Είδαμε από κοντά: Το πέτρινο Harley που κυκλοφορεί κανονικά!

Κι από ευελιξία; Βράχος σκέτος!
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

18/10/2018

Πρόκειται για μία custom που δεν βλέπεις συχνά, και που προσφέρεται για μία σειρά από πολλά, πάρα πολλά ευφυολογήματα, καθώς οδεύει διαμετρικά αντίθετα από όλα όσα πρεσβεύει η μηχανική των μοτοσυκλετών. Κι άλλο βάρος, περισσότερο βάρος, κιλά πολλά ακόμα και στις… ζάντες! Ταυτόχρονα όμως έχει τεράστιο ενδιαφέρον να δούμε με πιο τρόπο ξεπέρασε όλες τις προκλήσεις ο αξιότιμος μηχανικός Chris Zernia που θέλησε να έχει μία λειτουργική μοτοσυκλέτα έτοιμη να κάνει τηλεοπτική καριέρα σε μία σουρεαλιστική εκδοχή των Flintstones. Διότι ναι, αυτό το Harley Davidson κυκλοφορεί κανονικά, αν και κάπως επικίνδυνα, σε κάθε περίπτωση πάντως με τον ίδιο κίνδυνο που είχε και η πρώτη του δημιουργία το πέτρινο Honda CX500!

Ναι, αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που ο Zernia φτιάχνει μία πέτρινη μοτοσυκλέτα, καθώς πέρσι είχε κερδίσει τα φώτα της δημοσιότητας με ένα Honda CX500! Τότε ήταν που είχε υποσχεθεί στον εαυτό του πως το επόμενο –πέτρινο- μηχανάκι, θα ήταν ένα Harley και πως σε κάθε περίπτωση θα είχε μπροστινό φρένο που στο προηγούμενο δεν είχε τοποθετήσει. «είναι ένα λάθος που δεν θα ξανά κάνω» δήλωνε το 2017 ο Zernia σε συνεντεύξεις που τον καλούσαν τη μία μετά την άλλη, μόλις δημοσίευσε φωτογραφίες από το πέτρινο Honda CX500. Κι όπως κάθε μεγάλη δήλωση που ξεκινά με το «εγώ ποτέ» αυτό ακριβώς επανάλαβε και στο Harley, δεν έβαλε εμπρός φρένο..


Πέτυχα τον Zernia στην Intermot 2018 πριν λίγες ημέρες, όπου εκείνος και η μοτοσυκλέτα του ήταν καλεσμένοι του γερμανικού περιοδικού «Motorrad», σε μία ειδική προθήκη μαζί με άλλες υπερβολικές custom φτιαγμένες πρώτα για να τραβούν το μάτι και σίγουρα όχι για να κυκλοφορούν καθημερινά. Μοτοσυκλέτες όπως ο “Red Byron” ή η μεγαλύτερη λειτουργική το «γκανμπους» όπως το προφέρουν…

Κι όμως το πέτρινο Harley ήταν εκείνη η μοτοσυκλέτα που ανάμεσα στις υπόλοιπες κυκλοφορούσε στο δρόμο με την μεγαλύτερη άνεση!

Από πέρσι με το Honda CX500 αλλά και τώρα, με το Harley που έχει ακόμη περισσότερο πέτρα επάνω του, όλος ο κόσμος ρωτά τις ίδιες ερωτήσεις στα social media και λίγο πολύ έχουν τις ίδιες απορίες μετά από την νούμερο ένα που εξακολουθεί να είναι φυσικά το «γιατί». Το οποίο κανονικά είναι και το μόνο που δεν χρειάζεται απάντηση. Το customizing ξεκινά πρώτα ως απόλαυση της διαδικασίας, κι από εκεί και πέρα μπορεί να γίνεται για ένα σωρό λόγους, από οικονομία έναντι μίας καινούριας μοτοσυκλέτας ενώ κυκλοφορείς με κάτι τελείως ξεχωριστό, έως και για την τέχνη την ίδια ή για να παντρέψεις δύο σου αγάπες όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση. Κι αυτό γιατί ο Chris δουλεύει στον τομέα της λιθοδομίας και πολύ κοντά στο σπίτι του είναι ένα τεράστιο λατομείο Βασάλτη.

Αυτό απαντά και στα επόμενα πιο κοινά ερωτήματα, αν δηλαδή το Harley αυτό είναι τσιμέντο και μάλιστα με κακό μίγμα γιατί έχει αρκετούς πόρους ή αν είναι απλά κάποια πολυουρεθάνη εμποτισμένη με μία σωρεία από υλικά που μπορούν να την κάνουν πλήρως αδιάβροχη στην βενζίνη και εξαιρετικά σκληρή. Όμως όχι, πρόκειται απλά για κάτι πολύ διαφορετικό, είναι Βασάλτης, ηφαιστιογενές πέτρωμα με μεγάλη αντοχή στην μηχανική πίεση και αρκετά εύκολη κατεργασία, παρόλο που έχει σημαντικό βάρος. Εξαιτίας της προέλευσής του ο Βασάλτης έχει τεράστια ποικιλία, μπορεί λοιπόν να περιέχει και ορυκτά που οξειδώνονται πολύ εύκολα και που σίγουρα θα έδιναν μία τελείως διαφορετική μορφή στις μοτοσυκλέτες του Zernia μέσα σε ελάχιστο διάστημα. Ωστόσο η συγκεκριμένη περιοχή της Γερμανίας εξορύσσει Βασάλτη αρκετά καλής ποιότητας για την δουλειά που το θέλει ο Chris.

Όλα τα διαφορετικά κομμάτια της μοτοσυκλέτας τα σκάλισε από έναν ογκόλιθο μεγέθους 1,5 τόνου με το ρεζερβουάρ να είχε, όπως και το πρώτο που έφτιαξε, την μικρότερη δουλειά. Χωρά μόλις 2.3 λίτρα καυσίμου που ο V2 1.100 του ’87 ρουφά μέχρι να ανοιγοκλείσεις τα βλέφαρα για να επιταχύνει την βαριά μοτοσυκλέτα. Συνολικά ζυγίζει 260 κιλά που είναι μία τεράστια επιτυχία, αν σκεφτεί κανείς πως το CX500 που είχε φτιάξει πρώτο ζύγιζε 355 κιλά και είχε λιγότερη πέτρα!

Τότε είχε σπάσει έναν κινητήρα, είχε ενισχύσει το πλαίσιο και τελικώς δυσκολεύτηκε αρκετά μέχρι να καταφέρει να έχει ένα λειτουργικό αποτέλεσμα. Τώρα όμως, οπλισμένος με την εμπειρία που είχε από πριν, αλλά και με την διασημότητα που απόλαυσε από το Honda, έσπευσαν πολλοί να τον βοηθήσουν. Κι έτσι ενώ ο ίδιος δεν δούλευε το αλουμίνιο τώρα όλες οι ενισχύσεις του πλαισίου, το ψαλίδι, κι ένα σωρό άλλα εξαρτήματα και μηχανικά μέρη, είναι φτιαγμένα στο χέρι από αλουμίνιο.

η πρώτη του πέτρινη μοτοσυκλέτα... Honda CX500

Η ξεραμένη λάβα, ο Βασάλτης, είναι σίγουρα αυτό που τραβά το μάτι και που δεν πρόκειται ποτέ να σε αφήσει να δεις όλα τα παραπάνω. Η σέλα δεν έχει καμία ενίσχυση για τα μαλακά μέρη, αλλά δεν την χρειάζεσαι κιόλας καθώς το θηρίο δεν πρόκειται να σε πάει μακριά με σχεδόν δύο λίτρα ωφέλιμης χωρητικότητας, πριν αρχίσει να κάνει διακοπές και να σβήσει. Πάντως συγκριτικά με το Honda CX500 που είχε κάνει και μικρά ταξίδια μαζί του, η νέα σέλα που έφτιαξε είναι εξίσου άνετη και ας μην της φαίνεται. Όπως επίσης άνετο είναι και το πέτρινο κράνος, το οποίο δεν έχει καμία έννοια χρήσης πέρα από της φωτογράφισης.

Η «Μαύρη Πέτρα» όπως λέγεται η μοτοσυκλέτα, έχει απίστευτο θόρυβο, εκκωφαντικό, και κραδασμούς που σου τινάζουν ακόμη και την πιτυρίδα από τα μαλλιά.. Αν ήταν τσιμέντο, λέει ο Chris, -και μάλιστα με αυτή την εμφάνιση- θα είχε ανοίξει ρωγμές στην πρώτη βόλτα αλλά ο Βασάλτης αυτός αντέχει. Σχηματίστηκε πριν από 330.000 χρόνια και η περιοχή παραμένει ενεργή, όμως είναι το θέμα των προσμίξεων εκείνο που βοηθά την περίπτωσή του κι αυτό δεν θα πρέπει να του το αμφισβητήσουμε από την στιγμή που μια ζωή αυτό ακριβώς κάνει, με αυτό ακριβώς ασχολείται…

Ο 50χρονος Zernia θα ξεκινούσε αμέσως μετά την Intermot την κατασκευή ενός side car, από Βασάλτη φυσικά –τι άλλο- ώστε να συντροφεύσει την «Μαύρη Πέτρα» πριν επιστρέψει στα Honda. Αποδεικνύεται για εκείνον πως αυτή η ασχολία θα είναι ένα πάρεργο που δεν θα σταματήσει εύκολα.

 

Ετικέτες

Joe Bar Team: Το μοτοσυκλετιστικό κόμικ με την παγκόσμια απήχηση που ήρθε στην Ελλάδα από το ΜΟΤΟ

Οι ιστορίες δημοσιεύτηκαν σε κάθε τεύχος και ξεχωριστά σε τόμους
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

29/12/2021

Πριν από τριάντα χρόνια, και πιο συγκεκριμένα τον Φεβρουάριο του 1991, ο Jean-Raul (aka Ζανό ο Σαμουράι), ο Guido (aka Ο Παππούς), o Eduard (aka Εντ ο Τσίτας) και o Jean (aka Τζο ο Πλακατζής) μπήκαν στην παρέα του ΜΟΤΟ κι έκαναν τους ίδιους και τις μοτοσυκλέτες τους (ένα Kawasaki 750 H2, ένα Ducati 9000SS, ένα Honda CB750 κι ένα Norton 850 Commando ΜΚ1 αντίστοιχα) μέρος της Ιστορίας του περιοδικού.

Αυτά ήταν τα ονόματα των χαρακτήρων όπως για πρώτη φορά αποδόθηκαν στα ελληνικά από τον αείμνηστο συνεργάτη μας, τον Γκουίντο Τσιόφφι, που εκείνη την λιγότερο καλωδιωμένη, λιγότερο ταξιδεμένη από τις μάζες εποχή και με σαφώς βραδύτερη επικοινωνία από αυτή που τώρα απολαμβάνουμε, μας δίδαξε πως ο μοτοσυκλετισμός έχει την ίδια γλώσσα σε όλες τις χώρες.

Το κόμικ “Joe Bar Team” δημιουργήθηκε από τον Christian Debarre που υπέγραφε ως Bar2 με στόχο να αποδώσει την μοτοσυκλετιστική κουλτούρα της δεκαετίας του ’70 που εξελισσόταν μπροστά στα προ-εφηβικά του μάτια. Γεννημένος στις 18 Απριλίου του 1960, ο Bar2 βλέπει στους δρόμους τους πρώτους ανένταχτους της ζωής του, τους μοτοσυκλετιστές, όσο διαβάζει τα κόμικ του André Franquin. Αυτά τα δύο παντρεύτηκαν δημιουργώντας την συντροφιά του «Joe Bar» που στα γαλλικά δημιουργεί ένα έξυπνο λογοπαίγνιο με τον «τρελάρα» και όχι τον τρελό, κι αμυδρά παραπέμπει στο απόβαλμα, το έκτρωμα, σύμφωνα με παλαιότερη δήλωση του ίδιου. Η σχολή ενός από τους σημαντικότερους Βέλγους καλλιτέχνες, του André Franquin δημιουργού των «Gaston» και «Marsupilami», παραγωγού του «Spirou et Fantasio», επηρέασε πολλούς κομίστες και τον Debarre επίσης. Με το Joe Bar Team ήθελε να αποτυπώσει την εικόνα που ονειρευόταν να ζήσει μεγαλώνοντας, όσο έβλεπε τους μοτοσυκλετιστές με τον ίδιο τρόπο που ένα μικρό παιδί αντιμετώπιζε κάποτε και σε εμάς εδώ τον μοτοσυκλετισμό της «Αύρας» ομαλοποιώντας και στρογγυλεύοντας τις εικόνες. Για αυτό και το “Joe Bar Team” είναι μία αποτύπωση ενός παλαιότερου Παρισιού με σύγχρονες για την εποχή του Bar2 μοτοσυκλέτες.

Το “Joe Bar Team” κυκλοφορεί στις σελίδες του Moto Journal στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και δένεται σε τόμο το 1990. Με την έκδοση του τόμου, η ανάγκη αυτή για έκφραση μίας συγκεκριμένης πτυχής στην ζωή του Bar2 καλύπτεται και σταματά να σκιτσάρει για το συγκεκριμένο μεταπηδώντας σε ένα άλλο είδος.

Συμβαίνει όμως κάτι παράδοξο και κάπως ελληνικό συν τοις άλλοις, γιατί στο μεσοδιάστημα το Joe Bar Team υιοθετείται από μοτοσυκλετιστικά περιοδικά ανά τον κόσμο και αρχίζει έτσι να αγαπιέται ακόμη περισσότερο και από τους Γάλλους! Η φήμη του στο εξωτερικό επιστρέφει και σε εθνικό επίπεδο τρέφοντας το αίσθημα των αναγνωστών, που ζητάνε την συνέχισή του. Κατά μία έννοια η ευρεία αποδοχή του σε αγγλικά και σε άλλες γλώσσες του δίνει ώθηση και στις γαλλόφωνες χώρες που κυκλοφορούσε.

Για το ελληνικό κοινό συμβαίνει το ίδιο επίσης, η αποδοχή του κόμικ είναι τεράστια και οι Γάλλοι λαμβάνουν και από την Ελλάδα, το μήνυμα πως πρέπει να συνεχίσουν. Ωστόσο ο Bar2 έχει προχωρήσει σε νέο είδος παρόλο που το ενδιαφέρον για περισσότερες Joe Bar ιστορίες συνεχίζεται αμείωτο. Εκείνη την περίοδο έρχεται πιο κοντά με έναν οκτώ χρόνια νεαρότερο δημιουργό που έχει μόλις αποφοιτήσει από την σχολή καλών τεχνών, τον Stéphane Deteindre με τον οποίο συνεργάζονται στην ίδια διαφημιστική εταιρεία. Ο Deteindre ανακαλύπτει πως οι κομίστες είναι απλοί άνθρωποι και όχι ημίθεοι και πως θα μπορούσε και ο ίδιος να κάνει αυτό που αγαπούσε τόσο να διαβάζει. Υπογράφοντας με όνομα «Fane» αναλαμβάνει να συνεχίσει το Joe Bar κάνοντας το όνειρό του πραγματικότητα και ξελαφρώνοντας τον Bar2 από την πίεση. Αρχικά γράφει ο ίδιος και τους διαλόγους μαζί με τα σκίτσα, που μένουν πιστά στην παράδοση του André Franquin και βάζει σε αυτά όλη την απίστευτη ενέργεια που έχει ένας νεαρός όταν το όνειρό του γίνεται πραγματικότητα.

Ο Fane κρατά όλους τους χαρακτήρες και εισάγει και νέους ενώ αποδεικνύεται άξιος συνεχιστής κάνοντας δική του την παρέα του Joe Bar. Στην Ελλάδα οι ιστορίες γνωρίζουν απίστευτη αγάπη, δένονται σε πολυτελή τεύχη σε δική μας έκδοση και βρίσκουν τον δρόμο τους στα βιβλιοπωλεία. Οι χαρακτήρες μπαίνουν σε μπλούζες, αυτοκόλλητα και γίνονται φιγούρες με το Joe Bar Team να αποκτά φανατικούς αναγνώστες και εκτός μοτοσυκλετιστικού κόσμου. Το κοινό ταυτίζεται και για έναν ακόμη λόγο, καθώς το Joe Bar Team έχει συγχρονιστεί πλήρως με πτυχές του ελληνικού μοτοσυκλετισμού που εκείνη την εποχή δεν απέχει πολύ από τα σκίτσα και το κόμικ δεν φαίνεται ξένο. Ο Fane γνωρίζει μεγάλη επιτυχία και κάνει το επόμενο βήμα συμβαδίζοντας με εκδοτική εταιρεία στον χώρο τον κόμικ, ξεφεύγοντας από τα περιοδικά μοτοσυκλέτας. Το κοινό των κόμικ είναι διαφορετικό από το αμιγώς μοτοσυκλετιστικό, το ίδιο και οι εκδοτικοί οίκοι που στην Γαλλία μάλιστα έχουν μάθει να επενδύουν σε τίτλους που γίνονται παγκόσμιες επιτυχίες με αντίστοιχα μεγάλα μεγέθη, όπως για παράδειγμα ο Αστερίξ. Εκείνη την εποχή το Joe Bar Team χάνεται από πολλά περιοδικά μοτοσυκλέτας ανά τον κόσμο και θα περάσουν χρόνια και στην Ελλάδα μέχρι τα νέα άλμπουμ να κυκλοφορήσουν από διαφορετικές εκδόσεις και σε άλλη μετάφραση.

Ο αρχικός δημιουργός, Christian Debarre, δεν εγκατέλειψε ωστόσο ποτέ το κόμικ του, επέστρεψε αναλαμβάνοντας μόνος του τον 5ο τόμο και συνεργάστηκε με τον Fane στους υπόλοιπους, ενώ στο σενάριο για τα συνολικά 8 άλμπουμ που έχουν κυκλοφορήσει έχουν εμπλακεί και γνωστοί Γάλλοι σεναριογράφοι.

Το ΜΟΤΟ κυκλοφόρησε τις ιστορίες για τα πρώτα τρία άλμπουμ, ταυτόχρονα με την έκδοσή τους έξω κι έκανε το Joe Bar Team ευρύτατα γνωστό στο ελληνικό κοινό.

Ο Fane θα συνεργαστεί αργότερα με έναν από τους μεγαλύτερους γαλλικούς οίκους για κόμικ μεταπηδώντας στο είδος επιστημονικής φαντασίας που πάντα ήθελε να εξερευνήσει, με τον ίδιο πόθο που οι μοτοσυκλέτες είχαν τραβήξει το ενδιαφέρον του Bar2 στην προ-εφηβική ηλικία. Στον ίδιο οίκο θα βρεθεί και ο Bar2 μαζί και τα δικαιώματα του Joe Bar Team. Το 5ο άλμπουμ θα βγει σε σχέδια και σκίτσα αποκλειστικά του Bar2 και οι δύο τους θα συνεργαστούν ξανά στο 6ο άλμπουμ. Ακολουθεί η εγκυκλοπαίδεια «L'Encyclopédie imbécile de la moto» που στα ελληνικά έχει μεταφραστεί ως Σαλταρισμένη εγκυκλοπαίδεια μοτοσυκλέτας, και με αρχικούς δημιουργούς  τους Bar2 και Michel Bidault.

Το 7ο άλμπουμ είναι μία συνεργασία των Bar2, Fades, Patrice Perna και Henri Jenfèvre και τέλος το 2014 εκδίδουν το τελευταίο της σειράς, το 8ο άλμπουμ πάλι από το δίδυμο Bar2 και Fades. Το 2007, ανάμεσα στα άλμπουμ 7 και 8, θα κυκλοφορήσουν και το «Manuel de conduite à l'usage du motocycliste débutant» ένα εγχειρίδιο για νέους αναβάτες που ακόμη και έμπειροι όμως, θα αναγνωρίσουν τον εαυτό τους.

Λίγο αργότερα από το 8ο άλμπουμ θα κυκλοφορήσει και ένα αλμανάκ κάλτ μοτοσυκλετών για την περίοδο 1955-1985 βασισμένο όλο σε γραφή, σκίτσο και χαρακτήρες Joe Bar Team που υπογράφουν οι Bar2, Pierre Vedel, Fades και Juan με πληροφορίες για μοτοσυκλέτες που άφησαν εποχή, όπως οι Norton 500 Manx 1960, Triumph 650 Bonneville (61), Honda CB 450 (66), CB 750, Kawasaki 500 H1 (69), Honda 900 Bol d'Or (79), Yamaha 350 RDLC (80), Suzuki 1100 Katana (82), Kawasaki 900 Ninja (84), MV Agusta 750 S, Ducati 900 SS 1976 και πολλές ακόμη σε 128 χορταστικές σελίδες. Η εγκυκλοπαίδεια αυτή είναι και η τελευταία στην οικογένεια του Joe Bar Team.

Η ευρεία αποδοχή του παρελθόντος δεν έχει μειωθεί ούτε στην σύγχρονη εποχή, αλλά στον καιρό του διαδικτύου το κόμικ έχει δεχτεί κριτική γιατί αποτυπώνει ενέργειες που παραβαίνουν τον ΚΟΚ και αντικοινωνική συμπεριφορά που επιβραβεύεται από τους χαρακτήρες. Αυτό βέβαια είναι κάτι που περισσότερο χαρακτηρίζει την εποχή μας ως σύνολο και λιγότερο κάθε ξεχωριστή δημιουργία φανταστικών χαρακτήρων και καταστάσεων, με τα κοινωνικά δίκτυα να μεγεθύνουν το αρνητικό και όχι το θετικό σχόλιο που ξεκάθαρα και αδιαμφισβήτητα υπερισχύει για κάθε ένα από τα άλμπουμ.

Στο ΜΟΤΟ στηρίξαμε τους Γάλλους δημιουργούς από την πρώτη στιγμή και πριν μεταπηδήσουν εκτός αμιγούς μοτοσυκλετιστικού χώρου. Το κάναμε αναγνωρίζοντας από την πρώτη στιγμή πως ένα κόμικ για μοτοσυκλέτες μπορεί να δημιουργηθεί μονάχα αν συντονιστούν πολλά απόμακρα μεταξύ τους πράγματα καθώς, όπως έχει πει και ο Fane, είναι πιο εύκολο να γράψεις ιστορίες για το διάστημα και το φανταστικό, παρά φανταστικές ιστορίες για μία πραγματική κι ακραία επικριτική κοινότητα, όπως οι μοτοσυκλετιστές. Δεν είναι λοιπόν άξιο απορίας που χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να δούμε να ξεπηδά κάτι τελείως νέο και 100% ελληνικό, που ουδεμία σχέση έχει με την σχολή του André Franquin, αλλά ακολουθεί την σχολή ενός άλλου «Γαλάτη, κοντόξανθου με έναν χοντρό φίλο και τον σκύλο του που ποτέ δεν πρέπει να αποκαλείς έτσι. Τον φίλο, όχι τον σκύλο». Αυτή όμως είναι μία ολότελα διαφορετική ιστορία, που μόλις τώρα έχει αρχίσει να γράφεται.