Editorial 589 - Αυτά δεν γίνονται!

x
Από το

motomag

1/12/2018

Κάθε τόσο, σκαλίζοντας σε βιβλιοθήκες, πέφτω πάνω σε ιστορίες απίθανων ανθρώπων που με τις μοτοσυκλέτες τους έκαναν εξίσου απίθανα πράγματα, κυρίως για έναν λόγο: Δεν ήξεραν ότι “αυτά δεν γίνονται”. Ακόμα κι αν τους το είχε πει κάποιος, δεν τον άκουσαν, και καλά έκαναν.

Δύο Ούγγροι, ο Zoltan Sulkowsky και ο Gyula Bartha, γεννημένοι στις αρχές του εικοστού αιώνα, αντιμετώπιζαν ένα αβέβαιο μέλλον στην Ουγγαρία του 1927. Με τις συνθήκες των Βερσαλλιών και του Τριανόν η Αυστροουγγρική αυτοκρατορία είχε διαλυθεί, και οι δύο νέοι σκέφτηκαν πως το να ταξιδέψουν ήταν η καλύτερη λύση απέναντι στην επαγγελματική αβεβαιότητα. Μαζεύουν όλες τους τις οικονομίες, μορφωμένα παιδιά ήταν του Πανεπιστημίου αλλά και με στρατιωτική εκπαίδευση, και πάνε στο Παρίσι το 1928, όπου αποφασίζουν να αγοράσουν μια Harley Davidson J του 1922 με καλάθι. Κανείς τους δεν ήξερε να οδηγεί, αλλά έμαθαν γρήγορα, και ξεκίνησαν το ταξίδι τους με την φίλη τους Tila Boriska στο καλάθι. Η Tila, που την φώναζαν Mimmy, ήταν μια αθλητική νεαρή ζωγράφος, κάπως αγοροκόριτσο. Δεν γνωρίζουμε ποια ακριβώς ήταν η σχέση ανάμεσα στους τρεις τους, αλλά η κοινή τους πορεία κράτησε μόνο έξι μήνες, καθώς η Tila αρρώστησε και επέστρεψε στην Ευρώπη. Οι άλλοι δύο θα συνέχιζαν για οκτώ χρόνια, διανύοντας 175.000 χιλιόμετρα σε 68 χώρες, από το 1928 ως το 1936. Οι οικονομίες τους δεν έφταναν για να πληρώσουν το Harley, κατάφεραν όμως να κάνουν μια συμφωνία να το πληρώσουν… όταν γυρίσουν! Σίγουρα ο πωλητής δεν θα περίμενε πως θα έπαιρνε τα χρήματά του μετά από… οχτώ χρόνια. Κι όμως, οι δύο Ούγγροι έβγαζαν χρήματα κατά την διάρκεια του ταξιδιού, αρχικά τραβώντας φωτογραφίες και καρτ ποστάλ, κατόπιν με ομιλίες και άρθρα για τον τύπο. Σιγά σιγά η φήμη τους άρχισε να προηγείται της εμφάνισής τους, και σε κάθε χώρα κατάφερναν να γνωρίζουν όχι μόνο τους Ούγγρους εμιγκρέδες, αλλά και πολιτικούς, επιχειρηματίες και προέδρους. Συνάντησαν τον πρόεδρο Hoover στις ΗΠΑ, τον πρωθυπουργό Hamaguchi στην Ιαπωνία, τον στρατηγό Chiang Kai-Shek στην Ινδοκίνα, τον Benito Mussolini στην Ιταλία, τον Charlie Chaplin, τον Bela Lugosi και την  Greta Garbo στο Hollywood και πολλούς ακόμα. Δέχτηκαν πολλές δωρεές μέσα σ’ αυτά τα οκτώ χρόνια, και μάλιστα τα οικονομικά τους πήγαιναν τόσο καλά που έστελναν χρήματα στις οικογένειές τους και μετά την επιστροφή τους, ο Sulkowsky προφανώς επηρρεασμένος από το Hollywood άνοιξε δύο κινηματογραφικά studio (πτώχευσαν και τα δύο), ενώ ο Bartha έγινε αγρότης και τα πήγε πολύ καλύτερα.

Το να βρίσκουν βενζίνη ήταν ένα θέμα σοβαρό, αφού σε πολλές από τις χώρες και τις περιοχές που κινήθηκαν δεν υπήρχαν ούτε δρόμοι. Αναφέρουν πως το Harley έκαιγε κάπου 8 λίτρα στα εκατό, όχι κι άσχημα για το φορτίο που κουβαλούσε. Ενώ η μοτοσυκλέτα είχε ξεκινήσει γυμνή, στην πορεία απέκτησε φαίρινγκ και κουβάλαγε τα πάντα, από εργαλεία και λάστιχα ως φωτογραφικές μηχανές και τα παρελκόμενά τους. Αναγκάστηκαν πολλές φορές να λύσουν το sidecar για να περάσουν από στενά περάσματα, και μετά να το ξαναδένουν. Ο Bartha ήταν ο μηχανικός, κι αυτός φρόντιζε για την υγεία του Harley. Στην Αυστραλία, ένα γρανάζι στο μανιατό έσπασε, κι έμειναν τρεις μέρες στην έρημο. Λίγο πριν πεθάνουν από την δίψα, τους βρήκαν και τους μετέφεραν στην κοντινότερη πόλη, 200 χιλιόμετρα μακριά. Μέσα σε έξι μέρες, είχαν καταφέρει να βρουν το ανταλλακτικό. Σε άλλη έρημο, τους επιτέθηκαν Βεδουίνοι πυροβολώντας τους, αλλά το Harley ήταν αρκετά γρήγορο ώστε να καταφέρουν να ξεφύγουν. Όχι πως οι ίδιοι δεν είχαν όπλα μαζί, απλά δεν πρόλαβαν να τα χρησιμοποιήσουν. Και η νοοτροπία του τότε, απείχε πολύ από την δική μας. Οι δύο φίλοι ήταν αυτό που οι Εγγλέζοι ονόμαζαν sportsmen, πυροβολούσαν δηλαδή ό,τι κινείται. Στην νοτιοανατολική Ασία σκότωσαν πάνθηρες και μια τίγρη της Σουμάτρας, στην Νότια Αμερική, έλεγαν πως είχε πλάκα να πυροβολούν τους κόνδορες, ευτυχώς χωρίς επιτυχία. Οι περιπέτειές τους δεν είχαν τελειωμό. Στην Αλγερία συνάντησαν την Λεγεώνα των Ξένων, κι ανάμεσα στους στρατιώτες της που τους σταμάτησαν ήταν κι ο Bela Kiss, πατριώτης τους, ο πρώτος κατά συρροή δολοφόνος της Ουγγαρίας, που προτίμησε τις “διακοπές” στην έρημο από την εκτέλεση.

Στην Ινδία, μεγάλες οι αντιθέσεις, από την φιλοξενία μαχαραγιάδων μέχρι τις επιδημίες χολέρας και την έλλειψη πόσιμου νερού. Στην Κίνα πέρασαν τέσσερις μήνες, στην Ιαπωνία τρεις, με μυστικούς αστυνομικούς να τους ακολουθούν σε κάθε τους βήμα. Στην Νότια Αμερική πέρασαν δύο χρόνια, με το Harley να μην μπορεί να βγάλει τις απότομες ανηφόρες στα μεγάλα υψόμετρα, οπότε χρειαζόταν να το τραβάνε με άλογα.  Στην Βόρεια Αμερική ταξίδεψαν άλλα δύο – μέχρι και στον υπόκοσμο του Σικάγου ανακατεύτηκαν. Οι περιγραφές τους όμως από χώρες που σήμερα δεν υπάρχουν, ή που άλλαξαν για πάντα μετά τους τόσους πολέμους, δείχνουν πως η επιρροή του δυτικού κόσμου ελάχιστο καλό έκανε στην Ανατολή, ή και στην ίδια τη Δύση. Τα έθνη που δεν τα είχε αγγίξει ο δυτικός πολιτισμός είχαν τον δικό τους, και μια χαρά τα κατάφερναν. Διαβάζοντας τις περιγραφές τους, μπορεί να σκεφτεί κανείς πως δεν είμαστε τόσο πολιτισμένοι τελικά όσο θέλουμε να νομίζουμε.

 Κάθε σύγκριση με ένα αντίστοιχο σημερινό ταξίδι είναι μάταιη. Στην εποχή της πληροφορίας, των GPS και του internet, όποιος σκέφτεται ένα μεγάλο ταξίδι θέλει συνήθως να έχει από πριν μια πλήρη εικόνα του τι θα συναντήσει, θέλει να έχει ένα καθορισμένο δρομολόγιο. Μερικοί φτάνουν στο σημείο να θέλουν να ξέρουν που θα κοιμηθούν κάθε βράδυ. Οι δύο Ούγγροι ξεκίνησαν χωρίς εξοπλισμό, χωρίς γνώσεις για την μοτοσυκλέτα, χωρίς σαφές πρόγραμμα. Κατάφεραν να κάνουν ένα επικό ταξίδι, χωρίς κανείς να μπορεί να τους συμβουλεύσει, αφού κανείς δεν είχε επιχειρήσει κάτι παρόμοιο. Μόνο το ταξίδι του Robert Fulton Jr. μπορεί να συγκριθεί με το δικό τους, που ήταν και πολύ μεγαλύτερο σε διάρκεια. Όπως και ο Fulton, επέλεξαν την μοτοσυκλέτα όχι γιατί ήταν μοτοσυκλετιστές, αλλά γιατί θεώρησαν πως ήταν ο πιο απλός, άμεσος και οικονομικός τρόπος για να ταξιδέψει κανείς. Με τα πόδια είναι πολύ αργό το ταξίδι, με άλογο δεν συμφέρει γιατί και ευαίσθητα είναι και καθημερινή συντήρηση θέλουν, με αυτοκίνητο είναι πιο ακριβό και δεν έχει την αμεσότητα της μοτοσυκλέτας. Πώς να περάσεις τον Κίτρινο Ποταμό στην Κίνα με βάρκα; Το αυτοκίνητο δεν χωράει, όπως δεν χώραγε και σε πολλούς από τους δρόμους της εποχής, που ήταν φτιαγμένοι για πεζούς και ζώα. Έχει μια ιδιαίτερη αξία αν το σκεφτεί κανείς, και οι Ούγγροι και ο Fulton επέλεξαν την μοτοσυκλέτα για να γυρίσουν τον κόσμο, αντί για οποιοδήποτε άλλο μέσο. Κι αυτό είναι κάτι που ισχύει ακόμα και σήμερα: Αν θέλεις να ζήσεις το ταξίδι, δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος: Η μοτοσυκλέτα σε ενώνει με το περιβάλλον, δεν σε διαχωρίζει. Ακόμα κι εμείς που κάνουμε κάτι μικρο-ταξιδάκια σε σχέση με τα δικά τους, έχουμε τν τύχη να γινόμαστε ένα με τον κόσμο γύρω μας, έστω και για λίγες ώρες.   

editorial 524 - Club 100

Από το

Μαύρο Σκύλο

3/7/2013

Δεν μπορώ να φανταστώ πως στα κολασμένα στροφιλίκια του Montenegro μια street θα μπορούσε να πάει το ίδιο γρήγορα και το ίδιο απολαυστικά με τις on-off του MEGA TEST. Στο editorial του προηγούμενου τεύχους έγραφα πως οι on-off είναι πια οι στάνταρ μοτοσυκλέτες, με τις υπόλοιπες κατηγορίες να είναι οι... εξειδικευμένες, όπως οι street. To ταξίδι μας στο Montenegro επιβεβαίωσε τους ισχυρισμούς μου. Στην πραγματική ζωή, η οδήγηση σε κάθε είδους δρόμο είναι απόλαυση με αυτές τις μοτοσυκλέτες που πρώτοι εμείς στο ΜΟΤΟ αποκαλέσαμε παντός δρόμου. Χωρίς αυτή η απόλαυση να σταματά εκεί που τελειώνει η άσφαλτος. Μερικοί μπορούν να θεωρήσουν από παράδοξη έως υπερβολική την χρήση μιας μοτοσυκλέτας με 1200 κυβικά και πάνω από 100 ίππους στο χώμα, αλλά δεν είναι. Το μόνο εμπόδιο είναι για τους περισσότερους το ποσό που απαιτείται για την αγορά της, και οι οδηγικές ικανότητες που θα πρέπει να διαθέτουν για να την πάνε όπως μπορεί να πάει. Στην πραγματικότητα, οι καλύτερες σημερινές παντός δρόμου είναι πιο ικανές στα χώματα από άλλες μικρότερες δικύλινδρες ή μονοκύλινδρες, ακόμα κι από κάποιες που έχουν τα μισά τους κυβικά και άλογα.

Αλλά τα χώματα είναι μόνο ένα μέρος των ταλέντων τους. Όπως φάνηκε στα πολλά βρεγμένα χιλιόμετρα που κάναμε, αν είσαι εξοπλισμένος με αδιάβροχα, μπότες και γάντια που δεν μπάζουν νερό, μπορείς να τις ευχαριστηθείς ακόμα κι εκεί, ευχαριστώντας την εξέλιξη των RAIN mode, των ABS και των traction control. [Παρένθεση περί αδιάβροχων: Αξιόπιστα αδιάβροχες μπότες βρίσκεις πια, με τα αδιάβροχα πάνω κάτω και τα γάντια τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Έχουμε δει φτηνά που δεν μπάζουν, στην αρχή τουλάχιστον, και ακριβά που είναι σφουγγάρια. Ίσως πρέπει να φτιάξουμε μια λίστα με τα αποδεδειγμένα αδιάβροχα αδιάβροχα.]

Κάπου εκεί μου καρφώθηκε και μια άλλη ερώτηση στο μυαλό, από αυτές που μου έρχονται κατά καιρούς για να βασανίζομαι εγώ και να βασανίζω και τους γύρω μου: Μπορεί μια μοτοσυκλέτα να είναι καλή αν δεν την ευχαριστιέσαι και κάτω από τα 100 km/h; Μπορείς να απολαμβάνεις οδήγηση με μέγιστη ταχύτητα τα 100; Μήπως στις σημερινές οικονομικές και κυκλοφοριακές συνθήκες τέτοιου είδους μοτοσυκλέτες είναι οι πιο χαβαλεδιάρικες ό,τι διαδρομή κι αν κάνεις; Σκέφτηκα τον Λύκο που μόλις τελείωσε την ανακατασκευή ενός XL185, που το 99% των χιλιομέτρων που θα κάνει θα είναι έως 100. Είμαι σίγουρος πως θα είναι ξετρελαμένος χωρίς ποσώς να τον απασχολεί που αυτό το μηχανάκι του δεν θα βλέπει πολύ πάνω από 100 συχνά, και που θα πάει 120 αν ο άνεμος είναι ούριος, ο δρόμος έντονα κατηφορικός και οι πλανήτες ευθυγραμμισμένοι καταλλήλως, με τις βαλβιδούλες του να χοροπηδάνε στην κεφαλή λίγο πριν πεταχτούν έξω και το πλαίσιο ένα τσικ πριν κοπεί, συνήθως στην αριστερή μεριά, κοντά στον άξονα του ψαλιδιού.

Το σκεφτόμουν επίσης οδηγώντας την τελευταία βδομάδα το Honda ΜSX125, με το τετρατάχυτο συμπλεκτάτο ψεκαστό παπίσιο μοτεράκι του και τα δωδεκάρια λαστιχάκια του. Σε κάθε φανάρι κάποιος θα μου μιλήσει, ρωτώντας γι' αυτό, όπου σταματήσω όλοι το χαζεύουν, προφανώς γιατί το θεωρούν χαριτωμένο, γιατί κάτι τους λέει χωρίς ίσως να ξέρουν ακριβώς γιατί. Κι αυτό πάει 100 στην ευθεία, παραπάνω στον κατήφορο. Μέχρι τα 100 όμως, τα έχεις κάνει όλα κι έχεις περάσει πολύ καλά, ακόμα και στην πιο συνηθισμένη, βαρετή συνήθως διαδρομή. Γιατί μου ανάβουν φωτιές τώρα; Αν είχα ένα δεκάρικο για κάθε έναν που με ρώτησε, θα είχα μαζέψει τα λεφτά για να το αγοράσω, ή μήπως να τα μαζέψω για να πάρω δεκατριάρι Husqvarna, με τις τιμές που έχουν; Θέλει κανείς το εντεκάρι μου;

Ποιό είναι το μυστικό του Club 100; Κοίτα να δεις, ρωτάω ποιό είναι το μυστικό χωρίς να έχω εξηγήσει τι είναι το Club 100. Για να συνεννοούμαστε, προτείνω να λέμε πως ανήκουν στο Club 100 όλοι εκείνοι οι αναβάτες και όλες οι μοτοσυκλέτες που την κύρια απόλαυση από την οδήγησή τους την βρίσκουν πριν τα 100. Δεν υπάρχει περιορισμός κυβικών, ας είναι και Goldwing 1800, αρκεί να σου δίνει χαρά όταν την οδηγείς και κάτω από 100. Εκεί μέσα στο Club 100 μπαίνουν από μοτοποδήλατα μέχρι MX, trial και enduro, αν και οι superbikes και τα supersport όχι, καθώς δεν μπορεί να ισχυριστεί κάποιος πως τα απολαμβάνει κυρίως πριν... φτάσει η πρώτη στον κόφτη. Στο Club 100 έτσι ανήκουν και τα classics, που κι αυτά τα απολαμβάνουμε με ταχύτητες καθημερινά εφικτές, κοινό χαρακτηριστικό των Club 100 μοτοσυκλετών. Όπως είπαμε και για τα χωματερά, που τα πάντα στον κόσμο τους συμβαίνουν κυρίως κάτω από τα 100, χωρίς αυτό να αφαιρεί ούτε στο ελάχιστο την γοητεία τους.

Το μυστικό λοιπόν του Club 100 είναι πως μπορείς να οδηγείς πραγματικά στο όριο, χωρίς να χρειάζεσαι ούτε πίστα, ούτε συγκεκριμένο είδος δρόμου, τίποτα το ειδικό. Κι όταν λέμε στο όριο, είναι από κάθε άποψη, στο όριο των δυνατοτήτων του αναβάτη ή της μοτοσυκλέτας: Στην ουσία, οι συγκινήσεις από την επαφή με αυτό το όριο δεν διαφέρουν από αυτές που ζει ο Rossi οδηγώντας στα MotoGP. Ακόμα κι ο ίδιος όμως ο Valentino, για να διασκεδάσει και να προπονηθεί και να ευχαριστηθεί οδήγηση όταν δεν καβαλάει την Μ1 του, κάνει γύρους σε πίστα dirt track με το Ouroboros που φτιάχνει ο πατέρας του ή παίζει με χωματερά μηχανάκια ή κοντράρεται με τους φίλους του πάνω σε φτιαγμένα τρίκυκλα Ape, άρα εκτός MotoGP, είναι κι εκείνος μέλος του Club 100, ακόμα κι αν δεν το ξέρει. Κάπως έτσι, διαπιστώνουμε πως στην κυριολεξία τους οι συγκινήσεις δεν εξαρτώνται από την απόλυτη ταχύτητα, παρά μόνο από την σχετική. Για να συγκινηθείς απαιτείται κίνηση, ελληνικά μιλάμε, ας καταλαβαίνουμε και τι σημαίνουν οι λέξεις. Γι' αυτό και υποστηρίζω πως για να ευχαριστηθείς την μοτοσυκλέτα, δεν απαιτείται ούτε η πιο γρήγορη, ούτε η πιο ακριβή, ούτε η πιο εξοπλισμένη, ούτε η πιο καινούργια. Το μόνο που χρειάζεται είναι να λειτουργεί, να την καβαλήσεις και να φύγεις.

Ίσως μερικούς να τους ξενίζει η ιδέα πως μπορεί να οδηγείς στο όριο ενώ πηγαίνεις σιγά. Κι εδώ μπαίνει η έννοια της απόλυτης και της σχετικής ταχύτητας. Όταν παλιότερα πηγαίναμε το ZX-12R τελικιασμένο στα 312, τότε βιώναμε την απόλυτη ταχύτητα μοτοσυκλέτας παραγωγής. Όταν σήμερα περνάμε ένα κακοτράχαλο μονοπάτι με 40, πάμε αργά; Σε απόλυτα νούμερα ναι, σε σχετική ταχύτητα όχι, αν είναι πολύ δύσκολο να περάσει κάποιος από το ίδιο μονοπάτι με 42. Άρα, μπορείς να οδηγείς οριακά με 40, ενώ αν ταξιδεύεις στον ανοιχτό δρόμο με 160 κινδυνεύεις να σε πάρει ο ύπνος.

Αν και δεν δεχόμαστε νταλίκες στο Club 100, απατάσθε αν πιστέψετε πως είναι αργές ή δεν οδηγούνται οριακά, έστω κι αν δεν το συνειδητοποιούμε εύκολα. Μια φορτωμένη νταλίκα που κινείται σταθερά με 100, μπορεί να βγάλει καλύτερη μέση ωριαία από μια παρέα γρήγορων που θα πηγαίνουν τέζα αλλά θα σταματάνε κάθε 50-60 χιλιόμετρα για ανεφοδιασμό, τσιγάρο και κουβεντούλα. Πόσες φορές δεν σας έχει τύχει να βλέπετε την νταλίκα που είχατε περάσει ώρα πριν, να σας προσπερνά όταν σταματήσετε στο βενζινάδικο; Βγάζει καλύτερη μέση ωριαία, τι να κάνουμε, κι όσο για την οριακή οδήγηση της νταλίκας, δεν την αντιλαμβανόμαστε όσο κινείται με σταθερή ταχύτητα, μόλις όμως συμβεί κάτι και πρέπει να φρενάρει ή να αλλάξει πορεία απότομα και αναλάβει πια η μάζα και η αδράνειά της τον λόγο, γίνεται χαμός.

Αν δεν απολαμβάνεις την οδήγηση πηγαίνοντας και χαλαρά, δεν είναι καλή η μοτοσυκλέτα. Σωστό ή λάθος; Ας το σκεφτούμε λίγο. Μου φαίνεται πως μια μοτοσυκλέτα που την απολαμβάνεις μόνο πηγαίνοντας γρήγορα, είναι χειρότερη από μια που την βρίσκεις μαζί της και στο χαλαρό και στο γρήγορο. Στην δεύτερη περίπτωση, χρειάζεται πολύ πιο ποιοτικές αναρτήσεις που να μπορούν να ανταποκριθούν το ίδιο καλά και σε χαμηλές και σε υψηλές ταχύτητες, κι αυτό είναι πιο δύσκολο και πιο ακριβό για να το πετύχει ένας κατασκευαστής μοτοσυκλετών. Απαιτείται επίσης πολύ μεγαλύτερη αρχική επένδυση στην σχεδίασή της, τόσο σε γνώση όσο και χρήμα, από το στάδιο της σχεδίασης ως τις δοκιμές εξέλιξης. Ζητήματα όπως η συγκέντρωση της μάζας κοντά στο κέντρο βάρους έχουν προκύψει και εξελιχθεί από αυτή ακριβώς την ανάγκη, της ομοιογενούς και προβλέψιμης συμπεριφοράς της μοτοσυκλέτας σε όλες τις συνθήκες. Πολλοί μπερδεύουν την έννοια "ευκολοδήγητο" πιστεύοντας πως λίγο πολύ σημαίνει "μειωμένων δυνατοτήτων". Το αντίθετο συμβαίνει. Ας πάρουμε για παράδειγμα τις αγαπημένες μας παντός δρόμου αυτού του τεύχους. Οι καλύτερες από αυτές χρειάστηκαν τουλάχιστον τρεις γενιές και δεκαετίες έρευνας, εξέλιξης και εμπειρίας για να φτάσουν τις σημερινές τους δυνατότητες, όπου φυσικά και είναι πιο ευκολοδήγητες από τις προγόνους τους ενώ ταυτόχρονα οι επιδόσεις τους είναι αναμφισβήτητα ανώτερες σε όλους τους τομείς. Και ειδικά για να γίνουν ικανές να μπουν και στο Club 100, να μπορούν δηλαδή να είναι απολαυστικές και όταν πηγαίνεις χαλαρά ή σε πολύ κλειστό στροφιλίκι, χρειάστηκε να βελτιωθεί τόσο η ομοιογένειά τους, όσο και κάθε υποσύστημά τους ξεχωριστά, μαζί με την αρμονική συνεργασία όλων των υποσυστημάτων. Νομίζετε πως είναι απλό να κάνεις ελαστικό έναν δικύλινδρο κινητήρα 1200 κυβικών και 130 ίππων, την στιγμή που μια γενιά πριν ένας παρόμοιος με 1000 κυβικά και 90 ίππους δεν ήταν; Καθόλου απλό. Αυτό φάνηκε άλλωστε γιατί ακόμα και μετά από τόσα χρόνια εμπειρίας με τους ψεκασμούς ακόμα βελτιώνονται αισθητά κάθε χρόνο, σε αντίθεση με την αντίληψη που υπήρχε όταν πρωτοεφαρμόστηκαν (ή καλύτερα, την ελπίδα) πως τώρα τέλειωσαν όλοι μας οι μπελάδες, οι τροφοδοσίες αναφλέξεις θα αυτορυθμίζονται και με το software θα κάνεις μια έτσι με το laptop σου και θα τα φτιάχνεις όλα. Δεν συνέβη κάτι τέτοιο.

Όπως δεν είναι και απλό να φτιάξεις έναν προοδευτικό, σταθερής απόδοσης συμπλέκτη, ένα καλοσχεδιασμένο κιβώτιο με τις κατάλληλες σχέσεις και σωστή αίσθηση κουμπώματος ταχύτητας στο λεβιέ, και τόσα άλλα. Αυτό που θέλω να πω είναι πως για να φτιαχτεί μια ικανή μοτοσυκλέτα, απολαυστική σε όλες τις συνθήκες, ρυθμούς και ταχύτητες, απαιτείται πολύ περισσότερος κόπος, χρόνος, γνώση και χρήμα απ' ότι για να φτιάξεις μια που αποδίδει καλά μόνο σε συγκεκριμένες συνθήκες. Πρέπει να είσαι πολύ καλός για να μπεις στο Club 100!

Mε μια πιο ευρεία ερμηνεία, οι μοτοσυκλέτες που αξίζουν να μπουν στο Club 100 είναι όσες απολαμβάνουμε καθημερινά, σε κάθε ρυθμό και σε κάθε δρόμο, ανεξάρτητα από κυβικά, τιμή και ηλικία. Ήδη το Club απέκτησε το δεύτερο μέλος του, τον Λύκο, που ενθουσιάστηκε με την ιδέα, μην αρχίσετε όμως να λέτε για καταστατικά και προεδρεία, δεν χρειάζεται να καταδικάσουμε το Club μόλις που γεννήθηκε, είπαμε, το Club 100 είναι μόνο ιδέα και άποψη, κι ας παραμείνει έτσι.