Δοκιμή: Harley Davidson Roadster 1200 Screamin’ Eagle Stage VI

Με “αγωνιστικές” διαθέσεις
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

7/11/2018

Η Harley Davidson Athena δεν είναι ένα τυπικό κατάστημα πώλησης μοτοσυκλετών, αξεσουάρ και service. Ζουν με τις μοτοσυκλέτες που πουλάνε και είναι πραγματικά δύσκολο να ξεχωρίσεις μέσα στο κατάστημα της Πειραιώς ποιος είναι ο πελάτης και ποιος είναι ο πωλητής. Από εκεί παίρνουμε για δοκιμή τα νέα μοντέλα της Harley Davidson και αυτοί είναι που έφεραν τις δικές τους μοτοσυκλέτες στο φετινό test Ride Event στην πίστα των Μεγάρων για να τις οδηγήσουν οι αναγνώστες μας.

Πέρα όμως από τις εμπορικές δραστηριότητες, οι άνθρωποι αυτοί έχουν μεγάλο πάθος για το customizing και ήδη μετράνε διεθνής επιτυχίες με την συμμετοχή τους σε διαγωνισμούς όπως το Wheels and Waves, όπου η custom μοτοσυκλέτα με την ονομασία ΝΥΧΤΑ κέρδισε πανηγυρικά την κατηγορία της. Αυτή την φορά, το τηλέφωνό μας χτύπησε για να μας ενημερώσουν πως έχουν βάλει το χεράκι τους σε ένα Roadster 1200 και μας ρώτησαν αν θέλουμε να το κάνουμε μια σύντομη δοκιμή. Προφανώς έχετε ήδη καταλάβει τι απαντήσαμε…

Πάμε πίστα!

Το Roadster 1200 είναι η πιο σπορ έκδοση της οικογένειας των Sportster. Πέρα από το Upside-Down πιρούνι, τα ισχυρά δύο δισκόφρενα εμπρός και τα ρυθμιζόμενα πίσω αμορτισέρ, έχει ταυτόχρονα και τα μεγαλύτερα περιθώρια κλίσης από οποιαδήποτε άλλη Harley Davidson, χάρη στον σχεδιασμό των εξατμίσεών του. Είναι χωρίς αμφιβολία η πιο “ευρωπαϊκή” σε στήσιμο και συμπεριφορά αμερικάνικη μοτοσυκλέτα που έχουμε δοκιμάσει μέχρι σήμερα. Πάνω σε αυτή την μοτοσυκλέτα δούλεψαν, με στόχο τις ακόμα καλύτερες επιδόσεις στις ευθείες και στις στροφές. Η συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα έχει περάσει από αρκετά στάδια αλλαγών και όπως μας πληροφόρησαν, θα ακολουθήσουν ακόμα περισσότερα.

Στο σημείο που βρίσκεται τώρα το Project, έχει τοποθετηθεί το κιτ Screamin’ Eagle τέταρτου σταδίου στον κινητήρα, που περιλαμβάνει εκτός των άλλων, ολόκληρες κεφαλές, εκκεντροφόρους, φίλτρο ελευθέρας ροής και ηλεκτρονική με κόφτη στροφών στις 8.000rpm.

Η εξάτμιση είναι από την RSD (Ronald Sands Desing) όπως και η billet τάπα της βενζίνης και οι ρυθμιζόμενες μανέτες. Το τιμόνι του Roadster 1200 έχει αλλάξει με την τοποθέτηση clip-on στα καλάμια του πιρουνιού και τα μαρσπιέ έχουν φύγει από το κέντρο του πλαισίου και έχουν πάει πίσω, κοντά στον άξονα του ψαλιδιού. Εκεί πίσω συναντάμε και τα ρυθμιζόμενα αμορτισέρ της σειράς Screamin’Eagle (κατασκευής FOX).

Οδηγώντας την μοτοσυκλέτα μέσα στους δρόμους της Αθήνας, σε εντυπωσιάζουν δύο πράγματα. Το ένα είναι το μικρό πλάτος της που την βοηθάει να τρυπώνει ανάμεσα στα αυτοκίνητα, προκαλώντας την έκπληξη των ντελιβεράδων που δεν μπορούν να πιστέψουν ότι τους ακολουθεί μια Harley μέσα στην πυκνή κίνηση. Το άλλο που σε εντυπωσιάζει είναι πως ο δυνατός ήχος της εξάτμισης σε προστατεύει από τους πεζούς και οδηγούς-ζόμπι!

Τα μπάπα-μπούπα και οι πυροβολισμοί τους αναγκάζουν να ξεκολλήσουν το smartphone από το αυτί και να κοιτάξουν γύρο τους πριν περάσουν τον δρόμο ή πριν αλλάξουν λωρίδα… Safety Feature!

Δυστυχώς τα μαρπιέ είναι τα ίδια με αυτά που έχει η Roadster 1200 από το εργοστάσιο και είναι υπερβολικά μεγάλα σε μήκος, με αποτέλεσμα να σε δυσκολεύουν να βάλεις και να βγάλεις τα πόδια σου από πάνω τους όταν σταματά και ξεκινάς από τα φανάρια.

Αυτά τα μαρσπιέ ήταν και το μόνο πρόβλημα που είχαμε μέσα στην πίστα των Μεγάρων, καθώς έβρισκαν εύκολα στην άσφαλτο και περιόριζαν την κλίση της μοτοσυκλέτας. Το πλαίσιο, τα φρένα και ο κινητήρας έχουν πραγματικά πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες!

Σαφώς δεν είναι supersport μοτοσυκλέτα, όμως οι ικανότητές της στις στροφές είναι πολύ παραπάνω από αυτές που φαντάζεται ο περισσότερος κόσμος και η γενική αίσθηση είναι αυτή μιας γεροδεμένης μοτοσυκλέτας. Προφανώς δεν είναι η γρηγορότερη μοτοσυκλέτα που έχουμε οδηγήσει στην πίστα, όμως ήταν σίγουρα μια από τις πιο διασκεδαστικές εμπειρίες που είχαμε μέσα στην πίστα των Μεγάρων. Προσωπικά πέρασα καλύτερα πάνω στην σέλα αυτής της Harley, παρά πάνω στη σέλα του GSX-R 1000R που δεινοπαθούσε να βγάλει την δύναμή του στα σαμαράκια και στα μπαλώματα των Μεγάρων και με παρακάλαγε να πάμε στις Σέρρες…    

  

Triumph Tracker 400/Thruxton 400 2026 – Παρουσιάστηκαν με τιμές για Ελλάδα!

Με διαφορές σε πλαίσιο/ανάρτησες - Και ισχυρότερο κινητήρα κατά δύο ίππους
Triumph Tracker 400 και Thruxton 400 2026
Από τον

Θοδωρή Ξύδη

16/12/2025

Η Triumph διευρύνει ακόμη περισσότερο την γκάμα των μονοκύλινδρων 400ριών της με Tracker 400 και Thruxton 400 με αισθητική εμπνευσμένη από τους flat track αγώνες και τα cafe racers αντίστοιχα.

Περιμέναμε ένα αλλά τελικά η Triumph παρουσίασε δύο μονοκύλινδρα 400άρια φτάνοντας έτσι την οικογένεια στα πέντε συνολικά μοντέλα, μαζί με τα Speed 400, Scrambler 400 X και Scrambler 400 XC.

Οι δύο μοτοσυκλέτες έχουν αισθητικές κυρίως διαφορές με τις άλλες εκδόσεις και μεταξύ τους φυσικά με το φαίρινγκ του 400ριού Thruxton να μας είναι γνωστό εδώ και καιρό από τις κατασκοπικές φωτογραφίες που έκαναν τον γύρο του διαδικτύου πολύ καιρό πριν από την παρουσίασή του. 

Οι δύο μοτοσυκλέτες φέρουν επίσης και μία ισχυρότερη έκδοση του μονοκύλινδρου μοτέρ με τη μέγιστη ισχύ να ανεβαίνει κατά 5% περίπου και να φτάνει τους 41,42 ίππους από 39,42 που γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Αλλαγή στη ροπή δεν υπάρχει και έτσι η μέγιστη τιμή παραμένει στα 3,82 kg.m αλλά να κάνει την εμφάνισή της 1.000 στροφές ψηλότερα, στις 7.500 σ.α.λ., με το 80% αυτής να είναι διαθέσιμο από τις 3.000 σ.α.λ. Η αύξηση στην ισχύ προήρθε από νέο εκκεντροφόρο αλλά και την εκ νέου χαρτογράφηση του ψεκασμού.

Triumph Tracker 400 και Thruxton 400 2026

Σε σχέση με τη μοτοσυκλέτα βάσης που είναι το Spped 400, το Tracker 400 έχει φαρδύτερο τιμόνι κατά 23 χλστ., το οποίο είναι και χαμηλότερο κατά 134 ολόκληρα χλστ. Παράλληλα τα μαρσπιέ έχουν τοποθετηθεί 86 χλστ. πιο πίσω και 27 χλστ. ψηλότερα, με το νέο τρίγωνο της εργονομίας να δίνει μια πιο σπορ και επιθετική θέση οδήγησης. Διαφορετική είναι και η σέλα, όπως και το κάλυμμα-κοκοβιός της σέλας στο κομμάτι του συνεπιβάτη, οι ζάντες και το ρεζερβουάρ, με τo Tracker 400 να ξεχωρίζει από το μικρό του μασκάκι, αλλά και τα μεγάλα numver plates εκατέρωθεν της σέλας, όπως και από τους αποκλειστικούς χρωματισμούς.

Το Thruxton 400 έχει επίσης διαφορετικό ρεζερβουάρ -και από το Tracker-, αν και η χωρητικότητα είναι ίδια στα 13 λίτρα, ενώ ζυγίζει και τρία κιλά περισσότερα λόγω του φέρινγκ, με το βάρος του να φτάνει τα 176 κιλά πλήρες υγρών. Του Tracker βρίσκεται στα 173 κιλά. Το φαίρινγκ είναι αυτό που κάνει και τη μεγαλύτερη διαφορά στην αισθητική της μοτοσυκλέτας, που έχει κλιπόν και διαφορετική θέση οδήγησης, ενώ οι Βρετανοί αναφέρουν και μικρές αλλαγές στο πλαίσιο αποκλειστικά για τη συγκεκριμένη εκδοχή της μοτοσυκλέτας. Σε αυτήν την περίπτωση και έναντι του Speed 400 τα κλιπόν είναι 40 χλστ. πιο στενά και 246 χλστ. πιο χαμηλά τοποθετημένα με μπόλικο βάρος να φορτίζει πλέον τον εμπρός τροχό. Παράλληλα, τα μαρσπιέ βρίσκονται στην ίδια θέση με εκείνα του Tracker 400.

Μικρές διαφορές έχουμε και στη γεωμετρία του πλαισίου μεταξύ των δύο μοτοσυκλετών. Το Tracker 400 έχει μεταξόνιο στα 1.371 χλστ. με κάστερ και ίχνος στις 24,4 μοίρες και 107,6 χλστ. αντίστοιχα, ενώ το Thruxton 400 έχει μεταξόνιο στα 1.376 χλστ. με κάστερ στις 24,5 μοίρες και ίχνος στα 101,5 χλστ. 

Triumph Tracker 400 και Thruxton 400 2026

H Triumph αναφέρει ότι καθεμιά από τις δύο νέες μοτοσυκλέτες έχει το δικό της set up στις αναρτήσεις ώστε να ταιριάζει καλύτερα στη φιλοσοφία της έκδοσης και τη θέση οδήγησης, με το πιρούνι να είναι ανεστραμμένο στα 43 χλστ. Η διαδρομή του είναι 140 χλστ. στο Tracker και 135 χλστ. στο Thruxton ενώ και το μονό αμορτισέρ και στις δύο περιπτώσεις δίνει διαδρομή 130 χλστ.

Και οι δύο μοτοσυκλέτες έχουν 17ρες χυτές ζάντες αλουμινίου που είναι διαφορετικής σχεδίασης μεταξύ των δύο μοντέλων και ελαστικά 110/70 και 150/60 εμπρός και πίσω αντίστοιχα. Ως πρώτης τοποθέτησης ελαστικά για το Thruxton επιλέχθηκαν τα Pirelli Diablo Rosso IV, ενώ για το Tracker έχουμε τα Pirelli MT60 RS και τα δύο εξαιρετικές επιλογές για τόσο προσιτές μοτοσυκλέτες.

Τέλος, ίδιο είναι το σύστημα πέδησης και στις δύο περιπτώσεις με το κύριο έργο της επιβράδυνσης να αναλαμβάνει 300άρης εμπρός δίσκος και ακτινικά τοποθετημένη 4πίστονη δαγκάνα της ByBre. 

Το Tracker 400 θα είναι διαθέσιμο στην Ελλάδα από τον ερχόμενο Μάρτιο με τιμή 6.390 ευρώ και το Thruxton 400 από τον Φεβρουάριο του 2026, με τιμή 6.690 ευρώ. Και τα δύο συνοδεύονται από εργοστασιακή εγγύηση δύο ετών χωρίς περιορισμό στα διανυθέντα χιλιόμετρα.

Δείτε περισσότερες φωτογραφίες στις συλλογές που ακολουθούν.