Editorial 589 - Αυτά δεν γίνονται!

x
Από το

motomag

1/12/2018

Κάθε τόσο, σκαλίζοντας σε βιβλιοθήκες, πέφτω πάνω σε ιστορίες απίθανων ανθρώπων που με τις μοτοσυκλέτες τους έκαναν εξίσου απίθανα πράγματα, κυρίως για έναν λόγο: Δεν ήξεραν ότι “αυτά δεν γίνονται”. Ακόμα κι αν τους το είχε πει κάποιος, δεν τον άκουσαν, και καλά έκαναν.

Δύο Ούγγροι, ο Zoltan Sulkowsky και ο Gyula Bartha, γεννημένοι στις αρχές του εικοστού αιώνα, αντιμετώπιζαν ένα αβέβαιο μέλλον στην Ουγγαρία του 1927. Με τις συνθήκες των Βερσαλλιών και του Τριανόν η Αυστροουγγρική αυτοκρατορία είχε διαλυθεί, και οι δύο νέοι σκέφτηκαν πως το να ταξιδέψουν ήταν η καλύτερη λύση απέναντι στην επαγγελματική αβεβαιότητα. Μαζεύουν όλες τους τις οικονομίες, μορφωμένα παιδιά ήταν του Πανεπιστημίου αλλά και με στρατιωτική εκπαίδευση, και πάνε στο Παρίσι το 1928, όπου αποφασίζουν να αγοράσουν μια Harley Davidson J του 1922 με καλάθι. Κανείς τους δεν ήξερε να οδηγεί, αλλά έμαθαν γρήγορα, και ξεκίνησαν το ταξίδι τους με την φίλη τους Tila Boriska στο καλάθι. Η Tila, που την φώναζαν Mimmy, ήταν μια αθλητική νεαρή ζωγράφος, κάπως αγοροκόριτσο. Δεν γνωρίζουμε ποια ακριβώς ήταν η σχέση ανάμεσα στους τρεις τους, αλλά η κοινή τους πορεία κράτησε μόνο έξι μήνες, καθώς η Tila αρρώστησε και επέστρεψε στην Ευρώπη. Οι άλλοι δύο θα συνέχιζαν για οκτώ χρόνια, διανύοντας 175.000 χιλιόμετρα σε 68 χώρες, από το 1928 ως το 1936. Οι οικονομίες τους δεν έφταναν για να πληρώσουν το Harley, κατάφεραν όμως να κάνουν μια συμφωνία να το πληρώσουν… όταν γυρίσουν! Σίγουρα ο πωλητής δεν θα περίμενε πως θα έπαιρνε τα χρήματά του μετά από… οχτώ χρόνια. Κι όμως, οι δύο Ούγγροι έβγαζαν χρήματα κατά την διάρκεια του ταξιδιού, αρχικά τραβώντας φωτογραφίες και καρτ ποστάλ, κατόπιν με ομιλίες και άρθρα για τον τύπο. Σιγά σιγά η φήμη τους άρχισε να προηγείται της εμφάνισής τους, και σε κάθε χώρα κατάφερναν να γνωρίζουν όχι μόνο τους Ούγγρους εμιγκρέδες, αλλά και πολιτικούς, επιχειρηματίες και προέδρους. Συνάντησαν τον πρόεδρο Hoover στις ΗΠΑ, τον πρωθυπουργό Hamaguchi στην Ιαπωνία, τον στρατηγό Chiang Kai-Shek στην Ινδοκίνα, τον Benito Mussolini στην Ιταλία, τον Charlie Chaplin, τον Bela Lugosi και την  Greta Garbo στο Hollywood και πολλούς ακόμα. Δέχτηκαν πολλές δωρεές μέσα σ’ αυτά τα οκτώ χρόνια, και μάλιστα τα οικονομικά τους πήγαιναν τόσο καλά που έστελναν χρήματα στις οικογένειές τους και μετά την επιστροφή τους, ο Sulkowsky προφανώς επηρρεασμένος από το Hollywood άνοιξε δύο κινηματογραφικά studio (πτώχευσαν και τα δύο), ενώ ο Bartha έγινε αγρότης και τα πήγε πολύ καλύτερα.

Το να βρίσκουν βενζίνη ήταν ένα θέμα σοβαρό, αφού σε πολλές από τις χώρες και τις περιοχές που κινήθηκαν δεν υπήρχαν ούτε δρόμοι. Αναφέρουν πως το Harley έκαιγε κάπου 8 λίτρα στα εκατό, όχι κι άσχημα για το φορτίο που κουβαλούσε. Ενώ η μοτοσυκλέτα είχε ξεκινήσει γυμνή, στην πορεία απέκτησε φαίρινγκ και κουβάλαγε τα πάντα, από εργαλεία και λάστιχα ως φωτογραφικές μηχανές και τα παρελκόμενά τους. Αναγκάστηκαν πολλές φορές να λύσουν το sidecar για να περάσουν από στενά περάσματα, και μετά να το ξαναδένουν. Ο Bartha ήταν ο μηχανικός, κι αυτός φρόντιζε για την υγεία του Harley. Στην Αυστραλία, ένα γρανάζι στο μανιατό έσπασε, κι έμειναν τρεις μέρες στην έρημο. Λίγο πριν πεθάνουν από την δίψα, τους βρήκαν και τους μετέφεραν στην κοντινότερη πόλη, 200 χιλιόμετρα μακριά. Μέσα σε έξι μέρες, είχαν καταφέρει να βρουν το ανταλλακτικό. Σε άλλη έρημο, τους επιτέθηκαν Βεδουίνοι πυροβολώντας τους, αλλά το Harley ήταν αρκετά γρήγορο ώστε να καταφέρουν να ξεφύγουν. Όχι πως οι ίδιοι δεν είχαν όπλα μαζί, απλά δεν πρόλαβαν να τα χρησιμοποιήσουν. Και η νοοτροπία του τότε, απείχε πολύ από την δική μας. Οι δύο φίλοι ήταν αυτό που οι Εγγλέζοι ονόμαζαν sportsmen, πυροβολούσαν δηλαδή ό,τι κινείται. Στην νοτιοανατολική Ασία σκότωσαν πάνθηρες και μια τίγρη της Σουμάτρας, στην Νότια Αμερική, έλεγαν πως είχε πλάκα να πυροβολούν τους κόνδορες, ευτυχώς χωρίς επιτυχία. Οι περιπέτειές τους δεν είχαν τελειωμό. Στην Αλγερία συνάντησαν την Λεγεώνα των Ξένων, κι ανάμεσα στους στρατιώτες της που τους σταμάτησαν ήταν κι ο Bela Kiss, πατριώτης τους, ο πρώτος κατά συρροή δολοφόνος της Ουγγαρίας, που προτίμησε τις “διακοπές” στην έρημο από την εκτέλεση.

Στην Ινδία, μεγάλες οι αντιθέσεις, από την φιλοξενία μαχαραγιάδων μέχρι τις επιδημίες χολέρας και την έλλειψη πόσιμου νερού. Στην Κίνα πέρασαν τέσσερις μήνες, στην Ιαπωνία τρεις, με μυστικούς αστυνομικούς να τους ακολουθούν σε κάθε τους βήμα. Στην Νότια Αμερική πέρασαν δύο χρόνια, με το Harley να μην μπορεί να βγάλει τις απότομες ανηφόρες στα μεγάλα υψόμετρα, οπότε χρειαζόταν να το τραβάνε με άλογα.  Στην Βόρεια Αμερική ταξίδεψαν άλλα δύο – μέχρι και στον υπόκοσμο του Σικάγου ανακατεύτηκαν. Οι περιγραφές τους όμως από χώρες που σήμερα δεν υπάρχουν, ή που άλλαξαν για πάντα μετά τους τόσους πολέμους, δείχνουν πως η επιρροή του δυτικού κόσμου ελάχιστο καλό έκανε στην Ανατολή, ή και στην ίδια τη Δύση. Τα έθνη που δεν τα είχε αγγίξει ο δυτικός πολιτισμός είχαν τον δικό τους, και μια χαρά τα κατάφερναν. Διαβάζοντας τις περιγραφές τους, μπορεί να σκεφτεί κανείς πως δεν είμαστε τόσο πολιτισμένοι τελικά όσο θέλουμε να νομίζουμε.

 Κάθε σύγκριση με ένα αντίστοιχο σημερινό ταξίδι είναι μάταιη. Στην εποχή της πληροφορίας, των GPS και του internet, όποιος σκέφτεται ένα μεγάλο ταξίδι θέλει συνήθως να έχει από πριν μια πλήρη εικόνα του τι θα συναντήσει, θέλει να έχει ένα καθορισμένο δρομολόγιο. Μερικοί φτάνουν στο σημείο να θέλουν να ξέρουν που θα κοιμηθούν κάθε βράδυ. Οι δύο Ούγγροι ξεκίνησαν χωρίς εξοπλισμό, χωρίς γνώσεις για την μοτοσυκλέτα, χωρίς σαφές πρόγραμμα. Κατάφεραν να κάνουν ένα επικό ταξίδι, χωρίς κανείς να μπορεί να τους συμβουλεύσει, αφού κανείς δεν είχε επιχειρήσει κάτι παρόμοιο. Μόνο το ταξίδι του Robert Fulton Jr. μπορεί να συγκριθεί με το δικό τους, που ήταν και πολύ μεγαλύτερο σε διάρκεια. Όπως και ο Fulton, επέλεξαν την μοτοσυκλέτα όχι γιατί ήταν μοτοσυκλετιστές, αλλά γιατί θεώρησαν πως ήταν ο πιο απλός, άμεσος και οικονομικός τρόπος για να ταξιδέψει κανείς. Με τα πόδια είναι πολύ αργό το ταξίδι, με άλογο δεν συμφέρει γιατί και ευαίσθητα είναι και καθημερινή συντήρηση θέλουν, με αυτοκίνητο είναι πιο ακριβό και δεν έχει την αμεσότητα της μοτοσυκλέτας. Πώς να περάσεις τον Κίτρινο Ποταμό στην Κίνα με βάρκα; Το αυτοκίνητο δεν χωράει, όπως δεν χώραγε και σε πολλούς από τους δρόμους της εποχής, που ήταν φτιαγμένοι για πεζούς και ζώα. Έχει μια ιδιαίτερη αξία αν το σκεφτεί κανείς, και οι Ούγγροι και ο Fulton επέλεξαν την μοτοσυκλέτα για να γυρίσουν τον κόσμο, αντί για οποιοδήποτε άλλο μέσο. Κι αυτό είναι κάτι που ισχύει ακόμα και σήμερα: Αν θέλεις να ζήσεις το ταξίδι, δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος: Η μοτοσυκλέτα σε ενώνει με το περιβάλλον, δεν σε διαχωρίζει. Ακόμα κι εμείς που κάνουμε κάτι μικρο-ταξιδάκια σε σχέση με τα δικά τους, έχουμε τν τύχη να γινόμαστε ένα με τον κόσμο γύρω μας, έστω και για λίγες ώρες.   

editorial 525 - Ο μύθος ζει

Από το

Μαύρο Σκύλο

25/7/2013

Κι όμως, ο μύθος της μοτοσυκλέτας δημιουργήθηκε από αυτούς που προκαλούσαν το κοινό αίσθημα, την κοινή ησυχία και τους φιλήσυχους πολίτες. Κάτι Άγριοι Μάρλον Μπράντοι, κάτι Ήσυχοι Καβαλάρηδες με τα πιρούνια σαπέρα, κάτι μπυροκοιλιάδες με πολλά ραφτά στα γιλέκα τους, κάτι αλάνια με τέσσερις σε καμία και κουρελούδες για να έρθουμε και στα δικά μας. Μπορεί από την απόσταση των τριάντα ή σαράντα χρόνων όλα αυτά να μας φαίνονται από αφελή έως ρομαντικά, για την εποχή τους όμως ήταν πολύ σοβαρά, απασχολούσαν την κοινή γνώμη, οι γριές σταυροκοπιόντουσαν, οι νοικοκυραίοι έβριζαν τα ξεκράνωτα αληταριά. Παράλληλα, υπήρχαν βέβαια και οι καθωσπρέπει μοτοσυκλετιστές, με τα κράνη τους και τα δερμάτινά τους τα Λιούις Λέδερς που είχαν φέρει "απέξω", καβάλα στα ακριβά τους μηχανάκια. Πολύ χοντρικά, υπήρχε ένας διαχωρισμός ανάμεσα σε παράνομους και νόμιμους.

Όταν οι "νόμιμοι" έγιναν πολλοί, κι έγιναν πολλοί χάρη στο μύθο που είχαν δημιουργήσει οι "παράνομοι", χρειάστηκαν δεκαετίες προσπαθειών για να καθαρίσουν από πάνω τους τη ρετσινιά του αλήτη. Εδώ μέσα υπάρχει μια σχιζοφρένεια, αν το σκεφθεί κανείς ψύχραιμα. Δηλαδή κάποιοι προσελκύονται από την αίγλη της αντίστασης στα κατεστημένα ήθη μέσω της μοτοσυκλέτας, κι αμέσως μετά προσπαθούν να αποκηρύξουν αυτή την εικόνα. Δεν χάνουν έτσι τον λόγο που τους έφερε στην μοτοσυκλέτα, μαζί με την αίγλη της; Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα, που "γέμισε ο τόπος μοτοσυκλέτες", όταν άλλοι προσπαθούν να οριοθετήσουν τους "αληθινούς" σε σχέση με τους "ψεύτικους" μοτοσυκλετιστές. Μπορούν όμως στ' αλήθεια να μπουν κριτήρια μοτοσυκλετιστικής αυθεντικότητας; Να φτιάξουμε κι ένα ειδικό ΚΤΕΟ αναβατών που θα δίνει πιστοποιητικά γνησιότητας; Και τι κριτήρια θα μπορούσαν να είναι αυτά; Διανυθέντα χιλιόμετρα; Μηχανολογικές γνώσεις; Χρονομετρήσεις στην πίστα; Δεν πιστεύω πως έχει καν νόημα να το σκέφτεται κανείς.

Αν επιλέξει κανείς μοτοσυκλέτα, είναι μοτοσυκλετιστής. Για όποιον λόγο κι αν το κάνει. Ας μην ξέρει κατά που πέφτει το μπουζί κι ας πιστεύει πως η μπιέλα είναι είδος παγωτού ή τραγουδίστρια. Ας μην έχει ταξιδέψει ποτέ έξω από τα όρια του δήμου του. Ακόμα κι αν πλαγιάζει μόνο όταν κοιμάται, κι όχι στις στροφές. Τι σε κόφτει εσένα και γκρινιάζεις; Μήπως κι εσύ, αντίστοιχα, δεν χάλασες την πιάτσα σ' ό,τι σου αναλογεί; Αν ζήταγες την γνώμη των παλιών αλανιών για σένα, αλλά και των σύγχρονων, μπορεί κι εκείνοι να σκέφτονται κάτι αντίστοιχα μειωτικό για σένα.

Για σκέψου. Αγόρασες μοτοσυκλέτα γιατί; Όποια απάντηση κι αν δώσει ο καθένας μας σ' αυτό το ερώτημα, δεν θα γίνει περισσότερο ή λιγότερο μοτοσυκλετιστής. Ναι κύριε, αγόρασα από μίμηση. Ναι, εγώ για φιγούρα. Ναι, για να δείχνω πως είμαι ωραίος τύπος, για να τρομάζω τον εαυτό μου, για να ανήκω κάπου, για να αποκτήσω μια ταυτότητα, δώστε όποια απάντηση θέλετε, κι από αυτές που θεωρούνται θετικές, ή από αυτές που άλλοι θεωρούν κατακριτέες. Μην δίνετε καμία σημασία, τελικά, δεν έχει σημασία το γιατί.

Αν θεωρήσει κανείς πως μπορεί να υπάρχουν "κριτήρια μοτοσυκλετιστού", είναι σαν να δέχεται πως υπάρχουν μοτοσυκλετιστές – πρότυπα που σαν κι αυτούς θα έπρεπε να είναι και όλοι οι άλλοι. Αυτό όμως θυμίζει πολύ επικίνδυνα κάτι άλλους τύπους που λένε πως όλοι οι άνθρωποι θα έπρεπε να ανήκουν στην Άρεια φυλή και τους υπόλοιπους να τους κάνουμε σαπούνια. Αν αρχίσουμε με τα κριτήρια και τις προδιαγραφές, τότε ξεκινάμε μια διαδικασία χωρίς νόημα και χωρίς τέλος, θα καταντήσουμε σαν τους πολιτικούς και τα κόμματά τους.

Φυσικά, υπάρχουν και οι ακραίοι. Δεν είμαι σίγουρος αν υπάρχει πουθενά στον πλανήτη απολύτως νομοταγής μοτοσυκλετιστής, που δεν παραβαίνει ποτέ τον ΚΟΚ και είναι πλήρως συμμορφωμένος με κάποια ιδανικά πρότυπα μοτοσυκλετιστή. Έτσι ως υπόθεση εργασίας, ας πούμε πως υπάρχει. Στο άλλο άκρο, έζησα πρόσφατα μια βραδιά στην Καστοριά, όπου οι συνήθεις προσκολλούμενοι της Πανελλήνιας κάγκουρες έκαναν τα δικά τους, burn out, μοτέρ στους κόφτες κι άλλα τέτοια ψυχαγωγικά, παρέα με μερικούς ντόπιους.

Το σκηνικό εύκολα θα μπορούσε να είχε ξεφύγει εντελώς. Το πλήθος που είχε μαζευτεί στον παραλιακό δρόμο μπροστά στα μπαράκια απολάμβανε την μηχανολογική αναισθησία και το άρωμα του καμένου λάστιχου. Μα πόση ώρα μπορεί να δουλεύει ένα V-Strom 650 στον κόφτη; Πόσο μεγάλο κατόρθωμα είναι να κάψεις ένα λάστιχο σταματημένος; Κάποια στιγμή, η αστυνομία που ήταν απούσα από το συγκεκριμένο σημείο, αλλά ειδοποιημένη εκ των προτέρων από τους οργανωτές της Πανελλήνιας περίμενε τέτοιου είδους γεγονότα, έκλεισε την κυκλοφορία στον δρόμο αυτό και περίμενε μερικές εκατοντάδες μέτρα παραπέρα, στα φανάρια. Άφησε δηλαδή να ξεφύγει πρώτα το πράγμα, αντί να έχει μια διακριτική παρουσία που θα απέτρεπε να ξεφύγει. Έτσι κι αλλιώς, ήταν τόσο το πλήθος που άλλες αγαπημένες γυμναστικές επιδείξεις όπως σούζες και κόντρες, δεν ήταν δυνατόν να γίνουν. Μια μοτοσυκλέτα όμως που σβουρίζει επιτόπου, ξυστά στα πόδια εκατοντάδων θεατών, ή πιο δίπλα η άλλη που έκαιγε λάστιχο με το μοτέρ στον κόφτη, δεν θέλει πολύ για να εκτοξευτεί μέσα στο πλήθος, από απόσταση επαφής. Τα θύματα θα ήταν σίγουρα, ευτυχώς όμως δεν έγινε κάτι τέτοιο. Όσο περνούσε η ώρα, τόσο ανέβαινε και το "κέφι". Κι όταν στο αποκορύφωμά του έφτασαν τρία περιπολικά και συνέλαβαν ένα άτομο, ήταν σαφώς αργά: Το πλήθος με μια βοή έκλεισε γύρω από τα περιπολικά, επιτέθηκε στους αστυνομικούς και απέσπασε τελικά τον κρατούμενο από τα χέρια τους, εμφανώς χτυπημένο και με τα ρούχα σκισμένα. Το πλήθος πέταγε μπουκάλια, φώναζε περί μπάτσων γουρουνιών και δολοφόνων, έσπασε κι ένα παρμπρίζ περιπολικού. Αν ήμουν αστυνομικός, μάλλον θα φοβόμουν για την ζωή μου εκείνη την ώρα, ως θεατής, είχα το νου μου μην αρχίσουν να πέφτουν τίποτα αδέσποτες, από μάπες έως σφαίρες. Δεν ήθελε και πολύ. Οι αστυνομικοί, ψύχραιμοι, αποφασίζουν να φύγουν. Μόλις μπήκαν στα περιπολικά, κάποιος που είχε τη μηχανή του παρκαρισμένη με την ανοιχτή της εξάτμιση μισό μέτρο από το παράθυρο του οδηγού του περιπολικού, ανέβηκε πάνω της, έβαλε μπρος, κι άφησε το μοτέρ να κακαρίζει στον κόφτη. Οι αστυνομικοί ξανακατεβαίνουν από τα περιπολικά, μιλάνε με τον τύπο, αλλά δεν τον συλλαμβάνουν. Απ' ό,τι κατάλαβα ακούγοντάς τους να μιλάνε, ήταν ντόπιος, τον ήξεραν. Τα μάζεψαν κι έφυγαν από κει, αλλά την έστησαν στα φανάρια όπου υπήρχε και κλούβα των ΜΑΤ, κι έγραφαν όποιον έφευγε από κει. Αυτά έγιναν το Σάββατο, τα ίδια και χειρότερα επαναλήφθηκαν την Κυριακή, χωρίς όμως έφοδο περιπολικών. Απλά κάθησαν και έγραφαν ως τα ξημερώματα όσους έφευγαν από κει, για ό,τι μπορούσαν να τους γράψουν.

Το ζήτημα για το αν ήταν σωστές οι ενέργειες της αστυνομίας είναι άλλο, γιατί ακούγεται λίγο περίεργο να επιτρέπεις να γίνεται η κόλαση και μετά να γράφεις όποιον φεύγει από κει γιατί δεν φόραγε κράνος. Είναι σαφές πως θα μπορούσαν να είχαν χειριστεί πιο αποτελεσματικά την κατάσταση. Αυτό όμως που με απασχολεί εδώ είναι πως δεν μπορεί να δηλώνει κάποιος "αυτοί δεν είναι μοτοσυκλετιστές", και να ελπίζει έτσι πως δεν θα του κολλήσει κι αυτού η ρετσινιά του κάγκουρα (ή ο τιμητικός τίτλος, ανάλογα από ποια μεριά το βλέπεις). Είτε μας αρέσει είτε όχι, όλοι εμείς που χρησιμοποιούμε μοτοσυκλέτα είμαστε μοτοσυκλετιστές, χωρίς εξαιρέσεις. Και πρώτα απ' όλα βέβαια, είμαστε άνθρωποι, το "μοτοσυκλετιστής" είναι απλά μια ακόμα ιδιότητα που μπορεί να έχει κανείς. Δεν έχουμε όλοι τον ίδιο χαρακτήρα, δεν συμπεριφερόμαστε το ίδιο. Ζούμε όμως σε μια κοινωνία, κι έχουμε συμφωνήσει να τηρούμε κάποιους κανόνες. Υπάρχει νομοθεσία για το τι επιτρέπεται και τι όχι. Κι ο καθένας είναι υπεύθυνος και υπόλογος για τις πράξεις του. Όπως δεν έχει κανένα νόημα να βγαίνουν οι πολίτες και να δηλώνουν "εμείς δεν είμαστε κλέφτες", όταν κάποιοι άλλοι ληστέψουν μια τράπεζα, έτσι δεν έχει και νόημα να φωνάζουμε "αυτοί δεν είναι μοτοσυκλετιστές, εμείς δεν είμαστε έτσι". Το τι είναι ο καθένας το δείχνει με τις πράξεις του, κι όσοι είναι τόσο ηλίθιοι ώστε να πιστεύουν πως οι πράξεις μερικών δεκάδων ατόμων χαρακτηρίζουν εκατοντάδες χιλιάδες άλλους, δικό τους πρόβλημα (ευφυΐας). Αν υπάρχουν δέκα δολοφόνοι μέσα σε δέκα εκατομμύρια Έλληνες, τότε όλοι οι Έλληνες είναι δολοφόνοι;

Αν υπάρχουν μοτοσυκλετιστές με παραβατική συμπεριφορά, δεν είναι υπόθεση των υπόλοιπων μοτοσυκλετιστών να τους "συνετίσουν", ούτε χρειάζεται να διαχωρίσουν την θέση τους. Δεν μιλάμε για αυτοδικία εδώ. Ούτε η αποκήρυξή τους από τους υπόλοιπους έχει κάποιο νόημα ή αποτέλεσμα. Το μόνο που έχει νόημα, είναι να κάνει ο καθένας τη δουλειά του. Οι οργανωτές της Πανελλήνιας την δική τους, η αστυνομία την δική της. Καλά έκαναν οι πρώτοι και προειδοποίησαν τις αρχές, αφού ήξεραν το φορτίο που κουβαλάει τόσα χρόνια η Πανελλήνια, πολύ άσχημα έκαναν οι δεύτεροι την δική τους, αφού απουσίαζε η έννοια πρόληψη, και δεν έκαναν τίποτα μέχρι να ξεφύγει τελείως η κατάσταση.

Μερικοί ίσως σκεφτούν πως είναι λυπηρό ότι οι καγκουριές στην Καστοριά συγκέντρωναν κάθε βράδυ πολύ περισσότερο κόσμο απ' ότι συνολικά η Πανελλήνια στο Νεστόριο. Από αυτό μπορεί να βγει το συμπέρασμα πως πολύ περισσότεροι γουστάρουν έκνομο χαβαλέ απ' ότι μια συγκέντρωση καθωσπρέπει μοτοσυκλετιστών. Και που είναι το πρόβλημα δηλαδή, και γιατί πρέπει να μας εκπλήσσει αυτό; Ίσα ίσα, που είναι φυσικό και αναμενόμενο και κανένα πρόβλημα. Το αντίθετο θα ήταν σαν να υποστηρίζουμε πόσο την βρίσκουμε να ταξιδεύουμε στην εθνική οδό τηρώντας τα όρια ταχύτητας. Ξαναγυρίζουμε έτσι στην αρχή του κειμένου μας, και στις αρχές του μύθου της μοτοσυκλέτας. Μήπως είναι αυτοί ακριβώς οι κάγκουρες που τον συντηρούν σήμερα, άσχετα αν οι καθωσπρέπει τους γουστάρουν ή όχι; Φυσικά και δεν επικροτώ ή δεν ενθαρρύνω συμπεριφορές που βάζουν σε κίνδυνο τη ζωή των άλλων. Σκέφτομαι όμως, πως αν οι πολιτικώς ορθοί μοτοσυκλετιστές είχαν αντίστοιχη ενέργεια και προσήλωση στον στόχο τους, θα είχαν πετύχει πολύ περισσότερα. Οι συμπεριφορές των ανθρώπων δεν αλλάζουν εύκολα. Ακριβώς όπως και οι γυναίκες προτιμούν τα κακά παιδιά από τα μαμόθρεφτα, έτσι και οι κάγκουρες έχουν το δικό τους κοινό. Μήπως υπάρχει και λίγη ζήλεια σ' αυτή την αντιπαράθεση; Αντίστοιχη με την αρχέγονη έχθρα μεταξύ νομάδων και μονίμως εγκατεστημένων;

Είμαστε όλοι μοτοσυκλετιστές. Δεν μπορεί να είμαστε όλοι ίδιοι, δεν είναι εφικτό, άσε που θα ήταν και πολύ βαρετό. Ούτε χρειάζεται να μοιάσουν οι μεν στους δε, ούτε υπάρχουν καν "μεν" και "δε". Σ' ένα βαθμό, όλοι μας γινόμαστε και λίγο κάγκουρες εκεί που νομίζουμε πως μας παίρνει, ή για να διασκεδάσουμε. Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω... Όλοι μας είμαστε κομμάτι του κόσμου της μοτοσυκλέτας, ας τον απολαύσουμε ο καθένας όπως γουστάρει.