Editorial 636 - Κάπου τώρα στα κοντά θα χρειαστεί να πει η FIM: “so be it”

Από το

motomag

1/11/2022

Στα μέσα του μήνα η επιτροπή των Superbike της FIM, μέρος της οποίας είναι ο Gregorio LAVILLA Executive Director της Dorna για το WorldSBK, ανακοίνωσε πως θα αναθεωρήσει το όριο πώλησης των μοτοσυκλετών παραγωγής για το 2023 πάνω στις οποίες θα βασίζονται και οι αγωνιστικές μοτοσυκλέτες. Με λίγα λόγια τα superbike μοντέλα που θα παράγονται σε λίγα κομμάτια για να μπορεί μία αγωνιστική μοτοσυκλέτα να κατέβει στο WSBK θα μπορούν πλέον να κοστίζουν περισσότερο. Για να παραμείνουν τα WSBK ένα γήινο άθλημα, βασισμένα σε μοτοσυκλέτες που μπορούν να αποκτηθούν από τον απλό πολίτη και να ταυτίζεται έτσι με το άθλημα λίγο περισσότερο από αυτό που κάνει στα MotoGP, υπήρχε και πρέπει να υπάρχει, ένα όριο λιανικής τιμής πώλησης στις μοτοσυκλέτες παραγωγής, πάνω στις οποίες βασίζονται οι αγωνιστικές. Αυτό δεν σημαίνει πως οι αγωνιστικές μοτοσυκλέτες είναι φτηνές, κάθε άλλο, είναι πανάκριβες, αλλά πως η βάση τους κοστίζει έως 40.000 Ευρώ. Επίσης αυτό δεν σημαίνει πως μπορείς να αποφύγεις εκείνους που βλέπουν MotoGP και σκέφτονται σιγά μωρέ, είναι μερικά δευτερόλεπτα κάτω από εμένα, άρα κοντά σε εμένα και να θεωρούν πως ταυτίζονται και με τους καλύτερους αναβάτες του κόσμου. Εδώ δεν μπορείς να αποφύγεις εκείνους που μιλάνε με οπαδικά κριτήρια και υποστηρίζουν αναβάτες συγκεκριμένους, αλλά θα ξεφύγουμε από την ουσία αν πάμε να αναλύσουμε τις παθογένειες από την πλευρά των θεατών. Είναι πολλές.

Το όριο κόστους έχει ένα νόημα και μάλιστα είναι ήδη πολύ υψηλό, θα μπορούσε να είναι πολύ πιο κάτω, όπως και ήταν πολύ πιο κάτω. Η ανακοίνωση της FIM εξηγεί πως η απόφαση αυτή πάρθηκε γιατί όλα γύρω μας έχουν ακριβύνει, το κόστος των μοτοσυκλετών έχει ακριβύνει και πρέπει τα όρια να αυξηθούν. Μαντέψτε ποια μοτοσυκλέτα ήταν μέχρι τώρα πολύ κοντά στο όριο, η Panigale V4R που κόστιζε λίγο πιο κάτω από αυτό που ίσχυε έως τώρα.

Η συνάντηση της επιτροπής έλαβε μέρος στο Portimao στις 6 και 8 Οκτωβρίου 2022 και η ανακοίνωσή τους βγήκε στις 17/10/2022, λίγες ημέρες πριν από την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές. Στις 7 Οκτωβρίου ήταν προγραμματισμένη μία παγκόσμια πρεμιέρα μοντέλου από την Ducati με βάση το πρόγραμμα που η ίδια ανακοίνωσε στις 30 Αυγούστου 2022! Η 7η Οκτωβρίου ήταν κρατημένη με τον τίτλο “This is Racing” και αυτό εύλογα μας έκανε να περιμένουμε μία νέα V4R. Στις 6 Οκτωβρίου, μία ημέρα πριν, η Ducati ανακοινώνει πως εξαιτίας οργανωτικών αιτιών θα πρέπει να αναβάλει την παρουσίαση για τις 14 του μήνα, μόλις έξι ημέρες πριν από την επόμενη στις 20 που ήταν δεσμευμένη με τον τίτλο “Push Forward” κι αποδείχτηκε πως ήταν το Streetfighter V4. Πράγματι αυτή που θα βλέπαμε στις 7 αλλά τελικά είδαμε στις 14, ήταν η νέα V4R με στόχο να είναι το εισιτήριο της Ducati στα WSBK. Η τιμή που ανακοίνωσε η Ducati για την μοτοσυκλέτα που θα ομολογκάριζε την αγωνιστική της για την επόμενη σεζόν ήταν €43.990, δηλαδή 3.990 Ευρώ πάνω από το όριο.

Αν δεν το έχω κάνει απόλυτα ξεκάθαρο μέχρι τώρα, θα σας το γράψω με λόγια: Προφανώς η Ducati ήξερε πως θα αλλάξει το όριο και μάλιστα ξέρει και ποιο όριο είναι αυτό, ενώ η FIM δεν το έχει ανακοινώσει ακόμη, αλλιώς δεν θα μπορούσαν οι Ιταλοί να είναι σίγουροι πως μπορούν να ανακοινώσουν με την σειρά τους την τιμή και να δεχτούν και παραγγελίες! Για το ξεκάρφωμα μπορεί το νέο όριο να είναι πολύ μεγαλύτερο, να μην γίνει δηλαδή €45.000 φανερώνοντας με ακόμη ένα τρόπο πως είναι μία φωτογραφική διάταξη όμως σε κάθε περίπτωση η χρονική σειρά των πραγμάτων δεν μπορεί να αλλάξει.

Στο μεταξύ είναι και μία περίεργη συγκυρία αυτή, με δεδομένο πως λίγες ημέρες μετά την κυκλοφορία του τεύχους η Ducati θα έχει πάρει τον τίτλο στα MotoGP, εκτός κι αν πέσει μετεωρίτης στον Bagnaia και ο ίδιος μετεωρίτης εκτοξεύσει τον Quartararo πρώτο, πάνω από ένα στρατό Ducati. Έχω βαρεθεί να διαβάζω για "οδηγίες Ducati” και διάφορες θεωρίες, όταν είναι ξεκάθαρο το τι έχει συμβεί τουλάχιστον μέχρι αυτή την στιγμή της αναθεώρησης του κειμένου μετά τον τελευταίο αγώνα στην έξοδο για το τυπογραφείο. Θεωρώ πως την πάσα αλήθεια την έχει πει ο Zarco που χοντρικά θα το συνοψίσω στο "μη προσπερνάτε τον Bagnaia εκτός κι αν πηγαίνετε για νίκη". Όσο πλησιάζουμε στο τέλος τόσο λιγότερο ισχύει και το "εκτός". Όπως παραλίγο να δούμε για τον Bastianini στον προτελευταίο αγώνα, αν ο Bezzecchi είχε περάσει τον Quartararo. Τότε θα έφευγε το μήνυμα και εκείνος είμαι βέβαιος πως θα έδινε την θέση του τελείως εξόφθαλμα να το δει όλος ο κόσμος και όχι συγκεκαλυμμένα και στο περίπου. Είναι τόσο ξεκάθαρα τα πράγματα χωρίς άλλες θεωρείες. Η αρχική μας όμως ιστορία αφήνει το θέμα της συνεννόησης Dorna – Ducati ανοικτό, κι αυτό επίσης δεν αλλάζει. Όπως δεν αλλάζει το γεγονός πως πίσω στο 2012 η Honda απείλησε πως θα φύγει από τα MotoGP αν η Dorna επιβάλλει ενιαία ECU, σαν της Moto3. Το θυμάστε αυτό; Ήταν ο καλύτερος πελάτης τότε η Honda και η κάθε αλλαγή περνούσε από αυτή. Η Dorna το πήρε αμέσως πίσω για χάρη της Honda που στο μεταξύ πήρε μαζί της και την Yamaha. Τελικά η ενιαία ECU ήρθε το 2016, προηγήθηκε η κίνηση της Ducati που υποστήριζε την ενιαία ECU για “open class” αν και η απόφαση των Ιαπώνων δεν στηρίχτηκε μόνο σε πιέσεις προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση αλλά και στην εξέλιξη της τεχνολογίας. Στο τέλος η ενιαία ECU ήταν μία καλή κίνηση προς το συμφέρον των αγώνων. Το συμπέρασμα είναι άλλο, ο καλός πελάτης κάνει κουμάντο, κάποτε η Honda, τώρα η Ducati. Και ο καλός πελάτης είναι εκείνος που ξοδεύει. Σε μαγαζιά λιανικής αυτό είναι αποδεκτό, για τον καλό πελάτη στρώνεις κόκκινο χαλί, όταν όμως είσαι αρχή ενός σπορ, οφείλεις να τραβήξεις κόκκινη γραμμή σε κάποιο σημείο. Κι αν χρειαστεί να πετάξεις τον "καλό πελάτη" από το μαγαζί με τις κλωτσιές και να χάσετε και οι δύο, “so be it” που λένε και οι Αμερικάνοι - το business ethics των οποίων έχει κι ορισμένα καλά σημεία…

editorial 521 - το τέλος της τέχνης;

Από το

Μαύρο Σκύλο

26/3/2013

Ή η αρχή μιας άλλης; Μιλάω για την τέχνη της οδήγησης της μοτοσυκλέτας, με την έννοια της συνολικής σχέσης του αναβάτη μαζί της, της ενασχόλησής του με την λειτουργία της και την συντήρησή της. Κάθε πρόοδος της τεχνολογίας φέρνει και αλλαγές σ' αυτή τη σχέση. Από το 1969 που η λέξη "ηλεκτρονική" εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε μοτοσυκλέτα, στο τρικύλινδρο δίχρονο Kawasaki Mach III 500, μπήκαν τα ηλεκτρονικά στην μοτοσυκλετιστική μας ζωή, ενώ σήμερα οι κορυφαίες μοτοσυκλέτες έχουν περισσότερα ηλεκτρονικά συστήματα από ποτέ, κι είμαστε μόνο στην αρχή της εξέλιξης των περισσότερων από αυτά. Και πιο πριν όμως, πριν το 1969, κάθε μικρή πρόοδος άλλαζε κάτι σημαντικό. Σκεφτείτε τους ταπεινούς διακόπτες των ρεζερβουάρ με τις τρεις υπό εξαφάνιση "λέξεις", ΟΝ-ΟFF-RES. Μέχρι να εμφανιστούν, έπρεπε να έχεις συνεχώς το νου σου πότε θα τελειώσει η βενζίνη, να σταματάς, να ανοίγεις την τάπα και να κουνάς τη μηχανή δεξιά αριστερά ώστε να κρίνεις με το μάτι (αν δεις το πλατσούρισμα) και το αφτί (το πως ακουγόταν το πλατσούρισμα) πόσο μακριά μπορείς να πας ακόμα. Με την εμφάνιση του ON-OFF-RES απλά άφηνες το αριστερό σου χέρι από το τιμόνι για να γυρίσεις ρεζέρβα, που από την εμπειρία σου ήξερες για πόσο σου φτάνει. Αργότερα, εμφανίστηκαν οι δείκτες στάθμης καυσίμου, με ένα πρόβλημα: Ήταν πολύ αναξιόπιστοι, καθώς κανένα ρεζερβουάρ μοτοσυκλέτας δεν έχει κανονικό σχήμα, κι έδειχναν γεμάτο-γεμάτο-γεμάτο για πολλά χιλιόμετρα, για να περάσουν όμως στο άδειο-άδειο- έμεινες βλάκα πολύ γρήγορα. Σήμερα έχουμε ψηφιακές μπαρίτσες που αναβοσβήνουν, μετρήσεις μέσης και στιγμιαίας κατανάλωσης, και το πιο χρήσιμο απ' όλα, χιλιόμετρα που σου απομένουν μέχρι να μείνεις.

Για να μην πούμε τι γνώσεις και ενασχόληση απαιτούσαν οι προπολεμικής τεχνολογίας μοτοσυκλέτες, με λεβιεδάκια για την προπορεία της ανάφλεξης, για τον αέρα, παλιότερα και χειροκίνητη λίπανση κινητήρα, ακόμα και φώτα που άναβαν με σπίρτο, ας πιάσουμε το θέμα από την έλευση της ηλεκτρονικής ανάφλεξης. Ξαφνικά, ο αναβάτης δεν χρειαζόταν να ασχοληθεί με το ιδανικό αβάνς για κάθε ταχύτητα κιβωτίου, άνοιγμα γκαζιού και κλίση του οδοστρώματος. Δεν χρειαζόταν καν να υπάρχει μηχανικό αβάνς. Δεν χρειαζόταν πια να ξέρει τι κάνουν οι πλατίνες, να τις καθαρίζει, να τις ρυθμίζει και να τις αλλάζει, να βάζει λάδι στο σφουγγαράκι τους, να βρίσκει πεταμένο στην άκρη του δρόμου χαρτονάκι από Άσσο σκέτο κασετίνα για να ρυθμίζει το διάκενό τους στα 0,4 mm περίπου, να βρίσκει ντουκόχαρτο για να τις πάρει λίγο όταν μπιμπικιάσουν, να ταιριάζει άλλο πυκνωτάκι γιατί σιγά μην παραγγείλει το δικό τους. Ό,τι βρεθεί. Το κεφάλαιο πλατίνες όμως είχε ξεκινήσει την πορεία του προς το τέλος. Η βασική διαφορά των ηλεκτρονικών από τις πλατίνες είναι πως ενώ για τις πλατίνες ο αναβάτης μπορούσε να κάνει κάτι (να τις ρυθμίσει ή να τις αλλάξει στο πλάι του δρόμου και να συνεχίσει, όταν χαλάσει όμως η ηλεκτρονική πρέπει να την πετάξεις και αγοράσεις μια άλλη (και οι πρώτες χαλούσαν, ειδικά οι aftermarket), που δεν έβρισκες πρόχειρη και σε κάθε χωριό της Ελλάδας. Πλατίνες όμως, είχες πολλές πιθανότητες να βρεις, αν δεν κουβαλούσες μαζί σου.

Ήρθαν και εποχές που ο αναβάτης δεν είχε να ρυθμίσει τίποτα. Ούτε αναρτήσεις, ούτε απόδοση κινητήρα, ούτε κάτι άλλο που να είχε σχέση με την συμπεριφορά και τις επιδόσεις της μοτοσυκλέτας. Έτσι είναι, κι ο καθένας ας την οδηγήσει όπως μπορεί. Φυσικά, πάντα κάποιοι μπορούσαν καλύτερα από τους άλλους. Σήμερα, με όλα τα ηλεκτρονικά συστήματα, υπάρχει άραγε εξίσωση των αναβατών, ή παραμένουν οι διαφορές μεταξύ τους; Μια απλουστευμένη λογική λέει πως από την στιγμή που τα ηλεκτρονικά αποφασίζουν τι θα συμβεί, η απόδοση των φρένων για παράδειγμα, θα είναι ίδια για όλους. Πατάς με όλη σου τη δύναμη, το ABS κάνει τη δουλειά του, οι ημιενεργητικές αναρτήσεις την δική τους, σταματάνε όλοι οι αναβάτες στις ίδιες αποστάσεις, αντίστοιχα γλιτώνουν όλοι το ίδιο ένα γλίστρημα χάρη στο traction control, κατεβάζουν όλοι όπως νά 'ναι ταχύτητες αφού έχουν μονόδρομο συμπλέκτη και auto blipper, και κάπως έτσι είναι εύκολο να πιστέψει κανείς πως πάει πια, δεν χρειάζεται να ξέρει κανείς να οδηγεί, τα συστήματα τα κάνουν όλα γι' αυτόν, άντε κι έγιναν όλοι ίδιοι. Μόνο που στην πραγματική ζωή δεν είναι καθόλου έτσι. Είναι αλήθεια πως τα ηλεκτρονικά συστήματα μπορούν να βοηθήσουν κάποιον αναβάτη, άπειρο ή έμπειρο αδιάφορο, να την γλιτώσει κάποια στιγμή. Ο λιγότερο ικανός όμως θα παραμείνει σ' αυτό το επίπεδο, ενώ ο καλύτερος αναβάτης θα αφιερώσει χρόνο και φαιά ουσία για να κατανοήσει πλήρως και εμπειρικά την λειτουργία του κάθε συστήματος. Μετά, έρχεται το επόμενο στάδιο, η πλήρης εκμετάλλευση των νέων δυνατοτήτων που προσφέρει το κάθε καλοσχεδιασμένο σύστημα. Βοηθούν τα ηλεκτρονικά στην εξέλιξη των αναβατών; Σίγουρα ναι. Κανείς αναβάτης δεν μπορούσε ποτέ να οδηγεί με μπλοκαρισμένους τους τροχούς. Το σύνηθες ήταν ένα ξαφνικό μπλοκάρισμα και εξίσου αστραπιαία, επώδυνη πτώση. Αυτό που αλλάζει είναι πως τώρα ο αναβάτης προειδοποιείται για το όριο της πρόσφυσης και του μπλοκαρίσματος, και ρυθμίζει το φρενάρισμά του ανάλογα, πετυχαίνοντας πολύ πιο εύκολα τη μέγιστη επιβράδυνση. Αυτό και μόνο απελευθερώνει ένα κομμάτι από την υπολογιστική ισχύ του εγκεφάλου του, που δεν χρειάζεται πια να ασχολείται με το συγκεκριμένο θέμα, τουλάχιστον όχι τόσο πολύ. Αν προσθέσει κανείς τις αντίστοιχες μειώσεις απαιτήσεων σε υπολογιστική ισχύ και στα θέματα της πρόσφυσης, της απόκρισης – απόδοσης του κινητήρα και της λειτουργίας των αναρτήσεων που άρχισαν πια να προσαρμόζονται στις συνθήκες της κάθε στιγμής, ο αναβάτης έχει πια το περιθώριο να ασχοληθεί την αξιοποίηση όλων αυτών, με τις γραμμές του, με τις εντολές του προς την μοτοσυκλέτα, έτσι όπως ποτέ πριν δεν μπορούσε να κάνει. Γι' αυτό κι ακόμα δεν μπορούμε να ξέρουμε σε ποιο οδηγικό επίπεδο μπορούν να μας φτάσουν. Ακόμα και οι αναβάτες – θεοί των MotoGP μπορεί να αναπολούν τις μέρες χωρίς ηλεκτρονικά "βοηθήματα", τουλάχιστον όσοι έμαθαν αρχικά να τρέχουν χωρίς αυτά, αλλά δεν θα μπορούσαν να πάνε το ίδιο γρήγορα χωρίς αυτά. Και πάλι, μιλάμε για τους καλύτερους του κόσμου, με τις καλύτερες μοτοσυκλέτες, που τρέχουν σε συγκεκριμένες συνθήκες μιας κλειστής πίστας. Στους δρόμους, είναι μια άλλη ιστορία. Για ρωτήστε τους, πόσοι από αυτούς τους υπερ-αναβάτες κυκλοφορούν με μοτοσυκλέτα στο δρόμο; Αν υπάρχει κάποιος, θα είναι η εξαίρεση.

Χρειάζεται να έχει κανείς πρότερη εμπειρία σε "αναλογικές" μοτοσυκλέτες, για να εκτιμήσει τις "ψηφιακές"; Όχι απαραίτητα. Μπορεί να είναι και καλύτερα να μην έχει. Είναι δύσκολο για τους περισσότερους να αποβάλλουν συνήθειες και προκαταλήψεις ετών. Το πραγματικό αποτέλεσμα θα το δούμε στους αναβάτες των επόμενων γενεών, που θα έχουν μάθει να βρίσκουν νέα όρια μόνο πάνω σε νέες μοτοσυκλέτες.

Ο τίτλος αυτού του editorial είναι παραπλανητικός. Η τέχνη δεν τελειώνει, εξελίσσεται. Το ίδιο και οι αναβάτες. Αυτό που αλλάζει μαζί με την τεχνολογία των μοτοσυκλετών είναι το είδος της εμπλοκής του αναβάτη, ποια πράγματα χρειάζεται να σκέφτεται, πότε και πόσο. Η ουσία όμως, παραμένει ίδια. Κατανόηση, εφαρμογή, εξέλιξη. Έτσι κι αλλιώς, η κίνηση μιας μοτοσυκλέτας και στους τρεις άξονες του χώρου (ταυτόχρονα!) και το πλήθος των ερεθισμάτων που δέχεται ο αναβάτης της, απαιτεί πολύ πιο ουσιαστική εμπλοκή απ' ότι ένα αυτοκίνητο. Επιβάλλεται άλλωστε, καθώς οι συνέπειες του κάθε λάθους μπορεί να είναι πολύ χειρότερες. Από τη μια, φοβάμαι πως οι οδηγοί των σύγχρονων αυτοκινήτων μπορεί να γίνονται καλοί χειριστές αλλά σπάνια πραγματικά καλοί οδηγοί, καθώς δεν αποκτούν εμπειρία για την δυναμική συμπεριφορά του αυτοκινήτου όταν πια οι νόμοι της φυσικής ορίζουν την πορεία του. Μερίδιο ευθύνης εδώ, ειδικά στα αυτοκίνητα, έχουν και οι πωλητές, όπως και πολλοί "δημοσιογράφοι", που επιμένουν "αυτό δεν κολλάει πουθενά, τα κάνει όλα μόνο του, πάντα θα σε σώζει". Μια ματιά στις μπαριέρες και τα χαντάκια του δρόμου πάει στο χιονοδρομικό του Παρνασσού, τις μέρες που ο δρόμος είναι χιονισμένος ή και παγωμένος, δίνει μια καλή άποψη: Ειδικά αυτά που υποτίθεται πως είναι άτρωτα, όπως οι μεγάλες ψηλές τζιπούρες, πάνε στου χαντάκ' χωρίς δεύτερη συζήτηση, αν ο οδηγός τους πιστέψει τους ισχυρισμούς πωλητών και εταιριών. Το ίδιο ισχύει και στις μοτοσυκλέτες. Τα συστήματα δεν είναι πανάκεια, απλά σου βγάζουν μερικές σκοτούρες απ' το κεφάλι σου, αφήνοντάς σε να ασχοληθείς με άλλα ζητήματα. Το γεγονός πως η οδήγηση μοτοσυκλέτας απαιτεί το 100% της προσοχής σου, δεν αλλάζει. Αποδεδειγμένα όμως, τα συστήματα αυτά μειώνουν τις συνέπειες μιας λάθος εκτίμησης και μας βοηθούν να πάμε πιο γρήγορα, με περισσότερη ασφάλεια.

Κάθε εξέλιξη φέρνει νέες απαιτήσεις. Όταν το φαίρινγκ της BMW R100RS και τα άλλα full fairing που ακολούθησαν έκαναν εφικτό το πολύωρο ταξίδι μεγάλων ταχυτήτων, έθεσε και μια σειρά νέων, αυξημένων απαιτήσεων σε λάστιχα, αναρτήσεις, φρένα, πλαίσια... Όσο ανέβαιναν οι ιπποδυνάμεις και οι ταχύτητες, ανέβαιναν κι ένα σκαλί οι απαιτήσεις, όχι μόνο για την υπόλοιπη μοτοσυκλέτα, αλλά και για τον αναβάτη της. Όταν δεν υπήρχαν ρυθμίσεις αναρτήσεων, δεν ασχολούνταν κανείς μαζί τους κι όλα καλά, πορευόσουν μ' αυτά που είχες. Βάλε όμως στην εξίσωση τις πλήρως ρυθμιζόμενες αναρτήσεις με hi-low speed συμπίεση, προφορτίσεις, επαναφορές, ύψος πίσω ανάρτησης, σκληρότητες ελατηρίων, ύψος στάθμης λαδιού και διαφορετικό ιξώδες, κι έχεις ένα λαμπρό νέο πεδίο γνώσης και πειραματισμών που οδηγεί και σε καλύτερη κατανόηση της συμπεριφοράς της μοτοσυκλέτας, και σε βελτίωση της συμπεριφοράς της, και σε πιο σκεπτόμενους αναβάτες, και σε πρόοδο των ίδιων των αναρτήσεων.

Φυσικά, το κάθε ηλεκτρονικό σύστημα που είναι προγραμματισμένο να λειτουργεί και να επεμβαίνει με ένα συγκεκριμένο τρόπο, έχει και ένα εγγενές και ουσιώδες μειονέκτημα: Είναι τόσο καλό (ή κακό) όσο του επιτρέπουν οι παράμετροι της λειτουργίας του. Μπορεί οι κατασκευαστές να λένε πως προγραμματίζουν τα συστήματά τους να αντιδρούν όπως θα ήθελε ένας έμπειρος αναβάτης, πιπιλίζοντας παράλληλα την καραμέλα της ασφάλειας, η πραγματικότητα όμως είναι πως στόχος των πωλήσεών τους δεν είναι το μικρό ποσοστό των πραγματικά καλών αναβατών, αλλά η μετριότητα της μάζας, που ελπίζουν να ψήσουν πως η υπερμοτοσυκλέτα τους δεν αποτελεί απειλή, αλλά ευεργέτημα. Πως θα τους ανεβάσει σε οδηγικές απολαύσεις παραδεισένιες, σε μέρη μακρινά κι ονειρεμένα, πως θα τους κάνει καλύτερους απ' ότι είναι. Μόνο που αυτό δεν γίνεται. Κανείς προγραμματιστής δεν μπορεί να προβλέψει τις καταστάσεις που θα προκύψουν στην πραγματική ζωή, το ίδιο όπως κανείς κατασκευαστής κράνους δεν μπορεί να προβλέψει όλους τους πιθανούς τρόπους και τόπους πρόσκρουσης του ξερού μας κεφαλιού που θα φοράει το κράνος. Η ασφάλεια όμως είναι το μεγάλο εμπόρευμα των ημερών μας, κι αυτό μας πουλάνε όλοι. Η αλήθεια είναι πως με ηλεκτρονικά ή χωρίς, η μοτοσυκλέτα παραμένει υπέροχα επικίνδυνη, και γι' αυτό την αγαπάμε. Φαίνεται πως μας χρειάζεται να νιώθουμε πως για μια ακόμη μέρα, για μια ακόμη βόλτα, τα καταφέραμε με την αξία μας απέναντι στους κινδύνους. Με βοηθήματα ή χωρίς. Κι αν μια μέρα βγει το απόλυτα ασφαλές μοντέλο που με τίποτα δεν θα σε αφήσει να κινδυνεύσεις, 1) Δεν θα είναι μοτοσυκλέτα, και 2) Δεν θα έχει ενδιαφέρον.