάτι που την εμπειρία του θα μπορούσε να την έχει ο καθένας, καθημερινά.  Ήλπιζαν, για πολλά χρόνια, πως την μαγεία της παρανομίας και του κυνηγιού των τελικών στους ανοιχτούς δρόμους θα αντικαθιστούσε η οδήγηση στις πίστες, οπότε έριξαν το βάρος εκεί. Όμως, η οδήγηση σε πίστα δεν είναι κάτι που μπορείς να κάνεις κάθε μέρα, έχει πρόσθετα έξοδα, κι επιπλέον απαιτεί αυξημένες οδηγικές ικανότητες γιατί τα χρονόμετρα, όπως και οι υπόλοιποι που γυρνάνε στην πίστα, ξέρουν πολύ καλά ποιος πάει γρήγορα και ποιος όχι. Το βάρος, σ’ αυτή την περίπτωση, η ευθύνη αν θέλετε, μετατοπίζεται έτσι από την μοτοσυκλέτα στον αναβάτη. Δεν μπορείς να έχεις "την πιο γρήγορη", γιατί στην πίστα η πιο γρήγορη είναι αυτή που ο αναβάτης της την πάει γρήγορα. Τζίφος. Κανείς δεν θέλει να του θυμίζουν πως εκείνος φταίει, πως θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο.  Η αίσθηση όμως, ααα, η αίσθηση δεν είναι κάτι μετρήσιμο. Μπορούμε να φανταστούμε κάποιον στην Kawasaki να προσπαθεί να βρει μια νέα κατεύθυνση, αφού αυτή της τελικής είχε κλείσει προ πολλού, και να τρίβει το πιγούνι του πριν αναφωνήσει "Χάι! Αξελερέισον! Χόρσ-πάουερ!". Αλλά φυσικά δεν έγινε έτσι. Καιρό το μελέταγε η Kawasaki το θέμα κομπρέσορας, κι είχαν βγει κάτι φήμες πως θα τον έβαζε σε ΖΖ-R 1400, γιατί κανείς δεν φανταζόταν πως η Kawasaki – μοτοσυκλέτες θα έβαζε όλη την Kawasaki – Heavy Industries να δουλεύει νύχτα μέρα, για να φτιάξει το απόσταγμα της τεχνολογίας της. Οι περισσότεροι από τους μηχανολόγους των άλλων τμημάτων δεν θα είχαν ποτέ ασχοληθεί με τόσο μικρά και λεπτά ζητήματα. Ο κύριος κινητήρες jet δεν είχε σκεφτεί ποτέ πως θα μπορούσαν να φτιαχτούν τόσο μικρά πτερυγιάκια κι ο κύριος πενταόρωφοι 18κύλινδροι κινητήρες πλοίων δεν φανταζόταν πως θα ασχοληθεί με φαινόμενα προανάφλεξης σε κάτι κυλινδράκια σαν κουτάκια αναψυκτικού.

 

Δεν έχει σημασία αν η H2R γίνει εμπορική επιτυχία ή όχι. Φυσικά καλό θα ήταν για την Kawasaki, κι είμαι σίγουρος πως οι ευθείες των dragster θα στενάξουν, όπως και κάθε μορφής ευθεία. Πριν ακόμη όμως πουληθεί έστω και μία, η H2R έχει ήδη την μεγαλύτερη επιτυχία και αντίκτυπο. Το σημαντικό είναι πως η Kawasaki τόλμησε να ταράξει τα στάσιμα νερά, να ανοίξει το δρόμο σε μοτοσυκλέτες συναρπαστικές, σε πιθανότητες ατελείωτες, να ξυπνήσει και τους άλλους κατασκευαστές και να τολμήσουν κι εκείνοι να εξερευνήσουν νέους δρόμους, σε κάθε κατηγορία. Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, κι η Kawasaki τρελή δεν είναι, ούτε μικρή, κι όμως, μας θύμισε την αλήθεια, πως μοτοσυκλέτα χωρίς τρέλα και πάθος δεν έχει νόημα, μόνο με ορθολογισμό δεν έχει ψυχή. Οι μύθοι δεν δημιουργούνται από μοτοσυκλέτες που "χρειάζεσαι", αλλά από μοτοσυκλέτες που επιθυμείς σαν τρελός, που στοιχειώνουν τα όνειρά σου. Άλλωστε, όταν ευχόμαστε σε κάποιον, δεν του λέμε "ό,τι χρειάζεσαι", "ό,τι επιθυμείς" του λέμε.