#MENOUMESPITIMEMOTO - Ο γύρος της Αθήνας από χώμα - Αρχείο Περιοδικού ΜΟΤΟ

Κερατσίνι - Άλιμος 160km!
18/3/2020

Ο γύρος της Αθήνας από χώμα

Κερατσίνι - Άλιμος 160 km!

Η απόσταση από το Κερατσίνι στον Άλιμο δεν είναι παραπάνω από δεκατρία χιλιόμετρα, από την άσφαλτο. Ή εναλλακτικά, εκατόν εξήντα από χώμα, διασχίζοντας τα όρη Αιγάλεω, Ποικίλο, Πάρνηθα, Πεντέλη και Υμηττό! Μαζί με ένα ρέμα για το τέλος...

Μένουμε σπίτι και το ΜΟΤΟ βάζει ένα λιθαράκι για να γίνει ακόμη πιο ευχάριστη αυτή διαμονή! Μια ελάχιστη προσφορά στους αναγνώστες μας με παλαιότερα άρθρα του περιοδικού που αποτελούν σημείο αναφοράς, τα οποία θα σας ταξιδέψουν, θα σας γεμίσουν με αδρεναλίνη, θα σας κάνουν να γελάσετε, θα σας κάνουν να προβληματιστείτε και -το κυριότερο- θα σας κρατήσουν συντροφιά αυτές τις δύσκολες ώρες που περνάμε όλοι. Μια πρώτης τάξεως αφορμή για να μείνουμε σπίτι, με ή χωρίς καραντίνα...!

Το άρθρο προέρχεται από το αρχείο του περιοδικού ΜΟΤΟ και αναδημοσιεύεται από την αρχική του μορφή δίχως αλλαγές. Αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του περιοδικού, μαζί με τις φωτογραφίες που το συνοδεύουν. Απαγορεύεται οποιαδήποτε αντιγραφή, οικειοποίηση μέρους ή του συνόλου του κειμένου και των φωτογραφιών, παραλλαγή ή χρήση πέραν της ανάγνωσης.

Είναι 9:30 το πρωί μιας ηλιόλουστης και δροσερής μέρας του Νοέμβρη. Οι κάτοικοι της πρωτεύουσας, περιτριγυρισμένοι από τόνους τσιμέντου, προσπαθούν με τον ένα ή άλλο τρόπο να συνεχίσουν την ζωή τους μέσα σε αυτό το χάος από αυτοκίνητα, φανάρια, εκκωφαντικούς θορύβους και καυσαέριο.

11:30π.μ. Ενα στενό καταπράσινο μονοπάτι δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για εντούρο στο Ποικίλο Όρος

 

Κάπου στα νότια της πόλης, πάνω από τα διυλιστήρια του Περάματος στο όρος Αιγάλεω, ντυμένοι με τις πολύχρωμες στολές μας, είμαστε έτοιμοι για ένα γύρο της πόλης. Από τα νοτιοδυτικά, πάνω από το Κερατσίνι, θα βρεθούμε μετά από τριάντα ώρες οδήγησης enduro, στα νοτιοανατολικά, λίγο πιο πέρα από την μαρίνα του Αλίμου, έχοντας όμως πατήσει ελάχιστη άσφαλτο, και το κυριότερο, έχοντας απολαύσει μέρη απίστευτης φυσικής ομορφιάς.

Λεκανοπέδιο Αττικής

"Η Αθήνα απλώνεται στην κεντρική πεδιάδα της Αττικής, το επονομαζόμενο λεκανοπέδιο, το οποίο περιβάλλεται από το όρος Αιγάλεω στα δυτικά, το όρος της Πάρνηθας στα βόρεια, την Πεντέλη στα βορειοανατολικά και τον Υμηττό στα ανατολικά, ενώ βρέχεται από το Σαρωνικό κόλπο στα νοτιοδυτικά." Είναι η πρώτη τοπογραφική περιγραφή που διαβάζει κανείς σε μια πρόχειρη αναζήτηση στο διαδίκτυο. Πρόκειται για μια πόλη περιτριγυρισμένη από βουνά, ό,τι καλύτερο για εμάς τους εντουράδες.

12:30π.μ. Έχουμε αρχίσει να κατηφορίζουμε το Ποικίλο όρος και οδεύουμε προς Πάρνηθα. Κάτω μας η Αττική Οδός, την οποία και θα διασχίσουμε κάθετα

Γράφει σε πρώτο πρόσωπο, ο Ανδρέας Γκλαβάς

Έχω περάσει άπειρες ώρες στα μονοπάτια του Υμητού, αλλά και της Πάρνηθας. Την Πεντέλη δεν την έχω προλάβει στις "χρυσές" εποχές της, πριν της πυρκαγιές της δεκαετίας του '90. Όσο για τα νότια προάστια, οι επισκέψεις μου στην Sakeland, στο όρος Αιγάλεω και το γνωστό πιστάκι της Χωράφας, είναι μετρημένες στα δάκτυλα του ενός χεριού. Αλλά για αυτό υπάρχουν οι φίλοι, και ο Χαϊδαριώτης εντουράς Ισίδωρος Τσικής, μόλις του ανακοίνωσα το πλάνο, έσπευσε γεμάτος χαρά να αλλάξει το πρόγραμμα διδασκαλίας του στα ΤΕΙ για να συμμετάσχει.

Όπως πάντα, ο Χρήστος "είμαι μέσα σ'όλα" Πατεράκης δεν το σκέφτηκε και πολύ και δέχτηκε να ξεσκονίσει τις εντουράδικες γνώσεις του, ενώ ο Θάνος Φελούκας, αν και τραυματίας, συμπλήρωσε την τετράδα. Πολύ δύσκολα ή απροσπέλαστα κομμάτια δεν υπήρχαν στην διαδρομή. Ανεφοδιάσαμε δύο φορές, μία στα Λιόσια και μία στα Γλυκά Νερά και διανυκτερεύσαμε πάνω από την σπηλιά του Νταβέλη στην Πεντέλη.

14:40μ.μ. Η στάση για ανεφοδιασμό στο κλασικό σημείο συγκέντρωσης των Αθηναίων εντουράδων, στην πηγή της Πάρνηθα, επιβάλλεται

 

Η συνέχεια στο επόμενο...

Μαζί μας είχαμε δύο KTM, ένα 450 EXC Six Days και το προσωπικό 250 EXC-F του Ισίδωρου, ένα BMW G450X και ένα Husaberg FE 570. Όπως σε κάθε μεγάλη εντουρόβολτα, προέκυψαν μικροζημιές, από έναν παραλίγο πνιγμό μοτοσυκλέτας, μέχρι ένα σπασμένο πλαϊνό καπάκι κινητήρα. Τα επισκευάσαμε όλα επί τόπου και συνεχίσαμε. Για το τέλος, είχαμε το ρέμα του Αγ. Δημητρίου, που για εμάς ξεκινούσε από την λεωφόρο Βουλιαγμένης και τελείωνε στην θάλασσα, δίπλα από τη μαρίνα του Αλίμου. Αυτό δηλαδή που το 2003 ο Βασίλης Καραχάλιος με το Νίκο Θεοδωράκη είχαν "ανέβει" επίσης με μοτοσυκλέτες enduro (τ. Off-Road Adventure 2004).

Για το πλήρες, όμως, ιστορικό από την διήμερη περιήγησή μας, τα απρόοπτα, τις δυσκολίες και τα συναισθήματά μας, θα πρέπει να κάνετε λίγο υπομονή, μέχρι το φετινό ετήσιο τεύχος του Off-Road Adventure. Προς το παρόν, πάρτε μια σύντομη ιδέα από τις σκέψεις των τριών συνοδοιπόρων μου...

21:10μ.μ. Εκατομμύρια λαμπάκια στο χάος της πόλης κι έμεις στην ησυχία της φύσης να τα χαζεύουμε. Ένα απίστευτο συναίσθημα!

 

Enduro πάνω από πέντε εκατομμύρια

Η ιδέα του Ανδρέα Γκλαβά ήταν πολύ καλή, αλλά και άκρως “ξεσκουριαστική”. Πρωί-πρωί βρεθήκαμε στο Σχιστό, σε μέρη και περιοχές που ούτε καν φανταζόμουν ότι υπήρχαν. Μπαίνοντας στα βουνά που κρεμόντουσαν πάνω από την θάλασσα του Σαρωνικού ξεκίνησαν οι πρώτες ταλαιπωρίες. Ξεχάστε τα αφράτα χώματα των “Βασιλικών”. Εκεί, πάνω από το Δαφνί και την Πετρούπολη, η πέτρα είναι αυτή που κυριαρχεί, σε ταλαιπωρεί και σου υπενθυμίζει ότι το enduro στα δυτικά είναι σκληρό. Στενά μονοπάτια ανάμεσα στα πουρνάρια και τις κυλιόμενες πέτρες, καταλήγοντας στην κυριολεξία σε αυλές σπιτιών και σε εγκαταλελειμμένες χωματερές, ενώ πολλές ήταν οι φορές που κάποιος μαντρότοιχος μας διέκοπτε προσωρινά την πορεία μας. Στα γνωστά enduro λημέρια δεν σπαταλήσαμε χρόνο, και αφήνοντας πίσω μας την Πάρνηθα, αρχίσαμε να σκαρφαλώνουμε στην λαβωμένη και πέτρινη Πεντέλη.

Μέρα 2η 08:30π.μ. Πρωινό ξύπνημα από το καλύτερο ξενοδοχείο της Αθήνας, μέσα σ' ένα κατάλευκο τοπίο πεντελικό μάρμαρο και άμμο, πάνω από τη σπηλιά του Νταβέλη στη Πεντέλη

 

Τώρα απέναντι μας είχαμε τα βουνά που το πρωί ακροβατούσαμε στις κορυφές τους, αλλά και τα φώτα που σιγά-σιγά φώτιζαν τα πεδινά. Κανείς δεν είχε όρεξη για ύπνο σπίτι του, και το νταμάρι πάνω από την σπηλιά του Νταβέλη ήταν το φιλόξενο ξενοδοχείο μας με ταβάνι τα άστρα. Την επομένη διασχίσαμε την καμένη γη που απέμεινε στο βουνό της Πεντέλης και περάσαμε στα “δύσκολα” αλλά και τα όμορφα του Υμηττού. Μια ανάσα από τα κεφάλια των Αθηναίων και εμείς ισορροπούσαμε πάνω σε κοφτερές πέτρες και γλιστερούς κορμούς, οδηγώντας κάθετα και παράλληλα πάνω από την Αττική οδό. Όμως μία τέτοια βόλτα δεν θα μπορούσε να τελειώσει νωρίς και χωρίς μερικές ακόμα στάλες ιδρώτα. Το ρέμα του Αγ. Δημητρίου μας φώναζε και μας καλούσε στην αγκαλιά του. Δοκιμάσαμε λίγο, αποτύχαμε αλλά ήμασταν ήδη από enduro “γεμάτοι” και δεν το ολοκληρώσαμε.  

Ποτέ δεν είχα δει την Αθήνα από αυτή την πλευρά της και μετά από αυτή την βόλτα κατάλαβα επακριβώς γιατί την ονομάζουν λεκανοπέδιο. Είναι εκπληκτικό και ίσως και τρομακτικό τα βουνά της Αττικής το πόσο ασφυκτικά περικλείουν πέντε εκατομμύρια κόσμο…

του Χρήστου Πατεράκη

09:00π.μ. Στην πίσω πλευρά της Πεντέλης. Επόμενος στόχος στο βάθος είναι ο Υμηττός. Από κάτω μας, οι καμμένες εκτάσεις απ' την καλοκαιρινή πυρκαγιά σου μαυρίζουν την καρδιά

 

Παράλληλοι βίοι...

Το enduro δεν είναι σαν το ποδήλατο. Αποκλείεται να το αφήσεις για καιρό και να συνεχίσεις έστω και κοντά στο επίπεδο που ήσουν. Αυτό για όποιον πιστεύει, όπως εγώ, πως το μόνο που χρειάζεται είναι μερικά λεπτά προσαρμογής μετά από χρόνια απουσίας.

Είχα πέντε χρόνια να ασχοληθώ με το enduro και επιπλέον μέσα σε αυτό το διάστημα μεσολάβησε η παραμονή μου στην Αμερική που πέρασα στο άλλο άκρο, αυτό το οποίο πάντα κορόιδευα, τα custom, ξεχνώντας τελείως το χώμα. Πόσο δύσκολος μπορεί να είναι ο γύρος του Λεκανοπεδίου από χώμα; Μια πρώτης τάξης ευκαιρία για να θυμηθώ όσα έχω ξεχάσει είπα στον Ανδρέα όταν συζητούσαμε την ιδέα και αυτός έδειξε αμέσως τη δυσπιστία του. Είχε δίκιο τελικά αφού από την πρώτη στιγμή άρχισα να τσαλαβουτώ σε κάθε βρωμό-ρυάκι της Αθήνας καθυστερώντας τους υπόλοιπους. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν ότι μέχρι το αριστερό γόνατο να χειρουργηθεί δεν αντέχεται καν η ορθοστασία, πόσο μάλλον δύο μέρες enduro ακολουθώντας τον Ανδρέα που το "χαλαρά" σημαίνει για αυτόν τέρμα γκάζι πάνω από όλους τους πεσμένους κορμούς!

11:50π.μ. Ακριβώς πάνω από του Παπάγου, ένας ωραίος φυσικός βραχόκηπος. Τον κατεβήμακε, περάσαμε για άλλη μια φορά κάτω από την Αττική Οδό και βγήκαμε στα πιστάκια

 

Όμως σε κάθε δύσκολη ανηφόρα με προέτρεπαν να συνεχίσω βοηθώντας με παράλληλα όπου αυτό χρειαζόταν, όπως άλλωστε επιτάσσουν οι άγραφοι κανόνες του enduro. Γύρω από την Αθήνα υπάρχει ακόμα, παρά τις καταστροφικές πυρκαγιές, αρκετή φύση. Στα Αττικά όρη μπορείς να κάνεις από μια απλή χωμάτινη βόλτα μέχρι πραγματικά extreme enduro. Υπάρχουν μέρη και συνθήκες για τον καθένα, αρκεί να έχεις την επιμονή να συνεχίσεις.

Είναι καταπληκτικό να κοιμάσαι το βράδυ πάνω στο βουνό, είκοσι λεπτά από το κέντρο της Αθήνας, βλέποντας τα φώτα της πόλης. Σε κάνει να αναρωτιέσαι πώς γίνεται να ανέχεσαι μια θάλασσα τσιμέντου χωρίς πράσινα διαλείμματα. Όποιος λοιπόν θέλει να ασχοληθεί με το άθλημα αυτό δεν χρειάζεται να φύγει μακριά για να το ευχαριστηθεί. Μπορεί να ξεκινήσει αύριο κιόλας δίπλα σχεδόν από το σπίτι του. Τουλάχιστον εγώ αυτό θα κάνω. Μόλις μου το επιτρέψει ο ορθοπεδικός!       

του Θάνου Φελούκα

Για το τέλος είχαμε ένα ωραιότατο ρέμα, ακριβώς κάτω από τις πολυκατοικίες του Αγ. Δημητρίου

 

Τάσεις φυγής

Δεν ξέρω γιατί αλλά τον τελευταίο καιρό με έχει πιάσει μια έντονη επιθυμία να φεύγω. Να φορτώνω το εντουράκι μου στο τρέιλερ και μαζί με καλούς φίλους που μοιράζονται την ίδια τρέλα να γκαζώνουμε σε καινούργια μέρη, να ανοίγουμε καινούργια μονοπάτια, να ζούμε γενικώς καινούργια πράγματα. Έχω βαρεθεί τα ίδια και τα ίδια, τις “κλασικές” εντουράδες που ξεκινούν από το ίδιο σημείο, περνούν πάνω κάτω από τα ίδια μονοπάτια και καταλήγουν ξανά στα ίδια. Για αυτό και η πρόταση του Ανδρέα Γκλαβά για μια “διαφορετική” διήμερη χωμάτινη εκδρομή εντός Αθηνών με χαροποίησε ιδιαίτερα: εκκίνηση από Χωράφα, sakeland crossing, Ποικίλον Όρος, Φυλή, Πάρνηθα, διανυκτέρευση κάπου με σκηνές, Πεντέλη, Υμηττός, τερματισμός κάπου με θάλασσα.

Το πλάνο ήταν να μην έχουμε πλάνο! πάμε και βλέπουμε. Να βρούμε καινούργιους συνδετικούς χωματόδρομους, να μπούμε σε άγνωστα μονοπάτια που δεν έχουμε ξαναμπεί, να παίξουμε με ανηφόρες που δεν είχαμε ξαναδοκιμάσει. Είπαμε εναλλακτική εκδρομή! Όταν μάλιστα στην παρέα περιλαμβάνεται η ξεμυαλίστρα που ακούει στο όνομα Husaberg FE570, το “αμφιλεγόμενο” BMW G450Χ και τα δύο “καταξιωμένα” KTMάκια, τότε τα πράγματα καταλαβαίνετε ότι γίνονται άκρως ενδιαφέροντα. Το BMW αρχικά με προβλημάτισε, αλλά αναθεώρησα όταν με πέρασε, αέρα, ο Ανδρέας στρίβοντας όρθιος με το BMW σε όλα τα μπερμ της skariland. Τα KTMάκια πολύ καλά, αλλά αυτό που μου έκλεψε πραγματικά την καρδιά ήταν το Husaberg. Απίστευτο γκάζι, τέλειες αναρτήσεις, στρίβει με την σκέψη ενώ είναι σταθερό σαν τρένο. Απλά super!!!

 

του Ισίδωρου Τσική

Ετικέτες

Η 79η συνάντηση του “Goodwood Members”

Κυνήγι, σκοποβολή και αγώνες κλασικών μοτοσυκλετών
Από το

motomag

10/6/2022
Η 79η Συνάντηση των μελών του Goodwood που φέτος διοργανώθηκε 9-10 Απριλίου, περιλάμβανε δύο αγώνες κλασικών μοτοσυκλετών με ιστορικό πρόσημο αλλά και φιλανθρωπική χροιά, καθώς στην εκδήλωση μαζεύτηκε ένα σεβαστό ποσό για τους πρόσφυγες από την Ουκρανία.
 
Το βρετανικό Goodwood Revival, που διοργανώνεται από το 1988, θεωρείται η κορυφαία συνάντηση αγώνων τόσο για κλασικά αυτοκίνητα όσο και για κλασικές μοτοσυκλέτες.
Λαμβάνει χώρα κάθε χρόνο στη πίστα «Motor Circuit» μήκους 3.809 χλμ., που δημιουργήθηκε το 1948 από το Δούκα του Richmond. 
 
Βάση για την πίστα αυτή αποτέλεσε ένα εγκαταλελειμμένο αεροδρόμιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το οποίο είχε χτιστεί κοντά στο σπίτι του Δούκα. 
 
Στόχος της συνάντησης είναι να αναδείξει τις μοτοσυκλέτες που έτρεχαν στην πίστα μέχρι και το 1966, οπότε και σταμάτησε να λειτουργεί ως πίστα, συγκεντρώνοντας περί τους 150.000 θεατές. 
 
Από το 1993 γίνεται την ίδια εποχή που λαμβάνει χώρα και το Festival of Speed, που ιδρύθηκε από τον σημερινό Δούκα, όταν ανέλαβε τα καθήκοντα από τον πατέρα του. 
 
Θεωρείται πλέον μία από τις μεγαλύτερες διοργανώσεις που συγκεντρώνει πλήθος διασημοτήτων, ακόμη και εκτός της μηχανοκίνητης βιομηχανίας. Το τετραήμερο αυτό μηχανοκίνητο Garden Party έχει δομηθεί γύρω από την ανάβαση του δρόμου που οδηγεί στο ιστορικό σπίτι του Δούκα του Richmond. μήκους 1,16 μιλίων ή 1.87 χιλιομέτρων. Το πιο μεγάλο γεγονός της εκδήλωσης υπήρξε η επίσκεψη του Valentino Rossi το 2015, όπου και οδήγησε στους χώρους του Goodwood House την αγωνιστική του YZR – M1.
Με αφορμή τη συγκέντρωση υπερβολικά μεγάλου πλήθους, ο Δούκας του Richmond αποφάσισε το 2014 να δημιουργήσει ένα πολύ χαμηλότερου προφίλ αγωνιστικό διήμερο ιστορικών μοτοσυκλετών κατά τη διάρκεια της άνοιξης, με τη συγκέντρωση ‘μόλις’ 33.000 θεατών. 
 
Το διήμερο αυτό αποτελεί τη συνέχεια του θεσμού του ‘Goodwood Members Meetings’, ο οποίος έχει διαφορετικό προσανατολισμό από τους αγώνες υψηλών απαιτήσεων. 
 
Στα 19 χρόνια λειτουργίας της πρώτης πίστας έλαβαν χώρα 71 συναντήσεις τέτοιου είδους. Η διαφορά της συνάντησης αυτής από το Goodwood Revival βρίσκεται στο ότι το Goodwood Members συγκεντρώνει αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες που έλαβαν μέρος σε αγώνες ακόμα και μετά το 1966 και το κλείσιμο της ‘Motor Circuit’. 
 
Η εσκεμμένα χαμηλή προσέλευση κόσμου, αποσκοπεί στην δημιουργία μιας πιο χαλαρής ατμόσφαιρας. Άλλωστε, το ΜΜ δεν αποτελεί απλώς έναν αγώνα, αλλά και μία γιορτή του βρετανικού φλέγματος και κουλτούρας της δεκαετίας του 1960.
 
Η πανδημία του Covid επηρέασε και αυτό τον θεσμό, οδηγώντας στην ολοκληρωτική ακύρωση του το 2020, ενώ για το 2021 κατάφερε να καταστεί εφικτή η τέλεση του τον Οκτώβριο. 
 
Την περίοδο που ήταν στην ακμή του, το Goodwood Members Meeting, λάμβανε χώρα το καλοκαίρι με την τελευταία συνάντηση, την 71η, να διοργανώνεται το 1966, όταν και ο παππούς του σημερινού Δούκα αποφάσισε τη διακοπή λειτουργίας της πίστας. 
 
Η διακοπή συνέβη λόγω του ότι ο Δούκας εκείνης της εποχής αρνήθηκε να συμμορφώσει την πίστα με τις απαιτήσεις της FIA/RAC, σχετικά με την αλλαγή στις μπάρες ασφαλείας. Η πίεση αυτή είχε δημιουργηθεί κυρίως από τον αργότερα Παγκόσμιο Πρωταθλητή Jackie Stewart.
Αν και η τήρηση ενδυματολογικού κώδικα έχει καταργηθεί, στην ιστοσελίδα του Goodwood υπάρχει ανακοίνωση, για τους παρευρισκόμενους, που προτρέπει smart ντύσιμο: «Οι κύριοι καλό θα ήταν να φορέσουν σακάκι και γραβάτα, ή κάποιο polo-necked πουλόβερ. Οι κυρίες ενθαρρύνονται επίσης να ντυθούν με κομψά ρούχα. Δεν προτείνονται τζιν, t-shirt, αποκαλυπτικά μπλουζάκια, κοντές φούστες, σαγιονάρες, καπέλα του baseball, ρούχα με τις μάρκες τυπωμένες πάνω τους, και άλλα παρεμφερή.»
 
Η ανακοίνωση αυτή φάνηκε να είχε αποτέλεσμα, αφού περίπου το 80% των παρευρισκόμενων την ακολούθησαν, μπαίνοντας στο νοσταλγικό πνεύμα της διοργάνωσης. 
 
Το πρόγραμμα του Σαββατοκύριακου είχε 14 αγώνες μοτοσυκλετών, για πρώτη φορά μετά τον μοναδικό αγώνα 14 γύρων που έγινε τον Οκτώβριο. Σε εκείνον τον αγώνα ο σύγχρονος άσσος του Isle of Man TT, James Hillier, κατόρθωσε πάνω σε ένα Yamaha TZ350 να αρπάξει στην τελευταία στροφή τη νίκη από τον Richard Wilson και τον ισχυρό τετράχρονο τρικύλινδρο της P&M BSA-3. 
Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που συνέβη ένας αγώνας που περιλάμβανε τις δύο αυτές ξεχωριστές κατηγορίες. Μέχρι τότε υπήρχε ένας αγώνας κάθε δύο χρόνια: ένας για τα δίχρονα GP των 250/350 κυβικών που φτιάχτηκαν από το 1970-1982, τη μία χρονιά, και ένας για την κατηγορία των τετράχρονων Formula 750 που συμμετείχε σε αγώνες το 1972, την επόμενη χρονιά. 
 
Τα σχόλια των θεατών ήταν τόσο θετικά, ώστε ο Δούκας του Richmond -που είναι μοτοσυκλετιστής και ο ίδιος, και κάτοχος μίας Bimota και μίας Ducati- αποφάσισε φέτος να εντάξει στο πρόγραμμα δύο αγώνες εφτά γύρων, έναν για κάθε μία από τις δύο μέρες της συνάντησης. 
 
Τα βραβεία είναι δύο με το Hailwood Trophy να δίνεται στον νικητή των συνολικών χρονομετρημένων και το Sheene Trophy να δίνεται στο πρώτο τετράχρονο Formula 750 που θα τερματίσει. 
 
Δυστυχώς ο James Hillier δεν θα μπορούσε να διατηρήσει τον τίτλο του, καθώς με εφτά εβδομάδες να απομένουν για την έναρξη του  Isle of Man TT και με τη δυνατότητα να διεκδικήσει τη νίκη στην κατηγορία Senior TT με την ομάδα της Yamaha, δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει μια συμμετοχή στο Goodwood.
Υπεύθυνοι για όλη την διοργάνωση είναι, όπως και κάθε χρόνο, ο πρόεδρος του CRMC (Classic Racing Motorcycle Club) Gordon Russell, μαζί με τη σύζυγό του, Sally. Φέτος ο Gordon αγωνίστηκε με τη μοναδική τετρακύλινδρη Hadleigh Honda του 1972 με πλαίσιο Rob North, σε αντίθεση με τον γιο του Michael που έτρεξε πάνω σε μία Norton Atlas των 750 κυβικών με πλαίσιο Manx. 
 
Η αιτία που αγωνίστηκαν στον ίδιο αγώνα ήταν ο φόβος ότι λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας δεν θα μπορούσε να υπάρξει ικανοποιητικός αριθμός μοτοσυκλετών στο grid. Έτσι ο Δούκας, εξαιτίας και της αγάπης που δείχνει ο κόσμος για τους αγώνες μοτοσυκλέτας στο Goodwood Revival, αποφάσισε να ενώσει τις δύο αυτές κατηγορίες σε μία με σκοπό να γίνουν δύο αγώνες -ένας για κάθε μία μέρα- δημιουργώντας ένα ακόμη πιο νοσταλγικό συναίσθημα.
 
Το γεμάτο από 36 μοτοσυκλέτες grid είχε ισάριθμες μοτοσυκλέτες από τις δύο κατηγορίες. Ανάμεσά τους υπήρχαν και κάποια ιδιαίτερα ιστορικά μοντέλα, όπως το μοναδικό Exactweld Yamaha TZ250, το κατασκευασμένο στη Βρετανία μοντέλο, που κέρδισε τον τίτλο στο ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα 250 κυβικών του 1984, με αναβάτη τον Gary Noel. 
Με αυτή τη φανταστική μοτοσυκλέτα, ο Noel, εργαζόμενος της British Airways, κατόρθωσε να κερδίσει τις ορδές των εργοστασιακών ομάδων στο ρεπό του! Αυτό το διορατικό σχέδιο, με το κατακόκκινο χρώμα και το ατσάλινο σωληνωτό πλαίσιο του, ήταν δουλειά των μηχανουργών Guy Pearson και John Baldwin, στα πλαίσια του ελεύθερου χρόνου τους κατά την κατασκευή του σασί του αυτοκινήτου Surtees Formula 1. Μάλιστα ήταν η πρώτη αγωνιστική μοτοσυκλέτα 250GP που έπρεπε να της προσθέσουν… έρμα, για να φτάσει το όριο των 90 κιλών της κατηγορίας!
 
Όταν ο Michael Russell το έφερε σε μία δημοπρασία στο Silverstone, το περσινό καλοκαίρι, ανακάλυψε πως ο κινητήρας του είχε ανακατασκευαστεί με σκοπό την αγωνιστική χρήση. Αποφάσισε, λοιπόν, να το εμπιστευτεί στα χέρια του έξι φορές νικητή στο IoM TT, Michael Rutter, για να αγωνιστεί στο Goodwood. Όχι άδικα, μιας και εκείνος κατέκτησε μία 7η και μία 11η θέση στους δύο αγώνες αντίστοιχα, παίρνοντας συνολικά την 8η θέση.
Το μάθημα ιστορίας συνεχίστηκε με δύο Armstrong CM35, του 1981, με κινητήρα Rotax και χρήση περιστροφικών βαλβίδων. Κατασκευάστηκαν ως πολιτικές μοτοσυκλέτες με δυνατότητα αγωνιστικής χρήσης, υπό την αιγίδα τη σημερινής CCM, και οδηγήθηκαν από τον Robin Lamb και τον Vince Cundle. 
 
Στην ίδια κατηγορία υπήρχε μία Harley Davidson RR250, του 1974, με δικύλινδρο εν σειρά κινητήρα, την οποία οδήγησε και στους δύο αγώνες ο Tom Snow. Η RR250, με ιδιοκτήτη τον Dick Linton, αποτελεί ρέπλικα της τριών φορών Παγκόσμιας Πρωταθλήτριας στο 250GP στα χέρια του Walter Villa. Κατασκευάστηκε στο εργοστάσιο της Aermacchi, εταιρεία που γνώριζε καλά ο Dick Linton, κοντά στη λίμνη Varese. 
 
Αυτό συνέβη όταν ακόμη το εργοστάσιο τελούσε υπό αμερικανική ιδιοκτησία, πριν περάσει στα αδέρφια Castiglioni και τη δημιουργία της Cagiva και μετέπειτα της MV Augusta. 
Αν και μέχρι φέτος καμία Harley δεν είχε καταφέρει να ολοκληρώσει τον αγώνα Goodwood, οι αποτελεσματικές λύσεις που έφερε ο Tom Snow και η ομάδα του, οδήγησαν σε επίτευξη του στόχου και απροβλημάτιστη λειτουργία ολόκληρο το σαββατοκύριακο.
Ένα ακόμη πιο θορυβώδες μοντέλο κι από της Harley ήταν το ασυνήθιστο DKW W2000, με έναν ασυνήθιστο περιστροφικό κινητήρα και οδηγό τον Ed Wilson. Έκανε το αγωνιστικό του ντεμπούτο στο Goodwood, κατασκευασμένο από την Wiz Norton Racing στο Lancashire, χρησιμοποιώντας έναν κινητήρα Hercules Wankel του 1970 μέσα σε ένα ρετρό φέρινγκ, ρέπλικα της DKW. Αν και δεν κατάφερε να τερματίσει πρόσφερε αρκετό θέαμα στους παρευρισκόμενους του 79ΜΜ. 
Δυστυχώς δεν υπήρξαν ούτε Moto Guzzi, ούτε και BMW, παρά τις πιέσεις στην Mobile Tradition, ομάδα της BMW, να δηλώσει συμμετοχή. Η μόνη ιταλική συμμετοχή υπήρξε η Ducati 750SS του Alan Cathcart, η τελυταία από τις 401 ρέπλικες που κατασκευάστηκαν με αφορμή τη νίκη του Paul Smart στην Imola 200 του 1972. Χαρακτηριστικό είναι το καταπράσινο πλαίσιο της συγκεκριμένης έκδοσης. 
 
Παρ’ όλα αυτά δεν κατάφερε να τερματίσει, λόγω προβλημάτων μετάδοσης που προέκυψαν, αν και κατάφερε να κατακτήσει την έκτη θέση στα προκριματικά.
Στο γκριντ υπήρχαν και τρεις τετρακύλινδρες Hadleigh Honda, με ιδιοκτήτη τον Chris Wilson και οδηγό τον Gordon Russell, ο οποίος τις είχε ανακατασκευάσει με τη βοήθεια του πρώην τεχνικού των Grand Prix, Nigel Everett. 
 
Η μία και μοναδική Honda με πλαίσιο του Rob North, βρισκόταν εκεί μαζί με την αντίπαλό της από παλιά τη RPS Triumph 3. Η τετρακύλινδρη τροποποιημένη Honda με το πλαίσιο Rob North, που είχε σχεδιαστεί αρχικά για τρικύλινδρο κινητήρα, έδωσε τη δυνατότητα στον Julian Soper από το Essex -έφυγε από τη ζωή τον Δεκέμβριο-, να κυριαρχήσει στις πίστες Brands Hatch, Lydden και Snetterton. 
Ο πραγματικός αντίπαλος της Hadleigh Honda, αναμενόταν να βρεθεί στην άλλη άκρη του γκριντ. Ήταν ένα τρικύλινδρο Triumph 3 με πλαίσιο RPS και οδηγό τον Andy Hornby, που κέρδισε την pole position, στα προκριματικά.
 
Στον πρώτο αγώνα, το Σάββατο, ο Hornby έκανε επίδειξη ισχύος του κινητήρα της RPS Triumph παίρνοντας αμέσως προβάδισμα. Πίσω του ακολουθούσε μία ομάδα από Yamaha TZ350G με πρώτο τον Αυστραλό αγωνιζόμενο στα BSB, Levi Day, ενώ ακολουθούσαν οι Nick Williamson και Ian Bain, ο Dan Jackson -με πλαίσιο Harris- και τέλος ο Gary Vines πάνω στη Yamaha TZ250L του 1984. Από τη μεριά των τετράχρονων, εκτός του Hornby, είχαμε τους Richard Wilson με την P&M BSA-3 και Michael Russel πάνω στη Norton Atlas. Αν και η δικύλινδρη Norton είχε προβάδισμα 8 μ.α.ω/ 12χλμ/ω σε σχέση με τις Yamaha και BSA/Triumph, ο Michael πέρασε τα δύο τρίτα του αγώνα να παλεύει για την πρώτη θέση, πριν αρχίσει να χάνει θέσεις και τερματίσει τελικώς 8ος. 
Οι Williamson, Bain και Vines έμειναν επίσης πιο πίσω, στα μέσα του αγώνα, αφήνοντας ένα γκρουπ τεσσάρων αναβατών να παλεύουν για τη νίκη. Στον τελευταίο γύρο ο Levi Day τα έδωσε όλα περνώντας τη καρό σημαία με 0.477 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Jackson, με τον Wilson στην τρίτη θέση με διαφορά 0.264 δευτερολέπτων από τον Hornby, που είχε την τιμή να φέρει το πρώτο τετρακύλινδρο FZ750 στη γραμμή τερματισμού.
 
Ο Richard Wilson ανέφερε πως το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η τελευταία αργή στροφή, στην οποία το μικρό βάρος των δίχρονων μπορούσε να τους δώσει πλεονέκτημα έναντι των τετράχρονων. Αυτό ήταν και το μόνο σημείο που διέφεραν οι δύο διαφορετικού τύπου κινητήρες, σε σημαντικό βαθμό.
Αυτό το αποτέλεσμα έφερνε τέσσερις αγωνιζόμενους υποψήφιους για τη συνολική νίκη στον 2ο Αγώνα, σε παρόμοιες ιδανικές συνθήκες. Δυστυχώς ο Richard Wilson δεν κατάφερε να ολοκληρώσει ούτε τον πρώτο γύρο, αφήνοντας τους υπόλοιπους τρεις διεκδικητές να παλέψουν με νύχια και με δόντια. Αυτή τη φορά τους ακολουθούσε ο Gary Vines με το TZ250 του. Αν και είχε τη μικρότερου κυβισμού μοτοσυκλέτα ο Vines κατάφερε, μόλις στον 4ο γύρο, να πάρει το προβάδισμα. 
Ωστόσο το παραμύθι έμελλε να τελειώσει στον τελευταίο γύρο όπου ο Dan Jackson, που τον ακολουθούσε καθ’ όλη τη διάρκεια, άρπαξε την ευκαιρία που του δόθηκε, από ένα λάθος του Vines, στη στροφή Woodcote. Ο Levi Day τερμάτισε τρίτος, πάνω από ένα δευτερόλεπτο πίσω, αλλά μόλις 0.240 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Hornby. Οι συνδυασμένες χρονομετρήσεις έδωσαν τη νίκη στον Jackson για 0.638 δευτερόλεπτα μπροστά από τον Day, με τον Andy Hornby, τον πρώτο με τετράχρονη μοτοσυκλέτα -την RPS Triumph-3- πιο πίσω στην τρίτη θέση με διαφορά 0.991 δευτερολέπτων.
 
Ο Dan Jackson με ύψος 1.85 μ. είχε δύσκολο έργο σε αυτή την γρήγορη πίστα. Εκτός από τους υπόλοιπους αναβάτες είχε να παλέψει και με τη δική του σωματική διάπλαση, κάτι που κατά τη γνώμη του, έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο στην εξέλιξη του αγώνα. Το λάθος όμως του Garry, σε συνδυασμό με την βοήθεια από τον πατέρα του Dan στο στήσιμο της μοτοσυκλέτας, έκανε τη νίκη εφικτή. 
 
Εκτός από την δράση στην πίστα, υπήρχαν πολλές ακόμα δραστηριότητες για όλους τους παρευρισκόμενους. Αυτές περιλάμβαναν αρκετές παραδοσιακά αγγλικές δραστηριότητες όπως τοξοβολία, κυνήγι πάπιας, αγώνες νυφίτσας, διελκυστίνδα και πολλά ακόμα. 
 
Θα ήταν δίκαιο να πούμε ότι για άλλη μία χρονιά όλοι πέρασαν υπέροχα, με το Δούκα του Richmond στο τέλος να ευχαριστεί όλους όσους βοήθησαν να γίνει η συνάντηση χωρίς προβλήματα και ταυτόχρονα βοήθησαν οικονομικά τους πρόσφυγες της Ουκρανίας. Άλλη μία γιορτή σύμφωνη με τη φιλοσοφία του Goodwood.