Editorial 651 - Η εξέλιξη στην τέχνη της οδήγησης

Από το

motomag

1/2/2024

Κάθε φορά που βρίσκομαι με κάποιον παγκοσμίου φήμης αναβάτη που έχει περάσει από πολλές μοτοσυκλετιστικές περιόδους, έχει δηλαδή οδηγήσει σε πίστες σε πολλές διαφορετικές φάσεις στην εξέλιξη των μοτοσυκλετών και δεν γεννήθηκε απευθείας μέσα στις IMU έξι αξόνων, θα προσπαθήσω να βρω την ευκαιρία να μιλήσουμε για τα ηλεκτρονικά και την εξέλιξη των μοτοσυκλετών. Αντίθετα με κάποιες απόψεις «εκεί έξω» οι νέοι αναβάτες σε αυτό το επίπεδο που συζητάμε έχουν ξεκινήσει να οδηγούν πριν πάνε σχολείο και τα πάντα για αυτούς είναι μία φυσική κίνηση, μία προέκταση του εαυτού τους κάνοντας τα πάντα να φαίνονται πιο εύκολα από αυτό που είναι στην πραγματικότητα. Είναι εντυπωσιακό που συχνά η οδήγηση της μοτοσυκλέτας σε κορυφαίο αγωνιστικό επίπεδο λαθεύεται ως κάτι το προσιτό από το οποίο μας χωρίζει το μέσο, η αγωνιστική μοτοσυκλέτα. Δεν έχω δει κανέναν που να παίζει μπάλα στο πάρκο, να λέει πως είναι ίδιος με τους υπόλοιπους μέσα στο γήπεδο, λουσμένοι από τους προβολείς και με χιλιάδες ζευγάρια μάτια καρφωμένα πάνω τους. Αντιθέτως έχω ακούσει πολλές φορές κάποιους να λένε πως είναι φανταστικοί οδηγοί που θα μπορούσαν να είχαν κάνει καριέρα μέσα στις πίστες αν τους είχαν δοθεί τα εφόδια. Ίσως η διαφορά αυτή οφείλεται στο γεγονός πως στην πρώτη περίπτωση το μέσο είναι πολύ πιο προσιτό και το να δοκιμάσει κανείς τις ικανότητες του ή να τις αποδείξει όταν κληθεί, είναι άμεσο και εύκολο. Το παραπάνω φαινόμενο επεκτείνεται και σε ανόμοιες συγκρίσεις αναβατών διαφορετικών εποχών, ένα λάθος που δεν θα υποπέσει κανείς από αυτούς που δικαιούνται να το κάνουν. Όπως ο Freddie Spencer. Δεν θα ακούσεις αυτόν τον φανταστικό άνθρωπο να λέει «αααρε όταν τρέχαμε εμείς καβαλούσαμε αληθινές μοτοσυκλέτες», «αυτοί ήταν αγώνες, οι δικοί μας που είχαν ρίσκο» και άλλα τέτοια φοβερά και καταπληκτικά που απεναντίας κάποιοι θα προσπαθήσουν να τεκμηριώσουν. Είτε από ανάγκη να αναδείξουν την εποχή τους, είτε για να παραμείνουν σχετικοί και εντός συζήτησης καθώς η επαφή τους με την μοτοσυκλέτα έχει φθίνει με τον χρόνο, δεν διαβάζουν, δεν παρακολουθούν αλλά ταυτόχρονα δεν βλέπουν πως ασχολούνται και λιγότερο.

Κατά επέκταση και εγώ στέκομαι στο θέμα αυτό με τελευταία αφορμή την συνάντηση με τον Steve Plater και έπειτα με τον Michael Dunlop. Ο Συνιώρης είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού, έχει την δική του στήλη, μιλάω πολύ συχνά μαζί του λοιπόν πέρα από το να συμμετέχει στα συγκριτικά μας, όπως συμβαίνει και με μία πληθώρα άλλων αγωνιζομένων παλαιών και νέων σε κάθε κατηγορία. Είναι όμως επίσης αυταπόδεικτο πως αλλιώς θα περάσει η άποψη του Plater και ας είμαι σε θέση να μπορώ να ισχυριστώ, έχοντας οδηγήσει παλαιότερα μαζί του, πως ορισμένοι Έλληνες αγωνιζόμενοι αλλά και αναβάτες θα μπορούσαν να τον ανταγωνιστούν. Η άποψη τους δεν θα έχει τον ίδιο αντίκτυπο όμως, παρόλο που οι ικανότητες τους δεν είναι μικρότερες. Παρένθεση εδώ πως μόνο στην Ελλάδα πρέπει συνεχώς να αποδεικνύεις τον εαυτό σου ενώ ο ξένος δεν περνά ποτέ από το ίδιο ξεσκόνισμα. Το ζούμε καθημερινά με νέους αναγνώστες που βλέπουν μόνο το motomag.gr αγνοώντας την δουλειά που γίνεται εδώ κι έτσι αναρωτιούνται ποια είναι η πηγή, όταν τους περιγράφουμε γραμμές παραγωγής ή συζητήσεις με αγωνιζόμενους που δεν περιμένουν ένα ελληνικό περιοδικό να έχει πρόσβαση. Που να μάθουν πως η ύλη του μεταφράζεται και κάποιοι άλλοι πληρώνουν περισσότερα για να διαβάσουν εκείνο που οι Έλληνες είδαν πρώτοι. Έχουν μάθει στην εισαγωγή, όχι στην εξαγωγή. Σε ένα τέτοιο λοιπόν περιβάλλον ο Plater, που έχει μείνει στην ιστορία για την πρώτη του εμφάνιση στο Isle of Man TT, έχει ιδιαίτερη σημασία όταν εξηγεί πως η τέχνη της οδήγησης εξελίσσεται, δεν έχει σταθερά όρια και πως αυτά συνεχώς διευρύνονται με τους παλιούς να είχαν τεράστιο πρόβλημα να κυνηγήσουν τους νέους, αν με κάποιο μαγικό τρόπο μπορούσαν να βρεθούν δίπλα – δίπλα. Κι όμως αυτός είναι ένας προβληματισμός που διαχρονικά επανέρχεται με κάθε μεγάλη αλλαγή στην τεχνολογία της μοτοσυκλέτας από το 1969 που εμφανίστηκε για πρώτη φορά η λέξη ηλεκτρονική στο Kawasaki Mach III 500, εκείνος ο τρικύλινδρος δίχρονος διάολος που έκανε τους πάντες να αναρωτιούνται για το μέλλον. Μέχρι τότε όλα τα έφτιαχνες ακόμη και μόνος σου αν χρειαζόταν. Από τότε και μετά όμως άρχισες να χρειάζεσαι εξιδεικευμένα ανταλλακτικά. Άλλαξε και η τέχνη της οδήγησης βέβαια, γιατί μέχρι τότε οδηγός και μηχανικός ήταν συνώνυμα και για πολλά χρόνια μετά από αυτό, οι μηχανολογικές γνώσεις ήταν απαραίτητες αν ήθελες να είσαι σίγουρος πως θα ολοκληρώσεις μία διαδρομή. Ήταν μία εποχή που δεν φαινόταν παράξενο αυτό γιατί δεν απείχε από τον πόλεμο όσο τώρα και οι μοτοσυκλέτες πριν από εκεί οδηγούνταν μόνο με γνώσεις για την ανάφλεξη, την ιδανική ρύθμιση αβάνς για κάθε σχέση κτλ. Περάσαμε ήδη μία εποχή, την έχουμε ζήσει όλοι μας εδώ μέσα, που η τεχνολογία που σήμερα έχει ξεπεραστεί, μας φαινόταν εξωπραγματική και πως θα μας αποξενώσει από την οδήγηση. Φανταστείτε αρχές του 2000 να μιλάμε για μοτοσυκλέτες με οθόνες, σύνδεση κινητού τηλεφώνου και αναρτήσεις που μία δουλεύουν έτσι και μία αλλιώς. Όταν το 2010 βλέπαμε το Skyhook, φοβόμασταν πως έρχεται το Skynet της μοτοσυκλέτας και 14 χρόνια μετά δεν έχει έρθει καμία καταστροφή, το αντίθετο. Φταίει που το πρώτο ABS ήταν για να σκοτώνεσαι μαζί του και τώρα φτάσαμε να μπορούμε να προσαρμόσουμε την οδήγησή μας ανεβάζοντας ρυθμό, αν έχουμε μοτοσυκλέτα με συνδυασμένα φρένα. Η εξέλιξη έχει φέρει τεράστιες αλλαγές που ένας αναβάτης, όπως ο Michael Dunlop, που κάνει το πιο επικίνδυνο πράγμα στον κόσμο με μοτοσυκλέτα ξεκινώντας από μοτοσυκλέτες χωρίς ηλεκτρονικά και καταλήγοντας στα σημερινά, σου λέει πως το σωστό είναι να εξελίσσεσαι, το λάθος είναι να μένεις στάσιμος. Επειδή δεν μιλάει ελληνικά και τα αγγλικά του είναι βαριά, απότομα και κοφτά, ας τον ακούσουμε. Δεν χρειάζεται να πάρουμε νέο, δεν είναι αυτό το νόημα σε καμία περίπτωση. Η εξέλιξη στην οδήγηση δεν έρχεται αν αλλάξεις τροχούς αλλά αν κάνεις νέα πράγματα που δεν είχες δοκιμάσει. Και η μοτοσυκλέτα που ήδη έχεις, είναι πάντα ο καλύτερος τρόπος να δοκιμάζεις νέα πράγματα. Αν δεν έχεις μπει χώμα μαζί της, κάντο. Αν δεν έχεις πάει ποτέ στην πίστα, κάντο. Αν δεν έχεις ταξιδέψει μακριά, μην περιμένεις. Η τέχνη της οδήγησης είναι να εξελίσσεσαι.

editorial 525 - Ο μύθος ζει

Από το

Μαύρο Σκύλο

25/7/2013

Κι όμως, ο μύθος της μοτοσυκλέτας δημιουργήθηκε από αυτούς που προκαλούσαν το κοινό αίσθημα, την κοινή ησυχία και τους φιλήσυχους πολίτες. Κάτι Άγριοι Μάρλον Μπράντοι, κάτι Ήσυχοι Καβαλάρηδες με τα πιρούνια σαπέρα, κάτι μπυροκοιλιάδες με πολλά ραφτά στα γιλέκα τους, κάτι αλάνια με τέσσερις σε καμία και κουρελούδες για να έρθουμε και στα δικά μας. Μπορεί από την απόσταση των τριάντα ή σαράντα χρόνων όλα αυτά να μας φαίνονται από αφελή έως ρομαντικά, για την εποχή τους όμως ήταν πολύ σοβαρά, απασχολούσαν την κοινή γνώμη, οι γριές σταυροκοπιόντουσαν, οι νοικοκυραίοι έβριζαν τα ξεκράνωτα αληταριά. Παράλληλα, υπήρχαν βέβαια και οι καθωσπρέπει μοτοσυκλετιστές, με τα κράνη τους και τα δερμάτινά τους τα Λιούις Λέδερς που είχαν φέρει "απέξω", καβάλα στα ακριβά τους μηχανάκια. Πολύ χοντρικά, υπήρχε ένας διαχωρισμός ανάμεσα σε παράνομους και νόμιμους.

Όταν οι "νόμιμοι" έγιναν πολλοί, κι έγιναν πολλοί χάρη στο μύθο που είχαν δημιουργήσει οι "παράνομοι", χρειάστηκαν δεκαετίες προσπαθειών για να καθαρίσουν από πάνω τους τη ρετσινιά του αλήτη. Εδώ μέσα υπάρχει μια σχιζοφρένεια, αν το σκεφθεί κανείς ψύχραιμα. Δηλαδή κάποιοι προσελκύονται από την αίγλη της αντίστασης στα κατεστημένα ήθη μέσω της μοτοσυκλέτας, κι αμέσως μετά προσπαθούν να αποκηρύξουν αυτή την εικόνα. Δεν χάνουν έτσι τον λόγο που τους έφερε στην μοτοσυκλέτα, μαζί με την αίγλη της; Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα, που "γέμισε ο τόπος μοτοσυκλέτες", όταν άλλοι προσπαθούν να οριοθετήσουν τους "αληθινούς" σε σχέση με τους "ψεύτικους" μοτοσυκλετιστές. Μπορούν όμως στ' αλήθεια να μπουν κριτήρια μοτοσυκλετιστικής αυθεντικότητας; Να φτιάξουμε κι ένα ειδικό ΚΤΕΟ αναβατών που θα δίνει πιστοποιητικά γνησιότητας; Και τι κριτήρια θα μπορούσαν να είναι αυτά; Διανυθέντα χιλιόμετρα; Μηχανολογικές γνώσεις; Χρονομετρήσεις στην πίστα; Δεν πιστεύω πως έχει καν νόημα να το σκέφτεται κανείς.

Αν επιλέξει κανείς μοτοσυκλέτα, είναι μοτοσυκλετιστής. Για όποιον λόγο κι αν το κάνει. Ας μην ξέρει κατά που πέφτει το μπουζί κι ας πιστεύει πως η μπιέλα είναι είδος παγωτού ή τραγουδίστρια. Ας μην έχει ταξιδέψει ποτέ έξω από τα όρια του δήμου του. Ακόμα κι αν πλαγιάζει μόνο όταν κοιμάται, κι όχι στις στροφές. Τι σε κόφτει εσένα και γκρινιάζεις; Μήπως κι εσύ, αντίστοιχα, δεν χάλασες την πιάτσα σ' ό,τι σου αναλογεί; Αν ζήταγες την γνώμη των παλιών αλανιών για σένα, αλλά και των σύγχρονων, μπορεί κι εκείνοι να σκέφτονται κάτι αντίστοιχα μειωτικό για σένα.

Για σκέψου. Αγόρασες μοτοσυκλέτα γιατί; Όποια απάντηση κι αν δώσει ο καθένας μας σ' αυτό το ερώτημα, δεν θα γίνει περισσότερο ή λιγότερο μοτοσυκλετιστής. Ναι κύριε, αγόρασα από μίμηση. Ναι, εγώ για φιγούρα. Ναι, για να δείχνω πως είμαι ωραίος τύπος, για να τρομάζω τον εαυτό μου, για να ανήκω κάπου, για να αποκτήσω μια ταυτότητα, δώστε όποια απάντηση θέλετε, κι από αυτές που θεωρούνται θετικές, ή από αυτές που άλλοι θεωρούν κατακριτέες. Μην δίνετε καμία σημασία, τελικά, δεν έχει σημασία το γιατί.

Αν θεωρήσει κανείς πως μπορεί να υπάρχουν "κριτήρια μοτοσυκλετιστού", είναι σαν να δέχεται πως υπάρχουν μοτοσυκλετιστές – πρότυπα που σαν κι αυτούς θα έπρεπε να είναι και όλοι οι άλλοι. Αυτό όμως θυμίζει πολύ επικίνδυνα κάτι άλλους τύπους που λένε πως όλοι οι άνθρωποι θα έπρεπε να ανήκουν στην Άρεια φυλή και τους υπόλοιπους να τους κάνουμε σαπούνια. Αν αρχίσουμε με τα κριτήρια και τις προδιαγραφές, τότε ξεκινάμε μια διαδικασία χωρίς νόημα και χωρίς τέλος, θα καταντήσουμε σαν τους πολιτικούς και τα κόμματά τους.

Φυσικά, υπάρχουν και οι ακραίοι. Δεν είμαι σίγουρος αν υπάρχει πουθενά στον πλανήτη απολύτως νομοταγής μοτοσυκλετιστής, που δεν παραβαίνει ποτέ τον ΚΟΚ και είναι πλήρως συμμορφωμένος με κάποια ιδανικά πρότυπα μοτοσυκλετιστή. Έτσι ως υπόθεση εργασίας, ας πούμε πως υπάρχει. Στο άλλο άκρο, έζησα πρόσφατα μια βραδιά στην Καστοριά, όπου οι συνήθεις προσκολλούμενοι της Πανελλήνιας κάγκουρες έκαναν τα δικά τους, burn out, μοτέρ στους κόφτες κι άλλα τέτοια ψυχαγωγικά, παρέα με μερικούς ντόπιους.

Το σκηνικό εύκολα θα μπορούσε να είχε ξεφύγει εντελώς. Το πλήθος που είχε μαζευτεί στον παραλιακό δρόμο μπροστά στα μπαράκια απολάμβανε την μηχανολογική αναισθησία και το άρωμα του καμένου λάστιχου. Μα πόση ώρα μπορεί να δουλεύει ένα V-Strom 650 στον κόφτη; Πόσο μεγάλο κατόρθωμα είναι να κάψεις ένα λάστιχο σταματημένος; Κάποια στιγμή, η αστυνομία που ήταν απούσα από το συγκεκριμένο σημείο, αλλά ειδοποιημένη εκ των προτέρων από τους οργανωτές της Πανελλήνιας περίμενε τέτοιου είδους γεγονότα, έκλεισε την κυκλοφορία στον δρόμο αυτό και περίμενε μερικές εκατοντάδες μέτρα παραπέρα, στα φανάρια. Άφησε δηλαδή να ξεφύγει πρώτα το πράγμα, αντί να έχει μια διακριτική παρουσία που θα απέτρεπε να ξεφύγει. Έτσι κι αλλιώς, ήταν τόσο το πλήθος που άλλες αγαπημένες γυμναστικές επιδείξεις όπως σούζες και κόντρες, δεν ήταν δυνατόν να γίνουν. Μια μοτοσυκλέτα όμως που σβουρίζει επιτόπου, ξυστά στα πόδια εκατοντάδων θεατών, ή πιο δίπλα η άλλη που έκαιγε λάστιχο με το μοτέρ στον κόφτη, δεν θέλει πολύ για να εκτοξευτεί μέσα στο πλήθος, από απόσταση επαφής. Τα θύματα θα ήταν σίγουρα, ευτυχώς όμως δεν έγινε κάτι τέτοιο. Όσο περνούσε η ώρα, τόσο ανέβαινε και το "κέφι". Κι όταν στο αποκορύφωμά του έφτασαν τρία περιπολικά και συνέλαβαν ένα άτομο, ήταν σαφώς αργά: Το πλήθος με μια βοή έκλεισε γύρω από τα περιπολικά, επιτέθηκε στους αστυνομικούς και απέσπασε τελικά τον κρατούμενο από τα χέρια τους, εμφανώς χτυπημένο και με τα ρούχα σκισμένα. Το πλήθος πέταγε μπουκάλια, φώναζε περί μπάτσων γουρουνιών και δολοφόνων, έσπασε κι ένα παρμπρίζ περιπολικού. Αν ήμουν αστυνομικός, μάλλον θα φοβόμουν για την ζωή μου εκείνη την ώρα, ως θεατής, είχα το νου μου μην αρχίσουν να πέφτουν τίποτα αδέσποτες, από μάπες έως σφαίρες. Δεν ήθελε και πολύ. Οι αστυνομικοί, ψύχραιμοι, αποφασίζουν να φύγουν. Μόλις μπήκαν στα περιπολικά, κάποιος που είχε τη μηχανή του παρκαρισμένη με την ανοιχτή της εξάτμιση μισό μέτρο από το παράθυρο του οδηγού του περιπολικού, ανέβηκε πάνω της, έβαλε μπρος, κι άφησε το μοτέρ να κακαρίζει στον κόφτη. Οι αστυνομικοί ξανακατεβαίνουν από τα περιπολικά, μιλάνε με τον τύπο, αλλά δεν τον συλλαμβάνουν. Απ' ό,τι κατάλαβα ακούγοντάς τους να μιλάνε, ήταν ντόπιος, τον ήξεραν. Τα μάζεψαν κι έφυγαν από κει, αλλά την έστησαν στα φανάρια όπου υπήρχε και κλούβα των ΜΑΤ, κι έγραφαν όποιον έφευγε από κει. Αυτά έγιναν το Σάββατο, τα ίδια και χειρότερα επαναλήφθηκαν την Κυριακή, χωρίς όμως έφοδο περιπολικών. Απλά κάθησαν και έγραφαν ως τα ξημερώματα όσους έφευγαν από κει, για ό,τι μπορούσαν να τους γράψουν.

Το ζήτημα για το αν ήταν σωστές οι ενέργειες της αστυνομίας είναι άλλο, γιατί ακούγεται λίγο περίεργο να επιτρέπεις να γίνεται η κόλαση και μετά να γράφεις όποιον φεύγει από κει γιατί δεν φόραγε κράνος. Είναι σαφές πως θα μπορούσαν να είχαν χειριστεί πιο αποτελεσματικά την κατάσταση. Αυτό όμως που με απασχολεί εδώ είναι πως δεν μπορεί να δηλώνει κάποιος "αυτοί δεν είναι μοτοσυκλετιστές", και να ελπίζει έτσι πως δεν θα του κολλήσει κι αυτού η ρετσινιά του κάγκουρα (ή ο τιμητικός τίτλος, ανάλογα από ποια μεριά το βλέπεις). Είτε μας αρέσει είτε όχι, όλοι εμείς που χρησιμοποιούμε μοτοσυκλέτα είμαστε μοτοσυκλετιστές, χωρίς εξαιρέσεις. Και πρώτα απ' όλα βέβαια, είμαστε άνθρωποι, το "μοτοσυκλετιστής" είναι απλά μια ακόμα ιδιότητα που μπορεί να έχει κανείς. Δεν έχουμε όλοι τον ίδιο χαρακτήρα, δεν συμπεριφερόμαστε το ίδιο. Ζούμε όμως σε μια κοινωνία, κι έχουμε συμφωνήσει να τηρούμε κάποιους κανόνες. Υπάρχει νομοθεσία για το τι επιτρέπεται και τι όχι. Κι ο καθένας είναι υπεύθυνος και υπόλογος για τις πράξεις του. Όπως δεν έχει κανένα νόημα να βγαίνουν οι πολίτες και να δηλώνουν "εμείς δεν είμαστε κλέφτες", όταν κάποιοι άλλοι ληστέψουν μια τράπεζα, έτσι δεν έχει και νόημα να φωνάζουμε "αυτοί δεν είναι μοτοσυκλετιστές, εμείς δεν είμαστε έτσι". Το τι είναι ο καθένας το δείχνει με τις πράξεις του, κι όσοι είναι τόσο ηλίθιοι ώστε να πιστεύουν πως οι πράξεις μερικών δεκάδων ατόμων χαρακτηρίζουν εκατοντάδες χιλιάδες άλλους, δικό τους πρόβλημα (ευφυΐας). Αν υπάρχουν δέκα δολοφόνοι μέσα σε δέκα εκατομμύρια Έλληνες, τότε όλοι οι Έλληνες είναι δολοφόνοι;

Αν υπάρχουν μοτοσυκλετιστές με παραβατική συμπεριφορά, δεν είναι υπόθεση των υπόλοιπων μοτοσυκλετιστών να τους "συνετίσουν", ούτε χρειάζεται να διαχωρίσουν την θέση τους. Δεν μιλάμε για αυτοδικία εδώ. Ούτε η αποκήρυξή τους από τους υπόλοιπους έχει κάποιο νόημα ή αποτέλεσμα. Το μόνο που έχει νόημα, είναι να κάνει ο καθένας τη δουλειά του. Οι οργανωτές της Πανελλήνιας την δική τους, η αστυνομία την δική της. Καλά έκαναν οι πρώτοι και προειδοποίησαν τις αρχές, αφού ήξεραν το φορτίο που κουβαλάει τόσα χρόνια η Πανελλήνια, πολύ άσχημα έκαναν οι δεύτεροι την δική τους, αφού απουσίαζε η έννοια πρόληψη, και δεν έκαναν τίποτα μέχρι να ξεφύγει τελείως η κατάσταση.

Μερικοί ίσως σκεφτούν πως είναι λυπηρό ότι οι καγκουριές στην Καστοριά συγκέντρωναν κάθε βράδυ πολύ περισσότερο κόσμο απ' ότι συνολικά η Πανελλήνια στο Νεστόριο. Από αυτό μπορεί να βγει το συμπέρασμα πως πολύ περισσότεροι γουστάρουν έκνομο χαβαλέ απ' ότι μια συγκέντρωση καθωσπρέπει μοτοσυκλετιστών. Και που είναι το πρόβλημα δηλαδή, και γιατί πρέπει να μας εκπλήσσει αυτό; Ίσα ίσα, που είναι φυσικό και αναμενόμενο και κανένα πρόβλημα. Το αντίθετο θα ήταν σαν να υποστηρίζουμε πόσο την βρίσκουμε να ταξιδεύουμε στην εθνική οδό τηρώντας τα όρια ταχύτητας. Ξαναγυρίζουμε έτσι στην αρχή του κειμένου μας, και στις αρχές του μύθου της μοτοσυκλέτας. Μήπως είναι αυτοί ακριβώς οι κάγκουρες που τον συντηρούν σήμερα, άσχετα αν οι καθωσπρέπει τους γουστάρουν ή όχι; Φυσικά και δεν επικροτώ ή δεν ενθαρρύνω συμπεριφορές που βάζουν σε κίνδυνο τη ζωή των άλλων. Σκέφτομαι όμως, πως αν οι πολιτικώς ορθοί μοτοσυκλετιστές είχαν αντίστοιχη ενέργεια και προσήλωση στον στόχο τους, θα είχαν πετύχει πολύ περισσότερα. Οι συμπεριφορές των ανθρώπων δεν αλλάζουν εύκολα. Ακριβώς όπως και οι γυναίκες προτιμούν τα κακά παιδιά από τα μαμόθρεφτα, έτσι και οι κάγκουρες έχουν το δικό τους κοινό. Μήπως υπάρχει και λίγη ζήλεια σ' αυτή την αντιπαράθεση; Αντίστοιχη με την αρχέγονη έχθρα μεταξύ νομάδων και μονίμως εγκατεστημένων;

Είμαστε όλοι μοτοσυκλετιστές. Δεν μπορεί να είμαστε όλοι ίδιοι, δεν είναι εφικτό, άσε που θα ήταν και πολύ βαρετό. Ούτε χρειάζεται να μοιάσουν οι μεν στους δε, ούτε υπάρχουν καν "μεν" και "δε". Σ' ένα βαθμό, όλοι μας γινόμαστε και λίγο κάγκουρες εκεί που νομίζουμε πως μας παίρνει, ή για να διασκεδάσουμε. Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω... Όλοι μας είμαστε κομμάτι του κόσμου της μοτοσυκλέτας, ας τον απολαύσουμε ο καθένας όπως γουστάρει.