Editorial 558 - Καθένας με τις επιλογές του.

Από το

motomag

1/5/2016

Όταν βρίσκομαι με ανθρώπους που δεν έχουν σχέση με τον χώρο της μοτοσυκλέτας, και με ρωτάνε τι δουλειά κάνω, σχεδόν ντρέπομαι να πω δημοσιογράφος. Γιατί θα αρχίσουν οι ερωτήσεις, σε ποια εφημερίδα, σε ποιο κανάλι, μαζί με την πάντα παρούσα υπόνοια πως δημοσιογράφος = διαπλοκή. Ειδικός τύπος λέω, περιοδικό ΜΟΤΟ, καμία σχέση, εμείς με μοτοσυκλέτες ασχολούμαστε. Κι είμαστε περήφανοι γι’ αυτό. Είμαστε περήφανοι εδώ στο ΜΟΤΟ γιατί στα 30 χρόνια της ιστορίας μας κάνουμε την δουλειά μας με το κεφάλι ψηλά. Και δουλειά μας είναι να ενημερώνουμε τους αναγνώστες μας αμερόληπτα και χωρίς επιρροή από τις αντιπροσωπείες, άσχετα με το αν μας βάζουν διαφήμιση ή όχι. Η κάθε αντιπροσωπεία κάνει την δουλειά της όπως νομίζει, βάζει διαφήμιση ή δεν βάζει, δίνει μοτοσυκλέτες για τεστ ή δεν δίνει. Το ΜΟΤΟ έχει αποδείξει όλα αυτά τα χρόνια πως έχει ευθύνη απέναντι στους αναγνώστες του, άσχετα με την πολιτική της κάθε αντιπροσωπείας. Και τις μοτοσυκλέτες θα βρει να παρουσιάσει και να δοκιμάσει, και τα δελτία τύπου τους θα βάλει, χωρίς ποτέ να έχει εκβιάσει καταστάσεις με απειλές του τύπου "Δεν πρόκειται να δεις τις μοτοσυκλέτες σου αν δεν μας βάλεις διαφήμιση" ή, επειδή έχει ακουστεί κι αυτό από "δημοσιογράφους" του χώρου "Θα σας το θάψω το μηχανάκι". Το απίστευτο είναι πως κάποιοι... μασάνε μ’ αυτά. Και δίνουν χρήματα έναντι της σίγουρα ευνοϊκής κριτικής προς τις μοτοσυκλέτες τους. Αυτό κάπως λέγεται, έ; Φυσικά και δεν λειτουργούν όλοι με αυτόν τον τρόπο, ευτυχώς. 

Ας σημειωθεί πως είτε πρόκειται για στατική παρουσίαση μιας μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, είτε για οδηγική, είτε για αποστολή στο εξωτερικό, η κάθε αντιπροσωπεία επιλέγει ποιους θα καλέσει. Πολλές φορές έχει συμβεί να μην προσκληθεί το ΜΟΤΟ, κι αυτό το αναφέρω για να μην υπάρχει η εντύπωση πως το ΜΟΤΟ μονοπωλεί τις παρουσιάσεις. Η διαφορά ήθους και χαρακτήρα είναι στο μετά, στο πως θα καταφέρεις να πας στην επόμενη. Η δική μας μέθοδος πάντως, τα δικά μας επιχειρήματα, έχουν σχέση με την αξία της δουλειάς μας και μόνο, κι όχι με έμμεσους ή άμεσους εκβιασμούς ή απειλές. Και μην νομίζετε πως οι σχέσεις του ΜΟΤΟ με τις αντιπροσωπείες είναι πάντα μέλι – γάλα. Και τα γραφόμενά μας έχουν προσπαθήσει να επηρεάσουν, και να επιλέξουν ποιος συντάκτης θα γράψει για την μοτοσυκλέτα τους ή ποιος θα πάει στην αποστολή, και την διαφήμιση μας έχουν κόψει γιατί θεώρησαν πως δεν έπρεπε να γράψουμε τα αρνητικά της μοτοσυκλέτας τους, και τόσα άλλα. Όπως για παράδειγμα, να μας καλούν να πάρουμε μια μοτοσυκλέτα για τεστ, κι όταν φτάνουμε εκεί, να μας λένε "Τώρα δεν σας την δίνουμε!". Ή να ακούμε το απίστευτο "Σας χρειάζεται ένα καλό μάθημα!", επειδή επισημάναμε ατέλειες της μοτοσυκλέτας τους. Τα λύνουμε όμως αυτά τα θέματα, κάποια στιγμή.

 

Στην σημερινή εποχή που είναι και ψηφιακή και έντυπη, έχει εμφανιστεί και το εξής φαινόμενο: Οι δελτιοτυπάδες - αναμεταδότες. Είναι αυτοί που "γράφουν" σε site, χωρίς να κάνουν πρωτογενή δουλειά, χωρίς να ρισκάρουν τη ζωή τους, χωρίς να κοπιάζουν δοκιμάζοντας μοτοσυκλέτες, χωρίς να μετρούν, να δυναμομετρούν, να ξοδεύουν χρήματα. Η "δουλειά" τους περιορίζεται στην αναδημοσίευση δελτίων τύπου των εταιριών, στην συγγραφή "οδηγικών εντυπώσεων – δοκιμών γραφείου" ή στην υποκλοπή της δουλειάς άλλων. Ίσως να υπάρχουν και κοντόφθαλμες εταιρείες που θεωρούν πως αυτό είναι δημοσιογραφία, και πως με τους "δελτιοτυπάδες" κάνουν μια χαρά τη δουλειά τους. Τους δίνουν και μοτοσυκλέτες να οδηγήσουν, τους καλούν και σε παρουσιάσεις, τα κείμενά τους είναι πάντα του στυλ "Κορυφαίο το νέο φανταστικό μηχανάκι", κι όλα καλά. Είναι όμως έτσι; Τι αξιοπιστία μπορεί να έχει κάποιος που τα βρίσκει όλα τέλεια κι εξαρτά την επιβίωσή του μόνο από την διαφήμιση της αντιπροσωπείας; Το ΜΟΤΟ έχει το μεγάλο πλεονέκτημα πως οι αναγνώστες του πληρώνουν για να το αγοράσουν, δεν το βλέπουν τζάμπα στην οθόνη τους. Τα χρήματα των αναγνωστών του δίνουν την ανεξαρτησία που απαιτείται για να μπορεί να γράψει την αλήθεια. Και ναι, είναι γεγονός πως ούτε και το ΜΟΤΟ θα μπορούσε να επιβιώσει χωρίς διαφήμιση, αλλά δεν εξαρτάται μόνο από αυτή. Το γεγονός πως ο αναγνώστης του ΜΟΤΟ πληρώνει για να το διαβάζει, πολλαπλασιάζει την αξία του αναγνώστη: Είναι εκείνος που συνειδητά αξιολογεί και κρίνει πως η δουλειά μας αξίζει να αμειφθεί. Αυτό αντανακλάται και στην αξιοπιστία του περιοδικού, κλείνοντας τον κύκλο μιας υγιούς σχέσης. Οι αναγνώστες μας εμπιστεύονται και μας τιμούν με τα 5,9 ευρώ τους, εμείς τους το ανταποδίδουμε με γνώση, άποψη και εγκυρότητα. Άλλωστε, δεν μιλάμε για συνταγές μαγειρικής, μιλάμε για επιλογές που κοστίζουν τόσο σε χρήμα όσο και – μακριά από μας – σε αίμα. Η μοτοσυκλέτα δεν είναι αστεία υπόθεση.

 

Υπάρχει πρόσφατο ιντερνετικό παράδειγμα όπου όταν αντιπροσωπεία επεσήμανε την ανακρίβεια του δημοσιεύματος, ο αναμεταδότης του δελτίου τύπου δεν επανόρθωσε, αλλά απάντησε με κριτική για τις επιλογές της αντιπροσωπείας. Μέχρι εδώ μας ενδιαφέρει μόνο όσον αφορά τη δουλειά μας εδώ στο ΜΟΤΟ, γιατί το ΜΟΤΟ ήταν που η Kawasaki εμπιστεύθηκε για να δοκιμάσει το H2R, και δεν μπορούμε να δεχτούμε απαξίωση της δουλειάς μας. Τα εξηγώ εκτενέστερα σε κείμενό μου στο motomag.gr. Αυτό όμως που με απασχολεί εδώ είναι πως η επισήμανση της αντιπροσωπείας θεωρήθηκε από άλλους "επίθεση κατά δημοσιογράφου!" . Μόνο και μόνο η αντίληψη πως υπάρχει κάποιος, οποιοσδήποτε πάνω σ’ αυτό τον πλανήτη, που είναι υπεράνω κριτικής, είναι κάτι πέρα από την αντίληψή μου. Ίσως εμείς έχουμε συνηθίσει διαφορετικά, γιατί οι αναγνώστες μας είναι οι απόλυτοι κριτές και οι καλύτεροι βελτιωτές μας! Μας επισημαίνουν άμεσα τα όποια λάθη ή παραλείψεις μας, και στο κάτω – κάτω, αν θεωρήσει κανείς πως δεν αξίζουμε, δεν μας αγοράζει.

 

Την ανεξαρτησία μας και την αξιοπιστία μας την έχουμε διατηρήσει όλα αυτά τα χρόνια χάρη στους αναγνώστες μας. Και ξέρετε κάτι; Είναι ο μόνος τρόπος που γνωρίζουμε, και ο μόνος που θέλουμε να κάνουμε την δουλειά μας.

 

editorial 532 - χωρίς μοτοσυκλέτα

Από το

Μαύρο Σκύλο

7/3/2014

Πως λέμε "Χωρίς οικογένεια", του Έκτορος Μαλό; Τρεις βδομάδες τώρα χωρίς μοτοσυκλέτα, λόγω γόνατου, κι έχω πάθει στέρηση. Μου λείπει ακόμα κι η καθημερινή μετακίνηση σπίτι-γραφείο, που εξ ορισμού είναι ό,τι πιο επικίνδυνο, βαρετό και ανούσιο. Αναγκαστικά μετακινούμαι με αυτοκίνητο, το κάθισμα τέρμα πίσω τραβηγμένο, το πόδι κάγκελο τεντωμένο, κλέβω λίγο κιόλας και χαλαρώνω τον κάτω ιμάντα του νάρθηκα για να μπορεί να λυγίζει λίγο το πόδι και να δουλεύω γκάζι-φρένο.

Καθώς με το αυτοκίνητο περνάω περισσότερο χρόνο ακίνητος, μπορώ να παρατηρώ ακόμα καλύτερα όσα συμβαίνουν γύρω μου στους δρόμους, κι απορώ ακόμα περισσότερο: Πως καταφέρνουμε κι επιβιώνουμε; Όσοι κινούμαστε με μοτοσυκλέτα αποδεικνύουμε πως όντως, γίνονται θαύματα. Μ' αυτά που βλέπεις στους δρόμους θα πίστευες πως μέσα σε μια βδομάδα δεν θα υπήρχε όρθιος μοτοσυκλετιστής ούτε για δείγμα. Κι όμως, φαίνεται πως είμαστε σαν τις κατσαρίδες, δεν εξηγείται αλλιώς.

Κινούμαι σε δρόμο διπλής κυκλοφορίας, χωρίς νησίδα, και μπροστά μου ακόμη ένας με μια "κούρσα" έχει βγάλει φλας για να στρίψει αριστερά στην ίδια κάθετο που θέλω να στρίψω κι εγώ. Η είσοδος όμως της καθέτου είναι μισόκλειστη από έργα του ΟΤΕ, έχουν σκάψει κι έχουν βάλει τα πάντα: Πλέγματα πορτοκαλιά στηριγμένα σε μπετόβεργες (all time safety classic η μπετόβεργα), σήματα "υποχρεωτική πορεία δεξιά", κορδέλες ασπροκόκκινες και φαναράκι που αναβοσβήνει. Τι άλλο να βάλουν; Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει όποιος ήθελε να μπει στην κάθετο ήταν να πάρει λίγο πιο ανοιχτά την στροφή, αποφεύγοντας το εμπόδιο. Και τι κάνει ο τύπος; Το προφανές. Παίρνει φόρα και πέφτει πάνω σε όλα αυτά, σαν να μην υπήρχαν. Περνώντας δίπλα του, είδα την φάτσα του πανικόβλητη, έκπληκτη, λες και πλέγματα και ταμπέλες και φαναράκια πετάχτηκαν ξαφνικά μπροστά του. Ήθελα να σταματήσω και να τον βρίσω, να του πω πως είναι ηλίθιος και επικίνδυνος. Και γιατί; Γιατί φαντάστηκα πως θα μπορούσα κάλλιστα να οδηγώ μοτοσυκλέτα, και να τον συναντήσω στον δρόμο μου, και να πέσει πάνω μου έτσι όπως έπεσε και στην σήμανση των έργων. Είμαι σίγουρος πως θα είχε την ίδια δικαιολογία: Δεν σε είδα, δεν τα είδα.

Αυτό τώρα, είναι ένα πρόβλημα. Αλλά δεν είναι δικαιολογία. Το "δεν σε είδα" να το καταλάβω αν πρόκειται για τυφλό, και γνήσιο μάλιστα, όχι μαϊμού. Ελπίζω όμως πως οι τυφλοί δεν οδηγούν, ακόμα και στην Ελλάδα. Άνθρωπος που έχει τα ματάκια του και βλέπει, άνθρωπος που οδηγεί, δεν δικαιούται να πει δεν είδα. Δεν είδες, γιατί δεν κοίταγες, βλάκα. Κι ας φαίνεται πως είχες ανοιχτά τα μάτια σου, δεν έχεις όμως την εγκεφαλική χωρητικότητα που απαιτείται για να αναγνωρίζεις τι βλέπεις. Κι αν εσύ πιστεύεις στην μετεμψύχωση, εγώ λέω να απολαύσω ακόμα για πολύ αυτή την ζωή πριν πάω για την επόμενη. Δεν μιλάω μόνο για τον κύριο με την κούρσα εναντίον έργων, μιλάω και για την κοπελιά που είχε καρφωμένο το βλέμμα της στο υπερπέραν κι ερχόταν καταπάνω μου κοιτώντας με αλλά χωρίς να με βλέπει, κι έχω φάει φρίκη, ένα Jimny οδηγώ, μπορεί κι ανεβαίνει πεζοδρόμια, αλλά το άτιμο δεν πηδάει στο πλάι σαν γατί περνώντας πάνω από παρκαρισμένα για να βρεθώ στο πεζοδρόμιο και να γλιτώσω, να βάλω όπισθεν το σκέφτηκα αλλά είχα άλλον πίσω μου, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να βυθίσω το κουμπί της κόρνας βαθιά μέσα στο τιμόνι και να εισπνεύσω δυνατά μέσα από τα σφιγμένα δόντια μου (αυτό πάντα βοηθάει) περιμένοντας το μπαμ. Η σκηνή αυτή είχε γυριστεί φαίνεται σε super hi definition, γιατί παρακολούθησα τα μάτια της να εστιάζουν αργά, κι εξίσου αργά να στρίβει το τιμόνι, λες και το αυτοκίνητό της μέσα ήταν γεμάτο διαφανή μαρμελάδα και δυσκολευόταν. Πέρασε χιλιοστά δίπλα μου, ατάραχη όμως, κι εξακολουθώντας να μιλάει στο κινητό.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να κάνω μια διακοπή για να παρακαλέσω τις αυτοκινητοβιομηχανίες να εγκαταστήσουν, και ως πρώτη τοποθέτηση και ως ρετροφίτ, το εξής σύστημα: Μόλις το αυτοκίνητο ανιχνεύσει χρήση κινητού, να ανοίγει αυτόματα το παράθυρο του οδηγού. Επόμενή μου παράκληση είναι να γίνει μια μικρή αλλαγή στον ΚΟΚ, που θα λέει το εξής: "Πας νοήμων μοτοσυκλετιστής δικαιούται άνευ ποινής να αρπάξει το κινητό ή το μπλουτούθ ή το χαντσφρή και να το σφεντονίσει όσο πιο μακριά μπορεί, κατά προτίμηση σε σημείο που θα το πατήσουν αμέσως τα άλλα αυτοκίνητα". To ζητάω αυτό γιατί πολλές φορές έχω την επιθυμία να το κάνω, αλλά με εμποδίζουν τα κλειστά παράθυρα. Πιστεύω πως είναι ένα μέτρο που θα σώσει πολλές ζωές. Εναλλακτικά, για να μην αφήνουν οι μοτοσυκλετιστές το δεξί τους χέρι από το τιμόνι, θα συμβιβαζόμουν με μια συσκευή που με το πάτημα ενός κουμπιού θα ανατίναζε όλα τα κινητά σε απόσταση πέντε μέτρων. Μια απλή συσκευή ηλεκτρομαγνητικού παλμού δηλαδή, κατάλληλα ρυθμισμένη για να μην καταστρέφει τα ηλεκτρονικά της ίδιας της μοτοσυκλέτας (που κατά προτίμηση θα πρέπει να είναι με καρμπυρατέρ και πλατίνες, χωρίς ηλεκτρονική, για να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο), αλλά που θα μπλοκάρει τόσο το κινητό όσο και τα ηλεκτρικά του αυτοκινήτου.

Μετά από λίγες μέρες πίσω από στρογγυλό τιμόνι, άρχισα να κατανοώ και γιατί οι οδηγοί των αυτοκινήτων είναι όλοι έτοιμοι να σφάξουν τους άλλους οδηγούς. Φαινομενικά τα πράγματα είναι ήρεμα, κι όταν είσαι με μοτοσυκλέτα και δεν μένεις πολύ ανάμεσά τους αλλά κινείσαι συνεχώς, δεν μπορείς εύκολα να καταλάβεις πως αρκεί η παραμικρή αφορμή για να ξεσπάσει τρίτος παγκόσμιος πόλεμος. Όταν όμως αναγκαστείς να ζήσεις εγκλωβισμένος ανάμεσά τους, σιγά-σιγά η υποβόσκουσα αυτή οργή μπαίνει και στο δικό σου αυτοκίνητο από το ανοιχτό παράθυρο (ακόμα και το χειμώνα, εκτός εθνικής οδού, οδηγώ με ανοιχτό παράθυρο) και σε ποτίζει χωρίς να το καταλάβεις. Είναι φαίνεται τόσο αφύσικη η όλη φάση, σειρές ολόκληρες από ακινητοποιημένα αυτοκίνητα, άνθρωποι που περνούν έτσι ώρες ολόκληρες καθημερινά, που το μόνο που σκέφτεσαι είναι όχι πως θα γλιτώσεις, αλλά πως θα ξεσπάσεις στον πρώτο που θα κάνει το λάθος. Πρόκειται για μια κλασική εφαρμογή του πειράματος Καλχούν: Όταν τα ποντίκια είναι λίγα μέσα στο κουτί ανέχονται το ένα το άλλο. Όταν γίνουν πολλά, γίνονται και κανίβαλοι και τρώνε το ένα το άλλο για να επέλθει μια ισορροπία. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τους οδηγούς αυτοκινήτων στους δρόμους. Είναι πολλοί, το κουτί είναι μικρό, τρώνε ο ένας τον άλλο. Άρχισα κι εγώ να επηρεάζομαι.

Στην φάση που για 500 μέτρα στενού δρόμου είχα μπροστά μου έναν κυριούλη που πήγαινε με πρώτη αργή-σκορτσάροντας-πατώντας φρένο-ανάβοντας δεξί φλας-όχι, όχι, αριστερό φλας τώρα-μπα, βάλε αλάρμ-σβήσε αλάρμ-κάνοντας πως θα χωθεί δεξιά-αλλά όχι, ίσως αριστερά-κι όλα αυτά τόσο αααργά που η βελόνα του κοντέρ ούτε που κουνιόταν, θυμήθηκα μια παλιά μου κατά φαντασίαν εφεύρεση: Το όπλο Ε.Ε.. Όπου Ε.Ε. σημαίνει Εξαΰλωσις-Εξαφάνισις, και όχι Ευρωπαϊκή Ένωση. Σημαδεύεις νοητά όποιον σε φρικάρει στο δρόμο και... ΠΑΦ! εξαφανίζεται από μπροστά σου. Ιδανικά, το όπλο Ε.Ε. είναι ρυθμισμένο για να τον στείλει, μαζί με το αυτοκίνητό του, σε μέρος χωρίς δρόμους, μακριά από πολιτισμό, όπως για παράδειγμα στα βάθη της ζούγκλας του Αμαζονίου, ή σε κάποιο ακατοίκητο ερημονήσι του Ειρηνικού Ωκεανού. Στην αρχή, όταν το είχα πρωτοεφεύρει, το είχα ρυθμισμένο απλώς να εξαφανίζει, όμως οι διαμαρτυρίες ανθρωπιστικών οργανώσεων με έκαναν να το μετατρέψω. Δουλεύει και για μοτοσυκλέτες, ειδικά για όσους καταφέρνουν να καθυστερούν πίσω τους αυτοκίνητα, μέσα στην πόλη, και όσους βγαίνουν μπροστά στα φανάρια, χωρίς να τα βλέπουν και όταν ανάψει πράσινο, κάθονται μέχρι να τους κορνάρουν τουλάχιστον 50 αυτοκίνητα για να ξεκινήσουν.

Όσο περνούν οι μέρες κι οδηγώ ακόμα αυτοκίνητο, η κατάστασή μου σοβαρεύει. Αρχίζω να ζηλεύω ακόμα και αυτούς που κυκλοφορούν μέσα στην Αθήνα με τριβάλιτσα Adventure, φορώντας καπελάκι και ξεκινούν από το φανάρι με τα πόδια κάτω για τουλάχιστον εκατό μέτρα, μέχρι να αισθανθούν σίγουροι για την ισορροπία τους και να τα βάλουν στα μαρσπιέ.

Ναι, τόσο χαμηλά έχω πέσει. Γλυκοκοιτάζω ακόμα και κάτι μεγκασκούτερ μπαουλοντίβανα που χρειάζονται χάιγουέι στις ερημιές της Νεβάδα για να χωρέσουν, κάτι παπιά ρημάδια που αλλού κοιτάει ο μπροστινός τους τροχός κι αλλού ο πίσω, μέχρι κι ένα Μεζέ 250 που άφηνε απ' την εξάτμισή του μια παχιά γραμμή αδιάλυτου καπνού, ξέρετε, εκείνα που στο ρελαντί βλέπεις θολό τον κινητήρα απ' τους κραδασμούς. Νόμιζα πως είχαν εξαφανιστεί, αλλά ήμουν κοντά στον Περισσό, οπότε η εμφάνισή του μπορεί να δικαιολογείται κι έτσι. Όχι πως δεν τα αγαπώ, είχα κι εγώ τέτοιο κάποτε, κι ας είχε προσπαθήσει δύο φορές να με δολοφονήσει, μία που κόλλησε τέρμα το γκάζι στην εθνική και μία που πήγε να πάρει φωτιά. Η σχέση μας δεν κράτησε πολύ.

Τώρα που δεν μπορώ να καβαλήσω, περνούν μπροστά από τα μάτια μου όλα τα μηχανάκια που είχα, κι όσα θα ήθελα να έχω, μια παρέλαση που μπορεί να με κρατήσει απασχολημένο για πολλή ώρα, ειδικά αν σκεφτώ και όσα είχα κάνει με αυτά που είχα και όσα θα ήθελα να κάνω με αυτά που δεν είχα. Ζω τέτοια στέρηση, που αν μου έλεγαν πως μπορείς να καβαλήσεις, αλλά μόνο ΑΥΤΟ (κάτι που κανονικά δεν θα ήθελα να βρεθώ πάνω του ούτε ταριχευμένος), θα χοροπηδούσα απ' τη χαρά μου. Το GS μου έχει μαραζώσει, το Χάσκυ μου με κοιτάει παραπονεμένο, αλλά το γόνατο είναι αυτό που θα πει πότε θα μπορέσω να ξανακαβαλήσω.

Κι όσο το σκέφτομαι, τόσο καταλήγω πως σε κάτι τέτοιες φάσεις στέρησης καταλαβαίνεις πόσο αγαπάς τις μοτοσυκλέτες, όταν πάψεις να έχεις ιδανικές καταστάσεις στο μυαλό σου και διαπιστώνεις πως θα ήσουν ευχαριστημένος με λιγότερα, έως ελάχιστα. Κι όταν οι προδιαγραφές σου φτάσουν στο σημείο "κινητήρα και ρόδες να έχει, και μια χαρά θα περάσουμε", τότε πρέπει να είναι το αντίστοιχο του "ζω στην έρημο και τρέφομαι με ακρίδες και μέλι, αλλά βρήκα τη φώτιση" ή του "μετά από δέκα χρόνια απομόνωσης σε σπηλιά του Θιβέτ ζω μόνο με δροσερό αεράκι κι αγαπάω όλο τον κόσμο". Μ' αυτά που γράφω, σ' αυτό το σημείο μου ήρθε μια εικόνα με τον Βούδα να διαλογίζεται κάτω από έναν φίκο, αλλά όταν κοίταξα πίσω από τον φίκο, είδα έναν τροχό να ξεπροβάλλει, με τρακτερωτό λάστιχο και ψηλό φτερό από πάνω του: Κι ο Βούδας εντούρο ονειρεύονταν.