Editorial 553 - ξυπνητήρι Japan!

x
Από το

motomag

1/12/2015

Η παράδοση συνεχίζεται: Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 το ΜΟΤΟ είχε γίνει το πρώτο Ευρωπαϊκό περιοδικό μοτοσυκλέτας που είχε καλύψει το Tokyo Motor Show, αλλά και είχε επισκεφθεί και τα εργοστάσια των Ιαπωνικών εταιριών, συνομιλώντας με τους ανθρώπους που τότε καθόριζαν τις τύχες της μοτοσυκλέτας παγκόσμια. Από τότε, είχαμε ταξιδέψει κι άλλες φορές στην Ιαπωνία και το Tokyo Motor Show, όχι όμως πρόσφατα, όχι στα χρόνια αυτά της κρίσης. Η φτώχια όμως θέλει καλοπέραση, και για μας "καλοπέραση" είναι να πετάξουμε ατέλειωτες ώρες με τρεις διηπειρωτικές πτήσεις, να παλέψουμε με ένα τεράστιο jet lag, να βρούμε την άκρη του συγκοινωνιακού χάρτη του Tokyo (ψάξτε τον, σαν μακαρονάδα είναι, όχι δυό γραμμές μετρό, ένας ηλεκτρικός κι ένα τραμ...) και το σημαντικότερο, να συνεννοηθούμε με τους Ιάπωνες, ενώ ελάχιστοι ξέρουν αγγλικά. Όλα γίνονται όμως, και το ταξίδι άξιζε και με το παραπάνω τα έξοδα και τον κόπο. Παραλίγο βέβαια ο Φελούκας να μείνει για πάντα εκεί, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Επίσης για την ιστορία, το μόνο άλλο περιοδικό του κόσμου που έστειλε φέτος δημοσιογράφο στο Tokyo ήταν ο Ιταλικός γίγαντας Motociclismo, που εκδίδεται από το 1914 και που το budget ενός συγκριτικού του είναι μεγαλύτερο από το budget του ΜΟΤΟ για όλη την χρονιά...

 

Τι μάθαμε εκεί; Ότι το ξυπνητήρι χτύπησε, και πως οι Ιάπωνες έχουν πεταχτεί πάνω και δουλεύουν πυρετωδώς... Ότι ο λήθαργος που είχαν πέσει τα τελευταία χρόνια έχει τελειώσει οριστικά, άσχετα αν έχουμε δει απ’ όλους τα αποτελέσματα του ξυπνήματος. Για όσους από μας έχουμε ζήσει την χρυσή δεκαετία της Ιαπωνικής μοτοσυκλέτας, 1985-1995, η σημερινή εικόνα των Ιαπώνων κατασκευαστών είναι από κάπως έως πολύ ξεθωριασμένη, ανάλογα με το πόσο ευγενικός θέλεις να είσαι στην κριτική σου. Τότε, τα όνειρα της κάθε Ιαπωνικής εταιρίας αλλά και ο μεταξύ τους ανταγωνισμός είχαν οδηγήσει σε έναν μοτοσυκλετιστικό οργασμό, με εκατοντάδες εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους μοντέλα, με μοτοσυκλέτες που θα μείνουν για πάντα στην ιστορία, από το πρώτο GSX-R 750 έως την ΝR750 και τόσες άλλες ακόμα. Τότε, όλες οι κατηγορίες είχαν μοτοσυκλέτες καταπληκτικές κι επιθυμητές, τέτοιες που ήσουν περήφανος που τις είχες και απολάμβανες να τις οδηγείς, από τα "ταπεινά" on-off 250 έως τις κορυφαίες superbike.

Αυτή η Ιαπωνική άνοιξη ήταν που ξύπνησε, παρέσυρε και οδήγησε στην πρόοδο και την άνοδο τους Ευρωπαίους κατασκευαστές. Αρκεί να σκεφτείτε που βρίσκονταν το ’85 με ’90 οι σημαντικότεροι Ευρωπαίοι, και πως εξελίχθηκαν από κει και πέρα, για να διαπιστώσετε πως δεν ήταν καθόλου τυχαίο το ξεκίνημα της ανόδου των Ευρωπαίων, μια πορεία που συνεχίστηκε με πρωτοπόρους την KTM, την BMW, την Ducati, την Triumph. Τόσο πολύ τους ξύπνησαν μάλιστα, που συνέχισαν την ανοδική τους πορεία κι όταν οι Ιάπωνες άρχισαν να λαγοκοιμούνται... Και φτάσαμε σ’ ένα σημείο, ειδικά τα τελευταία λίγα χρόνια, να απορούμε: Τι κάνουν οι Ιάπωνες; Τόσο μεγάλη κρίση; Τόση σημασία έχουν πια οι "αναπτυσσόμενες" αγορές, που ξεχάστηκε το τι σημαίνει μοτοσυκλέτα; Θα φτιάχνουν όλοι μοτοσυκλέτες μόνο για την Κίνα; Στέρεψαν από ιδέες; Ένας λόγος αυτής της υπνηλίας, είναι πως οι Ιάπωνες παρέσυραν μεν ο ένας τον άλλο στην άνοδο της Ιαπωνικής άνοιξης, αλλά αργότερα, αλληλοπαρασύρθηκαν σε μια κατάσταση χαύνωσης, αφήνοντας πολύ χώρο στους Ευρωπαίους, που άρχισαν να αλωνίζουν επικίνδυνα.

 

Ποιος να το έλεγε, πως θα ερχόταν η μέρα που μόνο δύο από τους τέσσερις Ιάπωνες θα είχαν superbike νεότερο της πενταετίας; Η Yamaha έχει νέο R1, σε τρεις μάλιστα εκδόσεις, η Kawasaki έχει κι αυτή νέα δαφνοστεφανωμένη πρωταθλήτρια ΖΧ-10R και... η Honda έχει πέντε χρόνια να δείξει νέο CBR-RR, ενώ η Suzuki έχει τον ίδιο κινητήρα από το 2007 και μόλις έδειξε ένα νέο GSX-R για το 2017!  Τα ίδια και χειρότερα γίνονταν και στις υπόλοιπες κατηγορίες. Φυσικά, οι εποχές που οι Ιάπωνες σχεδίαζαν κι έναν καινούργιο κινητήρα για κάθε νέο μοντέλο επί πολλά κάθε χρόνο, έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Η νέα στρατηγική είναι η δημιουργία οικογενειών μοντέλων με τον ίδιο κινητήρα και πλαίσιο, όπως έδειξαν το δρόμο η Honda με τα δικύλινδρα 500 και 750, και η Υamaha με τα τρικύλινδρα 700/900. Ακόμα και ο κινητήρας του νέου Africa Twin είναι προορισμένος να κινήσει και άλλες μοτοσυκλέτες, που δεν έχουμε καν υποψιαστεί ακόμα. Κι η περίπτωση του Africa είναι χαρακτηριστική, καθώς δείχνει πως μια εταιρία με ιστορία και νίκες στο Dakar σε συνδυασμό με εξαιρετικά επιτυχημένο μοντέλο on-off, το Africa 650/750, σταματά την παραγωγή του την στιγμή ακριβώς που παίρνουν οι Ευρωπαίοι την σκυτάλη – και δεν κοιτάνε πίσω. Πως, σπάω το κεφάλι μου, πως μια εταιρία σαν την Honda έκανε πάνω από 12 χρόνια να ανανεώσει το Africa, την στιγμή που οι Ευρωπαίοι έκαναν κατάληψη στην κατηγορία και καθορίζουν τις τύχες της μέχρι σήμερα; Το 2003 βγήκαν τα τελευταία Africa, το 2004 παρουσίασε η BMW το R1200GS κι από τότε οι Ιάπωνες δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα για να το εκθρονίσουν. Οι μόνες εναλλακτικές ήταν και πάλι Ευρωπαϊκές, από την ΚΤΜ κυρίως. Τελειώνει το 2015, κι ακόμα το νέο Africa δεν το έχουμε οδηγήσει, θα γίνει όμως κι αυτό!

 

Είναι τραγικό να βγαίνουν ο ένας μετά τον άλλο οι Ιάπωνες πρόεδροι και να παραδέχονται πως οι εταιρίες τους έχουν μείνει πίσω, πως έχουν κοιμηθεί, όπως έχουμε δει να γίνεται τα δύο τελευταία χρόνια. Με βάση αυτά που ξέρουμε για τους Ιάπωνες, θα περιμέναμε να τρέχουν τα αίματα στις σκάλες για καθυστέρηση λίγων ημερών, όχι πολλών ετών... Τι έγιναν οι φιλοσοφίες just in time; Κι όμως, όσο δύσκολο κι αν είναι να καλύψουν το χαμένο έδαφος, τώρα που το έβαλαν στόχο, θα το κάνουν, δεν υπάρχει αμφιβολία. Και πάλι όμως, έχουν κολλήματα που θα τους κρατήσουν πίσω, όπως θα διαβάσετε στο κομμάτι για το Tokyo Motor Show, κι ένα από αυτά είναι πως ο ένας περιμένει να δει τι θα κάνει ο άλλος, αντί να κυνηγά ανελέητα τα δικά του όνειρα, παρουσιάζοντας τις δικές του πρωτότυπες προτάσεις. Ακόμα κι αυτή η νέα μόδα που έχει χτυπήσει άπαντες, με τα scrambler και τα café racer, δεν είναι τίποτα άλλο από μια μίμηση των κατασκευών ιδιωτών, που τόσα χρόνια μετατρέπουν κυρίως παλιότερα μοντέλα σε απομιμήσεις ακόμα παλιότερων. Δείτε το σαν ένα μεταβατικό στάδιο, σαν ορεκτικό πριν το κυρίως πιάτο. Γιατί όταν ξυπνήσουν για τα καλά όλοι οι Ιάπωνες κι αρχίσει ο πραγματικός ανταγωνισμός μεταξύ τους, τότε τα πράγματα θα γίνουν πολύ πιο ενδιαφέροντα, κι ακόμα μια Χρυσή Δεκαετία μας περιμένει. Μόνο που τώρα είναι κι οι Ευρωπαίοι πολύ δυνατοί...   

editorial 521 - το τέλος της τέχνης;

Από το

Μαύρο Σκύλο

26/3/2013

Ή η αρχή μιας άλλης; Μιλάω για την τέχνη της οδήγησης της μοτοσυκλέτας, με την έννοια της συνολικής σχέσης του αναβάτη μαζί της, της ενασχόλησής του με την λειτουργία της και την συντήρησή της. Κάθε πρόοδος της τεχνολογίας φέρνει και αλλαγές σ' αυτή τη σχέση. Από το 1969 που η λέξη "ηλεκτρονική" εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε μοτοσυκλέτα, στο τρικύλινδρο δίχρονο Kawasaki Mach III 500, μπήκαν τα ηλεκτρονικά στην μοτοσυκλετιστική μας ζωή, ενώ σήμερα οι κορυφαίες μοτοσυκλέτες έχουν περισσότερα ηλεκτρονικά συστήματα από ποτέ, κι είμαστε μόνο στην αρχή της εξέλιξης των περισσότερων από αυτά. Και πιο πριν όμως, πριν το 1969, κάθε μικρή πρόοδος άλλαζε κάτι σημαντικό. Σκεφτείτε τους ταπεινούς διακόπτες των ρεζερβουάρ με τις τρεις υπό εξαφάνιση "λέξεις", ΟΝ-ΟFF-RES. Μέχρι να εμφανιστούν, έπρεπε να έχεις συνεχώς το νου σου πότε θα τελειώσει η βενζίνη, να σταματάς, να ανοίγεις την τάπα και να κουνάς τη μηχανή δεξιά αριστερά ώστε να κρίνεις με το μάτι (αν δεις το πλατσούρισμα) και το αφτί (το πως ακουγόταν το πλατσούρισμα) πόσο μακριά μπορείς να πας ακόμα. Με την εμφάνιση του ON-OFF-RES απλά άφηνες το αριστερό σου χέρι από το τιμόνι για να γυρίσεις ρεζέρβα, που από την εμπειρία σου ήξερες για πόσο σου φτάνει. Αργότερα, εμφανίστηκαν οι δείκτες στάθμης καυσίμου, με ένα πρόβλημα: Ήταν πολύ αναξιόπιστοι, καθώς κανένα ρεζερβουάρ μοτοσυκλέτας δεν έχει κανονικό σχήμα, κι έδειχναν γεμάτο-γεμάτο-γεμάτο για πολλά χιλιόμετρα, για να περάσουν όμως στο άδειο-άδειο- έμεινες βλάκα πολύ γρήγορα. Σήμερα έχουμε ψηφιακές μπαρίτσες που αναβοσβήνουν, μετρήσεις μέσης και στιγμιαίας κατανάλωσης, και το πιο χρήσιμο απ' όλα, χιλιόμετρα που σου απομένουν μέχρι να μείνεις.

Για να μην πούμε τι γνώσεις και ενασχόληση απαιτούσαν οι προπολεμικής τεχνολογίας μοτοσυκλέτες, με λεβιεδάκια για την προπορεία της ανάφλεξης, για τον αέρα, παλιότερα και χειροκίνητη λίπανση κινητήρα, ακόμα και φώτα που άναβαν με σπίρτο, ας πιάσουμε το θέμα από την έλευση της ηλεκτρονικής ανάφλεξης. Ξαφνικά, ο αναβάτης δεν χρειαζόταν να ασχοληθεί με το ιδανικό αβάνς για κάθε ταχύτητα κιβωτίου, άνοιγμα γκαζιού και κλίση του οδοστρώματος. Δεν χρειαζόταν καν να υπάρχει μηχανικό αβάνς. Δεν χρειαζόταν πια να ξέρει τι κάνουν οι πλατίνες, να τις καθαρίζει, να τις ρυθμίζει και να τις αλλάζει, να βάζει λάδι στο σφουγγαράκι τους, να βρίσκει πεταμένο στην άκρη του δρόμου χαρτονάκι από Άσσο σκέτο κασετίνα για να ρυθμίζει το διάκενό τους στα 0,4 mm περίπου, να βρίσκει ντουκόχαρτο για να τις πάρει λίγο όταν μπιμπικιάσουν, να ταιριάζει άλλο πυκνωτάκι γιατί σιγά μην παραγγείλει το δικό τους. Ό,τι βρεθεί. Το κεφάλαιο πλατίνες όμως είχε ξεκινήσει την πορεία του προς το τέλος. Η βασική διαφορά των ηλεκτρονικών από τις πλατίνες είναι πως ενώ για τις πλατίνες ο αναβάτης μπορούσε να κάνει κάτι (να τις ρυθμίσει ή να τις αλλάξει στο πλάι του δρόμου και να συνεχίσει, όταν χαλάσει όμως η ηλεκτρονική πρέπει να την πετάξεις και αγοράσεις μια άλλη (και οι πρώτες χαλούσαν, ειδικά οι aftermarket), που δεν έβρισκες πρόχειρη και σε κάθε χωριό της Ελλάδας. Πλατίνες όμως, είχες πολλές πιθανότητες να βρεις, αν δεν κουβαλούσες μαζί σου.

Ήρθαν και εποχές που ο αναβάτης δεν είχε να ρυθμίσει τίποτα. Ούτε αναρτήσεις, ούτε απόδοση κινητήρα, ούτε κάτι άλλο που να είχε σχέση με την συμπεριφορά και τις επιδόσεις της μοτοσυκλέτας. Έτσι είναι, κι ο καθένας ας την οδηγήσει όπως μπορεί. Φυσικά, πάντα κάποιοι μπορούσαν καλύτερα από τους άλλους. Σήμερα, με όλα τα ηλεκτρονικά συστήματα, υπάρχει άραγε εξίσωση των αναβατών, ή παραμένουν οι διαφορές μεταξύ τους; Μια απλουστευμένη λογική λέει πως από την στιγμή που τα ηλεκτρονικά αποφασίζουν τι θα συμβεί, η απόδοση των φρένων για παράδειγμα, θα είναι ίδια για όλους. Πατάς με όλη σου τη δύναμη, το ABS κάνει τη δουλειά του, οι ημιενεργητικές αναρτήσεις την δική τους, σταματάνε όλοι οι αναβάτες στις ίδιες αποστάσεις, αντίστοιχα γλιτώνουν όλοι το ίδιο ένα γλίστρημα χάρη στο traction control, κατεβάζουν όλοι όπως νά 'ναι ταχύτητες αφού έχουν μονόδρομο συμπλέκτη και auto blipper, και κάπως έτσι είναι εύκολο να πιστέψει κανείς πως πάει πια, δεν χρειάζεται να ξέρει κανείς να οδηγεί, τα συστήματα τα κάνουν όλα γι' αυτόν, άντε κι έγιναν όλοι ίδιοι. Μόνο που στην πραγματική ζωή δεν είναι καθόλου έτσι. Είναι αλήθεια πως τα ηλεκτρονικά συστήματα μπορούν να βοηθήσουν κάποιον αναβάτη, άπειρο ή έμπειρο αδιάφορο, να την γλιτώσει κάποια στιγμή. Ο λιγότερο ικανός όμως θα παραμείνει σ' αυτό το επίπεδο, ενώ ο καλύτερος αναβάτης θα αφιερώσει χρόνο και φαιά ουσία για να κατανοήσει πλήρως και εμπειρικά την λειτουργία του κάθε συστήματος. Μετά, έρχεται το επόμενο στάδιο, η πλήρης εκμετάλλευση των νέων δυνατοτήτων που προσφέρει το κάθε καλοσχεδιασμένο σύστημα. Βοηθούν τα ηλεκτρονικά στην εξέλιξη των αναβατών; Σίγουρα ναι. Κανείς αναβάτης δεν μπορούσε ποτέ να οδηγεί με μπλοκαρισμένους τους τροχούς. Το σύνηθες ήταν ένα ξαφνικό μπλοκάρισμα και εξίσου αστραπιαία, επώδυνη πτώση. Αυτό που αλλάζει είναι πως τώρα ο αναβάτης προειδοποιείται για το όριο της πρόσφυσης και του μπλοκαρίσματος, και ρυθμίζει το φρενάρισμά του ανάλογα, πετυχαίνοντας πολύ πιο εύκολα τη μέγιστη επιβράδυνση. Αυτό και μόνο απελευθερώνει ένα κομμάτι από την υπολογιστική ισχύ του εγκεφάλου του, που δεν χρειάζεται πια να ασχολείται με το συγκεκριμένο θέμα, τουλάχιστον όχι τόσο πολύ. Αν προσθέσει κανείς τις αντίστοιχες μειώσεις απαιτήσεων σε υπολογιστική ισχύ και στα θέματα της πρόσφυσης, της απόκρισης – απόδοσης του κινητήρα και της λειτουργίας των αναρτήσεων που άρχισαν πια να προσαρμόζονται στις συνθήκες της κάθε στιγμής, ο αναβάτης έχει πια το περιθώριο να ασχοληθεί την αξιοποίηση όλων αυτών, με τις γραμμές του, με τις εντολές του προς την μοτοσυκλέτα, έτσι όπως ποτέ πριν δεν μπορούσε να κάνει. Γι' αυτό κι ακόμα δεν μπορούμε να ξέρουμε σε ποιο οδηγικό επίπεδο μπορούν να μας φτάσουν. Ακόμα και οι αναβάτες – θεοί των MotoGP μπορεί να αναπολούν τις μέρες χωρίς ηλεκτρονικά "βοηθήματα", τουλάχιστον όσοι έμαθαν αρχικά να τρέχουν χωρίς αυτά, αλλά δεν θα μπορούσαν να πάνε το ίδιο γρήγορα χωρίς αυτά. Και πάλι, μιλάμε για τους καλύτερους του κόσμου, με τις καλύτερες μοτοσυκλέτες, που τρέχουν σε συγκεκριμένες συνθήκες μιας κλειστής πίστας. Στους δρόμους, είναι μια άλλη ιστορία. Για ρωτήστε τους, πόσοι από αυτούς τους υπερ-αναβάτες κυκλοφορούν με μοτοσυκλέτα στο δρόμο; Αν υπάρχει κάποιος, θα είναι η εξαίρεση.

Χρειάζεται να έχει κανείς πρότερη εμπειρία σε "αναλογικές" μοτοσυκλέτες, για να εκτιμήσει τις "ψηφιακές"; Όχι απαραίτητα. Μπορεί να είναι και καλύτερα να μην έχει. Είναι δύσκολο για τους περισσότερους να αποβάλλουν συνήθειες και προκαταλήψεις ετών. Το πραγματικό αποτέλεσμα θα το δούμε στους αναβάτες των επόμενων γενεών, που θα έχουν μάθει να βρίσκουν νέα όρια μόνο πάνω σε νέες μοτοσυκλέτες.

Ο τίτλος αυτού του editorial είναι παραπλανητικός. Η τέχνη δεν τελειώνει, εξελίσσεται. Το ίδιο και οι αναβάτες. Αυτό που αλλάζει μαζί με την τεχνολογία των μοτοσυκλετών είναι το είδος της εμπλοκής του αναβάτη, ποια πράγματα χρειάζεται να σκέφτεται, πότε και πόσο. Η ουσία όμως, παραμένει ίδια. Κατανόηση, εφαρμογή, εξέλιξη. Έτσι κι αλλιώς, η κίνηση μιας μοτοσυκλέτας και στους τρεις άξονες του χώρου (ταυτόχρονα!) και το πλήθος των ερεθισμάτων που δέχεται ο αναβάτης της, απαιτεί πολύ πιο ουσιαστική εμπλοκή απ' ότι ένα αυτοκίνητο. Επιβάλλεται άλλωστε, καθώς οι συνέπειες του κάθε λάθους μπορεί να είναι πολύ χειρότερες. Από τη μια, φοβάμαι πως οι οδηγοί των σύγχρονων αυτοκινήτων μπορεί να γίνονται καλοί χειριστές αλλά σπάνια πραγματικά καλοί οδηγοί, καθώς δεν αποκτούν εμπειρία για την δυναμική συμπεριφορά του αυτοκινήτου όταν πια οι νόμοι της φυσικής ορίζουν την πορεία του. Μερίδιο ευθύνης εδώ, ειδικά στα αυτοκίνητα, έχουν και οι πωλητές, όπως και πολλοί "δημοσιογράφοι", που επιμένουν "αυτό δεν κολλάει πουθενά, τα κάνει όλα μόνο του, πάντα θα σε σώζει". Μια ματιά στις μπαριέρες και τα χαντάκια του δρόμου πάει στο χιονοδρομικό του Παρνασσού, τις μέρες που ο δρόμος είναι χιονισμένος ή και παγωμένος, δίνει μια καλή άποψη: Ειδικά αυτά που υποτίθεται πως είναι άτρωτα, όπως οι μεγάλες ψηλές τζιπούρες, πάνε στου χαντάκ' χωρίς δεύτερη συζήτηση, αν ο οδηγός τους πιστέψει τους ισχυρισμούς πωλητών και εταιριών. Το ίδιο ισχύει και στις μοτοσυκλέτες. Τα συστήματα δεν είναι πανάκεια, απλά σου βγάζουν μερικές σκοτούρες απ' το κεφάλι σου, αφήνοντάς σε να ασχοληθείς με άλλα ζητήματα. Το γεγονός πως η οδήγηση μοτοσυκλέτας απαιτεί το 100% της προσοχής σου, δεν αλλάζει. Αποδεδειγμένα όμως, τα συστήματα αυτά μειώνουν τις συνέπειες μιας λάθος εκτίμησης και μας βοηθούν να πάμε πιο γρήγορα, με περισσότερη ασφάλεια.

Κάθε εξέλιξη φέρνει νέες απαιτήσεις. Όταν το φαίρινγκ της BMW R100RS και τα άλλα full fairing που ακολούθησαν έκαναν εφικτό το πολύωρο ταξίδι μεγάλων ταχυτήτων, έθεσε και μια σειρά νέων, αυξημένων απαιτήσεων σε λάστιχα, αναρτήσεις, φρένα, πλαίσια... Όσο ανέβαιναν οι ιπποδυνάμεις και οι ταχύτητες, ανέβαιναν κι ένα σκαλί οι απαιτήσεις, όχι μόνο για την υπόλοιπη μοτοσυκλέτα, αλλά και για τον αναβάτη της. Όταν δεν υπήρχαν ρυθμίσεις αναρτήσεων, δεν ασχολούνταν κανείς μαζί τους κι όλα καλά, πορευόσουν μ' αυτά που είχες. Βάλε όμως στην εξίσωση τις πλήρως ρυθμιζόμενες αναρτήσεις με hi-low speed συμπίεση, προφορτίσεις, επαναφορές, ύψος πίσω ανάρτησης, σκληρότητες ελατηρίων, ύψος στάθμης λαδιού και διαφορετικό ιξώδες, κι έχεις ένα λαμπρό νέο πεδίο γνώσης και πειραματισμών που οδηγεί και σε καλύτερη κατανόηση της συμπεριφοράς της μοτοσυκλέτας, και σε βελτίωση της συμπεριφοράς της, και σε πιο σκεπτόμενους αναβάτες, και σε πρόοδο των ίδιων των αναρτήσεων.

Φυσικά, το κάθε ηλεκτρονικό σύστημα που είναι προγραμματισμένο να λειτουργεί και να επεμβαίνει με ένα συγκεκριμένο τρόπο, έχει και ένα εγγενές και ουσιώδες μειονέκτημα: Είναι τόσο καλό (ή κακό) όσο του επιτρέπουν οι παράμετροι της λειτουργίας του. Μπορεί οι κατασκευαστές να λένε πως προγραμματίζουν τα συστήματά τους να αντιδρούν όπως θα ήθελε ένας έμπειρος αναβάτης, πιπιλίζοντας παράλληλα την καραμέλα της ασφάλειας, η πραγματικότητα όμως είναι πως στόχος των πωλήσεών τους δεν είναι το μικρό ποσοστό των πραγματικά καλών αναβατών, αλλά η μετριότητα της μάζας, που ελπίζουν να ψήσουν πως η υπερμοτοσυκλέτα τους δεν αποτελεί απειλή, αλλά ευεργέτημα. Πως θα τους ανεβάσει σε οδηγικές απολαύσεις παραδεισένιες, σε μέρη μακρινά κι ονειρεμένα, πως θα τους κάνει καλύτερους απ' ότι είναι. Μόνο που αυτό δεν γίνεται. Κανείς προγραμματιστής δεν μπορεί να προβλέψει τις καταστάσεις που θα προκύψουν στην πραγματική ζωή, το ίδιο όπως κανείς κατασκευαστής κράνους δεν μπορεί να προβλέψει όλους τους πιθανούς τρόπους και τόπους πρόσκρουσης του ξερού μας κεφαλιού που θα φοράει το κράνος. Η ασφάλεια όμως είναι το μεγάλο εμπόρευμα των ημερών μας, κι αυτό μας πουλάνε όλοι. Η αλήθεια είναι πως με ηλεκτρονικά ή χωρίς, η μοτοσυκλέτα παραμένει υπέροχα επικίνδυνη, και γι' αυτό την αγαπάμε. Φαίνεται πως μας χρειάζεται να νιώθουμε πως για μια ακόμη μέρα, για μια ακόμη βόλτα, τα καταφέραμε με την αξία μας απέναντι στους κινδύνους. Με βοηθήματα ή χωρίς. Κι αν μια μέρα βγει το απόλυτα ασφαλές μοντέλο που με τίποτα δεν θα σε αφήσει να κινδυνεύσεις, 1) Δεν θα είναι μοτοσυκλέτα, και 2) Δεν θα έχει ενδιαφέρον.