Αφιέρωμα ΜΟΤΟ: H Ιστορία των Yamaha Ténéré

Από τους δρόμους στους αμμόλοφους και αντίστροφα!
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

2/9/2020

Η Yamaha ανέκαθεν είχε συνδέσει το όνομά της με τους αγώνες Rally, αλλά και τους χωμάτινους αγώνες εν γένει, κατέχοντας έναν ηγετικό ρόλο με καινοτομίες και πρωτοπορίες, όπως είχε συμβεί και με την περίπτωση του DT-1. Ήταν η μοτοσυκλέτα που έδωσε τα ηνία του motocross στην Yamaha εκείνη την εποχή, χάρη στην επαναστατική –για τα δεδομένα της εποχής- monocross πίσω ανάρτηση, αλλά και το εφαλτήριο για την εξέλιξη δύο μοτοσυκλετών-ορόσημο για την Ιστορία του εργοστασίου και της μοτοσυκλέτας γενικότερα: το enduro ΤΤ500 που παρουσιάστηκε το 1975 και το on-off XT500 που παρουσιάστηκε το 1976. Και οι δύο αυτές τετράχρονες μοτοσυκλέτες ήταν η απάντηση στις "προσευχές" των απανταχού χωματερών που ήθελαν μια μοτοσυκλέτα με δυνατότητα να ταξιδέψει στην άσφαλτο, στο χώμα, αλλά και στις αμερικάνικες ερήμους της Δυτικής Ακτής, της σημαντικότερης ίσως αγοράς για την Yamaha.

Ο γενάρχης, το ΧΤ500 του 1976

 

Η αξιοπιστία του κινητήρα, η ροπή από τις χαμηλές στροφές και το ελαφρύ και άκαμπτο πλαίσιο, ήταν τα στοιχεία που χαρακτήρισαν τις δημιουργίες της Yamaha. Όπως ήταν φυσικό, αυτό μεταφράστηκε πολύ γρήγορα, όχι μόνο σε εμπορικές αλλά και σε αγωνιστικές επιτυχίες.

Παράλληλα όμως, το μέγεθος της επιτυχίας που γνώρισε το ΧΤ500 στην Ευρώπη ήταν απείρως μεγαλύτερο και σε τελείως διαφορετικό πεδίο απ' ό,τι στην Αμερική, χάρη σε έναν συγκεκριμένο Γάλλο αναβάτη, ο οποίος έγινε αργότερα γνωστός ως ο "Mr. Yamaha" μέσα στην εταιρεία, που μετέτρεψε το ΧΤ500 ως βάση εξέλιξης μιας εντελώς νέας κατηγορίας από την Yamaha. Ο λόγος για τον Jean-Claude Olivier, ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν ένας απλώς υπάλληλος στον Γάλλο εισαγωγέα της Yamaha, την Sonauto, αλλά αργότερα έγινε Πρόεδρος της Yamaha Motor France, ενώ άνοιξε και το μονοπάτι γι' αυτό που αποκαλούμε σήμερα Adventure κατηγορία.

Ο Jean Claud Olivier ήταν ο άνθρωπος που ουσιαστικά δημιούργησε τον θρύλο των Ténéré

 

Ο Olivier δεν άργησε να διακρίνει τις τεράστιες δυνατότητες του μεγάλου μονοκύλινδρου 500 στις αφρικανικές ερήμους, δηλώνοντας πως "έφτασε το πλήρωμα του χρόνου για να γίνει η μοτοσυκλέτα ένα όχημα περιπέτειας". Το 1977 ήταν η πρώτη χρονιά που ο Γάλλος συμμετείχε στο Rallye Côte d'Ivoire σε μια διαδρομή 10.000 χιλιομέτρων από την πρωτεύουσα της Ακτής Ελεφαντοστού Abidjan μέχρι τη Νίκαια της Γαλλίας. Το 1979 συμμετείχε μαζί με τρεις ακόμη αναβάτες στο πρώτο Paris-Dakar (που τότε λεγόταν Oasis Rally) ως ομάδα της "Sonauto Yamaha", πάνω σε ΧΤ500. Εκείνη την εποχή οι υπόλοιποι μεγάλοι κατασκευαστές μοτοσυκλετών, δεν έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον γι' αυτό το νέο είδος αγώνων, αλλά ο ίδιος ο Olivier είχε δηλώσει ότι η φιλοσοφία κατασκευής του ΧΤ500 ταίριαζε ακριβώς με την συμμετοχή σε έναν τέτοιο αγώνα.

Στην πρώτη, ιστορική, διοργάνωση του Paris-Dakar, οι μοτοσυκλέτες και τα αυτοκίνητα δεν αγωνιζόντουσαν σε ξεχωριστές κατηγορίες, αλλά ανταγωνιζόντουσαν για την συνολική νίκη. Ο Cyril Neveu και ο Gilles Comte με τα ΧΤ500 τους κατάφεραν να αφήσουν πίσω τους όλους τους οδηγούς των Range Rover και Renault, κάνοντας το 1-2 για την Yamaha. Την επόμενη χρονιά ο Neveu κέρδισε ξανά με τέσσερις αναβάτες ΧΤ500 να κερδίζουν αντίστοιχα τις τέσσερις πρώτες θέσεις! Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι εκείνη την χρονιά από τις 25 μοτοσυκλέτες που τερμάτισαν, οι 11 ήταν ΧΤ500…

Από την επόμενη χρονιά (το 1981) το Paris-Dakar εντάχθηκε στην αιγίδα των FIM και FIA, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να συμμετέχουν εργοστασιακές ομάδες στον αγώνα. Αυτή της BMW αποδείχθηκε ένας πολύ δύσκολος αντίπαλος για τους αναβάτες των ΧΤ500, οι οποίοι έτρωγαν τη σκόνη των Γερμανών. Η απάντηση της Yamaha ήταν η αναβάθμιση του XT500 σε XT550, με την τοποθέτηση του YDIS (Yamaha Dual Intake System), αλλά όσο ανέβαιναν οι επιδόσεις και οι ταχύτητες στο Dakar, ήταν όλο και πιο δύσκολο να παραμείνουν ανταγωνιστικοί.

Αυτό οδήγησε τον Olivier και την Sonauto να ζητήσουν από την Yamaha Motor στην Ιαπωνία να εξελίξουν τα ΧΤ παραγωγής, έτσι ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στο υψηλότερο επίπεδο ανταγωνισμού. Οι μηχανολόγοι στο Iwata έπιασαν αμέσως δουλειά και το αποτέλεσμα της προσπάθειάς τους ήταν το ΧΤ 600 Ténéré. Ο κινητήρας διατήρησε το σύστημα YDIS, αλλά είχε αυξημένη χωρητικότητα στα 600 κυβικά, διέθετε μεγάλο ρεζερβουάρ 30 λίτρων, ήταν η πρώτη off-road μοτοσυκλέτα της Yamaha με δισκόφρενο μπροστά, με monocross πίσω ανάρτηση, αλουμινένιο ψαλίδι και πολλές άλλες τεχνολογίες αιχμής για την εποχή. Η εξέλιξη του Ténéré 600 μάλιστα, έγινε ταυτόχρονα με του ΤΤ600, την enduro εκδοχή για την αγορά της Β. Αμερικής. Όταν η μοτοσυκλέτα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Σαλόνι του Παρισιού το 1982, δημιούργησε ένα σαρωτικό ρεύμα που πολύ γρήγορα εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο με τεράστιο εμπορικό αντίκτυπο, κρίνοντας κι από προσωπική εμπειρία μιας και τρεις από τις 23 μοτοσυκλέτες που είχα μέχρι τώρα στην κατοχή μου, ανήκαν στην οικογένεια των Ténéré

Το πρώτο Ténéré του 1983 που ήταν ουσιαστικά ένα υπερκυβισμένο ΧΤ550 με ένα ρεζερβουάρ 30 λίτρων, ως ρέπλικα της μοτοσυκλέτας του Cyril Neveu

 

Σύντομα το Ténéré αποτέλεσε την επιλογή πάρα πολλών αναβατών που έτρεχαν στο Paris-Dakar, αλλά και για πολλούς απλούς αναβάτες που θαύμαζαν το πνεύμα της περιπέτειας που συμβόλιζε η μοτοσυκλέτα. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ήταν η μοτοσυκλέτα που δημιούργησε την τάση κατασκευής των Dakar ρέπλικα. Μέσα στην επόμενη δεκαετία πουλήθηκαν 61.000 ΧΤ600 Tenere, ενώ λίγο μετά έγινε και η πρώτη μεγάλη αναβάθμιση, το 1991, με την γέννηση του ΧΤΖ660 Tenere το οποίο είχε πενταβάλβιδη κεφαλή για τον μονοκύλινδρο κινητήρα των 660 –πλέον- κυβικών εκατοστών. Το 1994 έγινε μια  αισθητική ανανέωση, με την μοτοσυκλέτα να αποκτά δίδυμους προβολείς μπροστά.

Η πρώτη ανανέωση έφερε μικρότερο ρεζερβουάρ στα 21 λίτρα και αύξηση της ιπποδύναμης στους 46 ίππους

 

Παρόλο όμως που το Ténéré ήταν η μοτοσυκλέτα που ουσιαστικά "γέννησε" την adventure κατηγορία, εμπνέοντας πολλούς αναβάτες –ιδιώτες και εργοστασιακούς- να τρέξουν στο θρυλικό Paris-Dakar, η Yamaha δεν μπόρεσε να γευτεί τη χαρά της νίκης μετά από το 1980. Ο Olivier "έφτασε πολύ κοντά στην πηγή" το 1985 με ένα XT600 Ténéré ειδικά προετοιμασμένο για τον αγώνα, το οποίο αν και έφερε το ίδιο όνομα με το μοντέλο παραγωγής, ήταν ουσιαστικά η πρώτη μοτοσυκλέτα που είχε φτιάξει το εργοστάσιο ειδικά και αποκλειστικά για το Dakar Rally. Με αυτή την μοτοσυκλέτα ο Γάλλος τερμάτισε στην δεύτερη θέση, ενώ πίσω του στην τρίτη και τέταρτη θέση τερμάτισαν επίσης αναβάτες με την ίδια μοτοσυκλέτα.

Το 1988 έγινε ολοκληρωτική ανβάθμιση, με δύο προβολείς μπροστά, σταθερό φαίρινγκ, δισκόφρενο εμπρός πίσω και ρεζερβουάρ 23  λίτρων

 

Με το πέρασμα των χρόνων, δυσκολία και ο ανταγωνισμός μεγάλωνε, με τις νίκες να συσσωρεύονται στο παλμαρές των boxer κινητήρων της BMW. Για να το αντιμετωπίσει αυτό το γεγονός ο Olivier τοποθέτησε στην αγωνιστική μοτοσυκλέτα του 1986 έναν τετρακύλινδρο εν σειρά κινητήρα από FZ750. Εξαιτίας όμως του μεγάλου βάρους, δεν κατάφερε κάτι καλύτερο από την 12η θέση. Η αφοσίωσή του στον σκοπό τον έφερε άλλη μια φορά στο αρχηγείο της Yamaha και το 1987 το αγωνιστικό τμήμα του εργοστασίου άρχισε να δουλεύει πάνω στο project του 1988. Ήταν το YZE750 Ténéré με τον μονοκύλινδρο, πενταβάλβιδο κινητήρα, με το οποίο έτρεξε και ο νεαρός –τότε- Stephane Peterhansel. Εκείνη τη χρονιά, η μοτοσυκλέτα τερμάτισε στην δεύτερη θέση με τον Franco Picco, μετά από τις ατυχίες των Olivier και Peterhansel, αλλά και μετά από σκληρή μάχη με το Honda NXR750 του Edi Orioli.

Το ΥΖΕ750 με τον κινητήρα του FZ750 δεν είχε ιδιαίτερη τύχη στους αμμόλοφους του Dakar

 

Στα τέλη του 1987, η Yamaha ξεκίνησε και την δημιουργία της επόμενης γενιάς των Ténéré παραγωγής, του δικύλινδρου εν σειρά XTZ750 Super Ténéré. Οι άξονες πάνω στους οποίους κινήθηκαν για την κατασκευή του ήταν οι εξής τέσσερις: η άνεση στο πολύωρο ταξίδι, το ικανοποιητικό ποσοστό δύναμης για να πετυχαίνει υψηλές μουαγιέν, να διαθέτει την δυνατότητα για οδήγηση εκτός δρόμου και τέλος, να έχει ό,τι και όσα χρειάζεται για να μπορεί να οδηγείται καθημερινά στον δρόμο. Το πρώτο πράγμα που έκαναν, ήταν να αποφασίσουν τις διαστάσεις της μοτοσυκλέτας βάσει του αγωνιστικού πρωτότυπου του Picco, με κυριότερο το μεταξόνιο των 1.515mm. Το διπλό σωληνωτό πλαίσιο επιλέχθηκε για την ακαμψία του, ενώ ο κινητήρας διέθετε στρόφαλο 360 μοιρών και 10 βαλβίδες για να διατηρήσει όσο το δυνατόν περισσότερο την αίσθηση του μεγάλου μονοκύλινδρου Ténéré.

Το 1991, το Ténéré άλλαξε εντελώς, με κινητήρα 660 κυβικών και πενταβάλβιδη κεφαλή, αλλά και ριζικά επανσχεδιασμένη εμφάνιση

 

Όπως ήταν φυσικό, το μοντέλο παραγωγής (που παρουσιάστηκε το 1988) αποτέλεσε την βάση για το αγωνιστικά rally, το YZE750T Super Tenere των 802,5cc, με το οποίο ήρθε η πολυπόθητη νίκη στο Dakar μετά από 10 ολόκληρα χρόνια, το 1991, με αναβάτη τον Peterhansel. Από εκεί κι έπειτα ο δρόμος ήταν στρωμένος με επιτυχίες, ενώ το 1997 και το 1998 ο Γάλλος αναβάτης πήρε δύο ακόμη σερί καρό σημαίες, με τον κινητήρα που είχε στρόφαλο 270 μοιρών.

Το πρώτο Super Ténéré με τον δικύλινδρο εν σειρά κινητήρα των 750 κυβικών

 

Αυτή η τεχνογνωσία που κερδήθηκε μέσα από τους αγώνες, πέρασε στα ΧΤΖ660 Ténéré και ΧΤΖ1200 Super Ténéré παραγωγής που καθιέρωσαν το λογότυπο των Ténéré ως ένα ορόσημο της μοτοσυκλετιστικής Ιστορίας. Η παραγωγή των μονοκύλινδρων όσο και των δικύλινδρων Ténéré και Super Ténéré σταμάτησε από το 1996 μέχρι το 2008 όταν παρουσιάστηκε το μονοκύλινδρο με την τετραβάλβιδη –πλέον- κεφαλή XT660Z Ténéré. Η επαναφορά του θρυλικού λογοτύπου δεν σημείωσε την αναμενόμενη εμπορική επιτυχία για την Yamaha, παρά το γεγονός ότι ήταν ένα πραγματικό on-of παντός δρόμου, με πολύ καλές δυνατότητες στις εκτός δρόμου διαδρομές.

Το 2008 η Yamaha επανέφερε το λογότυπο του Ténéré με μια μια μοτοσυκλέτα που ήταν βασισμένη στον κινητήρα των ΧΤ660

 

Με τον κινητήρα του XT660, το Ténéré του 2008 παρέμεινε στην παραγωγή μέχρι το 2016, έχοντας δεχθεί μικρές, ααισθητικές κυρίως, επεμβάσεις. Παράλληλα, το 2010 η Yamaha επανέφερε στο προσκήνιο το όνομα του Super Ténéré με έναν δικύλινδρο εν σειρά 1200 κυβικών.

To Super Ténéré των 1200cc, δεν έφερε την αναμενόμενη εμπορική απήχηση που περίμενε η Yamaha στον σκληρό ανταγωνισμό των mega on-off, παρά τα συγκεκριμένα καλά στοιχεία που διέθετε

 

Η εμπορική πορεία του ήταν αντίστοιχα χαμηλότερη των προσδοκιών και παρά τον εξοπλισμό του με ηλεκτρονικά βοηθήματα (όταν παρουσιάστηκε είχε ένα από τα καλύτερα traction control για το χώμα) και τις ημι-ενεργητικές αναρτήσεις (στην τελευταία του έκδοση) το μεγάλο βάρος του, η όχι και τόσο ορθή κατανομή του και το σετάρισμα των αναρτήσεων, αποτέλεσαν αποτρεπτικό παράγοντας για αρκετούς adventure tourer αναβάτες.

Το 2019 όμως η Yamaha έκανε την μεγάλη επιστροφή με το Ténéré 700, με τον δικύλινδρο εν σειρά κινητήρα της οικογένειας ΜΤ και με πραγματικές δυνατότητες για οδήγηση σε εκτός δρόμου διαδρομές. Ήταν μια πολυαναμενόμενη επιστροφή η οποία μετά από πολύ καιρό κατάφερε να ανταποκριθεί στο βάρος του ονόματος που φέρει.

Το όνομα "Ténéré" στην διάλεκτο των Tuareg σημαίνει "έρημος" ή "μοναξιά" αλλά είναι και το όνομα μιας από τις πιο αφιλόξενες περιοχές της Β. Αφρικής και δεν θα μπορούσε να περιγράψει καλύτερα την πρόκληση που δέχτηκε η Yamaha πριν από τέσσερις δεκαετίες, συνυφαίνοντας το όνομά της με την περιπέτεια.

 

 

IMZ Ural: Μια τρίτροχη ιστορία γύρω από τρείς πολέμους - Πώς έφτασε στη σημερινή αλλαγή πορείας

Από την αντιγραφή της BMW R 71 στην κινέζικη 500 Neo της Yingang
Ural
Από τον

Φίλιππο Σταυριδόπουλο

4/12/2025

Η σύντομη ιστορία της ρωσικής εταιρείας κατασκευής μοτοσυκλετών και οι ελιγμοί που της επέβαλαν οι διεθνείς συγκρούσεις για να κρατηθεί ζωντανή.

Τα sidecars αποτελούν μια ιδιαίτερη συνομοταξία μοτοσυκλετών, με περιορισμένους αλλά αφοσιωμένους φίλους. Ο πλέον γνωστός κατασκευαστής μοτοσυκλετών με πλευρικό κάνιστρο είναι η ρωσική Ural, με την ιστορία της να είναι ριζωμένη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Πριν ακόμα από τον πόλεμο η Σοβιετική κυβέρνηση βρισκόταν σε αναζήτηση μιας μοτοσυκλέτας που να μπορεί να ανταπεξέλθει στις αντίξοες συνθήκες του ρωσικού χειμώνα και το αφιλόξενο τερέν, με ανεπαρκείς υποδομές οδικού δικτύου, για να εξοπλίσει τον Κόκκινο Στρατό. Η BMW R 71 της Wehrmacht έμοιαζε ό,τι πιο κοντά σε αυτό, έτσι λοιπόν αποκτήθηκαν μυστικά πέντε μοτοσυκλέτες μέσω της Σουηδίας και παραδόθηκαν στο εργοστάσιο μοτοσυκλετών της Μόσχας όπου οι σοβιετικοί μηχανικοί, με τη διαδικασία του reverse engineering δημιουργήσαν τις υποδομές για την παραγωγή της δικής του στρατιωτικής μοτοσυκλέτας της Μ-72, με δικύλινδρο boxer κινητήρα.

Τον Ιούνιο του 1941 οι δυνάμεις του Άξονα εξαπέλυσαν την επιχείρηση  Barbarossa εισβάλοντας, σε παράβαση του σύμφωνου μη επίθεσης Molotov-Ribbentrop, στα εδάφη των σοσιαλιστικών δημοκρατιών με στόχο την κατάκτηση της “ευρωπαϊκής κεφαλής” της Σοβιετικής Ένωσης που όριζαν με την Ευθεία Α-Α (Αρχάνγκελσκ – Αστρακάν), από την Λευκή έως την Κασπία Θάλασσα σε αναζήτηση του ζωτικού χώρου (Lebensraum) και την εκτόπιση των σλαβικών φύλων, ως κατώτερων της άριας φυλής, στην Σιβηρία.

Ural

Η εξέλιξη αυτή σε συνδυασμό με την ταχεία προέλαση των γερμανικών στρατευμάτων και την επιτυχία των τακτικών Blietzkrieg που αξιοποιούσαν σε μεγάλο βαθμό την ραγδαία εξέλιξη των μηχανοκίνητων μέσων, αλλάζοντας τους όρους διεξαγωγής του πολέμου, ώθησε στην μετατόπιση του σοβιετικού εργοστασίου μοτοσυκλετών, μακριά από την εμβέλεια των βομβαρδιστικών της Luftwaffe, σε μια παλιά ζυθοποιία στο Irbit, στα σύνορα της Σιβηρίας με τα, πλούσια σε ορυκτά κοιτάσματα, Ουράλια όρη που έδωσαν και το όνομα στην εταιρεία.Ural

Στις 25 Φεβρουαρίου 1942, η πρώτη παρτίδα μοτοσυκλετών, συναρμολογημένων από τα εξαρτήματα που μεταφέρθηκαν από τη Μόσχα, στάλθηκε στο ανατολικό μέτωπο. Κατά τη διάρκεια του πολέμου παραδόθηκαν συνολικά 9.799 μοτοσυκλέτες M-72 σε αποσπάσματα αναγνώρισης τεθωρακισμένων και μηχανοκίνητων ταξιαρχιών.

Ural

To Irbit παρέμεινε η βάση της εταιρείας από το μακρινό 1941, εξελίσσοντας και βελτιώνοντας τις μοτοσυκλέτες της με βραδείς ρυθμούς, προσφέροντας τις boxer μοτοσυκλέτες της με κάνιστρο, σε διάφορες εκδόσεις εξοπλισμού, κάποιες με κίνηση και στους δύο πίσω τροχούς και με αρκετές ειδικές εκδόσεις στο πέρασμα του χρόνου, ακόμη και μια ηλεκτρική concept μοτοσυκλέτα που εμφανίστηκε το 2018, χωρίς όμως ποτέ να φτάσει στην παραγωγή.

Ural

Μετά τον πόλεμο, το εργοστάσιο την ΙΜΖ Ural επεκτάθηκε και εκσυγχρονίστηκε, με την κατασκευή χυτηρίου για αλουμινένια μέρη, τμήματος παρασκευής πλαισίων καθώς και άλλων τμημάτων για την παραγωγή διαφόρων εξαρτημάτων της μοτοσυκλέτας. Καθ’ όλη τη δεκαετία του 1950, οι μοτοσυκλέτες που παρήχθησαν προορίζονταν κυρίως για στρατιωτική χρήση. Στο τέλος όμως της δεκαετίας, η στρατιωτική παραγωγή μεταφέρθηκε σε ένα αδελφό εργοστάσιο στο Κίεβο της Ουκρανίας (KMZ), ενώ το Irbit συνέχισε την παραγωγή μοτοσυκλετών για την εγχώρια αγορά.

Ural

Την περίοδο αυτή, οι εγκαταστάσεις του επεκτάθηκαν σε ένα τεράστιο εργοστάσιο σοβιετικού τύπου. Τα διάφορα τμήματα παρασκεύαζαν τα πάντα καθετοποιώντας την παραγωγική διαδικασία, από ελαστικά και πλαστικά εξαρτήματα έως αμορτισέρ, εξαρτήματα φρένων και ντίζες. Σχεδόν 10.000 άτομα απασχολούνταν στο εργοστάσιο και στο ζενίθ του, παρήγαγε περίπου 130.000 μοτοσυκλέτες ετησίως, κυρίως για κρατικές παραγγελίες και τη ρωσική εγχώρια αγορά ως μια οικονομικότερη εναλλακτική λύση απέναντι στα αυτοκίνητα.

Ural

Η IMZ άρχισε να εξάγει μοτοσυκλέτες το 1953, κυρίως σε κράτη του συμφώνου της Βαρσοβίας και σε συμμάχους της Ε.Σ.Σ.Δ. στην Αφρική και τη Νοτιοανατολική Ασία. Τη δεκαετία του 1970, η βρετανική εταιρεία Satra Motors εισήγε Ural στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Αυστραλία και τις πουλούσε με την επωνυμία Cossack Motorcycles. Το 1994, ένας ανεξάρτητος διανομέας με την ονομασία Ural America, με έδρα στην Ουάσινγκτον, ξεκίνησε να διαθέτει μοτοσυκλέτες στις Ηνωμένες Πολιτείες, θέτοντας τα θεμέλια της παρουσίας της Ural στην Αμερική που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Ural

Ένα ακόμη σημείο καμπής για την εταιρεία ήταν ο ψυχρός πόλεμος και πιο συγκεκριμένα το τέλος αυτού, η κατάρρευση της Ε.Σ.Σ.Δ. το 1991 που άλλαξε τον παγκόσμιο χάρτη. Τον Νοέμβριο του 1992, η κρατική IMZ μετατράπηκε σε ιδιωτική εταιρεία, με το 40 % να ανήκει στη διοίκηση και στους εργαζομένους, το 38 % να διατίθεται σε δημοπρασία με κουπόνια ιδιωτικοποίησης και το 22 % να παραμένει στην κατοχή του κράτους.

Ural

Παρότι δεν μετακίνησε την εταιρεία, η αλλαγή αυτή δημιούργησε πολλές δυσκολίες, καθώς πέρα από κρατική, μέχρι τότε, η Ural παρέμενε και κρατικοδίαιτη σε μεγάλο βαθμό με τον κύριο όγκο του εργοστασίου να προμηθεύει κρατικούς φορείς και σώματα ασφαλείας και ένα σχετικά μικρό ποσοστό από την γραμμή παραγωγής να καταλήγει στα χέρια ιδιωτών. Η νέα συνθήκη αυτή αβεβαιότητας έθεσε έναν νέο σκόπελο στην ίδια την ύπαρξη της εταιρείας, που τελικά ανταπεξήλθε με το επιτυχημένο άνοιγμα της σε διεθνείς αγορές, με τις ΗΠΑ να απορροφούν μέχρι και σήμερα άνω του ήμισυ της παραγωγής και δίκτυο διανομής να υπάρχει, πέρα από τις ΗΠΑ, σε Καναδά, Ευρώπη, Αυστραλία, Κίνα, Ιαπωνία και Νέα Ζηλανδία.

Ural

Στις αρχές του 1998, η επιχείρηση αγοράστηκε από τον Ρωσο-Γεωργιανό πολιτικό και επιχειρηματία Kakha Bendukidze που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην οικονομική αναμόρφωση της Γεωργίας μετά την Επανάσταση των Ρόδων και των πολιτικών αναταράξεων που ακολούθησαν. Μέχρι τότε, η Ural είχε σχεδόν χάσει ολοκληρωτικά την εγχώρια αγορά της, καθώς οι Ρώσοι άρχισαν να αγοράζουν μεταχειρισμένα δυτικά αυτοκίνητα αντί για μοτοσυκλέτες με καλάθι. Το 1998 η Ural παρήγαγε λιγότερες από 2.000 μονάδες, αλλά το εργοστάσιο απασχολούσε ακόμη σχεδόν 4.000 άτομα. Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, ο Bendukidze έφερε νέα διοίκηση και επέβαλε νέες ιδέες. Πραγματοποιήθηκαν επενδύσεις για την ανάπτυξη μιας δίκυκλης μοτοσυκλέτας, της Ural Wolf, με cruiser αισθητική, που δεν κατάφερε όμως να πουλήσει αρκετές μοτοσυκλέτες ώστε να διατηρήσει την εταιρεία βιώσιμη.

Ural

Τον Οκτώβριο του 2000, το εργοστάσιο αναγκάστηκε να διακόψει την παραγωγική διαδικασία, καθώς δεν ήταν σε θέση να πληρώσει τους λογαριασμούς του και ο Bendukidze δεν ήταν διατεθειμένος να επενδύσει περισσότερα χρήματα σε μια εταιρεία που κατέρρεε. Τον Δεκέμβριο εκείνης της χρονιάς, το εργοστάσιο πουλήθηκε σε τρία άτομα μέσω μιας διαδικασίας εξαγοράς από τη διοίκηση, μεταξύ των οποίων και ο σημερινός διευθύνων σύμβουλος και βασικός μέτοχος της εταιρείας, Ilya Khait.

Bendukidze

H νέα διοίκηση ξεκίνησε αμέσως την αναδιοργάνωση του εργοστασίου, πουλώντας περιουσιακά στοιχεία, μειώνοντας το εργατικό δυναμικό κατά τα δύο τρίτα και συγκεντρώνοντας την παραγωγή στο μικρότερο κτήριο των εγκαταστάσεων, αποφασίζοντας να επικεντρωθούν κυρίως στις αγορές εξαγωγών και σε αυτό που το εργοστάσιο έκανε καλύτερα, την παραγωγή μοτοσυκλετών με καλάθι, επανεκτιμώντας την παραγωγή μοτοσυκλετών, την άνοιξη του 2001.

Ural

Ένας ακόμη πόλεμος έμελλε να μετακινήσει την βάση της ιστορικής εταιρείας το 2022. Η αναζωπύρωση των διαμαχών μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας που κλιμακώθηκε σε έναν πόλεμο εντός της Ευρώπης που ακόμα μαίνεται, έφερε σειρά εμπορικών κυρώσεων που απέκλεισαν την Ural από τις διεθνείς αγορές ενώ προκάλεσαν και σημαντική αστάθεια στην εφοδιαστική αλυσίδα του εργοστασίου. Διατηρώντας το ιστορικό εργοστάσιο στο Irbit για την παραγωγή της εγχώριας αγοράς και την κατασκευή ανταλλακτικών, μια νέα παραγωγική μονάδα στήθηκε 600 χιλιόμετρα νοτιονατολικότερα στο Petropavl στα βόρεια του Καζακστάν εξασφαλίζοντας έτσι την απροβλημάτιστη πρόσβαση σε παγκόσμια ανεφοδιαστικά δίκτυα, ελεύθερη μεταφορά εξαρτημάτων για συναρμολόγηση από την Ρωσία αλλά και την πολυπόθητη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές ανεπηρέαστη από τις διεθνείς κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας.

Ural

Το πλάνο αυτό δεν μακροημέρευσε καθώς το προσθετό κόστος που επέφεραν οι ανωτέρω διαδικασίες καθιστά την παραγωγής των όχι ιδιαίτερα προσιτών μοτοσυκλετών, μη βιώσιμη και έτσι, ανακοινώθηκε στα μέσα του Νοεμβρίου 2025 ότι τερματίζεται μέχρι νεωτέρας, η παραγωγή της σειράς boxer μοτοσυκλετών legacy προς εξαγωγή.

Ural

Αλλά πριν την ανακοίνωση αυτή, έχει ήδη χαραχτεί το επόμενο βήμα. Μια μοτοσυκλέτα με κάνιστρο που ξεχωρίζει από το παρελθόν της εταιρείας σε αισθητικό επίπεδο αλλά και σε λογική, τόσο κατασκευής όσο και χρήσης. Η Ural 500 Neo είναι η νέα πλατφόρμα που θα παράγεται στην Κίνα από την Yingang με κινητήρα Zongshen. H λογική πίσω από την νέα μοτοσυκλέτα είναι η δημιουργία μιας προσιτής, ευκολόχρηστης και ελαφρύτερης επιλογής για νέους αναβάτες, για όσους θέλουν τρίκυκλο χωρίς το υψηλό κόστος που αυτό μέχρι τώρα σήμαινε, με πιο ασφάλτινο και πολιτισμένο χαρακτήρα και όχι απαραίτητα για ταξίδια σε σκληρές off-road συνθήκες ή πάγο και χιόνι. Η εκτίμηση της Ural είναι ότι θα διατεθεί εντός του πρώτου μισού του 2026 στις ΗΠΑ σε τιμή κάτω των 15.000$ με πρωτότυπα προπαραγωγής να έχουν ήδη δοκιμαστεί από μερίδα του Ειδικού Τύπου.

Ural

Ελπίζουμε το εγχείρημα να ευοδώσει και να καταφέρει να αναστηλώσει την Ural οικονομικά ώστε να φέρει πίσω στην παραγωγή ή μάλλον την εξαγωγή και την κλασσική legacy σειρά των boxer μοτοσυκλετών της.

Ural