"Έφυγε" ο Peter Williams: Ο πιο ολοκληρωμένος Βρετανός αναβάτης/μηχανικός των GP

Έσβησε σε ηλικία 81 ετών
28/12/2020

Ο Peter Williams ήταν για πολλούς ο καλύτερος και πιο σημαντικός Βρετανός αναβάτης/μηχανικός των GP της σύγχρονης εποχής. Δυστυχώς, αυτή η μεγάλη προσωπικότητα των αγώνων, "έφυγε" από την ζωή πριν από λίγες μέρες στον ύπνο του, σε ηλικία 81 ετών.

Η απώλεια είναι μεγάλη, καθώς ο Williams ήταν ένας άνθρωπος που άφησε έντονο το σημάδι του στην Ιστορία της μοτοσυκλέτας, όχι μόνο από την οπτική των αγώνων, αλλά και από μηχανολογικής πλευράς, με επιτεύγματα και επιτυχίες που αποτέλεσαν σημεία αναφοράς.

Ας πάρουμε τα πράγματα όμως από την αρχή. Δεν υπάρχουν, λοιπόν, πολλοί άνθρωποι που να έχουν απορρίψει την δυνατότητα να τρέξουν με την εργοστασιακή ομάδα της Suzuki, να χάνουν την ευκαιρία για ένα εργοστασιακό Honda και να απορρίπτουν και την προσφορά για μια θέση σχεδιαστή στην Yamaha, είτε για πατριωτικούς λόγους, είτε για λόγους αφοσίωσης. Ο Peter Williams όμως τα έκανε και τα τρία! Εκτός από ένα μικρό χρονικό διάστημα που είχε συνδέσει το όνομά του με την MZ, με την οποία πήρε την τελευταία νίκη του γερμανικού εργοστασίου στα GP 350 το 1971 στο Ulster GP (ήταν και η μοναδική δική του νίκη στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα), ο Williams έτρεξε αποκλειστικά με βρετανικές μοτοσυκλέτες, κατά την διάρκεια της δεκαετούς του καριέρας του. Αυτή η καριέρα τελείωσε άδοξα το 1974 με το τραγικό ατύχημα στο Outlon Park πάνω στη σέλα του F750 John Player Norton, μια μοτοσυκλέτα που αποτελεί έναν από τους λόγους για τους οποίους ο Williams έμεινε στο Πάνθεον της Ιστορίας.

Γιος του Jack Williams, του δημιουργού του Matcless G50 και του υπεύθυνου εξέλιξης του δικύλινδρου AJS Porcupine και του μονοκύλινδρου 7R ως αρχιμηχανικός της AMC, ο Peter ήταν εξίσου ταλαντούχος τόσο ως σχεδιαστής όσο και ως αγωνιζόμενος. Αφού εκπαιδεύτηκε πάνω στον σχεδιασμό, δούλεψε στο εργοστάσιο αυτοκινήτων της Ford όπου εκτέθηκε στον όλο και πιο επιτηδευμένο σχεδιασμό αυτοκινήτων της δεκαετίας του '60. Παράλληλα, ξεκίνησε να τρέχει με μοτοσυκλέτες το 1964, τερματίζοντας τρίτος στο Manx GP το 1965, πάνω σε ένα δίχρονο Greeves 250cc.

Μόλις έναν χρόνο μετά, το 1966, ο Williams ξεκίνησε την καριέρα του στα GP ως ο μόνιμα δεύτερος πίσω από το εργοστασιακό MV Agusta του Agostini, πάνω στα πιο αργά αλλά με καλύτερη συμπεριφορά μονοκύλινδρα AJS και Matchless (αργότερα αυτές οι μοτοσυκλέτες απέκτησαν  πιο μοντέρνους χυτούς τροχούς τους οποίους είχε σχεδιάσει ο ίδιος ο Williams το 1967, ενώ ανάρρωνε από έναν τραυματισμό στα GP). Ο Peter ήταν πάντα πιο μπροστά στις νέες τεχνολογίες και εκτός από τους χυτούς τροχούς ήταν επίσης πρωτοπόρος στην χρήση των δισκόφρενων και του full face κράνους, τα οποία πλέον αποτελούν κοινό τόπο στις μοτοσυκλέτες σήμερα.

Ο Williams τερμάτισε δεύτερος στο Isle of Man TT εφτά φορές, πάνω σε διάφορες μοτοσυκλέτες: δύο φορές στην κατηγορία Production TT πάνω σε ένα Norton Commando 750 και τις υπόλοιπες με τα πιο αργά βρετανικά μονοκύλινδρα στα 350 και 500cc, κόντρα στα δυνατά πολυκύλινδρα MV Agusta και Honda. Ήταν επίσης δεύτερος στους αγώνες των GP στο Assen, στην Monza, στο Hockenheim και στο Dundrof. Ο Mike Hailwood, που θαύμαζε πολύ τον Williams, είχε κανονίσει να τον έχει ως ομόσταυλό του στην Honda το 1968, λίγο πριν ανακοινώσει το ιαπωνικό εργοστάσιο την απόσυρσή του από τους αγώνες, δίνοντας έτσι την δυνατότητα στον Williams να πάει στο νέο αγωνιστικό τμήμα του εργοστασίου της Norton, στο Thruxton, στις αρχές του '70.

Χτίζοντας μια δυνατή σχέση με τον Dennis Poore (το αφεντικό των NVT/Norton, Villiers και Triumph), ο Williams κατάφερε να δημιουργήσει μια επιτυχημένη καριέρα ως αναβάτης μεγάλων μοτοσυκλετών, κερδίζοντας πολλούς αγώνες, συμπεριλαμβανομένου και του Thruxton 500. Το μεγαλύτερο όμως επίτευγμά του ήταν το 1971, όταν κατασκεύασε ένα πρωτότυπο αγωνιστικό Norton 750, το οποίο έπεισε τον Poore για την προοπτική, να αποτελέσει ένα δυνατό εργαλείο προώθησης για την μάρκα η κατηγορία Formula 750.

Αυτό οδήγησε στην δημιουργία της ομάδας John Player Norton, την πρώτη αγωνιστική ομάδα μοτοσυκλετών με υποστήριξη από εξωτερικό χορηγό. Το αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας ήταν η κατασκευή, αρχικά, του αγωνιστικού F750 Norton (με το ρεζερβουάρ να εκτείνεται στα πλαϊνά της μοτοσυκλέτας) το 1972, και στην συνέχει του ριζοσπαστικού Monocoque, τα οποία όχι μόνο σχεδιάστηκαν και τα δύο από τον Williams αλλά οδηγήθηκαν και από αυτόν με επιτυχία!

Κερδίζοντας το 1973 το Isle of Man F750TT με το John Player Norton Monocoque, ο Williams απέδειξε τον μοναδικό συνδυασμό των ταλέντων του, τόσο πάνω στο τραπέζι του σχεδιασμού όσο και στις πίστες, με μια πρωτοποριακή μοτοσυκλέτα που του επέτρεψε να πετύχει τα υψηλά στάνταρ που έθεσε μόνος του ως μηχανικός και ως αναβάτης.

Το 1974 όμως, ο Williams αναγκάστηκε να σταματήσει την εξέλιξη του εμβληματικού –και επιτυχημένου- JPN Motocoque, το οποίο αντικαταστάθηκε από έναν πιο ογκώδη, πιο αργό, αλλά με πιο προσβάσιμο πλαίσιο, σχεδιασμό μοτοσυκλέτας. Με ένα τέτοιο έπεσε στο Outlon Park τον Αύγουστο του 1974, όταν το ενιαίο κομμάτι ρεζερβουάρ-σέλας αποκολλήθηκε και ο άνθρωπος που ήταν ευρέως αναγνωρισμένος ως ο καλύτερος συνδυασμός αναβάτη και μηχανικού εξέλιξης που έτρεξε ποτέ με μοτοσυκλέτα, πετάχτηκε από την μοτοσυκλέτα με μεγάλη ταχύτητα, αποκομίζοντας βαρύτατους τραυματισμούς στο αριστερό του χέρι που τον ανάγκασαν να σταματήσει τους αγώνες.

Στην μετά τους αγώνες ζωή του, ο Peter Williams προσλήφθηκε από την Cosworth, δουλεύοντας σε διάφορα projects για την εταιρεία που έτρεχε στην Formula 1, συμπεριλαμβανομένου του αγωνιστικού Supermono, το οποίο όμως δυστυχώς δεν έφτασε ποτέ στο τελικό στάδιο. Είχε εμπλακεί επίσης και σε ένα αντίστοιχα εγκαταλελειμμένο project για την Lotus Cars, που είχε να κάνει με την εξέλιξη ενός Superbike με ανθρακονημάτινο monocoque πλαίσιο. Το 2015, και ενώ εργαζόταν ως σύμβουλος σε μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες, ο Williams παρουσίασε ένα ακριβές αντίγραφο της αγωνιστικής του F750 JPN Monocoque προς πώληση, πριν αρρωστήσει δυστυχώς αναγκάζοντάς τον να σταματήσει τον σχεδιασμό του και αφού είχαν ήδη φτιαχτεί μερικές μοτοσυκλέτες.

Ο Peter Williams ήταν ένα οραματιστής στον χώρο της μοτοσυκλέτας, τον οποίο πολλές φορές τον συνέκριναν με τον αείμνηστο John Britten, σε ό,τι αφορά την ικανότητά του να εφαρμόζει ριζοσπαστικές ιδέες πάνω στον σχεδιασμό των μοτοσυκλετών, και να κερδίζει αγώνες με το αποτέλεσμα. Το συνολικό όμως ταλέντο του Peter ξεπερνούσε αυτό του Νεοζηλανδού σχεδιαστή, καθώς ο "PJW" είχε και τις οδηγικές ικανότητες για να οδηγήσει το προϊόν της ευφυίας του στα όριά του και να κερδίζει αγώνες με αυτό, απέναντι σε πιο ισχυρούς αντιπάλους. Γι' αυτό και του ταιριάζει γάντι ο τίτλος του πιο ολοκληρωμένου Βρετανού αναβάτη/μηχανικού των αγώνων μοτοσυκλέτας. Ο Peter Williams συνδύαζε ένα μοναδικό "χαρμάνι" ικανοτήτων, οι οποίες είναι τόσο σπάνιες σήμερα, όσο ήταν και τότε.

Του Alan Cathcart

Φωτό: Αρχείο Alan Cathcart

Honda CB1000 Hornet - Ταράζει τα νερά με την τιμή του στην Ευρώπη, χτυπώντας τους Κινέζους!

Ανακοίνωση θεαματικά χαμηλών τιμών σε Γερμανία / Βρετανία, υπολογίζουμε τιμές για Ελλάδα
Honda CB1000 Hornet - Εντυπωσιακά χαμηλή τιμή!
Κώστα Γκαζή
Από τον

Κώστα Γκαζή

12/12/2024

Στην παρουσίαση του Honda CB1000 Hornet πολλά ήταν τα παράπονα για την ποιότητα κατασκευής και τον εξοπλισμό του, που απείχαν παρασάγγας από αυτά που έχουμε συνηθίσει να προσφέρει η ιαπωνική εταιρεία. Αμέσως σκεφτήκαμε πως εδώ θα είχαμε την απάντηση των Ιαπώνων στους Κινέζους όσον αφορά στην τελική τιμή της μοτοσυκλέτας, και οι πρώτες ανακοινώσεις θεαματικά χαμηλών τιμών από τις αντιπροσωπείες της Honda σε Γερμανία δείχνουν πως η Honda πετυχαίνει αυτό τον στόχο και με το παραπάνω!

Ατσάλινο πλαίσιο, μη αφαιρούμενο υποπλαίσιο, απουσία ρυθμίσεων στις αναρτήσεις της βασικής έκδοσης (το SP έχει ρυθμίσεις), μετριοπαθής απόδοση (147,5 hp στη βασική έκδοση απέναντι σε αποδόσεις που πολλές φορές φλερτάρουν με τους 200 ίππους), βασικά ηλεκτρονικά βοηθήματα και εμφάνιση που θυμίζει πολύ Kawasaki Z 1000 R.

Όπως γράφαμε στην παρουσίαση της μοτοσυκλέτας στο Μιλάνο: “αναμένουμε να δούμε τουλάχιστον αν έπιασαν τόπο οι κόποι της Honda, και αν η μοτοσυκλέτα θα έχει εντυπωσιακά χαμηλότερη τιμή από το Neo Sports Café”.

Και η τιμή είναι όντως εντυπωσιακά χαμηλότερη, από το Neo Sports Cafe το οποίο στη χώρα μας κόστιζε 15.840 ευρώ στη βασική έκδοση και 17.380 ευρώ στην κορυφαία.

Ακολουθεί ένας πίνακας με τις τιμές του Hornet σε Γερμανία και Βρετανία:

HONDA CB 1000 HORNET 2025

  • ΓΕΡΜΑΝΙΑ 10.290 ΕΥΡΩ
  • ΒΡΕΤΑΝΙΑ 8.999 ΛΙΡΕΣ (10.919 ΕΥΡΩ) – Πιο ακριβό από τη Γερμανία κατά 6,1%
  • ΓΕΡΜΑΝΙΑ 12.090 ΕΥΡΩ -ΕΚΔΟΣΗ SP
  • ΒΡΕΤΑΝΙΑ 9.999 ΛΙΡΕΣ - ΕΚΔΟΣΗ SP (12.131 ΕΥΡΩ) – Πιο ακριβό από τη Γερμανία κατά 0,33%

Ας ρίξουμε μια ματιά τώρα στις τιμές του Kawasaki Z900 2024 -ενός  από τους κυριότερους ανταγωνιστές της μοτοσυκλέτας της Honda- στις ίδιες αυτές χώρες, αλλά και στην Ελλάδα.

KAWASAKI Z900 2024

  • ΓΕΡΜΑΝΙΑ 10.795 ΕΥΡΩ
  • ΒΡΕΤΑΝΙΑ 9.799 ΛΙΡΕΣ (11.888 ΕΥΡΩ)
  • ΕΛΛΑΔΑ 11.195 ΕΥΡΩ (3,7% Ακριβότερο από Γερμανία και 5,8% φθηνότερο από τη Βρετανία)

Όπως βλέπουμε η Βρετανία είναι η ακριβότερη χώρα σε τελική τιμή για το Z900 τόσο από την Ελλάδα, όσο και από τη Γερμανία. Αν τώρα η Honda Ελλάδας ακολουθήσει αντίστοιχη τιμολογιακή πολιτική με της Kawasaki -ακριβώς για να χτυπήσει το Ζ900 στην εξαιρετικά μικρή ομολογουμένως ελληνική αγορά των μεγάλων Naked-, θα περιμέναμε το CB1000 Hornet να κοστίζει στη χώρα μας χονδρικά ανάμεσα στα 10.670 - 11.198 ευρώ. Αντίστοιχα για την έκδοση SP με τους λίγους παραπάνω ίππους και τον ακριβότερο εξοπλισμό (αναρτήσεις, φρένα, κ.α.) θα περιμέναμε μια τιμή ανάμεσα σε 11.427 - 12.537 ευρώ

Φυσικά η παραπάνω πρόβλεψη της Πυθίας του ΜΟΤΟ είναι μια ιδιαίτερα χονδροειδής προσέγγιση, καθώς στον καθορισμό της τιμής μιας μοτοσυκλέτας στη χώρα μας παίζουν ρόλο πολλοί παράγοντες, και καθώς η συγκεκριμένη αφορά σε κατηγορία με ελάχιστες πωλήσεις σε ετήσια βάση, η ελληνική αντιπροσωπεία δεν θα μπορούσε να ζητήσει την ίδια χαμηλή τιμή από τη Honda συγκριτικά με άλλες αγορές (Βρετανία, Γερμανία) στις οποίες πωλούνται χιλιάδες μεγάλα Naked κάθε χρόνο.

Όπως και να έχει, η τιμή του CB1000 αναμένεται εντυπωσιακά χαμηλότερη από ότι του προκατόχου του, και επίσης εξαιρετικά χαμηλότερη απέναντι στον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό των ακριβών, σούπερ-εξοπλισμένων και εξωφρενικά δυνατών Hyper-Naked όπως είναι τα Aprilia Tuono V4 1100 (17.590 ευρώ) & V4 1100 Factory (20.190 ευρώ), BMW S 1000 R (17.450 ευρώ) & M 1000 R (25.000 ευρώ), Ducati Streetfighter V4 (27.200 για το μοντέλο 2024 έως ακόμα και… 42.000 ευρώ για το SP2 24), και KTM 1390 Super Duke R (24.350 ευρώ) & R EVO (26.450 ευρώ).

Τώρα μένει να δούμε αντίστοιχο μοντέλο της Honda που να πολεμά τις τιμές των κινέζικων εργοστασίων και στα μεγάλα Adventure (στα μεσαία κάτι πήγε να κάνει το Transalp), για να δέσει το γλυκό και στην Ελλάδα.

Ετικέτες