Vincent Black Lightning S

Η μοτοσυκλέτα της "επιστροφής"
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

18/8/2017

Διχασμένη προσωπικότητα

Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μια εταιρεία που την έλεγαν Vincent και έφτιαχνε τα πιο γρήγορα και κακά μηχανάκια της εποχής, κάποτε όμως έκλεισε και με τον καιρό όλα τα Vincent εξαφανίστηκαν από τους δρόμους. Ώσπου, μια μέρα, εμφανίστηκε κάποιος που τον αποκαλούσαν Μεσσία, το όνομα του ήταν Li, Bernard Li, και επί δέκα ολόκληρα χρόνια κόπιασε με τους συνεργάτες του για να φτιάξουν τέσσερα ολοκαίνουργια, γυαλιστερά Vincent

Πριν από σχεδόν τρίαντα χρόνια η Triumph επέστρεψε στο Meriden, πολύ κοντά στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε, χάρη στα εκατομμύρια του John Bloor. Στη συνέχεια ακολούθησε η Norton, τώρα στα πρόθυρα πλήρους αναβίωσης στο Oregon του Portland στην Αμερική, 8.000 μίλια μακριά από το Birmingham όπου δημιουργήθηκε. Τουλάχιστον, κράτησαν την ίδια αρχιτεκτονική στους αερόψυκτους δικύλινδρους εν σειρά κινητήρες. Σειρά έχει η Vincent, η τελευταία από το τρίο των αναγεννημένων βρετανικών βιομηχανιών, εφόσον ο Li συνεχίσει την προσπάθειά του. Όπως η Norton, έτσι και η Vincent είναι έτοιμη να περάσει στη απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, στην πόλη της μοτοσυκλέτας, το Detroit.

4 x Vincent

Για την αναβίωση της Vincent, ο Li μιμήθηκε την ιταλική Mondial, εξελίσσοντας μια σειρά από τέσσερα διαφορετικά μοντέλα, όλα βασισμένα στον V2 κινητήρα της Honda από το SP1, στα οποία θα επικεντρωθούν αρχικά οι πωλήσεις. Κατάφερε να πείσει την ιαπωνική εταιρεία με την περιβόητη λιγομίλητη διοίκηση να του πουλήσει τους κινητήρες της, το οποίο από μόνο του αποτελεί μεγάλη επιτυχία για τον ίδιο. Το γεγονός όμως ότι είχε τέσσερις διαφορετικά ολοκληρωμένες μοτοσυκλέτες να εξελίσσονται, κατασκευασμένες στο Detroit από τους ειδικούς του R&D τμήματος της Rough Engineering, υπογραμμίζει την οικονομική δέσμευση του Li για το project – όπως και τα μεγάλα κεφάλαια που θα πρέπει να διαθέτει συνεχώς.

Αυτά τα τέσσερα διαφορετικά πρωτότυπα της Vincent είναι συνήθως αραγμένα στο γκαράζ του Barney Li, και το Black Lightning S, ντυμένο με ανθρακόνημα, αποτελεί τη ναυαρχίδα τους. Στην άλλη άκρη βρίσκονται το γυμνό Black Shadow, με ακτινωτές ζάντες, και το Black Lightning, ST με εξοπλισμό ταξιδιού και μπαγκαζιέρα. Θα έπρεπε να ονομαστεί Black Prince, αλλά δεν έχω άδεια για τη χρήση αυτού του ονόματος προς το παρόν, ανέφερε συλλογισμένα ο Barney. To τελευταίο από τα τέσσερα μοντέλα είναι το πιο αμφισβητούμενο, αλλά πιθανότατα θα αποτελέσει και το πιο προσοδοφόρο για τους Αμερικάνους αντιπροσώπους της Vincent: το cruiser Black Eagle ουσιαστικά αποτελεί την αμερικάνικη προσέγγιση στο πώς θα ήταν μια Harley-Davidson εάν είχε ζητηθεί από τον Philip Vincent να κατασκευάσει μία…

Και οι τέσσερις μοτοσυκλέτες μοιράζονται το ίδιο, πανέμορφα συγκολλημένο, αλουμινένιο πλαίσιο, με σωληνωτές βάσεις κινητήρα, σχεδιασμένο στο New Mexico από τον Αμερικανό James Parker, ο οποίος σχεδίασε όλα τα μοντέλα αφότου ανέλαβε ο Li. Ο Barney δεν μας επέτρεψε να φωτογραφίσουμε τα υπόλοιπα Vincent όταν τον επισκεφτήκαμε στο San Diego, και δικαιολογημένα, αφού ήθελε να καθυστερήσει την εμφάνισή τους ώσπου να μπουν στην παραγωγή. Και στα τέσσερα έχει δοθεί έμφαση στη λεπτομέρεια, με αποτέλεσμα κανένα να μη μοιάζει με τα υπόλοιπα. Οπωσδήποτε φέρουν όλα εμφανή τη σφραγίδα των Vincent, αφού και ο οκταβάλβιδος V2 90ο κινητήρας της Honda με τα δύο πλαϊνά ψυγεία δεν έχει μεγάλη διαφορά εμφανισιακά από του μεγαλοφυούς αερόψυκτου V2 500 που είχε σχεδιάσει ο ίδιος ο Vincent πριν από μισό αιώνα.

Ουτοπική απόδοση

Αντιλαμβάνομαι καλύτερα πια, ως πρώην ιδιοκτήτης ενός Vincent, ότι όλα άρχισαν να βελτιώνονται την ημέρα που το πούλησα, τη μοναδική φορά που κατάφερα να το βάλω μπρος με την πρώτη μανιβελιά, όταν ο τύπος που θα το αγόραζε ήρθε να το ελέγξει. Αλληλούια!!! Το V2 Rapid, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, ήταν πραγματικά γρήγορο, αλλά ήταν επίσης και ιδιότροπο, λόγω της περίεργης λειτουργίας των Girdraulic Vincent πιρουνιών και του αμορτισέρ, ο σχεδιασμός των οποίων ωστόσο δεν ήταν στην πραγματικότητα διαφορετικός από των σημερινών Fior, SaxTrak, Hossak και BMW Telelever, που απλώς αποτελούν μια σύγχρονη, σωστά κατασκευασμένη εκδοχή εκείνων. Το δικό μου Vincent όμως συνέχιζε να προβάλλει προκλητικά την πίστη του στην παράδοση επιδεικνύοντας μια απόδοση ανάλογη με της οικογένειας των V2 που έβγαζε το εργοστάσιο του Stevenage τω καιρώ εκείνω.

Καβαλώντας το Black Lighting S που παρουσιάστηκε από τον Barney Li και πιέζοντας το μπουτόν της μίζας, γίνεται σαφές πόσο διαφορετική είναι η σύγχρονη Vinnie. Σε αντίθεση με την αυθεντική σκυφτή θέση οδήγησης, το σύγχρονο μοντέλο έχει ωραία αίσθηση, όρθια θέση οδήγησης και μαρσπιέ τοποθετημένα χαμηλά και μπροστά – και αυτό στη σπορ έκδοση, όπου επιλέχθηκε μονόσελο από superbike (μολονότι το κάλυμμα της ουράς μπορεί να αφαιρεθεί). Ο Li εξηγεί ότι η συγκεκριμένη επιλογή, όπως και αυτή της γεωμετρίας του πλαισίου, είχε σκοπό να ελκύσει ανθρώπους της ηλικίας του. Ήθελα κάτι άνετο, να έχεις την αίσθηση ότι κάθεσαι σε κάτι συμπαγές, να είναι σαφές στους χειρισμούς του και να μην είναι υπερβολικά γρήγορο, ανέφερε. Με συμπεριφορά sportbike αλλά αίσθηση cruiser, η μοτοσυκλέτα αυτή έχει πραγματικά διχασμένη προσωπικότητα.

Μακρύ Όχημα

Αυτό είναι αποτέλεσμα του μεγάλου μεταξονίου, 1.588mm, ανάλογο με του Ducati 750SS Imola, που ήταν εκπληκτικά σταθερό. Το Black Lighting S είναι εξίσου σταθερό, μεταφέροντάς σου αίσθηση ασφάλειας στις μεγάλες ταχύτητες, ενώ και στην πόλη, όπου οι ανωμαλίες είναι πολλές, μένει ανεπηρέαστο χάρη στο χαμηλό κέντρο βάρους και τη σωστή λειτουργία της ανάρτησής του. Αν παρασυρθείς λίγο παραπάνω και αρχίσεις να κινείσαι γρήγορα, θα πρέπει να είσαι προσεκτικός στις μεγάλες κλίσεις, όπου η απόσταση από το έδαφος γίνεται οριακή, με αποτέλεσμα να ξύνουν εύκολα στην άσφαλτο τόσο τα μαρσπιέ όσο και οι εξατμίσεις στη δεξιά του πλευρά. Το Black Lightning S είναι, πραγματικά, περισσότερο sport cruiser παρά sportbike.

Η σταθερότητα επιτυγχάνεται με τις απείρως καλύτερες σε σχέση με των γνήσιων Vincent αναρτήσεις του, με τα 43mm καλάμια της Showa και το Fox Twin αμορτισέρ να ελέγχει την λειτουργία του ψαλιδιού. Εδώ αναρωτήθηκα, γιατί άραγε ο Parker δεν χρησιμοποίησε μπροστινό σύστημα ανάρτησης τύπου Telelever, συμπληρώνοντας με αυτόν τον τρόπο την αναφορά στο παρελθόν;

Με γωνία κάστερ 25ο και ίχνος 97mm, η γεωμετρία της μοτοσυκλέτας είναι λίγο συντηρητική, παρόλο που οι αναρτήσεις επιδεικνύουν σαφή λειτουργία, με την πίσω ειδικά να προσφέρει εξαιρετική πρόσφυση στις στροφές πίσω από τους λόφους του San Diego, λόγω του 190/50-17 πίσω ελαστικού D207 της Dunlop, τοποθετημένου σε αλουμινένια ζάντα 5,5 ιντσών. Επιπλέον, το μακρύ μεταξόνιο προσφέρει έντονη αίσθηση ασφάλειας στις μεγάλες ταχύτητες, με αντίτιμο την πιο αργή γεωμετρία – παρά τον πολύ καλό μοχλό του μεγάλου τιμονιού. Δεν έχει σπορ αίσθηση, παρότι είναι μακρύ, χαμηλό και με αρκετά μικρό βάρος, 185 κιλά στεγνό σύμφωνα με τον Barney Li. Το Vincent είναι πραγματικά γρήγορο, 270+ χ.α.ώ. τελική λέει ο Bernard ότι πιάνει, και, παρότι αρκετά ευέλικτο στις χαμηλές ταχύτητες, αποδεικνύεται πολύ σταθερό στις υψηλές. Επίσης, φρενάρει πολύ καλά χάρη στο αποτελεσματικό και προοδευτικό σύστημα πέδησης της Brembo, με δαγκάνες τεσσάρων εμβόλων και δισκόπλακες 320mm.

Έχει ωραία αίσθηση, όρθια θέση οδήγησης και μαρσπιέ τοποθετημένα χαμηλά και μπροστά

Αποφασισμένος να πετάξεις

Το αλουμινένιο πλαίσιο είναι βαμμένο σε Vincent Black, με την εισαγωγή και το φίλτρο μπροστά από τον λαιμό του τιμονιού. Το πλαστικό ρεζερβουάρ των 19 λίτρων είναι τοποθετημένο κάτω και ελαφρώς πίσω από τη σέλα, δικαιολογώντας εν μέρει το μακρύ μεταξόνιο – αυτό που δείχνει σαν ρεζερβουάρ, στην πραγματικότητα είναι κάλυμμα για το φιλτροκούτι από άριστα κατεργασμένο ανθρακόνημα. Εξίσου παραπλανητικό είναι το μεγάλο στρογγυλό φανάρι που περιλαμβάνει έναν συνδυασμό τεσσάρων λαμπτήρων αλογόνου με εξαιρετικό φωτισμό.

Λιγότερο πιστά στην παράδοση είναι τα δύο τελικά των εξατμίσεων σε σχήμα χωνιού στη δεξιά πλευρά – τα Vincent είχαν πάντοτε ίσια τελικά στο αγωνιστικά ή 2-σε-1 στα δρόμου. Δείχνουν όμορφα και ακούγονται πολύ έντονα, ειδικά στις υψηλές στροφές, παρότι η PGM–F1 ECU δεν έχει ακόμα επαναπρογραμματιστεί για τις πιο ελεύθερες εξατμίσεις. Το μικρό βάρος του Vincent εξασφαλίζει συνεχόμενα πολύ καλή επιτάχυνση μέχρι τα 210+χλμ/ώρα, σε βαθμό να νιώθεις ευτυχής που το μεταξόνιο του είναι τόσο μακρύ και η κατανομή βάρους είναι 51-49%, συμβάλλοντας έτσι στη διατήρηση του εμπρός τροχού στο έδαφος. Το Black Lightning είναι εύκολο στην οδήγηση χάρη στο χαμηλό κέντρο βάρους, την προοδευτική λειτουργία του συμπλέκτη και τη μακριά πρώτη του, αλλά συνολικά έχει κοντύτερη κλιμάκωση σε σχέση με το SP-1. Ο κόφτης επεμβαίνει στις 8.000 σ.α.λ., παρά το γεγονός ότι και χωρίς αυτόν ο κινητήρας μπορεί να συνεχίσει μέχρι τη μεγάλη κόκκινη γραμμή των 10.000.

Ειλικρινά, είναι ανεξήγητο το ότι η Honda δεν κατασκεύασε ένα μηχανάκι όπως αυτό, έτσι ώστε να ανταγωνιστεί τη Ducati τόσο στις πωλήσεις όσο και στους αγώνες, όπως έκανε με τα superbikes της. Όμως ο Barney Li το έφτιαξε για τον εαυτό του. Η μικρή του ζελατίνα καλύπτει καλύτερα απ’ όσο περίμενα, διώχνοντας τον αέρα πάνω από το κράνος, σίγουρα όμως δεν μπορείς να το “τελικιάσεις” σε όρθια θέση, εκτός αν είσαι αποφασισμένος να πετάξεις: σε αυτή την περίπτωση, απλώς κρατήσου σφιχτά και σκέψου την Αγγλία…

 

Ε, αφού έχει μίζα…

Παρά το γεγονός ότι δεν έχει τίποτα από Βρετανία, οφείλω να παραδεχτώ την αναβίωση των Vincent. Στην πραγματικότητα τα νέα δεν έχουν και μεγάλη σχέση με αυτά του εργοστασίου του Stevenage, πέρα από το όνομα στο κάλυμμα από το φιλτροκούτι και τον πραγματικά πετυχημένο σχεδιασμό. Έχω ένα προαίσθημα ότι θα εκτιμήσω περισσότερο την πιο συγκεκριμένη οδηγική συμπεριφορά του sport-tourer Lightning ST από τη διχασμένη προσωπικότητα του αδερφού “S”, γιατί η σχεδίαση του πλαισίου θα του ταιριάζει καλύτερα, όμως και αυτό θα εξακολουθεί να φέρει τον δημοφιλή κινητήρα της Honda, ή ακόμα και το cruiser Black Eagle, όπου το μακρύ μεταξόνιο θα είναι προτέρημα…

Αγνοώντας τις απόψεις που εκφράστηκαν από μια μερίδα του ειδικού Τύπου, ο Bernard Li δημιούργησε εντυπώσεις, όχι όμως ως καιροσκόπος επιχειρηματίας που ψάχνει να βρει την ευκαιρία, αλλά ως πραγματικός θαυμαστής της μοτοσυκλετιστικής ιστορίας, πού είναι έτοιμος να διαθέσει ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας που δημιούργησε δουλεύοντας μια ζωή ώστε να αναβιώσει ένα εκ των ενδοξότερων ονομάτων της βρετανικής κληρονομιάς, αχρησιμοποίητο τα τελευταία 49 χρόνια. Αντιμετωπίστε το πιο σωστά: σκεφτείτε ότι τα Husqvarna τα τελευταία 15 χρόνια φτιάχνονται στην Ιταλία, ή ότι τα Royal Enfield φτιάχνονται στη Ινδία, τα δε Husaberg στην Αυστρία – επομένως δεν έγινε και τίποτα αν τα Vincent κατασκευάζονται στο Detroit… Ο κόσμος είναι πολύ μικρότερος στις μέρες μας απ’ ό,τι ήταν πριν πενήντα χρόνια, όταν σταμάτησε η παραγωγή των Vincent. Αν ο Bernard Li είναι διατεθειμένος να διαθέσει τα χρήματα του, τότε του εύχομαι καλή τύχη. Ειδικά εφόσον αυτά διαθέτουν μίζα…

 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ BERNARD LI

 

Επιδιώκοντας την τελειότητα

Η περίπτωση του Bernard Li αποτελεί ζωντανό παράδειγμα του αμερικάνικου ονείρου, μιας και από φτωχός φοιτητής έφτασε να γίνει ιδρυτής της εταιρείας Eagle One, την οποία στη συνέχεια πούλησε για πολλά εκατομμύρια δολάρια στη Valvoline

Γεννήθηκε στο Chenzing της Κίνας, στα τέλη της κομουνιστικής επανάστασης του Μάο, και πήγε στην Αμερική με τους γονείς του όταν ήταν μόλις έξι μηνών. Το ενδιαφέρον του για τις μοτοσυκλέτες ξεκίνησε αφού η οικογένεια του μετακόμισε στα προάστια του Maryland, όταν ένας φίλος του από το σχολείο τού έμαθε να οδηγάει ένα BSA Spitfire. Μαγεμένος από την εμπειρία, έκανε οικονομία για να αγοράσει ένα κακομεταχειρισμένο αλλά γρήγορο Honda Scrambler 305cc, για το οποίο ξόδεψε αμέτρητο χρόνο επισκευάζοντας και γυαλίζοντάς το, ώσπου έγινε αγνώριστο σε σχέση με το πώς ήταν.

Καθόμουν για ώρες κάτω από ένα δέντρο γυαλίζοντας τον κινητήρα, με ειδική αλοιφή για τις βαλβίδες και πολύ σκληρή δουλειά, μέχρι να γίνει όμορφο, αναφέρει ο Li. Αυτή ήταν η αρχή της επαγγελματικής μου σταδιοδρομίας που τελικά κατέληξε στην Eagle One. Ήθελα να δείχνουν όλα όμορφα, και το να παρέχω τα σωστά προϊόντα γι’ αυτό αποδείχτηκε μια ιδιαίτερα ικανοποιητική επιχείρηση. Ύστερα από 27 μηχανάκια –συμπεριλαμβανομένου και ενός Norton Commando, το οποίο ήταν και ο λόγος που ο Barney ξεκίνησε να θαυμάζει την ένδοξη ιστορία των βρετανικών μοτοσυκλετών–, ο Li εύχεται να έχει καταφέρει ακριβώς αυτό με τα πρωτότυπα αναγεννημένα Vincent.

Στο μεταξύ, αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο που σπούδαζε ιστορία και μετακόμισε στην Καλιφόρνια το 1969, με μόνα περιουσιακά στοιχεία ένα CB450 Honda και 700 δολάρια.
Ξεκινήσαμε την Eagle One το 1978, με τρεις… κτηνίατρους ως χρηματοδότες, στους οποίους εργαζόταν η γυναίκα μου, και καταφέραμε να βγάλουμε λεφτά από την πρώτη ημέρα. Δεν φοβηθήκαμε να επενδύσουμε πολύ χρόνο σε πειράματα ώστε να βεβαιωθούμε ότι όλα τα προϊόντα ήταν καλά, και αποζημιωθήκαμε γι’ αυτό, διότι εξελίχθηκαν σε σημείο να θεωρηθούν ως η καλύτερη σειρά προϊόντων περιποίησης αυτοκινήτου στον κόσμο. Επίσης, στη συνέχεια εξέλιξα μια σειρά προϊόντων περιποίησης μοτοσυκλετών, ώστε να εμπλακώ ξανά με τη μοτοβιομηχανία. Είκοσι χρόνια μετά, την πούλησα στη Valvoline – και αυτό μου επέτρεψε να ασχοληθώ πάλι με την πρώτη μου αγάπη, τη μοτοσυκλέτα.

Ο Li εξακολούθησε να οδηγεί μηχανάκια τα χρόνια που ήταν στην Eagle One, καλύπτοντας συνολικά 10-15.000 μίλια στα ταξίδια του στην Αμερική και αργότερα στην Ευρώπη με μια σειρά από τουριστικά μοντέλα, συνήθως BMW K1200RS, Harley-Davidson Road King και Yamaha FJR1300, τα οποία βρίσκονται σήμερα στο γκαράζ του μαζί με τα τέσσερα πρωτότυπα Vincent. Στις αρχές τις δεκαετίας του ’90 σκεφτόμασταν τί μοτοσυκλέτα να αγοράσουμε, και ψάχναμε, ώσπου καταλήξαμε στην αγορά του πρώτου μας Harley-Davidson, ανέφερε ο Li. Θυμάμαι που ένας φίλος μου έλεγε, ‘Ξέρεις, δεν είναι ότι θέλουμε να αγοράσουμε μια Harley για την ιστορία που κουβαλάει – είναι το κοντινότερο σε αυτό που θέλουμε. Και αυτό που πραγματικά θέλουμε είναι ένα Vincent Black Shadow με καλά φρένα!’. Και είχε απόλυτο δίκαιο – αυτό που θέλαμε εμείς, αλλά και άλλοι αναβάτες σαν και εμάς, ήταν κάτι με μεγάλη κληρονομιά και παραδοσιακό σπορ χαρακτήρα, αλλά με σύγχρονη απόδοση. Τελικά αποχώρησα από την Eagle One, έχοντας τις βάσεις για να διευθύνω σωστά την κατασκευή μιας τέτοιας μοτοσυκλέτας – η οποία και πραγματοποιήθηκε!

Vincent, όπως Aston Martin

Εντάξει, αλλά γιατί συγκεκριμένα τη Vincent; Ήταν απλά η καλύτερη από τις παλιές μοτοσυκλέτες. Η γενιά μου ήταν αυτή που πρώτη αγόρασε ιαπωνικές μοτοσυκλέτες – είχα όμως και φίλους που οδηγούσαν Triumph και Harley Sportster. Υπήρχε έντονη αντιπαράθεση για το ποιος έχει το πιο γρήγορο, θυμάμαι όλες αυτές τις συζητήσεις που πάντοτε τελείωναν με το να λέει κάποιος ‘Οι μοτοσυκλέτες μας είναι όλες για πέταμα, το πιο γρήγορο δίτροχο είναι το Vincent Black Shadow’. Και είχαν δίκαιο, αλλά για να είμαι ειλικρινής πέρασαν πραγματικά πολλά χρόνια μέχρι να δω κάποιο – καλύπτονταν από ένα πέπλο μυστηρίου, ότι ήταν οι πιο κακές, ωμές, γρήγορες, ακριβές, αλλά και οι πιο σπάνιες μοτοσυκλέτες που είχαν ποτέ φτιαχτεί, και αυτό είναι που αποφάσισα να διορθώσω. Το βλέπω ως εξής: οι Harley είναι όπως οι Chevrolet με δύο ρόδες, η Indian είναι η Ford της μοτοσυκλέτας – το άλλο αμερικάνικο έμβλημα. Η Ducati είναι σαν την Alfa Romeo, η MV Agusta όπως η Ferrari, και οι BMW όπως… η BMW! Η Vincent είναι μια Aston Martin με δύο τροχούς, τόσο αγγλική, τόσο μοναδική, με απόδοση χωρίς συμβιβασμούς, ένα βήμα πάνω από την Triumph, που είναι αντίστοιχη της Jaguar. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν να αποκτήσω τα δικαιώματα τις Vincent, τα οποία για την Αγγλία ανήκαν στην οικογένεια Holder από το 1974.

Το ότι τα δικαιώματα της επωνυμίας στην Αμερική δεν ανήκαν σε κανέναν, δεν ήταν πρόβλημα; Ναι, δεν είχε συμβεί ποτέ ξανά, τουλάχιστον στην Αμερική, γι’ αυτό και ακολούθησα κατά γράμμα ό,τι αναφέρει ο νόμος σχετικά με τους τίτλους των εταιρειών. Ξεκινήσαμε το 1994, πουλώντας ρούχα με το λογότυπο της Vincent, για πρώτη φορά μέχρι τότε, και μέχρι το ’95 είχαμε αποκτήσει τα δικαιώματα της επωνυμίας της Vincent στην Αμερική, Γερμανία και Ιαπωνία. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ήξερα για τον David Holder, ώσπου πολύ αργότερα μου έγραψε κάποιος από την Αγγλία, ήταν ο μόνος που έφτιαχνε ανταλλακτικά για τους κινητήρες της Vincent, τα οποία μάλιστα δεν είχαν πάνω το λογότυπό της, με αποτέλεσμα να μην τον βρούμε όταν κάναμε τις έρευνές μας. Του μίλησα και συμφωνήσαμε για τα σχέδιά μου για αναβίωση της Vincent, προσπαθήσαμε δε να κάνουμε οι ίδιοι κάποιο είδος συμφωνίας παρά να απευθυνθούμε σε δικηγόρους που κανείς τους δεν είναι καλός. Υπήρξαν αρκετοί δημοσιογράφοι που θέλησαν να υποκινήσουν κάποιο είδος διαμάχης γύρω από αυτό, αλλά απ’ όσο πληροφορήθηκα ο David Holder είναι πραγματικός κύριος και αγαπάει πραγματικά τη Vincent. Τώρα που γνωριστήκαμε, θα βρούμε έναν τρόπο να κάνουμε κάτι που στο χρόνο θα ωφελήσει και τους δυο μας. Έχω την ενεργή υποστήριξη της οικογένειας Vincent γι’ αυτό που κάνω: Ο Robin Vincent-Day, γαμπρός του Phil Vincent, ο οποίος συντηρεί με τη γυναίκα του Dee πολλά αγωνιστικά Vincent από τα δικά τους 1950 Rapid, έχει ήδη δηλώσει την υποστήριξή τους τόσο δημόσια όσο και σε μένα προσωπικά, και αυτό είναι πολύ σημαντικό.

Το υπερωκεάνιο που ρυμούλκησε ένα καραβάκι

Έχοντας αποκτήσει τα δικαιώματα του ονόματος της Vincent, το επόμενο βήμα ήταν η επιλογή του κινητήρα. Προφανώς έπρεπε να είναι ένα σύγχρονο V2, αλλά το κόστος για να εξελίξουμε δικό μας κινητήρα από το μηδέν ήταν αστρονομικό. Υπάρχουν άπειροι δρόμοι για να αποτύχεις και ελάχιστοι για να επιτύχεις. Κανείς δεν είναι τόσο ικανός στην κατασκευή κινητήρων όσο οι Ιάπωνες, αλλά δεν είναι εύκολο να πείσεις κάποιον από αυτούς να σε βοηθήσει, συν ότι φοβόμουν πως η επιλογή ενός ιαπωνικού κινητήρα για την αναβίωση της Vincent θα συνεπαγόταν έναν μεγάλο αριθμό αρνητικών συσχετισμών. Στο τέλος καταλήξαμε σε μια εξισορροπητική λύση, επιλέγοντας τον καταλληλότερο κινητήρα, που να είναι σήμα κατατεθέν στην αγορά. Ο κόσμος δεν πρόκειται ποτέ να μάθει πραγματικά πόση βοήθεια είχε η εταιρεία του John Bloor από την Kawasaki για να ξεκινήσει – αλλά σκέψου πόσο καθοριστικό ήταν αυτό για την αξιοπιστία των προϊόντων της….

Στο μεταξύ ο Li είχε ξεκινήσει συζητήσεις με τον Terry Prince, “γκουρού” στην ανακατασκευή των Vincent, και τον συνεργάτη του στην Αυστραλία. Αυτοί εξέλισσαν μια σύγχρονη έκδοση του παραδοσιακού αερόψυκτου V2 50ο στα 1.200cc, το οποίο αποκαλούσαν RTV, αλλά οι συζητήσεις ναυάγησαν όταν χρεοκόπησε η εταιρεία τους. “Ένα από τα μεγαλύτερα αρνητικά του RTV είναι ότι δεν θα μας επέτρεπε να δημιουργήσουμε σύγχρονες μοτοσυκλέτες, θα ήταν κάτι σαν δικύλινδρη εκδοχή του Enfield India. Προσπάθησα να έρθω σε επαφή με όλους τους κατασκευαστές, συμπεριλαμβανομένων της BMW και των ιταλικών εταιρειών, αλλά μόνο δύο από αυτούς απάντησαν, η Honda και η Kawasaki.

Ίσως να ξαφνιάστηκαν, αφού γενικά αποφεύγουν να προμηθεύουν με κινητήρες άλλες εταιρείες, όμως η Honda αποδείχτηκε η πιο θετική. Η διοίκηση της Honda στην Αμερική αντιλήφθηκε ακριβώς τί ήθελε να κάνει ο Li, κι αυτό αποδείχτηκε καταλυτικό για να πάρει έγκριση από την κεντρική διοίκηση της Honda στις αρχές του 2001, για την προμήθεια των δικύλινδρων κινητήρων από το SP1.

Από την πλευρά μου δεν μπορώ να κάνω κάτι που θα ωφελούσε τη Honda, πέρα από το να αγοράσω 5.000 κινητήρες, το οποίο γι’ αυτούς είναι μια σταγόνα στον ωκεανό. Είμαι απλώς ένα καραβάκι που έτυχε να βρίσκεται στην ίδια πορεία με ένα υπερωκεάνιο, και συμφώνησαν να μου πετάξουν ένα σχοινί για να με ρυμουλκήσουν. Αυτό που κίνησε το ενδιέφερε της Honda ήταν ότι μπορούσαμε δημιουργήσουμε κάτι αξιόλογο με τον κινητήρα της – ήθελαν ένα Vincent με Honda κινητήρα και όχι ένα Honda με το λογότυπο της Vincent.

Η Vincent είναι μια Aston Martin με δύο τροχούς, τόσο αγγλική, τόσο μοναδική, με απόδοση χωρίς συμβιβασμούς, ένα βήμα πάνω από την Triumph, που είναι αντίστοιχη της Jaguar

Το κλειδί της επιτυχίας ήταν η συμφωνία με τον Αμερικάνο σχεδιαστή James Parker, ο οποίος έγινε γνωστός από τον σχεδιασμό της εναλλακτικής μπροστινής ανάρτησης που χρησιμοποιήθηκε από τη Yamaha στο GTS 1000.

 

Vincent: Τα γνήσια superbikes

Η Vincent ιδρύθηκε το 1928 από τον Philip Vincent, απόφοιτο του πανεπιστημίου Cambridge, όταν αγόρασε την εταιρεία HRD με την οικονομική βοήθεια του αγρότη πατέρα του και έθεσε τις βάσεις για τον χαρακτηρισμό της ως της πρώτης εταιρείας που κατασκεύασε superbike. Οι σειρές των δικύλινδρων 1.000cc superbikes συνέχισαν να κατασκευάζονται –κάτω από ιδιόμορφες συνθήκες– επί δύο δεκαετίες μετά το 1936 (με μια διακοπή πέντε ετών κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου η Vincent αφιερώθηκε στην κατασκευή μη μοτοσυκλετιστικών, πολεμικών, προϊόντων), θέτοντας νέα δεδομένα στην απόδοση και τεχνολογική τελειότητα των μοτοσυκλετών, τέτοια που καμία άλλη εταιρεία στον κόσμο δεν μπορούσε να πετύχει.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ατελείωτες νίκες σε αγώνες και ρεκόρ ταχύτητας τη δεκαετία μετά τον πόλεμο (1946-1956), αφότου ξανάρχισε η παραγωγή. Σε αυτές τις επιτυχίες περιλαμβάνεται και το παγκόσμιο ρεκόρ ταχύτητας μοτοσυκλέτας –με πάνω από 255 χ.α.ώ. τελική– που σημείωσε στο Bonneville ο Rollie Free το 1948 φορώντας μόνο το μαγιό του και έχοντας “ξαπλώσει” πάνω στο Vincent με τα πόδια να προεξέχουν από την ουρά του, προκειμένου να βελτιώσει την απόδοση! Σχεδιάστηκε το 1936 από τον ιδιοφυή Αυστραλό μηχανικό Phil Irving, και μόνο 78 από τα πρώτης έκδοσης δικύλινδρα V 50ο Vincent κατασκευάστηκαν πριν το ξέσπασμα του πολέμου, ανασχεδιάστηκαν όμως κατά τη διάρκειά του από τον ίδιο, ενώ η δεύτερη γενιά κυκλοφόρησε στη στάνταρ έκδοση Rapid το 1946, με το τίτλο της πιο γρήγορης και ασφαλούς μοτοσυκλέτας του κόσμου.

Με τη “γρήγορη” έκδοση του Black Shadow, και ιδιαίτερα το αγωνιστικό Black Lightning, τα Vincent απόκτησαν παγκοσμίου εμβέλειας φήμη, ως ορόσημο της μοτοσυκλετιστικής τελειότητας. Στη συνέχεια εξελίχθηκε η τρίτη έκδοση (που βγήκε στη αγορά το 1949) και τέλος η τέταρτη (το 1954), με συνολική παραγωγή 11.134 μοτοσυκλετών, που πουλήθηκαν σε όλο τον κόσμο από το 1946 και μετά –κάποια από αυτά ήταν full-fairing, όπως τα sport-touring Black Prince και Black Knight–, λίγο πριν σταματήσει η παραγωγή τους το 1955. Παρά την εισαγωγή μιας σειράς πρωτοποριακών τεχνολογικών λύσεων, που εξακολουθούν να εφαρμόζονται στις σύγχρονες μοτοσυκλέτες (όπως τα Cantilever αμορτισέρ, τα Girder καλάμια, ο high-cam κινητήρας, σχεδιασμένος για τη βελτίωση της παλινδρομικής κίνησης, αλλά και το μονοκόμματο πλαίσιο με χρήση του μοτέρ ως ενεργού τμήματός του, με αναρτώμενο κεντρικό δοχείο λαδιού), η εμμονή του Vincent στην ασυμβίβαστη κατασκευαστική και τεχνολογική ποιότητα κάθε άλλο παρά συνέβαλε στην κερδοφορία. Αλλά η αξία των προϊόντων της εταιρείας του υπογραμμίστηκε από τις επιτυχίες των Vincent, που συνέχισαν σε ανοιχτούς διαγωνισμούς μέχρι και τη δεκαετία του ’70, και τη θέση τους ως συλλεκτικών μοτοσυκλετών σήμερα, μισό αιώνα μετά. Όπως τα σύγχρονα δικύλινδρα της Ducati, πενήντα χρόνια πριν ένα Vincent έθεσε τα στάνταρ για τους υπόλοιπους: ήταν τo πρώτο πραγματικό superbike.

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

 

Κατασκευαστής / Μοντέλο:                Vincent / Black Lightning S

Κινητήρας:            Τετράχρονος, δικύλινδρος V 90o, υγρόψυκτος, 2EΕΚ, 4Β/Κ

Διάμετρος x Διαδρομή (mm):             100 x 63,6

Χωρητικότητα (cc):             999

Ανάφλεξη:             Ψηφιακή PGM FI

Τροφοδοσία:         Ψεκασμός

Σύστημα εξαγωγής:             2 σε 1 σε 2

Σύστημα εκκίνησης:            Μίζα

Τύπος συμπλέκτη:                Υγρός, πολύδισκος, υδραυλικός

Τελική μετάδοση: Κιβώτιο 6 σχέσεων, αλυσίδα

Πλαίσιο: Χυτό αλουμινένιο με τον κινητήρα ενεργό μέρος του

Μεταξόνιο (mm):  1.588

Γωνία κάστερ (ο): 25

Ίχνος (mm):           97

Βάρος κενή (kg):   185

Ρεζερβουάρ (l):      19

Ανάρτηση Εμπρός:               Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι Showa 43mm

Ανάρτηση Πίσω:  Αμορτισέρ Fox Twin, τύπου Cantilever

Φρένο Εμπρός:      Δύο δίσκοι 320mm, δαγκάνες Brembo τεσσάρων εμβόλων

Φρένο Πίσω:         Δίσκος με δαγκάνα Brembo δύο εμβόλων

Τελική ταχύτητα (km/h):    270+

Marc Marquez: Στατιστικά καριέρας. Η χειρότερη σεζόν, η φετινή και εκείνη του ’13. Ο στόχος για το μέλλον

Οι αριθμοί έχουν την δική τους αλήθεια
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

8/10/2019

Αυτή την στιγμή ο Marquez απέχει μονάχα μία νίκη για να ισοφαρίσει το ρεκόρ του Mick Doohan με 54 νίκες στην κορυφαία κατηγορία των GP, πράγμα που σημαίνει πως το πιο πιθανό, είναι φέτος όχι απλά να το ισοφαρίσει, αλλά και να το ξεπεράσει. Αμέσως μετά θα του μένει ο Giacomo Agostini με 68 νίκες και φυσικά ο Valentino Rossi που μέχρι στιγμής έχει σημειώσει 89 στην κορυφαία κατηγορία. Συνολικά ο Rossi κατέχει 115 νίκες στα GP, ο Agostini 122 και ο Marquez 79. Όμως ένα άλλο ρεκόρ έχει ήδη γραφτεί ανεξίτηλα, σχετικά με τις συνολικές νίκες και σε αυτό ο Marquez έρχεται δεύτερος με πολύ μικρή διαφορά από τον Valentino Rossi καθώς σημείωσε την 50η του νίκη φέτος στην Τσεχία, ως ο δεύτερος νεότερος στην ιστορία. Πρώτος ήταν ο Rossi, μόλις με τρεις ημέρες διαφορά! Ηλικιακά τους δύο αυτούς αναβάτες χωρίζουν 14 χρόνια και μία ημέρα. Ο Rossi γεννήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 1979 και ο Marquez 17 Φεβρουαρίου 1993. Οι ομοιότητες είναι πολλές, οι διαφορές τους επίσης.

Ο Marquez έγραψε 50 νίκες σε ηλικία 26 ετών και 168 ημερών, αντί για 165 ημέρες που το έκανε ο Rossi. Συνολικά όμως εκείνη την ημέρα συμπλήρωνε 76 νίκες σε όλες τις κατηγορίες, πράγμα που σημαίνει πως ισοφάριζε το ρεκόρ καριέρας του εννέα φορές παγκόσμιου πρωταθλητή, Mike Hailwood! Ο Marquez όμως έχει την πρωτιά για κάτι άλλο πιο σημαντικό, έφτασε πρώτος στην ιστορία του αθλήματος, τις συμμετοχές σε 200 αγώνες. Σε αυτούς τους αγώνες κατάφερε να έχει τις περισσότερες pole position από κάθε άλλο αναβάτη από το 1974 και μετά όταν και άρχισαν να καταγράφονται οι pole position. Αυτό σημαίνει πως από εδώ και πέρα, κάθε φορά που ο Marquez ξεκινά τον αγώνα από την πρώτη θέση της εκκίνησης, έχουμε και νέο ρεκόρ καριέρας.

Η χειρότερη χρονιά του Marquez ήταν η πρώτη του στην Moto2, το 2011, μία χρονιά που έχασε έναν βέβαιο τίτλο που κατέληξε στα χέρια του Stefan Bradl δίχως να απογειώσει την καριέρα του Γερμανού, μιας και όλοι συμφωνούσαν πως ο τίτλος αυτός έπρεπε να πάει στον Marquez. Η χρονιά τότε είχε ξεκινήσει αργά για τον Marquez, μιας και στους έξι πρώτους αγώνες το 2011 ο Bradl μετρούσε ήδη τέσσερις νίκες. Έχοντας τον τίτλο του παγκόσμιου στα 125 το 2010, ο Marc ήταν ήδη το φαβορί για τον τίτλο της Moto2 και οι έξι νίκες που έκανε στους επόμενους επτά αγώνες, εξηγούσαν ακριβώς αυτή την προσδοκία ενώ στην Ιαπωνία θα περνούσε μπροστά στην βαθμολογία από την δεύτερη θέση του βάθρου. Στην Αυστραλία ενεπλάκη σε ατύχημα στα δοκιμαστικά και χρεώθηκε με ποινή ενός λεπτού την οποία κάλυψε εντυπωσιακά κερδίζοντας την τρίτη θέση. Στον επόμενο αγώνα και ξανά στα δοκιμαστικά, ο Marquez είχε νέο ατύχημα, αυτή την φορά πιο σοβαρό και την Κυριακή του αγώνα κόπηκε από τους γιατρούς ενώ είχε εμφανιστεί στην πίστα για να ξεκινήσει από την τελευταία θέση. Η όρασή του ήταν τόσο άσχημη που δεν έτρεξε ούτε στον τελευταίο αγώνα στην Valencia και έτσι ο τίτλος πήγε στον Bradl. Από τότε ο Marquez συνεχίζει να πέφτει στις δοκιμές, είναι ο άνθρωπος που συμπληρώνει χρονιές με ρεκόρ πτώσεων χωρίς να χάνει τερματισμούς, πέφτει δηλαδή στις δοκιμές. Αλλά πέφτει εξαντλώντας τα όρια της πρόσφυσης και αφότου έχει γλιτώσει αμέτρητες άλλες που κανείς άλλος αναβάτης δεν θα είχε γλιτώσει. Εκείνη η χρονιά, όπως αργότερα θα σχολίαζε ο ίδιος σε μία του συνέντευξη, ήταν μία από τις χρονιές που τον ωρίμασε απότομα. Η επόμενη που θα τον ωρίμαζε ακόμη περισσότερο δεν είχε έρθει ακόμη, θα ερχόταν το 2015… Δικά του λόγια αυτά περί ωρίμανσης, ούτε ένα μήνα πριν, όταν προσπαθούσε να πει τα λιγότερα που θα μπορούσε για το τι ακριβώς συνέβη στην Q2 στο Misano…

Όταν ξεκίνησε να τρέχει στα GP, το 2008, ήταν αυτομάτως ο νεαρότερος Ισπανός αναβάτης που πήρε pole position και ανέβηκε σε βάθρο σε παγκόσμιο πρωτάθλημα ταχύτητας. Αυτό έλεγε πολλά εκείνη την στιγμή, μιας και η Ισπανία είναι χώρα με τεράστια μοτοσυκλετιστική ιστορία. Αυτή την στιγμή μονάχα ένας Ισπανός, ο Angel Nieto, έχει περισσότερους τίτλους από τον Marguez συνολικά σε όλες τις κατηγορίες. Από το 1969 έως και το 1984 ο Nieto είχε κερδίσει 13 πρωταθλήματα βάζοντας μαζί και τα 50άρια... Φέτος ο Marquez είχε μία από τις καλύτερες σεζόν της ζωής του, μάλλον την καλύτερη παρόλο που υπάρχει και το απίστευτο 2014. Από την στιγμή που φέτος πήρε τις περισσότερες νίκες από κάθε άλλο, προς το παρόν είναι 8, ενώ έχει ανέβει στο βάθρο 13 φορές και έχει εννέα pole position, με την σεζόν να μην έχει ολοκληρωθεί.

Αν υπολογίσουμε μονάχα τους παγκόσμιους τίτλους της κορυφαίας κατηγορίας, μαζί με αυτόν που μόλις κέρδισε, τότε ο Marquez έχει έξι τίτλους σε μία επταετία, σπάζοντας το αντίστοιχο ποσοστό του Rossi την περίοδο 2001-2006 και του Agostini την περίοδο 1967-1972. Σε επτά χρόνια, Agostini και Rossi είχαν πέντε τίτλους, ο Marquez έχει έξι. Εξαίρεση –ποια άλλη- η χρονιά 2015.

Αυτή την στιγμή ο Marquez δεν έχει ξεπεράσει τον ρυθμό νικών αγώνων σε οκτώ διαδοχικές σεζόν που κατέχει ο Rossi. Είναι όμως κοντά στο να το κάνει και έχει ήδη ισοφαρίσει τους Giacomo Agostini και Angel Nieto αν μετρήσεις τις νίκες του σε εύρος πέντε σεζόν. Αν όμως ανοίξεις την ψαλίδα σε όλες τις κατηγορίες των GP τότε μέσα σε μία δεκαετία ο Marquez έχει καλύτερα στατιστικά νικών, με τουλάχιστον πέντε νίκες σε κάθε σεζόν, κερδίζοντας τον Mike Hailwood που είχε σημειώσει τουλάχιστον πέντε νίκες σε κάθε κατηγορία μέσα σε μία επταετία, από το 1961 έως και το 1967. Το 2014 ο Marquez πέρασε το ρεκόρ συνεχόμενων νικών του Rossi από το 2002 με επτά νίκες, και σημειώνοντας δέκα μπήκε στην πρώτη θέση με Doohan και Agostini όταν μετράς μία σεζόν. Αν μετρήσεις δύο και τρεις σεζόν συνεχόμενες ο αριθμός αλλάζει, αλλά τότε έτρεχαν και έξι αγώνες όλη την χρονιά.

Στα MotoGP που φέτος πήρε τον έκτο τίτλο, ο Marquez έχει συμμετάσχει μόνο με Honda. Αυτό τον κάνει τον πιο πετυχημένο αναβάτη της κορυφαίας κατηγορίας με ιαπωνική μοτοσυκλέτα, ξεπερνώντας τον Mick Doohan!

Με τον τίτλο αυτό ο Marquez κατατάσσεται από τώρα, στα 26 του, έκτος σε σύνολο παγκόσμιων τίτλων αλλά πρακτικά τέταρτος: Πρώτος είναι ο Giacomo Agostini με 15, δεύτερος ο Angel Nieto με 13 και στην τρίτη θέση με εννέα πρωταθλήματα ισοφαρίζουν ο Carlo Ubbiali, Mike Hailwood και Valentino Rossi. Όταν και αν ο Marquez φτάσει τους δέκα τίτλους, θα είναι ο τρίτος στην ιστορία της μοτοσυκλέτας με τέτοια συγκομιδή. Κι έχει μπροστά του τον χρόνο για να μπορούμε να πούμε πως υπάρχουν οι πιθανότητες για να γίνει ο Ν1 σε συγκομιδή τίτλων… Αν όμως δει κανείς τους τίτλους μονάχα στην κορυφαία κατηγορία των MotoGP, τότε ο Marquez είναι πίσω μονάχα από τον Rossi και τον Agostini.

Οι πιθανότητες φαίνονται και από ένα άλλο ρεκόρ: Ο Marquez είναι ο νεότερος στην ιστορία του αθλήματος που έφτασε τους οκτώ τίτλους αλλά και ο νεότερος που καταφέρνει τους έξι τίτλους στην μεγάλη κατηγορία. Αυτά είναι δύο διαφορετικά ρεκόρ. Ο Hailwood ήταν 27 όταν έφτασε τους οκτώ τίτλους ενώ ο Agostini ήταν 29 όταν έφτασε τους έξι τίτλους στην μεγάλη κατηγορία, από τους 15 συνολικά. Άλλους δύο έκανε ο Agostini στα 500 τότε. Είχε ήδη επτά στα 350, την αντίστοιχη Moto2 σήμερα.

Όταν ο Marquez πήγε στην Repsol Honda αντικαθιστώντας τον Casey Stoner ήταν ένα δευτερόλεπτο αργότερος από τον Pedrosa κατά την πρώτη δοκιμή της μοτοσυκλέτας στην Valencia. Στην Sepang όμως, στην πρώτη δοκιμή του 2013, την πρώτη του δηλαδή σεζόν στα MotoGP ήταν ταχύτερος του Rossi και αργότερος από Lorenzo κατά την πρώτη ημέρα.

Στον πρώτο του αγώνα στα MotoGP, στο Qatar, έκανε ταχύτερο γύρο και ανέβηκε και στο βάθρο. Ήταν ήδη ένα από τα ονόματα για τον τίτλο, με την εμφάνισή του και μόνο και τον αγώνα τότε είχε κερδίσει ο Rossi. Στις ΗΠΑ θα ερχόταν η πρώτη του νίκη σε μία πίστα που έτρεχαν όλοι για πρώτη φορά και που από τότε δεν έχει κερδίσει κανείς ποτέ. Στατιστικά ο Rossi είναι πιο πετυχημένος σε συνεχόμενες νίκες στην ίδια πίστα, τουλάχιστον ακόμη, μιας και το κοντέρ του Marquez τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στην Γερμανία, ακόμη γράφει. Τότε όμως, όταν έκανε εκείνη την νίκη στις ΗΠΑ, ήταν ο νεότερος σε ηλικία αναβάτης που ανεβαίνει στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου, στην μεγάλη κατηγορία. Επί τριάντα χρόνια το ρεκόρ αυτό το κρατούσε ο Freddie Spencer που κέρδισε το 1982 στα 500 έχοντας γεννηθεί το ’61 και έχοντας ξεκινήσει τους αγώνες στην μεγάλη κατηγορία το 1980.

Το ρεκόρ του νεότερου νικητή το κατέχει ακόμη ο Marquez όμως ο Fabio Quartararo του έκλεψε το ρεκόρ του νεαρότερο pole-man που κατείχε ο Marquez από την ίδια χρονιά, πίσω στο 2013 στις ΗΠΑ. Ο εικοσάχρονος Quartararo, ακόμη κι αν κέρδιζε στον προηγούμενο αγώνα, όπως έφτασε πολύ κοντά να κάνει, δεν θα μπορούσε να κλέψει τον τίτλο του νεαρότερου νικητή στην ιστορία, για ελάχιστες ημέρες. Ο Marquez έχει βέβαια πάρα πολλούς νέους αναβάτες που στο σύντομο μέλλον θα μπορούσαν να του πάρουν αυτή την πρωτιά, δεν αναμένεται να κρατήσει το συγκεκριμένο ρεκόρ τόσο μεγάλο διάστημα, όπως άντεξε του Freddie Spencer.

Στον επόμενο αγώνα, εκείνης της πρώτη του σεζόν στα GP, ο Marquez τερμάτισε δεύτερος πίσω από τον Pedrosa έχοντας ξεκινήσει τρίτος τον αγώνα και στην Γαλλία πήρε άλλη μία pole position, οριακά πιο αργός από τον Lorenzo. Εκείνος ο αγώνας θα ξεκινούσε άσχημα αλλά στο τέλος θα κατάφερνε να ανέβει στο βάθρο την τελευταία στιγμή και έτσι μέσα στους τέσσερις πρώτους αγώνες θα είχε ανέβει τέσσερις φορές στο βάθρο, ισοφαρίζοντας ένα ρεκόρ που λίγοι θυμόντουσαν πως κρατούσε ο Max Biaggi από το 1998! Τότε ήταν άλλο ένα παιδί – θαύμα, η ιστορία έδειξε πως ο Marquez θα γινόταν μεγαλύτερο…Βέβαια στον επόμενο αγώνα στο Mugello έπεσε από την αρχή κόβοντας το σερί αυτό, σε ένα τριήμερο συνεχών πτώσεων, στοιχειώνοντας στο μυαλό του τον ιταλικό αγώνα… Έπρεπε να έρθει η σειρά της έδρας του, στην Καταλονία για να επιστρέψει στο βάθρο, ενώ στην Ολλανδία όλοι πλέον μιλούσαν για τον επόμενο πρωταθλητή, τερμάτισε τρίτος έχοντας σπάσει νωρίτερα δύο δάχτυλα, ένα στο πόδι κι ένα στο χέρι! Στο Sachsenring πήρε την νίκη από την αρχή και από τότε κερδίζει συνεχόμενα ως σήμερα, ενώ αμέσως μετά σταμάτησε τον χρόνο, όταν στην Laguna Seca προσπέρασε τον Rossi με τον ίδιο τρόπο που εκείνος είχε κάνει το 2008 στον Stoner. Από εδώ και πέρα ήταν κατήφορος για εκείνον κι έφτασε στον τελευταίο αγώνα με μία προ-πορεία 13 βαθμών στο πρωτάθλημα. Τερμάτισε τρίτος και πήρε τον τίτλο…

Η πρώτη αυτή σεζόν το 2013, φανερώνει κάτι σπουδαίο, είναι χαρακτηριστική της πορείας του μιας και τίποτα δεν του χαρίστηκε, τίποτα δεν ήρθε τυχαία. Όταν έσπαγε κόκκαλα συνέχιζε να αγωνίζεται πιο σκληρά, όταν έπεφτε μετέτρεπε την πτώση σε γνώση για το όριο, κι απλά πήγαινε αυτό το όριο ένα βήμα πιο πέρα. Ίσως από τους πιο χαρακτηριστικούς αγώνες της σεζόν, να ήταν εκείνος του Brno και όχι της προσπέρασης της Laguna Seca. Κι αυτό γιατί ο Marquez πάλεψε απίστευτα με τον Lorenzo, προσπέρασε τον Rossi και δεν ησύχασε μέχρι και το τέλος του αγώνα από την μάχη με τον Lorenzo. Κέρδιζε τότε τον τέταρτο αγώνα συνεχόμενο, πράγμα που δεν είχε ξανά κάνει κάποιος από το 2008 και τον Valentino Rossi. Αν μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχε πείσει κάποιον πως ήταν το επόμενο μεγάλο όνομα, εκείνος ο αγώνας στην Τσεχία θα έστελνε το μήνυμα σε όλους. Στην Αγγλία θα κατέστρεφε τον ώμο του. Κι αυτό γιατί αγωνίστηκε κανονικά, αντί να χάσει τον αγώνα όπως και θα έπρεπε μετά από τραυματισμό που είχε στις δοκιμές. Κι όχι μόνο αγωνίστηκε αλλά πάλεψε με τον Lorenzo ξανά και τελικά βγήκε δεύτερος. Την ζημιά στον ώμο την είχε ήδη κάνει. Από τότε αρκεί ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη για να βγει από την θέση του, όπως είχε γίνει κατά τους πανηγυρισμούς για τον έβδομο τίτλο πέρσι, με φυσικό αυτουργό τον κολλητό του φίλο, εκρηκτικό, Redding.

Παρατηρώντας τις σεζόν από το 2017 και μετά, ο ανταγωνισμός στα GP ανεβαίνει κατακόρυφα μέχρι και πέρσι, με τον Marquez όμως να καταφέρνει πάντοτε να κάνει μεγαλύτερη πρόοδο, μέχρι και φέτος που η σύγκριση με τους υπόλοιπους απλά δεν υφίσταται. Το μοναδικό πρόβλημα του Marquez αυτή την στιγμή, όπως μόνος του σκιαγράφησε και σήμερα σε συνέντευξη που έδωσε στην ισπανική τηλεόραση – δύο ημέρες μετά την ανακήρυξή του σε παγκόσμιο πρωταθλητή και για φέτος, είναι πως έχει δείξει το επίπεδο εξέλιξης. Του χρόνου θα είναι δύσκολο να πραγματοποιήσει ένα αντίστοιχα μεγάλο βήμα με αυτό που έπραξε αυτή την σεζόν, ενώ οι υπόλοιποι έχουν περιθώρια βελτίωσης.

Στη ανασκόπηση της καριέρας του μέσα από τα νούμερα, μπορεί να βρει ο καθένας την αλήθεια που θέλει, άλλωστε η στατιστική για αυτό δημιουργήθηκε για να εξυπηρετεί τους πάντες, όμως κανείς δεν μπορεί να τον χαρακτηρίσει τον καλύτερο αναβάτη, τουλάχιστον όχι ακόμη. Τις προηγούμενες δεκαετίες κέρδιζες πρωτάθλημα ακόμη και με έξι αγώνες, ή έτρεχες και σε διαφορετικές κατηγορίες μαζεύοντας νίκες. Δεν ήταν το ίδιο, τίποτα δεν ήταν το ίδιο για να μπορεί να γίνει μία σύγκριση με τους παλιούς, αυτό είναι κάτι που θα το δεις να συμβαίνει μονάχα σε ελαφριά συζήτηση, κυρίως ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν έχουν ζήσει τους αγώνες πέρα από την γραμμή τερματισμού. Και γίνεται ακόμη πιο περίπλοκο αν αναλογιστείς πως μπορεί τότε να έτρεχες σε πολλές κατηγορίες και λίγους αγώνες αλλά έκανες και άλλα πράγματα εκτός από το να είσαι αγωνιζόμενος και σίγουρα δεν είχες λύσει στο βιοποριστικό σου πρόβλημα στα 23, 25, 26 έστω και τα τριάντα σου, έχοντας ήσυχο μυαλό και επικεντρώνοντας σε ένα στόχο!

Ο Freddie Spenser πηγαίνει σε track days έχοντας φτάσει κοντά εξήντα και μου το έχει πει, κατάμουτρα με την αφοπλιστική του ειλικρίνεια, πως αν δεν το κάνει δεν θα μπορέσει και να ζήσει. Αναγκάζεται να δουλεύει και τώρα, παρά την λαμπρή καριέρα, κάτι που ακόμη και ο Lorenzo, έχει λύσει στην ζωή του από τώρα! Για οποιονδήποτε λοιπόν θέλει να μιλήσει για νούμερα, ας κρατηθεί μονάχα από αυτή την λεπτομέρεια. Ας κατανοήσουμε κάτι που δεν το συζητά κανείς και ποτέ, και μονάχα αν μιλήσεις με τους παλιούς θα το καταλάβεις. Με τους ανθρώπους που δεν προετοιμάζονταν για τον αγώνα κάνοντας γιόγκα το πρωί, γυμναστική και κολύμβηση, τρώγοντας μονάχα τα καλύτερα φρούτα και το καθαρότερο κρέας, που ανησυχούσαν για το αν θα έχουν να πληρώσουν το νοίκι, και δούλευαν και ως μηχανικοί ακόμη, ανάμεσα στις σεζόν του παγκοσμίου. Ας κατανοήσουμε αυτή την βασική διαφορά που έχουν τώρα οι πρώτοι των πρώτων (όχι όλοι), πριν πάμε σε δημοφιλείς λεπτομέρειες όπως το πώς ήταν τα ελαστικά τότε, ή τις ταχύτητες με τις οποίες μπαίνουν στις στροφές οι σημερινές μοτοσυκλέτες. Την πληθώρα των αγώνων που έχουν τώρα οι σεζόν, τις λεπτομέρειες των ηλεκτρονικών και όλα αυτά τα τόσο σύνθετα, τόσο δύσκολα που ένα τυχαίο σχόλιο δεν μπορεί εύκολα να συμπεριλάβει. Ναι αλλά τα 500άρια είχαν άλογα θα πει κανείς και τότε ήθελες θάρρος και άλλα τέτοια… μην τα ακούσει αυτά ο Freddie Spenser όμως, που θα σου πει πως και για μπύρες πήγαιναν τότε και πιο χαλαρά ήταν τα πράγματα στο τέλος της ημέρας. Μία σύγχρονη MotoGP με τα πλέον εξελιγμένα ηλεκτρονικά είναι απείρως πιο κουραστική από τα τόσο δύσκολα, τόσο επικίνδυνα πεντακοσάρια. Το λέει ο Spenser αυτό και οφείλουμε να μην πεταχτούμε με ένα «ναι αλλά…» όταν μιλάει. Τα νούμερα λοιπόν δεν θα πουν την αλήθεια, αλλά θα θέσουν το δικό τους όριο. Τόσα πρωταθλήματα για να είσαι νούμερο ένα ή δύο, τόσες pole-postion, τόσες νίκες σε μία σεζόν κτλ... κι ας τρέχαμε κάποτε και με άλογα σκέτα. Δεν έχει σημασία ο τρόπος για μία κατάταξη με βάση τα νούμερα.

Για να μην γίνει δύσκολο μπορείς μονάχα να κοιτάξεις την πρώτη του σεζόν στα MotoGP το 2013, εκεί που ο Marquez πάλεψε όσο κανείς άλλος, βλέπεις πως έχει την στόφα για να γίνει ένας από τους καλύτερους όλων των εποχών με βάση ΚΑΙ των αριθμών. Δεν είναι καθόλου σίγουρο πως θα το καταφέρει. ΟΥΤΕ και μπορεί να το πει κανείς αυτή την στιγμή! Είναι πολύ πιθανό, είναι ίσως το πιθανότερο αν θέλετε πως θα φτάσει αυτό τον τίτλο κάποια στιγμή, αλλά και ο Rossi θα έπρεπε να έχει τώρα δέκα τίτλους με βάση την πεποίθηση και τις πιθανότητες, έπαιξε βέβαια και ο Marquez ρόλο σε αυτό. Σκέτοι αριθμοί δεν λένε όλη την αλήθεια, άλλωστε με βάση τους σκέτους αριθμούς ο Rossi είναι πιο μπροστά από τον Marquez. Μπορείς να μετρήσεις του πόντους καριέρας συνολικά για παράδειγμα, και ο Rossi βγαίνει με πάνω από τους διπλάσιους. Τα περισσότερα βάθρα σε μία σεζόν; Τα έχει πάλι ο Rossi, έχει φτάσει τα 16 και έχει και σεζόν με 12 και με 11, ο Marquez έκανε δέκα το 2014 και τώρα είναι ήδη στα εννιά.

Με λίγα λόγια θα πρέπει να περάσουν άλλα δέκα χρόνια από τώρα για να μείνει μονάχα η αλήθεια των αριθμών. Όμως για αυτή αγωνίζεται τώρα ο Marquez. Για αυτό τον λόγο θα συνεχίσει στους επόμενους φετινούς αγώνες να προσπαθεί για την πρώτη θέση στην εκκίνηση και την νίκη. Στόχος του είναι να ανακηρυχθεί ο καλύτερος όλων των εποχών με βάση τους αριθμούς, παλεύοντας με το σήμερα…

 

UPDATE 10/10/2019:

Με ένα πλούσιο Δελτίο Τύπου, η ελληνική αντιπροσωπεία Αφοι Σαρακάκης ΑΕ, παρουσιάζει την καριέρα του πολλάκις παγκόσμιου πρωταθλητή Marc Marquez, συνοπτικά έως σήμερα. Δείτε με επικεφαλίδες ανα χρονικές περιόδους, όσα αναλύσαμε και παραπάνω:
 

Η συναρπαστική καριέρα του Marc Marquez, από την Cervera μέχρι την κατάκτηση του 8ου τίτλου

Τα πρώτα βήματα (1993-2000)

Στις 17 Φεβρουαρίου 1993, ένας μελλοντικός πρωταθλητής γεννήθηκε στη Lleida της Ισπανίας. Ο Marc έχει ζήσει όλη του τη ζωή στην Cervera, μία μικρή πόλη όπου μένει με τους γονείς και τον αδελφό του Alex.

Στην ηλικία των 4 ετών, ο Marc ζήτησε μία μοτοσυκλέτα ως δώρο Χριστουγέννων, και υποστηριζόμενος από βοηθητικές ρόδες βίωσε την πρώτη του εμπειρία σε δύο τροχούς. Μόλις ένα χρόνο αργότερα άρχισε να ασχολείται με το Enduro για παιδιά.

Μέχρι το 2000 συμμετείχε ήδη σε αγώνες Motocross, τερματίζοντας δεύτερος εκείνη τη χρονιά, πριν κατακτήσει το Καταλανικό Πρωτάθλημα τη επόμενη χρονιά.

Από το χώμα στην άσφαλτο (2000-2007)

Το 2002, ο Marc τερμάτισε τρίτος στο Conti Cup έχοντας αρχίσει να επικεντρώνεται σε αγώνες δρόμου. Δύο χρόνια αργότερα δοκίμασε μία Honda 125 GP και αμέσως εντυπωσιάστηκε.

Τη σεζόν του 2005, ο Marquez ένωσε τις δυνάμεις του με τον Emilio Alzamora, Παγκόσμιο Πρωταθλητή 1999 στην κατηγορία 125κ.εκ. με Honda, κερδίζοντας το Καταλανικό Πρωτάθλημα 125cc όπως και το Catalan Supermotard Championship 85cc.

Το 2006 έτρεξε τους πρώτους αγώνες του στο Πρωτάθλημα της Ισπανίας CEV και παρόλο που δεν κατάφερε να πάρει τον τίτλο, οι επιδόσεις του ήταν εντυπωσιακές, ενώ για το 2008 κέρδισε μία πλήρη συμμετοχή στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα των 125κ.εκ.

Ντεμπούτο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα (2008)

Ο Marc έκανε το ντεμπούτο του με την Repsol KTM Team το 2008 και στον έκτο μόλις αγώνα του, το Βρετανικό Grand Prix, πέτυχε το πρώτο ορόσημο της καριέρας του στους αγώνες μοτοσυκλετών, τερματίζοντας 3ος και έγινε ο νεότερος αναβάτης που είχε ανέβει ποτέ σε βάθρο του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος.

Το 2009, παρέμεινε στην ίδια ομάδα της Repsol με τον αρ. 93 προς τιμήν της χρονολογίας γέννησής του, και κατάφερε να εντυπωσιάσει τους πάντες με το ταλέντο του. Τερματίζοντας στη πρώτη πεντάδα σε όλους σχεδόν τους αγώνες, ο Marquez είχε προσελκύσει το έντονο ενδιαφέρον όλων για την επόμενη χρονιά.

Η πρώτη νίκη σε GP και ο πρώτος Τίτλος Παγκοσμίου Πρωταθλήματος (2010)

Το 2010 ο Marquez προσχώρησε στη ομάδα της Ajo Motorsport οδηγώντας μία Derbi, και ήδη πριν ξεκινήσει η σεζόν είχε σημειώσει ρεκόρ, έχοντας προσαρμοστεί άριστα τόσο με τη νέα μοτοσυκλέτα όσο και με τη νέα ομάδα. Από εκεί και μετά, συνέχισε δυνατά και πήρε την πρώτη νίκη της καριέρας του στο Mugello, ενώ ακολούθησαν αρκετές ακόμα νίκες. Έχοντας διατηρήσει το βαθμολογικό προβάδισμα έναντι του διεκδικητή του τίτλου Nico Terol, ο Marquez ξεκίνησε τον τελευταίο γύρο ως φαβορί του πρωταθλήματος και κατάφερε να πάρει το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 2010 στα 125κ.εκ., σε ηλικία 17 ετών με 10 νίκες και 12 poles.

2ος στο Moto2 την πρώτη του χρονιά (2011)

Ο Marquez μετακινήθηκε στη νέα κατηγορία Moto2 για το 2011 έχοντας κατακτήσει τον τίτλο στα 125κ.εκ. με μία επίλεκτη ομάδα από τεχνικούς και μηχανικούς με εμπειρία σε πρωταθλήματα Moto2 και MotoGP. Μετά από ένα περιπετειώδες ξεκίνημα, ο Marquez ανέκαμψε και ρίχτηκε στη μάχη για την κατάκτηση του τίτλου. Ενώ απέμεναν μόλις μερικοί γύροι, είχε καλύψει τη διαφορά των 82 βαθμών από τον πρώτο του πρωταθλήματος Stefan Bradl, αλλά μία πτώση στην 1η ελεύθερη δοκιμή για τον αγώνα της Μαλαισίας τον άφησε εκτός αγωνιστικής πίστας στα δύο τελευταία GP, αναγκάζοντάς τον να παραιτηθεί από τις ελπίδες για πρωτιά. Οι επτά νίκες, τρεις δεύτερες θέσεις και μία τρίτη θέση χάρισαν στον Marc τον τίτλο του Rookie of the Year και τη δεύτερη θέση του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Moto2.

Παγκόσμιος Πρωταθλητής Moto2 (2012)

Μετά από μία δύσκολη περίοδο ανάρρωσης εκτός αγωνιστικής περιόδου λόγω τραυματισμών, ο Marquez κατάφερε να ανακτήσει τις δυνάμεις του και να κερδίσει στον πρώτο γύρο της σεζόν. Η καλή του φόρμα συνεχίστηκε και πήρε οκτώ νίκες (σε Κατάρ, Πορτογαλία, Ολλανδία, Γερμανία, Ινδιανάπολη, Τσεχία, Σαν Μαρίνο και Ιαπωνία), δύο δεύτερες θέσεις (Καταλονία και Μ. Βρετανία) και δύο τρίτες θέσεις (Χερέθ και Αραγονία) φιλοδοξώντας να πάρει το πρωτάθλημα. Το προβάδισμα που απέκτησε σε όλη τη διάρκεια της σεζόν του επέτρεψε να διασφαλίσει τον τίτλο στην Αυστραλία, όπου στέφθηκε Παγκόσμιος Πρωταθλητής Moto2 για το 2012.

Παγκόσμιος Πρωταθλητής MotoGP (2013)

Υπήρχαν τεράστιες προσδοκίες για τον Marquez τη πρώτη του σεζόν στο MotoGP και γρήγορα απέδειξε ότι μπορούσε να αναμετρηθεί με την ελίτ της κατηγορίας. Ο νεαρός Ισπανός κέρδισε το πρώτο του βάθρο στον πρώτο αγώνα. Στο Austin στις 21 Απριλίου 2013, πέτυχε την πρώτη του pole position και κατέγραψε την πρώτη νίκη σε MotoGP μόλις στον δεύτερο αγώνα του και έγινε ο νεότερος αναβάτης όλων των εποχών που κέρδισε σε GP της μεγάλης κατηγορίας, σε ηλικία 20 ετών και 63 ημερών, καταρρίπτοντας το ρεκόρ του Freddie Spencer (20 ετών και 196 ημερών).

Ο Marquez συνέχισε να εντυπωσιάζει με τις pole positions και συνεχείς αναμετρήσεις για μία θέση στο βάθρο, έχοντας συχνά απέναντί του τον teammate του Dani Pedrosa και τον Jorge Lorenzo. Στη Γερμανία, κυριάρχησε στον αγώνα και ανέκτησε το προβάδισμά του στο Πρωτάθλημα, συνεχίζοντας το σερί επιτυχιών, κερδίζοντας στη Laguna Seca—και έγινε ο πρώτος rookie που πήρε νίκη εκεί στη μεγάλη κατηγορία μοτοσυκλετών και ο νεότερος αναβάτης που πέτυχε back-to-back αγωνιστικές νίκες στη μεγάλη κατηγορία, σε ηλικία 20 ετών και 154 ημερών, καταρρίπτοντας ένα ακόμα ρεκόρ του Freddie Spencer (21 ετών και 104 ημερών – GP Ν. Αφρικής και Γαλλίας – 1983). Κέρδισε και πάλι στην Ινδιανάπολη, και έγινε ο πρώτος premier-class rookie με τρεις συνεχόμενες νίκες από την εποχή του Kenny Roberts το 1978 (Αυστρία, Γαλλία και Mugello).

O Marc κατέκτησε την τέταρτη συνεχόμενη νίκη του στο Brno, και έγινε ο πρώτος αναβάτης από τότε που ο Valentino Rossi το 2008 είχε καταγράψει πάνω από τέσσερις συνεχόμενες νίκες στη μεγάλη κατηγορία GP. Όλα ξεκαθάρισαν στον τελευταίο αγώνα της χρονιάς με τον Jorge Lorenzo και Marc Marquez να τους χωρίζουν μόλις 13 βαθμοί καθώς παρατάχθηκαν στη σχάρα εκκίνησης την Κυριακή. Οδηγώντας ένα ώριμο αγώνα ώστε να τερματίσει 3ος, ο Marquez διασφάλισε την πρώτη του νίκη στο πρώτο του Παγκόσμιο Πρωτάθλημα MotoGP στην ‘παρθενική’ του σεζόν και σηματοδότησε το ξεκίνημα μιας νέας εποχής.

Συνεχόμενοι Τίτλοι στο MotoGP (2014)

Ο Marc έσπασε το πόδι του κατά τη διάρκεια προπόνησης μετά την πρώτη του δοκιμή στο Sepang το 2014 με αποτέλεσμα να μείνει εκτός της δεύτερης δοκιμής στο Sepang, χάνοντας ακόμα και τη δοκιμή στο Phillip Island. Έφτασε στο Κατάρ για τον πρώτο γύρο έχοντας ανακάμψει πλήρως μόλις τρεις ημέρες νωρίτερα, αλλά πήρε pole position στις χρονομετρημένες δοκιμές και κέρδισε μετά από μία επική μάχη με το Rossi. Στο Austin, ο νεαρός Ισπανός ήρθε πρώτος σε όλα τα session και κέρδισε στον αγώνα. Στην Αργεντινή, επικράτησε σε όλα τα session, πλην της πρώτης ελεύθερης δοκιμής και κέρδισε για μία ακόμα φορά στον αγώνα. Με τρεις συνεχείς νίκες, ο Marc είχε πάρει φόρα. Συνέχισε τις σαρωτικές εμφανίσεις του μέχρι τη μέση της σεζόν, κερδίζοντας στη Γερμανία και στη συνέχεια έκανε το 10 στα 10 με τη νίκη του στην Ινδιανάπολη μετά την καλοκαιρινή διακοπή. Ωστόσο, δεν πέτυχε το 11 στα 11 και στο Brno, ο teammate του Dani πήρε τη νίκη με τον Marc να τερματίζει τέταρτος.

Φτάνοντας στην Ιαπωνία με προβάδισμα 75 βαθμών, θα μπορούσε να διασφαλίσει τον τίτλο εάν τερμάτιζε μπροστά από τον Pedrosa και έχασε με διαφορά μέχρι τριών βαθμών από το Rossi και 15 από τον Lorenzo. Η 2η θέση στο Motegi και οι 20 βαθμοί που του απέφερε, του χάρισαν το δεύτερο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στο MotoGP, ενώ έγινε ο πρώτος αναβάτης της Honda που εξασφάλιζε έναν παγκόσμιο τίτλο —ανεξαρτήτως κατηγορίας —στο σιρκουί του Motegi. Επίσης έγινε ο νεότερος αναβάτης όλων των εποχών που κατακτούσε δύο συνεχόμενα Παγκόσμια Πρωταθλήματα στη μεγάλη κατηγορία σε ηλικία 21 ετών και 237 ημερών, καταρρίπτοντας το ρεκόρ του Mike Hailwood, ο οποίος ήταν 23 ετών και 152 ημερών όταν απέσπασε τον δεύτερο συνεχόμενο τίτλο του στα 500κ.εκ. το 1963.

Μία χρονιά προκλήσεων (2015)

Το 2015 ήταν η τρίτη χρονιά του Marc στο MotoGP, και αποδείχτηκε πολύ πιο δύσκολη από τις προηγούμενες. Μετά τους πρώτους αγώνες που δεν πήγαν όπως περίμενε, ο Marquez σημείωσε μία θεαματική επίδοση στο ισπανικό GP μειώνοντας τη βαθμολογική διαφορά του με μία επάξια κερδισμένη δεύτερη θέση, αλλά η έλλειψη σταθερότητας τους επόμενους γύρους τον επιφόρτισε με πολλή δουλειά.

Ο Marc επισφράγισε ένα τέλειο σαββατοκύριακο στη Γερμανία, σημειώνοντας νέο ρεκόρ καθοδόν για τη νίκη, μετά το ρεκόρ pole-position και κέρδισε για μία ακόμα φορά στην Ινδιανάπολη. Με αυτές τις δύο συνεχόμενες νίκες κατάφερε να μειώσει τη διαφορά του στους 56 βαθμούς πίσω από το Rossi. Οι εγκαταλείψεις του σε Σίλβερστοουν και Αραγονία διέλυσαν τις ελπίδες του για τον τίτλο και από εκεί και μετά ο Marquez εστίασε την προσοχή του στο να πάρει όσο το δυνατόν περισσότερες νίκες το υπόλοιπο της χρονιάς. Ολοκλήρωσε τη σεζόν του 2015 με μία δεύτερη θέση στο GP της Βαλένθια και βρέθηκε στην τρίτη θέση γενικής κατάταξης, αλλά έχοντας αποκομίσει πολλά πολύτιμα μαθήματα.

#GiveMe5 (2016) – 5ος Τίτλος

Ο Marquez ξεκίνησε την προσπάθειά του στην τέταρτη χρονιά του στο MotoGP με διαφορετική νοοτροπία: το μυστικό ήταν η σταθερότητα. Η σεζόν ξεκίνησε καλά με ένα βάθρο και δύο νίκες – συμπερ. του Austin, που γρήγορα έγινε μία από τις αγαπημένες πίστες του Marquez. Ακολούθησαν και άλλοι τερματισμοί στο βάθρο καθώς το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα επέστρεψε στην Ευρώπη, με τον αναβάτη της Repsol Honda Team να μάχεται σταθερά για το βάθρο εκτός από μια ατυχία στο Le Mans. Η νέα φιλοσοφία του Marc έγινε απόλυτα σαφής στο Assen όπου διασφάλισε τη δεύτερη θέση σε συνθήκες δυνατής βροχής πίσω από τον αναβάτη της Honda, Jack Miller. Το καλοκαίρι ήρθε και με αυτό ένα ισχυρό προβάδισμα 48 βαθμών στο πρωτάθλημα έναντι του Lorenzo.

Χάρη στη σταθερότητα που επέδειξε το πρώτο μισό της σεζόν, ο Marquez κατάφερε να αυξήσει το βαθμολογικό το πλεονέκτημα έναντι των δύο αναβατών της Yamaha, Rossi και Lorenzo. Η πιθανότητα να διασφαλίσει έναν πέμπτο τίτλο στην εντός έδρας πίστα της Honda στο Motegi ήταν μικρή, αλλά μία ανυπέρβλητη εμφάνιση και λάθη από τους δύο αντιπάλους του οδήγησαν στην πανηγυρική κατάκτηση του τρίτου Παγκόσμιου Τίτλου του MotoGP από τον 23χρονο, μπροστά στον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της Honda Takahiro Hachigo - ο οποίος τον συνόδευσε στο βάθρο, το Γενικό Διευθυντή της Honda κ. Shinji Aoyama και τον πρόεδρο της HRC κ.Yoshishige Nomura. Σε ηλικία 23 ετών και 242 ημερών έγινε ο νεότερος αναβάτης όλων των εποχών με τρεις τίτλους του παγκοσμίου πρωταθλήματος στη μεγάλη κατηγορία, παίρνοντας το ρεκόρ από τον Mike Hailwood, ο οποίος ήταν 24 ετών και 108 ημερών όταν κέρδισε τον τρίτο συνεχόμενο τίτλο του στα 500κ.εκ. το 1964..

The #Big6 (2017) – 6ος Τίτλος

Η σεζόν του MotoGP για το 2107 δεν ξεκίνησε αίσια για τον Marc Marquez για την υπεράσπιση του τίτλου του, καθώς στους δύο πρώτους αγώνες τερμάτισε εκτός βάθρου – κάτι που είχε να συμβεί από το 2011. Ωστόσο η νίκη στο Austin, η πέμπτη του συνεχόμενη σε αυτή την πίστα, άρχισε να ανατρέπει τα δεδομένα και ο Marquez κέρδισε έδαφος έναντι του Maverick Viñales πριν από μία άτυχη πτώση στο Le Mans και μάχες in Mugello. Σε ένα πρωτάθλημα με μικρές βαθμολογικές διαφορές, το κάθε σαββατοκύριακο ήταν απρόβλεπτο και  Marc έπρεπε να περιμένει μέχρι το Sachsenring για να κατακτήσει τη δεύτερη νίκη της χρονιάς.

Η δράση επέστρεψε στο Brno και ο Marquez αντιμετώπισε με υποδειγματική μαεστρία τις αλλεπάλληλες σημαίες που βγήκαν στη πίστα, αυξάνοντας τη διαφορά του στην κορυφή της κατάταξης από τον Viñales στους 14 βαθμούς. Οι επόμενοι γύροι έβαλαν τον Andrea Dovizioso στο παιχνίδι του τίτλου, με τους δύο αναβάτες να οδεύουν προς τους τρεις Ασιατικούς αγώνες με όλα τα ενδεχόμενα στο πρωτάθλημα ανοιχτά. Σε ένα επικό Ιαπωνικό GP υπό δυνατή βροχόπτωση, ο Marquez κατέκτησε το 100ό βάθρο της καριέρας του και έφτασε στον τελευταίο γύρο της χρονιάς στη Βαλένθια στην κορυφή της κατάταξης με προβάδισμα 21 βαθμών. Μία τρίτη θέση ήταν το μόνο που χρειαζόταν για να περάσει τον Mike Hailwood (25 ετών και 107 ημερών) ως ο νεαρότερος αναβάτης με τέσσερα Παγκόσμια Πρωταθλήματα premier class στο παλμαρέ του – κάτι που πέτυχε στη Βαλένθια, στον τελευταίο αγώνα της χρονιάς.

Reaching #Level7 (2018) – 7ος Τίτλος

Μετά από ένα κάθε άλλο παρά ιδανικό ξεκίνημα της υπεράσπισης του τίτλου του το 2018, στη συνέχεια ο Marc Marquez απέδειξε ότι ήταν αναμφίβολα νικητής το 2018 με τρεις συνεχόμενες νίκες σε Austin, Jerez και Le Mans. Αυτό το εντυπωσιακό σερί νικών σύντομα ακολούθησαν πέντε συνεχόμενοι τερματισμοί στο βάθρο, μεταξύ των οποίων και τέσσερις πρώτες θέσεις.

Μετά τη νίκη του στον πρώτο αγώνα στην ιστορία του MotoGP στην Ταϊλάνδη, ο Marquez απέκτησε μία άνετη διαφορά 77 βαθμών από τον Andrea Dovizioso που βρισκόταν στη δεύτερη θέση. Και πάλι, ο Marquez είχε την ευκαιρία να κατακτήσει τον πέμπτο τίτλο του στο MotoGP μέσα σε έξι χρόνια, στον εντός έδρας αγώνα της Honda στο Twin Ring Motegi (όπου είχε επίσης διασφαλίσει τον δεύτερο και τρίτο τίτλο του στη μεγάλη κατηγορία, το 2014 και το 2016 αντίστοιχα). Παρά το ότι ξεκίνησε έκτος στη σχάρα εκκίνησης στο Twin Ring Motegi, ο Marquez κατέκτησε μία λαμπρή νίκη, την όγδοη της σεζόν, τον έβδομο παγκόσμιο τίτλο της καριέρας του και το πέμπτο του Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στο MotoGP μέσα σε έξι χρόνια, γράφοντας ένα ακόμα κεφάλαιο στη ιστορία του σπορ.

The #8ball (2019) – 8ος Τίτλος

Η σεζόν του 2019 στο MotoGP ξεκίνησε σχεδόν ιδανικά με μία δεύτερη θέση και μία νίκη από τους πρώτους δύο αγώνες, αλλά η ατυχία χτύπησε στο Austin, το αγαπημένο Circuit of the Americas του Marquez, που δεν κατάφερε να τερματίσει κάτι που έπληξε το ρεκόρ επιτυχιών του αναβάτη. Στη συνέχεια, ο Marquez τερμάτιζε σταθερά στα δύο πρώτα σκαλιά του βάθρου, στην 1η ή 2η θέση στους επόμενους 12 αγώνες. Όλων τα βλέμματα ήταν στραμμένα στον αναβάτη που υπερασπιζόταν τον τίτλο του Παγκόσμιου Πρωταθλητή όταν έφτασε στο Sachsenring όπου, ξεπερνώντας το ρεκόρ του Austin, πήρε τη δέκατη συνεχόμενη pole και νίκη στην πίστα.

Η απίστευτη σταθερότητα του Marquez το 2019 τον βοήθησε να τερματίσει στους πρώτους 14 γύρους με εκπληκτική συγκομιδή 300 βαθμών  – περισσότερους από όσους είχε συλλέξει το 2016 και 2017 καθοδόν για τον τίτλο . Ο 15ος από τους 19 γύρους, στο Grand Prix της Ταϊλάνδης έβαλε τον Marquez ξανά στο παιχνίδι του τίτλου. Για μία ακόμα φορά, ο Andrea Dovizioso ήταν ο αντίπαλος του Marquez στη διεκδίκηση ενός έκτου τίτλου της premier class με τον αναβάτη της Repsol Honda Team να χρειάζεται μόλις δύο βαθμούς για να βγάλει τον Ιταλό εκτός μάχης. Με τον Dovizioso στη τέταρτη θέση, ξέσπασε μία θρυλική μάχη μεταξύ Marquez και Fabio Quartararo – και ο Marquez πήρε μία συναρπαστική νίκη στην τελευταία στροφή του τελευταίου γύρου. Μετά από εννέα εντυπωσιακές αγωνιστικές νίκες το 2019, ο Marc Marquez πήρε το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα 2019 στο MotoGP – ο όγδοος παγκόσμιος τίτλος του και ο έκτος στη μεγάλη κατηγορία.  Αυτό σημαίνει ότι έγινε ο νεότερος αναβάτης με έξι Παγκόσμια Πρωταθλήματα στην premier class και ο νεότερος με οκτώ Παγκόσμια Πρωταθλήματα ανεξαρτήτως κατηγορίας.

 

Ετικέτες