Editorial 646 - Εξίσου επικίνδυνο και το «αργά βαδίζω, ζωή κερδίζω»

Από το

motomag

1/9/2023

Όπως ακριβώς οι ανοιξιάτικοι μήνες χωρίς βροχή γεμίζουν τους δρόμους με ξεκράνωτους και σαγιονάρες, γιατί ως γνήσιος χρήστης δικύκλου και όχι ως μοτοσυκλετιστής πραγματικός, απεχθάνεται την βροχή ο ξεκράνωτος σαγιονάρας, έτσι και ο Σεπτέμβριος σηματοδοτεί την επιστροφή του «όλο αριστερά, δικαίωμά μου είναι». Έχουμε εξαντλήσει το θέμα της καταπάτησης των ορίων ταχύτητας και μάλιστα μέσα στις πόλεις και τα χωριά της χώρας που μαζί με μία ακόμη σωρεία παραβιάσεων αποτελούν βασική αιτία για την τραγική πρωτιά της χώρας σε τροχαία δυστυχήματα. Ακριβώς επειδή έχουμε εξαντλήσει τα θέματα αυτά, πρέπει να μιλήσουμε και για ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα στους δρόμους αυτής της χώρας για το οποίο ελάχιστα έχουν ειπωθεί. Εξίσου προβληματική συμπεριφορά με εκείνον που τρέχει παραπάνω, επιδεικνύει και εκείνος που πηγαίνει σιγά σε λεωφόρους και δρόμους που το όριο δεν είναι 50 χ.α.ω αλλά παραπάνω. Δεν μιλάμε για την Ε.Ο. λοιπόν που σε σημεία ισχύει το 130 χ.α.ω και σπάνια θα δεις κάποιον ξεχασμένο αριστερά, αλλά για κάτι πολύ πιο άμεσο, πολύ πιο επικίνδυνο επίσης που το βλέπουμε συνέχεια και πιο έντονα στην αρχή του Φθινοπώρου: Να οδηγεί κανείς αργά στην αριστερή λωρίδα.

Στην Αυστρία το να οδηγείς συνέχεια αριστερά επισύρει πρόστιμο, στην Γερμανία δεν διανοείται κανείς να κολλήσει αριστερά όχι μόνο στα λίγα πλέον σημεία που δεν υπάρχει όριο ταχύτητας, αλλά γενικά σε όλο το δίκτυο. Νιώθω τυχερός που μπορώ να μιλάω βασισμένος στην εμπειρία, οπότε μετρήστε πως εκτός Βαλκανίων κανείς δεν οδηγεί στο αριστερό ρεύμα πηγαίνοντας κάτω από το ανώτατο όριο ταχύτητας, αλλά μένει κολλημένος σε αυτό. Στις ΗΠΑ υπάρχουν δρόμοι με αμέτρητες λωρίδες ανά κατεύθυνση και όρια ταχύτητας που παρακολουθούνται πολύ αυστηρά. Οδηγούν λοιπόν σε όλες τις λωρίδες κοντά στο όριο και εκνευρίζονται με τους οδηγούς που δεν κάνουν το ίδιο. Στις Σκανδηναβικές χώρες δεν υπάρχει εκτεταμένο δίκτυο αυτοκινητόδρομων, η Νορβηγία έχει ελάχιστα χιλιόμετρα και όλα στο νότιο τμήμα, δεν χρειάζεται όλο το χρόνο στο βόρειο κομμάτι της έτσι κι αλλιώς. Τα όρια τηρούνται ευλαβικά και τα πρόστιμα είναι βαριά, δεν θα δεις όμως και κανέναν να πηγαίνει με 70 χ.α.ω εκεί που το όριο είναι 90, των φορτηγών συμπεριλαμβανομένων.

Ξεχασμένος λοιπόν στην αριστερή λωρίδα με τους υπόλοιπους να προσπερνούν από δεξιά, αγνοώντας εκείνους που τον αγριοκοιτούν είναι μονάχα ο Έλληνας σε μεγάλο βαθμό και σε μικρότερη επέκταση ο Βαλκάνιος. Έχω γυρίσει όλες τις χώρες, από εκείνες που κακώς ή από σπόντα της ιστορίας νοούνται ως τέτοιες, ή είναι απλά ένα ιδιαίτερο καθεστώς εδάφους όπως το Γριβραλτάρ, το Μονακό, το Λιχτενστάιν και έπειτα όλες τις μικρές και τις μεγάλες και φυσικά κάθε σπιθαμή των Βαλκανίων, με τους χωματόδρομους να συμπεριλαμβάνονται. Σας το ξανά λέω πως αυτό το κόλλημα με την αριστερή λωρίδα το έχουμε μόνο εμείς και το έχουμε γιατί υπάρχει -δυστυχώς- τεράστια ανοχή με εκείνους που πηγαίνουν πολύ γρήγορα. Το «έλα μωρέ όποτε θέλω τρέχω» λειτουργεί στο μυαλό εκείνου που καθυστερεί την ροή των αυτοκινήτων ως μαξιλάρι ύπνου. Ο Δανός θα πάρει τηλέφωνο και θα δώσει στην αστυνομία τα στοιχεία σου αν τον προσπεράσεις με 200χ.α.ω. Ο Δανός αστυνομικός που βρίσκεται λίγο πιο κάτω γιατί δεν χρειάζεται να κάνει τον σφραγιδάκια κλεισμένος μέσα στο τμήμα πάνω από ένα πάκο χαρτιά, ούτε τον υπηρέτη πολιτικών και επιχειρηματικών με μέσο και την ταμπέλα του φύλακα προστασίας, θα σε σταματήσει και είναι βέβαιο πως δεν θα την γλιτώσεις. Πιο ελαστικοί σε συμπεριφορά οι Νορβηγοί και ακόμη περισσότερο οι Σουηδοί, αλλά ούτε και εκεί θα την γλιτώσεις αν το παρακάνεις και το αποτέλεσμα είναι ένα: Σπάνια βλέπεις κάποιον να πηγαίνει πολύ γρήγορα, πολύ πάνω από το όριο. Εξίσου όμως σπάνια θα συναντήσεις κάποιον να πηγαίνει πολύ πιο κάτω από το όριο.

Ο υπαίτιος της διατάραξης της φυσιολογικής ροής σε μία λωρίδα, είτε επειδή πηγαίνει αργά αριστερά, είτε γιατί έχει παρανόμως σταματήσει τέρμα δεξιά μπροστά σε είσοδο καταστήματος για να μην περπατήσει, ευθύνεται για την αύξηση της ταχύτητας των οχημάτων αμέσως αφότου τον προσπεράσουν αλλά και για την αργή κίνησή τους πίσω τους. Οι δρόμοι θα πρέπει να είναι σωλήνες, όχι μπουκάλια κρασιού στιβαγμένα το ένα πίσω από το άλλο, όπως είναι τώρα. Επιβραδύνεις στον λαιμό του μπουκαλιού γιατί κάποιος πηγαίνει αργά ή επειδή άργησε να ξεκινήσει στο φανάρι, αναπτύσσεις ταχύτητα και ξανά βρίσκεις ροή για λίγο μέχρι να την ξανά χάσεις στον επόμενο λαιμό που θα συναντήσεις μπροστά σου.

Ως Έλληνες πολίτες που έχουμε μόνο δικαιώματα και καθόλου ευθύνες, μπερδεμένοι και για τα δικαιώματά μας μερικές φορές με κορυφαίο παράδειγμα: «πληρώνω δημοτικά τέλη, δικαίωμά μου να πετάξω το σκουπίδι κάτω, να έρθουν οι υπάλληλοι να το μαζέψουν», αδυνατούμε να καταλάβουμε πόσο μεγάλο ζήτημα είναι να πηγαίνει κανείς αργά αριστερά ή να αργεί να ξεκινήσει στο φανάρι. Όχι μόνο να ξεχαστείς και να σου κορνάρουν αλλά και το να ξεκινήσεις μετά τον μπροστινό σου αντί για μαζί του, εμπίπτει επίσης στην παραπάνω λανθασμένη συμπεριφορά. Ελάχιστα τέτοια παραδείγματα στην υπόλοιπη Ευρώπη, καθημερινή η κατάσταση στους Ελληνικούς δρόμους. Πείτε λοιπόν στους δικούς σας ανθρώπους πως αν τους προσπερνούν από δεξιά δεν είναι όλοι «ζουλάπια που δεν σέβονται τίποτα», ούτε «τεντηπόϊδες που τρέχουν, ανεύθυνοι κτλ», το λάθος είναι που βρίσκονται εκείνοι στην αριστερή λωρίδα. Κανείς δεν σου λέει να βιάζεσαι, αλλά να μην βιάζεσαι μένοντας δεξιά, αυτή είναι η μεγάλη διαφορά. Και είναι κάτι που μπορεί να αλλάξει την εικόνα εκεί έξω. Η δικαιολογία επίσης «πηγαίνω στο όριο, είναι παράνομη η προσπέραση» μπορεί να υπάρξει μόνο αν αυτό το όριο τηρείται ευλαβικά και όχι στο περίπου. Αν το όριο είναι 70 χ.α.ω. και πηγαίνεις με 65, τότε το πρόβλημα είναι δικό σου και κακώς βρίσκεσαι δεξιά. Κι ένα τελευταίο: Δικαστές και ισχυρογνώμονες έχουμε γεμίσει. Δεν ξέρεις αν πεισμώνοντας στην αριστερή λωρίδα καθυστερείς κάποιον που σε ενδεχόμενο δικαστήριο θα αθωωθεί παραβιάζοντας το όριο γιατί τα δικαστήρια κάνουν και αυτό, αθωώνουν αν αποδείξεις πως υπήρχε σοβαρός λόγος που έτρεχες. Γίνεται να έχουν όλοι νομικά σωστό λόγο που παραβιάζουν το όριο; Σίγουρα δεν έχουν. Αλλά δεν ξέρεις αν εκείνος που ανάβει τα φώτα είναι ο ένας στο εκατομμύριο, για αυτό κάνει στην άκρη και άφησέ τον να φύγει. Δεν επεκτείνομαι στην περίπτωση της βραδυπορίας που επίσης τιμωρείται διοικητικά από τον Κ.Ο.Κ όπως και την είσοδο οχημάτων σε δρόμους που απαγορεύεται να κινούνται, όπως πατίνια σε λεωφόρους και ποδήλατα σε Ε.Ο. Διότι είναι διαφορετικές περιπτώσεις καθώς εκεί η επικινδυνότητα αλλά και η παρανομία αναγνωρίζεται από εκείνον που την εκτελεί εκείνη την στιγμή, ενώ η πιο πάνω συμπεριφορά δεν λογαριάζεται ως επικίνδυνη και υπαίτια για την αύξηση της κίνησης στους αστικούς δρόμους.

 

editorial τ.531 - άνθρωποι και μοτοσυκλέτες

Από το

Μαύρο Σκύλο

31/1/2014

Zήσαμε την άνοδο και την κορύφωση της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, τώρα ζούμε την παρακμή της. Κι όχι μόνο σε απόλυτους αριθμούς. Το 2007, όταν οι συνολικές πωλήσεις δικύκλων πλησίαζαν τις μαγικές 100.000 μονάδες, οι μοτοσυκλέτες ήταν το 23% της αγοράς, με το υπόλοιπο 70% να είναι παπιά και σκούτερ. Σήμερα έχουμε φτάσει σε άλλα ποσοστά: Τα σκούτερ σήμερα αντιπροσωπεύουν το 60% της αγοράς, τα παπιά 30% και οι μοτοσυκλέτες έχουν κάτω από 10%. Κι αυτά τα ποσοστά δεν αντιπροσωπεύουν το τζίρο σε χρήματα, αφού τις καλές χρονιές οι μοτοσυκλέτες που πωλούνταν ήταν σαφώς μεγαλύτερες και ακριβότερες απ' ότι σήμερα. Σε επίπεδο πωλήσεων μοτοσυκλετών, έχουμε γυρίσει πίσω στα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του '90. Τότε όμως κανείς δεν μιλούσε για κρίση, με βάση τις πωλήσεις μοτοσυκλετών. Η αγορά, οι αντιπροσωπείες και τα καταστήματα, ήταν λίγο πολύ σεταρισμένα για τις πωλήσεις της εποχής. Αυτό που κάνει τις σημερινές πωλήσεις να φαίνονται απελπιστικά λίγες, είναι πως η αγορά τις εποχές της αφθονίας γιγαντώθηκε, κι ο αριθμός των καταστημάτων πολλαπλασιάστηκε. Ανάλογα, κι ακόμα πιο γιγαντωμένα, ήταν τα φαινόμενα στο χώρο του αυτοκινήτου, όπου κάθε κωμόπολη απέκτησε γιγαντιαίες κάθετες μονάδες, που δεν έμελλε να ζήσουν πολύ. Όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν, οι αντιπροσωπείες άρχισαν να συρρικνώνονται, και πραγματικά, πολλές από αυτές δεν είναι παρά φαντάσματα του παλιού τους εαυτού. Η επιβίωση είναι ο πρώτος και τελευταίος στόχος. Και λογικά. Εκεί που δεν είμαι σίγουρος πως γίνονται οι σωστές κινήσεις, είναι στις μεθόδους με τις οποίες η κάθε αντιπροσωπεία υπολογίζει πως θα επιβιώσει. Δυστυχώς, υπάρχουν κάποιες αντιπροσωπείες που έχουν ξεγράψει λίγο-πολύ τις μοτοσυκλέτες, κι έχουν απολύσει όσα στελέχη τους ήξεραν από μοτοσυκλέτες. Μπορεί κάποιοι να πιστεύουν πως δεν χρειάζεται να έχεις γνώσεις για μοτοσυκλέτες για να πουλήσεις σκούτερ και παπιά, μπορεί και να πιστεύουν πως οι δύο χώροι (μοτοσυκλετών και σκούτερ – παπιών) δεν συνδέονται μεταξύ τους, πως η αγορά μπορεί να ζήσει και χωρίς τις μοτοσυκλέτες. Μάλλον όμως κάνουν λάθος. Είναι αδύνατον να γνωρίζουμε ακριβή ποσοστά, αλλά είναι σίγουρο πως πάρα πολλοί από αυτούς που αγοράζουν σκούτερ και παπιά είναι μοτοσυκλετιστές που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν μοτοσυκλέτα, ή να έχουν και μοτοσυκλέτα και κάποιο σκούτερ, όπως παλιά.

Με ενοχλεί αφάνταστα όταν τα σκούτερ και τα παπιά αντιμετωπίζονται ως απρόσωπα εμπορεύματα, απογυμνωμένα και απομακρυσμένα από όλη την κουλτούρα του μοτοσυκλετισμού. Ακόμα περισσότερο με πικραίνει όταν και οι μοτοσυκλέτες αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, όταν επικρατεί η νοοτροπία του «εμπορεύματα είναι κι αυτά, αρκεί ένας τυχαίος πωλητής χωρίς καμία εξειδικευμένη γνώση για να τα πουλήσει». Είναι κλασικό πια το επιχείρημα: Οι μοτοσυκλέτες δεν είναι πλυντήρια. Σπάνια έχουμε περισσότερες απαιτήσεις από ένα πλυντήριο, εκτός από το να κάνει την δουλειά του χωρίς να μας απασχολεί. Οι μοτοσυκλέτες όμως έχουν κάτι πολύ παραπάνω από μια λευκή συσκευή: Γίνονται μέρος της ζωής μας με ένα τρόπο που κανένα άλλο αγαθό δεν μπορεί να πετύχει, και σίγουρα κανένα άλλο μηχανοκίνητο όχημα. Για την δημιουργία κάθε μοτοσυκλέτας, έχουν δουλέψει άνθρωποι που διαθέτουν παρόμοια τρέλα με την δική μας, που απολαμβάνουν τα ίδια πράγματα, που έχουν πονέσει κι αυτοί από πτώσεις, που έχουν απογοητευτεί από τις όποιες δυσκολίες κι έχουν χαρεί από τις επιτυχίες, όπως κι εμείς. Στο δικό μου μυαλό είναι ξεκάθαρο: Τέτοιοι άνθρωποι χρειάζονται, από εκείνους που κάνουν την αρχική σύλληψη και εξέλιξη ενός μοντέλου, μέχρι εκείνους που μας παραδίδουν τα κλειδιά όταν την αγοράζουμε από το κατάστημα, μέχρι εκείνους που θα μας την κάνουν service μετά κι εκείνους που θα μας πουλήσουν ανταλλακτικά και αξεσουάρ. Δυστυχώς, ένα γενικευμένο πια φαινόμενο είναι να απολύονται «οι παλιοί που ξέρουν», γιατί είναι υψηλότερα αμειβόμενοι, και να αντικαθίστανται (;) από όσο πιο χαμηλά αμειβόμενους γίνεται, με την ελπίδα πως θα κάνουν την ίδια δουλειά. Τέτοιο αυτο-παραμύθιασμα; Βγάζεις τον τετρακύλινδρο κινητήρα ενός superbike και τον αντικαθιστάς με έναν no name αλυσοπρίονου προελεύσεως βαθιάς Κίνας, και περιμένεις να έχει τις ίδιες επιδόσεις; Κι όχι μόνο, αλλά να τρέξουν και οι αγοραστές να δώσουν προκαταβολές για να το αγοράσουν;

Κι οι άνθρωποι που πραγματικά ξέρουν δεν είναι αυτοί που μόλις πήραν ένα πτυχίο, αλλά αυτοί που έχουν την εξειδικευμένη εμπειρία και τις ικανότητες που δεν αποκτώνται παρά μόνο με την πολυετή ενασχόληση με το προσωπικό τους όνειρο. Με αφορμή το Fireblade SP, ήρθαν στο μυαλό μου δύο τέτοιοι άνθρωποι που σχετίζονται μαζί του, ο Tadao Baba και ο Dave Hancock, που η επαγγελματική πορεία τους δείχνει ξεκάθαρα πόσο πολύτιμοι είναι οι αντίστοιχοι άνθρωποι, όταν η εταιρία στην οποία εργάζονται τους αξιοποιεί κατάλληλα. Κανείς από τους δυό τους δεν είχε τα τυπικά προσόντα που θεωρητικά θα απαιτούσαν οι θέσεις που είχαν αργότερα. Ο Tadao Baba, πατέρας του Fireblade, είναι 68 ετών σήμερα. Όταν ήταν 14, αγόρασε ένα παπί, και το όνειρό του ήταν να γίνει εργοστασιακός αναβάτης της Honda. Στα 18 του, ξεκίνησε να εργάζεται στο μηχανουργείο του εργοστασίου της Honda στην Saitama, φτιάχνοντας κάρτερ και κεφαλές για τα CB72 και CB77. Τρία χρόνια αργότερα, τον έκαναν αναβάτη δοκιμών στο τμήμα R&D γιατί ήταν καλός αναβάτης, κι έφτασε μάλιστα να κερδίσει το εθνικό πρωτάθλημα στα 125, το 1970. Οι επιτυχίες του στους αγώνες έγιναν αφορμή να τον προσέξει ο Soichiro Honda, κι αναγνωρίζοντας στον Baba το αντισυμβατικό πνεύμα που χαρακτήριζε και τον ίδιο, όχι μόνο έγιναν φίλοι, αλλά όταν είδε πως η κατανόησή του για τις μοτοσυκλέτες και τον τρόπο που εξελίσσονται ήταν αυτή που ήθελε για την εταιρία του, του ανέθεσε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των μελλοντικών μοτοσυκλετών της Honda, γράφοντας στα παλιά του παπούτσια την έλλειψη πτυχίων και τίτλων. Αν και ο Baba ήταν υπεύθυνος για την εξέλιξη πολλών μοτοσυκλετών δρόμου αλλά και εκτός δρόμου της Honda, εμείς τον γνωρίζουμε περισσότερο ως πατέρα των Fireblade, και ειδικά του επαναστατικού πρώτου. Το '87 του ζητήθηκε να αναλάβει εξ ολοκλήρου την ευθύνη για την εξέλιξη του νέου superbike της Honda, στην θέση του Yoichi Oguma, που έγινε πρόεδρος του HRC. Aυτό δείχνει πόσο τον εκτιμούσαν στην Ηοnda, αλλά και πόσο σημαντικό θεωρούσαν αυτό το project. Ο Baba ήταν αγχωμένος φυσικά, αλλά από την άλλη ήταν και στο στοιχείο του: «Τρελαίνομαι να οδηγώ σπορ μοτοσυκλέτες, να έχω αυτό το συναίσθημα ικανοποίησης όταν καταφέρνω να τις ελέγχω όπως θέλω. Στόχος μου ήταν να δημιουργήσω μια μοτοσυκλέτα εύκολη στην οδήγηση, που να περιγράφεται από τις λέξεις «Total Control», την ιδανική μου superbike». Αρχικά, δεν ήταν σίγουροι ούτε για τον κυβισμό, αλλά ο Baba ήθελε χαμηλό βάρος, κι έθεσε ως στόχο τα 190 κιλά, που για τότε ήταν πολύ λίγα. Αρνήθηκε να συμβιβαστεί και να βαρύνει την μοτοσυκλέτα του, απαιτώντας να ξανασχεδιαστούν τα πάντα, ακόμα κι αρνούμενος να συζητήσει περί upside down πιρουνιού, αφού ήταν πιο βαριά. Το συμβατικό πιρούνι που εξέλιξε για το Fireblade δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Παρτά το ότι ήταν εμπειρικός μηχανολόγος και όχι σπουδαγμένος, το CBR900RR ήταν η πρώτη Honda που σχεδιάστηκε με τεχνολογία CAD και την θεωρία της συγκέντρωσης της μάζας κοντά στο κέντρο βάρους, βάζοντας τις βάσεις για όλες τις superbike που ακολούθησαν. Λιγότερο από δύο χρόνια μετά, ο Tadao Baba στάθηκε μπροστά στους αναβάτες εξέλιξης της Ηοnda, που ήταν έτοιμοι να οδηγήσουν τα πρωτότυπα στην πίστα της Suzuka, και τους είπε: «Κύριοι, σήμερα θα οδηγήσετε μια επαναστατική μοτοσυκλέτα». Και η συνέχεια της ιστορίας τον δικαίωσε.

Ανάμεσα σε αυτούς τους αναβάτες δοκιμών ήταν και ο Βρετανός Dave Hancock, που μόλις πριν δυό μέρες είχε αναλάβει τέτοιο ρόλο. Πως έφτασε ως εκεί; Οδηγούσε από 8 ετών. Παράτησε το σχολείο στα 16, για να γίνει μηχανικός μοτοσυκλετών, και στα 20 έτρεχε αγώνες ταχύτητας με ένα Yamaha TR3. Kατάλαβε όμως πως ήταν καλύτερος μηχανικός απ' ότι αναβάτης που θα έπαιρνε πρωταθλήματα, και κατάφερε να γίνει μηχανικός του Steve "Stavros" Parrish, team mate του Barry Sheene. Aργότερα, έφτιαχνε τους αγωνιστικούς κινητήρες για τον Kenny Roberts, κι όταν τελείωσε την καριέρα του ως μηχανικού, δοκίμασε να γίνει πωλητής μοτοσυκλετών, αλλά όπως λέει «δεν ήμουν και πολύ καλός, οπότε με έκαναν διευθυντή». Στην Ηοnda πήγε το 1987, και το 1989 έγινε, μετά από μια συνέντευξη που ο ίδιος θεώρησε πως δεν πήγε καλά, διευθυντής πωλήσεων για την Honda UK. Mέχρι τότε, οι αναβάτες εξέλιξης της Honda ήταν ιάπωνες, που δεν έκαναν και έντονη κριτική στις μοτοσυκλέτες που δοκίμαζαν, για να μην... στεναχωρήσουν τους υπεύθυνους εξέλιξης. Το R&D της Honda όμως ήθελε να το αλλάξει αυτό, και ρώτησαν τον Hancock αν μπορούσε να οδηγήσει γρήγορα. Φυσικά, τους απάντησε ο πρώην αγωνιζόμενος μια Πέμπτη. Πολύ ωραία, του απάντησαν, την Δευτέρα το πρωί να είσαι στην Suzuka! Ακόμη δεν ήξερε τι θα οδηγούσε, αλλά όταν έφτασε εκεί και άκουσε τις δηλώσεις του Tadao Baba, βρήκε μπροστά του δύο πρωτότυπα, ένα 750 κι ένα 900 κυβικών. Παρέα με αυτά, είχαν GSX-R1100 και FZR1000. To Fireblade είχε σχεδιαστεί αρχικά ως 750, και για να βάλουν τον κινητήρα των 900 κυβικών έκοψαν κι έραψαν το πλαίσιο, κάτι που έκανε την αρχική γεωμετρία να πάει περίπατο. «Δεν έστριβε με τίποτα, έχανε το μπροστινό στο τελευταίο σικαίην της Suzuka. Kάπως έτσι καταλήξαμε με εμπρός ζάντα 16 ιντσών αλλά με προφίλ ελαστικού που του έδινε την συνολική διάμετρο ενός τροχού 17 ιντσών... Πάντα ισχυριζόμασταν πως το είχαμε ειδικά σχεδιάσει, αλλά η αλήθεια είναι πως το κάναμε για να διορθώσουμε την λάθος γεωμετρία», εξηγεί ο Hancock. Έτσι, από γενικός διευθυντής πωλήσεων έγινε αναβάτης εξέλιξης, κι όχι μόνο έχει εξελίξει όλα τα Fireblade μέχρι το SP, αλλά διαθέτοντας την σπάνια ικανότητα να αντιλαμβάνεται τι πάει στραβά με μια μοτοσυκλέτα και να προτείνει ταυτόχρονα λύσεις, σύντομα ο ρόλος του αναβαθμίστηκε. Λίγο πριν την παρουσίαση του ST1300 Paneuropean, προειδοποίησε πως η μοτοσυκλέτα συνέχιζε να έχει πρόβλημα σταθερότητας όταν η θερμοκρασία του κινητήρα ζέσταινε τις βίδες που έδεναν τον κινητήρα με το πλαίσιο. Και με το ψαλίδι να στηρίζεται μόνο στον κινητήρα, η σταθερότητα πήγαινε περίπατο. Οι συνάδελφοί του στην Honda τον κατηγόρησαν πως ήταν υπερβολικά επικριτικός, αλλά όταν έγινε η παρουσίαση και όλοι οι δημοσιογράφοι παραπονέθηκαν, την επόμενη κιόλας μέρα του τηλεφώνησε ο ίδιος ο πρόεδρος του R&D και του ανέθεσε την εξής ευθύνη: Από τότε και στο εξής, καμία μοτοσυκλέτα δεν θα έπαιρνε έγκριση παραγωγής από το R&D, αν δεν είχε δώσει το ΟΚ ο Hancock! Αυτό ισχύει ακόμα και σήμερα, που ο Hancock έχει την θέση του επικεφαλής προγραμματισμού προϊόντων και εξέλιξης της Honda Motor Europe.

Για σκεφτείτε το: Ένας άνθρωπος που παράτησε το σχολείο στα 16 του για να γίνει μουτζούρης, έχει την ευθύνη για κάθε ένα νέο Honda: Αν δεν υπογράψει, δεν βγαίνει σε παραγωγή. Κι ένας άλλος πιτσιρικάς παπόβιος, που ξεκίνησε ως μουτζούρης κι αυτός, καθόρισε την εξελικτική πορεία όλων των supersport μοτοσυκλετών. Γι' αυτό και τις αγαπάμε ακόμα περισσότερο όταν μαθαίνουμε τέτοιες ιστορίες, που μας θυμίζουν και μας επιβεβαιώνουν πως οι άνθρωποι και μόνο οι άνθρωποι είναι αυτοί που με τα ελαττώματα και τα προτερήματά τους, την γνώση και την εμπειρία τους, κάνουν τις μοτοσυκλέτες σημαντικές για την ζωή μας. Γι' αυτό οι μοτοσυκλέτες είναι και θα είναι πολύ πιο ανθρώπινες από οποιοδήποτε άλλο «προϊόν», γι' αυτό και τις έχουμε στην καρδιά μας. Και τους αξίζει μια καλύτερη τύχη, ακόμα και στην Ελλάδα της κρίσης.