Ariel Ace 1200 V4

Σοβαρή διασκέδαση
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

16/8/2017

Triumph, Norton, Metisse, Hesketh, Brough Superior και τώρα η Ariel. Η αναβίωση των βρετανικών μοτοσυκλετιστικών εταιρειών του χθες συνεχίζεται, με ένα ακόμη μοντέλο να φέρει το λογότυπο μιας ιστορικής –made in England- φίρμας, με τη μορφή του άρτι αποκαλυφθέντος Ariel Ace 1200 V4

 

Στην πραγματικότητα όμως, η Ariel είχε κάνει την επιστροφή της πριν από 15 χρόνια με το ντεμπούτο του Ariel Atom το 1999, ένα διθέσιο αγωνιστικό αυτοκίνητο που θεωρήθηκε σημείο αναφοράς για την επιτάχυνση και την συμπεριφορά του ανάμεσα σε οτιδήποτε διαθέτει τέσσερις τροχούς. Μέχρι στιγμής, 1800 φανατικοί και ικανοποιημένοι πελάτες έγιναν ιδιοκτήτες του, με τον καθένα τους να διαθέτει ένα μοναδικό, κατά παραγγελία φτιαγμένο, αυτοκίνητο που όμοιό του δεν υπάρχει στον κόσμο. Ο ειδικός επί των μοτοσυκλετών και αυτοκινήτων, Jay Leno, λέει ότι είναι το αγαπημένο του όχημα μέσα από το τεράστιο γκαράζ του κι αυτά είναι τα καλύτερα εύσημα που μπορούν να αποκομίσουν οι 19 εργαζόμενοι της Ariel Motor Co. στο Crewkwerne, με ιδιοκτήτη τον Simon Saunders. Με την παγκόσμια επιτυχία του Atom, η Ariel έχει ένα εξασφαλισμένο μέλλον, αν και η συνολική παραγωγή είναι μόλις 100 αυτοκίνητα το χρόνο, ένα γεγονός που συντηρεί την ιδιαιτερότητα και την αξία σε πολύ υψηλό επίπεδο.

Ο εξηντάχρονος Saunder, είναι ένας πρώην σχεδιαστής των GM, Porsche και Aston Martin με ακαδημαϊκή καριέρα και πάθος για τις μοτοσυκλέτες, όπως μαρτυρά και το πλάνο του για την απόκτηση του ονόματος της Ariel πριν από 15 χρόνια με σκοπό να το βάλει πάνω στο αυτοκίνητο που κατασκεύασε ένας φοιτητής του στο πανεπιστήμιο του Coventry και να το λανσάρει στην αγορά. "Το σχέδιό μου ήταν πάντοτε το να εξελίξω μια μοτοσυκλέτα Ariel", λέει ο Saunders. "Το Atom ήταν ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, για να δημιουργηθούν τα κέρδη και οι βιομηχανικές σχέσεις ώστε να επιτευχθεί ο στόχος." Ο πιο σημαντικός δεσμός που αναπτύχθηκε ήταν αυτός με την Honda, η οποία προμήθευσε την εταιρεία με τον κινητήρα του Civic Type R για το Atom. Γι' αυτό η καινούργια μοτοσυκλέτα Ace της Ariel χρησιμοποιεί τον V4-76° κινητήρα με διαστάσεις 81x60mm από το Honda VFR1200F, με απόδοση 173 ίππων στις 10.000 στροφές. Αυτή η κίνηση είναι αντίθετη με την συνήθη πολιτική του ιαπωνικού γίγαντα να μην προμηθεύει με κινητήρες άλλους κατασκευαστές, γεγονός που μαρτυρά τον σεβασμό απέναντι στην Ariel. "Νομίζω ότι το γεγονός πως το Atom είναι ένα ακραίο προϊόν που ποτέ δεν θα έφτιαχνε η Honda, που αποδείχθηκε όμως πολύ επιτυχημένο με τον κινητήρα της, είναι αυτό που τους έπεισε να μας προμηθεύσουν κινητήρες για το Ace", λέει ο Saunders.

Με γνώμονα την μοναδικότητα

Έτσι, η Ariel Motor Company ανακοίνωσε την παρουσίαση της νέας Ace στο φεστιβάλ του Goodwood και μου ζήτησε να την οδηγήσω για λογαριασμό τους στην διαδρομή του Lord March για το ετήσιο πάρτι. Πριν όμως από αυτή τη διαδρομή του 1,6 χιλιομέτρου μπροστά σε 180.000 θεατές, είχα ήδη επισκεφθεί το εργοστάσιο όντας ο πρώτος εκτός εταιρείας που οδήγησε το πρωτότυπο Ace σε πραγματικές συνθήκες, συμβάλλοντας με τις παρατηρήσεις μου στο πρόγραμμα του R&D, με το περίεργο πλαίσιο και το girder πιρούνι καμουφλαρισμένα από τα περίεργα βλέμματα.

To Ace είναι η πρώτη νέα μοτοσυκλέτα της Ariel τα τελευταία 50 χρόνια, συνεχίζοντας μια ιστορία γεμάτη με καινοτομίες που ξεκίνησε το 1870 και περιλαμβάνει ριζοσπαστικά ποδήλατα, ένα V8 GP αυτοκίνητο και το πατεντάρισμα των ακτινωτών τροχών (ναι, είναι αλήθεια, η Ariel "εφέυρε" τον τροχό!). Τον τελευταίο αιώνα, η Ariel ήταν γνωστή για τις πρωτοποριακές μοτοσυκλέτες της όπως το τετρακύλινδρο Ariel Square-5 με 500, 600 και τελικά 1.000 κυβικά, τον πανάλαφρο, μονοκύλινδρο κινητήρα HP5 με τον οποίο ο Sammy Miller Κυριάρχησε στα Trial για πάνω από μια δεκαετία, και τα δίχρονα Arrow και Leader με τα πρεσαριστά, ατσάλινα πλαίσια. Το νέο Ace ενισχύει την παράδοση της Ariel στο σχεδιασμό μοτοσυκλετών εκτός της πεπατημένης και ο Saunders σκοπεύει να φτιάξει 100 μονάδες το χρόνο με τιμή που θα ξεκινά από τις 20.000 λίρες (27.215 ευρώ).

Όπως όμως συμβαίνει και με το Atom, χάρη στο μοναδικό σύστημα παραγγελιών που δεν το συναντάμε πουθενά αλλού σε μοτοσυκλέτες παραγωγής και που επιτρέπει σε κάθε μοτοσυκλέτα να κατασκευάζεται ακριβώς όπως τη θέλει ο ιδιοκτήτης της, καμία Ace δεν θα είναι ίδια με μια άλλη. Αυτό θα επιτρέψει στην Ariel να προσφέρει την Ace σε διάφορες εκδόσεις, από χαμηλό cruiser, μέχρι streetfighter, roadster και sport –όλες με το ίδιο πλαίσιο και κινητήρα, αλλά με ξεχωριστά χαρακτηριστικά μέσω μιας μακράς λίστας επιλογών. Μέσα εκεί περιλαμβάνονται το μοντέρνο girder πιρούνι της Ariel ή το συμβατικό πιρούνι της Ohlins, η διαφορετική τοποθέτηση των ρυθμιζόμενων μαρσπιέ και μανετών, συν οι διαφορετικές σέλες –με ή χωρίς σέλα συνεπιβάτη- που προσφέρουν και διαφορετικό ύψος. Θα υπάρχει μια μεγάλη γκάμα επιλογών για το τιμόνι, το σχήμα και το μέγεθος του ρεζερβουάρ, τους τροχούς, την εξάτμιση και το κοστούμι, καθώς και για τα χρώματα, τα τελειώματα και τα υλικά, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται πως κάθε μοτοσυκλέτα Ace θα είναι μοναδική, κομμένη και ραμμένη στα γούστα του εκάστοτε πελάτη. "Οι μοτοσυκλετιστές διακατέχονται από αληθινό πάθος για τις μοτοσυκλέτες τους", λέει ο Simon Saunders. "Θέλουν να είναι ξεχωριστές και να είναι η δική τους μοτοσυκλέτα κι όχι απλώς μια ακόμη που μοιάζει με εκατοντάδες ή χιλιάδες άλλες. Η συνήθης διαδικασία είναι να αγοράσεις μια στάνταρ μοτοσυκλέτα και μετά να προσθέσεις διάφορα εξαρτήματα για να την μεταμορφώσεις σε αυτό που θέλεις να είναι. Με την Ace, όμως, η μοναδικότητα συμπεριλαμβάνεται στην παραγωγή της και η κάθε μία θα είναι ξεχωριστή όπως ο ιδιοκτήτης της."

Για τον πραγματικό κόσμο

Στον σχεδιασμό της Ace ο Saunders αποφάσισε, σε ό,τι αφορά την απόδοση, να απευθύνεται στον μέσο αναβάτη, αντί στους κατέχοντες μεγάλη εμπειρία όπως συμβαίνει με το κοινό του Atom. "Εξετάσαμε το ενδεχόμενο να φτιάχναμε ένα ξεχωριστό, πανάλαφρο superbike, αλλά αυτά που ήδη υπάρχουν απέχουν παρασάγγες από τις ικανότητες των περισσότερων αναβατών, οπότε πήραμε την απόφαση να κατασκευάσουμε μια πραγματικά γρήγορη μοτοσυκλέτα δρόμου αντί για ένα εργαλείο για τα track days, που θα είναι εύκολη στην οδήγηση και εντός των δυνατοτήτων της πλειοψηφίας των αναβατών", μας είπε. "Το ρητό μας είναι Σοβαρή Διασκέδαση και αυτές οι δύο λέξεις περιλαμβάνουν ακριβώς αυτό που είναι η Ace." Αυτό συνεπάγεται ότι το Ariel V4 προσφέρει άνεση και απόδοση ικανή για τις πραγματικές συνθήκες, γι' αυτό και ανακοινώνονται επιδόσεις της τάξης 265 χιλιομέτρων την ώρα για την τελική ταχύτητα και 3,4 δευτερόλεπτα για τα 0-100km/h. Ενώ διατηρήθηκε το πακέτο του ψεκασμού PGM-FI της Honda, η χαρτογράφηση έγινε με τις προδιαγραφές της Ariel, αν και η συνολική απόδοση είναι παρόμοια με του Honda VFR1200F στους 173 ίππους στις 10.000 και με 13,3 χιλιογραμμόμετρα στις 8.750 στροφές. Το traction control και το συνδυασμένο ABS της Nissin που έχει το Honda, συμπληρώνουν το πακέτο των ηλεκτρονικών βοηθημάτων.

Ένας σημαντικός παράγοντας στον αντίκτυπο που δημιουργεί η Ace είναι ο υπέροχος, ξεχωριστός ήχος του V4 που απελευθερώνουν τα διάφορα συστήματα των εξατμίσεων που προσφέρει η Ariel ως επιλογή στους πελάτες της, κάνοντας το Ace εξίσου μοναδικό στο άκουσμα όσο και στην εμφάνιση. Πατώντας τον διακόπτη της μίζας απελευθερώνεται ένα υπέροχο, άρρυθμο μπουμπουνητό από τον V4 κινητήρα, που ποτέ δεν ακούστηκε τόσο επιθετικό ή θυμωμένο σε κάποιο Honda. Προφανώς περνάει τις προδιαγραφές ήχου στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπως λέει ο Saunders, κάτι που είναι θετικό για όσους έχουν ευαίσθητο μηχανολογικά αυτί –μπαίνεις στον πειρασμό να κατεβάσεις μια ή δύο σχέσεις μόνο και μόνο για να ακούσεις τον ήχο. Είναι συναρπαστικός.

Όλα τα χιλιόμετρα που έκανα με το πρωτότυπο Ace ήταν πάνω στη σέλα μιας έκδοσης Cruiser με το girder πιρούνι, το οποίο είναι φτιαγμένο από αλουμινένια κομμάτια. Χάρη, εν μέρει, στο γεγονός ότι την συμπίεση την αναλαμβάνει ένα ειδικά εξελιγμένο αμορτισέρ TTX της Ohlins, η συγκεκριμένη ανάρτηση δείχνει ότι έχει καλύτερη λειτουργία ακόμη και από κάποιο ακριβό, τηλεσκοπικό πιρούνι της σουηδικής εταιρείας, κυρίως λόγω των μειωμένων στατικών τριβών στους πάνω και κάτω βραχίονες. Δεν είναι σύμπτωση ότι ο John Britten είχε επιλέξει ένα παρόμοιο σχεδιασμό για το αγωνιστικό V-1000, ενώ και στην πράξη η οδήγηση του Ariel Ace θυμίζει πολύ το Britten. Υπάρχει η ίδια αίσθηση ότι κρατάς τον μπροστινό άξονα στα χέρια σου, έτσι ώστε λαμβάνεις μια ξεκάθαρη και απόλυτη πληροφόρηση από το μπροστινό Dunlop D218. Μάλιστα, έχεις και την μοναδική οπτική να βλέπεις το πάνω μέρος του girder να ανεβοκατεβαίνει καθώς περνάς πάνω από σαμαράκια με το Ariel, όχι μόνο για να σου θυμίσει σου ότι οδηγείς μια μοναδική μοτοσυκλέτα, αλλά και ως μια επιπλέον επιβεβαίωση για το πόσο καλά απορροφά η ανάρτηση τις ανωμαλίες χωρίς καν να το αντιλαμβάνεσαι.

Πάντως, η πίσω ανάρτηση της Ace ήταν λιγότερο αποτελεσματική στο πρωτότυπο που οδήγησα, το οποίο όπως όλες οι εκδόσεις χρησιμοποιούσε το στιβαρό μονόμπρατσο ψαλίδι με μοχλισμό τύπου Pro Link, σε συνδυασμό με το αμορτισέρ της Showa που "φορά" το VFR1200F. Το ειδικά εξελιγμένο για την Ariel Ohlins TTX36 δεν είχε φτάσει ακόμη στο εργοστάσιο όταν το οδήγησα αλλά κρίνεται απολύτως απαραίτητο λόγω των 38 λιγότερων κιλών που ζυγίζει το Ace (229kg πλήρες υγρών, χωρίς καύσιμο) σε σχέση με το Honda. Αυτό σημαίνει ότι το Showa ήταν πολύ σκληρό για το Ace, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται ταλαντώσεις και αναπηδήσεις του πίσω τροχού σε οριακές καταστάσεις πάνω από μερικά πολύ άσχημα σαμαράκια στους δρόμους γύρω από το εργοστάσιο της Ariel, κάτι που Ohlins θα το έλυνε οριστικά. Η εξαιρετική πρόσφυση από τα ελαστικά της Dunlop έφερε επίσης στην επιφάνεια τα θέματα με την απόσταση από το έδαφος, με τα πολύ χαμηλά τοποθετημένα και μακριά μαρσπιέ, τα οποία πρέπει να μικρύνουν σε μήκος και να τοποθετηθούν ψηλότερα, ακόμη και στην έκδοση Cruiser. Το ότι το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό μπορεί να αλλάξει με εκατομμύρια διαφορετικές θέσεις, αποτελεί κι αυτό μια λύση. Επίσης, η αφράτη σέλα ήταν απίστευτα φιλόξενη και η όρθια θέση οδήγησης, χάρη στο ίσιο και πλατύ τιμόνι που εδράζεται σε καβαλέτα στην κορυφή του επάνω μέρους της ανάρτησης, ήταν απόλυτα χαλαρωτική.

H Ariel επέλεξε να κάνε τα πράγματα διαφορετικά επιστρέφοντας στην αγορά με μια ολοκληρωτικά ριζοσπαστική και μοντέρνα εναλλακτική

Ξεχειλίζει από ποιότητα

Πράγματι, η συνολική συμπεριφορά του Ariel Ace χαρακτηρίζεται από μια ευελιξία και μια σβελτάδα μεγαλύτερη απ' ό,τι περίμενα από μια μοτοσυκλέτα με μεταξόνιο 1.563 εκατοστών. Εν μέρει, αυτό οφείλεται στην γεωμετρία, αλλά το υπόλοιπο το χρωστάει στην αρχιτεκτονική της που συγκεντρώνει τις μάζες χωρίς να μεγαλώνει το πλάτος, χάρη στον V4 κινητήρα. Πραγματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το νέο Ariel είναι η "μυώδης" μοτοσυκλέτα στην οποία παρακαλούσε αυτός ο δυνατός κινητήρας να φορεθεί για πολλά χρόνια. Ένα πακέτο που επιτρέπει στις αδιαμφισβήτητες επιδόσεις και στην ελαστικότητα της απόδοσης να γίνουν πλήρως εκμεταλλεύσιμες σε μια γρήγορη, άνετη και ιδιαίτερη μοτοσυκλέτα, με εκρηκτική επιτάχυνση και σαγηνευτική οδήγηση. Ω, με συγχωρείτε κυρίες μου –είναι επίσης ιδανικό για εκπροσώπους του αντίθετου φύλου, επίσης, χάρη στην δυνατότητα αλλαγής της τοποθέτησης της σέλας για οποιοδήποτε σωματότυπο.

Το καλύτερο απ' όλα όμως είναι ο τρόπος που μπορείς να χρησιμοποιήσεις τις υπέροχες εξαέμβολες, ακτινικές δαγκάνες της Nissin –η επιλογή του Troy Corser- φρενάροντας αργά και βαθιά μέσα στη στροφή και ταυτόχρονα να νιώθεις το μπροστινό να καταπίνει τις ανωμαλίες του δρόμου ακόμη και υπό κλίση, χωρίς ίχνος ταλαντώσεων έστω κι αν στρίβεις με ταχύτητες που θα ταίριαζαν σε αγωνιστικό ρυθμό. Η ελαφριά πίεση με ένα δάχτυλο στη μανέτα, για να κόψεις λίγο ταχύτητα πριν την είσοδο μιας στροφής, δεν σηκώνει το Ace ούτε το κάνει να υποστρέφει, αλλά αντιθέτως το βοηθά να διατηρήσει τη γραμμή του όντας απόλυτα προβλέψιμο. Αυτή η εκπληκτική ικανότητα επιβράδυνσης σε μια τόσο γρήγορη μοτοσυκλέτα που παρέχει το πακέτο Nissin με το απενεργοποιούμενο ABS που έχει επιλέξει η Ariel, είναι άλλο ένα από τα κορυφαία χαρακτηριστικά της. Οι δύο ακτινικές δαγκάνες που συνδυάζονται με δίσκους 320mm σταματούσαν το πρωτότυπο Ariel από την τελική του με μπόλικη αίσθηση και ελεγχόμενο δάγκωμα, εμπνέοντας τόνους εμπιστοσύνης, δίχως σημαντικό βύθισμα από το μπροστινό. Υπάρχει ακόμη περίσσευμα διαδρομής από το girder πιρούνι για να σε κάνει να νιώσεις ότι πράγματι φρενάρεις, αλλά δεν μεταφέρει αυτή την φλατ και αποκομμένη αίσθηση που έχουν μοτοσυκλέτες με εναλλακτικά μπροστινά συστήματα όπως η Bimota Tesi, ενώ το πιο σημαντικό είναι ότι δεν υπάρχουν οι αναπηδήσεις και οι "πρωτοβουλίες" που έπαιρνε το μπροστινό του Tesi, ειδικά όταν φρενάρεις βαθιά μέσα στην στροφή. Ο στόχος επετεύχθη σε ό,τι αφορά την άψογη συμπεριφορά του Ace.

Αντίθετα με τους αναγεννημένους, Βρετανούς, ανταγωνιστές όπως η Norton ή ακόμη και η Triumph, η Ariel επέλεξε να κάνε τα πράγματα διαφορετικά επιστρέφοντας στην αγορά με μια ολοκληρωτικά ριζοσπαστική και μοντέρνα εναλλακτική, με υψηλές επιδόσεις και κορυφαίο σχεδιασμό. Ακολουθεί τα χνάρια του Atom, του οποίου η εμπορική επιτυχία έδωσε αυτή τη δυνατότητα –αυτό ήταν κάτι γενναίο και πολύ… Ariel!

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ Ariel Ace V4 1200

Κατασκευαστής:

Ariel Motor Co.

  
 
 

Μεταξόνιο (mm):

1.541

Ύψος σέλας (mm):

825

Ίχνος (mm):

 

  

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος:

Αλουμινένιο κατεργασμένο σε CNC

Βάρος (Kg):

229 χωρίς βενζίνη

Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):

15 (προαιρετικά 21,3)

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος:

Τετράχρονος, τετρακύλινδρος V76o υγρόψυκτος, με 2EEK και 4Β/Κ

Διάμετρος επί διαδρομή (mm):

81 x 60

Χωρητικότητα (cc):

1.237

Σχέση συμπίεσης:

12:1

Ισχύς (ΗΡ/rpm):

173/10.000

Τροφοδοσία:

Ψεκασμός ride by wire, σώματα 44mm

Σύστημα εξαγωγής:

4 σε 1

Σύστημα λίπανσης:

Υγρό κάρτερ

Σύστημα εκκίνησης:

Μίζα

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Συμπλέκτης:

Υγρός πολύδισκος

Σχέσεις ταχυτήτων:

έξι

Τελική ματάδοση:

Άξονας

 

ΠΙΣΩ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ένα αμορτισέρ Ohlins με μοχλικό ProLink, μονόμπρατσο ψαλίδι

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

6,00 x 17 BST από ανθρακονήματα

Ελαστικό:

190/55ZR17 Dunlop Sportsmart

ΦΡΕΝΟ

Δίσκος 276mm με δαγκάνα Nissin με δυο έμβολα, ABS

 

ΕΜΠΡΟΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Αλουμινένιο αρθρωτό – girder – με ένα αμορτισέρ Ohlins

Διαδρομή/Διάμετρος (mm):

-/-

Ρυθμίσεις:

Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς

ΤΡΟΧΟΣ

Ζάντα:

3,50 x 17 BST από ανθρακονήματα

Ελαστικό:

120/70ZR17 Dunlop Sportsmart

ΦΡΕΝΟ

Δύο δισκόφρενα 320mm με ακτινικές δαγκάνες έξι εμβόλων Nissin και ABS

   

 

 

 

 

 

MotoGP: Μεγάλο ιστορικό αφιέρωμα σε όλα τα αδέρφια που έχουν συνυπάρξει στους αγώνες!

Οι Marquez και οι Espargaro δεν είναι οι μόνοι…
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

20/11/2019

Από την επόμενη σεζόν δύο δυάδες επιθέτων, οι Marquez και Espargaro θα βρεθούν όλοι μαζί στην ίδια πίστα. Το περίεργο, όπως το χαρακτήρισαν και οι ίδιοι, θα είναι με τους Marquez που θα αγωνίζονται με την ίδια μοτοσυκλέτα στην ίδια ομάδα. Δεν είναι όμως ούτε η πρώτη φορά που έχουμε τέσσερις αναβάτες που μοιράζονται δύο επίθετα στην ίδια πίστα ταυτόχρονα. Ούτε και αν ανέβουν στα βάθρο δύο με το ίδιο επίθετο θα έχει υπάρξει κάτι που επίσης δεν έχουμε ξανά δει. Όλα αυτά έχουν γίνει κατά περίπτωση ξανά. Σίγουρα όχι με την ίδια προβολή, αλλά έχουν ξανά γίνει – κατά περίπτωση. Η ιστορική αναδρομή θα αφήσει να φανεί για πιο λόγο ενώ όλα αυτά έχουν γίνει ξανά, δεν είναι στην πράξη το ίδιο με αυτό που πρόκειται να δούμε από την επόμενη σεζόν. Μεγαλύτερη ίσως διαφορά, είναι πως ο Alex Marquez θα πρέπει να διαχειριστεί την σύγκριση του τυχαίου σχόλιου στα κοινωνικά δίκτυα σε κάθε αποτέλεσμα, σε κάθε αγώνα, καθώς εκείνος θα ψάχνει την μοτοσυκλέτα ενώ ο αδερφός του θα έχει στόχο την νίκη. Η απόσταση αυτή σε στόχους, είναι τεράστια για δύο αναβάτες της ίδιας ομάδας, όπως είδαμε και φέτος. Πόσο μάλλον όταν αυτοί είναι και αδέρφια…

Ξεκινάμε από τα MotoGP πριν ξανά πιάσουμε τον χρόνο από την αρχή, διευρύνοντας την λίστα με περισσότερους αγώνες...

 

Στην μακρά ιστορία των MotoGP τα πρώτα αδέρφια που βρέθηκαν να κάνουν το ίδιο άθλημα, ήταν οι Juan Salantino και Eduardo Salantino, έτρεχαν με την ίδια μοτοσυκλέτα και ανέβηκαν το 1962 μαζί στο βάθρο. Ωστόσο δεν θα πρέπει η συγκεκριμένη περίπτωση να συγκριθεί με την τωρινή του Marquez. Κι αυτό γιατί ο Juan Salantino και ο Eduardo Salntino που πήραν μέρος με Norton στον 8ο και τελευταίο αγώνα του 1962 στην Αργεντινή, ήταν «τοπικοί ήρωες» σε ένα ολότελα Αργεντίνικο Grand Prix. Τότε είχαν γίνει συνολικά 11 αγώνες, όμως για τα 500σια μετρούσαν οι 8 ξεκινώντας από το Isle of Man και όχι από το Ισπανικό και Γαλλικό Grand Prix που πραγματοποιήθηκε νωρίτερα, μαζί και το Γερμανικό αργότερα.

Ο θάνατος τότε του Tom Phillis είχε επηρεάσει την τοπική κοινωνία των αγώνων μοτοσυκλέτας και μπορεί ο Hailwood να μην έτρεξε στην Αργεντινή αλλά πήρε τον τίτλο. Αν είχε τρέξει, τότε τα δύο αδέρφια Salantino δεν θα είχαν βρεθεί στο βάθρο εξαιτίας της διαφοράς χρόνου που θα είχαν με τον Hailwood που με μεγάλη βεβαιότητα θα κέρδιζε τον αγώνα.

 

Είναι εξαιρετικά σπάνιο να βρεθούν δύο αδέρφια στο ίδιο βάθρο και από τότε έχει γίνει άλλη μία φορά και τελευταία, το 1997.

Τότε οι φοβεροί Aoki, τελευταίοι μεγάλοι ήρωες της Ιαπωνίας μαζί με τον Aoyama, είχαν τερματίσει στην Imola πίσω από τον Doohan που επίσης έτρεχε με Honda όπως και εκείνοι. Δεύτερος ο Nobuatsu και τρίτος με διαφορά 20 δευτερολέπτων ο Takuma, χωρίς όμως να έχει καμία επαφή με τον Carlos Checa που ακόμη πιο πίσω τερμάτιζε τέταρτος. Οι αδελφοί Aoki ανέβηκαν το 1997 δικαιωματικά στο βάθρο, στην δεύτερη και τρίτη θέση.

τον Ιούλιο στην Suzuka...

Για την ιστορία και ο τρίτος της οικογένειας, ο Haruchika Aoki, ακολουθούσε ήδη την αγωνιστική καριέρα κερδίζοντας τίτλους στα 125, το ’95 και ’96 και τα αδέρφια είχαν κερδίσει το παρατσούκι, “The Fireball Brothers”. Έναν χρόνο μετά το διπλό βάθρο για τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια, το 1998, μία άσχημη πτώση του Takuma θα τραυμάτιζε την σπονδυλική του στήλη και θα τον άφηνε παράλυτο από την μέση και κάτω. Κρατήθηκαν στον χώρο των αγώνων με την Honda ενώ σχετικά πρόσφατα ο Takuma έτρεξε και στο Rally Dakar και σε άλλα χωμάτινα Rally με αυτοκίνητο. Πριν λίγους μήνες, κι από εκεί είναι και η φωτογραφία, ο Takuma οδήγησε ξανά την Honda CBR στην Suzuka με τον Nobuatsu να κρατά και να σπρώχνει την μοτοσυκλέτα μέχρι να μπορέσει να φύγει μόνος του. Με αντίστοιχο μηχανισμό πριν λίγες ημέρες, οδήγησε και o Wayne Rainey στην Suzuka, προκαλώντας παγκόσμια τον θαυμασμό και το ξύπνημα της μνήμης…

 

Τα αδέρφια Aoki βρέθηκαν στο βάθρο με πρώτο τον Doohan, καθόλου τυχαία αυτός είναι ο επόμενος στην λίστα. Ο μικρότερος αδερφός του Mick Doohan, ο Scott Doohan είχε πάρει μέρος στον πρώτο αγώνα του 1994 στην Αυστραλία ως wildcart. Ο Mick έτρεχε με Honda, προφανώς, και ο Scott με Harris Yamaha, τερματίζοντας την 12η τότε θέση με τον Mick να ανεβαίνει τρίτος στο βάθρο.

 

Ο Kenny Roberts JR βρέθηκε σε πολλούς αγώνες μεταξύ 2004 – 2007 στην ίδια πίστα με τον Kurtis Roberts, ξεκινώντας από το Rio de Janeiro φτάνοντας έως και την Laguna Seca το 2007. Με τον πατέρα τους, το θρύλο Kenny Roberts, ο νεότερος Kurtis θα εμπλεκόταν πρόσφατα σε δικαστική διαμάχη με τον Roberts JR να κρατά ουδέτερη θέση, αλλά να πηγαίνει αντίθετα από τον αδερφό του πρακτικά. Φτάνοντας την μεταξύ τους αντιπαράθεση στα δικαστήρια, μετά τις πίστες…

Την ίδια χρονιά και στην ίδια πίστα, ως wildcart συμμετοχή, είδε και ο Nicky Hayden τον Roger Lee.

Μάλιστα o Roger Lee Hayden είχε τερματίσει με την Kawasaki, ψηλότερα από την Honda του Nicky to 2007! Τα αδέρφια Hayden θα βρισκόντουσαν άλλη μία φορά στην πίστα.

Ερχόμενοι πιο πρόσφατα, συναντάμε τους Binder. Ο Brand πέρασε πλέον στα MotoGP έχοντας τρεις σερί νίκες στους τελευταίους αγώνες της Moto2 και έχοντας παλέψει με τον Alex Marquez στο φετινό πρωτάθλημα της μεσαίας κατηγορίας. Έχει όμως κι έναν αδερφό, τον Darryn, στη Moto3 από το 2015.

Από τη λίστα δεν μπορούσε να απουσιάζει και ο Rossi χάρη στον ετεροθαλή αδερφού Luca Marini που έχει τρεις νίκες στη Moto2 απ’ το 2016, που ξεκίνησε να συμμετέχει κανονικά.

Μέχρι ο Alex να ανέβει στα MotoGP, ο Aleix και ο Pol Espargaro αγωνίζονται στα MotoGP απ’ το 2014 ενώ έχουν υπάρξει και στιγμές μονομαχίας μεταξύ τους.

 

Διευρύνοντας την λίστα των αδερφών στα GP γενικά, όπως μέχρι τώρα ήταν ο Alex και ο Marquez και όχι απλά στην ίδια κατηγορία ταυτόχρονα, πρέπει να συμπεριληφθούν οι Christian και Dominique Sarron, οι πιο γρήγοροι της Γαλλίας την δεκαετία του ΄80. Όταν ο Christian κέρδισε τον τίτλο το 1984 στα 250, ο Dominique θα έκανε τέσσερις νίκες στην ίδια κατηγορία το 1986 με την φοβερή Honda NSR250.

Ο Walter Villa έχει κερδίσει τέσσερις τίτλους στα 250 και 300 την δεκαετία του ’70 με τον αδερφό του Francesco να κάνει καριέρα στα 125. Οι δυο τους θα έφτιαχναν αργότερα την ξακουστή, χωμάτινη, Villa με δικούς τους κινητήρες. Κι όπως είχαμε αποκαλύψει από πέρσι στο MOTO, γίνεται προσπάθεια να ξανά ζωντανέψει η μάρκα αυτή, όχι μόνο με κινέζικους κινητήρες και ιταλική συναρμολόγηση, αλλά το πιο σημαντικό – και- με έναν δικό τους κινητήρα, Made in Italy!

Οι Γερμανοί Jurgen και Patrick van den Goorbergh την δεκαετία του ’90 αγωνιζόντουσαν στα 250 και πήραν την σκυτάλη των «αδερφών στα 250» από τους Γάλλους Jacques και Pierre Bolle.

Να βάλουμε στην λίστα και τον αδερφό του Hiroshi Aoyama, του Ιάπωνα παγκόσμιου πρωταθλητή στα 250 το 2009: Ο Shuhei Aoyama ανέβηκε το 2006 σε βάθρο, επίσης στα 250.

Πιο ξακουστοί φυσικά ο Carlos και David Checa κι αυτό γιατί ήταν αδέρφια που όχι μόνο έτρεχαν την ίδια χρονική περίοδο σε κοντινές κατηγορίες, αλλά και γιατί όταν ο Carlos Checa γινόταν παγκόσμιος στο WSBK, ο David Checa κέρδιζε τον παγκόσμιο τίτλο στο Endurance.

Με τον David έχω βρεθεί πρόσφατα στην ίδια πίστα και έχω οδηγήσει μαζί του, είναι εξαιρετικά γρήγορος και διακρίνεται για τον ρυθμό οδήγησης και για την ροή που κρατά, δίχως πολλά φρένα, απόρροια της πορείας του στο Παγκόσμιο Endurance. Υπήρξε και κριτής για το Yamaha bLU cRU, βαθμολογώντας τους νεαρούς Έλληνες αναβάτες που είχαν δηλώσει συμμετοχή…

Ανοίγοντας ακόμη περισσότερο την λίστα, πηγαίνοντας γενικότερα στην αγωνιστική παρουσία, ένα κάπως άγνωστο στο ευρύ κοινό, γεγονός, καθώς ο Giacomo Agostini είχε έναν αδερφό τον Felice. Ο οποίος το 1975 πήρε μέρος σε έναν αγώνα στην Ιταλία στα 250!

Αντίστοιχα ο Carlos Lavado, πρωταθλητής στα 250, είχε έναν αδερφό τον Luis που επίσης έτρεξε έναν μόνο αγώνα το ’89 στην Βραζιλία!

Η διευρυμένη αυτή λίστα πρέπει να περιλάβει επίσης τους Ιρλανδούς Michael και Eugene Laverty, τους Αυστραλούς Rob Eric και Harry Hinton, και Murray και Jeff Sayle, τους Νοτιοαφρικανούς Dave και Robbie Petersen, και τους Γάλλους Bernard και Marc Garcia.

Ετικέτες