Ακήρυχτος πόλεμος στις τιμές μοτοσυκλετών παγκοσμίως: Πλοία-Κοντέινερ-Πετρέλαιο-Euro5! Τι συμβαίνει στην Ελληνική αγορά

Προστίθενται σε αυξημένη φορολογία και δασμούς!
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

6/4/2021

Το κόστος μεταφορικών από την Κίνα στην Ευρώπη έχει τετραπλασιαστεί από τον περασμένο Νοέμβριο και δυστυχώς παραμένει σε αυτό το επίπεδο δίχως καμία ένδειξη πως στο σύντομο διάστημα θα επιστρέψει στα εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα που υπήρχαν πριν. Αυτό είναι το τελευταίο χτύπημα σε έναν ακήρυχτο πόλεμο που επηρεάζει κάθε τομέα της οικονομίας, σε μία γωνία της οποίας είναι φυσικά και η μοτοσυκλέτα. Το πρώτο χτύπημα ήρθε από την αύξηση στο κόστος των πρώτων υλών, που είναι ραγδαία τους τελευταίους μήνες με κορυφαίο παράδειγμα το λίθιο. Εκεί παρουσιάζεται αύξηση μεγαλύτερη του 80% (αυτή την στιγμή 82,8% έφτασε και το 85% από πέρσι). Το ατσάλι είναι 20% ακριβότερο, το αλουμίνιο 14% και η λίστα μακραίνει για κάθε τι που χρησιμοποιείται στην παραγωγή μοτοσυκλετών. Προφανώς η τεράστια αύξηση του λιθίου επηρεάζει κυρίως τα ηλεκτρικά οχήματα, αλλά η κατάσταση είναι γενικευμένη σε όλες τις πρώτες ύλες. Κομμάτι των αιτιών για την αύξηση των πρώτων υλών είναι και τα μεταφορικά και η έλλειψη που παρουσιάζεται αυτή την στιγμή παγκοσμίως σε κοντέινερ, πράγμα που επηρεάζει το κόστος των μοτοσυκλετών διπλά γιατί εκτός από την παραγωγή πρέπει να γίνει και η μεταφορά τους στην αγορά, αμέσως μετά.

Για να καταλάβετε την τεράστια διαφορά, ένα κοντέινερ που μπορούσε να μεταφέρει 25-30 μοτοσυκλέτες με κόστος έως $2.000 έφτασε έως και τις $9.500! Υπάρχουν μάλιστα αυξήσεις που πλησιάζουν και τις $12.000 όπως σημειώνουν στελέχη της αγοράς, καθιστώντας πρακτικά απαγορευτική την εισαγωγή αγαθών. Το πρόβλημα είναι τεράστιο και είναι παγκόσμιο καθώς επηρεάζει όλες τις μοτοσυκλέτες στο σύνολο, όχι μόνο αυτές που έρχονται από την Κίνα.

Διαβάζοντας το περιοδικό ΜΟΤΟ μαθαίνετε -για παράδειγμα- πως το πίσω κρύσταλλο στο φανάρι της νέας Ducati Multistrada V4 παράγεται στην Κίνα. Υπάρχουν πάρα πολλά εξαρτήματα κι ανταλλακτικά που κατασκευάζονται στην Κίνα σε όλες τις γραμμές παραγωγής, όλων των μοτοσυκλετών, Ευρωπαϊκών, Ιαπωνικών κτλ. Οι Ασιάτες προμηθευτές για αυτά τα εξαρτήματα, τα πλαστικά, και τα ανταλλακτικά, είχαν επιλεχθεί με βάση την τιμή τους. Στην πορεία μάλιστα, κι ακριβώς επειδή συρρικνώθηκαν οι εκάστοτε εγχώριοι προμηθευτές ορισμένοι Ασιάτες έμειναν και οι μόνοι που μπορούσαν να στηρίξουν μία αντίστοιχη παραγωγή για το συγκεκριμένο εξάρτημα ή ανταλλακτικό: Η παγκοσμιοποίηση στην τροφοδοσία των γραμμών παραγωγής, υφίσταται ένα γενναίο χτύπημα, κι αυτό που πήρε δεκαετίες για να φτιαχτεί δεν μπορεί να αλλάξει μέσα σε μήνες. Παλαιότερα οι προμηθευτές βρίσκονταν κοντά στο εργοστάσιο, στο σύνολό τους. Σήμερα είναι πραγματικά αξιόλογο που το 60% της Ducati Multistrada V4 (συνεχίζοντας το παράδειγμα) επέστρεψε πίσω και προμηθεύεται από μία ακτίνα 150 χιλιομέτρων γύρω από το εργοστάσιο. Η βελτίωση των μεταφορών είχε επιτρέψει όλα αυτά τα χρόνια την ψαλίδα αυτή να μεγαλώσει κι αυτό είναι καλό για όλους, μιας και συντηρούνται βιοτεχνίες και σε άλλες χώρες: Αντλώντας το παράδειγμα από το τρέχον τεύχος του ΜΟΤΟ, υπάρχουν και Ελληνικές εταιρείες που προμηθεύουν γραμμές παραγωγής σε ευρωπαϊκά εργοστάσια, ένα παράδειγμα είναι βιοτεχνία στην Β.Ελλάδα που έφτιαχνε ένα μικρό ανταλλακτικό για την VW, την στιγμή που στην Bologna είναι εκατοντάδες τα αντίστοιχα παραδείγματα.

Οι τιμές ενός κοντέινερ 40 ποδιών είχαν παραμείνει σταθερές για πάρα πολλά χρόνια παρόλο που στηρίζονταν σε πολύ λεπτή ισορροπία. Ένα πρώτο χτύπημα στις μεταφορές δόθηκε στις αρχές του 2018 όταν η Κίνα αποφάσισε να σταματήσει τις εισαγωγές μίας μακράς λίστας πλαστικών απορριμμάτων. Πέρα από παραγωγός, η Κίνα είχε καταλήξει και η μεγαλύτερη χωματερή και σε αυτό βοηθούσε το γεγονός πως υπήρχε υπερπληθώρα κοντέινερ που επέστρεφαν πίσω άδεια. Ένα μέρος των πλαστικών αυτών διοχετεύθηκε σταδιακά σε άλλες ασιατικές χώρες, όπου δημιουργεί νέα τεράστια προβλήματα σε ανοιχτές χωματερές. Η Κίνα ίσως δώσει σύντομα λύση στο πρόβλημα των πλαστικών απορριμμάτων αλλά αυτό δεν πρέπει να μας απασχολήσει αυτή την στιγμή. Το τελικό χτύπημα που δίνεται αυτή την στιγμή στις τιμές ξεκίνησε από την πανδημία:

Στο πρώτο μισό του 2020 χιλιάδες κοντέινερ έμειναν εγκλωβισμένα σε Ευρώπη και ΗΠΑ. Έφτασαν ακόμη και να χρησιμοποιούνται ως αποθηκευτικοί χώροι, και παρόλο που είναι πολύ μικρό το ποσοστό αυτό, είναι ωστόσο χαρακτηριστικό των πολλών πλευρών που έχει το ζήτημα της έλλειψης κοντέινερ. Όταν η αγορά άρχισε να ζητά ξανά ασιατικά προϊόντα άρχισε να δίνει μάχη για τα κοντέινερ που είχαν μείνει. Θα σκεφτόταν κανείς πως αυτό είναι ένα εύκολο πρόβλημα, απλά φτιάχνουμε περισσότερα κοντέινερ, ωστόσο οι ναυτιλιακές εταιρείες το παρουσιάζουν ως πολύ πιο σύνθετο.

Παράγοντες της ελληνικής αγοράς σχολιάζουν πως αύξηση στα μεταφορικά συμβαίνει κάθε χρόνο πριν τα Χριστούγεννα, χωρίς όμως να ξεπερνά το 20%. Αυτό που έγινε τον Νοέμβριο δεν έχει προηγούμενο και δεν δείχνει σημάδια πως θα ομαλοποιηθεί σύντομα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο ΜΟΤΟ ο κος Διογένης Χιωτάκης, Διευθύνων Σύμβουλος της εισαγωγικής MOTO TREND S.A., μία από τις εταιρείες που δεν έχει μετακυλήσει ούτε ένα Ευρώ από τις τεράστιες αυτές αυξήσεις, στον τελικό πελάτη.

Ο κος Χιωτάκης τόνισε επίσης πως αυτή την στιγμή μπορεί να ξεκινήσεις μία μεταφορά με πλοίο της EVERGREEN αλλά να σου έρθει με COSTCO (παραδείγματα) γεγονός που συμπίπτει με το ρεπορτάζ του MOTO για την μείωση των διαθέσιμων πλοίων που έρχονται από την Κίνα στην Μεσόγειο. Οι ναυτιλιακές εταιρείες συνεργάζονται με τρόπο αντίστοιχο των αεροπορικών και κρατούν λιγότερα πλοία σε κυκλοφορία. Αυτή την στιγμή η μέση τιμή για ένα κοντέινερ 40ποδιών είναι στα $8.000 όταν τον περασμένο Οκτώβριο βρισκόταν στα $2.000 πράγμα που επηρεάζει ακόμη περισσότερο τα ογκώδη αντικείμενα.

Η κατάσταση αυτή απλώνεται σε όλους τους τομείς, όχι μόνο στις μοτοσυκλέτες που όπως είπαμε το πρόβλημα ξεκινά από την γραμμή παραγωγής και μετά φαίνεται στην μεταφορά τους. Το ίδιο αντιμετωπίζει και ο εξοπλισμός, όπως τα κράνη για παράδειγμα.

Τα πράγματα στην Ελληνική αγορά είναι ιδιαίτερα δύσκολα γιατί παράλληλα με όλα αυτά έχουμε να αντιμετωπίσουμε αυξημένη φορολογία και δασμούς. Μία μοτοσυκλέτα στην Γερμανία για παράδειγμα, θα είναι πάντοτε πιο φθηνή από την αντίστοιχη στην Ελλάδα αν το Κράτος δεν σταματήσει να βλέπει με κακό μάτι εκείνον που θέλει να αγοράσει κάτι καινούριο. Ο ΦΠΑ και οι δασμοί στην Ελλάδα είναι σημαντικά αυξημένοι. Προφανώς τα βέλη όλων μας είναι πιο εύκολο να στραφούν αλλού και όχι στην Πολιτεία, γιατί εκεί ξέρουμε πως τα αυτιά είναι κλειστά, το Κράτος όμως πρέπει κάποια στιγμή να αναθεωρήσει πλήρως την πολιτική με την οποία αντιμετωπίζει τα οχήματα.

Αυτή την στιγμή οι κατασκευαστές έχουν προσπαθήσει να απορροφήσουν ένα μέρος από την μεγάλη αυτή αύξηση στα μεταφορικά και το υπόλοιπο οι εισαγωγείς. Μιλάμε προφανώς μόνο για την μοτοσυκλέτα, καθώς σε άλλους τομείς αγαθών οι αυξήσεις έχουν αρχίσει να γίνονται αισθητές. Ακόμη και στην ελληνική αγορά μοτοσυκλέτας βέβαια υπάρχουν μεμονωμένα παραδείγματα αλλαγών προς τα επάνω, και θα γίνουν πολύ περισσότερα στο μέλλον αν η κατάσταση δεν ομαλοποιηθεί.

Οι αλλαγές των Euro5 έχουν άλλωστε αυξήσει το κόστος ακόμη περισσότερο για ορισμένα μοντέλα που χρησιμοποιούν ακόμη έναν καταλύτη κι έτσι ακόμη κι αν απορροφήσει ο κατασκευαστής το κόστος της εξέλιξης, παραμένει το τελικό κόστος των ανταλλακτικών. Όλοι οι κατασκευαστές ενσωμάτωσαν το κόστος της εξέλιξης των Euro5 προδιαγραφών με την ανάπτυξη μίας νέας γενιάς κάθε μοντέλου, ακόμη και καθυστερώντας την αναμενόμενη έλευσή του στην αγορά. Κορυφαίο παράδειγμα η Hayabusa της Suzuki που έφτασε σε σημείο να σταματήσει να έρχεται στην Ευρώπη για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ συνέχιζε κανονικά την παραγωγή σε άλλες χώρες.

Η πρόβλεψη είναι πως σταδιακά κάποιες από αυτές τις αυξήσεις θα περάσουν τελικά και στην ελληνική αγορά, ωστόσο η κατασκευή περισσότερων κοντέινερ που έχει ήδη ξεκινήσει αλλά δεν φτάνει για να καλύψει το τεράστιο κενό, σύμφωνα με πρόσφατη δήλωση στελέχους της ING, και η ομαλοποίηση της ασιατικής παραγωγής στις αρχές του 2022 με το νέο -εκεί- έτος, αναμένεται πως θα ανακάμψουν ως ένα βαθμό τις όποιες αυξήσεις.

Από την στιγμή που το τελικό χτύπημα έχει δοθεί από την πανδημία, ιδιαίτερα εδώ στην Ελλάδα που οι δασμοί καθιστούν τοξικό το περιβάλλον, θα πρέπει η Πολιτεία να δράσει έγκαιρα από τώρα προς αποσυμφόρηση, πριν αρχίσουμε να βλέπουμε τις τιμές να ανεβαίνουν…

Η 79η συνάντηση του “Goodwood Members”

Κυνήγι, σκοποβολή και αγώνες κλασικών μοτοσυκλετών
Από το

motomag

10/6/2022
Η 79η Συνάντηση των μελών του Goodwood που φέτος διοργανώθηκε 9-10 Απριλίου, περιλάμβανε δύο αγώνες κλασικών μοτοσυκλετών με ιστορικό πρόσημο αλλά και φιλανθρωπική χροιά, καθώς στην εκδήλωση μαζεύτηκε ένα σεβαστό ποσό για τους πρόσφυγες από την Ουκρανία.
 
Το βρετανικό Goodwood Revival, που διοργανώνεται από το 1988, θεωρείται η κορυφαία συνάντηση αγώνων τόσο για κλασικά αυτοκίνητα όσο και για κλασικές μοτοσυκλέτες.
Λαμβάνει χώρα κάθε χρόνο στη πίστα «Motor Circuit» μήκους 3.809 χλμ., που δημιουργήθηκε το 1948 από το Δούκα του Richmond. 
 
Βάση για την πίστα αυτή αποτέλεσε ένα εγκαταλελειμμένο αεροδρόμιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το οποίο είχε χτιστεί κοντά στο σπίτι του Δούκα. 
 
Στόχος της συνάντησης είναι να αναδείξει τις μοτοσυκλέτες που έτρεχαν στην πίστα μέχρι και το 1966, οπότε και σταμάτησε να λειτουργεί ως πίστα, συγκεντρώνοντας περί τους 150.000 θεατές. 
 
Από το 1993 γίνεται την ίδια εποχή που λαμβάνει χώρα και το Festival of Speed, που ιδρύθηκε από τον σημερινό Δούκα, όταν ανέλαβε τα καθήκοντα από τον πατέρα του. 
 
Θεωρείται πλέον μία από τις μεγαλύτερες διοργανώσεις που συγκεντρώνει πλήθος διασημοτήτων, ακόμη και εκτός της μηχανοκίνητης βιομηχανίας. Το τετραήμερο αυτό μηχανοκίνητο Garden Party έχει δομηθεί γύρω από την ανάβαση του δρόμου που οδηγεί στο ιστορικό σπίτι του Δούκα του Richmond. μήκους 1,16 μιλίων ή 1.87 χιλιομέτρων. Το πιο μεγάλο γεγονός της εκδήλωσης υπήρξε η επίσκεψη του Valentino Rossi το 2015, όπου και οδήγησε στους χώρους του Goodwood House την αγωνιστική του YZR – M1.
Με αφορμή τη συγκέντρωση υπερβολικά μεγάλου πλήθους, ο Δούκας του Richmond αποφάσισε το 2014 να δημιουργήσει ένα πολύ χαμηλότερου προφίλ αγωνιστικό διήμερο ιστορικών μοτοσυκλετών κατά τη διάρκεια της άνοιξης, με τη συγκέντρωση ‘μόλις’ 33.000 θεατών. 
 
Το διήμερο αυτό αποτελεί τη συνέχεια του θεσμού του ‘Goodwood Members Meetings’, ο οποίος έχει διαφορετικό προσανατολισμό από τους αγώνες υψηλών απαιτήσεων. 
 
Στα 19 χρόνια λειτουργίας της πρώτης πίστας έλαβαν χώρα 71 συναντήσεις τέτοιου είδους. Η διαφορά της συνάντησης αυτής από το Goodwood Revival βρίσκεται στο ότι το Goodwood Members συγκεντρώνει αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες που έλαβαν μέρος σε αγώνες ακόμα και μετά το 1966 και το κλείσιμο της ‘Motor Circuit’. 
 
Η εσκεμμένα χαμηλή προσέλευση κόσμου, αποσκοπεί στην δημιουργία μιας πιο χαλαρής ατμόσφαιρας. Άλλωστε, το ΜΜ δεν αποτελεί απλώς έναν αγώνα, αλλά και μία γιορτή του βρετανικού φλέγματος και κουλτούρας της δεκαετίας του 1960.
 
Η πανδημία του Covid επηρέασε και αυτό τον θεσμό, οδηγώντας στην ολοκληρωτική ακύρωση του το 2020, ενώ για το 2021 κατάφερε να καταστεί εφικτή η τέλεση του τον Οκτώβριο. 
 
Την περίοδο που ήταν στην ακμή του, το Goodwood Members Meeting, λάμβανε χώρα το καλοκαίρι με την τελευταία συνάντηση, την 71η, να διοργανώνεται το 1966, όταν και ο παππούς του σημερινού Δούκα αποφάσισε τη διακοπή λειτουργίας της πίστας. 
 
Η διακοπή συνέβη λόγω του ότι ο Δούκας εκείνης της εποχής αρνήθηκε να συμμορφώσει την πίστα με τις απαιτήσεις της FIA/RAC, σχετικά με την αλλαγή στις μπάρες ασφαλείας. Η πίεση αυτή είχε δημιουργηθεί κυρίως από τον αργότερα Παγκόσμιο Πρωταθλητή Jackie Stewart.
Αν και η τήρηση ενδυματολογικού κώδικα έχει καταργηθεί, στην ιστοσελίδα του Goodwood υπάρχει ανακοίνωση, για τους παρευρισκόμενους, που προτρέπει smart ντύσιμο: «Οι κύριοι καλό θα ήταν να φορέσουν σακάκι και γραβάτα, ή κάποιο polo-necked πουλόβερ. Οι κυρίες ενθαρρύνονται επίσης να ντυθούν με κομψά ρούχα. Δεν προτείνονται τζιν, t-shirt, αποκαλυπτικά μπλουζάκια, κοντές φούστες, σαγιονάρες, καπέλα του baseball, ρούχα με τις μάρκες τυπωμένες πάνω τους, και άλλα παρεμφερή.»
 
Η ανακοίνωση αυτή φάνηκε να είχε αποτέλεσμα, αφού περίπου το 80% των παρευρισκόμενων την ακολούθησαν, μπαίνοντας στο νοσταλγικό πνεύμα της διοργάνωσης. 
 
Το πρόγραμμα του Σαββατοκύριακου είχε 14 αγώνες μοτοσυκλετών, για πρώτη φορά μετά τον μοναδικό αγώνα 14 γύρων που έγινε τον Οκτώβριο. Σε εκείνον τον αγώνα ο σύγχρονος άσσος του Isle of Man TT, James Hillier, κατόρθωσε πάνω σε ένα Yamaha TZ350 να αρπάξει στην τελευταία στροφή τη νίκη από τον Richard Wilson και τον ισχυρό τετράχρονο τρικύλινδρο της P&M BSA-3. 
Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που συνέβη ένας αγώνας που περιλάμβανε τις δύο αυτές ξεχωριστές κατηγορίες. Μέχρι τότε υπήρχε ένας αγώνας κάθε δύο χρόνια: ένας για τα δίχρονα GP των 250/350 κυβικών που φτιάχτηκαν από το 1970-1982, τη μία χρονιά, και ένας για την κατηγορία των τετράχρονων Formula 750 που συμμετείχε σε αγώνες το 1972, την επόμενη χρονιά. 
 
Τα σχόλια των θεατών ήταν τόσο θετικά, ώστε ο Δούκας του Richmond -που είναι μοτοσυκλετιστής και ο ίδιος, και κάτοχος μίας Bimota και μίας Ducati- αποφάσισε φέτος να εντάξει στο πρόγραμμα δύο αγώνες εφτά γύρων, έναν για κάθε μία από τις δύο μέρες της συνάντησης. 
 
Τα βραβεία είναι δύο με το Hailwood Trophy να δίνεται στον νικητή των συνολικών χρονομετρημένων και το Sheene Trophy να δίνεται στο πρώτο τετράχρονο Formula 750 που θα τερματίσει. 
 
Δυστυχώς ο James Hillier δεν θα μπορούσε να διατηρήσει τον τίτλο του, καθώς με εφτά εβδομάδες να απομένουν για την έναρξη του  Isle of Man TT και με τη δυνατότητα να διεκδικήσει τη νίκη στην κατηγορία Senior TT με την ομάδα της Yamaha, δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει μια συμμετοχή στο Goodwood.
Υπεύθυνοι για όλη την διοργάνωση είναι, όπως και κάθε χρόνο, ο πρόεδρος του CRMC (Classic Racing Motorcycle Club) Gordon Russell, μαζί με τη σύζυγό του, Sally. Φέτος ο Gordon αγωνίστηκε με τη μοναδική τετρακύλινδρη Hadleigh Honda του 1972 με πλαίσιο Rob North, σε αντίθεση με τον γιο του Michael που έτρεξε πάνω σε μία Norton Atlas των 750 κυβικών με πλαίσιο Manx. 
 
Η αιτία που αγωνίστηκαν στον ίδιο αγώνα ήταν ο φόβος ότι λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας δεν θα μπορούσε να υπάρξει ικανοποιητικός αριθμός μοτοσυκλετών στο grid. Έτσι ο Δούκας, εξαιτίας και της αγάπης που δείχνει ο κόσμος για τους αγώνες μοτοσυκλέτας στο Goodwood Revival, αποφάσισε να ενώσει τις δύο αυτές κατηγορίες σε μία με σκοπό να γίνουν δύο αγώνες -ένας για κάθε μία μέρα- δημιουργώντας ένα ακόμη πιο νοσταλγικό συναίσθημα.
 
Το γεμάτο από 36 μοτοσυκλέτες grid είχε ισάριθμες μοτοσυκλέτες από τις δύο κατηγορίες. Ανάμεσά τους υπήρχαν και κάποια ιδιαίτερα ιστορικά μοντέλα, όπως το μοναδικό Exactweld Yamaha TZ250, το κατασκευασμένο στη Βρετανία μοντέλο, που κέρδισε τον τίτλο στο ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα 250 κυβικών του 1984, με αναβάτη τον Gary Noel. 
Με αυτή τη φανταστική μοτοσυκλέτα, ο Noel, εργαζόμενος της British Airways, κατόρθωσε να κερδίσει τις ορδές των εργοστασιακών ομάδων στο ρεπό του! Αυτό το διορατικό σχέδιο, με το κατακόκκινο χρώμα και το ατσάλινο σωληνωτό πλαίσιο του, ήταν δουλειά των μηχανουργών Guy Pearson και John Baldwin, στα πλαίσια του ελεύθερου χρόνου τους κατά την κατασκευή του σασί του αυτοκινήτου Surtees Formula 1. Μάλιστα ήταν η πρώτη αγωνιστική μοτοσυκλέτα 250GP που έπρεπε να της προσθέσουν… έρμα, για να φτάσει το όριο των 90 κιλών της κατηγορίας!
 
Όταν ο Michael Russell το έφερε σε μία δημοπρασία στο Silverstone, το περσινό καλοκαίρι, ανακάλυψε πως ο κινητήρας του είχε ανακατασκευαστεί με σκοπό την αγωνιστική χρήση. Αποφάσισε, λοιπόν, να το εμπιστευτεί στα χέρια του έξι φορές νικητή στο IoM TT, Michael Rutter, για να αγωνιστεί στο Goodwood. Όχι άδικα, μιας και εκείνος κατέκτησε μία 7η και μία 11η θέση στους δύο αγώνες αντίστοιχα, παίρνοντας συνολικά την 8η θέση.
Το μάθημα ιστορίας συνεχίστηκε με δύο Armstrong CM35, του 1981, με κινητήρα Rotax και χρήση περιστροφικών βαλβίδων. Κατασκευάστηκαν ως πολιτικές μοτοσυκλέτες με δυνατότητα αγωνιστικής χρήσης, υπό την αιγίδα τη σημερινής CCM, και οδηγήθηκαν από τον Robin Lamb και τον Vince Cundle. 
 
Στην ίδια κατηγορία υπήρχε μία Harley Davidson RR250, του 1974, με δικύλινδρο εν σειρά κινητήρα, την οποία οδήγησε και στους δύο αγώνες ο Tom Snow. Η RR250, με ιδιοκτήτη τον Dick Linton, αποτελεί ρέπλικα της τριών φορών Παγκόσμιας Πρωταθλήτριας στο 250GP στα χέρια του Walter Villa. Κατασκευάστηκε στο εργοστάσιο της Aermacchi, εταιρεία που γνώριζε καλά ο Dick Linton, κοντά στη λίμνη Varese. 
 
Αυτό συνέβη όταν ακόμη το εργοστάσιο τελούσε υπό αμερικανική ιδιοκτησία, πριν περάσει στα αδέρφια Castiglioni και τη δημιουργία της Cagiva και μετέπειτα της MV Augusta. 
Αν και μέχρι φέτος καμία Harley δεν είχε καταφέρει να ολοκληρώσει τον αγώνα Goodwood, οι αποτελεσματικές λύσεις που έφερε ο Tom Snow και η ομάδα του, οδήγησαν σε επίτευξη του στόχου και απροβλημάτιστη λειτουργία ολόκληρο το σαββατοκύριακο.
Ένα ακόμη πιο θορυβώδες μοντέλο κι από της Harley ήταν το ασυνήθιστο DKW W2000, με έναν ασυνήθιστο περιστροφικό κινητήρα και οδηγό τον Ed Wilson. Έκανε το αγωνιστικό του ντεμπούτο στο Goodwood, κατασκευασμένο από την Wiz Norton Racing στο Lancashire, χρησιμοποιώντας έναν κινητήρα Hercules Wankel του 1970 μέσα σε ένα ρετρό φέρινγκ, ρέπλικα της DKW. Αν και δεν κατάφερε να τερματίσει πρόσφερε αρκετό θέαμα στους παρευρισκόμενους του 79ΜΜ. 
Δυστυχώς δεν υπήρξαν ούτε Moto Guzzi, ούτε και BMW, παρά τις πιέσεις στην Mobile Tradition, ομάδα της BMW, να δηλώσει συμμετοχή. Η μόνη ιταλική συμμετοχή υπήρξε η Ducati 750SS του Alan Cathcart, η τελυταία από τις 401 ρέπλικες που κατασκευάστηκαν με αφορμή τη νίκη του Paul Smart στην Imola 200 του 1972. Χαρακτηριστικό είναι το καταπράσινο πλαίσιο της συγκεκριμένης έκδοσης. 
 
Παρ’ όλα αυτά δεν κατάφερε να τερματίσει, λόγω προβλημάτων μετάδοσης που προέκυψαν, αν και κατάφερε να κατακτήσει την έκτη θέση στα προκριματικά.
Στο γκριντ υπήρχαν και τρεις τετρακύλινδρες Hadleigh Honda, με ιδιοκτήτη τον Chris Wilson και οδηγό τον Gordon Russell, ο οποίος τις είχε ανακατασκευάσει με τη βοήθεια του πρώην τεχνικού των Grand Prix, Nigel Everett. 
 
Η μία και μοναδική Honda με πλαίσιο του Rob North, βρισκόταν εκεί μαζί με την αντίπαλό της από παλιά τη RPS Triumph 3. Η τετρακύλινδρη τροποποιημένη Honda με το πλαίσιο Rob North, που είχε σχεδιαστεί αρχικά για τρικύλινδρο κινητήρα, έδωσε τη δυνατότητα στον Julian Soper από το Essex -έφυγε από τη ζωή τον Δεκέμβριο-, να κυριαρχήσει στις πίστες Brands Hatch, Lydden και Snetterton. 
Ο πραγματικός αντίπαλος της Hadleigh Honda, αναμενόταν να βρεθεί στην άλλη άκρη του γκριντ. Ήταν ένα τρικύλινδρο Triumph 3 με πλαίσιο RPS και οδηγό τον Andy Hornby, που κέρδισε την pole position, στα προκριματικά.
 
Στον πρώτο αγώνα, το Σάββατο, ο Hornby έκανε επίδειξη ισχύος του κινητήρα της RPS Triumph παίρνοντας αμέσως προβάδισμα. Πίσω του ακολουθούσε μία ομάδα από Yamaha TZ350G με πρώτο τον Αυστραλό αγωνιζόμενο στα BSB, Levi Day, ενώ ακολουθούσαν οι Nick Williamson και Ian Bain, ο Dan Jackson -με πλαίσιο Harris- και τέλος ο Gary Vines πάνω στη Yamaha TZ250L του 1984. Από τη μεριά των τετράχρονων, εκτός του Hornby, είχαμε τους Richard Wilson με την P&M BSA-3 και Michael Russel πάνω στη Norton Atlas. Αν και η δικύλινδρη Norton είχε προβάδισμα 8 μ.α.ω/ 12χλμ/ω σε σχέση με τις Yamaha και BSA/Triumph, ο Michael πέρασε τα δύο τρίτα του αγώνα να παλεύει για την πρώτη θέση, πριν αρχίσει να χάνει θέσεις και τερματίσει τελικώς 8ος. 
Οι Williamson, Bain και Vines έμειναν επίσης πιο πίσω, στα μέσα του αγώνα, αφήνοντας ένα γκρουπ τεσσάρων αναβατών να παλεύουν για τη νίκη. Στον τελευταίο γύρο ο Levi Day τα έδωσε όλα περνώντας τη καρό σημαία με 0.477 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Jackson, με τον Wilson στην τρίτη θέση με διαφορά 0.264 δευτερολέπτων από τον Hornby, που είχε την τιμή να φέρει το πρώτο τετρακύλινδρο FZ750 στη γραμμή τερματισμού.
 
Ο Richard Wilson ανέφερε πως το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η τελευταία αργή στροφή, στην οποία το μικρό βάρος των δίχρονων μπορούσε να τους δώσει πλεονέκτημα έναντι των τετράχρονων. Αυτό ήταν και το μόνο σημείο που διέφεραν οι δύο διαφορετικού τύπου κινητήρες, σε σημαντικό βαθμό.
Αυτό το αποτέλεσμα έφερνε τέσσερις αγωνιζόμενους υποψήφιους για τη συνολική νίκη στον 2ο Αγώνα, σε παρόμοιες ιδανικές συνθήκες. Δυστυχώς ο Richard Wilson δεν κατάφερε να ολοκληρώσει ούτε τον πρώτο γύρο, αφήνοντας τους υπόλοιπους τρεις διεκδικητές να παλέψουν με νύχια και με δόντια. Αυτή τη φορά τους ακολουθούσε ο Gary Vines με το TZ250 του. Αν και είχε τη μικρότερου κυβισμού μοτοσυκλέτα ο Vines κατάφερε, μόλις στον 4ο γύρο, να πάρει το προβάδισμα. 
Ωστόσο το παραμύθι έμελλε να τελειώσει στον τελευταίο γύρο όπου ο Dan Jackson, που τον ακολουθούσε καθ’ όλη τη διάρκεια, άρπαξε την ευκαιρία που του δόθηκε, από ένα λάθος του Vines, στη στροφή Woodcote. Ο Levi Day τερμάτισε τρίτος, πάνω από ένα δευτερόλεπτο πίσω, αλλά μόλις 0.240 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Hornby. Οι συνδυασμένες χρονομετρήσεις έδωσαν τη νίκη στον Jackson για 0.638 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Day, με τον Andy Hornby, τον πρώτο με τετράχρονη μοτοσυκλέτα -την RPS Triumph-3- πιο πίσω στην τρίτη θέση με διαφορά 0.991 δευτερολέπτων.
 
Ο Dan Jackson με ύψος 1.85 μ. είχε δύσκολο έργο σε αυτή την γρήγορη πίστα. Εκτός από τους υπόλοιπους αναβάτες είχε να παλέψει και με τη δική του σωματική διάπλαση, κάτι που κατά τη γνώμη του, έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο στην εξέλιξη του αγώνα. Το λάθος όμως του Garry, σε συνδυασμό με την βοήθεια από τον πατέρα του Dan στο στήσιμο της μοτοσυκλέτας, έκανε τη νίκη εφικτή. 
 
Εκτός από την δράση στην πίστα, υπήρχαν πολλές ακόμα δραστηριότητες για όλους τους παρευρισκόμενους. Αυτές περιλάμβαναν αρκετές παραδοσιακά αγγλικές δραστηριότητες όπως τοξοβολία, κυνήγι πάπιας, αγώνες νυφίτσας, διελκυστίνδα και πολλά ακόμα. 
 
Θα ήταν δίκαιο να πούμε ότι για άλλη μία χρονιά όλοι πέρασαν υπέροχα, με το Δούκα του Richmond στο τέλος να ευχαριστεί όλους όσους βοήθησαν να γίνει η συνάντηση χωρίς προβλήματα και ταυτόχρονα βοήθησαν οικονομικά τους πρόσφυγες της Ουκρανίας. Άλλη μία γιορτή σύμφωνη με τη φιλοσοφία του Goodwood.