Editorial 648 - “Ξέρω την θέση μου”

Από το

motomag

1/11/2023

Η Allyson Michelle Felix είναι Αμερικανίδα αθλήτρια του στίβου που στα 32 της χρόνια είχε συγκεντρώσει έντεκα χρυσά μετάλλια σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα στα 200μ, 400μ και σκυταλοδρομίας καθώς και άλλα έξι χρυσά σε Ολυμπιακούς αγώνες. Αμέσως μετά από αυτό, στην ιστορία της ανθρωπότητας έγραψε το όνομά της ως η καλύτερη αθλήτρια στίβου, μαζεύοντας 11 πλέον Ολυμπιακά μετάλλια και 20 παγκόσμια. Εκείνη την στιγμή όμως θα έβαζε έναν στόχο που έμοιαζε αδύνατος, ακόμη και για εκείνη: ήθελε να συνεχίσει να είναι επαγγελματίας αθλήτρια και ταυτόχρονα μητέρα! Αν δεν το έκανε η Allyson, ποια άλλη να το επιχειρούσε; Κι αν η Allyson μπορούσε να τα καταφέρει, έχοντας ήδη τα βλέμματα του κόσμου επάνω της, τότε το μήνυμα θα ήταν δυνατότερο. Είχε ήδη καταφέρει όλα της τα όνειρα να τα κάνει πραγματικότητα εκτός από ένα και είχε βάλει στόχο να το αντιμετωπίσει ως άλλο ένα άθλο, να περάσει την εγκυμοσύνη ως έναν ακόμη αγώνα δρόμου. Μέχρι εκείνη την ώρα είχε μία αποκλειστική συνεργασία με την Nike που εκτεινόταν σε βάθος χρόνου και είχε ξεκινήσει με τον όρο πως οι επιτυχίες της, θα βοηθούσαν να αναδείξουν το γυναικείο φύλλο σε ολόκληρο τον κόσμο.

Η Allyson βασίστηκε σε αυτό και συνέχισε να τρέχει ενώ ήταν σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, μέχρι που ήρθε η ώρα να κάνει το απαραίτητο διάλειμμα, λαμβάνοντας χωρίς πρότερη ενημέρωση την αμφισβήτηση της συμφωνίας τους από την Nike. Η Allyson ζήτησε να υπάρξει συνεννόηση και της το αρνήθηκαν με αποτέλεσμα να μιλήσει δημοσίως για την αντιμετώπιση που είχε από την εταιρεία που υποστήριζε μέχρι εκείνη την ώρα, και τότε μόνο η Nike δέχτηκε να μιλήσει μαζί της αλλά δεν ήταν για καλό.

Κάποιος σχετικά νέος στο τμήμα marketing της εταιρείας, κοίταξε την πλέον επιτυχημένη αθλήτρια όλων των εποχών και της είπε: "Know your place, runners should just run, that it's just business." Η Allyson κράτησε την κουβέντα αυτή γιατί ταυτόχρονα είχε και σοβαρή επιπλοκή στην εγκυμοσύνη της και έπρεπε να καταφέρει να νικήσει πρώτα εκεί. Και τα κατάφερε. Δεκαοκτώ μήνες μετά από την προτροπή να “μάθει τη θέση της”, κι ενώ μεγάλωνε το παιδί της, συνέχισε την αθλητική της καριέρα στους Ολυμπιακούς αγώνες, ένας Θεός ξέρει πώς. Το πρόβλημα αρνητικής δημοσιότητας για τη Nike έγινε αμέσως τόσο μεγάλο που η εταιρεία εξέδωσε ανακοίνωση πως έχει θεσπίσει ένα νέο πρόγραμμα με άδεια μητρότητας για τις αθλήτριες με τις οποίες έχει συμβόλαιο, σε μία μεγάλη νίκη της Allyson -η οποία όμως δεν στάθηκε σε αυτό. Η Αμερικανίδα ίδρυσε τη δική της εταιρεία παπουτσιών με motto “I know my place” και σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά, τον Σεπτέμβριο που μόλις μας πέρασε, η μάρκα της έκανε άλλο ένα ρεκόρ πωλήσεων. Η κουβέντα που πέταξε ένας αλαζόνας, αυθάδης, νεαρός του marketing, στοίχισε στην Nike την καλύτερή της αθλήτρια, έβαλε την εταιρεία στο στόχαστρο για μεγάλο χρονικό διάστημα και γέννησε έναν νέο μεγάλο ανταγωνιστή! Πάντα θα υπάρχει και η θετική πλευρά φυσικά, καθώς η αλλαγή πολιτικής της εταιρείας μόνο θετική έκβαση ήταν, ωστόσο αυτή θα μπορούσε να γίνει με την Allyson στο πλευρό τους και μετατρέποντας όλο αυτό σε διαφήμιση, όχι το αντίθετο. Με λίγα λόγια τα κατάφερε “σπουδαία” το marketing της Nike εκείνη την περίοδο και σίγουρα τώρα “ξέρουν τη θέση τους”, που είναι κάπου μακριά σε κάτι διαφορετικό. Χωρίς το marketing η Allyson δεν θα μπορούσε να φτάσει το φοβερό της επίτευγμα, ενώ δίχως τη στήριξή τους τα προηγούμενα χρόνια θα ήταν και πάλι η πιο σπουδαία αθλήτρια της γενιάς της, αλλά μπορεί να μην είχε γίνει η καλύτερη στην ιστορία. Αυτές οι συνεργασίες πρέπει να είναι αμοιβαία αποδοτικές λοιπόν ή να κόβονται άμεσα, ακόμη και βίαια αν δεν γίνεται να αποφευχθεί αυτό.

Έτσι αντιμετωπίζουμε το θέμα εμείς, όλο αυτό τον καιρό, η ειδοποιός διαφορά είναι πως θα πρέπει να συνεχίσουμε να δοκιμάζουμε τις μοτοσυκλέτες κάθε εταιρείας της οποίας αρνηθήκαμε την εμπορική συνεργασία επειδή ζήτησε να έχει λόγο στην κριτική που ασκούμε στα μοντέλα της. Κι αν μάλιστα το επόμενο μοντέλο είναι καλό, τότε θα πρέπει να ειπωθεί με τον ίδιο τρόπο είτε υπάρχει η διαφήμισή τους, είτε όχι. Άλλος ο σκοπός της διαφήμισης που συχνά αγνοείται πόσο σημαντικός είναι και άλλος ο δικός μας. Έχουμε καταφέρει να τα ξεχωρίσουμε με όλες σχεδόν τις εταιρείες. Το σχεδόν είναι γιατί όλο και κάποιος νέος αναλαμβάνει θέση στο marketing και βρισκόμαστε στη θέση να του εξηγούμε τα παραπάνω αυτονόητα από την αρχή. Επειδή εμείς την ξέρουμε τη θέση μας χρόνια τώρα. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός που αντιπροσωπεία που δεν θα την κατονομάσουμε αυτή τη στιγμή, μας είπε πως διάβασαν το πλέον ενημερωτικό, σωστό και καλογραμμένο άρθρο από εμάς, πως κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι αντίστοιχο (δικά τους λόγια) αλλά δεν βγάλαμε πολλές «selfie» με τη μοτοσυκλέτα τους, που ήταν το πρόβλημά τους εκείνη τη δεδομένη στιγμή. Θεωρούμε όμως πως έχουμε πολύ δυνατή παρουσία και στα κοινωνικά δίκτυα, μετριάζοντας τις “selfie” και κάνοντας και εκεί τα πράγματα με τον δικό μας τρόπο. Χρειάζονται και αυτές, απλά να ξέρει ο καθένας την θέση του…

 

 

editorial 526 - Ο ταξιδιώτης και άλλες ιστορίες

Από το

Μαύρο Σκύλο

2/9/2013

Τον βλέπω σταθερά τα τελευταία καλοκαίρια. Έχει ένα από τα πρώτα Transalp, ασημί με ταμπούρο, πρέπει να φτάνει την εικοσπενταετία γεμάτη πια (το Transalp, ο ιδιοκτήτης είναι μεγαλύτερος). Το χρώμα της μάνας του, μοναδική διακόσμηση δεκάδες αυτοκόλλητα από διάφορες χώρες του κόσμου. Θυμίζει αυτές τις προπολεμικές βαλίτσες που είχαν κολλημένα πάνω τους σήματα θερέτρων και ξενοδοχείων, πιστοποίηση της οικονομικής άνεσης του ταξιδεμένου ιδιοκτήτη τους. Μόνο που εδώ μιλάμε για το ακριβώς αντίθετο. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος φαίνεται πως ταξιδεύει πολύ, με τα ελάχιστα δυνατά έξοδα. Ουδεμία υποψία ασορτί τριβάλιτσου και ηλεκτρονικών βοηθημάτων, εργαλεία που πολλοί θεωρούν πια απαραίτητα για ταξίδι. Τα πράγματα δεμένα με χταπόδια το ένα πάνω από το άλλο, η σκηνή, το στρωματάκι, το sleeping bag. ειδικά η σκηνή του θα πρέπει να αποτελέσει έκθεμα σε ταξιδιωτικό μουσείο. Μιλάμε για ένα σκηνάκι που είναι τόσο μικρό, ώστε είσαι σίγουρος όταν το δεις πως ο ένοικός του αποκλείεται να κοιμάται ποτέ με τα πόδια τεντωμένα, αφού έτσι κι αλλιώς δεν χωράει μέσα σε άλλη στάση εκτός από την εμβρυακή. Το μέγεθός του είναι ένα θέμα, το άλλο είναι η κατάστασή του. Φτιαγμένο από το σύνηθες ασημί απ' έξω, μπλε σκούρο από μέσα πανί, έχει φτάσει πια σε μια κατάσταση φθοράς που είναι πιο πολύ μπλε απ' έξω παρά ασημί. Οι μπανέλες του ίσα που το στηρίζουν όρθιο, το πανί ίσα που στέκει και δεν διαλύεται σε μικρά-μικρά κομματάκια για να το πάρει ο αέρας. Έχω δει τέτοια σκηνάκια να τα πουλάνε 9,9 ευρώ καινούρια, κι όχι σε προσφορά. Κι όμως, δεν το αλλάζει με τίποτα. Για περίπτωση βροχής, κουβαλάει μαζί του ένα νάιλον, που το ρίχνει από πάνω και το καλύπτει ολόκληρο, ενώ περισσεύει και γύρω-γύρω πάνω από μέτρο. Μιλάμε για ένα στάδιο πριν την ασφυξία. Αλλά πόσο συχνά βρέχει το καλοκαίρι;

Πέρα από το κράνος, και ο μοτοσυκλετιστικός εξοπλισμός λάμπει δια της απουσίας του. Μινιμαλισμός κι εκεί. Το θέμα είναι όμως πως ο άνθρωπος ταξιδεύει, σε άσφαλτο και χώμα, και ταξιδεύει πολύ, σε αντίθεση με όσους εγκλωβίζονται σε απαιτητικά στερεότυπα και καταλήγουν να μην κάνουν τίποτα. Όσοι θεωρούν πως χρειάζονται απαραιτήτως μοτοσυκλέτα των 20.000 ευρώ για να ταξιδέψουν, καταλήγουν να χάνουν το ίδιο το ταξίδι. Με 20.000 ευρώ ο συγκεκριμένος ταξιδιώτης θα έκανε δύο φορές το γύρο του κόσμου.

Ο "πού είμαι ρε γαμώτο;": Βρισκόμουν σε ένα απομονωμένο ορεινό χωριό, απ' αυτά που το κοντινότερο βενζινάδικο είναι στα 50 χιλιόμετρα, αλλά που τώρα πια οι δύο από τις τρεις οδικές προσβάσεις του είναι ασφαλτοστρωμένες. Ακούω τετρακύλινδρο μοτέρ να πλησιάζει, με τον αναβάτη του να το φορτώνει το στροφόμετρο. Φτάνει στο χωριό, σταματάει χωρίς να κατέβει και χωρίς να βγάλει κράνος, ρίχνει μια ματιά δεξιά-αριστερά, κάνει επί τόπου στροφή και φεύγει προς την κατεύθυνση που ήρθε. Μυστήριο. Αν είχε ξεχάσει κάτι στο σπίτι, κι ήταν κάτοικος Αθηνών, ήθελε χίλια χιλιόμετρα μπρος πίσω για να πάει να το πάρει. Μερικοί όμως αφορμή για να κάνουν χιλιόμετρα ψάχνουν. Μπορεί όμως να αντιλήφθηκε, λίγο αργά είναι η αλήθεια, πως είχε φτάσει σε λάθος χωριό για το ραντεβού του. Tip: Φίλε, μην εμπιστεύεσαι το GPS, ειδικά αν έχει αυτόματη διόρθωση, κι αντί να πας στο Με-λιγαλά σε στέλνει στο Μέ-τσοβο. Επίσης, παίζει κι εκείνη να σε έστησε, και να μην είχε ποτέ σκοπό να σε συναντήσει.

Ο φιλομαθής με τον φραπέ στο χέρι: "Ρε συ, πες μου τώρα που σε βρήκα, εσύ που ξέρεις. Το Horex το καινούργιο είναι καλό;" Τι να σου πω ρε συ, δεν βλέπω πολλά να κυκλοφορούν, αν το πάρεις όμως, ευχαρίστως να το οδηγήσουμε.

Άλλος, σε διαδικασία επίλυσης μυστηριωδών συμπτωμάτων: "Έχει ένα πρόβλημα η μοτοσυκλέτα μου. Ξεκινάω, και μόλις βάζω τρίτη-τετάρτη ο κινητήρας σβήνει. Ευτυχώς ήταν κατηφόρα ως το σπίτι κι έβαλα την ουδέτερη, ξέρεις, την NATURAL, και τσούλησα μέχρι εκεί. Ο μάστορας μου είπε πως φταίει η εξάτμιση, που δεν είναι της μάνας του, και μου έχει παραγγείλει μια καινούργια. Πιστεύεις πως θα λυθεί το πρόβλημα;" Του μάστορα σίγουρα, της μοτοσυκλέτας, χλωμό το βλέπω.

Οι ασορτί: Ίδια κράνη, ίδια ρούχα με την συνεπιβάτιδα, και να σωστά μαντέψατε, Γερμανική μοτοσυκλέτα οδηγούσε, απ' αυτές με τα Βαυαρικά και κατόπιν υιοθετημένα Ελληνικά χρώματα στο σηματάκι τους. Οι βαλίτσες της μαμάς του, η οδήγηση δική του. Με αυτοκίνητο ήμουν, σε δρόμο με κίνηση, και μέσα σε μια ώρα τον πέρασα – με πέρασε τρεις φορές. Μα τι κάνουν; Συχνουρία έχουν; Ποιό είναι το νόημα να οδηγείς μοτοσυκλέτα αν σε ένα δρόμο με κίνηση πηγαίνεις τελικά πιο αργά από τα αυτοκίνητα; Tip: Yπάρχουν και αυτοκίνητα με το ίδιο σηματάκι.

Οι κλαμπάτοι: Για άλλη μια φορά επιβεβαιώθηκε φέτος το καλοκαίρι η υποψία μου πως μόλις η παρέα μεγαλώσει πάνω από τις δύο-τρεις μοτοσυκλέτες, η μέση ωριαία τους πέφτει δραματικά. Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν οι μοτοσυκλέτες είναι όλες ίδια μοντέλα, οπότε για κάποιο μυστηριώδη λόγο ο αριθμός των στάσεων αυξάνεται εκθετικά, και η άφιξη στον όποιο προορισμό γίνεται όνειρο όλο και πιο μακρινό. Επιπλέον, κάθε κατηγορία μοτοσυκλετών φαίνεται πως προτιμά διαφορετικά σημεία για στάση. Οι παρέες με αναβάτες μεγάλων on-off σταματούν μόνο εκεί που υπάρχει φαγητό, και έχω την υποψία πως μερικές τέτοιες παρέες σταματούν σε ΟΛΑ τα σημεία όπου υπάρχει φαγητό. Με το δεδομένο πως κατά κανόνα το φαγητό στους κεντρικούς οδικούς άξονες είναι για πέταμα, είναι να απορείς τι είδους γαστριμαργικό τουρισμό κάνουν οι άνθρωποι. Βεβαίως, έτσι σου λύνεται η απορία γιατί από μακριά το Varadero το 1000 φαινόταν σαν 125.

Ούτε οι σφήκες: "Σταμάτησα να φάω δυο σουβλάκια ρε παιδί μου, ε, αν έρχεσαι για Ήπειρο από Αθήνα μέσω της παλιάς εθνικής, Θήβα, Λειβαδιά, Μπράλο, Δομοκό, με 640 Adventure, σε πιάνει μια πείνα. Κάπου μετά την Καλαμπάκα, παραγγέλνω δυο σουβλάκια, τρώω το ένα γιατί πείναγα πολύ, κι όπως κοίταζα το άλλο, έρχονται κάτι σφήκες, το μυρίζουν... και φεύγουν." Προφανώς ο φίλος που μου διηγήθηκε την ιστορία την παρεξήγησε την φάση, και δεν κατάλαβε πως μ' αυτό τον τρόπο οι Έλληνες επιχειρηματίες στο χώρο της εστίασης βοηθούν αποτελεσματικά στη διατήρηση της σιλουέτας των ταξιδιωτών. Το σκεπτικό είναι απλό: Δεν θα φας πολύ, αφού δεν τρώγονται. Κι αν φας έστω και λίγο, δεν θα θέλεις να ξαναδείς κρέας για κανένα μήνα. Αποτοξίνωση. Tip: Μπορείτε να κουβαλάτε μια σφήκα μαζί σας, για να δοκιμάζει το φαγητό των εστιατορίων της εθνικής πριν το ακουμπήσετε.

Τα χαρμάνια: Για κάποιον περίεργο λόγο, οι αναβάτες των superbike καπνίζουν περισσότερο. Μπορεί να υπάρχει μια μυστηριώδης σύνδεση με τις συχνότητες των κραδασμών δεύτερης τάξης των τετρακύλινδρων και τις εκκρίσεις αδρεναλίνης, που κάνει επιτακτική την ανάγκη για νικοτίνη στα πιο άσχετα σημεία. Τους έχω δει σταματημένους σε ΛΕΑ πλάτους 40 πόντων με τις νταλίκες να περνάνε στον πόντο από τα κλιπόν τους, να τραβάνε παράλληλη τζούρα από το τσιγάρο τους και το φουγάρο του φορτηγού. Επίσης, πρέπει να κατέχουν το ανεπίσημο ρεκόρ για το πιο γρήγορο άναμμα τσιγάρου από την στιγμή που το σταντ θα ακουμπήσει στην άσφαλτο. Υπάρχει λόγος όμως γι' αυτό: Πρέπει να δείξουν στο φίλο τους, που θα σταματήσει ένα λεπτό μετά, πως τον περιμένουν πολλή ώρα. Σ' αυτό βοηθούν και μερικές γόπες που μπορείς να έχεις φυλαγμένες σε αλουμινόχαρτο, και τις πετάς κάτω μόλις σταματήσεις: "Που είσαι ρε σαύρα, μισό πακέτο έχω κάνει..."

Το μυστήριο των διοδίων: Βλέπω μοτοσυκλέτες σταματημένες μετά τα διόδια, και απορώ. Την ημέρα, κάθονται μέσα στον ήλιο, εκεί ακριβώς που αυτοκίνητα και νταλίκες επιταχύνουν και το καυσαέριο πάει σύννεφο. Η ζέστη μπορεί να είναι αφόρητη, τα ρούχα τους κατά κανόνα μαύρα, αλλά αυτοί εκεί, κάνουν στάση ή περιμένουν τους φίλους τους. Τη νύχτα, σταματούν καμιά εκατοστή μέτρα μακριά, εκεί που το ημίφως αρχίζει να γίνεται σκοτάδι και τα νυσταγμένα και βαριά φώτα του νταλικιέρη δεν θα είναι αρκετά για να τους δει. Απ' την άλλη, αν θες να σταματήσεις κάπου και ΔΕΝ θέλεις να πας σε βενζινάδικο ή εστιατόριο, οι επιλογές σου περιορίζονται πολύ. Τα πάρκινγκ των ακριβοπληρωμένων μας "εθνικών οδών" βρωμάνε και ζέχνουν, που να τα επισκεφθείς και νύχτα; Για προορισμούς γράφουν όλα τα ταξιδιωτικά, μήπως ήρθε η ώρα να φτιάξουμε μια λίστα με τα "Φιλικά στο μοτοσυκλετιστή σημεία στάσης";

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας: Στο ΗΙGH TEST του 1998, όταν με ... οn-off είχαμε πάει κοντά στις ψηλότερες κορυφές της Ελλάδας, ανεβήκαμε όσο μπορούσαμε και στον Σμόλικα, το δεύτερο ψηλότερο βουνό. Είχαμε 12 on-off και μέσα σε πέντε μέρες επισκεφθήκαμε πέντε βουνά πάνω από τα 2000 μέτρα. Πλάκα είχε. Περιττό να σας πω πως τα μηχανάκια είχαν πέσει όλα, όπως και οι μισοί τουλάχιστον αναβάτες. Στον Σμόλικα έπεσε το τελευταίο που είχε μείνει αλώβητο, σε μια ανηφόρα που σηματοδότησε και το τέλος της ανάβασής μας στο βουνό. Όχι πως είχαμε πει πως θα την ανέβουμε, ήταν τόσο μεγάλη η κλίση και τόσο ανώμαλο το έδαφος που δεν είχε νόημα με αυτά τα μηχανάκια. Από τότε όμως, αν και ήξερα πως από πάνω υπάρχει μια στάνη και ξεκινά το μονοπάτι για την Δρακόλιμνη, μου είχε μείνει η απορία: Που τελειώνει ο δρόμος; Πόσο πάει ακόμα; Ευκαιρία να το ανακαλύψω, αφού πέρναγα από την περιοχή. Ο δρόμος είναι πολύ όμορφος, ξεκινά από το χωριό Πάδες κι ανηφορίζει στον Σμόλικα, περνά από ξέφωτα όπου περιμένεις να δεις νεράιδες κι από σκοτεινά δάση όπου μόνο τρολ μπορούν να ζουν, νερά τρέχουν παντού. Μας κάνουν εντύπωση τα πολλά σπασμένα δέντρα. Φτάνουμε και στην επίμαχη ανηφόρα, εκεί είναι ακόμα, μόνο που ο δρόμος την παρακάμπτει πια: Συνεχίζει δεξιά, μια αριστερή φουρκέτα, μια δεξιά και στα πενήντα μέτρα από την κορυφή της περιβόητης ανηφόρας, σταματάει σε μια στάνη. Αυτό ήταν λοιπόν. Αν τότε είχαμε παιδευτεί, είχαμε τραβήξει κι είχαμε σπρώξει για να ανεβάσουμε ένα τουλάχιστον μηχανάκι επάνω, θα έκανε άλλα πενήντα μέτρα πριν σταματήσει! Υψόμετρο εκεί; 1940 μέτρα, δυο ευγενικά παλικάρια στη στάνη, η μάνα τους και η γιαγιά τους: "Λύσσαξαν τα σκυλιά ψες βράδυ γιε μου, αρκούδα δεν ήταν, δεν κάνουν έτσι άμα ειν' αρκούδα, λύκος ήταν αλλά τίποτα δεν έκανε".

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας επιτέλους έχει λυθεί, τώρα μένει άλλο: Ανεβαίνει μηχανάκι στην Δρακόλιμνη από κει;