Customizing: Ξεκινώντας από το βασικότερο

Οι καλύτερες μοτοσυκλέτες για φτηνό customizing
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

18/5/2017

Όπως με όλες τις διαδικασίες που μπορείς να εκφράσεις τη δημιουργική φαντασία σου, έτσι και ο χώρος του customizing στις μοτοσυκλέτες χρειάζεται περισσότερο συναίσθημα και ελάχιστο ή καθόλου μυαλό. Ας εξαιρέσουμε για τώρα, τις περιπτώσεις που βρίσκεις μία μοτοσυκλέτα εγκατελειμένη στο χωράφι, ή σου την χαρίζουν ή αποτελούσε ανεκπλήρωτο έρωτα δεκαετίες πριν και κατάφερες να την έχεις δική σου τώρα. Στις περισσότερες περιπτώσεις κάποιος έχει ή βρίσκει μια μοτοσυκλέτα που κοστίζει στην αγορά μεταχειρισμένου 1.000-3.000 και σιγά - σιγά, φτάνει να προσθέτει πάνω της εξαρτήματα και εργασία αξίας 10.000 ευρώ.

Το τελικό αποτέλεσμα που προκύπτει είναι μια custom μοτοσυκλέτα που… με το ζόρι μπορεί να πουληθεί 5.000, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις κανείς δεν είναι πρόθυμος να την αγοράσει, αφού το προσωπικό γούστο του ιδιοκτήτη δεν ταυτίζεται με εκείνο του ευρύτερου κοινού.

Όπως κι αν έχει, κάποιες μοτοσυκλέτες απαιτούν λιγότερα χρήματα για να τις μετατρέψεις, καθώς έχουν συγκεκριμένα τεχνικά χαρακτηριστικά, που ελαχιστοποιούν την ανάγκη εξειδικευμένων γνώσεων ή εξαρτημάτων. Εμείς κάτσαμε και βρήκαμε ποιες από αυτές είναι οι πιο κατάλληλες για να φτιάξεις την café racer, scrambler, flat track που ονειρεύεσαι χωρίς να σου φύγει μια περιουσία ή να ξεμείνεις  από χρήματα πριν την ολοκληρώσεις.

 

Yamaha Fazer 600 1996

Έχει καρμπιρατέρ με TPS που δυσκολεύει κάπως την αλλαγή της τροφοδοσίας, αλλά γενικά τα ηλεκτρικά της είναι απλά και μπορείς να κόψεις και να ράψεις τα καλώδια που θέλεις για αλλαγή φώτων κ.τ.λ. Το σχήμα του πλαισίου, ο μαύρος κινητήρας και η συνολική κατασκευή της από σίδερο, κάνει εύκολη υπόθεση το “καθάρισμα”, τα κοψίματα και τις ηλεκτροσυγκολλήσεις. Ορίστε μερικά παραδείγματα:

 

Suzuki Savage 400/650

Δύσκολο να βρεις πλέον ένα στην Ελλάδα, όμως υπάρχουν χιλιάδες τέτοια στην Ευρώπη και κυρίως στις ΗΠΑ, όπου συνέχιζε να το πουλάει η Suzuki μέχρι πρόσφατα. Ο κάθετος κύλινδρος είναι μοναδικός στο είδος του και η καλύτερη βάση για μετατροπές που θυμίζουν βρετανικά μονοκύλινδρα αγωνιστικά των 50ies. Εξαιρετικές περιπτώσεις είναι οι παρακάτω:

 

Kawasaki Estrela 250

Είχε εισαχθεί κανονικά από την ελληνική αντιπροσωπεία και κάποιες μοτοσυκλέτες είχαν έρθει μεταχειρισμένες από την Ιαπωνία. Με ένα τιμόνι κλιπ-ον γίνεται café racer και με ένα ψηλό τιμόνι και τρακτερωτά ελαστικά γίνεται Scrambler ή Flat-Track. Πουλήθηκαν ελάχιστα, αλλά αν βρεις ένα είναι πανεύκολο να το μετατρέψεις σε ό,τι γουστάρεις με ελάχιστα χρήματα, όπως αυτά τα παραδείγματα:

Suzuki GSX-R 750/1100 1985-1995

Τα αερο-ελαιόψυκτα GSX-R ήταν πάντα η αγαπημένη βάση των garage-custom. Κυρίως τα μετέτρεπαν σε Streetfighter, όμως χάρη στην απλότητα σχεδιασμού του κινητήρα, του πλαισίου και των ηλεκτρικών, μπορούν να πάρουν εύκολα οποιαδήποτε μορφή. Λόγω της υψηλής ζήτησης οι τιμές τους έχουν εκτοξευτεί παράλογα. Τα τελευταία μοντέλα μεταξύ 1992-1995 είναι η καλύτερη επιλογή, καθώς όσα έχουν ημερομηνία κατασκευής πριν το 1990 και είναι σε καλή κατάσταση θεωρούνται ήδη vintage! Διαλέξαμε μερικές χαρακτηριστικές δουλειές:

Ducati Monster 600

Όσο είναι ακόμα φτηνά στην αγορά του μεταχειρισμένου, αξίζει να πάρετε ένα Τερατάκι για να το μετατρέψετε. Κάνει τον ίδιο ήχο με τα μεγάλα superbike της Ducati, έχει πλαίσιο που μοιάζει με των 851 και 916 και… καθόλου πλαστικά. Το ρεζερβουάρ αφαιρείται χωρίς εργαλεία και τα ηλεκτρικά του είναι με φισέτες που διευκολύνουν αφάνταστα το κόψε-ράψε! Πάρτε μία ιδέα:

 

Οι περιπτώσεις είναι πολλές και τα παραδείγματα ακόμα περισσότερα, αλλά θέτουμε ως δεδομένο την φθηνή απόκτηση και την ακόμα φθηνότερη μετατροπή. Χρησιμοποιήστε τα παραδείγματα αυτά για έναν πιο γενικό κανόνα, αν ψάχνεται την δική σας, προσωπική, ιδανική αρχή για customizing! 

Οι παλιοί βρετανικοί κινητήρες ήταν σχεδιασμένοι να στάζουν λάδια! Πως έλυσαν το πρόβλημα οι Ιάπωνες

Ο σχεδιασμός που έκανε τη διαφορά
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

19/7/2022

Όταν τα Ιαπωνικά εργοστάσια μπήκαν στο χώρο της βιομηχανίας μοτοσυκλετών και έκαναν μαζικά εξαγωγές στις χώρες της δύσης, οι πρώτες μοτοσυκλέτες που κατασκεύαζαν έμοιαζαν υπερβολικά ίδιες με τις δικύλινδρες εν σειρά μοτοσυκλέτες των βρετανών, δηλαδή τις Triumph, τις Norton και τις BSA. Η επιλογή των βρετανικών εν σειρά κινητήρων ως “πρότυπο” για τις δικές τους μοτοσυκλέτες δεν έγινε τυχαία από τους Ιάπωνες.

Ο δικύλινδρος εν σειρά είναι πολύ πιο απλός σχεδιαστικά από οποιασδήποτε άλλης αρχιτεκτονικής δικύλινδρο κινητήρα (π.χ. τους περίπλοκους ιταλικούς και γερμανικούς V2 και Boxer οι οποίοι απαιτούν διπλάσια εξαρτήματα) και αυτό παίζει τεράστιο ρόλο στο κατασκευαστικό κόστος και στην ταχύτητα των γραμμών παραγωγής. Οι Ιάπωνες ήθελαν να επιτύχουν όσο το δυνατόν χαμηλότερη τιμή (ανταγωνιστική) και να επεκταθούν όσο πιο γρήγορα γίνεται σε όλες τις αγορές του κόσμου.

Ο δικύλινδρος εν σειρά των βρετανών είχε όλα τα χαρακτηριστικά για να πετύχουν  το στόχο τους και ακριβώς για τους ίδιους λόγους είναι ο πιο δημοφιλής κινητήρας αυτή την εποχή στους μικρομεσαίους κυβισμούς και έχει κυριαρχήσει έναντι των V2 στα μοντέλα όπου η τιμή παίζει καθοριστικό ρόλο.

Αυτή η υπερβολική ομοιότητα στην εμφάνιση και στις προδιαγραφές των ιαπωνικών δικύλινδρων εν σειρά με τις βρετανικές μοτοσυκλέτες, έκανε πολλούς να λένε υποτιμητικά ότι οι Ιάπωνες απλώς φτιάχνουν “αντίγραφα” χρησιμοποιώντας τις κονσέρβες που άφησε ο στρατός της δύσης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η αλήθεια όμως είναι κάπως διαφορετική, διότι οι Ιάπωνες γνώριζαν τις βασικές αδυναμίες των βρετανικών δικύλινδρων εν σειρά πριν ξεκινήσουν την κατασκευή μοτοσυκλετών για εξαγωγή σε όλο τον κόσμο.

Τα βρετανικά εργοστάσια μοτοσυκλετών χρησιμοποιούσαν στροφάλους με χρονισμό 360⁰, όπου τα δύο έμβολα παλινδρομούσαν μαζί δίπλα-δίπλα σαν μονοκύλινδρος. Η επιλογή αυτή έγινε λόγω της δυνατότητας που σου δίνει να χρησιμοποιείς ένα κοινό καρμπυρατέρ και για τους δύο κυλίνδρους, αλλά και τη δυνατότητα να χρησιμοποιείς το ίδιο σύστημα ανάφλεξης με εκείνο των μονοκύλινδρων. Σήμερα με τους ηλεκτρονικούς ψεκασμούς και τις ECU ακούγεται αστείο, όμως τότε ήταν πάρα πολύ σημαντικό διότι η τεχνολογία ήταν ακριβή και τα εργατικά χέρια φτηνά.

Από καθαρά κατασκευαστική άποψη, οι βρετανικοί δικύλινδροι εν σειρά ήταν οι πιο απλοί και οι πιο φτηνοί στην κατασκευή από κάθε άλλο δικύλινδρο εν σειρά έχουμε δει έως σήμερα στην παραγωγή.

Μάλιστα για να απλοποιήσουν ακόμα περισσότερο τη διαδικασία παραγωγής, τα κάρτερ στις βρετανικές δικύλινδρες εν σειρά ήταν κάθετα χωρισμένα, κάνοντας πολύ εύκολη και γρήγορη τη συναρμολόγησή τους.

Όλα αυτά τα πλεονεκτήματα για τα βρετανικά εργοστάσια είχαν όμως και κάποια σοβαρά μειονεκτήματα για τους ιδιοκτήτες των βρετανικών μοτοσυκλετών.

Το πρώτο μειονέκτημα ήταν φυσικά οι κραδασμοί πρώτης τάξης λόγω της ταυτόχρονης κίνησης πάνω-κάτω των δύο εμβόλων μαζί. Πέρα από ενοχλητικοί στην οδήγηση, οι κραδασμοί πρώτης τάξης είναι “επώδυνοι” για τον ίδιο τον κινητήρα και βάζουν σε κίνδυνο την υγεία του στις υψηλές στροφές.

 

Το δεύτερο πρόβλημα ήταν οι τεράστιοι λεκέδες από λάδια που άφηναν σε όποιο σημείο τις παρκάριζες.

 

Το πρόβλημα αυτό δεν είχε καμία σχέση με την ποιότητα κατασκευής ή την ποιότητα υλικών των βρετανικών μοτοσυκλετών εκείνης της εποχής. Ίσα-ίσα που ήταν πολύ ανώτερη από των ιαπωνικών μοτοσυκλετών.

 

Το πρόβλημα ήταν ξεκάθαρα σχεδιαστικό, γι΄αυτό και παραμένει άλυτο μέχρι σήμερα και ακόμα και η πιο τέλεια ανακατασκευασμένη βρετανική μοτοσυκλέτα του ’60 και του ’70 θα αρχίσει να σουρώνει λάδια μετά από μερικά χιλιόμετρα χρήσης, όποιο σύγχρονο διαστημικό υλικό στεγανοποίησης κι αν χρησιμοποιήσεις.

 

Υπάρχουν δύο αιτίες που δημιουργούν το πρόβλημα. Την πρώτη μάλλον την έχετε ήδη βρει, αφού είναι αρκετά εύκολο να καταλάβεις πως τα κάθετα χωρισμένα τμήματα των κάρτερ μεταβάλουν διαρκώς τη δύναμη που τα κρατά ενωμένα λόγω της διαστολής και συστολής των μετάλλων όταν ο κινητήρας είναι ζεστός ή κρύος.

 

Τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα, λόγω της εσωτερικής πίεσης αέρα που δημιουργεί ο χρονισμός του στροφάλου των 360⁰, αφού τα δύο έμβολα συμπιέζουν τον αέρα μέσα στα κάρτερ όταν κατεβαίνουν ταυτόχρονα προς τα κάτω, πιέζοντας τα λάδια να βγουν έξω από τα κάρτερ.

 

Αυτή η εσωτερική πίεση αέρα μέσα στα κάρτερ που δημιουργούν τα έμβολα είναι που κάνουν τις παλιές βρετανικές δικύλινδρες εν σειρά να σουρώνουν ακόμα περισσότερο λάδια όταν ο κινητήρας αρχίζει να κρυώνει, τα μέταλλα συστέλλονται και τα λάδια βρίσκουν πιο εύκολο δρόμο διαφυγής.

Βέβαια και όταν ο κινητήρας είναι ζεστός και τα μέταλλα διαστέλλονται η κατάσταση δεν βελτιώνεται πολύ, αφού η λειτουργία του κινητήρα σε υψηλότερες στροφές αυξάνει ακόμα περισσότερο την εσωτερική πίεση.

 

Οι Ιάπωνες έλυσαν αυτά τα προβλήματα των βρετανικών δικύλινδρων εν σειρά χρησιμοποιώντας στους δικούς τους κινητήρες στρόφαλο 180⁰, όπου όταν το ένα έμβολο ανεβαίνει, το άλλο κατεβαίνει, εξισορροπώντας την πίεση του αέρα μέσα στα κάρτερ και εξουδετερώνοντας με επιτυχία τους κραδασμούς πρώτης τάξης.

 

Ταυτόχρονα, οι Ιάπωνες χώρισαν οριζόντια τα κάρτερ, οπότε το κάτω τμήμα τους αποτελεί λεκάνη και δεν υπάρχουν ενώσεις μεταλλικών επιφανειών που να επιτρέπουν διαρροές λαδιού.  

Έτσι παρά το γεγονός πως η ποιότητα μετάλλων στις ιαπωνικές μοτοσυκλέτες της εποχής δεν ήταν καλύτερη των βρετανικών, εν τούτοις λόγω της διαφορετικής επιλογής χρονισμού του στροφάλου, οι Ιάπωνες κατάφεραν να λύσουν όλα τα προβλήματα που είχαν οι βρετανικές μοτοσυκλέτες επί δεκαετίες!