Editorial 558 - Καθένας με τις επιλογές του.

Από το

motomag

1/5/2016

Όταν βρίσκομαι με ανθρώπους που δεν έχουν σχέση με τον χώρο της μοτοσυκλέτας, και με ρωτάνε τι δουλειά κάνω, σχεδόν ντρέπομαι να πω δημοσιογράφος. Γιατί θα αρχίσουν οι ερωτήσεις, σε ποια εφημερίδα, σε ποιο κανάλι, μαζί με την πάντα παρούσα υπόνοια πως δημοσιογράφος = διαπλοκή. Ειδικός τύπος λέω, περιοδικό ΜΟΤΟ, καμία σχέση, εμείς με μοτοσυκλέτες ασχολούμαστε. Κι είμαστε περήφανοι γι’ αυτό. Είμαστε περήφανοι εδώ στο ΜΟΤΟ γιατί στα 30 χρόνια της ιστορίας μας κάνουμε την δουλειά μας με το κεφάλι ψηλά. Και δουλειά μας είναι να ενημερώνουμε τους αναγνώστες μας αμερόληπτα και χωρίς επιρροή από τις αντιπροσωπείες, άσχετα με το αν μας βάζουν διαφήμιση ή όχι. Η κάθε αντιπροσωπεία κάνει την δουλειά της όπως νομίζει, βάζει διαφήμιση ή δεν βάζει, δίνει μοτοσυκλέτες για τεστ ή δεν δίνει. Το ΜΟΤΟ έχει αποδείξει όλα αυτά τα χρόνια πως έχει ευθύνη απέναντι στους αναγνώστες του, άσχετα με την πολιτική της κάθε αντιπροσωπείας. Και τις μοτοσυκλέτες θα βρει να παρουσιάσει και να δοκιμάσει, και τα δελτία τύπου τους θα βάλει, χωρίς ποτέ να έχει εκβιάσει καταστάσεις με απειλές του τύπου "Δεν πρόκειται να δεις τις μοτοσυκλέτες σου αν δεν μας βάλεις διαφήμιση" ή, επειδή έχει ακουστεί κι αυτό από "δημοσιογράφους" του χώρου "Θα σας το θάψω το μηχανάκι". Το απίστευτο είναι πως κάποιοι... μασάνε μ’ αυτά. Και δίνουν χρήματα έναντι της σίγουρα ευνοϊκής κριτικής προς τις μοτοσυκλέτες τους. Αυτό κάπως λέγεται, έ; Φυσικά και δεν λειτουργούν όλοι με αυτόν τον τρόπο, ευτυχώς. 

Ας σημειωθεί πως είτε πρόκειται για στατική παρουσίαση μιας μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, είτε για οδηγική, είτε για αποστολή στο εξωτερικό, η κάθε αντιπροσωπεία επιλέγει ποιους θα καλέσει. Πολλές φορές έχει συμβεί να μην προσκληθεί το ΜΟΤΟ, κι αυτό το αναφέρω για να μην υπάρχει η εντύπωση πως το ΜΟΤΟ μονοπωλεί τις παρουσιάσεις. Η διαφορά ήθους και χαρακτήρα είναι στο μετά, στο πως θα καταφέρεις να πας στην επόμενη. Η δική μας μέθοδος πάντως, τα δικά μας επιχειρήματα, έχουν σχέση με την αξία της δουλειάς μας και μόνο, κι όχι με έμμεσους ή άμεσους εκβιασμούς ή απειλές. Και μην νομίζετε πως οι σχέσεις του ΜΟΤΟ με τις αντιπροσωπείες είναι πάντα μέλι – γάλα. Και τα γραφόμενά μας έχουν προσπαθήσει να επηρεάσουν, και να επιλέξουν ποιος συντάκτης θα γράψει για την μοτοσυκλέτα τους ή ποιος θα πάει στην αποστολή, και την διαφήμιση μας έχουν κόψει γιατί θεώρησαν πως δεν έπρεπε να γράψουμε τα αρνητικά της μοτοσυκλέτας τους, και τόσα άλλα. Όπως για παράδειγμα, να μας καλούν να πάρουμε μια μοτοσυκλέτα για τεστ, κι όταν φτάνουμε εκεί, να μας λένε "Τώρα δεν σας την δίνουμε!". Ή να ακούμε το απίστευτο "Σας χρειάζεται ένα καλό μάθημα!", επειδή επισημάναμε ατέλειες της μοτοσυκλέτας τους. Τα λύνουμε όμως αυτά τα θέματα, κάποια στιγμή.

 

Στην σημερινή εποχή που είναι και ψηφιακή και έντυπη, έχει εμφανιστεί και το εξής φαινόμενο: Οι δελτιοτυπάδες - αναμεταδότες. Είναι αυτοί που "γράφουν" σε site, χωρίς να κάνουν πρωτογενή δουλειά, χωρίς να ρισκάρουν τη ζωή τους, χωρίς να κοπιάζουν δοκιμάζοντας μοτοσυκλέτες, χωρίς να μετρούν, να δυναμομετρούν, να ξοδεύουν χρήματα. Η "δουλειά" τους περιορίζεται στην αναδημοσίευση δελτίων τύπου των εταιριών, στην συγγραφή "οδηγικών εντυπώσεων – δοκιμών γραφείου" ή στην υποκλοπή της δουλειάς άλλων. Ίσως να υπάρχουν και κοντόφθαλμες εταιρείες που θεωρούν πως αυτό είναι δημοσιογραφία, και πως με τους "δελτιοτυπάδες" κάνουν μια χαρά τη δουλειά τους. Τους δίνουν και μοτοσυκλέτες να οδηγήσουν, τους καλούν και σε παρουσιάσεις, τα κείμενά τους είναι πάντα του στυλ "Κορυφαίο το νέο φανταστικό μηχανάκι", κι όλα καλά. Είναι όμως έτσι; Τι αξιοπιστία μπορεί να έχει κάποιος που τα βρίσκει όλα τέλεια κι εξαρτά την επιβίωσή του μόνο από την διαφήμιση της αντιπροσωπείας; Το ΜΟΤΟ έχει το μεγάλο πλεονέκτημα πως οι αναγνώστες του πληρώνουν για να το αγοράσουν, δεν το βλέπουν τζάμπα στην οθόνη τους. Τα χρήματα των αναγνωστών του δίνουν την ανεξαρτησία που απαιτείται για να μπορεί να γράψει την αλήθεια. Και ναι, είναι γεγονός πως ούτε και το ΜΟΤΟ θα μπορούσε να επιβιώσει χωρίς διαφήμιση, αλλά δεν εξαρτάται μόνο από αυτή. Το γεγονός πως ο αναγνώστης του ΜΟΤΟ πληρώνει για να το διαβάζει, πολλαπλασιάζει την αξία του αναγνώστη: Είναι εκείνος που συνειδητά αξιολογεί και κρίνει πως η δουλειά μας αξίζει να αμειφθεί. Αυτό αντανακλάται και στην αξιοπιστία του περιοδικού, κλείνοντας τον κύκλο μιας υγιούς σχέσης. Οι αναγνώστες μας εμπιστεύονται και μας τιμούν με τα 5,9 ευρώ τους, εμείς τους το ανταποδίδουμε με γνώση, άποψη και εγκυρότητα. Άλλωστε, δεν μιλάμε για συνταγές μαγειρικής, μιλάμε για επιλογές που κοστίζουν τόσο σε χρήμα όσο και – μακριά από μας – σε αίμα. Η μοτοσυκλέτα δεν είναι αστεία υπόθεση.

 

Υπάρχει πρόσφατο ιντερνετικό παράδειγμα όπου όταν αντιπροσωπεία επεσήμανε την ανακρίβεια του δημοσιεύματος, ο αναμεταδότης του δελτίου τύπου δεν επανόρθωσε, αλλά απάντησε με κριτική για τις επιλογές της αντιπροσωπείας. Μέχρι εδώ μας ενδιαφέρει μόνο όσον αφορά τη δουλειά μας εδώ στο ΜΟΤΟ, γιατί το ΜΟΤΟ ήταν που η Kawasaki εμπιστεύθηκε για να δοκιμάσει το H2R, και δεν μπορούμε να δεχτούμε απαξίωση της δουλειάς μας. Τα εξηγώ εκτενέστερα σε κείμενό μου στο motomag.gr. Αυτό όμως που με απασχολεί εδώ είναι πως η επισήμανση της αντιπροσωπείας θεωρήθηκε από άλλους "επίθεση κατά δημοσιογράφου!" . Μόνο και μόνο η αντίληψη πως υπάρχει κάποιος, οποιοσδήποτε πάνω σ’ αυτό τον πλανήτη, που είναι υπεράνω κριτικής, είναι κάτι πέρα από την αντίληψή μου. Ίσως εμείς έχουμε συνηθίσει διαφορετικά, γιατί οι αναγνώστες μας είναι οι απόλυτοι κριτές και οι καλύτεροι βελτιωτές μας! Μας επισημαίνουν άμεσα τα όποια λάθη ή παραλείψεις μας, και στο κάτω – κάτω, αν θεωρήσει κανείς πως δεν αξίζουμε, δεν μας αγοράζει.

 

Την ανεξαρτησία μας και την αξιοπιστία μας την έχουμε διατηρήσει όλα αυτά τα χρόνια χάρη στους αναγνώστες μας. Και ξέρετε κάτι; Είναι ο μόνος τρόπος που γνωρίζουμε, και ο μόνος που θέλουμε να κάνουμε την δουλειά μας.

 

editorial 524 - Club 100

Από το

Μαύρο Σκύλο

3/7/2013

Δεν μπορώ να φανταστώ πως στα κολασμένα στροφιλίκια του Montenegro μια street θα μπορούσε να πάει το ίδιο γρήγορα και το ίδιο απολαυστικά με τις on-off του MEGA TEST. Στο editorial του προηγούμενου τεύχους έγραφα πως οι on-off είναι πια οι στάνταρ μοτοσυκλέτες, με τις υπόλοιπες κατηγορίες να είναι οι... εξειδικευμένες, όπως οι street. To ταξίδι μας στο Montenegro επιβεβαίωσε τους ισχυρισμούς μου. Στην πραγματική ζωή, η οδήγηση σε κάθε είδους δρόμο είναι απόλαυση με αυτές τις μοτοσυκλέτες που πρώτοι εμείς στο ΜΟΤΟ αποκαλέσαμε παντός δρόμου. Χωρίς αυτή η απόλαυση να σταματά εκεί που τελειώνει η άσφαλτος. Μερικοί μπορούν να θεωρήσουν από παράδοξη έως υπερβολική την χρήση μιας μοτοσυκλέτας με 1200 κυβικά και πάνω από 100 ίππους στο χώμα, αλλά δεν είναι. Το μόνο εμπόδιο είναι για τους περισσότερους το ποσό που απαιτείται για την αγορά της, και οι οδηγικές ικανότητες που θα πρέπει να διαθέτουν για να την πάνε όπως μπορεί να πάει. Στην πραγματικότητα, οι καλύτερες σημερινές παντός δρόμου είναι πιο ικανές στα χώματα από άλλες μικρότερες δικύλινδρες ή μονοκύλινδρες, ακόμα κι από κάποιες που έχουν τα μισά τους κυβικά και άλογα.

Αλλά τα χώματα είναι μόνο ένα μέρος των ταλέντων τους. Όπως φάνηκε στα πολλά βρεγμένα χιλιόμετρα που κάναμε, αν είσαι εξοπλισμένος με αδιάβροχα, μπότες και γάντια που δεν μπάζουν νερό, μπορείς να τις ευχαριστηθείς ακόμα κι εκεί, ευχαριστώντας την εξέλιξη των RAIN mode, των ABS και των traction control. [Παρένθεση περί αδιάβροχων: Αξιόπιστα αδιάβροχες μπότες βρίσκεις πια, με τα αδιάβροχα πάνω κάτω και τα γάντια τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Έχουμε δει φτηνά που δεν μπάζουν, στην αρχή τουλάχιστον, και ακριβά που είναι σφουγγάρια. Ίσως πρέπει να φτιάξουμε μια λίστα με τα αποδεδειγμένα αδιάβροχα αδιάβροχα.]

Κάπου εκεί μου καρφώθηκε και μια άλλη ερώτηση στο μυαλό, από αυτές που μου έρχονται κατά καιρούς για να βασανίζομαι εγώ και να βασανίζω και τους γύρω μου: Μπορεί μια μοτοσυκλέτα να είναι καλή αν δεν την ευχαριστιέσαι και κάτω από τα 100 km/h; Μπορείς να απολαμβάνεις οδήγηση με μέγιστη ταχύτητα τα 100; Μήπως στις σημερινές οικονομικές και κυκλοφοριακές συνθήκες τέτοιου είδους μοτοσυκλέτες είναι οι πιο χαβαλεδιάρικες ό,τι διαδρομή κι αν κάνεις; Σκέφτηκα τον Λύκο που μόλις τελείωσε την ανακατασκευή ενός XL185, που το 99% των χιλιομέτρων που θα κάνει θα είναι έως 100. Είμαι σίγουρος πως θα είναι ξετρελαμένος χωρίς ποσώς να τον απασχολεί που αυτό το μηχανάκι του δεν θα βλέπει πολύ πάνω από 100 συχνά, και που θα πάει 120 αν ο άνεμος είναι ούριος, ο δρόμος έντονα κατηφορικός και οι πλανήτες ευθυγραμμισμένοι καταλλήλως, με τις βαλβιδούλες του να χοροπηδάνε στην κεφαλή λίγο πριν πεταχτούν έξω και το πλαίσιο ένα τσικ πριν κοπεί, συνήθως στην αριστερή μεριά, κοντά στον άξονα του ψαλιδιού.

Το σκεφτόμουν επίσης οδηγώντας την τελευταία βδομάδα το Honda ΜSX125, με το τετρατάχυτο συμπλεκτάτο ψεκαστό παπίσιο μοτεράκι του και τα δωδεκάρια λαστιχάκια του. Σε κάθε φανάρι κάποιος θα μου μιλήσει, ρωτώντας γι' αυτό, όπου σταματήσω όλοι το χαζεύουν, προφανώς γιατί το θεωρούν χαριτωμένο, γιατί κάτι τους λέει χωρίς ίσως να ξέρουν ακριβώς γιατί. Κι αυτό πάει 100 στην ευθεία, παραπάνω στον κατήφορο. Μέχρι τα 100 όμως, τα έχεις κάνει όλα κι έχεις περάσει πολύ καλά, ακόμα και στην πιο συνηθισμένη, βαρετή συνήθως διαδρομή. Γιατί μου ανάβουν φωτιές τώρα; Αν είχα ένα δεκάρικο για κάθε έναν που με ρώτησε, θα είχα μαζέψει τα λεφτά για να το αγοράσω, ή μήπως να τα μαζέψω για να πάρω δεκατριάρι Husqvarna, με τις τιμές που έχουν; Θέλει κανείς το εντεκάρι μου;

Ποιό είναι το μυστικό του Club 100; Κοίτα να δεις, ρωτάω ποιό είναι το μυστικό χωρίς να έχω εξηγήσει τι είναι το Club 100. Για να συνεννοούμαστε, προτείνω να λέμε πως ανήκουν στο Club 100 όλοι εκείνοι οι αναβάτες και όλες οι μοτοσυκλέτες που την κύρια απόλαυση από την οδήγησή τους την βρίσκουν πριν τα 100. Δεν υπάρχει περιορισμός κυβικών, ας είναι και Goldwing 1800, αρκεί να σου δίνει χαρά όταν την οδηγείς και κάτω από 100. Εκεί μέσα στο Club 100 μπαίνουν από μοτοποδήλατα μέχρι MX, trial και enduro, αν και οι superbikes και τα supersport όχι, καθώς δεν μπορεί να ισχυριστεί κάποιος πως τα απολαμβάνει κυρίως πριν... φτάσει η πρώτη στον κόφτη. Στο Club 100 έτσι ανήκουν και τα classics, που κι αυτά τα απολαμβάνουμε με ταχύτητες καθημερινά εφικτές, κοινό χαρακτηριστικό των Club 100 μοτοσυκλετών. Όπως είπαμε και για τα χωματερά, που τα πάντα στον κόσμο τους συμβαίνουν κυρίως κάτω από τα 100, χωρίς αυτό να αφαιρεί ούτε στο ελάχιστο την γοητεία τους.

Το μυστικό λοιπόν του Club 100 είναι πως μπορείς να οδηγείς πραγματικά στο όριο, χωρίς να χρειάζεσαι ούτε πίστα, ούτε συγκεκριμένο είδος δρόμου, τίποτα το ειδικό. Κι όταν λέμε στο όριο, είναι από κάθε άποψη, στο όριο των δυνατοτήτων του αναβάτη ή της μοτοσυκλέτας: Στην ουσία, οι συγκινήσεις από την επαφή με αυτό το όριο δεν διαφέρουν από αυτές που ζει ο Rossi οδηγώντας στα MotoGP. Ακόμα κι ο ίδιος όμως ο Valentino, για να διασκεδάσει και να προπονηθεί και να ευχαριστηθεί οδήγηση όταν δεν καβαλάει την Μ1 του, κάνει γύρους σε πίστα dirt track με το Ouroboros που φτιάχνει ο πατέρας του ή παίζει με χωματερά μηχανάκια ή κοντράρεται με τους φίλους του πάνω σε φτιαγμένα τρίκυκλα Ape, άρα εκτός MotoGP, είναι κι εκείνος μέλος του Club 100, ακόμα κι αν δεν το ξέρει. Κάπως έτσι, διαπιστώνουμε πως στην κυριολεξία τους οι συγκινήσεις δεν εξαρτώνται από την απόλυτη ταχύτητα, παρά μόνο από την σχετική. Για να συγκινηθείς απαιτείται κίνηση, ελληνικά μιλάμε, ας καταλαβαίνουμε και τι σημαίνουν οι λέξεις. Γι' αυτό και υποστηρίζω πως για να ευχαριστηθείς την μοτοσυκλέτα, δεν απαιτείται ούτε η πιο γρήγορη, ούτε η πιο ακριβή, ούτε η πιο εξοπλισμένη, ούτε η πιο καινούργια. Το μόνο που χρειάζεται είναι να λειτουργεί, να την καβαλήσεις και να φύγεις.

Ίσως μερικούς να τους ξενίζει η ιδέα πως μπορεί να οδηγείς στο όριο ενώ πηγαίνεις σιγά. Κι εδώ μπαίνει η έννοια της απόλυτης και της σχετικής ταχύτητας. Όταν παλιότερα πηγαίναμε το ZX-12R τελικιασμένο στα 312, τότε βιώναμε την απόλυτη ταχύτητα μοτοσυκλέτας παραγωγής. Όταν σήμερα περνάμε ένα κακοτράχαλο μονοπάτι με 40, πάμε αργά; Σε απόλυτα νούμερα ναι, σε σχετική ταχύτητα όχι, αν είναι πολύ δύσκολο να περάσει κάποιος από το ίδιο μονοπάτι με 42. Άρα, μπορείς να οδηγείς οριακά με 40, ενώ αν ταξιδεύεις στον ανοιχτό δρόμο με 160 κινδυνεύεις να σε πάρει ο ύπνος.

Αν και δεν δεχόμαστε νταλίκες στο Club 100, απατάσθε αν πιστέψετε πως είναι αργές ή δεν οδηγούνται οριακά, έστω κι αν δεν το συνειδητοποιούμε εύκολα. Μια φορτωμένη νταλίκα που κινείται σταθερά με 100, μπορεί να βγάλει καλύτερη μέση ωριαία από μια παρέα γρήγορων που θα πηγαίνουν τέζα αλλά θα σταματάνε κάθε 50-60 χιλιόμετρα για ανεφοδιασμό, τσιγάρο και κουβεντούλα. Πόσες φορές δεν σας έχει τύχει να βλέπετε την νταλίκα που είχατε περάσει ώρα πριν, να σας προσπερνά όταν σταματήσετε στο βενζινάδικο; Βγάζει καλύτερη μέση ωριαία, τι να κάνουμε, κι όσο για την οριακή οδήγηση της νταλίκας, δεν την αντιλαμβανόμαστε όσο κινείται με σταθερή ταχύτητα, μόλις όμως συμβεί κάτι και πρέπει να φρενάρει ή να αλλάξει πορεία απότομα και αναλάβει πια η μάζα και η αδράνειά της τον λόγο, γίνεται χαμός.

Αν δεν απολαμβάνεις την οδήγηση πηγαίνοντας και χαλαρά, δεν είναι καλή η μοτοσυκλέτα. Σωστό ή λάθος; Ας το σκεφτούμε λίγο. Μου φαίνεται πως μια μοτοσυκλέτα που την απολαμβάνεις μόνο πηγαίνοντας γρήγορα, είναι χειρότερη από μια που την βρίσκεις μαζί της και στο χαλαρό και στο γρήγορο. Στην δεύτερη περίπτωση, χρειάζεται πολύ πιο ποιοτικές αναρτήσεις που να μπορούν να ανταποκριθούν το ίδιο καλά και σε χαμηλές και σε υψηλές ταχύτητες, κι αυτό είναι πιο δύσκολο και πιο ακριβό για να το πετύχει ένας κατασκευαστής μοτοσυκλετών. Απαιτείται επίσης πολύ μεγαλύτερη αρχική επένδυση στην σχεδίασή της, τόσο σε γνώση όσο και χρήμα, από το στάδιο της σχεδίασης ως τις δοκιμές εξέλιξης. Ζητήματα όπως η συγκέντρωση της μάζας κοντά στο κέντρο βάρους έχουν προκύψει και εξελιχθεί από αυτή ακριβώς την ανάγκη, της ομοιογενούς και προβλέψιμης συμπεριφοράς της μοτοσυκλέτας σε όλες τις συνθήκες. Πολλοί μπερδεύουν την έννοια "ευκολοδήγητο" πιστεύοντας πως λίγο πολύ σημαίνει "μειωμένων δυνατοτήτων". Το αντίθετο συμβαίνει. Ας πάρουμε για παράδειγμα τις αγαπημένες μας παντός δρόμου αυτού του τεύχους. Οι καλύτερες από αυτές χρειάστηκαν τουλάχιστον τρεις γενιές και δεκαετίες έρευνας, εξέλιξης και εμπειρίας για να φτάσουν τις σημερινές τους δυνατότητες, όπου φυσικά και είναι πιο ευκολοδήγητες από τις προγόνους τους ενώ ταυτόχρονα οι επιδόσεις τους είναι αναμφισβήτητα ανώτερες σε όλους τους τομείς. Και ειδικά για να γίνουν ικανές να μπουν και στο Club 100, να μπορούν δηλαδή να είναι απολαυστικές και όταν πηγαίνεις χαλαρά ή σε πολύ κλειστό στροφιλίκι, χρειάστηκε να βελτιωθεί τόσο η ομοιογένειά τους, όσο και κάθε υποσύστημά τους ξεχωριστά, μαζί με την αρμονική συνεργασία όλων των υποσυστημάτων. Νομίζετε πως είναι απλό να κάνεις ελαστικό έναν δικύλινδρο κινητήρα 1200 κυβικών και 130 ίππων, την στιγμή που μια γενιά πριν ένας παρόμοιος με 1000 κυβικά και 90 ίππους δεν ήταν; Καθόλου απλό. Αυτό φάνηκε άλλωστε γιατί ακόμα και μετά από τόσα χρόνια εμπειρίας με τους ψεκασμούς ακόμα βελτιώνονται αισθητά κάθε χρόνο, σε αντίθεση με την αντίληψη που υπήρχε όταν πρωτοεφαρμόστηκαν (ή καλύτερα, την ελπίδα) πως τώρα τέλειωσαν όλοι μας οι μπελάδες, οι τροφοδοσίες αναφλέξεις θα αυτορυθμίζονται και με το software θα κάνεις μια έτσι με το laptop σου και θα τα φτιάχνεις όλα. Δεν συνέβη κάτι τέτοιο.

Όπως δεν είναι και απλό να φτιάξεις έναν προοδευτικό, σταθερής απόδοσης συμπλέκτη, ένα καλοσχεδιασμένο κιβώτιο με τις κατάλληλες σχέσεις και σωστή αίσθηση κουμπώματος ταχύτητας στο λεβιέ, και τόσα άλλα. Αυτό που θέλω να πω είναι πως για να φτιαχτεί μια ικανή μοτοσυκλέτα, απολαυστική σε όλες τις συνθήκες, ρυθμούς και ταχύτητες, απαιτείται πολύ περισσότερος κόπος, χρόνος, γνώση και χρήμα απ' ότι για να φτιάξεις μια που αποδίδει καλά μόνο σε συγκεκριμένες συνθήκες. Πρέπει να είσαι πολύ καλός για να μπεις στο Club 100!

Mε μια πιο ευρεία ερμηνεία, οι μοτοσυκλέτες που αξίζουν να μπουν στο Club 100 είναι όσες απολαμβάνουμε καθημερινά, σε κάθε ρυθμό και σε κάθε δρόμο, ανεξάρτητα από κυβικά, τιμή και ηλικία. Ήδη το Club απέκτησε το δεύτερο μέλος του, τον Λύκο, που ενθουσιάστηκε με την ιδέα, μην αρχίσετε όμως να λέτε για καταστατικά και προεδρεία, δεν χρειάζεται να καταδικάσουμε το Club μόλις που γεννήθηκε, είπαμε, το Club 100 είναι μόνο ιδέα και άποψη, κι ας παραμείνει έτσι.