Editorial 570 - Επιτέλους, έκθεση!

Από το

motomag

1/5/2017

Μας είχε λείψει.  Έκθεση μοτοσυκλέτας είχε να γίνει από το 2008, καθόλου τυχαία. Τους λόγους τους νιώθουμε ακόμα όλοι, και δεν ξέρουμε για πόσο. Όμως, η έκθεση μοτοσυκλέτας του 2017 μας γέμισε αισιοδοξία με την επιτυχία της. Ο χώρος εξαιρετικός για το μέγεθος της έκθεσης, τα περίπτερα των εκθετών κι αυτά άψογα και τα περισσότερα καλύτερα απ’ ότι θα περίμενε κανείς τέτοιους καιρούς, δίνοντας έναν Ευρωπαϊκό αέρα. Το σημαντικότερο όμως ήσασταν όλοι εσείς που ήρθατε, και όχι μόνο γιατί ήσασταν πολλοί. Πριν ακόμα ανοίξουν για το κοινό οι πόρτες, απέξω υπήρχε ουρά, κατάσταση που συνεχίστηκε όλες τις μέρες της λειτουργίας της. Το Σαββατοκύριακο, η ουρά στην είσοδο ήταν πολλές φορές μεγάλη, αλλά πολύ τακτική – λες και περίμεναν τίποτα Σουηδοί απέξω για να μπουν. Το πάθος όμως ξεχείλιζε και δεν ήταν καθόλου Σουηδικό, αλλά πολύ πολύ Ελληνικό!  Όλοι μας διψούσαμε για κάτι τέτοιο, όλοι περιμέναμε να δούμε από κοντά μαζεμένα όλα τα νέα μοντέλα του ’17, να βρεθούμε μεταξύ μας, ν’ ανέβουμε πάνω τους για να κάνουμε βρουμ-βρουμ, ν’ αφήσουμε την φαντασία μας ελεύθερη, να ενημερωθούμε, να χορτάσουμε μοτοσυκλέτα. Φυσικά και το ΜΟΤΟ ήταν εκεί, έχοντας αναλάβει και τα test ride της έκθεσης, ούτε δυό βδομάδες πριν το μεγάλο TEST RIDE EVENT του ΜΟΤΟ στα Μέγαρα, στις 6 και 7 Μαΐου.

 

Σημαντικό ήταν το γεγονός της σύστασης Κλάδου Εισαγωγέων Δικύκλου στον ΣΕΑΑ, τον Σύνδεσμο Εισαγωγέων Αντιπροσώπων Αυτοκινήτου, που έγινε τον Απρίλιο, και που έπαιξε καθοριστικό ρόλο και στην απόφαση διοργάνωσης της έκθεσης. Η επωνυμία του συνδέσμου θα αλλάξει κι αυτή σε “Σύνδεσμος Εισαγωγέων Αντιπροσώπων Αυτοκινήτων και Δικύκλων”, σηματοδοτώντας μια νέα εποχή για την μοτοσυκλέτα στην Ελλάδα. Μπορεί κάποιοι να θεωρούν αυτονόητο πως μέχρι τώρα οι αντιπρόσωποι των εταιριών μοτοσυκλέτα κάθονταν σε ένα τραπέζι και “τα έβρισκαν”, εργαζόμενοι για το κοινό καλό, αλλά δεν συνέβαινε καθόλου κάτι τέτοιο. Με πρώτο δείγμα την έκθεση του 2017, μια διοργάνωση που ανέλαβε η Albatross Event Organizing του Κώστα Λαμάρη,  ο Κλάδος Εισαγωγέων Δικύκλου ξεκινά καλά κι έχει μεγάλο έργο μπροστά του. Πρώτος πρόεδρος του ΚΕΔ ανέλαβε ο Σωτήρης Χατζίκος, Διευθύνων Σύμβουλος της Μοτοδυναμική ΑΕΕ,

αντιπρόεδρος ο Άκης Στυλιανίδης, Γενικός Διευθυντής της ΤΕΟΜΟΤΟ ΑΕ, γενικός γραμματέας ο Φώτης Δράκος, Διευθύνων Σύμβουλος της Piaggio Ελλάς ΑΕ και αναπληρωματικό μέλος ο Σόλων Κοντός, Chief Sales Officer της KTM South East Europe ΑΕ. Μαθαίνουμε πως μια από τις πρώτες επιδιώξεις του ΚΕΔ θα είναι και η δυνατότητα για τους κατόχους διπλώματος αυτοκινήτου να οδηγούν μοτοσυκλέτα ως 125cc. Τους ευχόμαστε κάθε επιτυχία.

 

Με την μνήμη των περισσότερων να φτάνει μέχρι το “είχε πολλά χρόνια να γίνει έκθεση”, φαίνεται πως χρειάζεται να την φρεσκάρουμε λίγο, για να θυμόμαστε την ιστορία των εκθέσεων μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα. Υπό την αιγίδα του ΣΕΑΑ είχαν διοργανωθεί εκθέσεις από το 2003 ως το 2008, με την εξαίρεση του 2005. Η δειλή αρχή όμως είχε γίνει στο 6ο Σαλόνι Αυτοκινήτου το 1988, από λίγες εταιρίες (Aprilia, Ducati, Cagiva, Benelli, MZ, Simson, Tomos και… Bimota), με το ΜΟΤΟ να έχει κι αυτό ένα μικρό περίπτερο. Την επόμενη χρονιά όμως, το 1989, το Σαλόνι Αυτοκινήτου αναβλήθηκε, και χωρίς καθόλου ώριμη σκέψη ή οικονομικό πλάνο, δανειζόμενοι τέσσερις φορές παραπάνω χρήματα από αυτά που είχαμε, με χρονικό περιθώριο λιγότερο από τρεις μήνες, αποφασίσαμε να διοργανώσουμε το 1ο Show Μοτοσυκλέτας στον ΟΛΠ του Πειραιά, χωρίς να έχουμε ιδέα πως γίνεται κάτι τέτοιο. Μέχρι τότε, εκτός από την συμμετοχή των εταιριών που αναφέραμε στο Σαλόνι Αυτοκινήτου, και παρουσιάσεις των μοντέλων της που οργάνωνε η Yamaha στο Ζάππειο, έκθεση μοτοσυκλέτας δεν είχε διοργανωθεί στην Ελλάδα. Το 1ο Show Μοτοσυκλέτας του ΜΟΤΟ είχε διάρκεια εννέα ημέρες και το επισκέφθηκαν πάνω από 45.000 θεατές που είδαν όλα τα νέα μοντέλα του 1989. Τα αστέρια της έκθεσης τότε ήταν το Honda VFR750R RC30 και το Suzuki GSX-R 1100 Slingshot! Όπως γράφαμε τότε, μπορεί να μην ήταν Μιλάνο ή Κολωνία, αλλά δεν ήταν και Τίρανα ή Λάγκος. Μέχρι και δώρο είχε, με τον τυχερό επισκέπτη να κερδίζει ένα Honda MVX250, εκείνο το ασσύμετρο υγρόψυκτο τρικύλινδρο. Όλοι οι φορείς του χώρου εκπροσωπούνταν, από τις λέσχες και τα επαγγελματικά σωματεία ως την… τροχαία και τις πολιτικές νεολαίες! Το βασικό ήταν ότι περάσαμε όλοι καλά, δεν καταστραφήκαμε οικονομικά, κι έτσι επιβιώσαμε και μπορέσαμε να κάνουμε και το 2ο Show Μοτοσυκλέτας την επόμενη χρονιά, το 1990, σαφώς αναβαθμισμένο. Ακόμα καλύτερο ήταν το 3ο Show Mοτοσυκλέτας το 1991, μια κορυφαία σφαιρική εκδήλωση για την μοτοσυκλέτα. Φτάσαμε αισίως μέχρι το 5ο Show, το 1993, αλλά το έκτο δεν έγινε ποτέ. Με την φράση “Κάθε αγορά μοτοσυκλέτας έχει την προβολή που της ταιριάζει”, μιλούσαμε τότε για τα αίτια. Φανταστείτε πως τότε υπήρχαν εταιρίες μοτοσυκλέτας με εντελώς δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία, με στελέχη που δεν επισκέπτονταν καν την έκθεση για να δουν το περίπτερο της εταιρίας τους… Το παλέψαμε, αλλά ο συνδυασμός της ποιότητας που θέλαμε εμείς, και με 40% μικρότερο κόστος για τις εταιρίες, συνάντησε αρνητική αντιμετώπιση, κι ένα κεφάλαιο της ιστορίας του ΜΟΤΟ και της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, έκλεισε.

 

Μετά το 1ου Show Moτοσυκλέτας το 1989, θεωρούσαμε ως μεγαλύτερη επιτυχία (προφανώς μετά το ότι δεν χρεοκοπήσαμε…) ότι η μοτοσυκλέτα πέρασε στην επικαιρότητα και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, αποδεικνύοντας πως “ο κόσμος της μοτοσυκλέτας αποτελεί μια ζωντανή πραγματικότητα που εκφράζεται από δεκάδες χιλιάδες πιστούς φίλους, με οργανωμένους φορείς, με ένα τεράστιο εμπορικό κύκλωμα.” To ίδιο ισχύει και σήμερα, και η ελπίδα είναι πως η Έκθεση Μοτοσυκλέτας του 2017 θα σηματοδοτήσει ένα καλύτερο αύριο για όλους, και για την μοτοσυκλέτα στην Ελλάδα.    

 

ΛΕΖ.

Τεύχος 40, τον Απρίλιο του 1989, με το ρεπορτάζ από το 1ο Show Μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα

editorial 526 - Ο ταξιδιώτης και άλλες ιστορίες

Από το

Μαύρο Σκύλο

2/9/2013

Τον βλέπω σταθερά τα τελευταία καλοκαίρια. Έχει ένα από τα πρώτα Transalp, ασημί με ταμπούρο, πρέπει να φτάνει την εικοσπενταετία γεμάτη πια (το Transalp, ο ιδιοκτήτης είναι μεγαλύτερος). Το χρώμα της μάνας του, μοναδική διακόσμηση δεκάδες αυτοκόλλητα από διάφορες χώρες του κόσμου. Θυμίζει αυτές τις προπολεμικές βαλίτσες που είχαν κολλημένα πάνω τους σήματα θερέτρων και ξενοδοχείων, πιστοποίηση της οικονομικής άνεσης του ταξιδεμένου ιδιοκτήτη τους. Μόνο που εδώ μιλάμε για το ακριβώς αντίθετο. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος φαίνεται πως ταξιδεύει πολύ, με τα ελάχιστα δυνατά έξοδα. Ουδεμία υποψία ασορτί τριβάλιτσου και ηλεκτρονικών βοηθημάτων, εργαλεία που πολλοί θεωρούν πια απαραίτητα για ταξίδι. Τα πράγματα δεμένα με χταπόδια το ένα πάνω από το άλλο, η σκηνή, το στρωματάκι, το sleeping bag. ειδικά η σκηνή του θα πρέπει να αποτελέσει έκθεμα σε ταξιδιωτικό μουσείο. Μιλάμε για ένα σκηνάκι που είναι τόσο μικρό, ώστε είσαι σίγουρος όταν το δεις πως ο ένοικός του αποκλείεται να κοιμάται ποτέ με τα πόδια τεντωμένα, αφού έτσι κι αλλιώς δεν χωράει μέσα σε άλλη στάση εκτός από την εμβρυακή. Το μέγεθός του είναι ένα θέμα, το άλλο είναι η κατάστασή του. Φτιαγμένο από το σύνηθες ασημί απ' έξω, μπλε σκούρο από μέσα πανί, έχει φτάσει πια σε μια κατάσταση φθοράς που είναι πιο πολύ μπλε απ' έξω παρά ασημί. Οι μπανέλες του ίσα που το στηρίζουν όρθιο, το πανί ίσα που στέκει και δεν διαλύεται σε μικρά-μικρά κομματάκια για να το πάρει ο αέρας. Έχω δει τέτοια σκηνάκια να τα πουλάνε 9,9 ευρώ καινούρια, κι όχι σε προσφορά. Κι όμως, δεν το αλλάζει με τίποτα. Για περίπτωση βροχής, κουβαλάει μαζί του ένα νάιλον, που το ρίχνει από πάνω και το καλύπτει ολόκληρο, ενώ περισσεύει και γύρω-γύρω πάνω από μέτρο. Μιλάμε για ένα στάδιο πριν την ασφυξία. Αλλά πόσο συχνά βρέχει το καλοκαίρι;

Πέρα από το κράνος, και ο μοτοσυκλετιστικός εξοπλισμός λάμπει δια της απουσίας του. Μινιμαλισμός κι εκεί. Το θέμα είναι όμως πως ο άνθρωπος ταξιδεύει, σε άσφαλτο και χώμα, και ταξιδεύει πολύ, σε αντίθεση με όσους εγκλωβίζονται σε απαιτητικά στερεότυπα και καταλήγουν να μην κάνουν τίποτα. Όσοι θεωρούν πως χρειάζονται απαραιτήτως μοτοσυκλέτα των 20.000 ευρώ για να ταξιδέψουν, καταλήγουν να χάνουν το ίδιο το ταξίδι. Με 20.000 ευρώ ο συγκεκριμένος ταξιδιώτης θα έκανε δύο φορές το γύρο του κόσμου.

Ο "πού είμαι ρε γαμώτο;": Βρισκόμουν σε ένα απομονωμένο ορεινό χωριό, απ' αυτά που το κοντινότερο βενζινάδικο είναι στα 50 χιλιόμετρα, αλλά που τώρα πια οι δύο από τις τρεις οδικές προσβάσεις του είναι ασφαλτοστρωμένες. Ακούω τετρακύλινδρο μοτέρ να πλησιάζει, με τον αναβάτη του να το φορτώνει το στροφόμετρο. Φτάνει στο χωριό, σταματάει χωρίς να κατέβει και χωρίς να βγάλει κράνος, ρίχνει μια ματιά δεξιά-αριστερά, κάνει επί τόπου στροφή και φεύγει προς την κατεύθυνση που ήρθε. Μυστήριο. Αν είχε ξεχάσει κάτι στο σπίτι, κι ήταν κάτοικος Αθηνών, ήθελε χίλια χιλιόμετρα μπρος πίσω για να πάει να το πάρει. Μερικοί όμως αφορμή για να κάνουν χιλιόμετρα ψάχνουν. Μπορεί όμως να αντιλήφθηκε, λίγο αργά είναι η αλήθεια, πως είχε φτάσει σε λάθος χωριό για το ραντεβού του. Tip: Φίλε, μην εμπιστεύεσαι το GPS, ειδικά αν έχει αυτόματη διόρθωση, κι αντί να πας στο Με-λιγαλά σε στέλνει στο Μέ-τσοβο. Επίσης, παίζει κι εκείνη να σε έστησε, και να μην είχε ποτέ σκοπό να σε συναντήσει.

Ο φιλομαθής με τον φραπέ στο χέρι: "Ρε συ, πες μου τώρα που σε βρήκα, εσύ που ξέρεις. Το Horex το καινούργιο είναι καλό;" Τι να σου πω ρε συ, δεν βλέπω πολλά να κυκλοφορούν, αν το πάρεις όμως, ευχαρίστως να το οδηγήσουμε.

Άλλος, σε διαδικασία επίλυσης μυστηριωδών συμπτωμάτων: "Έχει ένα πρόβλημα η μοτοσυκλέτα μου. Ξεκινάω, και μόλις βάζω τρίτη-τετάρτη ο κινητήρας σβήνει. Ευτυχώς ήταν κατηφόρα ως το σπίτι κι έβαλα την ουδέτερη, ξέρεις, την NATURAL, και τσούλησα μέχρι εκεί. Ο μάστορας μου είπε πως φταίει η εξάτμιση, που δεν είναι της μάνας του, και μου έχει παραγγείλει μια καινούργια. Πιστεύεις πως θα λυθεί το πρόβλημα;" Του μάστορα σίγουρα, της μοτοσυκλέτας, χλωμό το βλέπω.

Οι ασορτί: Ίδια κράνη, ίδια ρούχα με την συνεπιβάτιδα, και να σωστά μαντέψατε, Γερμανική μοτοσυκλέτα οδηγούσε, απ' αυτές με τα Βαυαρικά και κατόπιν υιοθετημένα Ελληνικά χρώματα στο σηματάκι τους. Οι βαλίτσες της μαμάς του, η οδήγηση δική του. Με αυτοκίνητο ήμουν, σε δρόμο με κίνηση, και μέσα σε μια ώρα τον πέρασα – με πέρασε τρεις φορές. Μα τι κάνουν; Συχνουρία έχουν; Ποιό είναι το νόημα να οδηγείς μοτοσυκλέτα αν σε ένα δρόμο με κίνηση πηγαίνεις τελικά πιο αργά από τα αυτοκίνητα; Tip: Yπάρχουν και αυτοκίνητα με το ίδιο σηματάκι.

Οι κλαμπάτοι: Για άλλη μια φορά επιβεβαιώθηκε φέτος το καλοκαίρι η υποψία μου πως μόλις η παρέα μεγαλώσει πάνω από τις δύο-τρεις μοτοσυκλέτες, η μέση ωριαία τους πέφτει δραματικά. Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν οι μοτοσυκλέτες είναι όλες ίδια μοντέλα, οπότε για κάποιο μυστηριώδη λόγο ο αριθμός των στάσεων αυξάνεται εκθετικά, και η άφιξη στον όποιο προορισμό γίνεται όνειρο όλο και πιο μακρινό. Επιπλέον, κάθε κατηγορία μοτοσυκλετών φαίνεται πως προτιμά διαφορετικά σημεία για στάση. Οι παρέες με αναβάτες μεγάλων on-off σταματούν μόνο εκεί που υπάρχει φαγητό, και έχω την υποψία πως μερικές τέτοιες παρέες σταματούν σε ΟΛΑ τα σημεία όπου υπάρχει φαγητό. Με το δεδομένο πως κατά κανόνα το φαγητό στους κεντρικούς οδικούς άξονες είναι για πέταμα, είναι να απορείς τι είδους γαστριμαργικό τουρισμό κάνουν οι άνθρωποι. Βεβαίως, έτσι σου λύνεται η απορία γιατί από μακριά το Varadero το 1000 φαινόταν σαν 125.

Ούτε οι σφήκες: "Σταμάτησα να φάω δυο σουβλάκια ρε παιδί μου, ε, αν έρχεσαι για Ήπειρο από Αθήνα μέσω της παλιάς εθνικής, Θήβα, Λειβαδιά, Μπράλο, Δομοκό, με 640 Adventure, σε πιάνει μια πείνα. Κάπου μετά την Καλαμπάκα, παραγγέλνω δυο σουβλάκια, τρώω το ένα γιατί πείναγα πολύ, κι όπως κοίταζα το άλλο, έρχονται κάτι σφήκες, το μυρίζουν... και φεύγουν." Προφανώς ο φίλος που μου διηγήθηκε την ιστορία την παρεξήγησε την φάση, και δεν κατάλαβε πως μ' αυτό τον τρόπο οι Έλληνες επιχειρηματίες στο χώρο της εστίασης βοηθούν αποτελεσματικά στη διατήρηση της σιλουέτας των ταξιδιωτών. Το σκεπτικό είναι απλό: Δεν θα φας πολύ, αφού δεν τρώγονται. Κι αν φας έστω και λίγο, δεν θα θέλεις να ξαναδείς κρέας για κανένα μήνα. Αποτοξίνωση. Tip: Μπορείτε να κουβαλάτε μια σφήκα μαζί σας, για να δοκιμάζει το φαγητό των εστιατορίων της εθνικής πριν το ακουμπήσετε.

Τα χαρμάνια: Για κάποιον περίεργο λόγο, οι αναβάτες των superbike καπνίζουν περισσότερο. Μπορεί να υπάρχει μια μυστηριώδης σύνδεση με τις συχνότητες των κραδασμών δεύτερης τάξης των τετρακύλινδρων και τις εκκρίσεις αδρεναλίνης, που κάνει επιτακτική την ανάγκη για νικοτίνη στα πιο άσχετα σημεία. Τους έχω δει σταματημένους σε ΛΕΑ πλάτους 40 πόντων με τις νταλίκες να περνάνε στον πόντο από τα κλιπόν τους, να τραβάνε παράλληλη τζούρα από το τσιγάρο τους και το φουγάρο του φορτηγού. Επίσης, πρέπει να κατέχουν το ανεπίσημο ρεκόρ για το πιο γρήγορο άναμμα τσιγάρου από την στιγμή που το σταντ θα ακουμπήσει στην άσφαλτο. Υπάρχει λόγος όμως γι' αυτό: Πρέπει να δείξουν στο φίλο τους, που θα σταματήσει ένα λεπτό μετά, πως τον περιμένουν πολλή ώρα. Σ' αυτό βοηθούν και μερικές γόπες που μπορείς να έχεις φυλαγμένες σε αλουμινόχαρτο, και τις πετάς κάτω μόλις σταματήσεις: "Που είσαι ρε σαύρα, μισό πακέτο έχω κάνει..."

Το μυστήριο των διοδίων: Βλέπω μοτοσυκλέτες σταματημένες μετά τα διόδια, και απορώ. Την ημέρα, κάθονται μέσα στον ήλιο, εκεί ακριβώς που αυτοκίνητα και νταλίκες επιταχύνουν και το καυσαέριο πάει σύννεφο. Η ζέστη μπορεί να είναι αφόρητη, τα ρούχα τους κατά κανόνα μαύρα, αλλά αυτοί εκεί, κάνουν στάση ή περιμένουν τους φίλους τους. Τη νύχτα, σταματούν καμιά εκατοστή μέτρα μακριά, εκεί που το ημίφως αρχίζει να γίνεται σκοτάδι και τα νυσταγμένα και βαριά φώτα του νταλικιέρη δεν θα είναι αρκετά για να τους δει. Απ' την άλλη, αν θες να σταματήσεις κάπου και ΔΕΝ θέλεις να πας σε βενζινάδικο ή εστιατόριο, οι επιλογές σου περιορίζονται πολύ. Τα πάρκινγκ των ακριβοπληρωμένων μας "εθνικών οδών" βρωμάνε και ζέχνουν, που να τα επισκεφθείς και νύχτα; Για προορισμούς γράφουν όλα τα ταξιδιωτικά, μήπως ήρθε η ώρα να φτιάξουμε μια λίστα με τα "Φιλικά στο μοτοσυκλετιστή σημεία στάσης";

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας: Στο ΗΙGH TEST του 1998, όταν με ... οn-off είχαμε πάει κοντά στις ψηλότερες κορυφές της Ελλάδας, ανεβήκαμε όσο μπορούσαμε και στον Σμόλικα, το δεύτερο ψηλότερο βουνό. Είχαμε 12 on-off και μέσα σε πέντε μέρες επισκεφθήκαμε πέντε βουνά πάνω από τα 2000 μέτρα. Πλάκα είχε. Περιττό να σας πω πως τα μηχανάκια είχαν πέσει όλα, όπως και οι μισοί τουλάχιστον αναβάτες. Στον Σμόλικα έπεσε το τελευταίο που είχε μείνει αλώβητο, σε μια ανηφόρα που σηματοδότησε και το τέλος της ανάβασής μας στο βουνό. Όχι πως είχαμε πει πως θα την ανέβουμε, ήταν τόσο μεγάλη η κλίση και τόσο ανώμαλο το έδαφος που δεν είχε νόημα με αυτά τα μηχανάκια. Από τότε όμως, αν και ήξερα πως από πάνω υπάρχει μια στάνη και ξεκινά το μονοπάτι για την Δρακόλιμνη, μου είχε μείνει η απορία: Που τελειώνει ο δρόμος; Πόσο πάει ακόμα; Ευκαιρία να το ανακαλύψω, αφού πέρναγα από την περιοχή. Ο δρόμος είναι πολύ όμορφος, ξεκινά από το χωριό Πάδες κι ανηφορίζει στον Σμόλικα, περνά από ξέφωτα όπου περιμένεις να δεις νεράιδες κι από σκοτεινά δάση όπου μόνο τρολ μπορούν να ζουν, νερά τρέχουν παντού. Μας κάνουν εντύπωση τα πολλά σπασμένα δέντρα. Φτάνουμε και στην επίμαχη ανηφόρα, εκεί είναι ακόμα, μόνο που ο δρόμος την παρακάμπτει πια: Συνεχίζει δεξιά, μια αριστερή φουρκέτα, μια δεξιά και στα πενήντα μέτρα από την κορυφή της περιβόητης ανηφόρας, σταματάει σε μια στάνη. Αυτό ήταν λοιπόν. Αν τότε είχαμε παιδευτεί, είχαμε τραβήξει κι είχαμε σπρώξει για να ανεβάσουμε ένα τουλάχιστον μηχανάκι επάνω, θα έκανε άλλα πενήντα μέτρα πριν σταματήσει! Υψόμετρο εκεί; 1940 μέτρα, δυο ευγενικά παλικάρια στη στάνη, η μάνα τους και η γιαγιά τους: "Λύσσαξαν τα σκυλιά ψες βράδυ γιε μου, αρκούδα δεν ήταν, δεν κάνουν έτσι άμα ειν' αρκούδα, λύκος ήταν αλλά τίποτα δεν έκανε".

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας επιτέλους έχει λυθεί, τώρα μένει άλλο: Ανεβαίνει μηχανάκι στην Δρακόλιμνη από κει;