Ο Γαλλικός Boxer: Η ιστορία που ελάχιστοι γνωρίζουν – Ratier 600 C6S!

Πώς φτάσαμε να υπάρχει γαλλικός boxer κι αμέσως να εξαφανιστεί
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

10/12/2018

Το Παρίσι φλέγεται αυτές τις ημέρες, καθώς σύσσωμη η κοινωνία αντιδρά ακριβώς όπως θα αντιδρούσε οποιαδήποτε κοινωνία που δεν τρώγεται με τα ρούχα της, έχοντας την τάση να κουνά το δάχτυλο πιο γρήγορα από το να σηκώνεται από την καρέκλα. Η απόδοση ευθυνών και η ξερή κριτική είναι πάντοτε πιο εύκολες πρακτικές, και είναι από τις παθογένειες που μας χαρακτηρίζουν βαθιά ως κράτος, όπως και το γεγονός πως την δεκαετία του ’60 (κυρίως-καθώς συνεχίζει ως τώρα το φαινόμενο) πετάξαμε από το παράθυρο κάθε καλή ευκαιρία βιομηχανοποίησης που δημιουργήθηκε. Ωστόσο αυτό είναι ένα καλό σημείο στο οποίο ταιριάζουμε με την μοτοσυκλέτα –και μόνο- στην Γαλλία, που αν μη τι άλλο είχε και εξαιρετικά καλύτερες ευκαιρίες να διαπρέψει, από την στιγμή που διέθετε ισχυρή αυτοκινητοβιομηχανία αλλά και την Peugeot που δραστηριοποιείται σε 2 και 3 και 4 τροχούς ταυτόχρονα, ως ο παλαιότερος κατασκευαστής μοτοσυκλετών στην ιστορία, ξεκινώντας με το πρωτότυπο του 1898 και βγάζοντας παραγωγή το πρώτο μοντέλο μόλις το 1901!

Με τέτοιο υπόβαθρο θα περίμενε κανείς πως οι πάντα ενωμένοι, λιγάκι σοβινιστές Γάλλοι (γαλλική λέξη ο σοβινισμός) θα είχαν καταφέρει να στηρίξουν όλα τα γενναία βήματα που έγιναν για να αποκτήσουν μία βιομηχανία μοτοσυκλέτας, ως η 3η μεγαλύτερη αγορά της Ευρώπης όπως είναι αυτή την στιγμή. Πολλά τους ξέφυγαν, κι άλλα τα κουκούλουσαν επιδεικνύοντας την ίδια αυτοκαταστροφή με εμάς, με ένα από τα κορυφαία παραδείγματα να είναι η Ratier και οι 1.057 boxer μοτοσυκλέτες που κατασκεύασε!

Τότε, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, θα την θυμάται κανείς να είναι η προσωπική συνοδεία του Προέδρου de Gaulle και να κυκλοφορεί με περηφάνια στους δρόμους του Παρισιού, ως 100% γαλλικό προϊόν, πράγμα απαραίτητο για να κάνει σταδιοδρομία στους συγκεκριμένους δρόμου, οποιοδήποτε όχημα της εποχής εκείνης. Κι όμως, ήταν τελικά μία σύνθεση διαπλοκής, κοντοφθαλμίας και προσωπικών συμφερόντων που τελικά δεν την άφησαν να προχωρήσει.

Παραδίδοντας οι Ναζί το Παρίσι στην δύση του Β’ΠΠ, αφήνουν πίσω τους τεράστια αποθέματα εφοδίων, κι ανάμεσά τους κινητήρες boxer ως ανταλλακτικά για τις επίσης αμέτρητες BMW R12. Παράλληλα η Ιταλία και η Ιαπωνία ισοπεδώνονται από τους Συμμάχους αλλά ακριβώς εξαιτίας αυτής της ισοπέδωσης η παγκόσμια ιστορία της μοτοσυκλέτας αλλάζει τελείως και δημιουργούνται οι μάρκες που ξέρουμε σήμερα. Εδώ παρουσιάζουμε το πνεύμα της εποχής, μέσα από τα παραδείγματα της Ducati και Honda μόνο, και μόνο αυτά στο συγκεκριμένο άρθρο, καθώς ήδη το κείμενο ήταν υπερβολικά μεγάλο.

Στο Παρίσι βέβαια τα πράγματα είναι διαφορετικά, σε μία τεράστια αποθήκη με την κωδική ονομασία HPK 503 σε ένα έως τότε γκαράζ λεωφορείων στην Avenue Mozart, οι Γερμανοί είχαν αποθηκεύσει τόνους ανταλλακτικών και κινητήρων, ώστε ακόμη κι αν διακοπτόταν η επικοινωνία με τις δυνάμεις κατοχής στην Γαλλία, να μην αντιμετώπιζαν οι τελευταίες, ζήτημα τροφοδοσίας.

Ήταν τόσο το αποθηκευμένο υλικό, που η νεοσύστατη γαλλική κυβέρνηση έφτιαξε ένα εργοστάσιο παραδίπλα για να συναρμολογεί μοτοσυκλέτες! Σε απόσταση αναπνοής από τον πύργο του Άιφελ και με ένα τεράστιο πάρκο που υπάρχει ως σήμερα και διεξάγονταν αγώνες αλλά και δοκιμές, κατασκευάζονται γαλλικές μοτοσυκλέτες συμπληρώνοντας με ό,τι υπάρχει εύκαιρο τα γερμανικά ανταλλακτικά και τους γερμανικούς κινητήρες! Δημιουργείται έτσι η CMR σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον, όπου εργάτες στην κατασκευή είναι οι αποθηκάριοι που είχαν επιτάξει οι Γερμανοί, και τον Ιανουάριο του ΄45 ο Jacques Dormoy τοποθετείται επιβλέπων μηχανικός, έχοντας την ευθύνη.

Συντομεύοντας την αφήγηση, κατασκευάζονται 300 R12 και 80 R73 δηλαδή κινητήρες R75 σε πλαίσιο R71, που εντυπωσιάζουν τις γαλλικές αρχές με την τελική των 150km/h δίνοντας άμεσα παραγγελία για εκατό κομμάτια. Όμως δεν υπήρχαν περισσότερα ανταλλακτικά, κι έτσι η CMR έχοντας ολοκληρώσει τον σκοπό της δημιουργίας της, διαλύεται το 1947. Ο Dormoy και οι βασικοί μηχανικοί περίμεναν πώς-και-πώς την στιγμή αυτή, έχοντας ήδη συνάψει εταιρία από το 1946. Παίρνοντας το διαθέσιμο stock που είχε περισσέψει και με συνεχιζόμενη εμπλοκή Γάλλων κατασκευαστών που σταδιακά συμπλήρωναν ολοένα και περισσότερο, τις αυξανόμενες ελλείψεις, οι γερμανικές μοτοσυκλέτες συνεχίζουν να βγαίνουν στους δρόμους του Παρισιού, ολοένα και πιο απόμακρες από την αρχική τους σχεδίαση. Υπάρχουν αναφορές πως ο Dormoy δέσμευε ανταλλακτικά όλο αυτό το διάστημα, αλλά ακόμη κι έτσι, η ροή της ιστορίας δεν θα ήταν διαφορετική πέρα από τα χρονικά περιθώρια.

Με την συμμετοχή Γάλλων προμηθευτών, τα πλαίσια έγιναν νέα και οι αναρτήσεις καλύτερες, οι στρόφαλοι ιδιαίτερα πιο γεροί ενώ βασική αλλαγή ήταν το τετρατάχυτο κιβώτιο με το λεβιέ στο πόδι, αντί για το χέρι… με 78 x 78 mm και 748 κυβικά αποδίδοντας 22 ίππους, η μοτοσυκλέτα αυτή ήταν περισσότερο γαλλική παρά γερμανική. Αυτή ήταν η CEMEC L7 και ήταν επίσης ο πρόδρομος της Ratier!

Κατασκευάστηκαν 1.289 μοτοσυκλέτες σε έξι χρόνια, ξεκινώντας το 1948 περίπου 20 χιλιόμετρα νότια της μεγαλόπολης που οι ρυθμοί της διαρκώς αυξάνονταν. Η παραγωγή αυτή δεν ήταν αρκετή για να υποστηρίξει την εξέλιξη ενός νέου κινητήρα, με την BSA αλλά και στο τέλος την ίδια την BMW απευθείας από το Μόναχο που ξανά γεννιόταν από τις στάχτες της, να αποτελούν τους μεγαλύτερους αντίπαλους.

Τι κι αν η ιδιαίτερα δημοφιλής ακροβατική ομάδα χρησιμοποιούσε την L7, τι κι αν οι αστυνομικές επιδείξεις ασκήσεων ακριβείας που προσομοιάζουν την “GYMKHANA” που περίπου εκείνη την εποχή θα δημιουργούνταν στην Ιαπωνία, προσπαθούσαν να δώσουν ώθηση στην αποδοχή της, η L7 δεν κατάφερε να επικρατήσει στο γαλλικό κοινό και το ’54 παύει η παραγωγή της. Έχουν προσπαθήσει στους αγώνες, έχουν βάλει μέχρι και κυλινδροκεφαλή από Zündapp KS750 για να φτιάξουν ένα πρωτότυπο 40 ίππων στις 5.000 στροφές με 160Km/h τελικής και στην ύστατη στιγμή προσπάθησαν να βάλουν αυτό τον κινητήρα σε αυτοκίνητο, μπας και φτιάξουν κάτι εξίσου εμπορικό με το Citroën 2CV, αλλά δεν το καταφέρνουν. Το βασικό τους λάθος, είναι πως δεν διέθεταν ποτέ ένα σωστό δίκτυο πωλήσεων για το κοινό!

Πώς ο Β΄ΠΠ άλλαξε το δρόμο της μοτοσυκλέτας: Ducati & Honda- Video Update!

Τους ανθρώπους, τις εγκαταστάσεις και το εναπομείναντα στοκ, αναλαμβάνει η Ratier που δεν ήταν καινούρια τότε, έχοντας ιδρυθεί το 1904! Ο Ratier κατασκεύαζε ξύλινες προπέλες για τα αεροσκάφη και αμέσως μετά τον Α’ΠΠ άρχισε να κατασκευάζει μεταλλικές φτάνοντας να γίνει ο καλύτερος στον κόσμο εκείνη την εποχή, με απόγειο το νέο του εργοστάσιο που απασχολούσε 500 υπαλλήλους. Μέχρι το 1939 κατέχει το 90% της αγοράς και 63 παγκόσμια ρεκόρ! Γνωρίζοντας την γεύση της καταστροφής από τον Β’ΠΠ ο Ratier βγήκε τελικώς νικητής, καθώς έσωσε το εργοστάσιο του και μεγάλο μέρος της περιουσίας που είχε ήδη φτιάξει, με την κυβέρνηση να τον επιφορτίζει να κατασκευάσει ένα δίχρονο τρακτέρ. Μέσα από την συνεχιζόμενη αυτή συναναστροφή του με τις εκάστοτε γαλλικές κυβερνήσεις, και την μεταπήδηση και σε άλλους τομείς της βιομηχανίας, όπως ήταν το δίχρονο τρακτέρ, του φορτώνουν πρακτικά και κυριολεκτικά ό,τι έχει απομείνει από την CEMEC. Σκοπός της κυβέρνησης να κρατήσει ανοικτό το εργοστάσιο, να καλυφθούν τα χρέη και στο τέλος να φτάσει ίσως και σε μία γαλλική μοτοσυκλέτα. Το ξεκινούν αυτή την φορά με τον καλύτερο τρόπο που θα μπορούσαν, αλλά τελείως παράδοξα θα πυροβολούσαν τα πόδια τους. Παράδοξα για τους υπόλοιπους, καθώς η συνέχεια της ιστορίας μας, μονάχα έκπληξη δεν αποτελεί για εμάς του Έλληνες.

Μέσα σε τέσσερα χρόνια κατασκευάζει την συνέχεια της L7 σε 1.035 κομμάτια, που είναι πρακτικά ένα σχέδιο που ακολουθεί την BMW R71 από το 1938 αλλά για πρώτη φορά εξ ολοκλήρου φτιαγμένο στην Γαλλία με 100% γαλλικά εξαρτήματα. Με σλόγκαν «τεχνολογία αεροσκαφών στην μοτοσυκλέτα» η πρώτη Ratier είχε όλα τα φόντα για να γίνει μία επιτυχία, μόνο που τα αυτοκίνητα της εποχής είχαν αρχίσει να ξεφεύγουν σε ιπποδυνάμεις.

Για αυτό και ξεκίνησε η εξέλιξη της C6S, της πρώτης γαλλικής από την σχεδίαση και όχι μόνο την κατασκευή! Με κινητήρα 594 κυβικών με διαστάσεις 72 x 73 mm και απόδοση 32 ίππων στις 6.500 στροφές, δεν ήταν η ταχύτερη αλλά ζυγίζοντας 195 κιλά είχε αξιοπρεπείς επιδόσεις και φυσικά το δυνατό της σημείο, ήταν πως επρόκειτο για αμιγώς γαλλική μοτοσυκλέτα, από την σχεδίαση έως την κατασκευή. Ακόμη και τα φρένα παραγόντουσαν στο ίδιο εργοστάσιο.

Όλα είχαν στρωθεί για ένα λαμπρό μέλλον για έναν αμιγώς γαλλικό boxer, όταν τράβηξαν το χαλί κάτω από τα πόδια τους. Ενώ ο Πρόεδρος de Gaulle ακύρωσε μία τεράστια παραγγελία της «Χωροφυλακής» προς την BMW - μόλις πήρε ξανά την εξουσία στα χέρια του, ώστε να προμηθευτούν 7.000 γαλλικές μοτοσυκλέτες, τα γεγονότα αμέσως μετά μπλέχτηκαν σε μία ιστορία με έντονο άρωμα κακοδιαχείρισης και διαπλοκής. Τελικά η γαλλική Χωροφυλακή αποφάνθηκε πως οι γερμανικές BMW ήταν καλύτερες μοτοσυκλέτες, ακυρώνοντας την τεράστια παραγγελία! Αυτό ουσιαστικά τραβούσε το χαλί κάτω από τα πόδια τους, την στιγμή που ο Ratier εξαγοραζόταν από έναν κολοσσό των ηλεκτρονικών, την CSF! Σήμερα είναι βασικός προμηθευτής του γαλλικού Airbus κατασκευάζοντας πτερύγια για το A380 και η Χωροφυλακή της Γαλλίας έχει ακόμη BMW!

Έφτασαν λοιπόν πολύ κοντά στην κατασκευή ενός δικού τους boxer, αλλά την ύστατη στιγμή δεν τα κατάφεραν… για μία σειρά από λόγους, με την διαπλοκή και την προδοσία, να είναι μερικοί από αυτούς. Προσπάθησε για λίγο ακόμη ο Ratier να κρατήσει ζωντανή την παραγωγή, στρέφοντας τις προσπάθειες προς την Αμερική, την ίδια εποχή που και η Ducati, για τους δικούς της λόγους, προσπαθούσε να κάνει κάτι αντίστοιχο με το πρώτο και ουσιαστικά αποτυχημένο V4, που σχετικά πρόσφατα οδηγήσαμε στο MOTO, το μοναδικό σωζόμενο σε πλήρως λειτουργική κατάσταση!

Αντίστοιχα όμως έρχεται και η δοκιμή του Ratier 600 C6S, μία αποκλειστική δοκιμή που έγινε με τις ευλογίες του Sammy Miller Museum που ευγενικά παραχώρησε μία από τις εναπομείναντες σε άριστη κατάσταση, πρώτες αμιγώς γαλλικές boxer! Ειρωνικά, αυτή η μοτοσυκλέτα σώζεται στην Αγγλία, κι όχι στην Γαλλία. Παρόλο που οι Γάλλοι περηφανεύονταν πως έφτιαξαν έναν boxer που ήταν καλύτερος από τον αντίστοιχο Γερμανικό, που στο σύντομο μέλλον του μετά την κατασκευή του, θα αποδεικνυόταν εξαιρετικά αξιόπιστος, δεν τα κατάφεραν να του δώσουν την ώθηση που έπρεπε ακριβώς στο σημείο που την χρειαζόταν περισσότερο… Σε επόμενο MOTO, κατά την οδήγησή της, θα δούμε ακριβώς αν στους παραπάνω λόγους για την μη επικράτησή της, υπήρχε και κάποιος που είχε να κάνει αποκλειστικά με την ίδια την μοτοσυκλέτα!

Συνεργάστηκαν ο Alan Cathcart και ο φωτογράφος Kel Edge. Ευχαριστούμε το μουσείο Sammy Miller Museum

 

Το Sammy Miller Museum στο New Milton, Hampshire της Μ. Βρετανίας, διαθέτει μία από τις μεγαλύτερες συλλογές εξωτικών κι αγωνιστικών μοτοσυκλετών στον κόσμο, όλες τους σε κατάσταση πλήρως λειτουργική! Ανάμεσα σε εκθέματα όπως V8 Moto Guzzi, AJS Porcupine, Mondial 250, Norton, Ducati, Suzuki, Hondas και Velocette υπάρχουν πολλές εργοστασιακές πρωτότυπες, concept άλλων εποχών, χωμάτινες ακόμη και trial, ανεβάζοντας τον αριθμό στις 400 συνολικά μοτοσυκλέτες: Καθημερινά ανοικτό από τις δέκα το πρωί:
Sammy Miller Museum, Bashley, New Milton, Hampshire B25 5SZ, U.K.

Τηλ: 01425 620777 & 616644

www.sammymiller.co.uk

 

Η υποστήριξη από την αστυνομία υπήρχε, ήταν όμως οι τεράστιες παραγγελίες που έβαζε η Χωροφυλακή, που ανήκει στον στρατό, που θα μπορούσε να δώσει την ώθηση στην Ratier την στιγμή που χρειαζόταν περισσότερο...
 
από αγώνα με sidecar: Druet & Boucher σε CEMEC 750 sidecar το 1951 Bol d'Or στο St.Germain

 

Καταχώρηση στην τύπο της εποχής, μέρος της προσπάθειας πώλησης στις ΗΠΑ:

 

Ετικέτες

Αποκλειστική «συνέντευξη» του John McGuinness: Μικρές σφαλιάρες αλήθειας…

Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

12/5/2016

Περάσαμε δύο μέρες με τον θρύλο του “road racing”, John McGuinness, λίγο πριν αρχίσει την εξοντωτική προπόνηση για το Isle of Man TT -εξοντωτική ως προς την χοληστερίνη και τα λιπαρά- και επιβεβαιώσαμε ότι πρόκειται για το τελευταίο ίσως αυθεντικό δείγμα, παλιάς κοπής αναβατών!

 

Έχω συζητήσει με αρκετούς αγωνιζόμενους αυτού του επιπέδου και έχω παραβρεθεί σε συζητήσεις με ακόμα περισσότερους, όμως είναι η πρώτη φορά που όταν χαιρετιστήκαμε στο τέλος, ένιωθα ότι αποχαιρετούσα έναν φίλο και κάτι μου λέει ότι το ίδιο ίσχυε κι από την πλευρά του, ή τουλάχιστον έτσι ήταν εκείνη την στιγμή μετά από μπύρες και τζιν-τόνικ, «α φ***κινκ φουντάστικ ντρινκ» όπως λέει!

Ας ξεκινήσω όμως από την αρχή, για να δώσω την συνολική εικόνα. Το MOTO είχε προσκληθεί αποκλειστικά στην παρουσίαση των νέων Dunlop Roadsmart III στην Γαλλία, που διαβάζετε στο τεύχος που κυκλοφορεί, κι εκεί ήταν και ο John McGuinness. Η παρουσία του καθοριζόταν από το νέο συμβόλαιο χορηγίας που υπέγραψε με την Dunlop και είχε έρθει μαζί με έναν εξίσου απίθανο τύπο από το τμήμα marketing, ο οποίος κουβαλούσε μία ακόμα πιο απίθανη πορεία μέσα στην εταιρία. Για σχεδόν μία δεκαετία είχε εργαστεί στην εξέλιξη των ελαστικών κι αργότερα θα καταλάβαινα, για πιο λόγο τον προώθησαν στο συγκεκριμένο τμήμα, που απαιτεί τελείως διαφορετικό υπόβαθρο. Αυτό το δίδυμο λοιπόν ήρθε κατευθείαν μόλις προσγειώθηκε, σ’ ένα παλιό κτήμα που η Dunlop είχε μισθώσει για την παρουσίαση του ελαστικού και το καθορισμένο δείπνο, πριν την δοκιμή μας που θα ξεκινούσε νωρίς το πρωί την επόμενη μέρα.

Ο McGuinness μπαίνει στο χωλ μ΄ ένα σακίδιο στην πλάτη, και πάει κατευθείαν στο μπαρ κατεβάζοντας μία μπύρα πριν περάσει το πρώτο λεπτό. Κάνουμε μία δυνατή χειραψία με το που μας συστήνουν και πριν αρθρώσω λέξη: «περίμενε λίγο να ρίξω ένα κατούρημα, έχω πεθάνει, και μερικά φιστίκια πρέπει να μασουλήσω.. έρχομαι μωρέ δεν θα αργήσω». Ωραία λέω από μέσα μου, κάθε έννοια επισημότητας και τυπικότητας μπορώ να θεωρήσω ότι μόλις έληξε… Του δείχνω ένα τεύχος του MOTO, το ξεφυλλίζει και εντυπωσιάζεται: «ωραίες φωτογραφίες και στήσιμο, ελληνικά δεν ξέρω μπορεί να είναι σκατά όλα εδώ μέσα.. αλλά οκ». Το συνεχίζω στο στιλ του: «Μην ανησυχείς, στην Ελλάδα κάθε πωλητής που θεωρεί ότι δεν πουλάει γιατί εμείς γράψαμε την γνώμη μας - όχι γιατί δεν είναι καλός στη δουλειά του - ή κάθε ένας που δεν του επιβεβαιώνουμε ότι αγόρασε το καλύτερο μοντέλο των πέντε ηπείρων και των επτά θαλασσών, λέει ακριβώς τα ίδια. Αμφότεροι χωρίς να έχουν διαβάσει πολλές φορές, χωρίς αντεπιχειρήματα!» Γελάει δυνατά και φτύνει και μερικά φιστίκια που μασουλούσε: «ο κόσμος είναι ευκολόπιστος φίλε και ακολουθεί εκείνον που δίνει την ωραιοποιημένη εικόνα, όταν λες αλήθειες κάνεις εχθρούς». Κατά την παρουσίαση που ξεκίνησε αμέσως μετά, κάθισε στο βάθος της αίθουσας, κι όταν οι άνθρωποι της Dunlop ανακοίνωσαν ότι μαζί μας είναι και ο McGuinness, για να τον δουν και οι υπόλοιποι δημοσιογράφοι, εκείνος σήκωσε απλά το χέρι του: «ναι-ναι, αυτός είμαι εγώ»…

 

Ο John McGuinness ξεφυλλίζοντας ένα παλιότερο τεύχος του MOTO:

 

Το μόνο θετικό με τις αποκλειστικές αποστολές, σε σύγκριση με τις καλές εποχές όταν μαζί με το MOTO ταξίδευαν και πολλοί ακόμα δημοσιογράφοι, είναι ότι τώρα που είμαστε ένας ή δύο Έλληνες δεν μπορούν να μας κρατήσουν ξεχωριστό τραπέζι κι έτσι σχεδόν πάντα καταλήγουμε να καθόμαστε μαζί με τους ανθρώπους των εταιριών. Αυτό είναι ένα τεράστιο πλεονέκτημα, γιατί η κουβέντα μπορεί να συνεχίσει με πιο προσωπικό χαρακτήρα και σε χαλαρότερο ύφος. Πολλές από τις αποκλειστικές πληροφορίες που γράφουμε στο MOTO για τις μοτοσυκλέτες, ή τα ελαστικά στην προκειμένη περίπτωση, τις έχουμε εκμαιεύσει μ’ αυτόν τον τρόπο. Για παράδειγμα οι πολυπληθείς Ιταλοί σε παρακείμενο τραπέζι, δεν αντάλλαξαν κουβέντα με τον McGuinness, δύο μέρες. Από την άλλη πλευρά, η κουβέντα αυτή δεν γίνεται να μετατραπεί ποτέ σε συνέντευξη, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τον συγκεκριμένο τύπο, αλλά μπορεί να βγει μία ιστορία που φανερώνει πολλά περισσότερα για τον χαρακτήρα του, κι αυτό ακριβώς διαβάζετε, γι’ αυτό και υπάρχουν τα εισαγωγικά στην λέξη «συνέντευξη» στον τίτλο! Καθόμαστε αντικρυστά λοιπόν απολαμβάνοντας ένα κομμάτι φουά γκρα με ένα συνονθύλευμα παράταιρων μεταξύ τους υλικών που μόνο μασώντας τα όλα μαζί υπάρχει νόημα, και με αφορμή την γαστριμαργία που έχει απλωθεί μπροστά μας και τον ρυθμό που την εξαφανίζει, σχολιάζω τα παραπανήσια κιλά του και τον ρωτάω για τις διατροφικές συνήθειες, και το αγγλικό πρωινό των πρωταθλητών: «Φίλε έχω προσπαθήσει στο παρελθόν ν’ ακολουθήσω ότι βλακεία υπάρχει εκεί έξω και δεν θα το ξανά κάνω ποτέ. Δεν μπορούσα να οδηγήσω! Το κεφάλι μου πονούσε, έχανα αυτοσυγκέντρωση, αισθανόμουν κουρασμένος. Μόλις έπεσα ξανά στις μπριζόλες ήρθα στα ίσια μου. Έκανα ξανά χρόνους! Δεν ξέρω για τους άλλους, αλλά έτσι είναι σε εμένα, αυτό δουλεύει. Έχω κοιλιά και πάω γρήγορα, όταν δεν έχω πάω σκατά!»

 

Καταρχήν είναι απόλαυση να τον ακούς να τα λέει όλα αυτά με την προφορά που τον διακρίνει, κάνοντας γκριμάτσες και βάζοντας την λέξη από “f” στη μέση κάθε φράσης, ενίοτε και δύο φορές, κολλώντας την κάπου τυχαία, από το άγχος μήπως και την ξέχασε. Αμέσως μετά έρχεται ένα κομμάτι ψάρι που το κοιτά στραβά και αστειευόμαστε με την γκριμάτσα του, για να έρθει το σχόλιο από τον περίεργο άνθρωπο της Dunlop, που δεν θα κατονομάσουμε: «ξέρεις ο τύπος αυτός –δείχνει τον McGuinness δίπλα του- πάει για ψάρεμα συνέχεια και μία εποχή έβγαζε και λεφτά από αυτό, αλλά δεν του αρέσουν και δεν τα έτρωγε ποτέ. Ψαράς που δεν τρώει ψάρια!». Σωστά για αυτό άλλαξε επάγγελμα του λέω! Την ώρα που ο διπλανός δημοσιογράφος, ένα φίλος από την Πορτογαλία, γυρίζει να μιλήσει από την άλλη πλευρά, ο McGuinness αρχίζει να του τσιμπάει τα καρότα από το πιάτο με το ένα χέρι, κάνοντας μου νόημα με το άλλο να μην πω τίποτα… Μέχρι να γυρίσει, το πιάτο ήταν τελείως άδειο. Στην κεφαλή του τραπεζιού μας καθόντουσαν ο διευθυντής του αγωνιστικού τμήματος της Dunlop, ένας άνθρωπος που συνήθως παρευρίσκεται σε δείπνα με την Dorna, αρκετοί κορυφαίοι από το τμήμα marketing και στην απέναντι πλευρά, ο υπεύθυνος εξέλιξης των ελαστικών. Όχι μόνο δεν τον σταμάτησε αυτό, αλλά μόλις έφεραν ένα επιδόρπιο, μία μεγάλη μπάλα λεπτής σοκολάτας που μέσα της είχε μία μικρότερη με παγωτό, ο McGuinness έριξε μία γροθιά στο πιάτο του διπλανού του, (του απίθανου Άγγλου που τον συνόδευε στο ταξίδι) ανατινάζοντας το γλυκό, εκτοξεύοντας παγωτό και σοκολάτες στο τραπέζι! Όλα αυτά θα μπορούσαν να είχαν οδηγήσει άπαντες σε αμηχανία, αν γινόντουσαν με το θράσος ενός έφηβου που αποζητά την προσοχή και συμπεριφέρεται απερίσκεπτα. Είναι αλήθεια ότι διαβάζοντάς τα κανείς, αυτήν την εντύπωση αποτυπώνει, ότι ο McGuinness συμπεριφέρεται σαν άξεστος έφηβος. Ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Δεν έχω πετύχει άλλον τύπο ανθρώπου, που μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο σ’ ένα επίσημο τραπέζι, μπροστά σε αγνώστους, με σοβαρότητα και επισημότητα, αλλά όχι με θράσος. Με το στιλ, κοιτάξτε ας χαλαρώσουμε λίγο, κι ας συνεχίσουμε ως ενήλικες και μάλιστα να περνά το στιλ αυτό με άνεση σε όλους! Εξαιτίας του McGuinness λοιπόν, καταλήξαμε να είμαστε μία παρέα φίλων, τσουγκρίζοντας ποτήρια και κάνοντας περισσότερη φασαρία και από την κλίκα των Ιταλών δημοσιογράφων!

Ήταν η κατάλληλη ώρα λοιπόν, για τις πιο σοβαρές ερωτήσεις: «Τι γνώμη έχεις για το περιστατικό Marquez – Rossi, από την στιγμή που τους ξέρεις και προσωπικά;» - «Κοίτα, όποιος επιμένει ότι ο Rossi δεν κλώτσησε τον Marquez κάνει τραγικό λάθος, έχω ρίξει πολλές κλωτσιές και αγκωνιές ακόμα, ξέρω τι σου λέω. Όμως από την άλλη ο Marquez του άξιζε ένα χέρι ξύλο, όχι απλώς κλωτσιά, συμπεριφέρθηκε σαν π*****ς!» - «Είχα πει ακριβώς το ίδιο, και ήταν η πρώτη φορά που δέχτηκα μπούλινγκ στην δημοσιογραφική μου καριέρα, παίζει να είμαι και ο μόνος από τη χώρα μου που υποστήριξε δημόσια κάτι τέτοιο... άσχετα με τ’ ότι ο Rossi είναι ο αγαπημένος μου αναβάτης… κι όσο έβγαιναν αργότερα πολλοί δημοσιογράφοι ανά τον κόσμο κι έλεγαν το ίδιο, ότι δηλαδή πρώτη φορά έβλεπαν μπούλινγκ στο MotoGP, τόσο μετριαζόταν οι αντιδράσεις. Στο τέλος αρκετοί οπαδοί του Rossi άλλαζαν στάση λέγοντας απλά ότι του άξιζε η κλωτσιά, δηλαδή αναγνωρίζοντας τι συνέβη!» - «Σωστά, ο κόσμος ξέρεις θέλει αναβάτες-είδωλα. Ο Marquez από την άλλη συμπεριφέρθηκε απαίσια καθυστερώντας τον Rossi, και είναι εξίσου κάτι που δεν χωρά αμφισβήτηση. Απλά περιμένεις από τον Rossi να αντιδράσει διαφορετικά, αν είχε κρατήσει την ψυχραιμία του μπορεί να είχε κερδίσει και τον τίτλο. Εμένα με ενόχλησε πολύ και ο Lorenzo, αν είχε α*****ια θα πήγαινε τότε - μετά τον γύρο προθέρμανσης - και θα σταματούσε δίπλα στον Rossi, για να ξεκινήσουν μαζί! Μπορεί να έχανε τον τίτλο, αλλά θα είχε κερδίσει απίστευτο σεβασμό και θα άλλαζε την γνώμη του κόσμου για πάντα. Όμως δεν έχει α*****ια! Ξέρεις, αυτό που πρέπει να καταλάβουν όλοι αυτοί οι παγκόσμιοι αναβάτες, είναι ότι σε περίπτωση που δεν υπήρχε ο Rossi, δεν θα υπήρχε και το τελευταίο μηδενικό στην παχουλή αμοιβή τους! Εκατομμύρια παίρνουν μόνο και μόνο γιατί υπήρξε το φαινόμενο Rossi, αλλιώς θα σου έλεγα εγώ τι θα έπαιρναν! Το αντιλαμβάνονται βέβαια, και εγώ το έχω πει σε πολλούς, το αναγνωρίζουν, αλλά είναι και ο εγωισμός στην μέση..» - «Ο Rossi είναι ο καλύτερος όλων των εποχών, όχι αλάνθαστος, αλλά ο καλύτερος, εσύ; Τον φτάνεις έστω και λίγο;» - «Χα! Φαντάζομαι ξέρεις τι είπε όταν ήρθε στο Isle of Man (σημ.: Ότι οι αναβάτες είναι τρελοί και ο αγώνας πολύ επικίνδυνος) με προσκάλεσε κιόλας να πάω στο ράντσο του. Δύο φορές ήταν να πάω, αλλά και τις δύο υπήρχε πρόβλημα με το πρόγραμμά μας, δεν ταίριαζε. Με ενόχλησε όμως ότι θα υπογράφαμε χαρτί, που θα έλεγε πως κάθε video που θα τραβούσαμε, θα το ενέκριναν οι δικοί του και θα έκοβαν κάθε απόσπασμα που θα με έδειχνε μπροστά!» - «Γιατί είσαι τόσο σίγουρος ότι εσύ και η κοιλιά σου, θα ήσασταν πιο γρήγοροι από τον Rossi- «Γιατί φίλε μου εγώ έχω το όπλο του ρίσκου, εκείνος όχι. Εγώ στα α*****ια μου αν πέσω, εκείνος όχι! Και μέσα εκεί, δεν είναι πίστα να έχει το πάνω χέρι, ταιριάζει περισσότερο το στιλ μου» - «Μου φαίνεται δεν θα μάθουμε ποτέ» του λέω με νόημα. - «Εγώ πάλι είμαι σίγουρος!» μου απαντά γελώντας.

 

Ο McGuinness με τον Rossi, το 2009

 

Όπως καταλαβαίνετε, ο McGuinness δεν είναι άνθρωπος που τον απασχολεί η δημόσια εικόνα του για να μετρήσει τα λόγια του, και διακατέχεται από μία ειλικρίνεια που σπάνια συναντάς. Δεν είναι όλοι όσοι συμμετέχουν στο “road racing” το ίδιο, και για αυτό τον ρώτησα πιο συγκεκριμένα, και χωρίς περιστροφές:

«Ο Guy Martin είναι σίγουρα πιο γνωστός στην Ελλάδα από εσένα, κι ας έχεις κερδίσει τόσους τίτλους στο Isle of Man που δεν τους θυμάσαι όλους, αντιστρόφως ανάλογα όμως απολαμβάνει περισσότερη δημοσιότητα παντού» - «Κοίτα ο Guy δεν είναι και πολύ καλά, έχει θέματα εννοώ, είναι αγοραφοβικός και δεν αντέχει τον κόσμο, και έχει πρόβλημα συγκέντρωσης. Για καμιά ώρα μπορεί να μείνει συγκεντρωμένος, μετά όμως το χάνει και για αυτό δεν κερδίζει. Πιστεύω ότι θα ξανά γυρίσει όμως, θα ξανά τρέξει από την επόμενη χρονιά» - «Ναι αλλά γιατί είναι τόσο δημοφιλής πιστεύεις; Μήπως γιατί βγήκε στο ντοκυμαντέρ και είπε ότι “την παίζει”;» - «Σώπα μωρέ, όλοι μας “την παίζουμε” δεν είναι αυτό. Απλά έχει εκπληκτικό μάνατζερ, έχει μάνατζερ για την δημόσια εικόνα του, κατάλαβες;» - «Θα κρατήσω αυτό που είπες για την συγκέντρωση. Είναι αυτό που σε κάνει να ξεχωρίζεις;» - «Είναι απαραίτητο χαρακτηριστικό στους αγώνες, αλλά ειδικά στο Isle of Man, είναι απαραίτητο για την επιβίωσή σου. Χάνεις αυτοσυγκέντρωση και μπορεί να χάσεις τη ζωή σου, το ρίσκο είναι μεγάλο και όλοι μας έχουμε βρει τρόπο να εξασκήσουμε την αυτοσυγκέντρωσή μας!».

Την συζήτηση διακόπτει ο δίδυμος αδερφός του στην δόση τρέλας που κουβαλάνε, ο άνθρωπος της Dunlop που τον πιάνει κεφαλοκλείδωμα βάζοντας τέλος στην συζήτηση για τους αγώνες και γυρνώντας το στα προσωπικά. Το τρελό αγγλικό σύστημα ασφάλισης, είναι η αιτία που ο McGuinness δεν οδηγεί στον δρόμο. Μόλις δηλώσει το επάγγελμά του: «αναβάτης αγώνων», τα ασφάλιστρα εκτοξεύονται τόσο ψηλά που καθίστανται απαγορευτικά. «Έχω μονάχα ένα MSX 125 και μάλιστα με χορηγία, κάθε φορά που το καβαλάω πρέπει στο κράνος να φαίνεται το αυτοκόλλητο της ασφαλιστικής!». Ο McGuinness κάνει και enduro για προπόνηση: «Έχω ένα KTM, αλλά επειδή έχω συμβόλαιο με την Honda δεν πρέπει κανείς να με δει με αυτό…».

Την επόμενη μέρα η δοκιμή ξεκινά από τον δρόμο και ο McGuinness οδηγεί μαζί μας, όμως είναι πίσω από τους τελευταίους και πηγαίνει αρκετά πιο σιγά. Η δικαιολογία του είναι ότι το απολαμβάνει, έχει καιρό να οδηγήσει μοτοσυκλέτα στο δρόμο και δεν ξέρει πότε θα το ξανά κάνει. Βρίσκει μάλιστα το Crosstourer με DCT εξαιρετικό και του λέω ότι αυτό είναι παραπάνω από ανησυχητικό. Γιατί το DCT είναι εξαιρετικό στην Africa Twin και γενικά το Crosstourer δεν είναι κορυφαία μοτοσυκλέτα, αλλά για εκείνον μετρά η βόλτα… Το μεσημέρι οδηγούμε στην πίστα μοτοσυκλέτες της BMW με πάνω από χίλια κυβικά και εκείνος ένα ταπεινό συγκριτικά CB650F της Honda, εξαιτίας του συμβολαίου μαζί τους. Περίμενα ότι και με το MSX 125 να έμπαινε στην πίστα πάλι μπροστά μας θα έβγαινε, όπως χρόνια πριν στην ίδια πίστα είχε συμβεί με τον νεαρό τότε Simoncelli, που ενώ καβαλούσε ένα ταπεινό Dorsoduro 750 και εμείς είχαμε GSXR1000, μας περνούσε πάνω από τα κερμπ σαν σταματημένους! Οδηγούσα λοιπόν μπροστά έχοντας έναν Ιταλό δημοσιογράφο να με κυνηγάει και περίμενα με ανυπομονησία την στιγμή που ο McGuinness θα μας έκανε σουβλάκι. Ποτέ! Βγήκα και του ζήτησα τα ρέστα, για να μου πει ότι ο ρυθμός ήταν μια χαρά και δεν είχε λόγο να περάσει… Είμαι σίγουρος ότι αν του χτίζαμε έναν τοίχο στην μέση, κόβοντας το πλάτος της πίστας, τότε θα έπαιρνε τα πάνω του!

Το ίδιο βράδυ πιάσαμε μία μακρά κουβέντα για τους Άγγλους και τις συνήθειές τους γενικά, αποφεύγοντας να ξανά γυρίσουμε στους αγώνες, μένοντας μόνο σ’ ένα σημείο. Ο John πιστεύει ότι θα καταφέρει την νίκη φέτος και υποστηρίζει ότι την θέλει περισσότερο από τον καθένα για να φτάσει λίγο πιο κοντά στο ρεκόρ του Joey Dunlop. Στην ηλικία των 44άρων κανείς δεν μπορεί να πει αν θα καταφέρει να το ξεπεράσει, καθώς ακόμα κι αν κερδίσει φέτος, πάλι θα τους χωρίζουν δύο νίκες. Καθώς όμως οι αγώνες διεξάγονται σε περισσότερες από μία κατηγορίες, δεν είναι και αδύνατο να σπάσει αυτό το ρεκόρ…

Ο McGuinness δυσκολεύεται με το πρωινό ξύπνημα, μονάχα τις ημέρες των αγώνων είναι τυπικός, οπότε μας χαιρετά από το βράδυ. Θα μας συνοδέψει το πρωί μέχρι το αεροδρόμιο ο άλλος τρελός της παρέας που σιγοτραγουδά μία πρόσκαιρη επιτυχία, το Watch Me (Whip/Nae Nae) του Silentó, το τελευταίο ίσως τραγούδι που περιμένεις να ακούσεις από μεγάλο στέλεχος πολυεθνικής εταιρίας. Όσο παίρνεις τον εαυτό σου σοβαρά, τόσο πιο δύσκολο είναι να πετύχεις σ’ αυτό που κάνεις, και ο McGuinness ασπάζεται αυτό το αξίωμα στο έπακρο. Δεν γίνεται να είναι περισσότερο χαλαρός και οι εταιρίες που τον χορηγούν, τον πλαισιώνουν με άτομα της ίδιας νοοτροπίας, που αισθάνονται άνετα να σιγοτραγουδούν το Watch Me Whip... Τελικά είναι προσωπικότητες όπως ο John McGuinness, που κάνουν το Isle of Man TT τόσο ξεχωριστό, πέρα από το θέαμα και την φήμη του πιο επικίνδυνου αγώνα του κόσμου!

 

Όσο ο McGuinness ψάχνει μία φωτογραφία στο κινητό του, είναι ευκαιρία να ξεφύγουμε από τις "ανατινάξεις γλυκών" και να συνομιλήσουμε με τους ανθρώπους της Dunlop, που ξεφυλλίζουν τα τεύχη του MOTO! Στην κορυφή του τραπεζιού ο Dimtry Talboom, υπεύθυνος εξέλιξης των ελαστικών και δείχνει με το δάχτυλο εν μέσω της συζήτησης, ο Andy Marfleet διευθυνής marketing για όλη την Ευρώπη. Οι λεπτομέρειες στο τεύχος που είναι στα περίπτερα... 

 

εξαιρετικά αφιερωμένο από τον McGuinness και τον "δίδυμο στην τρέλα" το παρακάτω άσμα που σιγοτρογουδούσαν, διανθίζοντάς το με την χαρακτηριστική προφορά!

 

Ετικέτες