Yamaha X-Max 250 (2010 – 2013)

Από τον

Χρήστο Πατεράκη

1/7/2015

Μια καλή συνταγή

To 2010 η Yamaha ανανέωσε το X-Max 250, δίχως να αλλάξει την βασική συνταγή που ακολούθησε για την δημιουργία του, το 2005. Οι αλλαγές που είχε τότε δεν ήταν μόνο για να εκσυγχρονιστεί η όψη του, αλλά και σε ζητήματα ουσίας

Η πρώτη γενιά του X-Max παρουσιάστηκε παράλληλα με το "αδερφό" X-City που είχε μεγαλύτερης διαμέτρου τροχούς κατά μία ίντσα εμπρός και πίσω. Παρά την μεγαλύτερη σταθερότητα που προσδίδουν οι τροχοί με την μεγαλύτερη διάμετρο, λόγω ακριβώς της μεγάλης διαμέτρου και ειδικά του πίσω τροχού δεν έδιναν την ευχέρεια στους κατασκευαστές να προσφέρουν μεγάλο αποθηκευτικό χώρο κάτω από τη σέλα. Στο X-Μax όμως όπου η Yamaha το σχεδίασε με τον πίσω τροχό να έχει διάμετρο 14 ιντσών, ο χώρος κάτω από τη σέλα ήταν... αχανής, σε σχέση με αυτά που έχουν μεγαλύτερης διαμέτρου τροχούς, δίνοντάς του ένα χαρακτηριστικό που εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τους αγοραστές, αφού έκανε σημαντικά περισσότερες πωλήσεις από το X-City. Το X-Max πρόσφερε λοιπόν μεγάλο αποθηκευτικό χώρο κάτω από τη σέλα του, καλή προστασία από τον αέρα, και μια ξεκούραστη θέση οδήγησης με τον κορμό του αναβάτη όρθιο, δίχως τις ακρότητες των ξαπλωτών. Παράλληλα, η Yamaha έχοντας στην γκάμα της και το ιδιαίτερο T-Max 500, έβαλε στα συστατικά της κατασκευής του X-Max μερικά χαρακτηριστικά από αυτά που περιγράφουμε συνήθως σαν "σπορ", εννοώντας ένα αρκούντως στιβαρό πλαίσιο κατά βάση, ώστε το σύνολο να συμπεριφέρεται με ασφάλεια και προβλεψιμότητα όταν καλείται να διαχειριστεί ισχυρότερες δυνάμεις από αυτές που εφαρμόζονται όταν η κίνηση είναι ξένοιαστη και δίχως απρόοπτα. Και για να είναι αυτό εφικτό από τον καθένα χρειάζεται να είναι και το σώμα σε στάση όπου ο αναβάτης μπορεί να αντιδράσει. Το Χ-Max προσφέρει αυτή την δυνατότητα, παράλληλα με την άνεση από την σέλα με την μεγάλη επιφάνεια. Μαζί με αυτά, το X-Max πρόσφερε προοδευτικά και ισχυρά φρένα, συμβατικής λειτουργίας, ενώ ο κινητήρας και η ρύθμιση της μετάδοσης του επιτρέπουν να διατηρεί ταχύτητα πάνω από τα 120 χιλιόμετρα, επιτρέποντας δηλαδή και την κίνηση μακριά από το κέντρο της πόλης ακόμη και με συνεπιβάτη. Στην δεύτερη έκδοσή του, το 2010, η Yamaha δεν άλλαξε την αρχική συνταγή της κατασκευής του αλλά την βελτίωσε, ώστε να συνεχίσει το X-Max να διατηρεί το ενδιαφέρον των υποψηφίων αγοραστών, που πλέον είχε αποδειχθεί επιτυχημένο. Μια πολύ σημαντική βελτίωση που είχε, και μάλιστα από αυτές που δεν φαίνονται στην πρώτη ματιά, αφορούσε το πλαίσιο. Το επανασχεδιασμένο πλαίσιο του 2010 πρόσφερε μεγαλύτερη ακαμψία δίνοντας καλύτερη στιβαρότητα στο X-Max. Αυτό μεταφράστηκε σε καλύτερη ικανότητα και πιο ευχάριστη και ασφαλή αίσθηση ειδικά στις εναλλαγές κλίσεων, παρά το μεγάλο μεταξόνιο και συνολικό μήκος του. Από τις άλλες βελτιώσεις και αλλαγές, αυτές που είναι και πιο εμφανείς, ξεχωρίζει η συνολική αλλαγή στην εμφάνισή του, κυρίως στο εμπρός μέρος του. Περισσότερο επιθετικό από το προηγούμενο μοντέλο, χάρη και στους προβολείς με τη νέα σχεδίαση, προσφέρει παράλληλα και μεγαλύτερη προστασία από τον αέρα χάρη στη σχεδίαση τόσο των πλαστικών όσο και της ζελατίνας. Προσφέρει επίσης καλύτερη ορατότητα, ενώ χάρη στη νέα στήριξή της βελτιώνει και την οδηγική συμπεριφορά, καθώς είναι σταθερή μαζί με τα υπόλοιπα πλαστικά, με την βάση της να στηρίζεται στο πλαίσιο δίχως να κινείται μαζί με το τιμόνι όπως στο πρώτης γενιάς X-Max 250. Καινούργια ήταν και τα όργανα, με περισσότερες πληροφορίες και με αναλογικές ενδείξεις, τόσο για το ταχύμετρο όσο και για το στροφόμετρο. Οι αλλαγές συνεχίστηκαν με την αύξηση του διαθέσιμου χώρου για τα πόδια του αναβάτη στην ποδιά, όσο και στο ντουλαπάκι που βρίσκεται εκεί. Mε αυτές τις κύριες επεμβάσεις, αλλά και την προσθήκη έκδοσης με ABS, το X-Max συνέχισε την επιτυχημένη του παρουσία και στους ελληνικούς δρόμους, μέχρι τώρα που θα δώσει την θέση του στην τρίτη γενιά του μοντέλου. X-Max 250 δεύτερης γενιάς υπάρχουν αρκετά διαθέσιμα σαν μεταχειρισμένα, με τις τιμές τους να διατηρούνται σε σχετικά υψηλά επίπεδα, ειδικά των εκδόσεων με ABS. Το μακρύ σκούτερ με τις καλές επιδόσεις, τους άφθονους χώρους, την άνετη θέση οδήγησης αλλά και την στιβαρή του αίσθηση, έχει αφήσει το στίγμα του στην κατηγορία αποτελώντας μια από τις καλύτερες επιλογές στην μεσαία κατηγορία.

 

Ναι

Στους χώρους και την συμπεριφορά του

Όχι

Στις πλούσιες διατάσεις του

Τιμη

Οι τιμές των μοτοσυκλετών όπως και των σκούτερ, όχι μόνο των μεταχειρισμένων αλλά ακόμη και των καινούργιων, είναι πολύ ρευστές στην εποχή που διανύουμε στην Ελλάδα. Μεταβάλλονται γρήγορα, προς χαμηλότερα επίπεδα. Γι' αυτόν το λόγο το να αφιερώσεις χρόνο για την επιλογή μιας μεταχειρισμένης μπορεί ευκολότερα να σε φέρει μπροστά σε αυτό που λέμε ευκαιρία. Χωρίς όμως να είναι κανόνας ότι το φθηνότερο είναι το καλύτερο, αφού συχνά το “συμμάζεμα” μπορεί να κοστίσει πολύ περισσότερα χρήματα από όσα δόθηκαν για την αγορά.

Tι να προσέξετε

Με την καλή ποιότητα κατασκευής και την αξιοπιστία του να το συνοδεύουν, το X-Max 250 είναι ένα δοκιμασμένο μοντέλο στην μεσαία κατηγορία και με αρκετούς εκπροσώπους του να διατίθενται σαν μεταχειρισμένα. Για το μοντέλο με το ABS οι τιμές είναι αξιοσημείωτα μεγαλύτερες, ανεβαίνοντας σχεδόν στις 3.500 ευρώ κάνοντας πιο δύσκολη την απόφαση για την επιλογή του αφού είναι σχεδόν 30% μεγαλύτερη η τιμή του από του μοντέλου δίχως ABS. Το ABS έχει την ικανότητα να βοηθάει σε καταστάσεις πανικού η κακής πρόσφυσης και βέβαια ανήκει στον εξοπλισμό που δεν είναι δυνατόν να τοποθετηθεί εκ των υστέρων.

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος: Τετράχρονος, μονοκύλινδρος, υγρόψυκτος 1ΕΕΚ/4 βαλβίδες

Διάμετρος επί διαδρομή (mm): 69 x 66,8

Κυβικά (cc): 249,8

Σχέση συμπίεσης: 10                  

Ανάφλεξη: Ψηφιακή         

Τροφοδοσία: Ψεκασμός     

Σύστημα εκκίνησης:                        Μίζα

Σύστημα εξαγωγής: 1 σε 1

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Τύπος συμπλέκτη:            φυγοκεντρικός

Μετάδοση : συνεχώς μεταβαλλόμενης σχέσης, ιμάντας

 

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος: Ατσάλινο σωληνωτό

Μεταξόνιο (mm): 1.545

Ύψος σέλας (mm):  792

Βάρος κατασκευαστή κενή/γεμάτη (Kg): 180/

Βάρος πραγματικό γεμάτη, ζυγισμένη (Kg): 180,5                

Ρεζερβουάρ/ρεζέρβα (l):            11,8

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Εμπρός: Τηλεσκοπικό πιρούνι

Διάμετρος (mm): 

Διαδρομή (mm):  110                

Ρυθμίσεις: Καμία

Πίσω: δύο αμορτισέρ

Διαδρομή (mm): 95

Ρυθμίσεις: Προφόρτιση ελατηρίων

 

ΦΡΕΝΑ

Εμπρός: Δισκόφρενο 267mm

Πίσω: Δισκόφρενο 240mm

 

ΤΡΟΧΟΙ

Εμπρός

Ζάντα : 3,50 x 17

Ελαστικό: 120/70 - 15   

Πίσω

Ζάντα : 5,50 x 17

Ελαστικό: 140/70 - 14

 

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Ταχύμετρο και στροφόμετρο με αναλογικές ενδείξεις, οθόνη με ρολόι ή θερμοκρασία περιβάλλοντος, στάθμη βενζίνης, θερμοκρασία λαδιού, ολικό και δυο μερικούς χιλιομετρητές, ενδεικτικές λυχνίες για φλας, λειτουργία ψεκασμού, μεγάλη σκάλα φώτων, immobilizer, αλλαγής λαδιών, πλαϊνό και κεντρικό σταντ, ντουλαπάκι στο μπροστινό μέρος

 

ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ

Ισχύς κατασκευαστή (HP/rpm): 20,1/7.500

Ροπή κατασκευαστή (Kg.m/rpm): 2,1/6.000

 

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ (l/100km)

Μέση:            3,8

ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ (km)

Μέση:            310

 

ΤΙΜΕΣ ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ (με ΦΠΑ 23%)

 

Έμβολο πλήρες : 145             

Μπιέλα : 386 (μαζί με στρόφαλο)                 

Τελικό εξάτμισης : 544                

Εμπρός φτερό : 79                                          

Εμπρός ζάντα: 290                             

Μανέτα δεξιά : 30     

Σέλα :  250                

Πλαίσιο: 820 

Οι προαναφερόμενες τιμές ήταν σε ισχύ τον Απρίλιο του 2014                    

 

 

 

Moto Guzzi V7 Classic/Stone 2008 - 2013

Από τον

Χρήστο Πατεράκη

1/7/2015

Δεν αλλάζει

 

Ήταν μια από τις καλύτερες εμπνεύσεις της Piaggio η αναβίωση του θρυλικού ονόματος V7, που προστέθηκε ξανά στην γκάμα της Moto Guzzi από το 2008 και μετά. Στα χρόνια που πέρασαν η σειρά των V7 απέκτησε νέα μέλη, αναβαθμίστηκε δυο φορές, αλλά στη ουσία της δεν αλλάζει τίποτα

 

Η σύγχρονη V7 ανήκει σε μια ομάδα μοτοσυκλετών με ελάχιστα μέλη, όπως είναι η Bonneville της Triumph και η W της Kawasaki. Αυτή η ομάδα έχει ένα κοινό χαρακτηριστικό που αφορά την αίσθηση και την εμπειρία από την οδήγησή της. Αυτή η αίσθηση, μοναδική και χαρακτηριστική για κάθε μοτοσυκλέτα, δεν αφορά ένα συγκεκριμένο τομέα του σχεδιασμού αλλά δημιουργείται από την συνολική κατασκευή. Από κάπου ξεκινάει όμως, κάπου υπάρχει ο πυρήνας της δημιουργίας της και η υπόλοιπη κατασκευή έχει φροντίσει να διατηρήσει. Στις Bonneville ας πούμε, είναι ο στρόφαλος και τα δυο έμβολα που παλινδρομούν μένοντας συνέχεια δίπλα – δίπλα αυτά που σε ωθούν να μάθεις να "οδηγείς με τον στρόφαλο" να χειρίζεσαι και να μπορείς να εκμεταλλευτείς την στροφορμή του, εκείνο το μέγεθος της Φυσικής που δεν αφήνει τον στρόφαλο να επιβραδύνει. Και στην V7 η αίσθηση που σου δίνει όταν την οδηγείς δημιουργείται από τον κινητήρα της, ή πιο σωστά από ολόκληρο το συγκρότημα που οδηγεί στην περιστροφή του πίσω τροχού. H ανάλαφρη αίσθηση, η ευκολία στους ελιγμούς και τις εναλλαγές κλίσεων είναι οι πρώτες παρατηρήσεις που εντυπώνονται μετά από την πρώτη βόλτα μαζί της. Η χαμηλή μοτοσυκλέτα, με την ίσια σέλα – είναι πλέον ελάχιστες οι μοτοσυκλέτες με τέτοια σχεδίαση, όπου ο συνεπιβάτης απλώς κάθεται στην σέλα του δίχως να χρειάζεται να κάνει αναρρίχηση ή σπαγκάτο – διαθέτει και την διαχρονική απλότητα στην εμφάνισή της. Μια εμφάνιση με ταυτότητα και ομορφιά, τονισμένη και από την υψηλή ποιότητα του φινιρίσματος. Το καλό φινίρισμα και η απουσία αφρόντιστων σημείων είναι ένα χαρακτηριστικό που έχουν όλες οι σύγχρονες Moto Guzzi και η σειρά των V7 φτιάχτηκε μάλιστα την περίοδο όπου η αναβάθμιση της ποιότητας των Guzzi μπήκε σε μια νέα περίοδο της ιστορίας της. Μάλιστα χρονιά με τη χρονιά γίνονται βελτιώσεις σε διάφορα σημεία και πλέον οι V7 είναι αντικειμενικά καλοφτιαγμένες. Με την πάροδο του χρόνου και τις αλλαγές των μοντέλων αυτό που δεν αλλάζει είναι η αίσθηση από τη οδήγησή της. Mένει ίδια γιατί δεν αλλάζει αυτό που την δημιουργεί δηλαδή ο κινητήρας με την μετάδοσή του και το πλαίσιο. Ο αερόψυκτος δικύλινδρος V90o με τον διαμήκη στρόφαλο, τον μονόδισκο ξερό συμπλέκτη και το πεντατάχυτο κιβώτιο πίσω του, αλλά και τον άξονα της τελικής μετάδοσης που περνά μέσα από το ψαλίδι είναι πάντα εκεί ακολουθώντας τις επιταγές μιας εμπνευσμένης σχεδίασης της δεκαετίας του '60. To συγκρότημα του κινητήρα και της μετάδοσης "κρέμεται" από το πλαίσιο, φτιαγμένο από ατσάλινους σωλήνες, ακολουθώντας τις αρχές των χωροδικτυωμάτων. Η ανάρτηση του πίσω τροχού γίνεται με την συμβατική διάταξη των δυο αμορτισέρ, τοποθετημένων με σημαντική κλίση ώστε να προσφέρουν καλύτερη λειτουργία. O V2 δεν έχει σχεδιαστεί για την μέγιστη απόδοση, και έχει υιοθετήσει λύσεις όπως οι θάλαμοι καύσης Heron με επίπεδες κεφαλές και ωστήρια για τις δυο μόνο βαλβίδες κάθε κυλίνδρου στοχεύοντας αρχικά στην απλότητα, το μικρότερο κόστος κατασκευής και τις συμμαζεμένες διαστάσεις. Οι θάλαμοι Heron όμως συμβάλουν στην μικρή κατανάλωση και την καλή απόδοση ροπής, χαρακτηριστικά που ταιριάζουν γάντι τόσο στην V7 όσο και στην εποχή μας, όπου η σπατάλη βενζίνης κοντεύει να γίνει ποινικό αδίκημα. Παρά την σχεδίαση που μετρά πάνω από σαράντα χρόνια ο ιταλικός V2 αρκείται σε μια κατανάλωση σχεδόν πέντε λίτρων για κάθε εκατό χιλιόμετρα με την απόδοσή του να είναι αυτή που πρέπει στις χαμηλές και μεσαίες στροφές. H τροφοδοσία από το σύστημα ψεκασμού δεν δημιουργεί κάποιο πρόβλημα ενώ από την αλλαγή του μοντέλου από το 2012 και μετά όπου ο ψεκασμός έχει πλέον ένα σημείο τροφοδοσίας και για τους δυο κυλίνδρους, η απόδοση είναι βελτιωμένη μέχρι τις μεσαίες στροφές. Στο ρελαντί εξακολουθεί να πάλλεται και στις ψηλές να μην αποδίδει τίποτα εντυπωσιακά νούμερα, ανεβάζοντας μάλιστα και λιγότερες στροφές για μικρότερη κατανάλωση, μα παραμένει πάντα ευχάριστος σύντροφος σε κάθε βόλτα. Στο εμπρός άκρο υπάρχει μεγάλη γωνία κάστερ, ελαστικό με διάμετρο 18 ίντσες και ένα συμβατικό πιρούνι με την μεγαλούτσικη διαδρομή των 130 χιλιοστών, χαρακτηριστικά που μεταφράζονται σε άνεση ακόμη και σε κακούς δρόμους. H V7 είτε στην πρώτη της έκδοση την Classic μεταξύ 2008 και 2011, είτε στη επόμενη την Stone είτε σαν την νεώτερη έκδοση του 2014 με την γεννήτρια πλέον να ψύχεται από το λάδι του κινητήρα προσφέρει πάντα την ίδια αίσθηση. Εύκολη και ευχάριστη στην οδήγηση και στο μάτι, δίχως δύστροπες ιδιαιτερότητες, με καλή ποιότητα κατασκευής παντρεύει μια κλασσική σχεδιαστική άποψη με το σήμερα, προσφέροντας απόλαυση σε κάθε βόλτα.

 

Ναι

Στην ευκολία της οδήγησης και την ομορφιά της

Όχι

Δεν είναι στο στυλ της η επιθετική οδήγηση

Γιατί

Απολαμβάνεις οδήγηση χωρίς υψηλή απόδοση

 

Οι τιμές των μοτοσυκλετών, όχι μόνο των μεταχειρισμένων αλλά ακόμη και των καινούργιων, είναι πολύ ρευστές πλέον και μεταβάλλονται προς χαμηλότερα επίπεδα. Έτσι και στην περίπτωση των V7 υπάρχουν τόσο σε τιμές προσφορών σαν καινούργιες ενώ και σαν μεταχειρισμένες οι τιμές χαμηλώνουν. Παρά του ότι είναι το πιο καλοπουλημένο μοντέλο της Moto Guzzi αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχουν άφθονες επιλογές σαν μεταχειρισμένες. Αυτό συμβαίνει για δυο λόγους με τον πρώτο να είναι ότι αγοράζονται από ανθρώπους που σκοπεύουν να την κρατήσουν χρόνια οπότε δεν θέλουν να την αλλάξουν σύντομα. Ο δεύτερος λόγος είναι απλώς η οικονομική δυσπραγία μας. Οι τιμές τους πλέον όμως έχουν κατέβει και κάτω από τις 4.000 ευρώ

 

Tι να προσέξετε

Η καλή ποιότητα κατασκευής της σειράς των V7 σε συνδυασμό με τις φροντίδες του ιδιοκτήτη μπορούν να τις διατηρούν για χρόνια αψεγάδιαστες. Άλλωστε η άριστη εμφάνισή της είναι και το απαραίτητο στοιχείο για την επιλογή μιας μεταχειρισμένης. Ο προαιρετικός εξοπλισμός που τυχόν διαθέτει, όπως το κεντρικό σταντ και οι πλαϊνές βαλίτσες, είναι άλλος ένας παράγοντας για την επιλογή της. Τα μοντέλα Stone - από το 2012 και μετά – είναι πιο δυσεύρετα και ακριβότερα. Έχουν βελτιωμένο κινητήρα αλλά ο χαρακτήρας τους είναι απαράλλαχτος.

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος: Tετράχρονος, V90o διαμήκης, αερόψυκτος ένας εκκεντροφόρος στο κάρτερ, 2 βαλβίδες/κύλινδρο

Διάμετρος επί διαδρομή (mm): 80 x 74

Κυβικά (cc): 744                

Σχέση συμπίεσης: 9,6:1              

Ανάφλεξη: Ψηφιακή         

Τροφοδοσία: Ψεκασμός Marelli                                   

Σύστημα εκκίνησης:                        Μίζα

Σύστημα εξαγωγής:      2 σε 2

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Τύπος συμπλέκτη:            Ξερός, μονόδισκος με ντίζα

Σχέσεις ταχυτήτων: Πέντε

Τελική μετάδοση:            Άξονας, γρανάζια

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος: Ατσάλινο, κλειστό, βιδωτό τμήμα για την αφαίρεση του κινητήρα

Γωνία κάστερ (o):       27,5

Ίχνος (mm):            109

Μεταξόνιο (mm):  1.449 

Ύψος σέλας (mm):  805

Βάρος κατασκευαστή κενή (kg): 182/198         

Πραγματικό βάρος γεμάτη, ζυγισμένη (Kg): 199,5

Ρεζερβουάρ/ρεζέρβα (l): 17/2,5

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Εμπρός: Τηλεσκοπικό πιρούνι Marzocchi

Διάμετρος (mm):  40

Διαδρομή (mm):  135                

Ρυθμίσεις:            Καμία

Πίσω:  Δυο αμορτισέρ Sachs

Διαδρομή (mm):  118    

Ρυθμίσεις:            Προφόρτιση ελατηρίων

 

ΦΡΕΝΑ

Εμπρός: Δίσκος 320mm, δαγκάνα Brembo με τέσσερα έμβολα

Πίσω:            Δίσκος 260mm, δαγκάνα Brembo με ένα έμβολο

 

ΤΡΟΧΟΙ

Εμπρός

Ελαστικό:            100/90 -18

Ζάντα:             2,50 x 18in

Πίσω

Ελαστικό:            130/80 -17

Ζάντα:             3,50 x17in

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

 

Αναλογικό στροφόμετρο και ταχύμετρο, δύο οθόνες LCD με ψηφιακές ενδείξεις για ολικό και μερικό χιλιομετρητή, ρολόι, θερμοκρασία περιβάλλοντος, ενδεικτικές λυχνίες για πίεση λαδιού, λειτουργία ψεκασμού, φλας, νεκρά, μεγάλη σκάλα φώτων

 

ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ

Ισχύς κατασκευαστή (HP/rpm): 48/6.800

Ροπή κατασκευαστή (Kg.m/rpm):            5,4/3.600

Επιτάχυνση 0 - 400m (sec): 14,48

 

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ (l/100km)

Μέση:            5,3

ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ (km)

Μέση:            330

 

 

ΤΙΜΕΣ ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ (με ΦΠΑ 23%, €)*

Έμβολο πλήρες : 172             

Μπιέλα : 290 

Τελικό εξάτμισης : (ένα) 539

Ρεζερβουάρ:             821    

Εμπρός φτερό : 164                                       

Εμπρός ζάντα: 296                 

Μανέτα δεξιά :25      

Σέλα :  127                

Πλαίσιο: 801,3

* Οι προαναφερόμενες τιμές ήταν σε ισχύ τον Αύγουστο του 2014              

 

Ετικέτες